Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 649/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Αριθμός  649/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

            Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Νόμιμα φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ.) η υπό κρίση από 29-12-2017 και με γεν. αριθ. κατάθ. Π.Π. ……… / ειδ. αριθ. κατάθ. ……… και γεν. αριθ. κατάθ. Ε.Π. …… και ειδ. αριθ. κατάθ. ….. έφεση του ηττηθέντος πρωτόδικα εναγομένου και ήδη εκκαλούντος κατά της με αριθ. 5061/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρο 614 αριθ. 3 Κ.Πολ.Δ.). Η ανωτέρω έφεση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα προ πάσης επιδόσεως της εκκαλουμένης, η οποία δημοσιεύτηκε στις 16 Νοεμβρίου 2017 και εντός της καταχρηστικής προθεσμίας των δύο (2) ετών, που ισχύει για τις ασκούμενες από 1-1-2016 εφέσεις, όπως, εν προκειμένω, σύμφωνα με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015, με το οποίο τροποποιήθηκε η παρ. 2 του άρθρου 518 Κ.Πολ.Δ. και σύμφωνα με τα άρθρα 495 παρ. 1, 2, 496, 499, 511, 513 παρ. 1 β, 516 παρ. 1,517, 520 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρα 532, 591 παρ. 1 εδάφ. α’ Κ.Πολ.Δ.) και να εξεταστεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1, 591 παρ. 1 εδάφ. α’ Κ.Πολ.Δ.). Σημειωτέον ότι για το παραδεκτό της έφεσης δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου, καθόσον οι διαφορές των άρθρων 614 αρ. 3 Κ.Πολ.Δ, όπως η προκειμένη, εξαιρούνται ρητά από το νόμο (άρθρο 495 παρ.3 εδ. τελ. Κ.Πολ.Δ.).

Με την από 24-2-2017 και με γεν. αριθ. κατάθ. ………. και ειδ. αριθ. κατάθ. …… αγωγή τους, οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι, απευθυνόμενοι στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά, ιστορούσαν ότι είναι ιατροί, με τις αναφερόμενες στην αγωγή ειδικότητες, που εργάζονταν στον Ε.Ο.Π.Υ.Υ. και πιο πριν στο Ι.Κ.Α. με συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου και ότι, κατ’ εφαρμογή του ν. 4238/2014, μεταφέρθηκαν στην εναγομένη 2η Υγειονομική Περιφέρεια Πειραιώς και Νήσων (Δ.Υ.ΠΕ.) όπου και απασχολούνται με καθεστώς πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης. Ότι, αν και σύμφωνα με τις διατάξεις του παραπάνω νόμου, εντός οκταμήνου από την ολοκλήρωση της μεταφοράς τους, έπρεπε να αξιολογηθούν και να καταταχθούν σε θέσεις κλάδου ιατρών / οδοντιάτρων Ε.Σ.Υ, οπότε από την ένταξή τους θα λάμβαναν τις αποδοχές που προβλέπονται από τις οικείες μισθολογικές διατάξεις, αναγνωριζομένης και υπολογιζόμενης για τη μισθολογική τους εξέλιξη της προϋπηρεσίας τους σε οποιονδήποτε φορέα κοινωνικής ασφάλισης, η ένταξή τους ολοκληρώθηκε με καθυστέρηση. Ότι, η εναγομένη, αντί να τους καταβάλει τις νόμιμες αμοιβές σύμφωνα με τις μισθολογικές διατάξεις του ν. 3205/2003 για τους γιατρούς του Ε.Σ.Υ βάσει της διάταξης του άρθρου 21 παρ. 2 ν. 4238/2014, τους καταβάλλει αποδοχές υπολειπόμενες των νομίμων, εφαρμόζοντας περικοπές των αποδοχών τους κατά το ν. 4093/2012 που είναι αντισυνταγματικός και δη περικοπές του βασικού μισθού (από 2.054 σε 1.580 ευρώ), του νοσοκομειακού επιδόματος (από 450 ευρώ σε 238 ευρώ) και του επιδόματος βιβλιοθήκης (από 339 σε 205 ευρώ), τέλος δε εσφαλμένα τους καταβάλλει επίδομα χρόνου υπηρεσίας, υπολογιζόμενο επί του βασικού μισθού του Επιμελητή Α’, αντί του βασικού μισθού του Πρωτοδίκη κατ’ άρθρο 86 περ. 6β’ ν. 4307/2014, μη συνυπολογίζοντας και το χρόνο προϋπηρεσίας εκάστου εξ αυτών στο Ι.Κ.Α, σύμφωνα με το ν. 4254/2014, Κεφ. ΙΖ, υποπ. ΙΖ.1, περίπτωση Δ2 εδάφ. τελευτ. και το άρθρο 21 παρ. 2 ν. 4328/2014.  Με βάση τα ανωτέρω ζήτησαν: α) να αναγνωρισθεί ότι, για τον υπολογισμό των αποδοχών και επιδομάτων του καθενός τους κατά το επίδικο χρονικό διάστημα από 1-1-2015 έως 30-4-2017 (χρόνο πιθανής συζήτησης της αγωγής), πρέπει να εφαρμοστεί ο νόμος 3205/2003, χωρίς τις αντισυνταγματικές περικοπές και μειώσεις του ν. 4093/2012 και επομένως ότι οφείλονται εντόκως στον καθένα εξ αυτών για το άνω χρονικό διάστημα τα αναφερόμενα στην αγωγή ποσά, άλλως, σε περίπτωση που κριθούν συνταγματικές οι περικοπές των αποδοχών τους, σύμφωνα με τον ν. 4093/2012, τα ποσά που αναφέρονται για τον καθένα εξ αυτών στην αγωγή, υπολογιζόμενου σε αμφότερες τις περιπτώσεις του επιδόματος χρόνου προϋπηρεσίας επί των αποδοχών Διευθυντή και όχι επί των αποδοχών Επιμελητή Α’, β) να αναγνωριστεί ότι το εναγόμενο οφείλει να υπολογίζει το χρονοεπίδομα επί του ποσού των 2.067 ευρώ, όσο ο βασικός μισθός του Πρωτοδίκη, και, τέλος, να καταδικαστεί το εναγόμενο στα δικαστικά τους έξοδα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, αφού έκρινε ως ορισμένη και νόμιμη την αγωγή κατά την κύρια βάση της περί αντισυνταγματικότητας του ν. 4093/2012, δέχθηκε ακολούθως αυτήν ως βάσιμη και κατ’ ουσία και αναγνώρισε ότι, προς υπολογισμό των αποδοχών και επιδομάτων των εναγόντων κατά το επίδικο χρονικό διάστημα από 1-1-2015 έως 30-4-2017, έπρεπε να έχουν εφαρμοστεί οι διατάξεις του ν. 3205/2003 χωρίς τις επιβληθείσες περικοπές του ν. 4093/2012, υπολογιζόμενου σε αμφότερες τις περιπτώσεις του επιδόματος χρόνου προϋπηρεσίας επί των αποδοχών Διευθυντή και όχι επί των αποδοχών Επιμελητή Α’ και ότι το τελευταίο αυτό επίδομα έπρεπε να έχει υπολογιστεί επί του βασικού μισθού του Πρωτοδίκη και, υπό τις παραδοχές αυτές, αναγνώρισε ακολούθως ότι το εναγόμενο οφείλει να καταβάλει σε έκαστο των εναγόντων τα αναφερόμενα σ’ αυτήν ποσά (χωρίς τις περικοπές που προβλέπει ο ν. 4093/2012), με το νόμιμο τόκο υπερημερίας 6% ετησίως από την επίδοση της αγωγής. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται το εναγόμενο με την κρινόμενη έφεσή του για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ζητεί με τους λόγους αυτής, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, προκειμένου να απορριφθεί εξ ολοκλήρου η αγωγή.

Σύμφωνα με το άρθρο 520 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, το έγγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει τα κατά τα άρθρα 118 -120 στοιχεία και τους λόγους της έφεσης, οι οποίοι συνίστανται σε αιτιάσεις κατά της εκκαλουμένης απόφασης, που αναφέρονται είτε σε πραγματικά ή νομικά σφάλματα του δικαστηρίου είτε ενίοτε και του ίδιου του εκκαλούντος. Οι λόγοι της έφεσης πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, πρέπει δηλαδή να καθορίζονται με πληρότητα οι αποδιδόμενες στην εκκαλούμενη απόφαση αιτιάσεις, ώστε να μπορεί να οριοθετηθεί η εξουσία του Εφετείου (ενόψει μάλιστα της διάταξης του άρθρου 522 Κ.Πολ.Δ, που ορίζει ότι η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο κατά τα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους έφεσης), να είναι σε θέση το δικαστήριο αυτό να κρίνει για τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά τους, αλλά και να μπορεί ο εφεσίβλητος να αμυνθεί αποκρούοντας αυτούς (Σ. Σαμουήλ, Η έφεση κατά τον Κ.Πολ.Δ, 2003, παρ. παρ. 540, 541, Μαργαρίτης, σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμ. Κ.Πολ.Δ, τ. ΙΙ, σ. 926-7, Α.Π. 824/2007, Α.Π. 172/2003, Α.Π. 859/2002, Εφ.Πειρ. 241/2015, Εφ.Δωδ. 201/2013, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Έτσι, οι αόριστοι ισχυρισμοί για απόρριψη της αγωγής ως αόριστης ή νόμω αβάσιμης, χωρίς την εξειδίκευση της αποδιδόμενης έλλειψης ή ανεπάρκειας, απολήγει σε αοριστία του ισχυρισμού (Β. Βαθρακοκοίλη, Η έφεση, 2015, αριθ. 1060, σ. 280, Σ. Σαμουήλ, Η έφεσις, έκδ. Ε, αριθ. 541, Αρβανιτάκη, Αρμ. 2003, 479, Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμ. Κ.Πολ.Δ, τ. ΙΙ, σ. 926, αριθ. 11). Η αοριστία του δικογράφου της έφεσης (εφετηρίου) δεν μπορεί να συμπληρωθεί με τις προτάσεις, ούτε να αναπληρωθεί με την παραπομπή σε άλλο δικόγραφο και της αυτής ακόμα δίκης, οι δε αόριστοι λόγοι έφεσης εξομοιώνονται με ανύπαρκτους και απορρίπτονται ως απαράδεκτοι και κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα του δικαστηρίου (Α.Π. 1003/2017, Α.Π. 1130/2015, Α.Π. 1709/2013, Α.Π. 864/2010, Εφ.Αθ. 1499/2018, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της έφεσης, κατά το πρώτο σκέλος του, το εκκαλούν παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, εσφαλμένα απέρριψε τον ισχυρισμό του περί αοριστίας της άνω αγωγής, κατά τον οποίο: «Οι εφεσίβλητοι, κατόπιν της επίδοσης της αγωγής τους, κατέθεσαν στην Υπηρεσία μας την από 28-2-2017 αίτησή τους, με την οποία αιτήθηκαν τη χορήγηση εγγράφου για να μην υπάρχουν ανακρίβειες και παρεισφρήσουν λάθη από την πλευρά των εναγόντων… ώστε να γίνει αντιπαραβολή και αν χρειαστεί διορθώσεις για το ωράριο και τη συνολική προϋπηρεσία για να υπολογιστεί το χρονοεπίδομα. Όμως με αυτό το περιεχόμενο η αγωγή, όπως αναγνωρίζεται και συνομολογείται και από τους ενάγοντες στην αίτησή τους, είναι αόριστη και ανεπίδεκτη ερμηνείας και εκτίμησης, η οποία κατ’ άρθρο 224 Κ.Πολ.Δ, δεν μπορεί να συμπληρωθεί ή να διορθωθεί με τις προτάσεις». Ο άνω λόγος έφεσης είναι απαράδεκτος λόγω αοριστίας, αφού με αυτόν δεν αποδίδεται συγκεκριμένη έλλειψη στην αγωγή (π.χ. ως προς την προϋπηρεσία, τη θέση και ειδικότητα των εναγόντων, τις καταβαλλόμενες και καταβλητέες αποδοχές καθενός τους), ούτε γίνεται πλήρης και σαφής επίκληση ορισμένου νομικού σφάλματος καταλογιστέου στην πρωτόδικη απόφαση, ούτε εκτίθεται ποια ουσιώδη επιρροή επί του ορισμένου της αγωγής ασκεί η άνω επικαλούμενη αίτηση των εναγόντων, η οποία φέρεται άλλωστε να υποβλήθηκε μετά την άσκηση της αγωγής. Επομένως, το πρωτοβάθμιο, το οποίο, με ελλιπή αιτιολογία που συμπληρώνεται με αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ.), έκρινε επίσης αόριστο τον άνω ισχυρισμό, δεν έσφαλε και συνεπώς είναι αβάσιμος ο άνω λόγος έφεσης με τον οποίο το εκκαλούν υποστηρίζει τα αντίθετα.

