Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 544/2021

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ

(ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ) ΔΙΑΦΟΡΩΝ                                    

Περίληψη

Σύμβαση εργασίας ή ανεξάρτητων υπηρεσιών

Αριθμός απόφασης 544/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, την οποία όρισε η Διευθύνουσα το Εφετείο, Πρόεδρος Εφετών, και τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις …………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της εκκαλούσας, ανώνυμης εταιρείας ……………. νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της, Αθανασίου Ψάλτη.

Του εφεσίβλητου, ΄………………… ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τoυ, Δημητρίου Ραζέλου.

Ο ενάγων άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 24-7-2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …………/24-7-2019) αγωγή του, η οποία  ζήτησε να γίνει δεκτή.

Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η υπ’αριθμ. 2753/2020 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία αυτή έγινε δεκτή ως εν μέρει βάσιμη κατ’ουσίαν.

Η εναγομένη με την από 28-9-2020 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ…………/28-9-2020) έφεσή της, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση, για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο, προσβάλλει την ανωτέρω πρωτόδικη απόφαση.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε. Κατά τη συζήτησή της στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις, που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/2011, σε συνδυασμό με το άρθρο 72 § 13 του ίδιου νόμου), η από 28-9-2020 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ…………/28-9-2020) έφεση της εναγομένης, ως μερικώς ηττηθείσας πρωτοδίκως διαδίκου, κατά της υπ’ αριθ. 2735//2020 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 677 επ. του ΚΠολΔ), και έκανε εν μέρει δεκτή την από 24-7-2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………../24-7-2019) κατ’αυτής αγωγή του ενάγοντος, περί καταβολής διαφοράς οφειλόμενων αποδοχών, επιδομάτων Χριστουγέννων, Πάσχα και αναλογούντος φόρου προστιθέμενης αξίας, από σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου.

Η έφεση αυτή έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως [άρθρα 495 § § 1,2, 499, 500, 511, 513 §  1 εδαφ.β΄, 516 § 1, 517, 518 § 2, όπως το τελευταίο ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α.87/23-7-2015) που εφαρμόζεται για τις εφέσεις  που ασκούνται μετά την 1-1-2016 (άρθρο ένατο παρ.2 αυτού)], δηλαδή πριν την παρέλευση διετίας από τη δημοσίευσή της, εφόσον δεν γίνεται επίκληση ούτε προκύπτει επίδοσή της προς ή από την εκκαλούσα, ούτε άλλος λόγος απαραδέκτου, μη απαιτούμενης της κατάθεσης παραβόλου, λόγω της φύσης της προκείμενης διαφοράς (άρθρο 495 παρ.3 εδ. τελευταίο, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, εντός των ορίων που καθορίζονται από αυτούς (άρθρα 522, 533 § 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια πιο πάνω ειδική διαδικασία.

Ο ενάγων με την αγωγή του ισχυρίστηκε, ότι προσελήφθη από την εναγομένη, ανώνυμη κατασκευαστική τεχνική εταιρεία, ως ηλεκτρολόγος μηχανικός, εργολήπτη-μελετητής, την 1-1-2005, με σύμβαση που χαρακτηρίστηκε ως ανεξάρτητων υπηρεσιών έχοντας παράλληλα, ήδη από τον Νοέμβριο του έτους 2004, και την ιδιότητα του τεχνικού διευθυντή της, και έκτοτε τις προσέφερε αδιαλείπτως και κατ’αποκλειστικότητα τις υπηρεσίες του μέχρι τις 31-7-2018, υπό τις εντολές και οδηγίες της, με τον υποδεικνυόμενο τρόπο και εντός των καθοριζόμενων από αυτήν χρονικών πλαισίων, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα, με μηνιαίο μισθό ύψους 3.750 ευρώ, της εναγομένης υποχρεούμενης, κατά τη μεταξύ τους συμφωνία να του καταβάλει και το ποσό του αναλογούντος στις αποδοχές του φόρου προστιθέμενης αξίας επί των αποδείξεων παροχής υπηρεσιών που θα εξέδιδε, με αποτέλεσμα στην πραγματικότητα η σχέση που τον συνέδεε με την εναγομένη να είναι εκείνη της εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Ακολούθως, επικαλούμενος, κυρίως, τη σχέση αυτή και επικουρικά, σε περίπτωση που δεν ήθελε χαρακτηριστεί έτσι, σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών και, επικουρικότερα, τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, ζητούσε, κατ’εκτίμηση του δικογράφου της αγωγής : 1/ Να αναγνωριστεί ότι η σχέση που τον συνέδεε με την εναγομένη κατ’επίφαση χαρακτηρίστηκε από τα μέρη ως σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών, ενώ στην πραγματικότητα επρόκειτο για σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, 2/ Να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει : α) για δεδουλευμένους μηνιαίους μισθούς της περιόδου από 1-12-2014 έως 31-7-2018, το ποσό των 63.863,84 ευρώ, για επιδόματα εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και επίδομα αδείας των ετών 2015-2018, το ποσό των 16.406,25 ευρώ, των 7.500 και των 7.500 ευρώ, αντίστοιχα, και συνολικά των 95.270,09, με τον νόμιμο τόκο επιδικίας και υπερημερίας για το ποσό των δεδουλευμένων αποδοχών, από την 1-8-2018 μέχρι την εξόφληση, επικουρικά, σε περίπτωση που κριθεί μη νόμιμος ο εκ μέρους του καταλογισμός των γενόμενων καταβολών, με τον νόμιμο τόκο από τις 31-3-2017, για το επιμέρους ποσό των 170 ευρώ, και από το τέλος κάθε μήνα για τα υπόλοιπα επιμέρους ποσά αποδοχών, από τις 28-3-2015, 16-4-2016, 1-4-2017 και 24-3-2018, για τα αντιστοιχούντα σε έκαστο έτος ποσά επιδόματος Πάσχα, από τις 21/12 κάθε έτους, αρχής γενομένης από το έτος 2014, για το επίδομα Χριστουγέννων του αντίστοιχου έτους, από τις 31/8 κάθε έτους, αρχής γενομένης από το έτος 2015, για το επίδομα αδείας του αντίστοιχου έτους, και ειδικώς για το επίδομα αδείας του έτους 2018, από τις 31-7-2018, επικουρικότερα από τις 30/9 κάθε έτους και ειδικώς για το επίδομα αδείας του έτους 2018, από τις 31-7-2018, έτι επικουρικότερα,  για το σύνολο του παραπάνω ποσού (95.270,09 ευρώ), από την 1-8-2018 και όλως επικουρικά από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, β) το ποσό των 22.375,25 ευρώ, για οφειλόμενο ΦΠΑ, με τον νόμιμο τόκο επιδικίας και υπερημερίας, για κάθε επιμέρους οφειλόμενο ποσό, από την ημερομηνία εκδόσεως εκάστου τιμολογίου και δη για το ποσό των 862,50 ευρώ, από τις 28-8-2015, για το ίδιο ποσό από τις 30-9-2015, για το ποσό των 2.875 ευρώ, από τις 31-12-2015, για το ποσό των 2.156,25 ευρώ, από τις 31-3-2016, για το ποσό των 6.750 ευρώ, από τις 31-12-2016, για το ποσό των 2.250 ευρώ, από τις 30-4-2017, για το ποσό των 3.000 ευρώ, από τις 31-12-2017, για το ποσό των 1.170 ευρώ, από την 1-8-2018 και για το ποσό των 1.170 ευρώ από την 1-8-2018 και για το ποσό των 168,93 ευρώ, από τις 27-4-2016 (κατόπιν καταλογισμού εκ μέρους του των ποσών, που η εναγομένη του κατέβαλε), επικουρικά από την 1-8-2018 και όλως επικουρικά από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, και να επιβληθούν σε βάρος της τα δικαστικά του έξοδα.

