Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 554/2021

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης  554/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ 2ο

Αποτελούμενο από την Δικαστή Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη και από την Γραμματέα Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της εκκαλούσας – ενάγουσας: της ανώνυμης εταιρείας ……………., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Φραντζίδη (ΑΜ 28780 Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).

Της εφεσίβλητης – εναγόμενης: …………….., η οποία δεν εμφανίσθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Η ενάγουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 25.06.2017 και με αριθμό κατάθεσης γενικό ……./2017 και ειδικό ……./2017 αγωγή της, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 85/2019 απόφασή του απέρριψε την αγωγή. Ήδη η εκκαλούσα – ενάγουσα προσβάλλει την απόφαση αυτή με την από 01.06.2020 έφεσή της που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …./09.07.2020 και ειδικό …./09.07.2020 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./16.07.2020 και ειδικό …../16.07.2020, για την αναφερομένη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας – ενάγουσας αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτές.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Εάν ο εφεσίβλητος δεν εμφανισθεί ή δεν λάβει μέρος κανονικά στη συζήτηση, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει υποχρέωση να ερευνήσει την ύπαρξη ή μη κλητεύσεώς του, εάν δε κατά την συζήτηση της εφέσεως ερημοδικεί ο εφεσίβλητος, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν και αυτός παρών, εφόσον αυτός επέσπευσε τη συζήτηση ή κλήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως να παραστεί σε αυτή, σύμφωνα με τα άρθρα 271 και 524 παρ. 4 εδ. α’ του ΚΠολΔ, (ΕφΑθ 3212/2004 ΕλλΔνη 2005. 558, Σαμουήλ, Η έφεση κατά τον ΚΠολΔ, έκδ. 2003, παρ. 1078 έως 1080, σελ. 406-407). Το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο, τα πρακτικά και τις πρωτόδικες προτάσεις του απόντος διάδικου, τα πρακτικά και τις εκθέσεις εξέτασης των μαρτύρων, τα οποία οφείλει με ποινή απαραδέκτου της συζητήσεως να προσκομίσει ο εκκαλών, ο οποίος παρίσταται (ΑΠ 862/2000 ΕλλΔνη 2001. 157, ΕφΑθ 4804/2006 ΕλλΔνη 2007. 06, ΕφΑθ 242/2001 ΕλλΔνη 2002. 815). Εάν ο εφεσίβλητος δεν κλητεύθηκε ή δεν κλητεύθηκε νομίμως ή εμπροθέσμως, το δικαστήριο κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση (ΜονΕφΠειρ 279/2015 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, φέρεται προς συζήτηση, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, η από 01.06.2020 έφεση κατά της υπ’ αριθ. 85/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε ερήμην της εφεσίβλητης – εναγόμενης, κατά την τακτική διαδικασία, και με την οποία απορρίφθηκε η από 25.06.2017 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2017 και ειδικό …../2017 αγωγή της εκκαλούσας – ενάγουσας. Από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …/09.07.2020 και ειδικό …../09.07.2020  της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση, προκύπτει ότι την 09.07.2020 η πληρεξούσια δικηγόρος της εκκαλούσας – ενάγουσας, ………, κατέθεσε την ανωτέρω έφεση στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς. Επιπλέον, από την έκθεση κατάθεσης και ορισμού δικασίμου