Το Σύνταγμα στο άρθρο 4 παρ. 5 ορίζει ότι: «Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους», στο άρθρο 25 παρ. 1 και 4 ότι: «1. Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. … Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας. … 4. Το Κράτος δικαιούται να αξιώνει από όλους τους πολίτες την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης», στο άρθρο 79 παρ. 1 ότι: «Η Βουλή κατά την τακτική ετήσια συνοδό της ψηφίζει τον προϋπολογισμό των εσόδων και εξόδων του Κράτους για το επόμενο έτος …» και στο άρθρο 106 παρ. 1 ότι: «Για την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης και την προστασία του γενικού συμφέροντος το Κράτος προγραμματίζει και συντονίζει την οικονομική δραστηριότητα στη Χώρα, επιδιώκοντας να εξασφαλίσει την οικονομική ανάπτυξη όλων των τομέων της εθνικής οικονομίας …». Όπως έχει κριθεί (Σ.τ.Ε.Ολομ. 431/2018, σκ. 7, 4741/2014, σκ. 12, 2193/2014, σκ. 18), από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι σε περιπτώσεις παρατεταμένης οικονομικής κρίσεως, ο κοινός νομοθέτης δύναται να θεσπίσει μέτρα περιστολής των δημοσίων δαπανών που συνεπάγονται σοβαρή οικονομική επιβάρυνση μεγάλων κατηγοριών του πληθυσμού και, ιδίως, όσων λαμβάνουν μισθό ή σύνταξη από το δημόσιο ταμείο, λόγω της άμεσης εφαρμογής και αποτελεσματικότητας των επιβαλλομένων σε βάρος τους μέτρων για τον περιορισμό του δημοσίου ελλείμματος. Η δυνατότητα, όμως, αυτή δεν μπορεί να είναι απεριόριστη, αλλά έχει ως όριο τις αρχές της αναλογικότητας, της ισότητας στην κατανομή των δημοσίων βαρών και του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, οι οποίες επιτάσσουν όπως το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής κατανέμεται μεταξύ όλων των κατηγοριών απασχολουμένων τόσο στον δημόσιο, όσο και στον ιδιωτικό τομέα, ως επίσης και των ασκούντων ελευθέριο επάγγελμα, δεδομένου μάλιστα ότι η βιωσιμότητα των δημοσίων οικονομικών είναι προς όφελος όλων. Και τούτο διότι, εν όψει και της καθιερωμένης στο άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος αξιώσεως του Κράτους να εκπληρώνουν όλοι οι πολίτες το χρέος της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης, δεν είναι επιτρεπτό η επιβάρυνση από τα μέτρα που λαμβάνονται προς αντιμετώπιση της δυσμενούς και παρατεταμένης οικονομικής συγκυρίας να κατανέμεται πάντοτε σε συγκεκριμένες κατηγορίες πολιτών, ώστε η σωρευτική επιβάρυνση αυτών να είναι ιδιαίτερα μεγάλη και να είναι πλέον εμφανής η υπέρβαση των ορίων της αναλογικότητας και της ισότητας στην κατανομή των δημοσίων βαρών, αντί της προωθήσεως διαρθρωτικών μέτρων και της εισπράξεως των φορολογικών εσόδων, από την μη εφαρμογή των οποίων ευνοούνται κυρίως άλλες κατηγορίες πολιτών (Σ.τ.Ε.Ολομ. 431/2018, σκ. 7, 2193/2014, σκ.18, 668/2012, σκ. 37). Περαιτέρω, το Σύνταγμα ορίζει στο άρθρο 5 παρ. 5, η οποία προστέθηκε κατά την αναθεώρηση του 2001 με το Ψήφισμα της 6.4.2001 της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής (Α’ 84), ότι «Καθένας έχει δικαίωμα στην προστασία της υγείας …», στο άρθρο 21 παρ. 3 ότι «Το κράτος μεριμνά για την υγεία των πολιτών …» και στο άρθρο 22 παρ. 5, όπως η παρ. αυτή αναριθμήθηκε με την αναθεώρηση του 2001, ότι «Το κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, όπως νόμος ορίζει». Όπως έχει κριθεί, από τις διατάξεις αυτές του Συντάγματος συνάγεται ότι γεννάται ευθεία υποχρέωση του Κράτους και των οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως για την προστασία της υγείας των πολιτών, εργαζομένων και συνταξιούχων, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η παροχή υπηρεσιών υγείας υψηλού επιπέδου (Σ.τ.Ε.Ολομ. 3802/2014, σκ. 15, 9/2016, σκ. 4, 2381/2016, σκ. 7, π.ρ.β.λ. Σ.τ.Ε.Ολομ. 1187 – 8/2009, 400/2016), οι οποίες πρέπει να καλύπτουν πλήρως τις ανάγκες διαγνώσεως και θεραπείας των σχετικών παθήσεων, τις χειρουργικές επεμβάσεις, εφ’ όσον απαιτούνται, ως και γενικώς τις ανάγκες νοσηλείας των πολιτών. Η υποχρέωση αυτή υπόκειται σε νομοθετικούς περιορισμούς, υπό τον όρο ότι οι περιορισμοί αυτοί δεν οδηγούν στην ανατροπή του δικαιώματος στην προστασία της υγείας (Σ.τ.Ε. Ολομ. 3962/2014, 1812/2013, 2033/2009, 1187-8/2009). Ενόψει των ανωτέρω επιταγών του Συντάγματος, η άσκηση κάθε επαγγελματικής δραστηριότητας, η οποία συνίσταται στην παροχή υπηρεσιών σχετικών με την υγεία, επιτρέπεται μόνον σε εκείνα τα πρόσωπα που έχουν τα προσόντα, τα οποία ο νομοθέτης κρίνει αναγκαία προκειμένου να εξασφαλίζεται η παροχή στους πολίτες υπηρεσιών υγείας υψηλού επιπέδου (Σ.τ.Ε.Ολομ. 1804/2017, Σ.τ.Ε. 1634/2009, 2267/2005). Περαιτέρω, προς εκπλήρωση της παραπάνω συνταγματικής επιταγής για τη λήψη μέτρων προστασίας της υγείας εκδόθηκε ο ν. 1397/1983 «Εθνικό σύστημα υγείας» (Α’ 143). Με το νόμο αυτόν οργανώθηκε η παροχή υπηρεσιών υγείας προς τους πολίτες με τη δημιουργία δημόσιου τομέα υγείας και ρυθμίστηκαν, μεταξύ άλλων, τα ζητήματα της υπηρεσιακής καταστάσεως και του μισθολογικού καθεστώτος των ιατρών του κλάδου Ε.Σ.Υ. Με το άρθρο 30 του παραπάνω νόμου καθορίσθηκε ειδικό μισθολόγιο για τους γιατρούς του Ε.Σ.Υ, αποτελούμενο από το βασικό μισθό, κλιμακούμενο ανάλογα με τον βαθμό και τα χρόνια υπηρεσίας, και από διάφορες αποζημιώσεις, επιδόματα και προσαυξήσεις, όπως τα επιδόματα για δαπάνες βιβλιοθήκης και κίνησης λόγω των ειδικών συνθηκών του επαγγέλματος και για την ετοιμότητα κάλυψης έκτακτων αναγκών και η αποζημίωση λόγω συμμετοχής σε συνέδρια και εκπαιδευτικό έργο. Κατά την ίδια εισηγητική έκθεση (σελ. 29), η θέσπιση του ειδικού μισθολογίου υπαγορεύθηκε «από την ανάγκη να εξασφαλισθεί στο γιατρό του Ε.Σ.Υ. ένα εισόδημα που να τον απαλλάσσει από τις βιοποριστικές ανάγκες … (ώστε) να αφήνεται απερίσπαστος στην επιτέλεση του έργου του», ως κριτήρια δε για τη διαμόρφωση των συνολικών αποδοχών των ιατρών ελήφθησαν υπόψη «α) οι ειδικότερες συνθήκες άσκησης του ιατρικού έργου, β) οι ιδιαίτερες ευθύνες που δημιουργεί στο γιατρό η άσκηση του λειτουργήματός του και η σημασία του έργου του για το κοινωνικό σύνολο και το συγκεκριμένο άτομο που του εμπιστεύεται την υγεία του, την ίδια του τη ζωή, γ) η ανάγκη και υποχρέωση του γιατρού για διαρκή εκπαίδευση στην επιστήμη του, δ) η συνεχής ενημέρωση, συμπλήρωση και ανανέωση των γνώσεων του γιατρού πάνω στις εξελίξεις της ιατρικής επιστήμης αλλά και της ιατρικής τεχνολογίας και η ευθύνη του για την αξιοποίηση των επιτευγμάτων των εξελίξεων αυτών προς όφελος του κοινωνικού συνόλου, ε) τα περισσότερα χρόνια σε σύγκριση με τις περισσότερες άλλες επιστήμες πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, στ) η πολύχρονη μεταπανεπιστημιακή μετεκπαίδευση για ειδίκευση και λήψη τίτλου ειδικότητας (κατά μέσο όρο πέντε (5) χρόνια σήμερα), ζ) ο περισσότερος συγκριτικά με άλλους κλάδους της δημόσιας διοίκησης, χρόνος εργασίας, όπως προβλέπεται από τις διατάξεις του Νόμου, αλλά κύρια η υποχρέωση του γιατρού να εργάζεται και πέραν από το κανονικό ωράριο εργασίας του και η υποχρεωτική εφημερία ετοιμότητας που αποτελεί ισχυρή δέσμευση της ιδιωτικής ζωής του γιατρού, η) οι πάγιες ανάγκες του γιατρού για απόκτηση επιστημονικών συγγραμμάτων και περιοδικών που είναι απαραίτητα για την ενημέρωσή του πάνω στη διεθνή και εσωτερική βιβλιογραφία που αφορά σε ιατρικά θέματα, θ) η δεοντολογική υποχρέωση του γιατρού να παρέχει τις υπηρεσίες του σε οποιονδήποτε έχει την ανάγκη του και κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, ι) η απαγόρευση του γιατρού ν’ ασκεί οποιοδήποτε ιδιωτικό έργο και η αποκλειστική του απασχόληση στο εθνικό σύστημα, περιορισμός που δεν ισχύει για κανένα κλάδο». Ακολούθως, με το άρθρο 6 του ν. 3754/2009 με τίτλο «Μισθολόγιο» ορίστηκαν τα εξής : «1. Το άρθρο 43 του ν. 3205/2003 … αντικαθίσταται ως κάτωθι: «1. Οι μηνιαίοι βασικοί μισθοί όλων των βαθμών της ιεραρχίας του κλάδου των ιατρών του Εθνικού Συστήματος Υγείας (Ε.Σ.