Επί της αγωγής εκδόθηκε η εκκαλουμένη, με την οποία έγινε αυτή δεκτή, ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ουσίαν, κατά την κύρια βάση της και, αναγνωριζομένου ότι ο ενάγων συνδεόταν με την εναγομένη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, υποχρεώθηκε αυτή να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 116.846,34 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο για το ποσό των 63.863,84 ευρώ από την 1-8-2018, για τα αντιστοιχούντα στο επίδομα εορτών Χριστουγέννων και αδείας ποσά από την 1η ημέρα του επομένου έτους, στο οποίο αφορούν και για τα αντιστοιχούντα σε επίδομα Πάσχα ποσά από την 1η Μαΐου κάθε έτους, και ειδικώς το ποσό των 21.576,25 ευρώ, από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, και επιβλήθηκαν σε βάρος της εναγομένης τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος, τα οποία καθορίστηκαν στο ποσό των 4.521,38 ευρώ.

Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα, με τους λόγους της έφεσής της, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί, μετά την τυπική παραδοχή της, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, ακολούθως, να απορριφθεί η αγωγή, και να επιβληθούν τα δικαστικά της έξοδα, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, σε βάρος του ενάγοντος. Ειδικότερα, με τον πρώτο και δεύτερο λόγο της έφεσής της πλήττει την εκκαλουμένη διότι έκρινε την αγωγή, ως ορισμένη, ενώ αυτή ήταν αόριστη, λόγω της ελλιπούς αναφοράς των θεμελιωτικών των ένδικων αξιώσεων του ενάγοντος πραγματικών περιστατικών και συγκεκριμένα : α/ ως προς την κύρια βάση της, λόγω της μη εξειδίκευσης των παρεχόμενων υπηρεσιών του, των έργων που εκτελέστηκαν από αυτόν και τον χρόνο που διενεργήθηκαν, τη διάρκεια και τις συνθήκες της απασχόλησής του, ενώ και τα πραγματικά περιστατικά που επικαλείται, δεν προσδίδουν κατ’ανάγκη στη σύμβαση που τον συνέδεε με την ίδια, τον χαρακτήρα της σχέσης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, και β/ ως προς τη δεύτερη επικουρική της βάση του αδικαιολογήτου πλουτισμού, διότι δεν επικαλείται την εφαρμογή των σχετικών διατάξεων για την περίπτωση ακυρότητας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας του, ή της συνδρομής άλλου λόγου (κύρια βάση), ενώ για τη βάση της, που στηρίζεται στη σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών που καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων, διότι επικαλείται για την εφαρμογή των διατάξεων περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, την περίπτωση που αυτή έληξε κατά τον συμφωνηθέντα χρόνο και δεν παρατάθηκε. Από την επισκόπηση, ωστόσο, του δικογράφου της αγωγής προκύπτει ότι περιέχει με πληρότητα όλα τα απαιτούμενα κατά νόμον στοιχεία για τη θεμελίωσή της, και ειδικότερα, αναφορικά με την κύρια βάση της, ότι κατά τα συμφωνηθέντα, τα μέρη απέβλεπαν στην παροχή της συμφωνηθείσας εργασίας του και στο μισθό του, και ότι ο ενάγων υπόκειτο σε νομική και προσωπική εξάρτηση από την εναγομένη, η οποία εκδηλωνόταν με το δικαίωμα της τελευταίας να του δίνει δεσμευτικές εντολές και οδηγίες ως προς τον τόπο, τρόπο και τον χρόνο παροχής της εργασίας του και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο για τη διαπίστωση της συμμόρφωσής του, ως εργαζομένου προς αυτές, καθώς και τη χρονική διάρκεια της εργασίας του, σε αριθμό ωρών ημερησίως και εβδομαδιαίως αλλά και με καθορισμό του χρονικού διαστήματος της απασχόλησής του, ενώ δεν ήταν αναγκαίο να προσδιοριστεί το έργο ή τα έργα που απασχολήθηκε. Επίσης, τόσο ως προς την κύρια όσο και ως προς την πρώτη επικουρική της βάση, ο ενάγων επικαλείται κατά δικονομική επικουρικότητα τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, για την περίπτωση, που αυτές κρίνονταν άκυρες ή για άλλο λόγο που δεν προσδιορίζεται, και όχι όπως εσφαλμένως υπολαμβάνει η εναγομένη, ειδικά για την πρώτη επικουρική βάση, για την περίπτωση που η σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών έληξε κατά τον συμφωνηθέντα χρόνο και δεν παρατάθηκε. Επίσης, αντίθετα προς τους ισχυρισμούς της εναγομένης ότι, ενώ, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, το υπόλοιπο οφειλόμενων αποδοχών ανέρχεται σε 104.830 ευρώ, ο ενάγων ζητεί με αυτήν 63.863,8 ευρώ, με αποτέλεσμα να υφίσταται ασάφεια ως προς το πράγματι οφειλόμενο ποσό, από την επισκόπηση του δικογράφου της προκύπτει, ότι το παραπάνω ποσό των 104.830 ευρώ, είναι το πράγματι καταβληθέν και οι αποδοχές που εξακολουθούν να του οφείλονται και ζητεί με την αγωγή, ανέρχονται σε 63.863,8 ευρώ. Ακόμη, η οφειλή, κατά κεφάλαιο και τόκους, επαρκώς αναλύεται στον ενσωματωμένο στην αγωγή πίνακα, με ειδική μνεία στις καταβολές, κατά ημεροχρονολογία και ποσό και η οφειλή τόκου επιδικίας προβλέπεται από τον νόμο πλέον, για τον μετά την επίδοση της αγωγής χρόνο (άρθρο 346 του ΑΚ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 113 του ν.4055/2012), με αποτέλεσμα να μην είναι αναγκαίο να εξειδικεύονται τα επιμέρους αιτούμενα ποσά για τον υπολογισμό του, αφού αυτός γίνεται επί του συνολικώς αιτούμενου ποσού. Συνεπώς, πρέπει οι παραπάνω λόγοι να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρος, ………. , που εξετάστηκε με επιμέλεια του ενάγοντος ενώπιον του ακροατηρίου του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, η τήρηση των οποίων έγινε με τη μέθοδο της φωνοληψίας, και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, ορισμένα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, καθώς και τις υπ’αριθμ. …, …/27-1-2020 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά, ……….., των μαρτύρων, ……… και ………., και την υπ’αριθμ. …/21-11-2019 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, του μάρτυρος, …………, που ελήφθησαν με επιμέλεια του ενάγοντος, μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη-προ δύο τουλάχιστον ημερών, κατ’άρθρο 422 § 1 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο δεύτερο του άρθρου πρώτου του ν.4335/2015- κλήτευση της εναγομένης (υπ’αριθμ. …/22-1-2020 και …. Γ΄/18-11-2019 εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, ………….., για τις δύο πρώτες και του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, …….., για την τρίτη από αυτές), καθώς και τις υπ’αριθμ. … και ……/31-1-2010 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, των μαρτύρων ……. και ………., που ελήφθησαν με επιμέλεια της εναγομένης, ομοίως μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη, κατά τα άνω, κλήτευση του