με αριθμό γενικό …/16.07.2020 και ειδικό …./16.07.2020 της γραμματέως του Εφετείου Πειραιώς που υπάρχει συνημμένη στην ανωτέρω έφεση, προκύπτει ότι με μέριμνα της ως άνω πληρεξούσιας δικηγόρου της εκκαλούσας – ενάγουσας, ορίστηκε νόμιμα δικάσιμος για την εκδίκαση της ένδικης έφεσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η αναφερομένη στην αρχή της παρούσας. Επομένως, τη συζήτηση της κρινόμενης έφεσης επέσπευσε η εκκαλούσα – ενάγουσα, η οποία και επέδωσε ακριβές αντίγραφό της, κάτω από την οποία υπήρχαν αναγεγραμμένες η πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …./09.07.2020 και ειδικό …./09.07.2020 της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η πράξη κατάθεσης έφεσης και ορισμού δικασίμου με αριθμό γενικό …./16.07.2020 και ειδικό …/16.07.2020 της γραμματέως του Εφετείου Πειραιώς και η κλήση προς την εφεσίβλητη – εναγόμενη, ως παραλήπτρια του δικογράφου, να παραστεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά την αναφερομένη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και να συμμετάσχει στη συζήτηση της ένδικης έφεσης (βλ. Την προσκομιζόμενη από την εκκαλούσα υπ’ αριθ. …./29.07.2020 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Πατρών …………..). Όπως δε προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού του Δικαστηρίου, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο προς συζήτηση της έφεσης και κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου, η εφεσίβλητη – εναγόμενη δεν παραστάθηκε, αν και είχε κληθεί, νομοτύπως και εμπροθέσμως, κατά τα προαναφερθέντα. Συνεπώς, πρέπει η εφεσίβλητη – εναγόμενη να δικαστεί ερήμην, πλην όμως η διαδικασία θα προχωρήσει σαν να ήταν και αυτή παρούσα (άρθρο 524 παρ. 4 εδ. α’ του ΚΠολΔ), δεδομένου ότι προσκομίσθηκαν από την παριστάμενη εκκαλούσα – ενάγουσα αντίγραφο του εισαγωγικού δικογράφου, καθώς και τα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης τουΜονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, σύμφωνα με το άρθρο 524 παρ. 4 εδ. β’ του ΚΠολΔ.

Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’ αριθ. 85/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε ερήμην της εφεσίβλητης – εναγόμενης, κατά την τακτική διαδικασία, και με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή της εκκαλούσας – ενάγουσας, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η έφεση ασκήθηκε μετά την 01.01.2016), εφόσον από τα έγγραφα που προσκομίζονται δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται ότι έχει χωρήσει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, η δε κρινόμενη από 01.06.2020 έφεση ασκήθηκε εντός της προθεσμίας των δύο ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης την 11.01.2019, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …./09.07.2020 και ειδικό …../09.07.2020 της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί στη συνέχεια το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 του ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό της έφεσης έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα – ενάγουσα το παράβολο των 100 ευρώ που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ.

