Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 659/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Αριθμός  659/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

           Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

           Νόμιμα φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου  (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ.) η υπό κρίση από 6-2-2018 και με αριθ. έκθ. κατάθ. ……..έφεσή της εναγομένης στην από 3-11-2015 και με αριθ. έκθ. κατάθ. ……..αγωγή (απόδοσης μισθίου και καταβολής μισθωμάτων) ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, κατά της με αριθ. 12/2018 οριστικής απόφασης του ως άνω Δικαστηρίου, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία επίλυσης των μισθωτικών διαφορών των άρθρων 647 επ. Κ.Πολ.Δ. (όπως ο Κώδικας αυτός ίσχυε πριν τις επελθούσες από 1-1-2016, με το Ν. 4335/2015) τροποποιήσεις και αλλαγές). Η ανωτέρω έφεση ασκήθηκε κατά τα άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 500, 511, 513 παρ.1 περ. β’ εδ. α’, 516 παρ. 1, 517 εδ. α’ και 518 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, νομότυπα και εμπρόθεσμα (προ πάσης επιδόσεως). Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια παραπάνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), ενόψει και του ότι για το παραδεκτό της καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο, κατά την παρ. 4 του άρθρου 495 του Κ.Πολ.Δ, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 12 του Ν.4055/6-7-2012.

Κατά το άρθρο 463 Κ.Πολ.Δ, όποιος προβάλλει ισχυρισμό για πλαστότητα εγγράφου είναι ταυτόχρονα υποχρεωμένος να προσκομίσει τα έγγραφα που αποδεικνύουν την πλαστότητα και να αναφέρει ονομαστικά τους μάρτυρες και τα άλλα αποδεικτικά μέσα, αλλιώς ο ισχυρισμός του είναι απαράδεκτος. Για το παραδεκτό του ισχυρισμού περί πλαστότητας εγγράφου απαιτείται η κατά το άρθρο 98 Κ.Πολ.Δ. ειδική πληρεξουσιότητα προς τον υπογράφοντα το δικόγραφο δικηγόρο. Περαιτέρω, στον ισχυρισμό περί πλαστότητας της υπογραφής του εκδότη ιδιωτικού εγγράφου εμπεριέχεται εννοιολογικά, ως κάτι λιγότερο, η από μέρους του προτείνοντος την πλαστότητα άρνηση της γνησιότητας της υπογραφής, για τον ισχυρισμό δε της άρνησης της γνησιότητας της υπογραφής του εκδότη, η οποία συνιστά άρνηση, δεν απαιτείται ειδική πληρεξουσιότητα. Συνεπώς, αν η ένσταση πλαστότητας της υπογραφής του εκδότη ιδιωτικού εγγράφου δεν υποβληθεί παραδεκτά, είναι ερευνητέος ο ισχυρισμός περί γνησιότητας της υπογραφής αυτού. Εάν αποδειχθεί κατά τη διαδικασία κατά την οποία εκδικάζεται η υπόθεση και προσάγεται το έγγραφο, η μη γνησιότητα της υπογραφής του εκδότη, τούτο δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο ως αποδεικτικό μέσο (Α.Π. 816/2010, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά το άρθρο 650 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. – όπως ίσχυε, πριν την κατάργησή  του, με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 και εφαρμόζονταν στη διαδικασία των μισθωτικών διαφορών, λαμβάνονται υπόψη και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου. Δηλαδή και έγγραφα άκυρα ή ιδιωτικά ανυπόγραφα ή ιδιωτικά υπέρ του εκδότη τους και γενικώς κάθε είδους έγγραφα. Δεν λαμβάνονται υπόψη μόνο πλαστά ή μη γνήσια έγγραφα, γιατί δεν συγχωρείται η χρησιμοποίηση ψευδών αποδεικτικών στοιχείων (Ολ.Α.Π. 15/2003, ΕλλΔνη 44, 937, Α.Π. 1402/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 445, 457 παρ. 1, 2 και 3 και 458 Κ.Πολ.