ενάγοντος, δια σχετικής δηλώσεως του πληρεξουσίου δικηγόρου της στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά [ΑΠ 509/2011, Νοβ 2011.1863, ΕφΠειρ (Μον) 475/2018 αδημ. ΤΝΠ : ΝΟΜΟΣ] και παραδεκτώς λαμβάνονται υπόψη- εκείνες που δόθηκαν με επιμέλεια της εναγομένης-κατ΄άρθρο 529 παρ. 1 του ΚΠολΔ, ανεξαρτήτως του ότι υποβλήθηκαν απαραδέκτως πρωτοδίκως, διότι δεν κατέτειναν σε απόκρουση ισχυρισμού, που προτάθηκε κατά τη συζήτηση (άρθρο 591 παρ.1 περ. στ) του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο τέταρτο του ν.4335/2015)  [ΕφΔωδ(Μον) 29/2021, ΕφΑθ (Μον) 81/2019 αδημ. ΤΝΠ :ΝΟΜΟΣ], εφόσον η εντός της προθεσμίας αντίκρουσης δοθείσα ένορκη βεβαίωση (ανεξάρτητα του αν και με ποιές προϋποθέσεις λαμβάνεται υπόψη από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο) επιτρεπτώς προσκομίζεται στο εφετείο και μάλιστα κατά μείζονα λόγο αφού ενώπιον αυτού επιτρέπονται και νέα αποδεικτικά μέσα, άρα και ένορκες βεβαιώσεις που δόθηκαν ακόμη και μετά την έκδοση της εκκαλουμένης απόφασης [ΑΠ 692/2017, ΕφΑθ 2201/2019, ΕφΛαρ (Μον) 245/2019 αδημ. ΤΝΠ : ΝΟΜΟΣ], λαμβάνοντας υπόψη και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § § 3 και 4 του ΚΠολΔ), χωρίς αντιθέτως να ληφθούν υπόψη οι υπ’αριθμ. .. και …./31-1-2020 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, των μαρτύρων ……… και ………., αφού κατά τον χρόνο λήψης τους-με βάση την τελευταία χρονικά προσκομιζόμενη ανακοίνωση του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιώς, με ημερομηνία 13-11-2017, σε συνδυασμό με τα προσκομιζόμενα από τον ενάγοντα-εφεσίβλητο στοιχεία δημοσιότητας, στα οποία αναγράφονται τα μέλη της διοίκησής της από τις 14-9-2018 έως τις 30-6-2021 – τα φυσικά αυτά πρόσωπα είχαν την ιδιότητα των νομίμων εκπροσώπων της εναγομένης και επομένως, του διαδίκου (ΑΠ 717/2020, ΑΠ 1353/2019, ΑΠ 1192/2018 αδημ. ΤΝΠ : ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Ο ενάγων είναι ηλεκτρολόγος μηχανικός, εργολήπτης-μελετητής, μέλος του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος (ΤΕΕ) και εγγεγραμμένος στο Μητρώο Εμπειρίας Κατασκευών (ΜΕΚ) με αριθμό …………. και πτυχίο εργοληπτικής ικανότητας Δ΄τάξης. Με την ιδιότητά του αυτή συνήψε τον Νοέμβριο του έτους 2004 προφορική συμφωνία με την εναγομένη, ανώνυμη τεχνική εταιρεία, εργολήπτρια δημοσίων και ιδιωτικών τεχνικών έργων, προκειμένου να την στελεχώσει, κατά την έννοια του ν.1418/1984 και του πδ 472/1985, ώστε η ίδια, όντας εγγεγραμμένη στα Μητρώα Εργοληπτικών Επιχειρήσεων (αρ. …………… Μ.Ε.ΕΠ) να αναβαθμίσει την εργοληπτική της ικανότητα, στοιχείο απαραίτητο για τα έργα που θα αναλάμβανε, έχοντας συνεχή απασχόληση στην επιχείρηση και μετέχοντας ενεργά στα έργα της, εντασσόμενος στο μόνιμο επιστημονικό της προσωπικό. Στις 24/12 του ίδιου έτους δημοσιεύθηκε και η ανακοίνωση στο οικείο τεύχος του ΦΕΚ (αρ.φ 15082/24-12-2004), της καταχώρισης του πρακτικού της έκτακτης γενικής της συνέλευσης με την οποία ορίστηκε μέλος του διοικητικού της συμβουλίου. Οι επιμέρους όροι της μεταξύ τους συνεργασίας διατυπώθηκαν γραπτώς στο κείμενο της από 1-1-2005 σύμβασης που συνυπέγραψαν και χαρακτηρίστηκε ως σύμβαση «ανεξάρτητων υπηρεσιών αορίστου χρόνου». Σύμφωνα με αυτούς, ο ενάγων ανέλαβε την υποχρέωση να παρέχει για αόριστο χρόνο τις ανεξάρτητες υπηρεσίες του ως ελεύθερος επαγγελματίας, με την προαναφερθείσα ειδικότητα, στα διάφορα έργα που ήδη εκτελούσε ή θα αναλάμβανε στο μέλλον η εναγομένη, έναντι αμοιβής, ανερχόμενης στο συνολικό ποσό των 52.500 ευρώ μικτές και 42.000 ευρώ καθαρές, κατανεμημένες σε 14 δόσεις, για την είσπραξη των οποίων ο ενάγων θα εξέδιδε το αντίστοιχο νόμιμο παραστατικό (δελτίο παροχής υπηρεσιών). Ρητώς, επίσης, ορίστηκε ότι θα παρείχε τις υπηρεσίες του στον τόπο και τον χρόνο που θα ήταν αντικειμενικά πρόσφορος, με βάση τους κανόνες της τέχνης και της επιστήμης, ρυθμίζων κατά βούληση τα της εργασίας του, με τον όρο να μην παραβαίνει τους ακολουθούμενους από την εταιρεία κανόνες, έχοντας τη δυνατότητα να παρέχει τις υπηρεσίες του και σε άλλα πρόσωπα καθ’όλη τη διάρκεια ισχύος της σύμβασης. Σε εκτέλεση της συμφωνίας αυτής, ο ενάγων προσέφερε τις υπηρεσίες του στην εναγομένη, μέχρι τις 31-7-2018, αναλαμβάνοντας από την αρχή και καθήκοντα τεχνικού διευθυντή. Έκτοτε, είχε στενή συνεργασία με τον πρόεδρο του διοικητικού της συμβουλίου και διευθύνοντα σύμβουλό της, ……….., τελώντας υπό τις οδηγίες και εντολές του, αλλά και με το σύνολο του προσωπικού της. Στα καθήκοντά του ενέπιπταν ο συντονισμός τεχνικών εργασιών, η αναζήτηση δημοπρατούμενων δημοσίων έργων και η προμήθεια τευχών, η κατάρτιση σχετικού πίνακα έργων, με τη βοήθεια της γραμματείας της εταιρείας, τα οποία παρουσίαζε στον διευθύνοντα σύμβουλο, που είχε και τον τελικό λόγο για τα έργα που αυτή τελικώς θα συμμετείχε και το ύψος της προσφερόμενης έκπτωσης, αναθέτοντας στη συνέχεια σε έναν ή περισσότερους μηχανικούς την προκοστολόγηση των έργων, και μετά τη σύνταξη κοστολογίου, την αξιολόγησή του από τον ίδιο και τελικώς την παρουσίασή του στον διευθύνοντα σύμβουλο, η προετοιμασία του φακέλου με όλα τα απαραίτητα έγγραφα των προσφορών, η προετοιμασία των εγγράφων στα διάφορα στάδια, που μεσολαβούσαν από την ανάδειξη της εναγομένης ως αναδόχου μέχρι την υπογραφή της κατακυρωτικής σύμβασης (χρονοδιαγράμματα, οργανογράμματα, μελέτες, πιστοποιητικά, τεχνικές περιγραφές μεθόδων εργασίας), η μελέτη των τευχών των αναλαμβανόμενων έργων, ο εντοπισμός των τεχνικών και οικονομικών προβλημάτων και η περιγραφή της επεξεργασίας τους, η ανάθεση διευθυντών και μηχανικών έργου, η παρακολούθηση του προγραμματισμού της χρήσης προσωπικού και μηχανημάτων της εταιρείας στα έργα και ο καθορισμός προτεραιοτήτων, η ανάθεση παραγγελιών εξοπλισμού και υλικών και ο έλεγχος των όρων αυτών, η παρακολούθηση του χρονοδιαγράμματος των έργων, ο έλεγχος των αποτελεσμάτων της έρευνας αγοράς για προμήθεια υλικών και εξοπλισμού, η καθοδήγηση του προσωπικού των υπεργολάβων, ο έλεγχος της συμβατότητας τεχνικών προδιαγραφών των προσφερόμενων υλικών και εξοπλισμού, η εισήγηση στα αρμόδια όργανα της εταιρείας για αγορές υλικών και εξοπλισμού και για πρόσληψη υπεργολάβων, ο έλεγχος των ιδιωτικών συμφωνητικών που συνάπτονταν με αυτούς, ο έλεγχος και η έγκριση των επιμετρήσεων των υπεργολάβων και η σύνταξη προτάσεων για τις πληρωμές τους, η καθοδήγηση του προσωπικού για τη σύνταξη της αναγκαίας αλληλογραφίας για κάθε έργο, η παρακολούθηση της τήρησης των προθεσμιών, που τίθεντο από τη νομοθεσία, προκειμένου να προωθηθούν αναλήψεις δημοσίων έργων, η υπογραφή τεχνικών σχεδίων και πιστοποιητικών, η καθοδήγηση του προσωπικού για την υποβολή αιτημάτων αναθεώρησης τιμών, ανακεφαλαιωτικών πινάκων εργασιών, ενστάσεων, αιτήσεων θεραπείας κ.