Η ενάγουσα, ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «……………» που εδρεύει στον ………. Αττικής, στην από 25.06.2017 και με αριθμό κατάθεσης γενικό ………./2017 και ειδικό ………/2017 αγωγή της, τακτικής διαδικασίας, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εξέθετε ότι έχει ως αντικείμενο την παραγωγή και εμπορία προϊόντων μεταλλικής συσκευασίας και ότι στα πλαίσια αυτής της δραστηριότητάς της, κατά το χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο του έτους 2007 έως τον Απρίλιο του έτους 2008, συμφώνησε προφορικά στην έδρα της, με την εναγόμενη, η οποία διατηρεί επιχείρηση στο ……. Ηλείας,να της πωλήσει τμηματικά, με διαδοχικές συμβάσεις πώλησης, τα προϊόντα της εμπορίας της, ότι από τον Ιανουάριο του έτους 2007 έως τον Απρίλιο του έτους 2008, πώλησε και παρέδωσε στην εναγόμενη διάφορα προϊόντα, τα οποία αυτή παρέλαβε ανεπιφύλακτα και για τα οποία εκδόθηκαν τα υπ’ αριθ. …………. τιμολόγια, ποσού 4.104,60 ευρώ, 7.576,97 ευρώ, 1.429,67 ευρώ, 9.041,64 ευρώ, 916,30 ευρώ και 6.722,31 ευρώ, αντίστοιχα, που ενσωματώθηκαν στην αγωγή, ότι το τίμημα των συμβάσεων πώλησης πιστώθηκε και συμφωνήθηκε να εξοφληθεί εντός προθεσμίας 90 ημερών από την έκδοση εκάστου τιμολογίου, ότι η εναγόμενη προέβη σε μερική εξόφληση του πρώτου ως άνω τιμολογίου με την καταβολή του ποσού των 338,64 ευρώ, ενώ δεν έχει καταβάλει τα υπόλοιπα ως άνω ποσά των πιστωθέντων τιμημάτων, ύψους 29.452,85 ευρώ, ότι η εναγόμενη έχει καταστεί αδικαιολόγητα πλουσιότερη σε βάρος της περιουσίας της, για αιτία που έληξε, ως προς το ανωτέρω ποσό των οφειλόμενων τιμημάτων των διαδοχικών συμβάσεων πώλησης, με αντίστοιχη ισόποση ζημία της και με πλουτισμό που σώζεται, αφού για την αγορά των εν λόγω προϊόντων θα κατέβαλε τα ίδια ή και υψηλότερα τιμήματα. Με βάση αυτό το ιστορικό, και κατόπιν παραδεκτής μετατροπής του καταψηφιστικού αγωγικού αιτήματος σε έντοκο αναγνωριστικό, με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της ενάγουσας που καταχωρήθηκε στις προτάσεις αυτής ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (άρθρα 223, 295 και 297 του ΚΠολΔ), ζήτησε, επικαλούμενη τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγόμενης να της καταβάλει το ποσό των29.452,85 ευρώ,με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από το χρόνο που όφειλε να προβλέψει την αναζήτηση του αδικαιολόγητου πλουτισμού εκ μέρους της ενάγουσας, ήτοι από την παρέλευση της προθεσμίας πίστωσης των 90 ημερών από την έκδοση εκάστου τιμολογίου, άλλως από την επίδοση της αγωγής, και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, και να καταδικαστεί η εναγόμενη στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 85/2019 οριστική απόφασή του, απέρριψε την αγωγή προεχόντως ως απαράδεκτη λόγω της αοριστίας της, αφού έκρινε ότι δεν μνημονεύονται στο δικόγραφο τα πραγματικά περιστατικά που συνεπάγονται την ακυρότητα των ενδίκων συμβάσεων πώλησης και συνιστούν τον λόγο για τον οποίο δεν είναι νόμιμη η αιτία της εντεύθεν ωφέλειας της εναγόμενης, κρίνοντας περαιτέρω ότι εάν ήθελε υποτεθεί ότι η αξίωση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό ασκείται λόγω παραγραφής της αξίωσης από τις συμβάσεις πώλησης, η αγωγή τυγχάνει απορριπτέα ως μη νόμιμη, καθόσον δεν συνιστά αδικαιολόγητο πλουτισμό ο επερχόμενος στον οφειλέτη συνεπεία παραγραφής της εναντίον του αξίωσης. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εκκαλούσα – ενάγουσα με την από 01.06.2020 έφεσή της, για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση με σκοπό να γίνει δεκτή η αγωγή της στο σύνολό της.