Δ. συνάγεται, ότι η επίκληση και προσκομιδή ιδιωτικού εγγράφου προς απόδειξη ουσιώδους ισχυρισμού, εμπεριέχει ισχυρισμό του διαδίκου ως προς τη γνησιότητα του εγγράφου. Ο αντίδικος έχει την υποχρέωση να δηλώσει αμέσως αν αναγνωρίζει ή αρνείται τη γνησιότητα της υπογραφής του εγγράφου. Σε περίπτωση αρνήσεως, ο διάδικος, που επικαλείται το ιδιωτικό έγγραφο, έχει την υποχρέωση να αποδείξει τη γνησιότητα, με κάθε αποδεικτικό μέσο. Εφόσον η γνησιότητα αναγνωρισθεί ή αποδειχθεί, το ιδιωτικό έγγραφο αποτελεί πλήρη απόδειξη ως προς το ότι η δήλωση που περιέχει προέρχεται από τον εκδότη του. Ως προς το ζήτημα αυτό, της προέλευσης, δηλαδή, της δηλώσεως από τον εκδότη του εγγράφου, παράγεται αμάχητο τεκμήριο, το οποίο δεν μπορεί να ανατραπεί παρά μόνο με την προσβολή του εγγράφου ως πλαστού (Κ.Πολ.Δ. 460, 461, 463, Α.Π. 1254/2010, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Αντίθετα, ως προς την αλήθεια του περιεχομένου της δηλώσεως επιτρέπεται ανταπόδειξη, ακόμη και χωρίς να προσβληθεί το έγγραφο ως πλαστό. Ειδικότερα, εάν το ιδιωτικό έγγραφο περιέχει απόδειξη λήψης ορισμένου ποσού, ο αντίδικος του διαδίκου που το επικαλείται διατηρεί τη δυνατότητα να αποδείξει ότι το περιεχόμενό του δεν είναι αληθινό. Διότι, στην πραγματικότητα, ως προς το γεγονός της καταβολής, η δήλωση λήψης ποσού αποτελεί εξώδικη ομολογία, η οποία εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο και μπορεί να ανακληθεί, όταν δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια (Κ.Πολ.Δ. 352 παρ.2, 354, Α.Π. 85/2018, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Η απόδειξη της γνησιότητας ιδιωτικού εγγράφου είναι απαραίτητη και αν ακόμη το έγγραφο έχει προσαχθεί για να στηρίξει δικαστικό τεκμήριο (Α.Π. 1743/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 416 Α.Κ, η απόσβεση της ενοχής επέρχεται με καταβολή. Εάν ο οφειλέτης ορισμένου χρέους ισχυρισθεί ότι αυτό έχει αποσβεστεί με καταβολή, αρκεί να αποδείξει αυτήν την καταβολή (Εφ.Πατρ. 283/2018, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Η καταβολή για να έχει ως αποτέλεσμα την απόσβεση της ενοχής πρέπει να είναι προσήκουσα, δηλαδή να λαμβάνει ο δανειστής ότι πράγματι δικαιούται σύμφωνα με το νόμο ή τη σύμβαση (Α.Π. 315/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Κατά δε το άρθρο 418 Α.Κ, αν ο δανειστής αποδέχθηκε την παροχή που έγινε με σκοπό καταβολής, αυτόν βαρύνει η απόδειξη ότι η καταβολή δεν ήταν προσήκουσα, διότι η εν λόγω διάταξη βρίσκει πεδίο εφαρμογής όχι κατά τη σύσταση της ενοχής αλλά κατά την απόσβεση αυτής δια καταβολής (Α.Π. 1187/2003, ΕλλΔνη 2005, 477). Τέλος, όπως συνάγεται από το άρθρο 340 Κ.Πολ.Δ, τα αποδεικτικά μέσα είναι κατ’ αρχήν ισοδύναμα, εκτός αν, κατά ειδική διάταξη νόμου, προσδίδεται σ’ αυτά, αυξημένη αποδεικτική δύναμη, απόκειται, δε, στο δικαστήριο να κρίνει την αποδεικτική βαρύτητα καθενός σε κάθε συγκεκριμένη υπόθεση (Α.Π. 1628/2003, ΕλλΔνη 45, 723, Εφ.Θεσ. 619/2018, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι …….. και ……., με την από 3-11-2015 και με αριθ. έκθ. κατάθ. ……..αγωγή τους εκθέτουν ότι είναι συγκύριοι κατά το ½ εξ’ αδιαιρέτου έκαστος, του περιγραφόμενου στην αγωγή ακινήτου (οικοπέδου, μετά της επ’ αυτού διώροφης οικοδομής), το οποίο περιήλθε στη συγκυριότητά τους από κληρονομία του αποβιώσαντος στις 28-10-2014 θείου τους ……… Ότι ο άνω δικαιοπάροχός τους είχε εκμισθώσει στην εναγόμενη ………, για το χρονικό διάστημα από 11-11-2012 έως 31-10-2014, δυνάμει του από 11-11-2012 ιδιωτικού συμφωνητικού, το περιγραφόμενο ισόγειο κατάστημα της άνω οικοδομής, αντί μηνιαίου μισθώματος 200,00 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου του χαρτοσήμου. Ότι με την από 10-5-2014 πρόσθετη πράξη της ίδιας