Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 19/2019

 

Έννοια και νομική φύση της σύμβασης διαχείρισης πλοίου. Αποτελεί καταρχήν περίπτωση άμεσης αντιπροσώπευσης κατά την έννοια του άρθρου 211 ΑΚ. Ο όρος είναι νομικός και υποδηλώνει ενέργεια του διαχειριστή στο όνομα και για λογαριασμό του εκμεταλλευόμενου το πλοίο, πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή. Πότε η αγωγή που στρέφεται κατά του διαχειριστή του πλοίου για την εκπλήρωση συμβατικής υποχρέωσης που αυτός ανέλαβε είναι παθητικώς νομιμοποιημένη, πότε είναι αόριστη και πότε ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι ενήργησε υπό την ως άνω ιδιότητά του συνιστά ένσταση έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης. Είναι παθητικώς ανομιμοποίητη και επομένως απαράδεκτη η αγωγή που στρέφεται κατά προσώπου που φέρεται ότι συμβλήθηκε ως άμεσος αντιπρόσωπος άλλου. Η επίκληση των θεμελιωτικών της παθητικής νομιμοποίησης περιστατικών είναι απαράδεκτη αν γίνει με την προσθήκη στις πρωτοβάθμιες προτάσεις του ενάγοντος ή με την έφεση. Η απόρριψη από το εφετείο ως απαράδεκτης της αγωγής κατά του διαχειριστή που πρωτοδίκως απορρίφθηκε κατ’ ουσίαν, κατά παραδοχή ένστασης έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης, προϋποθέτει εξαφάνιση της εκκαλουμένης και δεν αρκεί η αντικατάσταση των αιτιολογιών της, επειδή διαφοροποιείται η εμβέλεια του παραγόμενου δεδικασμένου και δεν χειροτερεύει η θέση του εκκαλούντος. Εξαφανίζεται η εκκαλουμένη που απέρριψε ως αβάσιμη αγωγή, στο δικόγραφο της οποίας είχε εκτεθεί ότι η εναγόμενη εταιρία συμβλήθηκε «as manager only» και υπό την ιδιότητά της ως διαχειρίστριας πλοίων ανηκόντων στην πλοιοκτησία συγκεκριμένων τρίτων, επειδή, υπό τα εκτεθέντα, οι επίδικες συμβατικές υποχρεώσεις γεννήθηκαν απευθείας στο πρόσωπο των τρίτων αυτών και όχι της εναγομένης, που δεν υπέχει ατομική ευθύνη για την ικανοποίηση των αντιστοίχων περιουσιακών αξιώσεων.

Αριθμός    19/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα  Γ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η ένδικη από 7.12.2017 έφεση (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς ……….. και αριθμός εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς ……..), με την οποία πλήττεται η με αριθμό 4135/12.9.2017 οριστική απόφαση του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία και απέρριψε την από 13.9.2016 αγωγή (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως …………) της ήδη εκκαλούσας, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 §§ 1, 2, 511, 513 § 1 στοιχ. β, 516 § 1, 517 και 518 § 2 ΚΠολΔ, πριν από την επίδοση της εκκαλουμένης και εντός των νομίμων χρονικών ορίων από τη δημοσίευσή της. Επομένως, εφόσον παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011) και κατατέθηκε το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 ΚΠολΔ παράβολο (βλ. το με αριθμό ………. ηλεκτρονικό παράβολο της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών και την από 7.12.2017 έγγραφη εξοφλητική απόδειξη της Τράπεζας Πειραιώς), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια όπως και πρωτοδίκως διαδικασία.

ΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 68 και 73 ΚΠολΔ συνάγεται ότι η νομιμοποίηση του διαδίκου, δηλαδή η εξουσία διεξαγωγής του δικαστικού αγώνα για συγκεκριμένη έννομη σχέση, αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης (ΑΠ 75/2018, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ) και ερευνάται και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της (ΑΠ 1617/2011, ΝοΒ 2012/890). Η νομιμοποίηση συμπίπτει καταρχήν με την ιδιότητα του υποκειμένου του επίδικου δικαιώματος ή της υπό κρίση έννομης σχέσης, όπως αυτή ως προς το αντικείμενο και τους φορείς της καθορίζεται από τον κανόνα του ουσιαστικού δικαίου που καλείται σε εφαρμογή (ΟλΑΠ 18/2005, Δνη 2005/706 = Δ 2005/703). Για το λόγο αυτό τα γεγονότα στα οποία θεμελιώνεται η (κατά κανόνα ή συνήθης) νομιμοποίηση ταυτίζονται με τα περιστατικά που είναι αναγκαία για τη θεμελίωση και της ιστορικής βάσης της αγωγής (Κ. Μακρίδου, Η αόριστη αγωγή και οι δυνατότητες θεραπείας της, 2006, σελ. 68). Επομένως, νομιμοποιείται καταρχήν ως ενάγων ή εναγόμενος εκείνος που εμφανίζεται κατά το ουσιαστικό δίκαιο ως δικαιούχος ή υπόχρεος αντίστοιχα (ΑΠ 82/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στο στάδιο της έρευνας του παραδεκτού της αγωγής η κατά κανόνα νομιμοποίηση έχει χαρακτήρα