Κατά το άρθρο 904 του ΑΚ “Όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης ή πα­ροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή αιτία παράνομη ή ανήθικη”, αχρεώστητη δε είναι η παροχή που επέρχεται χωρίς δόση ανταλλάγματος α­πό το λήπτη, ήτοι αυτή που δεν μπορεί να στηριχθεί σε ισχυρή σύμβαση, δι­καιολογούσα τον πλουτισμό, ούτε σε νόμιμη υποχρέωση. Κατά την άνω διά­ταξη, προϋποθέσεις αξίωσης αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι α) ο πλουτι­σμός του υπόχρεου, β) η επέλευση του πλουτισμού από την περιουσία ή με ζημία του άλλου, γ) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ πλουτισμού και ζημίας και δ) η έλλειψη νόμιμης αιτίας. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι στοιχείο του πραγματικού κάθε απαίτησης αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι, εκτός των άλλων, και η ανυπαρξία ή η ελαττωματικότητα της αιτίας, βάσει της οποίας έγινε η περιουσιακή μετακίνηση και επήλθε ο πλουτισμός του λήπτη. Αν λείπει το στοιχείο αυτό, δηλαδή αν η ως άνω αιτία δεν είναι ανύπαρκτη ή­ ελαττωματική, δεν στοιχειοθετείται απαίτηση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αφού αυτή προϋποθέτει έλλειψη αξίωσης από την αιτία. Επομένως, αυτό που δόθηκε προς εκπλήρωση υποχρέωσης, η οποία έχει αναληφθεί με σύμβαση, δεν δόθηκε χωρίς αιτία και ως εκ τούτου δεν μπορεί να αναζητηθεί κατά τις αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Η σύμβαση αποτελεί νόμιμη αιτία κατά το άρθρο 361 ΑΚ και εφόσον αυτή είναι ισχυρή, κάθε συμβαλλόμενος μπορεί να απαιτήσει τα δικαιώματά του από τη σύμβαση. Αξίωση κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού προς αναζήτηση των παροχών, που τυχόν καταβλήθηκαν, μπορεί να ασκηθεί, εάν η σύμβαση είναι άκυρη ή ανίσχυρη ή εάν ανατραπούν τα δικαιοπρακτικά της αποτελέσματα για οποιαδήποτε λόγο. (ΑΠ 734/2011 ΕΠΙΣΚΕΜΠΔ 2012.61, ΑΠ 680/2011, ΑΠ 305/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1468/2010 ΕΦΑΔ 2011.100, ΕφΛαμ 22/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σε κάθε δε περίπτωση, στοιχεία της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, που πρέ­πει να εκτίθενται στο δικόγραφό της κατά το άρθρο 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ για να είναι ορισμένη, είναι η ύπαρξη περιουσιακής ωφέλειας σε κάποιο πρόσωπο, η αιτία για την οποία αυτή επήλθε και η ανυπαρξία ή το ελάττωμα της αιτίας, που καθιστά τη διατήρηση του πλουτισμού αδικαιολόγητη (ΑΠ 1664/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 791/2012 ΧΡΙΔ 2012. 733, ΜονΕφΛαρ 260/2019 ΝΟΜΟΣ). Από την ίδια διάταξη του άρθρου 904 του ΑΚ προκύπτει ότι η αγωγή του αδικαιολόγητου πλουτισμού, τόσο από ουσιαστική όσο και από δικονομική άποψη, είναι επιβοηθητικής φύσης και μπορεί να ασκηθεί μόνον όταν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, εκτός εάν θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά, διαφορετικά ή πρόσθετα από εκείνα στα οποία στηρίζεται η αγωγή από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία και υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση (επικουρικώς), κατ’ άρθρο 219 του ΚΠολΔ, της απόρριψης της κύριας βάσης της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία. Έτσι, λόγω του επιβοηθητικού χαρακτήρα της ως άνω