μίσθωσης οι ανωτέρω αντισυμβαλλόμενοι συμφώνησαν την παράταση αυτής για μία 4ετία, ήτοι από 31-10-2014 έως 31-10-2018, με μηνιαίο καταβαλλόμενο μίσθωμα αυξανόμενο από 1-11-2014 σε 210,00 ευρώ. Ότι δυνάμει του από 10-5-2014 ιδιωτικού συμφωνητικού ο άνω δικαιοπάροχός τους εκμίσθωσε στην εναγόμενη και το υπόλοιπο τμήμα του ισογείου της οικοδομής, καθώς και τον Α’ και Β’ όροφο αυτής, όπου υπάρχουν 14 ενοικιαζόμενα δωμάτια με τον απαραίτητο εξοπλισμό τους που περιγράφεται στον πίνακα που ενσωματώνεται στο μισθωτήριο. Ότι η διάρκεια και αυτής της μίσθωσης συμφωνήθηκε 4ετής, ήτοι από 15-5-2014 έως 14-5-2018 και το μηνιαίο μίσθωμα για όλο το συμβατικό χρόνο της διάρκειάς της, ήτοι από 15-5-2014 έως 14-5-2018, συμφωνήθηκε στο ποσό των 9.500,00 ευρώ ετησίως, συμπεριλαμβανομένου του χαρτοσήμου. Ότι το μίσθωμα αυτό συμφωνήθηκε να καταβάλλεται σε τρεις δόσεις, από τις οποίες η πρώτη, ύψους 3.000,00 ευρώ, να καταβάλλεται την πρώτη ημέρα κάθε μισθωτικού έτους (ήτοι την 15η Μαΐου), η δεύτερη, ύψους 3.000,00 ευρώ, την 15η Νοεμβρίου και η τρίτη, ύψους 3.500,00 ευρώ, την τελευταία ημέρα κάθε μισθωτικού έτους (ήτοι την 14η Μαΐου), όλες δε οι καταβολές συμφωνήθηκε ότι θα αποδεικνύονται αποκλειστικά με έγγραφη απόδειξη του εκμισθωτή ή με απόδειξη καταβολής σε τραπεζικό λογαριασμό του. Ότι η εναγόμενη, παρότι συνεχίζει να κάνει ακώλυτη χρήση των μισθίων, καθυστερεί από δυστροπία να καταβάλει: α) για το ισόγειο κατάστημα, τα μισθώματα των μηνών Νοεμβρίου 2014 έως και Νοεμβρίου 2015, ανερχόμενα συνολικά σε 2.520,00 ευρώ (ήτοι 210,00 ευρώ X 12 μήνες) και β) για τα ενοικιαζόμενα δωμάτια του Α’ και Β’ ορόφου της οικοδομής και για το υπόλοιπο τμήμα του ισογείου που λειτουργεί ως χώρος υποδοχής, τη δόση του Μαΐου 2014, ποσού 3.000,00 ευρώ, τη δόση του Νοεμβρίου 2014, ποσού 3.000,00 τη δόση της λήξης του μισθωτικού έτους (14-5-2015), ποσού 3.500,00 και τη δόση έναρξης του νέου μισθωτικού έτους (15-5-2015), ποσού 3.000,00 ευρώ, ήτοι συνολικά 15.020,00 ευρώ, λόγος για τον οποίον οι ίδιοι κατήγγειλαν με την αγωγή τους τις άνω μισθώσεις. Ότι για να μην τους καταβάλλει τα άνω μισθώματα συνολικού ποσού (15.020,00 ευρώ) και για τις δυο μισθώσεις η εναγόμενη προβάλλει τη δικαιολογία ότι τα έχει προεξοφλήσει στον αποβιώσαντα αρχικό εκμισθωτή και δικαιοπάροχό τους. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητούν να υποχρεωθεί η εναγόμενη μισθώτρια, και κάθε άλλος τρίτος που έλκει δικαιώματα απ’ αυτή, να τους αποδώσει τη χρήση των μισθίων ακινήτων, κυρίως λόγω της λύσης των μισθώσεών τους με την καταγγελία αυτών από μέρους της, άλλως λόγω της δυστροπίας της περί την καταβολή των μισθωμάτων. Περαιτέρω, ζητούν, κυρίως με βάση τις συμβάσεις μίσθωσης και επικουρικά κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να τους καταβάλει, κατά το ποσοστό συγκυριότητος εκάστου, το άνω συνολικό ποσό οφειλόμενων μισθωμάτων, ήτοι 7.510,00 ευρώ στον καθένα, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα που έπρεπε να καταβληθεί κάθε μίσθωμα.             Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχτηκε την αγωγή ως βάσιμη κατ’ ουσία κατά την κύρια βάση της από συμβάσεις μίσθωσης και διέταξε όσα αναφέρονται στο διατακτικό της εκκαλουμένης. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εναγόμενη με την έφεσή της, επικαλούμενη εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση και να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της.             