τυπικό (Λ. Κιτσαράς, Η πλαγιαστική άσκηση των δικαιωμάτων, 2007, σελ. 22) ή υποθετικό (Κ. Καλαβρός, Πολιτική Δικονομία, Γενικό Μέρος, 2016, § 38, σελ. 912, σημ. 1087), υπό την έννοια ότι ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της καταγόμενης προς κρίση έννομης σχέσης αρκεί για τη νομιμοποίηση αμφοτέρων (ΑΠ 380/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), χωρίς να ασκεί καταρχήν επιρροή η αλήθεια ή η αναλήθεια αυτού, έστω δηλαδή και αν το επίδικο ουσιαστικό δικαίωμα δεν υφίσταται στην πραγματικότητα ή είναι ξένο ως προς τους διαδίκους. Η επίκληση περιστατικών θεμελιωτικών της νομιμοποιήσεως καθιστά δυνατή την έκδοση αποφάσεως επί της ουσίας της διαφοράς (Α. Πλεύρη, Μη δικαιούχοι και μη υπόχρεοι διάδικοι στην πολιτική δίκη, 2014, σελ. 24), ενώ η έλλειψη συνδρομής της παραπάνω διαδικαστικής προϋποθέσεως συνεπάγεται την απόρριψη της αγωγής (ΑΠ 1736/2017, ΤριμΕφΠειρ. 224/2013, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ. 112/2006, ΕπισκΕΔ 2006/520 = ΑχΝομ 2007/443, ΕφΠειρ. 455/2005, ΠειρΝ 2005/361, ΕφΑθ. 5685/1999, Δνη 2000/528, ΜονΕφΘεσ. 1221/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), χωρίς περαιτέρω έρευνα από το δικαστήριο. Η απόρριψη γίνεται τότε για λόγους τυπικούς και αποτελεί την κύρωση του απαραδέκτου που προκαλείται όταν, υπό τα επικαλούμενα, κάποιος από τους διαδίκους (ή και αμφότεροι) δεν έχει εξουσία διεξαγωγής της δίκης, επειδή δε μετέχει στην επίδικη έννομη σχέση, δεν είναι δηλαδή φορέας του καταγόμενου στη δίκη δικαιώματος ή της αντίστοιχης υποχρέωσης. Εξάλλου, αν τα πραγματικά περιστατικά που εκθέτει ο ενάγων ως θεμελιωτικά του δικαιώματος, που ισχυρίζεται ότι έχει, δεν ανταποκρίνονται στις προϋποθέσεις του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, η αγωγή απορρίπτεται ως νομικά αβάσιμη (ΑΠ 1595/2014, ΕΕμπΔ 2015/101 = ΔΕΕ 2015/166 = ΕπισκΕΔ 2014/358, Μ. Σταθόπουλος – Κ. Μπέης, Συρροή έλλειψης νομιμοποίησης και νομικώς αβασίμου της αγωγής, γνμδ σε Δ 1994/278 επομ.), ενώ αν τα πραγματικά περιστατικά, των οποίων έγινε επίκληση προς θεμελίωση της νομιμοποιήσεως επάγονται μεν ως έννομη συνέπεια την κτήση του επίδικου δικαιώματος και τη γέννηση της αντίστοιχης υποχρέωσης αλλά παραμείνουν αναπόδεικτα κατά το στάδιο της έρευνας της ουσιαστικής βασιμότητας της αγωγής, αυτή απορρίπτεται κατ’ ουσία (ΑΠ 199/2017, ΑΠ 455/2017, ΑΠ 1157/2015, ΑΠ 60/2010, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ι. Δεληκωστόπουλος, Οι δικονομικοί λόγοι αναίρεσης, 2009, § 12, αρ. 30, σελ. 397) λόγω ανυπαρξίας του δικαιώματος (ΑΠ 40/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Λ. Σινανιώτης, Η νομιμοποίησις των διαδίκων εν τη πολιτική δίκη, 1965, σελ. 66 επομ.). Προϋποτίθεται, βέβαια, ότι τα στοιχεία της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποιήσεως έχουν εκτεθεί στο αγωγικό δικόγραφο με πληρότητα, ώστε να προκύπτει ο σύνδεσμος του ενάγοντος και του εναγομένου προς την επίδικη έννομη σχέση, διότι στην αντίθετη περίπτωση, αν οι ελλείψεις δεν συμπληρωθούν παραδεκτώς κατ’ άρθρα 224 και 227 ΚΠολΔ, η αγωγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας (ΑΠ 1278/2017, ΑΠ 77/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 632/2014, ΔΕΕ 2014/1066 = Ε7 2015/132 = ΕΕμπΔ 2015/350, ΑΠ 117/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 879/2004, Δ 2005/465 = Δνη 2006/1371, 1380, 1445). Η αμφισβήτηση της νομιμοποίησης από τον εναγόμενο συνιστά άρνηση της ιστορικής βάσης της αγωγής (ΑΠ 75/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1272/1999, Δνη 2001/430, ΕφΘεσ. 1151/2006, ΕπισκΕΔ 2006/818, ΕφΘεσ. 1857/2003, Αρμ. 2005/372), το βάρος αποδείξεως της οποίας φέρει ο ενάγων (ΑΠ 1718/2012, Ε7 2013/1019, ΕφΘεσ. 424/2010, ΕΠολΔ 2011/109), όταν, βέβαια, το προβαλλόμενο ελάττωμα της νομιμοποίησης σχετίζεται με τη διάγνωση του επιδίκου ουσιαστικού δικαιώματος, γιατί σε κάθε άλλη περίπτωση (όπως λ.