α, ο ενδελεχής έλεγχος των εξόδων και εσόδων ανά έργο, ο έλεγχος των συντασσόμενων λογαριασμών και η υπογραφή και υποβολή τους προς τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, η έγκριση των δαπανών των μηχανικών κάθε έργου και η προώθησή τους στο λογιστήριο της εναγομένης για τον προγραμματισμό των πληρωμών, η διενέργεια αυτοψιών στα τεχνικά έργα για συντονισμό των εργασιών και παροχή οδηγιών, η πραγματοποίηση επισκέψεων σε χώρους προμηθευτών για πιστοποίηση ότι η παραγωγική διαδικασία ήταν σύμφωνη με τις προσφορές τους, η συμμετοχή σε συσκέψεις με όλα τα εμπλεκόμενα στα έργα πρόσωπα (κυρίους και φορείς έργων, εργοδότες, επιχειρήσεις κοινής ωφελείας, ΟΤΑ κα), για την προώθηση των θεμάτων της εταιρείας και την επίλυση προβλημάτων, η παρακολούθηση και καθοδήγηση μηχανικών για τις διαδικασίες προσωρινής παραλαβής, συντήρησης και οριστικής παραλαβής των έργων, καθώς και για τη σύνταξη μητρώου του έργου, που ήταν απαραίτητο για την προσωρινή παραλαβή του, η συμμετοχή του επί τόπου στις παραδόσεις και παραλαβές έργων (προσωρινές και οριστικές), η προβολή της εταιρείας, της εμπειρίας και των μέσων που διέθετε με σύνταξη διαφημιστικών φυλλαδίων και πινάκων, η σύνταξη μηνιαίων πινάκων προβλεπόμενων εσόδων και εξόδων ανά έργο, με βάση τις πληροφορίες των διευθυντών έργων, η διαρκής ενημέρωση του προσωπικού της εναγομένης για τεχνικά και διαδικαστικά θέματα, προφορικά και μέσω εσωτερικών σημειωμάτων, η επιμόρφωση στελεχών της εταιρείας σε τεχνικά θέματα και θέματα νομοθεσίας δημοσίων έργων, η υποβοήθησή τους στη χρήση υπολογιστικών προγραμμάτων, η ενημέρωσή τους για θέματα αγοράς, η παροχή υποδείξεων για τον χειρισμό προμηθευτών και υπεργολάβων, η παράστασή του σε δικαστήρια και διαιτητικές επιτροπές για την προώθηση θεμάτων της εταιρείας, η επικοινωνία με οίκους του εξωτερικού για θέματα έργων, η συνεργασία του με άλλους εργολήπτες και μελετητές για θέματα που αφορούσαν στα έργα, η εκπροσώπηση της εναγομένης σε συναντήσεις σχετικές με τα έργα, η ανάληψη της ευθύνης και η εκτέλεση της διαδικασίας πιστοποίησης σε συστήματα διαχείρισης ποιότητας της εναγομένης, με βάση το διεθνές πρότυπο για την ποιότητα ISO 9001, η άσκηση καθηκόντων τεχνικού ασφαλείας της ιδίας αλλά και των θυγατρικών της εταιρειών και μεμονωμένων έργων, η έκδοση εγγυητικών επιστολών καλής εκτέλεσης για διάφορα αναληφθέντα από αυτήν έργα, μέσω της μερίδας που διατηρούσε στο ΤΣΜΕΔΕ, με την υποχρέωση αυτής να καταβάλει προς αυτό τις σχετικές προμήθειες και να φροντίζει για την απομείωση και επιστροφή τους. Κάποιες φορές αναλάμβανε ο ίδιος εργολαβίες με χρήση του ατομικού εργοληπτικού του πτυχίου, ώστε να εκτελεστούν αυτά υπεργολαβικά από την εναγομένη, έχοντας τυπικά την ιδιότητα του εργολάβου, ενώ, πέραν της στελέχωσης του εργοληπτικού της πτυχίου, ώστε να έχει αυτή δικαίωμα συμμετοχής σε διαγωνισμούς δημοσίων έργων, στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 7 § 7 εδ.α΄του πδ 472/1985, αφού, σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, η εναγομένη όφειλε να έχει στη διοίκησή της δύο τουλάχιστον από τα στελέχη της, τα εγγεγραμμένα στο ΜΕΚ, με συνεχή απασχόληση και ενεργό συμμετοχή στο έργο, όπως ήταν ο ενάγων, ώστε να υποστηρίζει διαρκώς το εργοληπτικό της πτυχίο, καθ’όλη τη διάρκεια της εργασιακής του σχέσης, ο ίδιος το συντηρούσε, έχοντας αναλάβει και όλη τη σχετική διαδικασία (έλεγχος ισχύος των σχετικών εγγράφων, έκδοση εντολών προς το προσωπικό για έκδοση πιστοποιητικών εμπειρίας, συντονισμός με το λογιστήριο για την υποβολή οικονομικών στοιχείων που ήταν απαραίτητα για τον έλεγχο της δραστηριότητας της εταιρείας), ενώ μέχρι τις 28-4-2017, που άλλαξε η σύνθεση του διοικητικού της συμβουλίου συμμετείχε στις συνεδριάσεις και εκπροσωπούσε την εναγομένη ενώπιον δημοσίων Αρχών, Οργανισμών αλλά και ιδιωτών. Επομένως, ο ενάγων είχε όλο τον έλεγχο της κατασκευής των έργων, μέσω του εκάστοτε εργοταξιάρχη, της πορείας τους αλλά και των θεμάτων που ανέκυπταν σε διοικητικό επίπεδο.  Αποδείχθηκε, επίσης, ότι ο ενάγων, προς εκπλήρωση των υποχρεώσεών του, απασχολείτο συνεχώς στους χώρους των γραφείων της εναγομένης, όπου διέθετε δικό του, πλήρως εξοπλισμένο γραφείο, σε χώρους εργοταξίων, καθώς σε κάποια τεχνικά έργα εκτελούσε ο ίδιος καθήκοντα επιβλέποντος μηχανικού, αλλά και εκτός γραφείου, σε δημόσιες υπηρεσίες και άλλους αρμόδιους φορείς.  Εργαζόταν καθημερινά, από Δευτέρα έως Παρασκευή, τουλάχιστον επί δεκάωρο ή και περισσότερο κάποιες φορές, δύο Σάββατα τον μήνα και συχνά και τις Κυριακές. Ο μισθός του, κατά τη μεταξύ τους συμφωνία, όπως αποτυπώθηκε και στην από 1-1-2005 σύμβαση, ανερχόταν ετησίως στο ποσό των 52.500 ευρώ, που του καταβάλλονταν σε 14 δόσεις των 3.750 ευρώ εκάστη, μετά από παρακράτηση του αναλογούντος φόρου (20 %) και για την είσπραξή τους ο ίδιος εξέδιδε τα νόμιμα παραστατικά (αποδείξεις παροχής υπηρεσιών), της εναγομένης βαρυνόμενης και με τον αναλογούντα ΦΠΑ. Στο ποσό αυτό περιλαμβάνονταν τα επιδόματα εορτών και αδείας, καταβλητέα την προβλεπόμενη για καθένα από τον νόμο δήλη ημέρα. Πέραν αυτών, η εναγομένη, κατόπιν συμφωνίας τους, είχε αναλάβει και την πληρωμή των ασφαλιστικών του εισφορών προς τον ασφαλιστικό του φορέα (ΤΣΜΕΔΕ), ενώ του κάλυπτε και τα έξοδα χρήσης και κίνησης αυτοκινήτου. Οι υψηλότερες των κατώτατων ορίων αμοιβής για διπλωματούχους μηχανικούς αποδοχές του, δικαιολογούνταν από τα διευρυμένα καθήκοντά του και την πολύωρη απασχόλησή του, ακόμη και πέραν του πενθημέρου, κατά τα προαναφερθέντα. Οι αποδοχές του καταβάλλονταν κάθε μήνα, μέσω εμβασμάτων, ύψους –κατά κανόνα- 3.000 ευρώ, που αντιστοιχεί στον μισθό του μείον την παρακράτηση φόρου (20 %), ενώ το αντίστοιχο τιμολόγιο εκδιδόταν σε κάποιες περιπτώσεις και σε μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα, λόγω της καθυστέρησης της εναγομένης να του καταβάλει τον αναλογούντα ΦΠΑ, για δε τις οφειλόμενες αποδοχές του, για τις οποίες θα γίνει λόγος στη συνέχεια, δεν εκδίδονταν τιμολόγια. Έτσι, για παράδειγμα, το έτος 2017, εκδόθηκαν δύο μόνον τιμολόγια, ένα στις 30-4-2017, για το ποσό των 9.375 ευρώ και ένα στις 31-12-2017, για το ποσό των 12.500 ευρώ (υπ’αριθμ. …/30-4-2017 και …./31-12-2017, αντίστοιχα, αποδείξεις παροχής υπηρεσιών).