Υ.) ορίζονται από 1ης Ιανουαρίου 2009, στα παρακάτω ποσά: α. Διευθυντής 2.054 ευρώ, β. Επιμελητής Α’ 1.759 ευρώ, γ. Επιμελητής Β’ 1.468 ευρώ, δ. Ειδικευόμενος 1.027 ευρώ. 2. …». 2. Το εδάφιο δ’ της παραγράφου 3 του άρθρου 44 του ν. 3205/2003 αντικαθίσταται ως εξής: «δ. Ειδικευόμενος 355 ευρώ». Εξάλλου, με το άρθρο 55 παρ. 2 του ν. 3918/2011 αντικαταστάθηκε εκ νέου το ανωτέρω άρθρο 43 του ν. 3205/2003, εν όψει της θεσπίσεως με την παρ. 1 του ίδιου άρθρου του βαθμού του “Συντονιστή Διευθυντή” και ορίσθηκε ότι: «1. Οι μηνιαίοι βασικοί μισθοί όλων των βαθμών της ιεραρχίας του κλάδου των ιατρών του Εθνικού Συστήματος Υγείας (Ε.Σ.Υ.) ορίζονται από 1ης Ιανουαρίου 2011, στα παρακάτω ποσά: α. Συντονιστής Διευθυντής 2.055 ευρώ. β. Διευθυντής 2.054 ευρώ. γ. Επιμελητής Α’ 1.759 ευρώ. δ. Επιμελητής Β’ 1.468 ευρώ. ε. Ειδικευόμενος 1.027 ευρώ», ενώ με το άρθρο 66 παρ. 33 του ν. 3984/2011 (Α’ 150) αντικαταστάθηκε το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης 6 της πρώτης παραγράφου του άρθρου 44 του ν. 3205/2003 και προβλέφθηκε η χορήγηση επιδόματος «Θέσεως Ευθύνης στους Συντονιστές Διευθυντές, για όσο χρόνο ασκούν τα καθήκοντα του βαθμού τους, οριζόμενο σε διακόσια τριανταπέντε (235) ευρώ». Ακολούθως, με τις κρίσιμες διατάξεις των περιπτώσεων 13-36 της υποπαραγράφου Γ.1 (με τίτλο «ΜΙΣΘΟΛΟΓΊΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΤΟΜΕΑ»), της παραγράφου Γ (με τίτλο «ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΘΕΜΑΤΩΝ ΓΕΝΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ»), του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 επήλθαν μειώσεις σε όλα τα χαρακτηρισθέντα από τον νομοθέτη ως «ειδικά μισθολόγια», με βάση τα οποία αμείβονται διάφορες κατηγορίες λειτουργών και υπαλλήλων. Ειδικότερα, με την περίπτωση 1 της ανωτέρω υποπαραγράφου (Γ1) ορίσθηκε ότι: «Τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας, που προβλέπονται από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη, … για λειτουργούς,… καταργούνται από 1.1.2013», ενώ με την περίπτωση 27 τροποποιήθηκε το άρθρο 43 του ν. 3205/2003 και επήλθαν περαιτέρω μειώσεις στις αποδοχές των ιατρών του Ε.Σ.Υ, με τη μείωση του μηνιαίου βασικού μισθού όλων των βαθμών της ιεραρχίας του κλάδου (περίπτ. 27. α.), τη μείωση των προβλεπομένων στις παραγράφους 3, 4 και 6 του άρθρου 44 του ν. 3205/2003 επιδομάτων και αποζημιώσεων (επίδομα νοσοκομειακής απασχόλησης, απόδοσης και ειδικών συνθηκών άσκησης ιατρικού έργου, πάγια αποζημίωση για συμμετοχή σε σεμινάρια και ενημέρωση βιβλιοθήκης και επίδομα θέσεως ευθύνης, αντίστοιχα) (περίπτ. 27.β. και 27.γ.), τη μείωση του συντελεστή βάσει του οποίου υπολογίζεται το ωρομίσθιο των εφημεριών, τη μείωση της προσαύξησης ενεργού εφημερίας που καταβάλλεται στους Διευθυντές του Ε.Σ.Υ. και τον καθορισμό προσαύξησης ενεργού εφημερίας 30 ευρώ αδιακρίτως για όλους τους βαθμούς της ιεραρχίας (περίπτ. 27.δ.), τη μείωση της αποζημίωσης εφημεριών που καταβάλλεται στους Συντονιστές Διευθυντές των Νοσοκομείων της Α» Ζώνης και στους Διευθυντές των πανεπιστημιακών κλινικών εργαστηρίων και μονάδων (περίπτ. 27.ε.) και, τέλος, την, συνεπεία των ανωτέρω ρυθμίσεων, μείωση της αμοιβής της μικτής εφημερίας (περ. 27. στ.). Συγκεκριμένα, στην εν λόγω περίπτωση 27 ορίζονται τα εξής: «α. Η παράγραφος 1 του άρθρου 43 του ν. 3205/2003, αντικαθίσταται από 1.8.2012 ως εξής: «1. Οι μηνιαίοι βασικοί μισθοί όλων των βαθμών της ιεραρχίας του κλάδου των ιατρών του Εθνικού Συστήματος Υγείας (Ε.Σ.Υ.) ορίζονται στα παρακάτω ποσά: α. Συντονιστής Διευθυντής 1.665 ευρώ. β. Διευθυντής 1.580 ευρώ. γ. Επιμελητής Α’ 1.513 ευρώ. δ. Επιμελητής Β’ 1.321 ευρώ. ε. Ειδικευόμενος 1.007 ευρώ.» β. Οι παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου 44 του ν. 3205/2003, αντικαθίστανται από 1.8.2012 ως εξής: «3. Νοσοκομειακής απασχόλησης, απόδοσης και ειδικών συνθηκών άσκησης ιατρικού έργου οριζόμενο κατά βαθμό, ως εξής: α. Συντονιστής Διευθυντής, Διευθυντής 238 ευρώ β. Επιμελητής Α’ 205 ευρώ. γ. Επιμελητής Β’ 174 ευρώ. δ. Ειδικευόμενος 190 ευρώ. 4. Πάγια αποζημίωση για συμμετοχή σε σεμινάρια και ενημέρωση βιβλιοθήκης, οριζόμενη κατά βαθμό, ως εξής: α. Συντονιστής Διευθυντής, Διευθυντής 225 ευρώ. β. Επιμελητής Α’ 195 ευρώ. γ. Επιμελητής Β’ 164 ευρώ. δ. Ειδικευόμενος 123 ευρώ.» γ. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 44 του ν. 3205/2003, αντικαθίσταται, από 1.8.2012, ως εξής: «6. Θέσης – Ευθύνης στους Συντονιστές Διευθυντές και σε όσους Διευθυντές ασκούν χρέη Συντονιστή, για όσο χρόνο ασκούν τα καθήκοντα των βαθμών τους, οριζόμενο σε εκατόν πενήντα έξι (156) ευρώ.». Με τις πιο πάνω διατάξεις ο νομοθέτης, αφού διαπίστωσε ότι η οικονομική ύφεση συνεχίζεται και ότι η χώρα εξακολουθεί να έχει συνεχή προβλήματα με τη φορολογική «συμμόρφωση», την είσπραξη ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Κράτος και την προώθηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, αποφάσισε να λάβει και πάλι, μεταξύ άλλων, ως άμεσο μέτρο για την αντιμετώπιση της παρατεταμένης οικονομικής και δημοσιονομικής κρίσης, την περαιτέρω μείωση των αποδοχών των μισθοδοτούμενων από το Δημόσιο βάσει «ειδικών μισθολογίων» υπαλλήλων και λειτουργών. Εξάλλου, αν και καθένα από τα ως άνω «ειδικά μισθολόγια» αφορούσε διαφορετική κατηγορία λειτουργών ή υπαλλήλων, με απολύτως διακεκριμένα καθήκοντα και αποστολή, καθώς και διαφορετικά τυπικά και ουσιαστικά προσόντα, για ορισμένες δε από τις κατηγορίες αυτές συνδεόταν με την άσκηση της εκ του Συντάγματος κρατικής τους αποστολής, ο νομοθέτης τα αντιμετώπισε συλλήβδην ως ένα ενιαίο οικονομικό μέγεθος, το οποίο έπρεπε, υπολογιζόμενο ως σύνολο, να μειωθεί κατά ποσοστό 10% στο πλαίσιο της επιχειρούμενης μειώσεως του δημοσιονομικού ελλείμματος και του δημοσίου χρέους. Με βάση το εξισωτικό αυτό κριτήριο θεσπίσθηκαν μεγαλύτερα ποσοστά μείωσης (άνω δηλαδή του 10%, το οποίο εξελήφθη ως μέσος όρος για τις μειώσεις σε όλα τα μισθολόγια) στα μισθολόγια στα οποία το ύψος των αποδοχών ήταν γενικά μαθηματικώς υψηλότερο, και μικρότερα ποσοστά σε εκείνα στα οποία το ύψος των αποδοχών ήταν μαθηματικώς χαμηλότερο, εντός δε του ίδιου μισθολογίου μείωσε κατά μεγαλύτερο ποσοστό τις αποδοχές των κατεχόντων τους ανώτερους και ανώτατους βαθμούς λειτουργούς και υπαλλήλους (Σ.τ.Ε.Ολομ. 431/2018, 2192 – 2196/2014). Κατ’ εφαρμογή του αμιγώς αριθμητικού αυτού κριτηρίου, με τις διατάξεις της περιπτ. 27 της υποπαραγράφου Γ1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν.  4093/2012 επιβλήθηκαν νέες μειώσεις στις αποδοχές των ιατρών του Ε.Σ.Υ, με τη μείωση του μηνιαίου βασικού μισθού όλων των βαθμών της ιεραρχίας του κλάδου, τη μείωση των χορηγούμενων σε αυτούς επιδομάτων και αποζημιώσεων (επίδομα νοσοκομειακής απασχόλησης, απόδοσης και ειδικών συνθηκών άσκησης ιατρικού έργου, πάγια αποζημίωση για συμμετοχή σε σεμινάρια και