χ. συμβαίνει όταν ο εναγόμενος, χωρίς να αρνείται τη γένεσή του, υποστηρίζει ότι ο ίδιος δεν είναι ο φορέας της εξ αυτού υποχρέωσης) ο σχετικός ισχυρισμός του συγκροτεί το περιεχόμενο ένστασης περί ελλείψεως παθητικής νομιμοποίησης (Στ. Κουταλιανός, σε Π. Κολοτούρου, Ενστάσεις κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, 2011, [8], αρ. 4, σελ. 259). Σύμφωνα, όμως, με όσα προαναφέρθηκαν περιθώριο αμφισβητήσεως των περιστατικών στα οποία θεμελιώνεται η ενεργητική νομιμοποίηση καταλείπεται, επομένως και στάδιο έρευνας της ουσιαστικής βασιμότητάς τους ανακύπτει, μόνον όταν ο ισχυρισμός του ενάγοντος, αληθής υποτιθέμενος, προσδίδει πάντως στον εναγόμενο την ιδιότητα του υπόχρεου διαδίκου. Έτσι, είναι παθητικώς ανομιμοποίητη και άρα απαράδεκτη η αγωγή για την εκπλήρωση συμβατικού χρέους, όταν στρέφεται κατά προσώπου που φέρεται ότι συμβλήθηκε ως άμεσος αντιπρόσωπος άλλου (Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, Ι, 2003, § 23, αρ. 3, σελ. 312), αφού τότε ήδη με τους αγωγικούς ισχυρισμούς εμφανίζεται ο διάδικος ότι δεν είναι υποκείμενο της έννομης σχέσης (Φ. Δωρής, σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου Αστικός Κώδικας, 2η έκδοση [2016], τόμος Ι β, Γενικές Αρχές, άρθρο 211, αρ. 118, σελ. 1038). Πράγματι, από τη διάταξη του άρθρου 211 ΑΚ, που εφαρμόζεται και στις εμπορικές σχέσεις ελλείψει ειδικότερων διατάξεων (ΕφΠειρ. 468/2011, ΕΝαυτΔ 2012/39 = ΕΕμπΔ 2012/681 = Αρμ. 2012/1288 = Ε7 2013/111) και ορίζει ότι «Δήλωση βούλησης από κάποιον (αντιπρόσωπο) στο όνομα άλλου (αντιπροσωπευομένου) μέσα στα όρια της εξουσίας αντιπροσώπευσης ενεργεί αμέσως υπέρ και κατά του αντιπροσωπευομένου. Το αποτέλεσμα αυτό επέρχεται, είτε η δήλωση γίνει ρητά στο όνομα του αντιπροσωπευομένου, είτε συνάγεται από τις περιστάσεις ότι έγινε στο όνομά του. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται αναλόγως και όταν η δήλωση βουλήσεως απευθύνεται προς τον αντιπρόσωπο», προκύπτει ότι τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις από τη δικαιοπρακτική δράση του αντιπροσώπου παράγονται απευθείας στο πρόσωπο του αντιπροσωπευόμενου (ΑΠ 271/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), που καθίσταται υποκείμενο της έννομης σχέσης που δημιουργείται από την ενέργεια του αμέσου αντιπροσώπου του, δεσμευόμενος αυτός και μόνον από τις επιχειρούμενες στο όνομα και για λογαριασμό του πράξεις του τελευταίου (ΑΠ 1128/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σύμφωνα με την αρχή του εμφανούς συναλλασσομένου, που κατά τον ΑΚ (άρθρα 211 § 1 εδαφ. β και 212) διέπει την άμεση αντιπροσωπεία (ΜονΕφΠειρ. 466/2016, ΔΕΕ 2016/1539, Μ. Καράσης, Εγχειρίδιο Γενικών Αρχών του Αστικού Δικαίου, Δίκαιο της Δικαιοπραξίας, 1996, σελ. 160) και τη διακρίνει από την έμμεση (Απ. Γεωργιάδης, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, 2012, § 46, αρ. 18, σελ. 660), για να ενεργήσει η δήλωση βουλήσεως αμέσως υπέρ ή κατά του αντιπροσωπευόμενου πρέπει να γίνεται άμεσα αντιληπτό ότι αυτόν αφορά η ενέργεια της δικαιοπραξίας (ΑΠ 258/2009, Δνη 2010/972). Πρέπει δηλαδή ο συμβαλλόμενος ως αντιπρόσωπος άλλου να καταστήσει γνωστό και φανερό στον τρίτο αντισυμβαλλόμενό του ότι η συμβατική δέσμευση θα παραχθεί όχι για τον εαυτό του αλλά για τον αντιπροσωπευόμενο, χωρίς να απαιτείται ρητή περί αυτού μνεία, καθώς αρκεί να συνάγεται τούτο ερμηνευτικά από τη δήλωση του αντιπροσώπου προς τον τρίτο με αναγωγή και στις συντρέχουσες περιστάσεις (ΑΠ 676/2007, ΧρΙΔ 2007/889, ΑΠ 929/2004, Δνη 2005/1661 = ΧρΙΔ 2004/978). Δεν απαιτείται μάλιστα ούτε ο υπό του αντιπροσώπου ακριβής προσδιορισμός του προσώπου του αντιπροσωπευόμενου αλλά είναι δυνατός ο καθορισμός τούτου με μεταγενέστερη δήλωση, η δε άγνοια του αντισυμβαλλομένου σχετικά με το πρόσωπο του αντιπροσωπευόμενου δεν ασκεί καμία επίδραση, αφού αυτός δεν είναι αναγκαίο να είναι γνωστός κατά τον χρόνο που καταρτίζεται η δικαιοπραξία ούτε και στον ίδιο τον αντιπρόσωπο (ΑΠ 258/2009, ο.π., Φ. Δωρής, ο.π., αρ. 77, σελ. 1023, Γ. Μπαλής, Γενικαί Αρχαί του Αστικού Δικαίου [κατά τον Κώδικα], 1950, § 109, αρ. 3, σελ. 288). Στην πράξη, ο κατ’ επάγγελμα συμβαλλόμενος στο όνομα και για λογαριασμό άλλων, όπως είναι ο εκτελωνιστής (ΕφΘεσ. 3532/1988, Αρμ. 1989/769) ή ο ναυτικός πράκτορας (ΕφΠειρ. 1/2010, ΕΝαυτΔ 2010/339, ΜονΕφΠειρ. 54/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), θέτει κατά κανόνα σχετική διευκρινιστική σημείωση στη θέση της υπογραφής του, ανεξαρτήτως αν υπογράφει με το δικό του όνομα ή το όνομα του αντιπροσωπευόμενου (Π. Λαδάς, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, ΙΙ, 2009, § 50 IV, αρ. 54, σελ. 742). Στο πεδίο των ναυτικών εμπορικών συναλλαγών, ειδικότερα, περίπτωση άμεσης αντιπροσωπείας συνιστά η σύμβαση που συνάπτει με τρίτον ο διαχειριστής του πλοίου (συνηθέστατα κεφαλαιουχική εταιρία), ο οποίος έχει αναλάβει με συμφωνία με τον πλοιοκτήτη ή τον εφοπλιστή την επ’ αμοιβή διοίκηση της επιχείρησης του πλοίου, δηλαδή την παροχή