α­γωγής, αν αυτή στηρίζεται στα ίδια περιστατικά, στα οποία θεμελιώνεται η αγωγή από σύμβαση ή αδικοπραξία, είναι νομικά αβάσιμη, τούτο δε διότι, ε­φόσον υπάρχει σύμβαση ή αδικοπραξία, ο ενάγων δύναται να θεμελιώσει τις αξιώσεις του σε αυτές και δεν μπορεί να προσφύγει στην επικουρική βά­ση του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Όταν, όμως, η εκ του αδικαιολόγητου πλουτισμού αξίωση ασκείται υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, αρκεί για την νο­μική πληρότητα της άνω επικουρικής βάσης να γίνεται απλή επίκληση των προαναφερθεισών τεσσάρων (με στοιχεία α’ έως δ’) προϋποθέσεων για τη θεμελίωση της αντίστοιχης αξίωσης στη διάταξη του άρθρου 904 εδ. α’ του ΑΚ, δηλαδή ότι μεσολάβησε παροχή (καταβολή) εκ μέρους του ενάγοντος για την εκπλήρωση οφειλής (αιτίας) ανύπαρκτης, χωρίς να είναι αναγκαία στη δικονομικώς αυτή ενιαία εκδίκαση της επικουρικής βάσης της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό η επίκληση εκ μέρους του ενάγοντος των προϋποθέσεων ανυπαρξίας των με την κύρια βάση της αγωγής ασκουμένων αξιώσεων από σύμβαση ή αδικοπραξία, αφού αυτές οι προϋποθέσεις θα διαγνωσθούν δικαστικά στην ίδια δίκη και θα είναι δεδομένες κατά την επακολουθούσα εξέταση της επικουρικής βάσης από τον αδικαιολόγητο πλουτισ­μό, πλην όμως είναι αναγκαία στην περίπτωση αυτή η απλή επίκληση της ακυρότητας της σύμβασης ή της ανυπαρξίας των με την κυρία αγωγική βάση ασκούμενων αξιώσεων από αδικοπραξία (ΟλΑΠ 22/2003 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1325/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1480/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1450/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 170/2016 ΝΟ­ΜΟΣ, ΑΠ 2019/2007, ΕΕργΔ 2009. 255). Ενόψει, όμως, των οριζόμενων στις διατάξεις των άρθρων 219 και 106 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τη γενική δικονομική αρχή “juranovitcuria”, απ’ όπου προκύ­πτει ότι αρκεί στην αγωγή η πλήρης έκθεση των θεμελιούντων αυτήν πραγ­ματικών γεγονότων, όχι όμως και της νομικής βάσης του προβαλλομένου αιτήματος, παραδεκτά η αγωγή μπορεί να στηριχθεί αποκλειστικά από την αρχή στις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, εάν, κατά τα εκτιθέ­μενα σε αυτήν, πρόκειται για παροχή αχρεωστήτου και δεν συντρέχουν, ού­τε εκτίθενται στην αγωγή, τα αναγκαία στοιχεία για τη θεμελίωση της συμ­βατικής ευθύνης ή εκείνης από αδικοπραξία, με την έννοια της διάταξης του άρθρου 914 του ΑΚ, διότι ο πλουτισμός του εναγομένου επήλθε χωρίς δόση α­νταλλάγματος και δεν μπορεί, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, να στηριχθεί σε ισχυρή (έγκυρη και μη ελαττωματική) θέληση του ενάγοντος, ούτε σε νόμιμη υποχρέωσή του, είτε με την έννοια της συμβατικής ενοχής είτε της εξ αδικοπραξίας, οπότε, στην περίπτωση αυτή, πρέπει να μνημονεύονται ό­λα τα προαναφερθέντα στοιχεία, που είναι απαραίτητα για το ορισμένο της αγωγής από αδικαιολόγητο πλουτισμό, ήτοι α) η περιουσιακή μετακίνηση α­πό την μία περιουσία στην άλλη, β) η συγκεκριμένη αιτία της εν λόγω μετα­κίνησης και γ) η ανυπαρξία ή το ελάττωμα αυτής, που καθιστά την διατήρη­ση του πλουτισμού αδικαιολόγητη (ΑΠ 449/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 493/2010 ΧρΙΔ 2011. 338, ΑΠ 2212/2009 ΕΠολΔ 2010. 