ενημέρωση βιβλιοθήκης και επίδομα θέσεως ευθύνης), τη μείωση του συντελεστή βάσει του οποίου υπολογίζεται το ωρομίσθιο των εφημεριών, τη μείωση της προσαύξησης ενεργού εφημερίας που καταβάλλεται στους Διευθυντές του Ε.Σ.Υ. και τον καθορισμό προσαύξησης ενεργού εφημερίας 30 ευρώ αδιακρίτως για όλους τους βαθμούς της ιεραρχίας, τη μείωση της αποζημίωσης εφημεριών που καταβάλλεται στους Συντονιστές Διευθυντές των Νοσοκομείων της Α’ Ζώνης και στους Διευθυντές των πανεπιστημιακών κλινικών εργαστηρίων και μονάδων και τέλος την, συνεπεία των ανωτέρω ρυθμίσεων, μείωση της αμοιβής της μικτής εφημερίας. Ειδικότερα, επιβλήθηκαν μεγαλύτερες, έναντι των υπολοίπων ιατρών του Ε.Σ.Υ, μειώσεις (άνω του 10%) στον μηνιαίο βασικό μισθό των Συντονιστών Διευθυντών, των Διευθυντών και των Επιμελητών Α’, ενώ οι μειώσεις επί των προαναφερθέντων επιδομάτων κυμάνθηκαν άνω του 10% για όλους τους βαθμούς της ιεραρχίας του κλάδου των ιατρών. Όπως δε εκτέθηκε ήδη, ναι μεν ο νομοθέτης έχει διακριτική ευχέρεια για την εισαγωγή νέων ρυθμίσεων και ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως για τη διαμόρφωση των αποδοχών των ιατρών του Ε.Σ.Υ, τα δικαστήρια όμως δύνανται και οφείλουν, χωρίς να υπεισέλθουν στην έρευνα της σκοπιμότητας των επιλογών του, να ερευνήσουν το αμιγώς νομικό ζήτημα, αν ελήφθη υπόψη η ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση των ιατρών αυτών, η οποία απορρέει εμμέσως από το άρθρο 21 παρ. 3 του Συντάγματος, καθώς και η συνταγματική αρχή της ισότητας υπό την δεύτερη όψη της, δηλαδή της υποχρεώσεως του νομοθέτη να μεταχειρίζεται άνισα τις άνισες καταστάσεις. Η τεκμηρίωση αυτή, αναγκαία και εκ του ότι τα επίμαχα μέτρα διασπούν μία πάγια μισθολογική μεταχείριση των λειτουργών αυτών, θα έπρεπε να αναφέρεται στην εξέλιξη των οικονομικών εν γένει συνθηκών και του γενικού κόστους διαβίωσης, στην ανάγκη διαφύλαξης του κύρους του δημοσίου λειτουργήματος των ιατρών του Ε.Σ.Υ. λόγω της φύσεως των καθηκόντων τους και της σημασίας της αποστολής τους, λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές συνθήκες ασκήσεως του εν λόγω λειτουργήματος, τις ιδιαίτερες απαιτήσεις του ιατρικού επαγγέλματος όσον αφορά τον χρόνο απασχόλησης, την ένταση και την ποιότητα της εργασίας, τις ιδιαίτερες ευθύνες που απορρέουν από την άσκησή του, το καθεστώς πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης υπό το οποίο παρέχουν τις υπηρεσίες τους, τον μεγαλύτερο χρόνο γενικής εκπαίδευσης των ιατρών εν σχέσει προς άλλους επιστήμονες, την πολυετή μεταπανεπιστημιακή μετεκπαίδευσή τους για ειδίκευση αλλά και την ανάγκη για διαρκή εκπαίδευση στην επιστήμη τους, καθώς και το γεγονός ότι, εν όψει των ανωτέρω, εισέρχονται στη δημόσια υπηρεσία σε μεγαλύτερη ηλικία σε σχέση με τους λοιπούς υπαλλήλους και λειτουργούς. Επιπλέον, έπρεπε να ληφθούν υπόψη και οι δυσμενείς επιπτώσεις επί της λειτουργίας του Ε.Σ.Υ, της ποιότητας των παρεχόμενων από το Κράτος υπηρεσιών υγείας και του επιπέδου της ιατρικής στη χώρα, η λόγω της αδυναμίας εξασφαλίσεως ικανοποιητικών αποδοχών διαρροή έμπειρων επιστημόνων στο εξωτερικό, για την εκπαίδευση των οποίων διατέθηκαν σημαντικοί πόροι τόσο εξ ιδίων όσο και από το Κράτος (πανεπιστημιακές και νοσοκομειακές υποδομές, συγγράμματα, εκπαιδευτικό προσωπικό υψηλού επιπέδου κλπ). Όμως, ούτε από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του ν. 4093/2012, ούτε από το κείμενο του εγκριθέντος με τον νόμο αυτό Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου, ούτε τέλος από το κείμενο του εγκριθέντος με τον ν. 4046/2012 Μνημονίου Συνεννόησης προκύπτει ότι κατά τον προσδιορισμό του ύψους των περικοπών στο μισθολόγιο των ιατρών του Ε.Σ.Υ. με τις κρίσιμες διατάξεις, ελήφθησαν υπόψη, πέραν του ανωτέρω καθαρώς αριθμητικού και, ως εκ τούτου, προδήλως απρόσφορου κριτηρίου, της επίτευξης δηλαδή συγκεκριμένης μεσοσταθμικής μειώσεως του μισθολογικού κόστους του Δημοσίου, εν όψει των οποίων θεσπίσθηκε ιδιαίτερο μισθολόγιο για την εν λόγω κατηγορία δημοσίων λειτουργών (Σ.τ.Ε.Ολομ. 431/2017, Ελ.Συν.Ολομ.7412/2015.). Ειδικότερα, δεν προκύπτει ότι εκτιμήθηκαν ειδικώς οι επιπτώσεις από τις εν λόγω μειώσεις στη λειτουργία του Ε.Σ.Υ, ούτε αν οι εκ των μειώσεων επιπτώσεις είναι μικρότερες ή μεγαλύτερες από το προκύπτον οικονομικό όφελος, ούτε αν θα μπορούσαν να ληφθούν άλλα μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος με μικρότερο κόστος για το ιατρικό προσωπικό του Ε.Σ.Υ. (Ελ.Συν.Ολομ. 7412/2015). Επίσης, δεν εξετάσθηκε αν οι αποδοχές των ιατρών του Ε.Σ.Υ. παραμένουν και μετά τις νέες μειώσεις, επαρκείς για την αντιμετώπιση του κόστους αξιοπρεπούς διαβίωσής τους και ανάλογες της αποστολής τους (Ελ.Συν.Ολομ. 7412/2015). Περαιτέρω, με τα δεδομένα που ίσχυαν κατά το χρόνο δημοσιεύσεως του ν. 4093/2012, οι επίδικες μειώσεις των αποδοχών των ιατρών του Ε.Σ.Υ, που επήλθαν με τον νόμο αυτό, συνυπολογιζόμενες με την πλήρη κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας, τις προηγούμενες μειώσεις που, κατά τα ανωτέρω, επεβλήθησαν διαδοχικώς επί των πάσης φύσεως επιδομάτων, αποζημιώσεων και αμοιβών τους (ν. 383372010, μείωση κατά 12% και ν. 3845/2010, μείωση κατά 8% του επιδόματος νοσοκομειακής απασχόλησης, της πάγιας αποζημίωσης για συμμετοχή σε σεμινάρια και του επιδόματος θέσεως ευθύνης, ν. 4002/2011, μείωση κατά 20% του επιδόματος νοσοκομειακής απασχόλησης, ν. 4052/2012, μείωση του συντελεστή βάσει του οποίου υπολογίζεται το ωρομίσθιο των εφημεριών από 0,0059 σε 0,0052 επί του βασικού μισθού και μείωση του μηνιαίου ποσού που καταβάλλεται ως αποζημίωση εφημεριών στους Διευθυντές που υπηρετούν σε Νοσοκομεία της Α’ Ζώνης από 55% σε 49% του εκάστοτε ισχύοντος βασικού μισθού του Διευθυντή Ε.Σ.Υ.), καθώς και με άλλες μειώσεις του εισοδήματος των ιατρών με παράπλευρα νομοθετήματα της περιόδου της κρίσεως (επιβολή ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης με το άρθρο 29 του ν. 3986/2011, επιβολή ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης για την καταπολέμηση της ανεργίας με το άρθρο 38 παρ. 2 περ. α’ του ν. 3986/2011, επιβολή ειδικής εισφοράς υπέρ του Τ.Π.Δ.Υ. με το άρθρο 38 παρ. 2 περ. β’ του ν. 3986/2011 και αλλεπάλληλες φορολογικές επιβαρύνσεις), υπερβαίνουν, λόγω του σωρευτικού τους αποτελέσματος και της εκτάσεώς τους, το όριο που θέτουν οι συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη, δεδομένης άλλωστε και της χρονίζουσας αδυναμίας προωθήσεως των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και της εισπράξεως των ληξιπρόθεσμων φορολογικών οφειλών που απετέλεσαν έναν από τους λόγους για τους οποίους κρίθηκαν και πάλι αναγκαίες, μεταξύ άλλων, οι νέες μειώσεις στις αποδοχές των ιατρών του Ε.Σ.Υ. (Ελ.Συν.Ολομ. 7412/2015). Εν όψει τούτων, οι κρίσιμες διατάξεις της περιπτ. 27 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, με τις οποίες θεσπίσθηκαν οι επίδικες μειώσεις των αποδοχών των ιατρών του Ε.Σ.Υ, καθώς και οι διατάξεις της αποφάσεως οικ. 2/83408/022/14.11.2012 του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, με τις οποίες οι μειώσεις αυτές επιβλήθηκαν αναδρομικώς από 1.8.2012, αντίκεινται στο άρθρο 21 παρ. 3 του Συντάγματος και την απορρέουσα από αυτό αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχειρίσεώς των ιατρών του Ε.Σ.Υ, καθώς και προς τις αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη (Ελ.Συν.Ολομ. 7412/2015). Η πλημμέλεια αυτή δεν αίρεται από την δυνατότητα συμμετοχής των ιατρών του Ε.Σ.Υ. στην ολοήμερη λειτουργία των μονάδων του Ε.Σ.Υ. και της λήψεως αμοιβής για τις διενεργούμενες πέραν του τακτικού ωραρίου πράξεις. Και τούτο διότι αφενός η συμμετοχή των ιατρών στην ολοήμερη λειτουργία των μονάδων του Ε.Σ.Υ. είναι προαιρετική, αφετέρου δε, όπως έχει γίνει δεκτό, η αμοιβή για την παροχή των εν λόγω υπηρεσιών αποτελεί αντιστάθμισμα για μία επί πλέον παροχή υγείας προς τους πολίτες,         εν πάση δε περιπτώσει πρόκειται για επιτρεπόμενη επαγγελματική δραστηριότητα εντός των δημόσιων νοσοκομείων, εντελώς ανεξάρτητη από την εργασία που παρέχουν οι ιατροί ως δημόσιοι λειτουργοί κατά τη διάρκεια του τακτικού ωραρίου λειτουργίας των νοσοκομείων, και η οποία δεν θίγει το υφιστάμενο σύστημα των γενικών εφημεριών τους (Σ.τ.Ε.Ολομ. 2113/2014, σκ. 7 και 11). Τέλος, η 2012/211/Ε.Ε. απόφαση του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως της 13.3.2012, με την οποία προβλέφθηκε «μείωση κατά 12% κατά μέσο όρο των ειδικών μισθών του δημόσιου τομέα για τους οποίους δεν ισχύει το νέο μισθολόγιο», δεν έχει πάντως την έννοια ότι απαλλάσσει τον εθνικό νομοθέτη, κατά την άσκηση της εθνικής δημοσιονομικής πολιτικής στο πλαίσιο εκπληρώσεως των διεθνών υποχρεώσεων της Χώρας, από την τήρηση των προαναφερόμενων συνταγματικών διατάξεων και αρχών (Σ.τ.Ε.Ολομ. 431/2018, σκ. 17, 4741/2014, σκ. 23, 2192/2014, σκ. 21, κ.