υπηρεσιών σχετικών με τη διαχείριση της εκμετάλλευσής του από άποψη τεχνική (δηλαδή ως προς τη μέριμνα για τη συντήρηση, τον εξοπλισμό και την επάνδρωση του πλοίου) ή/και εμπορική (δηλαδή ως προς την επιμέλεια της εκναύλωσης, της είσπραξης των ναύλων, της πληρωμής των εξόδων, της συναγωγής των οικονομικών αποτελεσμάτων και της εν γένει διεκπεραίωσης όλων των υποθέσεων που σχετίζονται με το πλοίο). Ο διαχειριστής δεν μετέχει στον επιχειρηματικό κίνδυνο της πλοιοκτησίας ή του εφοπλισμού ούτε αποβλέπει σε άμεσο οικονομικό όφελος από την εκμετάλλευση του πλοίου (Π. Αβραμέας, Όρια της ελευθερίας των μερών στις συμβάσεις διαχείρισης πλοίων, σε Εκμετάλλευση του πλοίου και συμβατική ελευθερία – Πρακτικά και Εισηγήσεις 2ου Διεθνούς Συνεδρίου Ναυτικού Δικαίου 1995, έκδοση ΔΣΠ, 1995, σελ. 299 επομ. [302]), αφού η έννομη σχέση που τον συνδέει με τον πλοιοκτήτη ή τον εφοπλιστή αποτελεί μίσθωση ανεξαρτήτων υπηρεσιών, στην οποία εφαρμόζονται συμπληρωματικά και οι περί εντολής διατάξεις των άρθρων 713 επομ. ΑΚ (ΤριμΕφΠειρ. 497/2013, ΔΕΕ 2013/824 = ΕΝαυτΔ 2013/110 = ΕΕμπΔ 2013/950, ΜονΕφΠειρ. 195/2015, ΔΕΕ 2015/718, ενώ για τη νομική φύση της σύμβασης διαχείρισης γενικότερα βλ. Λ. Αθανασίου, Η σύμβαση διαχείρισης εταιρίας, σε Δνη 2004/973 επομ. [979], Στ. Γεωργιάδη, Η σύμβαση διοίκησης και διαχείρισης επιχείρησης [management agreement], σε ΧρΙΔ 2003/603 επομ. [606]). Για το λόγο αυτό ο διαχειριστής του πλοίου που συναλλάσσεται με τρίτους για υποθέσεις του πλοίου ενεργεί καταρχήν στο όνομα και για λογαριασμό του εκμεταλλευόμενου αυτό πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή, του οποίου είναι άμεσος αντιπρόσωπος, με συνέπεια τα έννομα αποτελέσματα κάθε δικαιοπραξίας που επιχειρεί στα πλαίσια της συμβατικής προς αυτόν υποχρεώσεώς του και εντός των ορίων της εξουσίας που του παραχωρήθηκε με τη σύμβαση διαχείρισης να επέρχονται ευθέως και αμέσως στο πρόσωπο του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή (ΜονΕφΠειρ. 360/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 63/2013, ΕΝαυτΔ 2013/114 = Δνη 2014/181, Α. Κιάντου – Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος Ι, 2003, § 28 IV 1 Β, σελ. 137 – 138, § 82 ΙΙ, σελ. 365 – 367, Αχ. Μπεχλιβάνης, παρατηρήσεις υπό της ΕφΠειρ. 468/2011, ο.π. [1292], Α. Αντάπασης, Εκμετάλλευση του πλοίου από τρίτο και προστασία των ναυτικών δανειστών, σε Η προστασία των ναυτικών δανειστών – Πρακτικά και Εισηγήσεις 1ου Διεθνούς Συνεδρίου Ναυτικού Δικαίου 1992, έκδοση ΔΣΠ, 1994, σελ. 437 επομ. [448]). Ενεχόμενος, επομένως, για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που γεννώνται από τη συναλλακτική δραστηριότητα του διαχειριστή του πλοίου δεν είναι ο ίδιος αλλά ο εκμεταλλευόμενος το πλοίο (ΤριμΕφΠειρ. 262/2012, ΕΝαυτΔ 2012/269 = ΕΕμπΔ 2013/411, ΜονΕφΠειρ. 110/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Και μόνον όταν είτε δεν δηλώνει ρητώς ότι ενεργεί για τον πλοιοκτήτη ή τον εφοπλιστή ούτε συνάγεται από τις περιστάσεις ότι επιχειρεί τη σχετική δικαιοπραξία για λογαριασμό τους είτε η δικαιοπραξία υπερβαίνει τα όρια της εξουσίας του υπέχει ατομική ευθύνη προς εκπλήρωση ο διαχειριστής, σύμφωνα με την αρχή του εμφανούς (ΑΠ 1988/2014, ΕΕμπΔ 2016/139, ΑΠ 689/2013, ΕΝαυτΔ 2013/183 = ΧρΙΔ 2013/688 = Ε7 2014/424 = ΕΕμπΔ 2013/946 = ΔΕΕ 2014/65, ΤριμΕφΠειρ. 762/2013, ΕΝαυτΔ 2013/190 = ΕΕμπΔ 2014/173,  ΜονΕφΠειρ. 660/2015, ΜονΕφΠειρ. 362/2013, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σε κάθε άλλη περίπτωση, οι δανειστές από τη δράση του διαχειριστή μπορούν να στραφούν κατά του εκμεταλλευόμενου το πλοίο, πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή και να αξιώσουν από αυτόν την εκτέλεση της σχετικής συμβάσεως ή την καταβολή αποζημιώσεως για τη μη εκπλήρωσή της, δε δικαιούνται, όμως, να ζητήσουν ικανοποίηση της απαιτήσεώς τους από το διαχειριστή (Α. Αντάπασης, ο.π., σελ. 449), του οποίου, άλλωστε, παράλληλη και αλληλέγγυα ευθύνη ιδρύεται νομοθετικά μόνον κατ’ εξαίρεση, όταν η εξομοίωσή του προς τον εκμεταλλευόμενο το πλοίο επιβάλλεται από λόγους προστασίας του οικείου εννόμου αγαθού (όπως συμβαίνει με το άρθρο 12 § 1 εδαφ. β του Ν. 743/1977 ««Περί προστασίας του θαλασσίου περιβάλλοντος και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων» [ΦΕΚ Α 319/17.10.1977], όπως ισχύει) ή πρόνοιας είτε υπέρ συγκεκριμένου ιδιώτη αντισυμβαλλομένου (όπως συμβαίνει με το άρθρο 1 § 1 του Ν. 762/1978 «Περί αστικής ευθύνης του ως αντιπροσώπου του εργοδότου συνάπτοντος εν Ελλάδι σύμβασιν εργασίας μετά ναυτικού» [ΦΕΚ Α 45/30.3.1978]) είτε της δημόσιας περιουσίας (όπως συμβαίνει με το άρθρο 4 § 2 του Ν. 27/1975 «Περί φορολογίας πλοίων» [ΦΕΚ Α 77/22.4.1975 και άλλες παρεμφερείς εξαιρετικές διατάξεις, περί των οποίων βλ. Α. Αντάπαση, ο.