Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 18/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Έφεση. Ερημοδικία εκκαλούσας κατά τη μετ’ αναβολή δικάσιμο. Η εγγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο για τη μετ’ αναβολή δικάσιμο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων, εφόσον ο απολιπόμενος διάδικος είτε είχε επισπεύσει νομίμως τη συζήτηση είτε είχε νομίμως και εμπροθέσμως κλητευθεί για την αρχική δικάσιμο είτε παραστάθηκε νομίμως κατ’ αυτήν και δεν αντέλεξε. Επίσπευση της συζήτησης από την εφεσίβλητη. Νόμιμη η επίδοση του δικογράφου του ενδίκου μέσου με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αρχική δικάσιμο στον πληρεξούσιο δικηγόρο που υπέγραψε το δικόγραφο της έφεσης, ο οποίος τεκμαίρεται αντίκλητος για την υπόθεση για την οποία υπέγραψε το δικόγραφο. Η έφεση απορρίπτεται κατ’ ουσίαν λόγω της ερημοδικίας της εκκαλούσας.

Αριθμός        18  /2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Αποτελούμενο από το Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Δ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

          Στη διάταξη του άρθρου 524 § 3 εδαφ. α ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 «Επείγοντα μέτρα εφαρμογής του Ν. 4334/2015» (ΦΕΚ Α 87/23.7.2015) και εφαρμόζεται στην κρινόμενη έφεση, που ασκήθηκε μετά την 1η.1.2016 (ΜονΕφΕυβ. 142/2018, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ), ορίζεται ότι σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος η έφεση απορρίπτεται. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής προϋπόθεση της απορρίψεώς της είναι ότι ο κατά τη δικάσιμο απολιπόμενος διάδικος είτε είχε επισπεύσει εγκύρως ο ίδιος τη συζήτηση είτε είχε κλητευθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα από τον επισπεύδοντα τη συζήτηση αντίδικό του (εφεσίβλητο) για να παραστεί στη δικάσιμο κατά την οποία ορίσθηκε η συζήτηση της υπόθεσης. Τα γεγονότα αυτά αποδεικνύει ο παριστάμενος εφεσίβλητος με την προσκομιδή, στην πρώτη περίπτωση, επικυρωμένου αντιγράφου της εφέσεως που του έχει επιδοθεί με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση (άρθρα 139 § 3 και 498 §§ 1 και 2 ΚΠολΔ) και, στη δεύτερη, εκθέσεως επιδόσεως αντιγράφου της εφέσεως με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση (άρθρα 139 §§ 1 και 2, 498 ΚΠολΔ, βλ. ΤριμΕφΠειρ. 705/2014, ΕφΚρητ. 183/2009, ΜονΕφΠειρ. 240/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αντίθετα, αν ο απολιπόμενος διάδικος δεν είχε επισπεύσει ο ίδιος τη συζήτηση ή δεν είχε κλητευθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα και δεν είχε εμφανισθεί κατά την ορισθείσα δικάσιμο ή είχε εμφανισθεί αλλά δεν είχε λάβει μέρος κανονικά στη συζήτηση, κηρύσσεται αυτή απαράδεκτη και η υπόθεση επαναφέρεται προς συζήτηση με νέα κλήση (ΑΠ 153/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 94, 96, 97 προς εκείνες των άρθρων 142 και 143 ΚΠολΔ προκύπτει ότι επίδοση προς διάδικο μπορεί εγκύρως να πραγματοποιηθεί και προς το νόμιμα διορισμένο αντίκλητό του, εφόσον ο τελευταίος έχει αυτή την ιδιότητα κατά το χρόνο της επιδόσεως. Ο διορισμός αντικλήτου γίνεται, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 142 §§ 1 και 4 του ιδίου Κώδικα, είτε με δήλωση ενώπιον του γραμματέα του πρωτοδικείου της κατοικίας του διαδίκου είτε με ρήτρα σε σύμβαση (που καλύπτει μόνο τις σχετικές με τη σύμβαση αυτή πράξεις). Επίσης, έχει την ιδιότητα του αντικλήτου και ο νόμιμα διορισμένος πληρεξούσιος δικηγόρος, στον οποίο, όμως, μπορούν να γίνονται μόνον οι επιδόσεις που ανάγονται στη δίκη για την οποία είναι πληρεξούσιος, συμπεριλαμβανομένης και της επίδοσης της οριστικής απόφασης, αφού μετά την έκδοσή της παύει να έχει την ιδιότητα του αντικλήτου, αν δεν επακολουθήσει νέος διορισμός του με τις διατυπώσεις του άρθρου 142 ΚΠολΔ (ΑΠ 841/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1169/2014, ΧρΙΔ 2015/34, ΑΠ 635/2013, ΕφΑΔ 2013/1106, ΑΠ 1905/2011, ΧρΙΔ 2012/351, ΜονΕφΘεσ. 