Από την ανωμοτί εξέταση των εναγόντων και τις ένορκες καταθέσεις της μάρτυρός τους και του μάρτυρος της εναγομένης που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του ίδιου Δικαστηρίου και από όλα ανεξαιρέτως τα έγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, έστω κι’ αν αυτά δεν πληρούν  τους  όρους  του νόμου, αποδείχτηκαν πλήρως, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, τα εξής πραγματικά περιστατικά: Οι ενάγοντες, ……… και ………, είναι συγκύριοι κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου έκαστος, ενός ακινήτου και συγκεκριμένα ενός οικοπέδου μετά της επ’ αυτού οικοδομής, η οποία αποτελείται από: α) ισόγειο επιφανείας 80,00 τ.μ, β) πρώτο (Α) όροφο, επιφανείας 116,86 τ.μ, γ) δεύτερο (Β) όροφο, επιφανείας 196,86 τ.μ, δ) τρίτο (Γ) όροφο, αποτελούμενο από 2 διαμερίσματα 70 και 25 τ.μ. αντίστοιχα, ήτοι συνολικά 95 τ.μ, καθώς και μία ξεχωριστή οικία στην οπίσθια πλευρά του οικοπέδου και στο επίπεδο του Γ’ ορόφου, επιφανείας 63,35 τ.μ. και ε) τέταρτο (Δ) όροφο (προσθήκη) επιφανείας 29,00 τ.μ, κείμενο στην περιφέρεια του Δήμου Πόρου (Καλαβρία), της Περιφερειακής Ενότητας Νήσων, της Περιφέρειας Αττικής, στη θέση «Γκρεμίλες» της γενικής τοποθεσίας «Ασκέλι», εντός του προϋφισταμένου του 1923 οικισμού «Ασκέλι» Πόρου Τροιζηνίας και επί της ……….. Τη συγκυριότητα επί του παραπάνω ακινήτου, κατά τα άνω ποσοστά εξ αδιαιρέτου έκαστος, απέκτησαν οι ενάγοντες λόγω κληρονομίας εκ δημόσιας διαθήκης του αδελφού της μητέρας τους ………., ο οποίος απεβίωσε την 28-10-2014 στο Άργος Αργολίδος και ειδικότερα δυνάμει της υπ’ αριθ. ……. της 06-05-2014 δημόσιας διαθήκης του ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά ………, που έχει δημοσιευθεί νόμιμα από το Ειρηνοδικείο Πειραιά, κατά τη συνεδρίασή του στις 03-03-2015, με το υπ’ αριθμό 134/03-03-2015 πρακτικό του και έχει καταχωρηθεί στο γενικό βιβλίο διαθηκών του Ειρηνοδικείου Πειραιά, στον τόμο … και αριθμό ….., κληρονομία την οποία αποδέχθηκαν δυνάμει της υπ’ αριθ. ……… πράξης αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Αθηνών ……, που μετεγράφηκε νόμιμα την 5-6-2015 στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Καλαβρίας, στον τόμο ….. και με αύξοντα αριθμό …… Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο άνω δικαιοπάροχος των εναγόντων είχε εκμισθώσει στην εναγόμενη …….. το ισόγειο της άνω οικοδομής, καθώς και τον Α’ και Β’ όροφο αυτής, όπου υπάρχει ένα κατάστημα και 14 ενοικιαζόμενα δωμάτια (10 δίκλινα και 4 τρίκλινα) και ειδικότερα: Α) Δυνάμει του από 11-11-2012 ιδιωτικού συμφωνητικού σύμβασης μίσθωσης, νόμιμα θεωρημένου από την αρμόδια Δ.Ο.Υ. με αριθ. ……., είχε εκμισθώσει στην εναγομένη ως κατάστημα ένα ισόγειο χώρο 45 τ.μ. στην ως άνω περιγραφόμενη οικοδομή, προκειμένου αυτή να στεγάσει την επιχείρησή της, εμπορίας τουριστικών ειδών. Η διάρκεια της μίσθωσης συμφωνήθηκε αρχικά για το διάστημα από 11-11-2012 έως 31-10-2014, με μηνιαίο καταβαλλόμενο μίσθωμα 200,00 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου του χαρτοσήμου, ήτοι έναντι χαμηλού μισθώματος, καθώς ο άνω εκμισθωτής και η εναγόμενη μισθώτρια διατηρούσαν στενή φιλική σχέση πάνω από 30 χρόνια και προκειμένου η τελευταία να διευκολυνθεί στις τότε οικονομικές δυσκολίες της, που την ανάγκασαν να μεταφερθεί εκεί από άλλο μισθωμένο κατάστημα. Στη συνέχεια, δυνάμει της από 10-5-2014 πρόσθετης πράξης, η ανωτέρω μίσθωση παρατάθηκε για μια τετραετία (ήτοι από 1-11-2014 έως 31-10-2018) και συμφωνήθηκε η αύξηση του μηνιαίου μισθώματος σε ποσοστό 5%, ήτοι αυτό ανήλθε στο ποσό των 210,00 ευρώ (μάλιστα υποβλήθηκε στις 17-5-2014, μέσω ΤΑΧΙS, σχετική δήλωση πληροφοριακών στοιχείων μίσθωσης ακίνητης περιουσίας, με αριθμό δήλωσης ……..). Παράλληλα, δυνάμει ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωσης με ίδια ημερομηνία (10-5-2014), ο άνω δικαιοπάροχος των εναγόντων εκμίσθωσε στην εναγόμενη το υπόλοιπο τμήμα του ισογείου, καθώς και τον Α και Β όροφο της ίδιας οικοδομής, όπου υφίστανται 14 ενοικιαζόμενα δωμάτια (εκ των οποίων τα 10 είναι δίκλινα και τα 4 τρίκλινα) με τον απαραίτητο εξοπλισμό τους, όπως αυτός περιγράφεται στον ενσωματωμένο στο μισθωτήριο πίνακα. Η διάρκεια και αυτής της μίσθωσης συμφωνήθηκε τετραετής, από 15-5-2014 έως 14-5-2018 και το ετήσιο μίσθωμα για όλο τον χρόνο διάρκειάς της ορίστηκε στο επίσης ιδιαίτερα χαμηλό σε σχέση με τη μισθωτική αξία του ακινήτου ποσό των 9.500,00 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου του χαρτοσήμου (ήτοι 791,66 ευρώ μηνιαίο μίσθωμα), συμφωνήθηκε δε ότι θα καταβαλλόταν σε 3 δόσεις κάθε έτος και ότι η πρώτη δόση, ύψους 3.000,00 ευρώ, θα καταβαλλόταν την πρώτη ημέρα εκάστου μισθωτικού έτους (ήτοι την 15η Μαΐου), η δεύτερη δόση, ύψους 3.000,00 ευρώ, θα καταβαλλόταν την 15η Νοεμβρίου και η τρίτη δόση, ύφους 3.500,00 ευρώ, θα καταβαλλόταν την τελευταία ημέρα εκάστου μισθωτικού έτους (ήτοι την 14η Μαΐου). Μετά το θάνατο στις 28-10-2014 του εκμισθωτή ……… οι ενάγοντες, επικαλούμενοι την άνω ιδιότητά τους ως κληρονόμων του και την υπεισέλευσή τους ως καθολικών διαδόχων του στις υφιστάμενες μισθώσεις του, ζήτησαν από την εναγόμενη τα μισθωτήρια και τις αποδείξεις καταβολής των συμφωνηθέντων μισθωμάτων για όλη την τετραετία, τόσο για το ισόγειο κατάστημα 45 τ.μ. από 10-5-2014, όσο και για τα 14 ενοικιαζόμενα δωμάτια από 7-5-2014, επειδή η εναγόμενη προέβαλε σ’ αυτούς τον ισχυρισμό ότι είχε προεξοφλήσει τα συμφωνηθέντα μισθώματα για όλη την τετραετία, τόσο για το ισόγειο κατάστημα 45 τ.μ. από 10-5-2014, όσο και για τα 14 ενοικιαζόμενα δωμάτια από 7-5-2014. Σε απάντηση του άνω αιτήματός τους η εναγόμενη τους χορήγησε σε απλά φωτοαντίγραφα τις από 10-5-2014 και 7-5-2014 σχετικές αποδείξεις είσπραξης μισθωμάτων, οι οποίες φέρουν την υπογραφή του αρχικού εκμισθωτή – δικαιοπαρόχου τους. Οι ενάγοντες δεν πείστηκαν όμως ότι η εναγόμενη είχε πράγματι καταβάλει τα μισθώματα για όλη τη διάρκεια των ανωτέρω μισθώσεων. Έτσι άσκησαν την κρινόμενη από 3-11-2015 και με αριθ. έκθ. κατάθ. ……..αγωγή τους περί απόδοσης μισθίων και καταβολής μισθωμάτων, κατά τη συζήτηση της οποίας ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου διατύπωσαν αμφιβολίες για τη γνησιότητα των υπογραφών του θανόντος δικαιοπαρόχου τους επί των άνω αποδείξεων (βλ. τα πρακτικά του Δικαστηρίου και τις προτάσεις τους) και ζήτησαν, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου τους στο ακροατήριο, αλλά και με το δικόγραφο των προτάσεών τους, να προσκομίσει η εναγόμενη τις πρωτότυπες αποδείξεις εξόφλησης των άνω μισθωμάτων. Η τελευταία δεν τις προσκόμισε με την προσθήκη στις προτάσεις της, ως όφειλε, αφού αυτή τις επικαλούταν, προς απόδειξη της ένστασης εξόφλησης που προέβαλε κατά των αντιδίκων της. Επειδή, όμως, η γνησιότητα των υπογραφών του θανόντος εκμισθωτή επί των αποδείξεων αυτών είχε αμφισβητηθεί από τους αντιδίκους της, αυτή, που τις επικαλούταν, είχε το βάρος απόδειξης της γνησιότητάς τους, κατά το άρθρο 457 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. Λόγω της παράλειψής της να προσκομίσει τις πρωτότυπες αυτές αποδείξεις η Δικαστής του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατά τη μελέτη της υπόθεσης έκρινε ότι δεν είχε την ευχέρεια να ερευνήσει κατά τρόπο αξιόπιστο εάν τα ανωτέρω έγγραφα έφεραν πράγματι τη γνήσια υπογραφή του θανόντος εκμισθωτή και εάν ενέπιπταν στα επιτρεπόμενα από το νόμο