295, ΑΠ 725/2004 ΕΤΡΑΞΧΡΔ 2004. 702, ΜονΕφΠατρ 334/2020 ΝΟΜΟΣ). Άλλωστε, για τη θεμελίωση αξίωσης από τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού απαιτείται η περιουσιακή μετακίνηση προς τον λήπτη της παροχής να γίνεται χωρίς νόμιμη αιτία. Τέτοια, δε, αιτία συνιστά, όχι μόνο, η σύμβαση αλλά και οι διατάξεις του νόμου. Σε περίπτωση, συνεπώς, παραγραφής της αξίωσης, η ωφέλεια, την οποία αποκομίζει ο υπόχρεος είναι δικαιολογημένη και συνιστά νόμιμη αιτία πλουτισμού, αφού ο ίδιος ο νόμος, με διάταξή του (άρθρο 272 παρ. 1 του ΑΚ), δίδει το δικαίωμα στον υπόχρεο να αρνηθεί την εκπλήρωση της παροχής (ΑΠ 976/2012 Αρμ. 2013. 298, ΑΠ 574/2007 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 924/2006 ΝοΒ 2007. 53). Αντίθετο επιχείρημα δεν παρέχεται από το ισχύον επί αδικοπραξίας άρθρο 938 του ΑΚ, αφού με αυτό θεσπίζεται εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον άνω κανόνα (ΑΠ 924/2006 ό.π., ΑΠ 93/1996 ΕλλΔνη 38. 1997, ΕφΔωδ 107/2006 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 111/2014 ΝΟΜΟΣ).Περαιτέρω, η υπαίτια (από δόλο ή αμέλεια) ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται μία σύμβαση και γεννιέται ενδοσυμβατική ευθύνη του οφειλέτη, μπορεί, πέρα από την αξίωση που πηγάζει από τη σύμβαση, να θεμελιώσει ευθύνη και από αδικοπραξία, αν και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη, θα ήταν καθεαυτή παράνομη, ως αντικείμενη στο γενικό καθήκον που επιβάλλει το άρθρο 914 ΑΚ, να μη ζημιώνει κάποιος υπαιτίως άλλον (ΟλΑΠ 967/1973, ΑΠ 895/2019 ΝΟΜΟΣ).Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 522, 524 παρ. 1, 525 και 536 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έχει ως προς την αγωγή την ίδια εξουσία όπως και το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δυνάμενο και χωρίς ειδικό παράπονο να εξετάσει αυτεπαγγέλτως το νόμω βάσιμο, το ορισμένο, ή το παραδεκτό αυτής και να την απορρίψει, αν δεν στηρίζεται στο νόμο ή δεν έχει τα απαραίτητα για τη θεμελίωσή της στοιχεία ή ασκήθηκε απαραδέκτως, με τους περιορισμούς, όμως, που επιβάλλονται από τη λειτουργία του δεδικασμένου (άρθρο 322 του ΚΠολΔ) και από την αρχή της απαγορεύσεως εκδόσεως επιβλαβέστερης αποφάσεως για τον εκκαλούντα. Επομένως, αν η αγωγή απορρίφθηκε από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως απαράδεκτη ή αόριστη και κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο ενάγων, το Δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αν κρίνει ότι η αγωγή είναι νομικά αβάσιμη, δεν μπορεί να αντικαταστήσει τις αιτιολογίες και να απορρίψει την έφεση, διότι κωλύεται από τη διαφορετική έκταση του δεδικασμένου, που προκύπτει από κάθε μία από τις περιπτώσεις αυτές. Ούτε, όμως, να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση και να απορρίψει την αγωγή για το λόγο αυτό μπορεί, διότι στηνπερίπτωση αυτή η απόφαση είναι δυσμενέστερη για τον εκκαλούντα και θα καταστεί χειρότερη η θέση του, αφού το δεδικασμένο από την εφετειακή απόφαση θα είναι δυσμενέστερο γι’ αυτόν, πράγμα το οποίο επιτρέπει ο νόμος μόνο στην εξαιρετική περίπτωση, που η υπόθεση ερευνάται ουσιαστικώς, πράγμα το οποίο συμβαίνει όταν η αγωγή δεν είναι απαράδεκτη ή αόριστη, όπως κρίθηκε πρωτόδικα και απορρίφθηκε, αλλά νόμιμη, πλην όμως ουσιαστικά αβάσιμη. Συνεπώς, σε περίπτωσηπου η αγωγή απορρίφθηκε από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως απαράδεκτη ή αόριστη και κατά της απόφασης παραπονείται ο ενάγων, το Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, αν κρίνει ότι η αγωγή είναι νομικά αβάσιμη, απορρίπτει την έφεση (ΑΠ 1056/2002 ΕλλΔνη 44. 