Με βάση τα παραπάνω και λαμβάνοντας υπόψη τις πραγματικές συνθήκες απασχόλησης και τα καθήκοντα του ενάγοντος, το Δικαστήριο συνάγει ότι ορθός είναι ο χαρακτηρισμός της σχέσης που τον συνέδεε με την εναγομένη ως σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, όπως βασίμως ο ίδιος ισχυρίζεται, και όχι ανεξάρτητων υπηρεσιών, που επικαλείται η εναγομένη, λόγω της προσωπικής και νομικής του εξάρτησης από αυτήν, που εκδηλωνόταν με την υποχρέωσή του να ενημερώνει για όλες τις ενέργειές του τον πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλό της, αναμένοντας τη δική του έγκριση και απόφαση, όντας υποχρεωμένος να ακολουθεί τις εντολές και οδηγίες του, σε διοικητικής και οικονομικής κυρίως φύσεως θέματα, ανεξαρτήτως των κρίσιμων και υπεύθυνων καθηκόντων του που ήταν συνυφασμένα με την ιδιότητά του ως τεχνικού διευθυντή, αλλά και ως προς τον χρόνο και τόπο παροχής της εργασίας του, ασκώντας σχετική εποπτεία. Επιπλέον, οι πρωτοβουλίες που ανέπτυσσε, λόγω των επιστημονικών του γνώσεων και της εμπειρίας του, εκφράζονταν υπό τη μορφή προτάσεων προς την εναγομένη και τελούσαν υπό την έγκριση πάντοτε του διευθύνοντος συμβούλου της. Ο τελευταίος, ανεξαρτήτως του ότι δεν είχε πανεπιστημιακές γνώσεις και δεν κατείχε πτυχίο Πολυτεχνείου, ήταν ενεργό μέλος της διοίκησης και απαιτούσε συνεχή ενημέρωση, επιφυλάσσοντας για τον εαυτό του το δικαίωμα λήψης αποφάσεων για όλα τα θέματα που αφορούσαν την εταιρεία, ασκώντας «ασφυκτικό έλεγχο και εποπτεία σε όλες τις πτυχές της δραστηριότητάς της», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, ο ενώπιον συμβολαιογράφου μάρτυρας και πρώην εργαζόμενός της, ………, πολιτικός μηχανικός και επιβεβαιώνουν και  οι μάρτυρες, ………. και ………, που εξετάστηκαν με επιμέλεια του ενάγοντος. Ενδεικτικά άλλωστε αποδεικτικά στοιχεία της προσωπικής εξάρτησης του ενάγοντος από την εναγομένη αποτελεί το γεγονός ότι με το από 8-6-2018 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προς τον ……….., που κοινοποιήθηκε και στον ……….., μέλος και αντιπρόεδρο, αντίστοιχα, του διοικητικού συμβουλίου της εναγομένης, εκείνη την περίοδο, ζήτησε άδεια απουσίας, η άρνηση του διευθύνοντος συμβούλου της, ……….., να ικανοποιήσει το αίτημα του προσωπικού σε τεχνικό έργο για παροχή θερινής στολής εργασίας, την οποία εισηγήθηκε προς αυτόν ο ενάγων, και η άρνηση τιμολόγησης της συνεργασίας της εταιρείας με τον ………………, μετά τη λύση της. Επιπλέον, δεν είχε ελευθερία καθορισμού του ωραρίου εργασίας του και η παρουσία του στην έδρα της εταιρείας, όπου διέθετε δικό του γραφείο, δεν υπαγορευόταν απλώς και μόνον από την ανάγκη συνεννόησης με τους λοιπούς εργαζομένους και μέλη της διοίκησης, και συλλογής των απαραίτητων στοιχείων, αλλά ήταν απόρροια πρωτίστως της υποχρέωσής του να παρέχει την εργασία του σε συγκεκριμένα χρονικά πλαίσια, με κάποιες εξαιρέσεις, που όμως δεν αλλοιώνουν τους όρους της απασχόλησής του. Τέτοιες ήταν εκείνες που μετέβαινε σε δημόσιες υπηρεσίες, αρχές ή άλλους φορείς ή όταν, οριζόταν από την ίδια την εναγομένη ως επιβλέπων μηχανικός σε ορισμένα έργα, οπότε ήταν αναγκαίο να μεταβαίνει στον τόπο εκτέλεσης των εργασιών. Εξάλλου, καθ’όλη η διάρκεια της εργασιακής του σχέσης, ο ενάγων δεν μπορούσε εκ των πραγμάτων και δεν παρείχε την εργασία του σε άλλο εργοδότη ούτε εξυπηρετούσε περισσότερους πελάτες. Επομένως, δεν αξιοποιούσε ο ίδιος επιχειρηματικά την εργασία του αλλά είχε τεθεί στη διάθεση της εργοδότριάς του, στερούμενος επιχειρηματικής οργάνωσης και εντασσόμενος λειτουργικά και οργανωτικά στη σφαίρα επιχειρηματικής οργάνωσης αυτής, η οποία αξιοποιούσε επιχειρηματικά την εργασία του, έχοντας, συνακόλουθα, το δικαίωμα για παροχή οδηγιών σχετικά με τον τόπο, το χρόνο και τον τρόπο παροχής της εργασίας και άσκηση εποπτείας και ελέγχου σε αυτόν. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από το γεγονός ότι εξέδιδε αποδείξεις παροχής υπηρεσιών, καθώς μάλιστα αυτή η πρακτική είναι συνήθης στην εργασιακή πραγματικότητα, αφού συχνά συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας χαρακτηρίζονται ως συμβάσεις ανεξάρτητων υπηρεσιών, προκειμένου οι εργοδότες να αποφεύγουν τις υποχρεώσεις τους έναντι των εργαζομένων (δώρα εορτών, επίδομα αδείας κλπ), ούτε και από τη σύναψη εκ μέρους του συμβάσεων με την εναγομένη, τυπικά, όπως ήδη αναφέρθηκε, εκείνου ως εργολάβου και εκείνης ως υπεργολάβου, ή του ιδίου ως υπεργολάβου, και, σε μία μόνον περίπτωση-τη σύναψη του από 29-7-2015ιδιωτικού συμφωνητικού του- με εργολάβο τον ίδιο και υπεργολάβο άλλη εταιρεία, καθώς και σε αυτήν, ενήργησε ως εκπρόσωπος της εναγομένης. Ούτε επίσης επιδρά στη φύση της εργασιακής του σχέσης, το γεγονός ότι ο ενάγων προέβαινε σε έκδοση εγγυητικών επιστολών καλής εκτέλεσης για διάφορα έργα της εναγομένης, μέσω της μερίδας πιστούχου που διατηρούσε στο ΤΣΜΕΔΕ, χρηματοδοτούμενη έτσι η ίδια άτοκα, χωρίς να χρειάζεται να καταφύγει σε τραπεζικό δανεισμό, με την υποχρέωση μόνον να του αποδίδει στη συνέχεια το καθαρό