αποδεικτικά μέσα. Κατόπιν τούτου το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, εμμέσως πλην σαφώς, έκρινε ότι οι άνω από 10-5-2014 και 7-5-2014 αποδείξεις δεν έφεραν τη γνήσια υπογραφή του θανόντος – αρχικού εκμισθωτή και, εμμέσως πλην σαφώς, δεν τις έλαβε υπόψη του προς απόδειξη του ισχυρισμού της εναγομένης ότι ουδέν όφειλε από μισθώματα, λόγω εξόφλησης αυτών με καταβολή, ένσταση (εξόφλησης) που η εναγόμενη, που επικαλούνταν τις άνω αποδείξεις, είχε το βάρος να αποδείξει. Στην κρίση του αυτή το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο  οδηγήθηκε, κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό της εκκαλούμενης απόφασης, επειδή δεν πείσθηκε, μέσω των άλλων αποδείξεων, περί των επίμαχων καταβολών προς απόδειξη της ένστασης εξόφλησης της εναγομένης, αφού, αφενός οι συναλλαγές φέρονταν να είχαν γίνει σε μετρητά, χωρίς παραστατικά κατάθεσης σε λογαριασμό του θανόντος, ή έστω ανάληψης χρημάτων από λογαριασμό της εναγομένης ή του συζύγου της, παρόλο που επρόκειτο για μεγάλα ποσά, ιδίως το ποσό των 38.000,00 ευρώ και αφετέρου, δεν δικαιολογούταν η καταβολή του τελευταίου αυτού ποσού στις 7-5-2018, ενώ η κατάρτιση του μισθωτηρίου έλαβε χώρα στις 10-5-2018 και προέβλεπε διαφορετικό τρόπο τμηματικής καταβολής των μισθωμάτων, χωρίς ουδεμία αναφορά στην καταβολή της 7ης-5-2018 και γενικότερα επειδή δεν δικαιολογούταν η προκαταβολή τόσων μισθωμάτων. Ωστόσο, ήδη η εναγόμενη προσκομίζει παραδεκτά σε αντίγραφα τις άνω από 10-5-2014 και 7-5-2014 αποδείξεις καταβολής των ποσών 10.080,00 ευρώ και 38.000,00 ευρώ, με επικύρωση ότι πρόκειται περί ακριβών φωτοτυπικών αντιγράφων εκ των εις χείρας του πληρεξουσίου δικηγόρου της πρωτοτύπων. Από την επισκόπηση των επικυρωμένων αυτών ακριβών αντιγράφων των πρωτοτύπων αποδείξεων, τα οποία είναι αρκούντος ευκρινή, το Δικαστήριο τούτο κρίνει ότι η εναγόμενη διαθέτει τις πρωτότυπες ομοίου περιεχομένου αποδείξεις, τις οποίες η ίδια επικαλέστηκε και προσκόμισε σε απλά φωτοαντίγραφα ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, συνεκτιμώμενου και του ότι, κατά τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, ο μάρτυράς της ………….. (σύζυγός της), κατά την εξέτασή του στο ακροατήριο, φέρεται να κατείχε τα πρωτότυπα των άνω αποδείξεων. Περαιτέρω, από την επισκόπηση των ιδίων εγγράφων, σε συνδυασμό και με την κατάθεση στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου της μάρτυρος των εναγόντων ……. (κόρης του πρώτου ενάγοντος) και την εξέταση ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου του διαδίκου …………, συνάγεται ότι οι αποδείξεις αυτές φέρουν υπογραφές που μοιάζουν πολύ με την υπογραφή του θανόντος – αρχικού εκμισθωτή, ενώ δεν αμφισβητείται από τους ανωτέρω κατά τρόπο πειστικό, ούτε διατυπώνεται με απόλυτη βεβαιότητα ισχυρισμός περί μη γνησιότητάς τους, ούτε προσβάλλονται παραδεκτά ως πλαστές. Μετά ταύτα, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, αποδεικνύεται ότι οι ανωτέρω αποδείξεις φέρουν τη γνήσια υπογραφή του θανόντος αρχικού εκμισθωτή και συνακόλουθα ότι εμπίπτουν στα επιτρεπόμενα από το νόμο αποδεικτικά μέσα. Συνακόλουθα, δεν συντρέχει ανάγκη να διαταχθεί η επίδειξη των πρωτοτύπων τους και η διεξαγωγή επ’ αυτών γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης και τα σχετικά αιτήματα των εναγόντων πρέπει να απορριφθούν. Περαιτέρω, ενόψει του ότι οι άνω αποδείξεις δεν προσβλήθηκαν παραδεκτά ως πλαστές από τους ενάγοντες, αποδεικνύεται ότι η δήλωση αποδοχής της εξόφλησης που περιέχουν προέρχεται από τον εκδότη τους αρχικό εκμισθωτή και δικαιοπάροχο των εναγόντων (άρθρο 457 αριθ. 3 Κ.Πολ.