π., σελ. 452). Εξ όλων όσα προαναφέρθηκαν παρέπεται ότι η έννοια του όρου της διαχειρίσεως πλοίου είναι νομική και υποδηλώνει ενέργεια του διαχειριστή υπό την ιδιότητα του αμέσου αντιπροσώπου του εκμεταλλευόμενου το πλοίο. Επομένως, αν αγωγή τρίτου με αίτημα την εκπλήρωση συμβατικού χρέους στραφεί εναντίον του συμβληθέντος με τον ενάγοντα, χωρίς μνεία της ιδιότητας του εναγομένου ως διαχειριστή του πλοίου, ο τελευταίος δύναται, αμυνόμενος κατά του αγωγικού ισχυρισμού ότι ανέλαβε ατομικά τη συμβατική υποχρέωση, να προβάλει ως ένσταση καταλυτική της αγωγής τον ισχυρισμό ότι δεν κατέστη ο ίδιος υποκείμενο της επίδικης έννομης σχέσης, επειδή η παραγωγική της επίδικης απαιτήσεως δικαιοπραξία συνήφθη μεν από αυτόν, ενεργούντα όμως στο όνομα και για λογαριασμό του εκμεταλλευόμενου το πλοίο και, αν τον αποδείξει, να επιτύχει την απόρριψη της αγωγής ως αβάσιμης (ΑΠ 57/2002, ΧρΙΔ 2002/114). Σε περίπτωση, όμως, κατά την οποία με την αγωγή γίνεται ρητή επίκληση της ιδιότητας του εναγομένου ως διαχειριστή του πλοίου και επομένως της συμμετοχής του στη σύμβαση καταρχήν στο όνομα και για λογαριασμό άλλου, ο ενάγων υπέχει καταρχάς το βάρος επικλήσεως των περιστατικών που δικαιολογούν την άσκησή της προσωπικά εναντίον του (άρθρο 216 § 1 περ. α ΚΠολΔ) και ταυτόχρονα θεμελιώνουν τη νομιμοποίηση του εναγομένου (Φ. Δωρής, Ζητήματα νομιμοποίησης των διαδίκων, ιστορικής βάσης της αγωγής και κατανομής του «βάρους απόδειξης» επί διαφορών από συμβάσεις συναπτόμενες δια πληρεξουσίου, σε Τιμητικό Τόμο για τον Καθηγητή Νικόλαο Κλαμαρή, 2016, σελ. 159 επομ. [160]) και μόνον αν ανταποκριθεί σ’ αυτό ενεργοποιείται το βάρος αποδείξεως της ιστορικής βάσης της αγωγής του, εφόσον, βεβαίως, αμφισβητηθεί από τον εναγόμενο. Οφείλει δηλαδή ο στρεφόμενος με αγωγή κατά του διαχειριστή του πλοίου να επικαλεστεί το λόγο για τον οποίο ο εναγόμενος κατέστη κατ’ εξαίρεση ο από τη σύμβαση ατομικά υπόχρεος, να διευκρινίσει δηλαδή ότι ο τελευταίος, αν και διαχειριστής του πλοίου είτε συμβλήθηκε χωρίς κατά την κατάρτιση της σύμβασης να δηλώσει ρητώς ότι ενεργεί για τον πλοιοκτήτη ή τον εφοπλιστή ούτε τούτο προέκυπτε από τις περιστάσεις είτε ότι συμβαλλόμενος υπερέβη τα όρια της αντιπροσωπευτικής του εξουσίας. Αν τέτοια αναφορά ελλείπει και το δικόγραφό της δεν συμπληρωθεί με τη μνεία των όρων παραγωγής ατομικής ευθύνης του διαχειριστή μέχρι τη συζήτηση της αγωγής, δημιουργείται ασάφεια ως προς το πρόσωπο του υπόχρεου από τη σύμβαση και, επομένως, περί το υποκείμενο της επίδικης έννομης σχέσης και η αγωγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη λόγω της αοριστίας της. Αν πάλι ο ενάγων προσδώσει στον εναγόμενο, που συμβλήθηκε μαζί του, την ιδιότητα του διαχειριστή του πλοίου και συγχρόνως από το περιεχόμενο της αγωγής καθίσταται σαφές είτε ότι ο τελευταίος δήλωσε ρητώς ότι ενεργούσε επ’ ονόματι και για λογαριασμό τρίτου, όπως συμβαίνει όταν από τους αγωγικούς ισχυρισμούς προκύπτει η ταυτότητα του τρίτου αυτού είτε ότι η αντιπροσώπευση του τρίτου από τον εναγόμενο συναγόταν από τις διαγνωστές εκ μέρους του ενάγοντος περιστάσεις, όπως συμβαίνει όταν εκτίθεται η χρήση από τον εναγόμενο του εφαρμοζόμενου στη διεθνή ναυτιλιακή πρακτική και προσδιοριστικού της ιδιότητας του διαχειριστή όρου «as agent only» ή, όπερ το αυτό, «as manager only», που αναφέρεται στην έννοια του αντιπροσώπου κατά το αγγλικό δίκαιο (ΕφΠειρ. 832/2008, ΕΝαυτΔ 2009/13), η αγωγή θα απορριφθεί αυτεπαγγέλτως ως παθητικά ανομιμοποίητη, επειδή υπό τα εκτιθέμενα στο δικόγραφό της ο εναγόμενος δεν υπέχει ατομική ευθύνη προς εκπλήρωση της υποχρέωσης από την επίδικη σύμβαση. Επίκληση δε των θεμελιωτικών της ευθύνης αυτής περιστατικών το πρώτον με την προσθήκη στις πρωτοβάθμιες προτάσεις του ενάγοντος συνιστά ανεπίτρεπτη μεταβολή της βάσης της αγωγής και προσκρούει στο απαράδεκτο του άρθρου 224 εδαφ. β ΚΠολΔ (ΑΠ 1278/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, ΙΙ, 2005, § 64, αρ. 12, σελ. 238). Κατ’ αμφότερες τις τελευταίες περιπτώσεις (της αοριστίας και της έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης), η απόρριψη της αγωγής λαμβάνει χώρα λόγω