ά.). Κατά συνέπεια, ενόψει όλων των προεκτεθέντων στις προηγούμενες σκέψεις, οι διατάξεις της περίπτωσης 27 της υποπαραγράφου Γ.1. της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, με τις οποίες μειώθηκαν οι αποδοχές των εν ενεργεία γιατρών του Ε.Σ.Υ. και μάλιστα αναδρομικά από 1.8.2012, αντίκεινται προς τις συνταγματικές διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 5 και 25 παρ. 4 και καθίστανται ως εκ τούτου ανίσχυρες (Ολ.Σ.τ.Ε. 431/2018). Περαιτέρω, με το ν. 4238/2014 «Πρωτοβάθμιο Εθνικό Δίκτυο Υγείας (Π.Ε.Δ.Υ.), αλλαγή σκοπού Ε.Ο.Π.Υ.Υ. και λοιπές διατάξεις», ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: «Άρθρο 1 (Γενικές Αρχές). 2. Στο Εθνικό Σύστημα Υγείας (Ε.Σ.Υ.) που λειτουργεί στις Διοικήσεις Υγειονομικών Περιφερειών (Δ.Υ.Πε.) της Χώρας.». «Άρθρο 16 (Διαθεσιμότητα υπαλλήλων Ε.Ο.Π.Υ.Υ.). 1. Το σύνολο του μόνιμου και με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου (Ι.Δ.Α.Χ.) ιατρικού, οδοντιατρικού, νοσηλευτικού, επιστημονικού, παραϊατρικού, τεχνικού, διοικητικού προσωπικού των Μονάδων Υγείας του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. τίθεται, αυτοδικαίως από την ισχύ του παρόντος σε καθεστώς διαθεσιμότητας, με ταυτόχρονη κατάργηση των θέσεων που κατέχει. Οι ανωτέρω υπάλληλοι παραμένουν σε καθεστώς διαθεσιμότητας επί έναν (1) μήνα και εν συνεχεία, μετατάσσονται/μεταφέρονται, μετά από αίτησή τους, με τους όρους και τις προϋποθέσεις του επόμενου άρθρου, σε οργανικές θέσεις που συνιστώνται για το σκοπό αυτόν στις Διοικήσεις των αντίστοιχων, χωροταξικά, Υγειονομικών Περιφερειών (Δ.Υ.Πε.), όπως προβλέπεται με την παρ. 4 του άρθρου 17 του ν. 4224/2013 …». «Άρθρο 17 (Κινητικότητα υπαλλήλων Ε.Ο.Π.Υ.Υ. προς Δ.Υ.Πε.). 1. Εκ των υπαλλήλων των παραγράφων 1 και 2 του προηγούμενου άρθρου, που έχουν τεθεί σε καθεστώς διαθεσιμότητας, οι ιατροί/οδοντίατροι, μόνιμοι και Ι.Δ.Α.Χ., μετατάσσονται/μεταφέρονται αναδρομικά από την ημερομηνία λήξης του χρόνου διαθεσιμότητας, με την ίδια εργασιακή σχέση, σε οργανικές θέσεις πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, που συνιστώνται για το σκοπό αυτόν, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 του προηγούμενου άρθρου, κατόπιν αιτήσεώς τους περί αποδοχής της εν λόγω θέσης, λαμβανομένων υπόψη και των ρυθμίσεων της παρ. 18 του άρθρου 32 του ν.2190/1994, όπως ισχύει…». «Άρθρο 18 (Ένταξη και κατάταξη ιατρικού/οδοντιατρικού προσωπικού στο Εθνικό Σύστημα Υγείας [Ε.Σ.Υ.]). Εντός οκταμήνου από την ολοκλήρωση της μετάταξης/μεταφοράς, το ως άνω ιατρικό προσωπικό αξιολογείται και κατατάσσεται σε θέσεις κλάδου ιατρών/οδοντιάτρων του Ε.Σ.Υ. που θα ενταχθούν στο Π.Ε.Δ.Υ, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 26 του παρόντος». «Άρθρο 21 (Μισθοδοσία προσωπικού, οικονομική διαχείριση και μεταβίβαση κινητής και ακίνητης περιουσίας). 1. Το πάσης φύσεως ιατρικό/οδοντιατρικό, νοσηλευτικό και λοιπό προσωπικό που μετατάσσεται ή μεταφέρεται με βάση τις διατάξεις του άρθρου 17 του παρόντος νόμου, σε θέσεις που συστήνονται για το σκοπό αυτόν, σε κάθε Διοικητική Υγειονομική Περιφέρεια (Δ.Υ.Πε.), σε εφαρμογή της παρ. 4 του άρθρου 17 του ν. 4224/2013, μετά την έκδοση της αναφερόμενης κοινής υπουργικής απόφασης, ως ορίζεται στη διάταξη, μισθοδοτείται από τους Φορείς αυτούς και οι σχετικές πιστώσεις εγγράφονται στους οικείους Κ.Α.Ε. του ειδικού φορέα 210 του προϋπολογισμού του Υπουργείου Υγείας. Για τη μισθοδοσία του προσωπικού αυτού έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 16 του ν. 2592/1998 και του π.δ. 412/1998, όπως ισχύουν. Η εκκαθάριση των τακτικών αποδοχών του ανωτέρω προσωπικού διενεργείται από τις αρμόδιες υπηρεσίες της οικείας Δ.Υ.Πε. Για τις πρόσθετες αμοιβές, εφημερίες, νυχτερινά και εξαιρέσιμα, έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 45 του ν. 4071 /2012. 2. Το ιατρικό/οδοντιατρικό προσωπικό της ανωτέρω παραγράφου 1 μόνιμοι και Ι.Δ.Α.Χ. διατηρεί το σύνολο των τακτικών αποδοχών που λαμβάνουν κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 17 του ν. 4224/2013 και μέχρι την ολοκλήρωση των διαδικασιών αξιολόγησης και κατάταξης αυτού, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 του παρόντος. Μετά την ένταξή τους σε θέσεις κλάδου ιατρών / οδοντιάτρων Ε.Σ.Υ. λαμβάνουν τις αποδοχές που προβλέπονται από τις οικείες μισθολογικές διατάξεις, της προϋπηρεσίας τους σε οποιονδήποτε φορέα κοινωνικής ασφάλισης αναγνωριζόμενης και υπολογιζομένης, για τη μισθολογική τους εξέλιξη (χορήγηση επιδόματος χρόνου υπηρεσίας), ως προϋπηρεσίας στο Ε.Σ.Υ…». Συναφώς, κατά τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 25 του ν. 4238/2014, όπως ίσχυε έως την κατάργηση του πέμπτου, έκτου, έβδομου και όγδοου εδαφίου της παρ. 2 με το άρθρο 38 του ν. 4368/2016, οριζόταν ότι «Η κατάταξη των υποψηφίων σε βαθμό γίνεται σύμφωνα με τα χρόνια προϋπηρεσίας τους. Με συνολική υπηρεσία μέχρι 10 έτη στον εισαγωγικό βαθμό του Επιμελητή Β’. Με συνολική υπηρεσία άνω των 10 ετών και μέχρι τα 25 στο βαθμό του Επιμελητή Α’. Με συνολική υπηρεσία άνω των 25 ετών στο βαθμό του Διευθυντή. Ως υπηρεσία νοείται η υπηρεσία σε Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης από τους οποίους προέρχεται», ενώ ήδη, σύμφωνα με το άρθρο 38 του ν.4368/2016, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 159 Ν.4472/2017, ορίζεται αναφορικά με την κατάταξη και μισθολογική αποκατάσταση ιατρών που μεταφέρθηκαν/μετατάχθηκαν από τον Ε.Ο.Π.Υ.Υ. και το Ι.Κ.Α. στον κλάδο ιατρών Ε.Σ.Υ. «1. α) Οι ιατροί και οδοντίατροι των πρώην νοσοκομείων του Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ, που μεταφέρθηκαν/μετατάχθηκαν, με οποιοδήποτε νόμο, από τις πρώην Υπηρεσίες Νοσοκομειακής Υποστήριξης του Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ. σε νοσοκομεία του Ε.Σ.Υ. και εντάχθηκαν ή εντάσσονται στον κλάδο ειδικευμένων ιατρών Ε.Σ.Υ, καθώς και β) οι ιατροί και οδοντίατροι, κλάδου Π.Ε. ιατρών – οδοντιάτρων, που μεταφέρθηκαν/μετατάχθηκαν από τον Ε.Ο.Π.Υ.Υ. στις Δ.Υ.Πε. και εντάχθηκαν ή εντάσσονται στον κλάδο ειδικευμένων ιατρών Ε.Σ.Υ. του Π.Ε.Δ.Υ, κατατάσσονται σε βαθμό σύμφωνα με τα χρόνια προϋπηρεσίας τους ως εξής: αα) με συνολική υπηρεσία έως επτά (7) έτη από την ημερομηνία λήψης της ειδικότητας στον εισαγωγικό βαθμό του Επιμελητή Β’, ββ) με συνολική υπηρεσία άνω των επτά (7) ετών και μέχρι τα δεκαπέντε (15) έτη στο βαθμό του Επιμελητή Α’ και γγ) με συνολική υπηρεσία άνω των δεκαπέντε (15) ετών στο βαθμό του Διευθυντή. Μετά την ένταξή τους σε θέσεις κλάδου ιατρών/οδοντιάτρων Ε.Σ.Υ, όλοι οι παραπάνω λαμβάνουν τις αποδοχές που προβλέπονται από τις οικείες μισθολογικές διατάξεις, της προϋπηρεσίας τους σε οποιοδήποτε φορέα κοινωνικής ασφάλισης αναγνωριζόμενης και υπολογιζόμενης,        για τη βαθμολογική και μισθολογική τους εξέλιξη (χορήγηση επιδόματος χρόνου υπηρεσίας), ως προϋπηρεσίας στο Ε.Σ.Υ. Τέλος, κατά το άρθρο 30 παρ. 1 του ν. 3205/2003, που διήπε τις αποδοχές των ιατρών του Π.Ε.Δ.Υ. σύμφωνα με το άρθρο 44 του ίδιου νόμου, ορίζεται ότι “Α. Πέρα από το βασικό μισθό του προηγούμενου άρθρου παρέχονται και τα εξής επιδόματα, παροχές και αποζημιώσεις, κατά μήνα: 1. Χρόνου υπηρεσίας, οριζόμενο σε ποσοστό τέσσερα τοις εκατό (4%) με τη συμπλήρωση ενός (1) έτους υπηρεσίας, προσαυξανόμενο στη συνέχεια ανά διετία από τη χορήγηση του ποσοστού αυτού και μέχρι δεκατέσσερις (14) διετίες κατά τέσσερις (4) ποσοστιαίες μονάδες και μέχρι συνολικού ποσοστού εξήντα τοις εκατό (60%). Το επίδομα αυτό υπολογίζεται στο βασικό μισθό που δικαιούται κάθε φορά ο δικαστικός λειτουργός», ενώ κατά το άρθρο 86 παρ. 6β του ν. 4307/2014 ορίσθηκε ότι “ο μηνιαίος βασικός μισθός του Πρωτοδίκη ορίζεται σε 2.067 ευρώ”. Σημειωτέον ότι ήδη με το ν. 4472/2017 τροποποιήθηκαν οι διατάξεις που διέπουν και διαμορφώνουν τον μισθό των ως άνω ιατρών, κατά ρητή δε διάταξη οι καταβλητέες έως την έναρξη ισχύος του νόμου αποδοχές εξακολουθούν σε κάθε περίπτωση να καταβάλλονται ως προσωπική διαφορά (άρθρο 155 του ν. 4472/2017).

Στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι και από τις ομολογίες τους, όπου ειδικότερα αναφέρεται στη συνέχεια, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι ενάγοντες τυγχάνουν ιατροί, με την ειδικότητα του πνευμονολόγου (οι 1η, 7ος , 9ος και 15η), του γενικού χειρουργού (οι 2ος και 17ος), του ρευματολόγου (ο 3ος), του οδοντιάτρου (οι 4η, 5ος, 13ος, 16η, 18η, 19η και 21ος), του μαιευτήρα – γυναικολόγου (ο 6ος), του ωτορινολαρυγγολόγου (ο 8ος), του καρδιολόγου (ο 10ος), του ορθοπεδικού (οι 11ος και 12ος), του ψυχιάτρου (η 14η) και του μικροβιολόγου (η 20η) και απασχολούνταν με συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου ιδιωτικού δικαίου στον Ε.Ο.Π.Υ.Υ. και πιο πριν στο Ι.Κ.Α. Μετά τη δημοσίευση του ν. 4238/2014, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 16 του νόμου αυτού, στις 17-2-2014 τέθηκαν σε διαθεσιμότητα για ένα μήνα, ενώ, μετά τη λήξη της διαθεσιμότητας (18-3-2014), μεταφέρθηκαν σε οργανικές θέσεις πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης που συστάθηκαν στο εναγόμενο (2η Υγειονομική Περιφέρεια Πειραιώς και Νήσων [Δ.Υ.ΠΕ.]), ενώ άπαντες είχαν συμπληρώσει συνολική υπηρεσία άνω των 15 ετών στο Ι.Κ.Α.  Σύμφωνα με το άρθρο 18 του ως άνω νόμου, εντός οκταμήνου από την ολοκλήρωση της μετάταξης / μεταφοράς, οι ενάγοντες έπρεπε να αξιολογηθούν και να καταταχθούν σε θέσεις κλάδου ιατρών/οδοντιάτρων του Ε.Σ.Υ, ενώ, κατά τις διατάξεις του άρθρου 21 παρ. 2 του ίδιου νόμου, μετά την ένταξή τους σε θέσεις κλάδου ιατρών/οδοντιάτρων του Ε.Σ.Υ, έπρεπε να λαμβάνουν τις αποδοχές που προβλέπονται από τις οικείες μισθολογικές διατάξεις, υπολογιζομένης, για τη μισθολογική τους εξέλιξη, της προϋπηρεσίας που είχαν σε οποιονδήποτε φορέα κοινωνικής ασφάλισης, ως προϋπηρεσίας στο Ε.Σ.Υ. Συνεπώς, για τους ενάγοντες το οκτάμηνο από την ολοκλήρωση της μεταφοράς τους έληξε στις 19-11-2014, ωστόσο, η κατάταξή τους σε θέσεις κλάδου ιατρών/οδοντιάτρων του Ε.Σ.Υ. – μετά και την ολοκλήρωση της αξιολόγησής τους – έλαβε χώρα μεταγενέστερα και συγκεκριμένα στις 31-12-2014, με τη δημοσίευση στο Φ.Ε.Κ. Γ’ ………, της σχετικής διαπιστωτικής πράξης εκ μέρους της διοίκησης του εναγομένου. Με βάση τη διάταξη του άρθρου 18 του ν. 4238/2014, που ορίζει ότι εντός οκταμήνου από την ολοκλήρωση της μεταφοράς των ιατρών στις θέσεις των Δ.Υ.Πε, αυτοί αξιολογούνται και κατατάσσονται σε θέσεις κλάδου ιατρών του Ε.Σ.Υ, οι οικείες αποδοχές (ιατρών του Ε.Σ.Υ.) οφείλονται στη συγκεκριμένη περίπτωση μετά την παρέλευση του οκταμήνου, ανεξαρτήτως του χρόνου της πραγματικής, μεταγενέστερης, ένταξης των ιατρών. Αυτό συμβαίνει, διότι η μη καταβολή στους ενάγοντες των δεδουλευμένων αποδοχών τους από τη λήξη του οκταμήνου, χωρίς να συντρέχει λόγος γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, παραβιάζει τη μισθολογική ισότητα και είναι αντίθετη προς τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 22 παρ.1 εδ. β’ του Συντάγματος, διότι διαφορετικά καταλήγει στη δυσμενή διάκριση να αμείβονται λιγότερο οι ιατροί που εντάχθηκαν αργότερα από αυτούς που εντάχθηκαν νωρίτερα σε άλλες Δ.Υ.ΠΕ, ενώ παρείχαν την ίδια εργασία. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι  το εναγόμενο κατέβαλε μικρότερες από τις νόμιμες αποδοχές που δικαιούνται οι ενάγοντες από τη λήξη του οκταμήνου. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες, έχοντας ήδη προϋπηρετήσει στο Ι.Κ.Α, αφ’ ης εντάχθηκαν στο εναγόμενο, παρανόμως αμείβονταν αφενός με αποδοχές Επιμελητή Α’ και όχι Διευθυντή, ενώ είχαν τα νόμιμα προς τούτο προσόντα, σύμφωνα με την (παρακάτω αναλυτικά αναφερόμενη για τον καθένα) προϋπηρεσία τους. Επιπλέον, εσφαλμένα τους καταβαλλόταν χρονοεπίδομα υπολογιζόμενο βάσει του βασικού μισθού του Επιμελητή Α’ και όχι του Πρωτοδίκη, όπως έπρεπε να τους καταβάλλεται (άρθρο 30 παρ. 1 ν. 3205/2003). Επίσης, λάμβαναν τις πιο πάνω αποδοχές περικομμένες κατά το ν. 4093/2012, του οποίου οι διατάξεις τυγχάνουν αντισυνταγματικές, κατά τα αναλυτικά εκτιθέμενα σε μείζονα σκέψη στις σελίδες 7 έως και 20 της παρούσας. Σε αντίθετα συμπεράσματα δεν οδηγεί η επίκληση από μέρους του εκκαλούντος της με αριθ. 25/2012 απόφασης του Α.Ε.Δ, με την οποία κρίθηκε ότι η διάταξη του άρθρου 21 του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου (κ.δ. της 26.6/10.7.1944) – καθ’ όσον αφορά στο θεσπιζόμενο ύψος 6% του επιτοκίου υπερημερίας για οφειλές του, το οποίο είναι ευνοϊκότερο από το επιτόκιο υπερημερίας για οφειλές ιδιωτών – δεν προσκρούει στα άρθρα 4 παρ. 1 και 20 παρ. 1 του Συντάγματος. Και τούτο ενόψει του ότι, η κρίση της επικαλούμενης άνω απόφασης περί των οφειλομένων από το δημόσιο τόκων υπερημερίας, αφορά διαφορετικό θέμα και ισχύει έναντι όλων των δανειστών του δημοσίου, ενώ ο περιορισμός που προβλέπει ο ν. 4093/2012 αφορά τους καταβαλλόμενους μισθούς και επιδόματα σε συγκεκριμένη μόνον κατηγορία εργαζομένων (μισθοδοτούμενους δημοσίου) και ως εκ τούτου δεν δύναται να κριθεί κατ’ αναλογία συνταγματικός, καθόσον άλλωστε στην προκειμένη περίπτωση των εναγόντων ιατρών του Ε.Σ.Υ. υπερβαίνει το όριο που θέτουν οι συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη, κατά τα αναλυτικά εκτιθέμενα σε μείζονα σκέψη στις σελίδες 18 έως και 20 της παρούσας. Επομένως, το πρωτοβάθμιο, το οποίο, με παρόμοια αιτιολογία, έκρινε επίσης αντισυνταγματικές τις περικοπές των εναγόντων κατά το ν. 4093/2012, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφήρμοσε, απορριπτόμενων ως αβάσιμων των αντιθέτων υποστηριζόμενων από το εναγόμενο με το δεύτερο και τρίτο λόγο της έφεσής του, που αποτελούν στην πραγματικότητα έναν ενιαίο λόγο έφεσης. Περαιτέρω, όπως το εναγόμενο δεν αμφισβήτησε ειδικά, τόσο πρωτόδικα όσο και στην παρούσα δευτεροβάθμια δίκη, συναγομένης εκ τούτου, κατ’ άρθρο 261 εδάφ. 2 Κ.Πολ.Δ, σχετικής ομολογίας του (Α.Π. 516/2017, 213/2015, 1118/2013, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), αντί να καταβάλλει στους ενάγοντες μικτές αποδοχές εκ ποσού 2.905,40 ευρώ, ως είχαν δηλαδή προ των περικοπών του ν. 4093/2012 (2.054 ευρώ βασικός μισθός Διευθυντή, 450 ευρώ νοσοκομειακό επίδομα, 339 ευρώ επίδομα βιβλιοθήκης, 62,40 ευρώ επίδομα θέσης Διευθυντή, 35,00 ευρώ οικογενειακή παροχή), πλέον του αναλογούντος στον καθένα τους χρονοεπιδόματος, υπολογιζόμενου επί του βασικού μισθού του Πρωτοδίκη (2.067 ευρώ), κατέβαλε: 1. Στην πρώτη ενάγουσα (……….), με συνολική προϋπηρεσία 31 ετών, το ποσό των 2.855,80 ευρώ μηνιαίως, αντί του οφειλόμενου ποσού 2.905,40 ευρώ, πλέον χρονοεπιδόματος εκ ποσού 1.240,20 ευρώ (2.067 Χ 60%), ήτοι συνολικού ποσού 4.145,60 ευρώ. Εξακολουθεί, επομένως, να της οφείλει ποσό 1.289,80 ευρώ μηνιαίως, εκ του οποίου η ανωτέρω ενάγουσα ζητεί την αναγνώριση οφειλής για ποσό 922,80 ευρώ μηνιαίως, ήτοι 25.838,40 ευρώ συνολικά, ως προς το οποίο δεσμεύεται το Δικαστήριο (άρθρο 106 Κ.Πολ.Δ.), 2. Στο δεύτερο ενάγοντα (………..), με συνολική προϋπηρεσία 30,55 ετών, το ποσό των 2.855,80 ευρώ μηνιαίως, αντί του οφειλόμενου ποσού των 2.905,40 ευρώ, πλέον χρονοεπιδόματος εκ ποσού 1.240,20 ευρώ (2.067 X 60%), ήτοι συνολικού ποσού 4.145,60 ευρώ. Εξακολουθεί, επομένως, να του οφείλει ποσό 1.289,80 ευρώ μηνιαίως, εκ του οποίου ο ανωτέρω ενάγων ζητεί την αναγνώριση οφειλής για ποσό 922,80 ευρώ μηνιαίως, ήτοι 25.838,40 ευρώ συνολικά, ως προς το οποίο δεσμεύεται το Δικαστήριο (άρθρο 106 Κ.Πολ.Δ.), 3. Στον τρίτο ενάγοντα (……….) με συνολική προϋπηρεσία 31,00 ετών, το ποσό των 2.855,80 ευρώ μηνιαίως, αντί του οφειλόμενου ποσού των 2.905,40 ευρώ, πλέον χρονοεπιδόματος εκ ποσού 1.240,20 ευρώ (2.067 X 60%), ήτοι συνολικού ποσού 4.145,60 ευρώ. Εξακολουθεί, επομένως, να του οφείλει ποσό 1.289,80 ευρώ μηνιαίως, εκ του οποίου ο ανωτέρω ενάγων ζητεί την αναγνώριση οφειλής για ποσό ευρώ μηνιαίως, ήτοι 25.838,40 ευρώ συνολικά, ως προς το οποίο δεσμεύεται το Δικαστήριο (άρθρο 106 Κ.Πολ.Δ.). 4. Στην τέταρτη ενάγουσα (…………), με συνολική προϋπηρεσία 26 ετών, το ποσό των 2.734,76 ευρώ μηνιαίως, αντί του οφειλόμενου ποσού ευρώ, πλέον χρονοεπιδόματος εκ ποσού 1.157,52 ευρώ (2.067 Χ 56%), ήτοι συνολικού ποσού 4.062,92 ευρώ. Εξακολουθεί, επομένως, να της οφείλει ποσό 1.328,16 ευρώ μηνιαίως, εκ του οποίου η ανωτέρω ενάγουσα ζητεί την αναγνώριση οφειλής για ποσό 961,16 ευρώ μηνιαίως, ήτοι 26.912,48 ευρώ συνολικά, ως προς το οποίο δεσμεύεται το Δικαστήριο (άρθρο 106 Κ.Πολ.Δ.). 5. Στον πέμπτο ενάγοντα (………..), με συνολική προϋπηρεσία 37,17 ετών, το ποσό των 2.855,80 ευρώ μηνιαίως, αντί του οφειλόμενου ποσού των 2.905,40 ευρώ, πλέον χρονοεπιδόματος εκ ποσού 1.240,20 ευρώ (2.067 X 60%), ήτοι συνολικού ποσού 4.145,60 ευρώ. Εξακολουθεί, επομένως, να του οφείλει ποσό 1.289,80 ευρώ μηνιαίως, εκ του οποίου ο ανωτέρω ενάγων ζητεί την αναγνώριση οφειλής για ποσό 922,80 ευρώ μηνιαίως, ήτοι 25.838,40 ευρώ συνολικά, ως προς το οποίο δεσμεύεται το Δικαστήριο (άρθρο 106 Κ.