Δ.). Η δήλωσή του δε αυτή, η οποία συνιστά εξώδικη ομολογία του, κρίνεται αληθής, αφού οι ενάγοντες καθολικοί του διάδοχοι δεν απέδειξαν κατά τρόπον πείθοντα ότι δεν υπήρξε προσήκουσα καταβολή της εναγομένης, καίτοι είχαν το σχετικό βάρος απόδειξης, σύμφωνα με παραπάνω μείζονα σκέψη (βλ. σ. 5 της παρούσας). Άλλωστε, ουδόλως αμφισβητείται απ’ αυτούς η στενή σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ του θανόντος – αρχικού εκμισθωτή και της εναγομένης, που να αποκλείει τέτοιες, μεταξύ τους, συναλλαγές στις 7-5-2014 και στις 10-5-2014, προς απόσβεση του μελλοντικού χρέους της εναγομένης από μισθώματα έναντι του θανόντος – αρχικού εκμισθωτή (που τότε ήταν ήδη 83 ετών) και των κληρονόμων του, για το χρονικό διάστημα μέχρι τη συμβατική λήξη των μισθώσεων. Όμως εάν η εναγομένη είχε κατασκευάσει η ίδια ή μέσω τρίτου προσώπου τις άνω αποδείξεις προς παραπλάνηση του Δικαστηρίου, θα ανέγραφε επί αυτών άλλες ημερομηνίες, ιδίως στην απόδειξη των 38.000,00 ευρώ, τα οποία φέρονται να έχουν καταβληθεί στον θανόντα – αρχικό μισθωτή τρεις ημέρες πριν από την κατάρτιση του σχετικού ιδιωτικού συμφωνητικού. Εξάλλου, η κατοχή 48.000,00 ευρώ σε μετρητά από την εναγόμενη και το σύζυγό της στην οικία τους κατά τις αναγραφόμενες στις άνω αποδείξεις ημερομηνίες μπορεί να δικαιολογηθεί, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, από την εφάπαξ παροχή 111.110,95 ευρώ  που έλαβε ο σύζυγός της το έτος 2012, σύμφωνα με τη με αριθ. πρωτ. ……….. βεβαίωση του Αλληλοβοηθητικού Ταμείου Πρόνοιας Εργαζομένων Α.Τ.Ε, τα δηλωθέντα εισοδήματά του κατά τα οικονομικά έτη 2012, 2013, 2014 και 2015, ποσών 47.209,37, 39.638,72, 26.704,49 και 28.210,56 ευρώ αντίστοιχα, σύμφωνα με τα σχετικά εκκαθαριστικά του σημειώματα που εκδόθηκαν από τη Δ.Ο.Υ. Α’ Πειραιά (Πόρου Α’ ΠΕ) και το δάνειο 150.000,00 ευρώ που έλαβε με τον άνω σύζυγό της και τις …………. το έτος 2009 για ανέγερση κατοικίας στο Γαλατά, σύμφωνα με τη με αριθ. πρωτ. ………. βεβαίωση της ……., υποκατάστημα Πόρου, σε συνδυασμό και με τις γνωστές, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, μαζικές αναλήψεις μετρητών από τις ελληνικές τράπεζες και τη φύλαξή τους κατ’ οίκον μετά την εμφάνιση περί τα μέσα του 2010 της συνεχιζόμενης μέχρι σήμερα ελληνικής κρίσης δημοσίου χρέους και τραπεζικής κρίσης. Αντίστοιχα, η κατοχή του άνω χρηματικού ποσού σε μετρητά από το δικαιοπάροχο των εναγόντων στην οικία του μπορεί να δικαιολογηθεί από ανασφάλειά του λόγω της συνεχιζόμενης οικονομικής και τραπεζικής κρίσης, της μεγάλης ηλικίας του και της άσχημης κατάστασης της υγείας του, αφού ήταν 83 ετών, ζούσε μόνος και έπασχε από καρκίνο (βλ. σχετ. και την ανωμοτί κατάθεση του δεύτερου ενάγοντος, κατά την οποία ο ίδιος ο θανών δικαιοπάροχός τους ………. είχε αρκετό ρευστό που κρατούσε κρυμμένο στο σπίτι του, όπως τους έλεγε, αλλά δεν το έχουν ακόμα βρει, παρότι ξέρουν ότι είναι κάπου στο σπίτι του, καθώς ο θανών είχε τη συνήθεια να μαζεύει χρήματα μετρητά και να τα κρατάει σπίτι). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε διαφορετικά και, αφού απέρριψε ως αβάσιμη κατ’ ουσία την εκ του άρθρου 416 Α.