ποσό της χρηματοδότησης. Συνεπώς, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ορθώς εκτιμώντας τις αποδείξεις αναγνώρισε ότι η σχέση που συνέδεε τον ενάγοντα με την εναγομένη ήταν εκείνη της εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, αν και με ελλιπή αιτιολογία, που συμπληρώνεται από την αιτιολογία της παρούσας, και πρέπει ο τρίτος λόγος της έφεσης με τον οποίο η εκκαλούσα πλήττει την εκκαλουμένη για την κρίση της αυτή, να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Περαιτέρω, η εκκαλούσα με τον τέταρτο λόγο της έφεσής της επαναφέρει και τον πρωτοδίκως, παραδεκτώς προταθέντα, ισχυρισμό της περί ακυρότητας της συναφθείσας με τον ενάγοντα σύμβασης, εφόσον αυτός είχε την ιδιότητα του μέλους του διοικητικού της συμβουλίου, ελλείψει προηγηθείσας σχετικής άδειας, παρασχεθείσας με απόφαση της γενικής της συνέλευσης, κατ’άρθρο 23α § 2 του ν.2190/1920. Με βάση, ωστόσο, τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, ο ενάγων κατ’αρχήν κατέστη μέλος του διοικητικού συμβουλίου της εναγομένης, ταυτόχρονα με την πρόσληψή του, προκειμένου να στελεχωθεί το εργοληπτικό της πτυχίο. Ανεξαρτήτως δηλαδή του ότι για την απασχόληση του ενάγοντος, τα μέρη συνυπέγραψαν την από 1-1-2005 σύμβαση, αυτή είχε προηγηθεί, δυνάμει προφορικής συμφωνίας τους, με αποτέλεσμα να μην προϋπάρχει η απόκτηση εκ μέρους του της ιδιότητας του μέλους του διοικητικού της συμβουλίου, ώστε να τίθεται ζήτημα εφαρμογής της παραπάνω διάταξης. Πέραν, όμως, αυτού, η σύμβαση που καταρτίστηκε με τον ενάγοντα εμπίπτει στις συμβάσεις εργασίας που καταρτίζονταν στα πλαίσια της καθημερινής δράσης της εταιρείας και με άλλους εργαζόμενους, όπως συνέβη με τον εξετασθέντα πολιτικό μηχανικό, …………., που και αυτός ορίστηκε μέλος του διοικητικού συμβουλίου της, προκειμένου να στελεχώσει το εργοληπτικό της πτυχίο και αυτή ήταν συνήθης πρακτική και για άλλους εργαζόμενους, ώστε να είναι δυνατή και η έκδοση εγγυητικών επιστολών για ευνοϊκότερους για την εναγομένη όρους, κατά τα προεκτεθέντα,  αλλά και με τον ομοίως εξετασθέντα, …………  , που εργάστηκε στην εναγομένη ως λογιστής. Επιπροσθέτως, η πρόσληψή του δεν διαφοροποιήθηκε από τον τρόπο πρόσληψης των λοιπών εργαζομένων της και δεν υπερέβη το συνηθισμένο για τη συγκεκριμένη περίπτωση μέτρο, διότι, κατά τον χρόνο που έλαβε χώρα, η οικονομική κατάσταση της εναγομένης ήταν καλή και δεν αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα (βλ. ενδεικτικά τους προσκομιζόμενους ισολογισμούς, που αφορούν σε έτη μεταγενέστερα της πρόσληψής του, σύμφωνα με τους οποίους, ο κύκλος εργασιών της εναγομένης ανήλθε, το έτος 2010, στο ποσό των 468145, 52 ευρώ, το έτος 2011, στο ποσό των 3.891.878,38 ευρώ, το έτος 2012, στο ποσό των 2.488.833,30 ευρώ, το έτος 2013, στο ποσό των 2.307.382,80 ευρώ, το έτος 2014, στο ποσό των 3.247.001,10 ευρώ, το έτος 2015, στο ποσό των 5.279.852,41 ευρώ, το έτος 2016, στο ποσό των 3.988.309,44 ευρώ, το έτος 2017, στο ποσό των 3.686.766,38 ευρώ και το έτος 2018, στο ποσό του 1.781.660,75 ευρώ). Επομένως, μπορούσε να ανταποκριθεί στην καταβολή της μισθοδοσίας και των ασφαλιστικών εισφορών του ενάγοντος, ο οποίος εξυπηρετούσε τακτικές και συνήθεις ανάγκες της, δεδομένου ότι η παρουσία τεχνικού διευθυντή, ο οποίος θα είχε τον συντονισμό της κατασκευής του εκάστοτε έργου, συμπεριλαμβανόμενης και όλης της απαραίτητης προεργασίας για τη συμμετοχή της σε διαγωνισμούς, πέραν των απασχολούμενων μηχανικών, ήταν αναγκαία για τη δραστηριότητά της. Έτσι, λαμβάνοντας υπόψη τις αρμοδιότητες του ενάγοντος, το ύψος της αμοιβής του, σε συνάρτηση με την παρεχόμενη εργασία του, τους οικονομικούς εν γένει όρους της σύμβασης, τη δραστηριότητα της εναγομένης εταιρείας, την οικονομική ευρωστία της, τις ανάγκες που ικανοποιούνταν με τη σύναψη της συγκεκριμένης σύμβασης και τις συνήθειες που κρατούν για τέτοιου είδους συμβάσεις στις οικείες συναλλαγές, κρίνει ότι οι συνομολογηθέντες με αυτήν μεταξύ των ανωτέρω διαδίκων όροι δεν υπερβαίνουν το σύνηθες, για τη συγκεκριμένη περίπτωση μέτρο. Συνεπώς, κατά τον βάσιμο,  παραδεκτώς προταθέντα και πρωτοδίκως αλλά και ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με τις προτάσεις του, προς απόκρουση της ένστασης ακυρότητας της σύμβασης εργασίας του, που πρότεινε η εναγομένη, ισχυρισμό του, η πρόσληψή του ενέπιπτε στις τρέχουσες συναλλαγές της. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε τον άνω ισχυρισμό της εναγομένης, με διαφορετική αιτιολογία, δηλαδή με το σκεπτικό ότι με την πρόσληψή του δεν καταστρατηγείτο η παραπάνω διάταξη, αφού ο ορισμός του ως μέλους του διοικητικού της συμβουλίου έγινε για να στελεχωθεί το εργοληπτικό της πτυχίο και η συνεργασία τους ήταν επωφελής για την ίδια, ορθώς κατ’αποτέλεσμα έκρινε, και πρέπει ο παραπάνω, τέταρτος λόγος της έφεσης, να απορριφθεί ως αβάσιμος, αντικαθιστάμενης της αιτιολογίας της εκκαλουμένης από την αιτιολογία της παρούσας, αφού δεν δημιουργείται διαφορετικής έκτασης δεδικασμένο.