Πολ.Δ.). 6. Στον έκτο ενάγοντα (………..),  με συνολική προϋπηρεσία 29,67 ετών, το ποσό των 2.795,28 ευρώ μηνιαίως, αντί του οφειλόμενου ποσού των 2.905,40 ευρώ, πλέον χρονοεπιδόματος εκ ποσού 1.240,20 ευρώ (2.067 X 60%), ήτοι συνολικού ποσού 4.145,60 ευρώ. Εξακολουθεί, επομένως, να του οφείλει ποσό 1.350,32 ευρώ μηνιαίως, εκ του οποίου ο ανωτέρω ενάγων ζητεί την αναγνώριση οφειλής για ποσό 983,32 ευρώ μηνιαίως, ήτοι 27.532,96 ευρώ συνολικά, ως προς το οποίο δεσμεύεται το Δικαστήριο (άρθρο 106 Κ.Πολ.Δ.). 7. Στον έβδομο ενάγοντα (………….), με συνολική προϋπηρεσία 33,00 ετών, το ποσό των 2.855,80 ευρώ μηνιαίως, αντί του οφειλόμενου ποσού των 2.905,40 ευρώ, πλέον χρονοεπιδόματος εκ ποσού 1.240,20 ευρώ (2.067 X 60%), ήτοι συνολικού ποσού 4.145,60 ευρώ. Εξακολουθεί, επομένως, να του οφείλει ποσό 1.289,80 ευρώ μηνιαίως, εκ του οποίου ο ανωτέρω ενάγων ζητεί την αναγνώριση οφειλής για ποσό 922,80 ευρώ μηνιαίως, ήτοι 25.838,40 ευρώ συνολικά, ως προς το οποίο δεσμεύεται το Δικαστήριο (άρθρο 106 ΚΠολΔ). 8. Στον όγδοο ενάγοντα (………..) με συνολική προϋπηρεσία 28,08 ετών, το ποσό των 2.752,76 ευρώ μηνιαίως, αντί του οφειλόμενου ποσού των (2.905,40 + 18 επίδομα τέκνων) 2.923,40 ευρώ, πλέον χρονοεπιδόματος εκ ποσού 1.157,52 ευρώ (2.067 X 56%), ήτοι συνολικού ποσού 4.080,92 ευρώ. Εξακολουθεί, επομένως, να του οφείλει ποσό 1.328,16 ευρώ μηνιαίως, εκ του οποίου ο ανωτέρω ενάγων ζητεί την αναγνώριση οφειλής για ποσό ευρώ μηνιαίως, ήτοι 26.912,48 ευρώ συνολικά, ως προς το οποίο δεσμεύεται το Δικαστήριο (άρθρο 106 Κ.Πολ.Δ.). 9. Στον ένατο ενάγοντα (………..), με συνολική προϋπηρεσία 31,00 ετών, το ποσό των 2.891,80 ευρώ μηνιαίως, αντί του οφειλόμενου ποσού των (2.905,40 + 36,00 επίδομα τέκνων) 2.941,40 ευρώ, πλέον χρονοεπιδόματος εκ ποσού 1.074,84 ευρώ (2.067 X 52%), ήτοι συνολικού ποσού 4.016,24 ευρώ. Εξακολουθεί, επομένως, να του οφείλει ποσό 1.124,44 ευρώ μηνιαίως, εκ του οποίου ο ανωτέρω ενάγων ζητεί την αναγνώριση οφειλής για ποσό 922,80 ευρώ μηνιαίως, ήτοι 25.838,40 ευρώ συνολικά, ως προς το οποίο δεσμεύεται το Δικαστήριο (άρθρο 106 Κ.Πολ.Δ.). 10. Στο δέκατο ενάγοντα (…………), με συνολική προϋπηρεσία 28 ετών, το ποσό των 2.752,76 ευρώ μηνιαίως, αντί του οφειλόμενου ποσού των (2.905,40 + 18,00 επίδομα τέκνων) 2.923,40 ευρώ, πλέον χρονοεπιδόματος εκ ποσού 1.157,52 ευρώ (2.067 X 56%), ήτοι συνολικού ποσού 4.080,92 ευρώ. Εξακολουθεί, επομένως, να του οφείλει ποσό 1.328,16 ευρώ μηνιαίως, εκ του οποίου ο ανωτέρω ενάγων ζητεί την αναγνώριση οφειλής για ποσό 961,16 ευρώ μηνιαίως, ήτοι 26.912,48 ευρώ συνολικά, ως προς το οποίο δεσμεύεται το Δικαστήριο (άρθρο 106 Κ.Πολ.Δ.). 11. Στον ενδέκατο ενάγοντα (…………….), με συνολική προϋπηρεσία 28,92 ετών, το ποσό των 2.795,28 ευρώ μηνιαίως, αντί του οφειλόμενου ποσού των 2.905,40 ευρώ, πλέον χρονοεπιδόματος εκ ποσού 1.240,20 ευρώ (2.067 X 60%), ήτοι συνολικού ποσού 4.145,60 ευρώ. Εξακολουθεί, επομένως, να του οφείλει ποσό 1.350,32 ευρώ μηνιαίως, εκ του οποίου ο ανωτέρω ενάγων ζητεί την αναγνώριση οφειλής για ποσό 983,32 ευρώ μηνιαίως, ήτοι 27.532,96 ευρώ συνολικά, ως προς το οποίο δεσμεύεται το Δικαστήριο (άρθρο 106 Κ.Πολ.Δ.). 12. Στο δωδέκατο ενάγοντα (………..), με συνολική προϋπηρεσία 30 ετών, το ποσό των 2.795,28 ευρώ μηνιαίως, αντί του οφειλόμενου ποσού των 2.905,40 ευρώ, πλέον χρονοεπιδόματος εκ ποσού 1.240,20 ευρώ (2.067 X 60%), ήτοι συνολικού ποσού 4.145,60 ευρώ. Εξακολουθεί, επομένως, να του οφείλει ποσό 1.350,32 ευρώ μηνιαίως, εκ του οποίου ο ανωτέρω ενάγων ζητεί την αναγνώριση οφειλής για ποσό 983,32 ευρώ μηνιαίως, ήτοι 27.532,96 ευρώ συνολικά, ως προς το οποίο δεσμεύεται το Δικαστήριο (άρθρο 106 Κ.Πολ.Δ.). 13. Στο δέκατο τρίτο ενάγοντα (………..), με συνολική προϋπηρεσία 27 ετών, το ποσό των 2.734,76 ευρώ μηνιαίως, αντί του οφειλόμενου ποσού των 2.905,40 ευρώ, πλέον χρονοεπιδόματος εκ ποσού 1.157,52 ευρώ (2.067 X 56%), ήτοι συνολικού ποσού 4.062,92 ευρώ. Εξακολουθεί, επομένως, να του οφείλει ποσό 1.328,16 ευρώ μηνιαίως, εκ του οποίου ο ανωτέρω ενάγων ζητεί την αναγνώριση οφειλής για ποσό 961,16 ευρώ μηνιαίως, ήτοι 26.912,48 ευρώ συνολικά, ως προς το οποίο δεσμεύεται το Δικαστήριο (άρθρο 106 Κ.Πολ.Δ.). 14. Στη δέκατη τέταρτη ενάγουσα (………..), με συνολική προϋπηρεσία 21,67 ετών, το ποσό των 2.553,20 ευρώ μηνιαίως, αντί του οφειλόμενου ποσού των 2.905,40 ευρώ, πλέον χρονοεπιδόματος εκ ποσού 909,48 ευρώ (2.067 X 44%), ήτοι συνολικού ποσού 3.814,88 ευρώ. Εξακολουθεί, επομένως, να της οφείλει ποσό 1.261,68 ευρώ μηνιαίως, εκ του οποίου η ανωτέρω ενάγουσα ζητεί την αναγνώριση οφειλής για ποσό 894,68 ευρώ μηνιαίως, ήτοι 25.051,04 ευρώ συνολικά, ως προς το οποίο δεσμεύεται το Δικαστήριο (άρθρο 106 Κ.Πολ.Δ.). 15. Στη δέκατη πέμπτη ενάγουσα (……….), με συνολική προϋπηρεσία 29 ετών, το ποσό των 2.795,28 ευρώ μηνιαίως, αντί του οφειλόμενου ποσού των 2.905,40 ευρώ, πλέον χρονοεπιδόματος εκ ποσού 1.240,20 ευρώ (2.067 X 60%), ήτοι συνολικού ποσού 4.145,60 ευρώ. Εξακολουθεί, επομένως, να της οφείλει ποσό 1.350,32 ευρώ μηνιαίως, εκ του οποίου η ανωτέρω ενάγουσα ζητεί την αναγνώριση οφειλής για ποσό 983,32 ευρώ μηνιαίως, ήτοι 27.532,96 ευρώ συνολικά, ως προς το οποίο δεσμεύεται το Δικαστήριο (άρθρο 106 Κ.Πολ.Δ.). 16. Στη δέκατη έκτη ενάγουσα (……..), με συνολική προϋπηρεσία 30 ετών, το ποσό των 2.795,28 ευρώ μηνιαίως, αντί του οφειλόμενου ποσού των 2.905,40 ευρώ, πλέον χρονοεπιδόματος εκ ποσού 1.240,40 ευρώ (2.067 X 60%), ήτοι συνολικού ποσού 4.145,80 ευρώ. Εξακολουθεί, επομένως, να της οφείλει ποσό 1.350,52 ευρώ μηνιαίως, εκ του οποίου η ανωτέρω ενάγουσα ζητεί την αναγνώριση οφειλής για ποσό 983,32 ευρώ μηνιαίως, ήτοι 27.532,96 ευρώ συνολικά, ως προς το οποίο δεσμεύεται το Δικαστήριο (άρθρο 106 Κ.Πολ.Δ.). 17. Στον δέκατο έβδομο ενάγοντα (………..), με συνολική προϋπηρεσία 28,17 ετών, το ποσό των 961,16 ευρώ μηνιαίως, αντί του οφειλόμενου ποσού των (2.905,40 + 36,00 επίδομα τέκνων) 2.941,40 ευρώ, πλέον χρονοεπιδόματος εκ ποσού 1.157,52 ευρώ (2.067 X 56%), ήτοι συνολικού ποσού 4.098,92 ευρώ. Εξακολουθεί, επομένως, να του οφείλει ποσό 1.328,16 ευρώ μηνιαίως, εκ του οποίου ο ανωτέρω ενάγων ζητεί την αναγνώριση οφειλής για ποσό 961,16 ευρώ μηνιαίως, ήτοι 26.912,48 ευρώ συνολικά, ως προς το οποίο δεσμεύεται το Δικαστήριο (άρθρο 106 Κ.Πολ.Δ.). 18. Στη δέκατη όγδοη ενάγουσα (………), με συνολική προϋπηρεσία 28,50 ετών, το ποσό των 2.795,28 ευρώ μηνιαίως, αντί του οφειλόμενου ποσού των 2.905,40 ευρώ, πλέον χρονοεπιδόματος εκ ποσού 1.240,40 ευρώ (2.067 X 60%), ήτοι συνολικού ποσού 4.145,80 ευρώ. Εξακολουθεί, επομένως, να της οφείλει ποσό 1.350,52 ευρώ μηνιαίως, εκ του οποίου η ανωτέρω ενάγουσα ζητεί την αναγνώριση οφειλής για ποσό 983,32 ευρώ μηνιαίως, ήτοι 27.532,96 ευρώ συνολικά, ως προς το οποίο δεσμεύεται το Δικαστήριο (άρθρο 106 Κ.Πολ.Δ.). 19. Στη δέκατη ένατη ενάγουσα (………), με συνολική προϋπηρεσία 29,75 ετών, το ποσό των 2.795,28 ευρώ μηνιαίως, αντί του οφειλόμενου ποσού των 2.905,40 ευρώ, πλέον χρονοεπιδόματος εκ ποσού 1.240,40 ευρώ (2.067X60%), ήτοι συνολικού ποσού 4.145,80 ευρώ. Εξακολουθεί, επομένως, να της οφείλει ποσό 1.350,52 ευρώ μηνιαίως, εκ του οποίου η ανωτέρω ενάγουσα ζητεί την αναγνώριση οφειλής για ποσό 983,32 ευρώ μηνιαίως, ήτοι 27.532,96 ευρώ συνολικά, ως προς το οποίο δεσμεύεται το Δικαστήριο (άρθρο 106 Κ.Πολ.Δ.). 20. Στην εικοστή ενάγουσα (………), με συνολική προϋπηρεσία 33,5 ετών, το ποσό των 2.855,80 ευρώ μηνιαίως, αντί του οφειλόμενου ποσού των 2.905,40 ευρώ, πλέον χρονοεπιδόματος εκ ποσού 1.240,40 ευρώ (2.067 X 60%), ήτοι συνολικού ποσού 4.145,80 ευρώ. Εξακολουθεί, επομένως, να της οφείλει ποσό 1.290,00 ευρώ μηνιαίως, εκ του οποίου η ανωτέρω ενάγουσα ζητεί την αναγνώριση οφειλής για ποσό 922,80 ευρώ μηνιαίως, ήτοι 25.838,40 ευρώ συνολικά, ως προς το οποίο δεσμεύεται το Δικαστήριο (άρθρο 106 Κ.Πολ.Δ.). Και 21. Στον εικοστό πρώτο ενάγοντα (………….), με συνολική προϋπηρεσία 32,67 ετών, το ποσό των 2.855,80 ευρώ μηνιαίως, αντί του οφειλόμενου ποσού των 2.905,40 ευρώ, πλέον χρονοεπιδόματος εκ ποσού 1.240,40 ευρώ (2.067 X 60%), ήτοι συνολικού ποσού 4.145,80 ευρώ. Εξακολουθεί, επομένως, να του οφείλει ποσό 1.290,00 ευρώ μηνιαίως, εκ του οποίου ο ανωτέρω ενάγων ζητεί την αναγνώριση οφειλής για ποσό 922,80 ευρώ μηνιαίως, ήτοι 25.838,40 ευρώ συνολικά, ως προς το οποίο δεσμεύεται το Δικαστήριο (άρθρο 106 Κ.Πολ.Δ.). Σημειώνεται εδώ ότι οι ανωτέρω αναφερόμενες ειδικότητες, βαθμοί, επιδόματα και λοιπές προσωπικές ιδιότητες κάθε ενάγοντος κρίθηκαν και με την εκκαλουμένη απόφαση και δεν προσβάλλονται με την έφεση και ως εκ τούτου οι αποδοχές τους υπολογίζονται με τα ίδια στοιχεία.