712/2015, Αρμ. 2016/1371). Από τις διατάξεις αυτές σαφώς συνάγεται ότι η επίδοση του δικογράφου της έφεσης μπορεί να γίνει και στον αντίκλητο του εφεσίβλητου, ή, αν αυτός ο τελευταίος επισπεύδει τη συζήτησή της, και στο νόμιμα κατά τα ανωτέρω διορισμένο αντίκλητο του εκκαλούντος. Στην περίπτωση που τη συζήτηση της εφέσεως επισπεύδει ο εφεσίβλητος η επίδοση της σχετικής κλήσης μπορεί να γίνει και προς το δικηγόρο που υπογράφει το ένδικο μέσο, ως πληρεξούσιος του εκκαλούντος (ΑΠ 30/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ. 412/2010, Αρμ. 2013/1508), αφού αυτός θεωρείται κατά νόμιμο αμάχητο τεκμήριο (άρθρο 143 § 3 ΚΠολΔ) ότι είναι αυτοδικαίως αντίκλητος του εκκαλούντος μέχρι τη συζήτηση της εφέσεως στο ακροατήριο (ΑΠ 1404/2017, ΑΠ 52/2013, ΑΠ 320/2012, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΘεσ. 113/2014, Αρμ. 2017/999). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 226 § 4 εδαφ. β και γ ΚΠολΔ, που κατ’ άρθρο 498 § 2 εδαφ. β του ιδίου Κώδικα εφαρμόζεται και στην κατ’ έφεση δίκη (ΤριμΕφΠατρ. 26/2018, ΤριμΕφΠατρ. 62/2017, ΤριμΕφΠειρ. 25/2016, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αν η συζήτηση αναβληθεί, ο γραμματέας είναι υποχρεωμένος αμέσως μετά το τέλος της συνεδρίασης να μεταφέρει την υπόθεση στη σειρά των υποθέσεων που πρέπει να συζητηθούν κατά τη μετ’ αναβολή δικάσιμο που ορίσθηκε. Κλήση του διαδίκου για εμφάνιση στη δικάσιμο αυτή δεν χρειάζεται και η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής η αναβολή της υπόθεσης και η εγγραφή της στο πινάκιο του δικαστηρίου για τη μετ’ αναβολή δικάσιμο, ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων για τη δικάσιμο αυτή και, επομένως, νέα κλήτευση του διαδίκου δεν απαιτείται, υπό την προϋπόθεση ότι ο απολιπόμενος κατά τη μετ’ αναβολή δικάσιμο διάδικος είχε νομίμως κλητευθεί να παραστεί κατά τη δικάσιμο κατά την οποία αναβλήθηκε η υπόθεση ή είχε νομίμως κατά τη δικάσιμο εκείνη παραστεί (ΑΠ 111/2013, ΑΠ 12/2011, ΑΠ 354/2011, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1240/2010, ΔΕΕ 2011/329 = ΕπισκΕΔ 2011/124 = Δνη 2011/1002), καθόσον η νόμιμη παράστασή του και η μη εναντίωσή του ως προς το κύρος της κλητεύσεώς του για την αρχική δικάσιμο καλύπτει τότε την ακυρότητα της κλήτευσής του για τη δικάσιμο εκείνη (ΑΠ 1047/2017, ΑΠ 546/2015, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 136/1999, Δνη 1999/1077, ΑΠ 1409/1997, Δνη 1998/366, ΕφΑθ. 7913/2007, Δνη 2008/869). Τέλος, επί ερημοδικίας του προσηκόντως κλητευθέντος εκκαλούντος, η απόρριψη της εφέσεώς του γίνεται κατ’ ουσία και όχι κατά τους τύπους, διότι, ανεξάρτητα από την υποβολή ή μη σχετικού αιτήματος του εφεσίβλητου, ο εκκαλών με την απουσία του ή τη μη κανονική παράστασή του θεωρείται ότι παραιτείται από την έφεση και αποδέχεται την πρωτόδικη απόφαση. Και τούτο διότι, αν και στην πραγματικότητα οι λόγοι της έφεσης δεν εξετάζονται ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητά τους, θεωρείται – κατά πλάσμα του νόμου – ότι είναι αβάσιμοι και για την αιτία αυτή πάντοτε απορριπτέοι, αφού δεν παρέχεται στο δικαστήριο η δυνατότητα έκδοσης αντίθετης απόφασης περί παραδοχής τους (ΟλΑΠ 16/1990, Δνη 1990/804 = Δ 1990/992 = ΕΕΝ 1990/433 = ΝοΒ 1990/1337, ΑΠ 1040/2013, ΧρΙΔ 2014/128, ΑΠ 1719/2013, ΑΠ 1127/2013, ΑΠ 187/2012, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 361/2011, ΝοΒ 2011/1572, Σ. Σαμουήλ, Η Έφεση, 2009, αριθμ. 1050 – 1052, Β. Βαθρακοκοίλης, Η Έφεση, 2015, § 1767, σελ. 442, Κ. Παναγόπουλος, σε Κ. Οικονόμου, Η έφεση, Συστηματική κατ’ άρθρο ερμηνεία του ΚΠολΔ, 2017, άρθρο 524, αρ. 30, σελ. 29, Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, ΙΙΙ, Ένδικα Μέσα, 2007, § 114, αρ. 23, σελ. 232, βλ. και ΑΠ 476/2017, ΑΠ 1858/2014, ΑΠ 2150/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 280/2012, ΝοΒ 2013/132, κατά τις οποίες ο εκκαλών με την απουσία του ή τη μη προσήκουσα παράστασή του θεωρείται ότι παραιτείται από την έφεση και αποδέχεται την πρωτόδικη απόφαση).