990, ΑΠ 467/2000 ΕλλΔνη 41. 1571, ΕφΠατρ 39/2021 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 187/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 153/2008 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα, η υπό κρίση αγωγή θα έπρεπε να απορριφθεί ως μη νόμιμη, δεδομένου ότι γίνεται επίκληση σ’ αυτήν των ίδιων πραγματικών περιστατικών που στηρίζουν την αξίωση της ενάγουσας από τις ένδικες διαδοχικές συμβάσεις πώλησης, χωρίς να αναφέρεται ότι συντρέχει κάποιος λόγος ακυρότητας των εν λόγω συμβάσεων, εξαιτίας του οποίου η ενάγουσα επέλεξε να διεκδικήσει την αξίωσή της με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, δοθέντος ότι αυτό που δόθηκε προς εκπλήρωση υποχρέωσης, η οποία έχει αναληφθεί με σύμβαση, δεν δόθηκε χωρίς αιτία, και ως εκ τούτου δεν μπορεί να αναζητηθεί κατά τις αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού, αφού η σύμβαση αποτελεί νόμιμη αιτία κατ’ άρθρο 361 του ΑΚ, και εφόσον αυτή είναι ισχυρή, κάθε συμβαλλόμενος μπορεί να απαιτήσει τα δικαιώματά του από τη σύμβαση. Επομένως, σύμφωνα και με όσα διαλαμβάνονται στη νομική σκέψη, εφόσον η κρινόμενη αγωγή στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά, στα οποία θεμελιώνεται η αγωγή από τη σύμβαση, είναι νομικά αβάσιμη, τούτο δε διότι, ε­φόσον υπάρχουν διαδοχικές συμβάσεις πώλησης, η ενάγουσα δύναται να θεμελιώσει την αξίωσή της σε αυτές και δεν μπορεί να προσφύγει στην βά­ση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, η οποία μπορεί να ασκηθεί μόνο εάν οι συμβάσειςαυτές είναι άκυρες ή ανίσχυρες ή εάν ανατραπούν τα δικαιοπρακτικά τους αποτελέσματα για οποιονδήποτε λόγο. Επισημαίνεται επίσης, και όλως συμπληρωματικώς προς τα ανωτέρω, ότι σε κάθε περίπτωση, εάν ήθελε υποτεθεί ότι η αξίωση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό ασκείται λόγω συμπλήρωσης της πενταετούς κατ’ άρθρο 250 του ΑΚ παραγραφής της αξίωσης της ενάγουσας από τα μη εισπραχθέντα τιμήματα των πωληθέντων κατά τα έτη 2007 και 2008 εμπορευμάτων, λόγω της εμπορικής ιδιότητας αυτής και της εμπορικότητας του χρέους, όπως η ίδια υποστηρίζει με τον πρώτο λόγο της έφεσής της, και πάλι η αγωγή θαήταν απορριπτέα ως μη νόμιμη, δεδομένου ότιη παραγραφή της αξίωσης της ενάγουσας αποτελεί νόμιμη αιτία διατήρησης του πλουτισμού της εναγόμενης, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη.Τέλος, αναφορικά με τον ισχυρισμό της ενάγουσας, ο οποίος διαλαμβάνεται στον δεύτερο λόγο της έφεσής της και σύμφωνα με τον οποίο η ένδικη αξίωσή της θεμελιώνεται και στις διατάξεις περί αδικοπραξιών, και ως εκ τούτου συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 938 του ΑΚ, λόγω παραγραφής της αξίωσής της από τις συμβάσεις πώλησης, αφού η υπαίτια μη εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεων της εναγόμενης για καταβολή των οφειλόμενων τιμημάτων συνιστά πράξη παράνομη υπό την έννοια της αντίθεσής της στο γενικότερο πνεύμα δικαίου, στις επιταγές της έννομης τάξης και στη