απαραδέκτου, χωρίς περαιτέρω έρευνα της υποθέσεως από το δικαστήριο. Αν παρά ταύτα, η αγωγή κριθεί παραδεκτή, ορισμένη και νόμιμη και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αφού ερευνήσει την υπόθεση κατ’ ουσίαν, απορρίψει την αγωγή ως αβάσιμη κατά παραδοχή ισχυρισμού του εναγομένου ότι συμβλήθηκε ως άμεσος αντιπρόσωπος άλλου, που εκτιμήθηκε ως ένσταση έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης, ο ηττώμενος ενάγων έχει, βέβαια, έννομο συμφέρον στην προσβολή της πρωτόδικης κρίσης ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, δεν δικαιούται, όμως, με την έφεσή του να διορθώσει τους αγωγικούς ισχυρισμούς του για να θεμελιώσει εκ των υστέρων την απαρχής ελλείπουσα παθητική νομιμοποίηση του εναγομένου, δεδομένου ότι με τη διάταξη του άρθρου 526 εδαφ. α ΚΠολΔ ο νομοθέτης επαναλαμβάνει στη δευτεροβάθμια δίκη την απαγόρευση μεταβολής της βάσης της αγωγής (ΑΠ 1867/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Αθ. Πανταζόπουλος, σε Κ. Οικονόμου, Η Έφεση – Συστηματική κατ’ άρθρο ερμηνεία του ΚΠολΔ, 2017, άρθρο 526, αρ. 3, σελ. 244). Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 522, 524, 535 § 1 και 536 ΚΠολΔ, στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης το εφετείο έχει, εντός των ορίων που καθορίζονται με το εφετήριο και το δικόγραφο των τυχόν πρόσθετων λόγων, την ίδια, όπως και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, εξουσία ως προς την αγωγή σε σχέση με τη νομική βασιμότητα, το ορισμένο και το παραδεκτό αυτής, δηλαδή επί των ζητημάτων ως προς τα οποία και πρωτοδίκως υπήρχε δυνατότητα αυτεπάγγελτης έρευνας. Για το λόγο αυτό μπορεί, κατά τον έλεγχο των κεφαλαίων της εκκαλουμένης τα οποία μεταβιβάστηκαν ενώπιόν του, αν και ο εκκαλών παραπονείται για την κατ’ ουσίαν απόρριψη της αγωγής του, να κρίνει ότι η αγωγή ήταν αόριστη ή γι’ άλλο λόγο απαράδεκτη ή νομικά αβάσιμη και να την απορρίψει για τον προσήκοντα λόγο, κατ’ αυτεπάγγελτη μάλιστα έρευνα, χωρίς δηλαδή την υποβολή ειδικού παραπόνου (ΑΠ 769/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 224/2016, Ε7 2016/1277, ΑΠ 356/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αφού δεν εκδίδεται έτσι απόφαση επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα (ΑΠ 258/2015, ΤριμΕφΠειρ. 478/2015, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Της απορρίψεως της αγωγής προηγείται τότε η εξαφάνιση της εκκαλουμένης και δεν αρκεί η αντικατάσταση των αιτιολογιών της κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ, διότι αυτή οδηγεί πάντοτε σε διαφορετικό, κατά το αποτέλεσμα, διατακτικό, είναι δε κατά κανόνα η απόφαση αυτή επωφελέστερη για τον εκκαλούντα από την εκκληθείσα (ΑΠ 92/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1493/2007, ΝοΒ 2008/356, ΤριμΕφΘεσ. 696/2014, ΕπισκΕΔ 2014/164). Το ίδιο ισχύει και στην ειδικότερη περίπτωση κατά την οποία η ουσιαστικώς απορριφθείσα πρωτοδίκως αγωγή απορρίπτεται και από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο για τον [τυπικό] λόγο της έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης, ύστερα από αυτεπάγγελτη έρευνα και ανεξάρτητα από τη βασιμότητα κάποιου από τους λόγους της έφεσης (ΤριμΕφΠειρ. 467/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΘεσ. 570/2017, Δνη 2017/846) και τούτο διότι η θέση του εκκαλούντος δεν χειροτερεύει, ενώ παράλληλα μεταβάλλονται επί το ευμενέστερο γι’ αυτόν τα αντικειμενικά όρια του δεδικασμένου, καθώς επί της δικονομικής απορρίψεως το δεδικασμένο καταλαμβάνει μόνο το δικονομικό ζήτημα (άρθρο 322 § 1 εδαφ. β ΚΠολΔ) που κρίθηκε οριστικά, χωρίς να εκτείνεται στο ουσιαστικό ζήτημα της ύπαρξης ή μη του επιδίκου δικαιώματος (άρθρο 324 ΚΠολΔ), επιτρέποντας έτσι την επάνοδο του ενάγοντος με νέα αγωγή απαλλαγμένη από τις ελλείψεις που οδήγησαν στην περί του απαραδέκτου της προηγούμενη κρίση (Δ. Κονδύλης, Το δεδικασμένο κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, 2007, § 17, αρ. 3, σελ. 323, Στ. Δραγατσίκη, Αντικατάσταση των αιτιολογιών κατά το άρθρο 534 ΚΠολΔ, σε ΕπιστΕπετ ΔΣΘ 2005/357 επομ. [379]. Στ. Καραμέρος, Η αρχή της μη χειροτερεύσεως της θέσεως του εκκαλούντος επί απορρίψεως από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο της αγωγής κατά τον ΚΠολΔ, σε ΕπιστΕπετ ΔΣΘ 2004/265 επομ. [281 – 282], Κ. Μακρίδου, Η διάκριση απαράδεκτης και νόμω αβάσιμης αγωγής στα πλαίσια της αοριστίας, σε Αρμ. 1995/288 επομ. [294], πρβλ. ΑΠ 1279/2004, Δνη 2005/141).

ΙΙΙ. Εν προκειμένω, η ενάγουσα εταιρία, που ασχολείται κατ’ επάγγελμα με την αντί αμοιβής εκτέλεση εσωτερικών και διεθνών μεταφορών εμπορευμάτων, ισχυρίστηκε με την ένδικη αγωγή της ότι μεταξύ αυτής και της εναγομένης αλλοδαπής εταιρίας, νομίμως εγκατεστημένης στην Ελλάδα, που δραστηριοποιείται επιχειρηματικά, μεταξύ άλλων και, στον τομέα της διαχείρισης εμπορικών πλοίων της πλοιοκτησίας τρίτων ομοίως αλλοδαπών εταιριών, συνήφθησαν κατά το χρονικό διάστημα από του μηνός Ιουλίου του έτους 2014 έως και το μήνα Ιούνιο του επομένου έτους περισσότερες διαδοχικές άτυπες συμβάσεις παραγγελίας μεταφοράς πραγμάτων (εξαρτημάτων και ανταλλακτικών), που εκπληρώθηκαν εκ μέρους της με την παράδοση των μεταφερομένων αντικειμένων στον τόπο ναυλοχίας εκάστου υπό τη διαχείριση της εναγομένης πλοίου ανά την υφήλιο, χωρίς, όμως, να της καταβληθεί η συμφωνημένη αμοιβή της, που ανέρχεται σε πενήντα χιλιάδες διακόσια δεκαπέντε ευρώ και είκοσι δύο λεπτά (50.215,22 €) συνολικά, όπως το χρηματικό αυτό ποσό εξειδικεύθηκε ανά σύμβαση με την επισύναψη στο δικόγραφο της αγωγής των τιμολογίων που η ενάγουσα, μετά την προσήκουσα εκπλήρωση κάθε μεταφοράς, εξέδωσε στο όνομα της εναγομένης υπό την ένδειξη «as managers only» και τα οποία έπρεπε να εξοφληθούν εντός ενενήντα [90] ημερών από την έκδοσή τους. Στα τιμολόγια αυτά, επομένως και στην αγωγή, αναγράφονται οι παραλήπτες των αγαθών που μεταφέρθηκαν, δηλαδή τα πλοία στα οποία έπρεπε να παραδοθούν, καθώς και η επωνυμία εκάστης πλοιοκτήτριας εταιρίας. Συγκεκριμένα, αναφέρθηκε στην αγωγή ότι πλοιοκτήτρια του πλοίου M/V P.I. ήταν η εταιρία ………., πλοιοκτήτρια του πλοίου M/V P.R. ήταν η εταιρία ………., πλοιοκτήτρια του πλοίου N. ήταν η εταιρία ……., πλοιοκτήτρια του πλοίου M/V R.  ήταν η εταιρία ……, πλοιοκτήτρια του πλοίου M/V M. ήταν η εταιρία ……., πλοιοκτήτρια του πλοίου M/V F. ήταν η εταιρία …….., πλοιοκτήτρια του πλοίου M/V S.R. ήταν η εταιρία …… και πλοιοκτήτρια του πλοίου M/V G. ήταν η εταιρία …….. Με βάση τα πραγματικά αυτά περιστατικά ζήτησε η ενάγουσα να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει για τις παρασχεθείσες υπηρεσίες της το ως άνω συνολικό χρηματικό ποσόν με το νόμιμο τόκο για καθένα επιμέρους κονδύλιο αμοιβής της από την επομένη της παρελεύσεως ενενήντα (90) ημερών από την έκδοση του αντίστοιχου τιμολογίου, οπότε κατέστη αυτό ληξιπρόθεσμο και απαιτητό άλλως από την επίδοση της αγωγής. Το αίτημά της στήριξε προσθέτως και στις περί αδικοπραξιών διατάξεις του ΑΚ επικαλούμενη ότι με την κακόπιστη και ανέντιμη συμπεριφορά της η εναγόμενη παραβίασε τη γενική υποχρέωση συναλλακτικής πρόνοιας, που απορρέει από τη γενική αρχή του δικαίου, που απαγορεύει την υπαίτια πρόκληση βλάβης σε έτερον, ενώ, επιπλέον, υποστήριξε ότι στις 8.7.2016 με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (email), που απηύθυνε προς το νόμιμο εκπρόσωπο της ενάγουσας η κατονομαζόμενη υπεύθυνη του νομικού τμήματος της εναγομένης, η αντίδικός της αναγνώρισε το επίδικο χρέος της.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε ως νομικά αβάσιμη την αδικοπρακτική βάση της αξίωσης που ασκήθηκε με την αγωγή, επειδή έκρινε ότι το πταίσμα που επέφερε την επικαλούμενη ζημία ταυτιζόταν κατά το πραγματικό αυτού περιεχόμενο προς την παραβίαση της συμβάσεως και τη δημιουργία της παρανομίας, χωρίς η απορριπτική αυτή κρίση του να πλήττεται με λόγο έφεσης, με αποτέλεσμα κατά το κεφάλαιό της αυτό η εκκαλουμένη να έχει ήδη τελεσιδικήσει (ΑΠ 1543/2012, ΑΠ 1489/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 802/2005, Δνη 2005/1695 = ΕΕΔ 2006/349, ΑΠ 481/1993, Δνη 1994/1562, Δ. Μπαμπινιώτης, Μεταβιβαστικό Αποτέλεσμα της Έφεσης και Αντικείμενο της Έκκλητης Δίκης, 2016, σελ. 397), ενώ κατά τα λοιπά έκρινε την αγωγή, ως προς τη συμβατική βάση της, παραδεκτή και νόμιμη. Μετά την κατάφαση της συνδρομής των διαδικαστικών προϋποθέσεων της δίκης το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε ότι ο ισχυρισμός της ενάγουσας περί αναγνωρίσεως της επίδικης οφειλής δε στοιχειοθετούσε αυτοτελή αγωγική βάση, διάφορη της ενδοσυμβατικής από τις συμβάσεις παραγγελίας μεταφοράς, επειδή, κατά τις παραδοχές του, η επικαλούμενη αναγνώριση δεν αποσκοπούσε παρά σε απλή επιβεβαίωση της ήδη εξ αυτών απορρέουσας ενοχής και όχι στην ίδρυση νέας, χωρίς ούτε αυτή η κρίση του να προσβάλλεται με λόγο έφεσης, αφού τις σχετικές παραδοχές της εκκαλουμένης η εκκαλούσα μέμφεται μόνο για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων (βλ. το συναφή τρίτο λόγο του εφετηρίου). Ακολούθως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ερεύνησε την υπόθεση κατ’ ουσία ως προς την περί ευθύνης της εναγομένης από τις εκτεθείσες συμβάσεις παραγγελίας μεταφοράς βάση της και αφού, εκτίμησε ως ένσταση έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης τον ισχυρισμό της εναγομένης ότι στις επίμαχες συμβάσεις συμβλήθηκε μεν η ίδια υπό την ιδιότητά της, όμως, της διαχειρίστριας των παραπάνω πλοίων, ενεργώντας, επομένως, ως άμεση αντιπρόσωπος εκάστης από τις πλοιοκτήτριες εταιρίες που προαναφέρθηκαν, δέχθηκε την ένσταση αυτή ως βάσιμη και απέρριψε μετά από ουσιαστική έρευνα την αγωγή ως αβάσιμη.

  1. IV. Όμως, από το περιεχόμενο της αγωγής προέκυπτε με σαφήνεια ότι η ενάγουσα τελούσε ήδη πριν τη σύναψη των ενδίκων συμβάσεων παραγγελίας μεταφοράς σε γνώση ότι συμβάλλεται με νομικό πρόσωπο που ασκεί κατ’ επάγγελμα διαχείριση πλοίων και, επομένως, ότι τα δικαιοπρακτικά αποτελέσματα από τη συναλλακτική δράση του παράγονται καταρχήν υπέρ και σε βάρος τρίτων. Προέκυπτε ακόμα ότι, έστω σε χρόνο μεταγενέστερο της σύναψης εκάστης σύμβασης, πάντως πριν την τιμολόγηση της αμοιβής των υπηρεσιών της, επομένως επιτρεπτώς κατά τα ανωτέρω, της γνωστοποιήθηκαν και έτσι πληροφορήθηκε τα προσδιοριστικά στοιχεία της ταυτότητας εκάστης πλοιοκτήτριας εταιρίας, στο πρόσωπο της οποίας γεννήθηκαν απευθείας οι από τις συμβάσεις αυτές απορρέουσες υποχρεώσεις, τα οποία στοιχεία και περιέλαβε στα εκδοθέντα τιμολόγιά της. Με τον τρόπο αυτό καθίσταται ήδη υπό τα εκτεθέντα στο αγωγικό δικόγραφο πρόδηλο ότι η αγωγή στράφηκε κατά προσώπου μη υπόχρεου κατά το ουσιαστικό δίκαιο στην εκπλήρωση της επίδικης ενοχής. Για τη θεμελίωση ατομικής ευθύνης της αντιδίκου της η ενάγουσα δεν ανέφερε στην αγωγή της ότι η εναγόμενη, αν και διαχειρίστρια των πλοίων στα οποία παραδόθηκαν τα μεταφερθέντα πράγματα, συμβλήθηκε μαζί της χωρίς να της δηλώσει ρητώς ότι ενεργεί για τις πλοιοκτήτριες αυτών εταιρίες ούτε ότι τούτο δεν προέκυπτε από τις περιστάσεις ούτε ότι υπερέβη τα όρια της αντιπροσωπευτικής της εξουσίας. Και μόνον με την προσθήκη στις προτάσεις της, που κατέθεσε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο μετά τη συζήτηση της αγωγής, αντέταξε, το πρώτον και ως εκ τούτου απαραδέκτως, προς αντίκρουση του ως άνω ισχυρισμού της εναγομένης, ότι ουδέποτε πληροφορήθηκε ότι αυτή ενεργούσε για λογαριασμό τρίτων ούτε ποτέ της γνωστοποιήθηκε η επωνυμία εκάστης πλοιοκτήτριας εταιρίας, τον δε ισχυρισμό της αυτό, ομοίως απαραδέκτως, επαναφέρει και στα πλαίσια της έκκλητης δίκης. Ανεξαρτήτως, όμως, του παραδεκτού και της βασιμότητας των σχετικών λόγων της, το Δικαστήριο αυτό στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της ένδικης έφεσης κρίνει ότι η αγωγή με το προεκτεθέν περιεχόμενο ήταν ως προς τη συμβατική βάση της παθητικώς ανομιμοποίητη και, συνεπώς, έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που τη θεώρησε παραδεκτή και την απέρριψε κατ’ ουσία, έσφαλε περί την εφαρμογή του νόμου και για το λόγο αυτό, σύμφωνα δε και με όσα προαναφέρθηκαν, πρέπει και χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου, κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα, να εξαφανιστεί, κατ’ αποδοχή της εφέσεως, η εκκαλούμενη απόφαση και, αφού κρατηθεί η υπόθεση κατ’ άρθρο 535 § 1 ΚΠολΔ, να απορριφθεί η αγωγή ως απαράδεκτη λόγω ελλείψεως παθητικής νομιμοποιήσεως. Επιπλέον, πρέπει να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, κατά το σχετικό αίτημά της, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, σε βάρος της εκκαλούσας λόγω της ήττας της (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό και, τέλος, να αποδοθεί στην εκκαλούσα το κατατεθέν παράβολο, δεδομένου ότι με βάση το διατακτικό της παρούσας αποφάσεως θεωρείται αυτή νικήτρια, ανεξαρτήτως αν η τελική κρίση του Δικαστηρίου επί της υποθέσεως δεν ήταν ευνοϊκή γι’ αυτήν (ΑΠ 532/2016, ΜονΕφΠατρ. 142/2018, ΜονΕφΠατρ. 108/2018, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζοντας  κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται την έφεση.

Διατάσσει την απόδοση στην εκκαλούσα του κατατεθέντος παραβόλου.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση.

Κρατεί και δικάζει την υπόθεση.

Απορρίπτει την αγωγή ως απαράδεκτη ελλείψει παθητικής νομιμοποιήσεως.

Επιβάλλει στην εκκαλούσα τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο χρηματικό ποσό των δύο χιλιάδων ευρώ (2.000 €).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 11 Ιανουαρίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων τους δικηγόρων.

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