Στην προκείμενη περίπτωση φέρεται προς συζήτηση η από 24.6.2016 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς ……….. και αριθμό έκθεσης προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς ………. έφεση της εναγομένης ομόρρυθμης εταιρίας κατά της υπ’ αριθμ.  564/2016 οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο, αφού εκδίκασε κατά την τακτική διαδικασία και κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την από 23.12.2013 και υπ’ αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ………. αγωγή της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης ναυτικής εταιρίας, δέχθηκε αυτή κατά ένα μέρος ως και ουσιαστικά βάσιμη. Επί της εφέσεως αυτής, ορίστηκε δικάσιμος αρχικά η 2α.2.2017, κατά την οποία η συζήτησή της αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής. Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου στη δικάσιμο αυτή, η εκκαλούσα δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Όπως, όμως, προκύπτει από την προσκομιζόμενη από την εφεσίβλητη υπ’ αριθμ. ……… έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Γ.Π., ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης έφεσης, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 2ας Φεβρουαρίου 2017 επιδόθηκε με επιμέλεια της επισπεύδουσας τη συζήτηση εφεσίβλητης στην …….., κάτοικο ……. Αττικής, επί της οδού ………., που υπογράφει το δικόγραφο της έφεσης ως πληρεξούσια δικηγόρος της εκκαλούσας και η οποία, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, τεκμαίρεται ότι τυγχάνει αντίκλητός της για την υπόθεση αυτή για την οποία υπέγραψε το σχετικό δικόγραφο και έχει, ως εκ τούτου, την κατά το άρθρο 142 του ίδιου Κώδικα εξουσία να παραλαμβάνει τα προς τη διάδικο που την διόρισε απευθυνόμενα και αφορώντα στην υπόθεση δικόγραφα. Επομένως, η εκκαλούσα, που δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά τη μετ’ αναβολή συζήτηση της εφέσεώς της, μολονότι ενόψει της νόμιμης κλητεύσεώς της κατά την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο η σχετική περί της αναβολής της τότε σημείωση στο πινάκιο επείχε θέση κλήτευσής της και για τη μετ’ αναβολή συζήτηση, χωρίς να απαιτείται νέα όμοια, πρέπει να δικασθεί ερήμην, να απορριφθεί η έφεσή της, σύμφωνα με όσα εκτίθενται ανωτέρω, χωρίς να ακολουθήσει περαιτέρω έρευνα και να διαταχθεί κατ’ άρθρο 495 ΚΠολΔ η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο. Τέλος, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας, λόγω της ήττας της, τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματός της (άρθρα 106, 176, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ) και να οριστεί παράβολο, για την περίπτωση άσκησης αιτιολογημένης ανακοπής ερημοδικίας κατά της απόφασης αυτής από την ερημοδικαζόμενη εκκαλούσα (άρθρα 501, 502 § 1 και 505 § 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζοντας  ερήμην της  εκκαλούσας.

Ορίζει το παράβολο, για την περίπτωση άσκησης από μέρους της εκκαλούσας αιτιολογημένης ανακοπής ερημοδικίας κατά της απόφασης αυτής, στο χρηματικό ποσό των διακοσίων ενενήντα ευρώ (290 €).

Απορρίπτει την έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 564/2016 αποφάσεως του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.

Επιβάλλει στην εκκαλούσα τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο χρηματικό ποσό των εξακοσίων ευρώ (600 €).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 11 Ιανουαρίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και του πληρεξουσίου δικηγόρου της εφεσίβλητης.

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