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 281 Α.Κ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Τούτο συμβαίνει, ιδίως, όταν από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Μόνη δε η αδράνεια του δικαιούχου ή του δικαιοπαρόχου του για μακρό χρόνο και πάντως μικρότερο απ’ αυτόν της παραγραφής, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μετέπειτα άσκηση του δικαιώματος, ακόμη και όταν δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπλέον ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από τη συμπεριφορά των μερών και σε αιτιώδη μεταξύ τους συνάφεια ευρισκόμενες, με βάση τις οποίες, καθώς και την αδράνεια του δικαιούχου, η μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και περιστάσεις και διατηρήθηκε για μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ. Δεν είναι πάντως απαραίτητο η επιχειρούμενη από το δικαιούχο ανατροπή της διαμορφωμένης αυτής κατάστασης να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες συνέπειες στον οφειλέτη, αλλά αρκεί να έχει και απλώς δυσμενείς επιπτώσεις στα συμφέροντά του (Ολ.Α.Π. 8/2018, Ολ.Α.Π. 7/2002, ΟλΑΠ 8/2001, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Στην προκείμενη περίπτωση, ο ισχυρισμός του εναγομένου που υποβλήθηκε πρωτόδικα και επαναφέρεται με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου της έφεσής του, ότι η αγωγή των αντιδίκων του για τις επίδικες μισθολογικές διαφορές ασκείται καταχρηστικά μετά πάροδο 5 ετών από την εφαρμογή του ν. 4093/2012 και ενώ οι ίδιοι (ενάγοντες) παρέμειναν στην υπηρεσία του επί πενταετία, αποδεχόμενοι μέχρι την άσκηση της αγωγής τους τις διατάξεις του παραπάνω νόμου, πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος, διότι τα πραγματικά περιστατικά που επικαλείται το εκκαλούν προς θε­μελίωσή του, και αληθή υποτιθέμενα, δεν καθιστούν καταχρηστική την άσκηση του πιο πάνω δικαιώματος, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμε­να στην προηγούμενη νομική σκέψη. Ειδικότερα, μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου για την άσκηση του δικαιώματός του και η μη διαμαρτυρία του, όπως εν προκειμένω, και αν ακόμη δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν θα ασκήσει το δικαίωμά του, δεν καθιστά την επιγενόμενη άσκησή του καταχρηστική, αφού προς τούτο απαιτείται να συντρέχουν επιπρόσθετα ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του οφειλέτη, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου, η επακολουθήσασα άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε από τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που τίθενται με την διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ. Το εναγόμενο όμως δεν επικαλείται ότι η αδράνεια των εναγόντων συνοδεύεται από ειδικές περιστάσεις που συνδέονται κυρίως με προηγούμενη συμπεριφορά τους, συνεπεία των οποίων η μεταβολή της στάσης τους έχει ως αποτέλεσμα την εκ των υστέρων ανατροπή της κατάστασης που έχει διαμορφωθεί και παγιωθεί, με τρόπο ώστε να προκαλούνται δυσμενείς επιπτώσεις στα συμφέροντά του και να καθίσταται η άσκηση των επιδίκων δικαιωμάτων μη ανεκτή κατά την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη και συνεπώς καταχρηστική και απαγορευμένη (Ολ.Α.Π. 8/2001). Επομένως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο έκρινε όμοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο (άρθρο 281 Α.Κ.) και, συνεπώς, είναι αβάσιμο το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου της έφεσης, με το οποίο το εκκαλούν υποστηρίζει τα αντίθετα. Ενόψει όλων των ανωτέρω – καθώς και του ότι η ανεπιφύλακτη παραλαβή των αποδοχών δεν συνιστά παραίτηση των εναγόντων από το δικαίωμα να ασκήσουν τις ένδικες αξιώσεις τους, η οποία σε κάθε περίπτωση είναι άκυρη ως προς τα ελάχιστα όρια αυτών (Εφ.Δωδ. 21/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) – η ένδικη αγωγή έπρεπε να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη κατά την κύρια βάση της και να αναγνωριστεί: α) ότι προς υπολογισμό των αποδοχών και επιδομάτων των εναγόντων ως προς το επίδικο χρονικό διάστημα από 1-1-2015 έως 30-4-2017 έπρεπε να εφαρμοστούν οι διατάξεις του ν. 3205/2003 χωρίς τις επιβληθείσες περικοπές του ν. 4093/2012 και ότι το επίδομα χρόνου προϋπηρεσίας έπρεπε να υπολογιστεί επί του βασικού μισθού του πρωτοδίκη και β) ότι για το ίδιο ως άνω χρονικό διάστημα το εναγόμενο οφείλει στους ενάγοντες (οι οποίοι έχουν έννομο συμφέρον προς άσκηση και της αξίωσης που αφορά στις αποδοχές Απριλίου 2017, αφού αυτές τυγχάνουν προκαταβλητέες κατά μήνα) τα εξής ποσά: 1. Στην πρώτη ενάγουσα (………..) ποσό 922,80 ευρώ μηνιαίως και ευρώ 25.838,40 ευρώ συνολικά, 2. Στο δεύτερο ενάγοντα (………..) ποσό 922,80 ευρώ μηνιαίως και 25.838,40 ευρώ συνολικά, 3. Στον τρίτο ενάγοντα (………..) ποσό 922,80 ευρώ μηνιαίως και 25.838,40 ευρώ συνολικά, 4. Στην τέταρτη ενάγουσα (………..) ποσό 961,16 ευρώ μηνιαίως και 26.912,48 ευρώ συνολικά, 5. Στον πέμπτο ενάγοντα (………) ποσό 922,80 ευρώ μηνιαίως και 25.838,40 ευρώ συνολικά, 6. Στον έκτο ενάγοντα (……..) ποσό 983,32 ευρώ μηνιαίως και 27.532,96 ευρώ συνολικά, 7. Στον έβδομο ενάγοντα (……….) ποσό 922,80 ευρώ μηνιαίως και 25.838,40 ευρώ συνολικά, 8. Στον όγδοο ενάγοντα (……….) ποσό 961,16 ευρώ μηνιαίως και 26.912,48 ευρώ συνολικά, 9. Στον ένατο ενάγοντα (………) ποσό 922,80 ευρώ μηνιαίως και 25.838,40 ευρώ συνολικά, 10. Στο δέκατο ενάγοντα (………) ποσό 961,16 ευρώ μηνιαίως και 26.912,48 ευρώ συνολικά, 11. Στον ενδέκατο ενάγοντα (………) ποσό 983,32 ευρώ μηνιαίως και 27.532,96 ευρώ συνολικά, 12. Στον δωδέκατο ενάγοντα (……..) ποσό 983,32 ευρώ μηνιαίως και 27.532,96 ευρώ συνολικά, 13. Στο δέκατο τρίτο ενάγοντα (………) ποσό 961,16 ευρώ μηνιαίως και 26.912,48 ευρώ συνολικά, 14. Στη δέκατη τέταρτη ενάγουσα (………..) ποσό 894,68 ευρώ μηνιαίως και 25.051,04 ευρώ συνολικά, 15. Στη δέκατη πέμπτη ενάγουσα (……….) ποσό 983,32 ευρώ μηνιαίως και 27.532,96 ευρώ συνολικά, 16. Στη δέκατη έκτη ενάγουσα (……….) ποσό 983,32 ευρώ μηνιαίως και 27.532,96 ευρώ συνολικά, 17. Στο δέκατο έβδομο ενάγοντα (………) ποσό 961,16 ευρώ μηνιαίως και 26.912,48 ευρώ συνολικά, 18. Στη δέκατη όγδοη ενάγουσα (……..) ποσό 983,32 ευρώ μηνιαίως και 27.532,96 ευρώ συνολικά, 19. Στη δέκατη ένατη ενάγουσα (………) ποσό 983,32 ευρώ μηνιαίως και 27.532,96 ευρώ συνολικά, 20. Στην εικοστή ενάγουσα (………. ποσό 922,80 ευρώ μηνιαίως και 25.838,40 ευρώ συνολικά, και 21. Στον εικοστό πρώτο ενάγοντα (……..) ποσό 922,80 ευρώ μηνιαίως και 25.838,40 ευρώ συνολικά, τα δε ανωτέρω ποσά με το νόμιμο τόκο υπερημερίας 6% ετησίως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής. Το Πρωτοβάθμιο, συνεπώς, Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του κατέληξε στην ίδια κρίση, έκανε δεκτή την αγωγή κατά την κύρια βάση της και αναγνώρισε τα ανωτέρω, δεν έσφαλε και ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο. Ακολούθως, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς εξέταση, πρέπει να απορριφθεί η έφεση στο σύνολό της και να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα και των δυο βαθμών δικαιοδοσίας, διότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής  (άρθρα 176, 179 β’ και 183 Κ.Πολ.Δ.).ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά την έφεση και απορρίπτει αυτήν κατ’ ουσία.

Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα και των δυο βαθμών δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 25 Οκτωβρίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