θεμελιώδη δικαιική αρχή της συνεπούς συμπεριφοράς, πρέπει να επισημανθεί ότι ηεκτιθέμενη στην αγωγή συμπεριφορά της εναγόμενης δεν εμπίπτει στη διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ, αφού δεν συντρέχουν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις της αδικοπραξί­ας. Ειδικότερα, η αποδιδόμενη στην εναγόμενη υπαίτια ζημιογόνος πράξη συνιστά παραβίαση των όρων των καταρτισθέντων μεταξύ των διαδίκων διαδοχικών συμβάσεων πώλησης και γεννά ενδοσυμβατική ευθύνη αυτής ως αγοράστριας των εμπορευμάτων, χωρίς να δύναται, πέρα από την αξίωση που πηγάζει από τις συμβάσεις πώλησης, να θεμελιώσει και ευθύνη της εναγόμενης από αδικοπραξία, αφού, χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη, δεν θα ήταν καθεαυτή παράνομη ως αντικείμενη στο γενικό καθήκον που επιβάλλει το άρθρο 914 του ΑΚ να μη ζημιώνει κάποιος υπαιτίως άλλον. Κατά συνέπεια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο απέρριψε την αγωγή ως αόριστη, ενώ έπρεπε να απορρίψει αυτή ως μη νόμιμη, έσφαλε μεν, όπως βάσιμα παραπονείται η εκκαλούσα – ενάγουσα με την έφεσή της, η οποία όμως πρέπει να απορριφθεί διότι, όπως εκτέθηκε στη μείζονα σκέψη, δεν μπορεί να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, καθώς αυτή η απόφαση θα είναι δυσμενέστερη για την εκκαλούσα – ενάγουσα, ούτε αρκεί απλή αντικατάσταση των αιτιολογιών της εκκαλούμενης απόφασης, αφού η απόρριψη της αγωγής για τον λόγο αυτό οδηγεί σε διαφορετικά αποτελέσματα κατά το διατακτικό.

Ενόψει αυτών και δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν, ενώ πρέπει να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο κατ’ άρθρο 495 του ΚΠολΔ το παράβολο για το παραδεκτό της έφεσης που προκατέβαλε η εκκαλούσα – ενάγουσα, λόγω της ήττας της. Δικαστικά έξοδα δεν επιδικάζονται υπέρ της εφεσίβλητης, σε βάρος της εκκαλούσας, ως ηττηθείσας διαδίκου, αφού αυτή δεν παραστάθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και δεν υπέβαλε σχετικό αίτημα. Τέλος, πρέπει να οριστεί το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση που η εφεσίβλητη ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 του ΚΠολΔ), αφού στη δίκη αυτή δεν μπορεί να αποκλεισθεί εκ των προτέρων το έννομο συμφέρον της απούσας διαδίκου, να ασκήσει κατά της απόφασης που εκδόθηκε ερήμην της, ανακοπή ερημοδικίας, τις δε προϋποθέσεις του παραδεκτού αυτής, όπως είναι και η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος για την άσκησή της, θα κρίνει μόνο το Δικαστήριο που θα δικάσει την ανακοπή ερημοδικίας (βλ. ΟλΑΠ 15/2001 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1596/2018 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 58/2021 ΝΟΜΟΣ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει ερήμην της εφεσίβλητης – εναγόμενης την από 01.06.2020 έφεση κατά της υπ’ αριθ. 85/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε ερήμην της εναγόμενης, κατά την τακτική διαδικασία.

Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση.

Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου υπέρ Δημοσίου υπ’ αριθ…………/2020 ηλεκτρονικό παράβολο, ποσού εκατό (100,00) ευρώ που προκατέβαλε η εκκαλούσα – ενάγουσα.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 17.11.2021 χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