Περαιτέρω, με βάση τις μηνιαίες αποδοχές του, κατά το χρονικό διάστημα από 1-12-2014 έως και 31-7-2018, που ο ενάγων αποχώρησε, η εναγομένη όφειλε να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 165.000 (3.750  Χ 44) ευρώ. Έναντι αυτών, του κατέβαλε τον Δεκέμβριο του έτους 2014, το ποσό των 750 ευρώ, στις 20-1-2015, το ποσό των 1.000 ευρώ, στις 16-2-2015, το ποσό των 1.500 ευρώ, στις 27-3-2015, το ποσό των 2.250 ευρώ, στις 30-7-2017, το ποσό των 2.250 ευρώ, στις 31-7-2015,  το ποσό των 4.000 ευρώ, στις 13-8-2015, το ποσό των 1.500 ευρώ, στις 28-8-2015, το ποσό των 750 ευρώ, στις 9-9-2015, το ποσό των 1.500 ευρώ, στις 30-9-2015, το ποσό των 750 ευρώ, στις 2-10-2015, το ποσό των 3.000 ευρώ, στις 16-10-2015, το ποσό των 3.300 ευρώ, στις 5-11-2015, το ποσό των 3.000 ευρώ, στις 6-11-2015, το ποσό των 420 ευρώ, στις 9-12-2015, το ποσό των 3.000 ευρώ, στις 24-12-2015, το ποσό των 3.000 ευρώ, στις 31-12-2015, το ποσό των 2.500 ευρώ, στις 4-2-2016, το ποσό των 2.500 ευρώ, στις 3-3-2016, το ποσό των 2.920 ευρώ, στις 31-3-2016, το ποσό των 1.875 ευρώ, στις 5-4-2016, το ποσό των 2.500 ευρώ, στις 12-5-2016, το ποσό των 2.500 ευρώ, στις 3-6-2016, το ποσό των 2.500 ευρώ, στις 10-6-2016, το ποσό των 2.500 ευρώ, στις 8-7-2016, το ποσό των 1.250 ευρώ, τις 12-8-2016, το ποσό των 1.400 ευρώ, στις 9-9-2016, το ποσό των 2.500 ευρώ, στις 13-10-2016, το ποσό των 2.500 ευρώ, στις 25-11-2016, το ποσό των 150 ευρώ, στις 29-11-2016, το ποσό των 5.000 ευρώ, στις 16-12-2016, το ποσό των 1.000 ευρώ, στις 22-12-2016, το ποσό των 1.000 ευρώ, στις 31-12-2016, το ποσό των 5.625 ευρώ, στις 25-1-2017, το ποσό των 2.500 ευρώ, την 1-2-2017, το ποσό των 520 ευρώ, στις 24-2-2017, το ποσό των 1.000 ευρώ, στις 12-4-2017, το ποσό των 2.000 ευρώ, στις 30-4-2017, το ποσό των 1.875 ευρώ, στις 30-6-2017, τα ποσό των 500 ευρώ, στις 14-7-2017, το ποσό των 1.000 ευρώ, στις 11-8-2017, το ποσό των 2.000 ευρώ, στις 24-8-2017, το ποσό των 10.000 ευρώ, στις 26-9-2017, το ποσό των 1.000 ευρώ, στις 13-10-2017, το ποσό των 1.000 ευρώ, στις 24-11-2017, το ποσό των 1.000 ευρώ, στις 22-12-2017, το ποσό των 2.000 ευρώ, στις 31-12-2017, το ποσό των 2.500 ευρώ, στις 4-1-2018, το ποσό των 500 ευρώ, στις 16-2-2018, το ποσό των 500 ευρώ, στις 22-3-2018, το ποσό των 120 ευρώ, στις 5-4-2018, το ποσό των 2.000 ευρώ, στις 5-6-2018, το ποσό των 150 ευρώ, στις 29-6-2018, το ποσό των 500 ευρώ, στις 20-7-2018, το ποσό των 1.500 ευρώ και την 1-8-2018, το ποσό των 975 ευρώ. Με βάση τις καταβολές αυτές, ύψους 106.580 ευρώ συνολικά, οι οποίες δεν αμφισβητούνται από την εναγομένη, και καταλογίζονται, κατά τα άρθρα 422 και 423 του ΑΚ, πρώτα στους εκάστοτε οφειλόμενους τόκους υπερημερίας, ύψους 7.235,75 ευρώ συνολικά, που επίσης δεν αμφισβητούνται από την εναγομένη και, ακολούθως, στο κεφάλαιο, ύψους 164.250 [161.250 (3.750 Χ 43) + 3.000] ευρώ, η συνολική απαίτηση του ενάγοντος, για δεδουλευμένους μισθούς ανέρχεται στο ποσό των 64.906 ευρώ, και, κατά το σχετικό αγωγικό αίτημα, στο ποσό των 63.863,84 ευρώ. Συνακόλουθα, γενομένης δεκτής της αξίωσής του για καταβολή του παραπάνω ποσού, με βάση την κύρια βάση της αγωγής, ήτοι από τη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας του, παρέλκει η εξέταση της προταθείσας παραδεκτώς πρωτοδίκως από την εναγομένη, ένστασης συμψηφισμού για τις υπέρτερες των νομίμων αποδοχών, καταβολές της στον ενάγοντα, την οποία επαναφέρει με τον πέμπτο λόγο της έφεσής της, κατατείνοντας στην απόκρουση της επικουρικής αγωγικής βάση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, για την περίπτωση δηλαδή που ήθελε κριθεί άκυρη η σύμβαση εργασίας του. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατ’ορθή εφαρμογή του νόμου και εκτίμηση των αποδείξεων, κατέληξε στην ίδια κρίση και πρέπει ο άνω λόγος της έφεσης να απορριφθεί, ως αβάσιμος. Πλέον αυτών, του οφείλονται : 1) Για επίδομα Χριστουγέννων των ετών 2015, 2016, 2017 και 2018, ένας μηνιαίος μισθός για κάθε έτος, και συνολικά το ποσό των 15.000 (3.750 Χ 4) ευρώ, και για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων του έτους 2018, το ποσό των 1.406,25 (3.750 Χ 3/8) ευρώ, δοθέντος ότι από την 1/5 έως τις 31/12 του συγκεκριμένου έτους, απασχολήθηκε τρεις μήνες (έως 31-7-2018), εκ των οποίων, κάθε επιμέρους ποσό, με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας, από τη λήξη του έτους στο οποίο αφορά, 2) Για επίδομα Πάσχα, των ετών 2015, 2016, 2017 και 2018, το ποσό των 7.500 [1.875 (3.750 : 2) Χ 4] ευρώ, εκ των οποίων, κάθε επιμέρους ποσό, καταβλητέο από την 1/5 του αντίστοιχου έτους (άρθρα 1 παρ.1, 2 παρ.5 και 10 παρ.1 της ΥΑ 19040/1981), 3) Για επίδομα αδείας των ετών 2015, 2016, 2017 και 2018, το συνολικό ποσό των 7.500 (1.875 Χ 4) ευρώ, εκ των οποίων κάθε επιμέρους ποσό, από τη λήξη του έτους στο οποίο αφορά (άρθρα 5 παρ.4 και 5 του αν.539/1945, 3 παρ.16 του ν.4504/1966). Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2859/2000 «περί κυρώσεως του κώδικα φόρου προστιθέμενης αξίας (άρθρα 1,2 §1α, 3 § 1α, 4 § 1, 8 § 1, 16 § § 1,2, 21, 35 § 1 και 36), ο ενάγων για τα ποσά που του καταβάλλονταν από την εναγομένη, ήταν υποχρεωμένος να αποδίδει στο Δημόσιο τον αναλογούντα στην εκάστοτε αμοιβή του φόρο προστιθέμενης αξίας, εκδίδοντας και τα αντίστοιχα τιμολόγια παροχής υπηρεσιών. Ο φόρος αυτός από τον νόμο αλλά και κατά τη συμφωνία των μερών, επιρρίπτετο στην εναγομένη, ως λήπτρια των υπηρεσιών του. Ο ενάγων, κατά τη διάρκεια της εργασίας του προέβη στην έκδοση των ακόλουθων τιμολογίων παροχής υπηρεσιών, και συγκεκριμένα των υπ’αριθμ. …/30-10-2014, …/18-11-2014, …/30-11-2014, …/29-12-2014, …/27-3-2015, ../30-7-2015, …/28-8-2015, …/30-9-2015, …./31-12-2015, …/31-3-2016, …/31-12-2016, …/30-4-2017, …/31-12-2017 και …/1-8-2018, βάσει των οποίων όφειλε σε απόδοση του αναγραφόμενου σε αυτά ποσού ΦΠΑ προς την αρμόδια Δ.Ο.Υ, ήτοι του ποσού των 862,50, των 11,50, των 862,50, των 862,50, των 2.587,50, των 2.587,50, των 862,50, των 862,50, των 2.875, των 2.156,25, των 6.750, των 2.250, των 3.000 και των 1.171 ευρώ, αντίστοιχα, και συνολικά, του ποσού των 27.700,25 ευρώ, χωρίς προηγουμένως να έχει λάβει τα ποσά αυτά από την εναγομένη, η οποία εκ των υστέρων του κατέβαλε τμηματικά, το ποσό των 1.293,75 ευρώ στις 29-1-2015,  το ποσό των 2.875 ευρώ στις 26-1-2016 και το ποσό των 1.156,25 ευρώ στις 27-4-2016, και συνολικά των 5.325 ευρώ, που δεν αμφισβητεί. Επομένως, ο ενάγων δικαιούται να ζητήσει τη διαφορά, ύψους 22.375,25 (27.700,25 – 5.325) ευρώ, και, κατά τις παραδοχές της εκκαλουμένης, από τις οποίες δεν μπορεί να αποστεί το παρόν Δικαστήριο, λόγω της αρχής της μη χειροτέρευσης της θέσης της εκκαλούσας (άρθρο 536 του ΚΠολΔ), το ποσό των 21.576,25 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Με βάση, επομένως, τα γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά, ο ενάγων διατηρεί από τη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας που συνήψε με την εναγομένη, απαίτηση, ύψους 63.863,84 ευρώ συνολικά, για δεδουλευμένους μισθούς, και, επιπλέον, ύψους 16.406,25 ευρώ για επιδόματα εορτών Χριστουγέννων, ύψους 7.500 ευρώ, για επιδόματα εορτών Πάσχα, όμοιου ποσού για επίδομα αδείας και ύψους 21.576,25 ευρώ για οφειλόμενο καταβληθέν ΦΠΑ, και συνολικά, 116.846,34 (63.863,84 + 16.406,25 + 7.500 + 7.500 + 21.576,25) ευρώ. Συνεπώς, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ορθώς εκτιμώντας τις αποδείξεις, δέχθηκε ότι το ποσό αυτό είναι το οφειλόμενο στον ενάγοντα, για όλες τις παραπάνω αιτίες, και στη συνέχεια υποχρέωσε την εναγομένη να του το καταβάλει, με τον νόμιμο τόκο κατά τις αναφερόμενες στο σκεπτικό της διακρίσεις, δηλαδή το ποσό των δεδουλευμένων αποδοχών από την επομένη της αποχώρησής του, το επίδομα εορτών Χριστουγέννων και το επίδομα αδείας από την 1η/1 του επομένου έτους στο οποίο αφορά κάθε επιμέρους ποσό, το επίδομα εορτών Πάσχα από την 1η/5 του έτους στο οποίο αφορά κάθε επιμέρους ποσό, και το οφειλόμενο ποσό ΦΠΑ, από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει ο περί του αντιθέτου λόγος της έφεσης περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων, που εξειδικεύεται στους επιμέρους πρώτο έως τέταρτο λόγους αυτής, να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Συνεπώς, και μη υπάρχοντος άλλου λόγου εφέσεως προς έρευνα, πρέπει η υπό κρίση έφεση να απορριφθεί και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός του, με βάση τον ενσωματωμένο στις προτάσεις του πίνακα εξόδων, σε βάρος της εκκαλούσας, λόγω της ήττας της, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό (106, 176, 179, 183  και 191 § 2 του ΚΠολΔ, 63 § 1iα 2, 68 § 1,  69 παρ.1 εδ.α΄, 166 και παράρτημα Ι Β του ν.4194/2013), σημειούμενου ότι,  σύμφωνα με το άρθρο 61 του Κώδικα Δικηγόρων, η παρακράτηση από τον οικείο δικηγορικό σύλλογο μέρους της προεισπραττόμενης από αυτόν δικηγορικής αμοιβής, για την από το δικηγόρο  παράσταση σε ποινικές ή πολιτικές δίκες, επιρρίπτεται σε βάρος του δικαιούχου δικηγόρου και όχι σε βάρος του εντολέα πελάτη του, διότι τα ποσά αυτά αφορούν εισφορές του δικηγόρου σε διάφορα ταμεία και συμμετοχή του στην κάλυψη δαπανών προείσπραξης του οικείου δικηγορικού συλλόγου, καθώς και προκαταβολή φόρου εισοδήματος [ΕφΠειρ (Μον) 133/2021, ΕφΑθ 473/2020 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»], επομένως, τα ποσά αυτά δεν είναι αποδοτέα και ως δικαστική δαπάνη υπέρ αυτού, και ότι δεν αποδείχθηκε δαπάνη του πληρεξουσίου δικηγόρου του εφεσίβλητου, πέραν εκείνου των 20 ευρώ, που κρίνεται εύλογο, για λήψη αντιγράφων εγγράφων, δικογράφων και εκτύπωση νομολογίας, δεδομένου μάλιστα ότι δεν προσκομίζεται κανένα σχετικό παραστατικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την από 28-9-2020 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………/28-9-2020) έφεση της εναγομένης, κατά της υπ’αριθμ. 2753/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά αυτήν.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ουσίαν.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποίο ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων εκατό (3.100) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 11-11-2021.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