Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 545/2021

Αριθμός   545/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα  3o

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: …………….ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του δικηγόρο Μαρία Πιτσάκη.

ΚΑΘ΄ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: …………η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Νικόλαο Κάσση (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Ο καλών-εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  την με ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/12-9-2016 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 13/2018 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η εναγόμενη και ήδη καθ΄ ης η κλήση-εκκαλούσα   με την από  14.2.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2018) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς ………../2018) αρχικά η 19η.9.2019, οπότε ματαιώθηκε η συζήτηση αυτής.

Με την, κατατεθείσα ενώπιον του παρόντος Δικαστήριο, από  30.12.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2019) κλήση του καλούντος-εφεσιβλήτου, η προκειμένη υπόθεση επανεισήχθη προς συζήτηση στη δικάσιμο της 8ης.10.2020 και μετά από αναβολή στη δικάσιμο της  4ης.3.2021, οπότε η συζήτησή της ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων (από 11-2-2021 έως 22-3-2021). Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 21 του ν. 4786/2021 (ΦΕΚ Α 43/23-3-2021) περί αυτεπαγγέλτου  ορισμού δικασίμου προς συζήτηση αυτών των υποθέσεων, τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Κανονισμού Εσωτερικής  Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς και την υπ΄αριθμ. 42/2021 Πράξη  της ορισθείσας από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή, Ζωή Καραχάλιου, Εφέτη, η προκειμένη υπόθεση επανεισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Η πληρεξούσια δικηγόρος του καλούντος-εκκαλούντος, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε και ο πληρεξούσιος δικηγόρος της καθ΄ ης η κλήση-εκκαλούσα, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Νόμιμα φέρεται προς συζήτηση με την από 30-12-2019 (γεν. αριθμ. καταθ. ………/2019) κλήση του εφεσίβλητου – ενάγοντος, η από 14-02-2018 (γεν. αριθμ. καταθ……../2018) έφεση της εκκαλούσας- εναγόμενης κατά της υπ΄αριθμ.13/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών), μετά τη ματαίωση της συζήτησής της κατά την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 19-09-2019, οπότε με την ως άνω κλήση ορίστηκε η συζήτησή της για τη δικάσιμο της 8-10-2020 κατά την οποία επαναπροσδιορίστηκε οίκοθεν η συζήτησή της για τη δικάσιμο της 4-3-2021 οπότε η συζήτησή της ματαιώθηκε, λόγω της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των πολιτικών δικαστηρίων για το χρονικό διάστημα από 11-02-2021 έως 22-3-2021 για προληπτικούς λόγους δημόσιας υγείας, κατά τα αναφερόμενα στη σχετική εισήγηση της Εθνικής Επιτροπής Προστασίας Δημόσιας Υγείας έναντι του κορωνοϊού COVID-19, και, ακολούθως, με την υπ΄αριθμ.42/2021  Πράξη της ορισθείσας από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Ζωής Καραχάλιου Εφέτη Πειραιά, προσδιορίστηκε οίκοθεν προς συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (της 7-10-2021) και ενεγράφη στο πινάκιο με πρωτοβουλία της γραμματείας του Δικαστηρίου τούτου, εγγραφή η οποία ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 21 του ν. 4786/ 2021 (ΦΕΚ Α΄43/23-3-2021).

Η υπό κρίση έφεση της ηττηθείσας εναγόμενης κατά της ως άνω υπ`αριθ. 13/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρ.614 παρ.1 ΚΠολΔ), έχει ασκηθεί  νομότυπα με την κατάθεση δικογράφου στην γραμματεία του δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση (αρ. 495§1, 511 επ. Κ.Πολ.Δ.) και εμπρόθεσμα, καθόσον από τα στοιχεία της δικογραφίας, δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ενώ εξάλλου δεν παρήλθε γι’ αυτό η καταχρηστική προθεσμία των δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της προσβαλλομένης απόφασης (3-01-2018) σύμφωνα με το άρθρο 518 § 2 ΚΠολΔ, ως ισχύει μετά  την αντικατάσταση της ανωτέρω παραγράφου από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015, που εφαρμόζεται για τα κατατεθειμένα από την 1.1.2016 ένδικα μέσα, όπως στην προκειμένη περίπτωση (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 498, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 και 147 παρ. 2 του ΚΠολΔ). Επομένως, η έφεση νόμιμα φερομένη στο Δικαστήριο αυτό, που είναι αρμόδιο για την εκδίκασή της (αρ. 19 Κ.Πολ.Δ.), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί στην συνέχεια κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση  (άρθρα 532 και 533 παρ.1 ΚΠολΔ) το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, δοθέντος ότι για το παραδεκτό της συζήτησής της έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα το σχετικό παράβολο κατ΄άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ ως ισχύει κατά το χρόνο άσκησης της ένδικης έφεσης.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ.1 περ. α΄π.δ. 34/1995, όπως ισχύει, στις διατάξεις του προαναφερόμενου π.δ/τος υπάγονται οι μισθώσεις ακινήτων οι συναπτόμενες για επιχείρηση σε αυτά εμπορικών πράξεων. Επειδή δε, κατά τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 π.δ. 34/1995, όπως διαμορφώθηκε μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 7 παρ. 6 ν. 2741/1999 και ισχύει και εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση πριν από την τροποποίησή του με το άρθρο 13 παρ. 1 ν. 4242/2014 (ΦΕΚ Α΄ 50/28-02-2014), η νόμιμη διάρκεια των μισθώσεων που υπάγονται στις προστατευτικές διατάξεις του εν λόγω π.δ/τος είναι δωδεκαετής. Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 8 ν. 2741/1999, η ως άνω ρύθμιση καταλαμβάνει και τις υφιστάμενες μισθώσεις, δηλαδή αυτές που έχουν καταρτισθεί πριν από την ισχύ του νόμου αυτού (ΦΕΚ Α΄ 199/28-09-1999) και δεν έχουν συμπληρώσει συνολικό χρόνο δώδεκα ετών. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 61  περ. δ΄ του προαναφερθέντος π.δ/τος, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 παρ. 15 ν. 2741/1999 και ισχύει και εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση πριν από την κατάργησή του με το άρθρο 13 παρ. 3 εδ. α΄ ν. 4242/2014 (ΦΕΚ Α΄ 50/28-02-2014), προκύπτει ότι η οριστική λήξη της μίσθωσης λόγω παρόδου της δωδεκαετίας, εξαρτάται από μελλοντική συμπεριφορά του δικαιούχου της αξίωσης και συγκεκριμένα αν αυτός θα ασκήσει ή όχι, εντός της εννιάμηνης προθεσμίας από την συμπλήρωση της δωδεκαετίας, την κατ` άρθρο 599 παρ. 1 και 608 παρ. 1 ΑΚ αξίωση προς απόδοση του μισθίου, με την άσκηση της οποίας η λήξη καθίσταται οριστική, έστω και αν η διάρκειά της έχει συμφωνηθεί για διάστημα μεγαλύτερο των δώδεκα ετών. Η εννιάμηνη προθεσμία δεν συνιστά παραγραφή, αλλά αποσβεστική προθεσμία, αφού με την τήρηση ή τη μη τήρησή της συνάπτονται διαπλαστικά αποτελέσματα, η οριστική λήξη ή η παράταση της μίσθωσης (ΑΠ 1542/2012, ΑΠ 288/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ι. Κατράς, Πανδέκτης μισθώσεων και οροφοκτησίας, έκδοση 10η (2012), παρ. 95, περ. Γ΄, αρ. 2, σελ. 429). Από την ίδια διάταξη επίσης του άρθρου 61 περ. δ` του ίδιου π.δ/τος προκύπτει ότι η σχετική αξίωση του εκμισθωτή πρέπει να ασκηθεί μόνο μετά τη συμπλήρωση της δωδεκαετίας από την έναρξη της μίσθωσης και μάλιστα σε αποκλειστικό χρονικό διάστημα εννέα μηνών από τη λήξη της δωδεκαετίας, δεν είναι δε νοητή η άσκηση της ίδιας αξίωσης ούτε πριν από τη συμπλήρωση της δωδεκαετίας, αφού τότε δεν έχει επέλθει η λήξη της μίσθωσης, ούτε μετά από τη συμπλήρωση της εννιάμηνης αποσβεστικής προθεσμίας που αποσβένεται οριστικά η αντίστοιχη αξίωση του εκμισθωτή για την απόδοση του μισθίου και ο χρόνος της μίσθωσης αναγκαστικά παρατείνεται για μία ακόμα τετραετία από τη λήξη της δωδεκαετίας – εκτός αν αυτή ασκηθεί σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 69 ΚΠολΔ (άρθρο 48 παρ. 2 π.δ. 34/1995). Εξάλλου, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 58 παρ. 11 π.δ. 34/1995, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 παρ. 13 περ. α΄ ν. 2741/1999, ως χρόνος παραμονής στη χρήση του μισθίου, με βάση τον οποίο προσδιορίζεται η νόμιμη, δηλαδή η υποχρεωτική, διάρκεια της μίσθωσης, νοείται ο συνολικός χρόνος που συμπληρώνεται, χωρίς διακοπή, στο πρόσωπο του μισθωτή, συνυπολογιζομένου και του χρόνου των τυχόν δικαιοπαρόχων, σε περίπτωση που ο εκμισθωτής ή ο μισθωτής έχει υπεισέλθει στη θέση άλλου προηγούμενου εκμισθωτή ή μισθωτή (ΑΠ 1426/2009, ΑΠ 991/2009, ΑΠ 1349/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Από τις διατάξεις δε των άρθρων 608 εδ. β΄, 609 εδ. δ΄, 611 ΑΚ, 662 ΚΠολΔ και 15 εδ. α΄, 44 π.δ. 34/1995, προκύπτει ότι, αν μετά την παρέλευση του συμβατικού ή του νόμιμου (δηλαδή του υποχρεωτικού) χρόνου διάρκειας της μίσθωσης, ο μισθωτής παραμείνει στη χρήση του μισθίου εν γνώσει και χωρίς εναντίωση του εκμισθωτή, η μίσθωση, σύμφωνα με τον ερμηνευτικό κανόνα του άρθρου 611 ΑΚ, καθίσταται αόριστης διάρκειας, μη υπαγόμενη πλέον, ως προς τη διάρκεια και τη λήξη της, στις ρυθμίσεις του π.δ/τος 34/1995 (ΑΠ 1620/2010, ΑΠ 1349/2006, ΑΠ 404/2004, ΕφΑθ7378/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Απ. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο, Ειδικό Μέρος, Τόμος Ι, έκδοση 2004, παρ. 29, αρ. 53, σελ. 423, Ι. Κατράς, Πανδέκτης μισθώσεων και οροφοκτησίας, έκδοση 10η (2012), παρ. 95, περ. Γ΄, αρ. 6-7, σελ. 431 και περ. Δ΄, αρ. 2, σελ. 432) και λήγει με καταγγελία, η οποία μπορεί να γίνει και με μόνη την άσκηση από τον εκμισθωτή της αγωγής απόδοσης του μισθίου, αφού η αγωγή αυτή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 662 ΚΠολΔ, υποκαθιστά την καταγγελία (ΑΠ 1349/2006, ΕφΑθ 660/2009, ΕφΑθ 7378/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ποδηματά, σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, υπό άρθρο 662, αρ. 1-3, σελ. 1237-1238). Εξάλλου, κατ’ άρθρο 281 του ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη, ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως ως «καλή πίστη» θεωρείται η συμπεριφορά του χρηστού και συνετού ανθρώπου, που επιβάλλεται κατά τους συνηθισμένους τρόπους ενεργείας, ενώ ως κριτήριο των «χρηστών ηθών» χρησιμεύουν οι ιδέες του κατά γενική αντίληψη χρηστώς και εμφρόνως σκεπτόμενου ανθρώπου. Επίσης, για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής απαιτείται, κατά περίπτωση, συνδυασμός των σχετικών στοιχείων ή συνδρομή ιδιαίτερων περιστάσεων, αναγόμενων στη συμπεριφορά τόσο του δικαιούχου όσο και του υποχρέου (εφόσον όμως του τελευταίου τελεί σε αιτιώδη σχέση με εκείνη του δικαιούχου και δεν είναι άσχετη με αυτήν), ώστε η άσκηση του δικαιώματος να αποβαίνει αντίθετη στις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΑΠ 94/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1460/2005 ΕλλΔνη 2006. 185, ΑΠ 1518/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 563/2003 ΝοΒ 2004. 24).

Με την από 8-9-2016 (γεν.αριθμ.καταθ.6492/2016) αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος εξέθεσε τα ακόλουθα: Ότι δυνάμει του από 01-10-2003 ιδιωτικού συμφωνητικού επαγγελματικής μίσθωσης διάρκειας δύο ετών, ο ………. εκμίσθωσε στους ……. και ………… ένα ισόγειο κατάστημα επιφάνειας 50 τμ κείμενο στον Πειραιά και επι της οδού …………., αποτελούμενο από ένα ενιαίο χώρο και W.C., προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως οβελιστήριο. Ότι στη μισθωτική σύμβαση μετά από συμφωνία των μερών υπεισήλθε η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα ……………. Ότι αυτός (ενάγων) απέκτησε την κυριότητα του επίδικου μισθίου δυνάμει σύμβασης μεταβίβασης της κυριότητας λόγω πώλησης για την οποία συντάχθηκε η υπ΄αριθμ………../ 12-01-2006 πράξη πώλησης και μεταβίβασης της κυριότητας από την Συμβ/φο Αθηνών …………. που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά (τομ……. με α.α………) και υπεισήλθε έτσι σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της ως ανω επίδικης σύμβασης μίσθωσης. Ότι η διάρκεια της μίσθωσης συμφωνήθηκε διετής με έναρξη την 01-11-2003 και λήξη την 30-10-2005 και κατά την συμβατική της λήξη παρατάθηκε αναγκαστικά εκ του νόμου και κατέστη αορίστου χρόνου με την παραμονή στη συνέχεια της εναγόμενης στο μίσθιο μέχρι και σήμερα, χωρίς την εναντίωσή του και ότι έχει ήδη λήξει. Ότι το μηνιαίο μίσθωμα καταβλητέο το πρώτο τριήμερο κάθε μήνα ορίστηκε αρχικά για τα δύο χρόνια της μίσθωσης στο ποσό των 1.467ευρώ,πλεον του νομίμου τέλους χαρτοσήμου (3,6%) αναπροσαρμοζόμενο ετησίως, μετά την πάροδο της διετίας, κατά ποσοστό 7%,ενώ μετά την λήξη αυτής στις 30-10-2005, η ως άνω συμφωνία περί ετήσιας αναπροσαρμογής του μισθώματος εξακολούθησε να ισχύει κατόπιν σχετικής προφορικής συμφωνίας του ενάγοντα με την εναγόμενη και για τον μετέπειτα χρόνο. Ότι κατόπιν αλλεπάλληλων αναπροσαρμογών αλλά και μειώσεων, το μηνιαίο μίσθωμα ανέρχεται από την 01-05-2014 στο ποσό των 1.542,40 ευρώ πλέον χαρτοσήμου και έχει παραμείνει στο ίδιο ύψος μέχρι και σήμερα.

Με βάση το ιστορικό αυτό ο ενάγων με την αγωγή του προέβη σε καταγγελία της επίδικης μίσθωσης λόγω λήξης του χρόνου μίσθωσης και ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγομένη να του αποδώσει τη χρήση του επίδικου ως άνω μισθίου ακινήτου, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί αυτή στην εν γένει δικαστική του δαπάνη.

Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ.΄αριθμ.13/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – μισθωτικών διαφορών, αντιμωλία των διαδίκων, η οποία αφού έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή στηριζόμενη στις αναφερόμενες στη μείζονα σκέψη της παρούσας διατάξεις καθώς και σ΄αυτές των άρθρων 619 και 907,910 αρ.1,2 και 176 ΚΠολΔ, κατόπιν δέχθηκε αυτήν ως ουσιαστικά βάσιμη, διέταξε την εναγόμενη και κάθε άλλο τρίτο, που έλκει δικαιώματα απ΄αυτήν, να αποδώσει στον ενάγοντα τη χρήση του επίδικου μισθίου και δη ενός ισογείου καταστήματος (υπο στοιχ. Κ-2), επιφάνειας 50 τμ, που βρίσκεται στον Πειραιά και επί της οδού …………., αποτελούμενο από λουτρό και ενιαίο χώρο, όπως τούτο προσδιορίζεται στην με αριθμό …………/ 12-01-2006 πράξη πώλησης και μεταβίβασης κυριότητας που συνέταξε η Συμβ/φος Αθηνών, …………, και στην με αριθμό …./8-04-1997 πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και κανονισμού πολυκατοικίας, την οποία συνέταξε η Συμβ/φος Πειραιά … …, κήρυξε την απόφαση προσωρινά εκτελεστή και καταδίκασε την εναγομένη στην εν γένει δικαστική δαπάνη του ενάγοντος την οποία όρισε στο ποσό των πεντακοσίων (500,00) ευρώ.

Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη η εναγόμενη με την υπό κρίση έφεσή της για τους λόγους που αναφέρονται σ` αυτήν, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε στη συνέχεια να απορριφθεί η αγωγή.

Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή είναι ορισμένη καθόσον δεν προέκυψε καμία αμφιβολία ως προς την ταυτότητα της εναγομένης αφού η αναγραφή του ονόματός της ως …………. καθορίζει πλήρως την ταυτότητά της, επιδόθηκαν δε σ΄αυτήν με δικαστικό επιμελητή εξώδικες δηλώσεις που απευθύνθηκαν στην …………., η οποία τις παρέλαβε και απάντησε και ως εκ τούτου η αγωγή δεν είναι αόριστη για τον λόγο αυτό, ως αβασίμως ισχυρίζεται η τελευταία. Επίσης με σαφήνεια προσδιορίζεται και η ταυτότητα του επίδικου μισθίου και τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από την εναγόμενη απορριπτέα τυγχάνουν ως αβάσιμα. Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως και απέρριψε την σχετική προβαλλόμενη από την εναγόμενη ένσταση αοριστίας, δεν έσφαλε αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί της εκκαλούσας-εναγόμενης απορριπτέοι τυγχάνουν ως ουσιαστικά αβάσιμοι, ως επίσης και ο σχετικός περί τούτου λόγος έφεσης.

Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων ………. και ………….. αντίστοιχα, οι οποίοι εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ορισμένα εκ των οποίων αναφέρονται ειδικότερα κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, από τις παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους (άρθρα 261, 352 του ΚΠολΔ),καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρ.336 παρ.4 ΚΠολΔ  βλ. ΑΠ 48/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με το από 01-10-2003 ιδιωτικό συμφωνητικό επαγγελματικής μίσθωσης διάρκειας δύο ετών, ο ……….., δικαιοπάροχος του ενάγοντα και νυν κυρίου του επίδικου μίσθιου ακινήτου, ήδη εφεσίβλητου, εκμίσθωσε στους ……… και ………. ένα ισόγειο κατάστημα εμβαδού 50 τ.μ. που βρίσκεται στον Πειραιά και επί της οδού ……….,το οποίο αποτελείται από ένα ενιαίο χώρο και W.C.,προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως οβελιστήριο. Κατά τη διάρκεια της ανωτέρω από 01-10-2003 επαγγελματικής μίσθωσης, ο ενάγων-εφεσίβλητος …….. …… απέκτησε την κυριότητα του επίδικου ως άνω μισθίου-καταστήματος δυνάμει σύμβασης μεταβίβασης της κυριότητας λόγω πώλησης για την οποία συντάχθηκε η υπ΄αριθμ. ………/12-01-2006 πράξη πώλησης και μεταβίβασης κυριότητας της Συμβ/φου Αθηνών, ………. που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά (τομ…….. με α.α………) και υπεισήλθε έτσι σε όλα τα δικαιώματα και υποχρεώσεις της επίδικης ως άνω σύμβασης μίσθωσης. Συγκεκριμένα δε, με την ως άνω συμβολαιογραφική πράξη μεταβιβάστηκε η κυριότητα του επιδίκου (υπο στοιχ.Κ-2) μισθίου το οποίο αποτελούσε ένα από τα τέσσερα ακίνητα καταστήματα στα οποία είχε διαιρεθεί το αρχικό οικόπεδο δυνάμει της υπ΄αριθμ……/ 8-04-1997 πράξης σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και κανονισμού πολυκατοικίας της Συμβ/φου Πειραιά …………… και στην οποία αναφέρεται η παραπάνω συμβολαιογραφική πράξη πώλησης, ενώ κατά τη διάρκεια της επίδικης ως άνω μίσθωσης υπεισήλθε ως μισθώτρια, η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα …………..

Στη συνέχεια από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι το μηνιαίο μίσθωμα, καταβλητέο το πρώτο τριήμερο κάθε μισθωτικού μήνα, ορίστηκε αρχικά για τα δύο έτη της μίσθωσης στο ποσό των 1.467,00 ευρώ πλέον του νομίμου τέλους χαρτοσήμου (3,6%) αναπροσαρμοζόμενο ετησίως, μετά την πάροδο της διετίας, κατά ποσοστό 7%, ενώ μετά την λήξη αυτής στις 30-10-2005, η εν λόγω συμφωνία περί ετήσιας αναπροσαρμογής του μισθώματος εξακολούθησε να ισχύει κατόπιν σχετικής προφορικής συμφωνίας του ενάγοντος με την εναγόμενη και για τον μετέπειτα χρόνο. Έτσι, μετά από αλλεπάλληλες αναπροσαρμογές και μειώσεις, το μηνιαίο μίσθωμα ανήλθε από την 01-05-2014 στο ποσό των 1.542,40 ευρώ, πλέον τέλους χαρτοσήμου και παρέμεινε στο ίδιο ύψος μέχρι και τη συζήτηση της αγωγής. Η διάρκεια δε της ένδικης μίσθωσης είχε αρχικά συμφωνηθεί διετής, με έναρξη την 01-11-2003 και λήξη την 30-10-2005 και κατά την συμβατική της λήξη παρατάθηκε αναγκαστικά εκ του νόμου σε δωδεκαετία και έτσι έληξε την 01-11-2015,ενώ λόγω της εξακολούθησης της χρήσης του μισθίου από την εναγόμενη και την μη εναντίωση του ενάγοντα, επήλθε σιωπηρή αναμίσθωση και κατέστη αυτή αορίστου χρόνου (άρθρ.611 ΑΚ), ο δε ενάγων – εκμισθωτής εντός της εννιάμηνης αποσβεστικής προθεσμίας, κατά τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, με την άσκηση της κρινόμενης αγωγής κατήγγειλε την ως άνω επίδικη σύβαση μίσθωσης.

Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η εκκαλούσα-εναγόμενη μισθώτρια κατά το έτος 2007 προέβη σε δαπάνες ανακαίνισης και σύνδεσης των δύο μισθίων καταστημάτων, δηλαδή του επίδικου μισθίου καταστήματος (υπο στοιχ. Κ-2) κυριότητας του εφεσίβλητου- ενάγοντα καθώς και του όμορου με αυτό καταστήματος ιδιοκτησίας ……….., οι οποίες (δαπάνες) αποσκοπούσαν στην αύξηση της εμπορικής κίνησης της επιχείρησής της και στην περαιτέρω αύξηση των κερδών αυτής, κατά το χρονικό διάστημα 2007 έως 2015 μετά την πραγματοποίηση από την εναγόμενη των δαπανών αυτών, αλλά κυρίως, στην λήψη από την εναγομένη – μισθώτρια άδειας λειτουργίας από τον Δήμο Πειραιά, την οποία και έλαβε, λόγω των ανωτέρω ανακαινίσεων, ενώ λόγω των δαπανών αυτών στις οποίες προέβη η εναγομένη, ο ενάγων εκμισθωτής προφορικά συμφώνησε σε μείωση του μισθώματος. Εξάλλου, όταν η εναγομένη κάλεσε τον ενάγοντα – εκμισθωτή επανειλημμένα από το έτος 2007 να υπογράψει παράταση της ένδικης μίσθωσης, αυτός αρνήθηκε (όπως η ίδια αναφέρει στις προτάσεις που κατέθεσε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο), ενώ από κανένα πειστικό αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ότι υπήρξε έστω προφορική συμφωνία μεταξύ τους για παράταση της μίσθωσης, η οποία μάλιστα λόγω του ότι καταλαμβάνετο από το προϊσχύσαν νομικό καθεστώς και απολαμβάνει ιδιαιτέρων προνομίων σε σχέση με τις καταρτισθείσες νέες εμπορικές μισθώσεις, που διέπονται από τον Ν.4242/2014, συνεχίστηκε αυτή για μία ακόμη οκταετία. Δυνάμει δε της υπ΄αριθμ……../ 2016 Διαταγής Απόδοσης Χρήσης Μισθίου της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ο νυν ενάγων – εφεσίβλητος, διατάχθηκε ως μισθωτής να αποδώσει την χρήση μισθίου ακινήτου που βρίσκεται στον Πειραιά και επί της οδού …………… το οποίο είχε μισθώσει ο ίδιος, όπου λειτουργούσε επιχείρηση οβελιστηρίου και επιθυμεί ήδη να κάνει ίδια χρήση του ως άνω ακινήτου του και να μεταστεγάσει σ΄αυτό την επιχείρησή του. Συνεπώς από όλα τα ανωτέρω προκύπτει ότι αυτός συμπεριφέρθηκε σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη και ο ισχυρισμός της εναγομένης (που αποτελεί την κατ΄άρθρο 281 ΑΚ νόμιμη ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος) ότι η ασκηθείσα με την αγωγή καταγγελία της μισθωτικής σύμβασης είναι καταχρηστική διότι αυτός (ενάγων) είχε συμφωνήσει σε εκτεταμένες δαπάνες ανακαίνισης του μισθίου από την εναγόμενη μισθώτρια δημιουργώντας σ΄αυτήν την εντύπωση ότι θα συμφωνούσε σε παράταση της μίσθωσης, μετά τη λήξη αυτής, απορριπτέος τυγχάνει ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Κατά συνέπεια, η εκκαλουμένη, η οποία ως προς την αγωγή και τις προβαλλόμενες από την εναγόμενη ενστάσεις, δέχθηκε τα ίδια ως ανωτέρω, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί της εναγομένης που αποτελούν σχετικούς λόγους έφεσης πρέπει ν΄απορριφθούν ως αβάσιμοι.

Κατ΄ακολουθίαν των ανωτέρω η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ΄ουσίαν και να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου άσκησης έφεσης, που η εκκαλούσα κατέθεσε, κατ` άρθρο 495 παρ.3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ΄αντιμωλίαν των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ουσίαν την έφεση κατά της υπ υπ΄αριθμ. 13/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών).

Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε εξακόσια (600,00) ευρώ. Και

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του e-παραβόλου με κωδικό …………../2018, άσκησης έφεσης που κατέθεσε η εκκαλούσα, ποσού εκατό (100,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις 11 Νοεμβρίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