Κ. (καταχρηστική) ένσταση της εναγομένης ότι εξόφλησε προκαταβολικά στο δικαιοπάροχο των εναγόντων τα επίδικα μισθώματα 4 ετών στα οποία αφορούν οι δυο άνω αποδείξεις, στη συνέχεια δέχθηκε την αγωγή κατά την κύρια βάση της από τις συμβάσεις μίσθωσης και υποχρέωσε την εναγόμενη και κάθε άλλον τρίτο που έλκυε δικαιώματα απ’ αυτή, να αποδώσει στους ενάγοντες τη χρήση των μισθίων ακινήτων, καθώς και να καταβάλλει στον καθένα απ’ αυτούς το συνολικό ποσό των 7.510,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα που τα επιμέρους μισθώματα έπρεπε να καταβληθούν μέχρι την πλήρη εξόφληση, εσφαλμένα τις αποδείξεις εκτίμησε. Συνεπώς, πρέπει, κατά παραδοχή του σχετικού πρώτου λόγου της έφεσης και παρελκομένης της έρευνας του ετέρου λόγου αυτής περί εσφαλμένης απόρριψης (σιγή) κατ’ ουσία της ένστασης της εναγομένης περί καταχρηστικής άσκησης της αγωγής, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση και αφού κρατηθεί η αγωγή και δικαστεί από το Δικαστήριο τούτο, κατ’ άρθρο 535 παρ.1 Κ.Πολ.Δ, να απορριφθεί κατά την κύρια βάση της ως αβάσιμη κατ’ ουσία. Περαιτέρω, κατά τις επικουρικές βάσεις της κατ’ άρθρα 66 Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ. και 904 Α.Κ, οι οποίες ερευνώνται αυτεπάγγελτα μετά την απόρριψη της κύριας βάσης της (Α.Π. 2039/2014, Χρ.Ι.Δ. 2015, 354, Α.Π. 2037/2006, Εφ.Πειρ. 720/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Β. Βαθρακοκοίλης, Η έφεση, έκδ. 2015, παρ. παρ. 2412, 2418, σ.σ. 604, 606), η αγωγή πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως άνευ αντικειμένου ως προς την πρώτη βάση, αφού γίνεται δεκτό εκατέρωθεν ότι τα μίσθια ενοικιαζόμενα δωμάτια και κατάστημα έχουν παραδοθεί στους ενάγοντες από 19-5-2018 και ότι έχει συνταχθεί σχετικά το με ίδια ημερομηνία ιδιωτικό συμφωνητικό παράδοσης – παραλαβής μεταξύ των διαδίκων και ως μη νόμιμη ως προς τη βάση της από αδικαιολόγητο πλουτισμό, ο οποίος φέρεται να προήλθε στην εναγόμενη άνευ νόμιμης αιτίας από την παρακράτηση των αιτούμενων μισθωμάτων, αφού δεν γίνεται επίκληση, έστω επικουρικά, περιστατικών ακυρότητας των επίδικων συμβάσεων μίσθωσης (Ολ.Α.Π. 23/2003, ΕλλΔνη 2003, 1261, Α.Π. 1647/2002, ΕλλΔνη 2003, 1638, Εφ.Πατρ. 521/2008, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Σε κάθε περίπτωση οι άνω επικουρικές βάσεις είναι απορριπτέες και ως αβάσιμες κατ’ ουσία, εφόσον αποδείχθηκε, κατά τα προαναφερθέντα, ότι η εναγόμενη δεν οφείλει στους ενάγοντες τα επίδικα μισθώματα και ότι τα είχε προεξοφλήσει στον εκμισθωτή δικαιοπάροχό τους. Κατόπιν όλων αυτών η αγωγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως αβάσιμη κατ’ ουσία. Τέλος, οι ενάγοντες, λόγω της ήττας τους, πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα της εναγομένης αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του σχετικού νόμιμου αιτήματός της (άρθρα 106, 176, 183, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, 63 παρ. 1α’, 68 παρ. 1, 69 παρ. 1 Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων») και να διαταχθεί η επιστροφή στην εναγόμενη του παραβόλου άσκησης έφεσης που αναφέρεται στην έκθεση κατάθεσης αυτής, κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 του Κ.Πολ.Δ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 4055/2012 (Φ.Ε.Κ. Α’, 51/12-3-2012).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται την από 6-2-2018 και με αριθ. έκθ. κατάθ. ……… έφεση τυπικά και κατ’ ουσία.

Εξαφανίζει τη με αριθ. 12/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (διαδικασία μισθωτικών διαφορών).

Κρατεί και δικάζει επί της από 3-11-2015 και με αριθ. έκθ. κατάθ. ……..αγωγής.

Απορρίπτει αυτή.

Καταδικάζει τους ενάγοντες στα δικαστικά έξοδα της εναγομένης αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εννιακοσίων (900,00) ευρώ.

Διατάσσει την επιστροφή στην εκκαλούσα του παραβόλου των εκατό (100,00) ευρώ, που κατατέθηκε απ’ αυτή με το υπ’ αριθ. …. … …. e- παράβολο άσκησης έφεσης του Υπουργείου Οικονομικών.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 29 Οκτωβρίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ.