Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 635/2021

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός Απόφασης  635/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Δ.Π..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις ……….., για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:

Α) ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας ………….., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο Μαρία Λαγού, με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: …………., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Γεώργιο Θεοδωρόπουλο, με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και

Β) ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: …………., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Γεώργιο Θεοδωρόπουλο, με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης εταιρείας …………, που παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου Μαρίας Σταμούλη, με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Η εφεσίβλητη ανώνυμη εταιρεία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 2.8.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………./2018 αγωγή και ο εναγόμενος, ήδη εκκαλών-εφεσίβλητος, την από 4.10.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου ……../2018 ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση μετά παρεμπίπτουσας αγωγής, επί των οποίων συνεκδικαζομένων εκδόθηκε η υπ’ αριθμ.4315/2019 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που τις έκανε δεκτές.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η μεν καθ’ης η ανακοίνωση-προσεπικαλούμενη-παρεμπιπτόντως εναγομένη και ήδη εκκαλούσα ασφαλιστική εταιρεία, με την από 11.2.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………./11.2.2020 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ……../11.2.2020 έφεση και ο εναγόμενος – ανακοινώσας τη δίκη – προσεπικαλών – παρεμπιπτόντως ενάγων και ήδη εκκαλών – εφεσίβλητος, με την από 11.2.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ……../11.2.2020 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………/15.7.2020 έφεση, που προσδιορίστηκαν να συζητηθούν, η μεν πρώτη κατά την στην αρχή της παρούσας αναφερομένη δικάσιμο, η δε δεύτερη κατά την  δικάσιμο στις 21.5.2020, κατά την οποία ματαιώθηκε, λόγω της επιβολής του έκτακτου μέτρου της προσωρινής αναστολής των δικών ενώπιον των πολιτικών Δικαστηρίων για την προστασία της δημόσιας υγείας από την διασπορά του κορωνοϊού. Ήδη επανεισήχθη για συζήτηση αυτεπάγγελτα με την υπ’αριθμ.54/2020 Πράξη της Προεδρεύουσας του Ναυτικού Τμήματος του Δικαστηρίου, για την στην αρχή της παρούσας αναφερομένη δικάσιμο.

Κατά τη δικάσιμο αυτή οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν με τη σειρά τους από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκαν. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ανέπτυξαν τις απόψεις τους αναφερόμενοι στις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν αντίστοιχα.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

I. Οι κρινόμενες αντίθετες: α) από 11.2.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ……../11.2.2020 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ……/11.2.2020 και β) από 11.2.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ……./11.2.2020 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ……/15.7.2020, εφέσεις των εκκαλούντων, αφενός της καθ’ης η ανακοίνωση της δίκης – προσεπικαλούμενης – παρεμπιπτόντως εναγομένης και ήδη εκκαλούσας ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «………..», κατά του εναγομένου – ανακοινώσαντος την δίκη – προσεπικαλούντος – παρεμπιπτόντως ενάγοντος, …….. και αφετέρου, τούτου κατά της ενάγουσας ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………», που στρέφονται κατά της υπ’αριθμ.4315/2019 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία και έκανε δεκτές κατ’ουσίαν την από 2.8.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………/2018 αγωγή αυτής σε βάρος του ………., ήδη εκκαλούντος – εφεσιβλήτου και την από 4.10.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου ………/2018 ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση μετά παρεμπίπτουσας αγωγής τούτου, κατά της ως άνω ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας, ήδη εκκαλούσας, έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 496, 498, 499, 500, 511, 513 παρ. 1 περ. β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ.1, 520 παρ.1 και 591 παρ. 1 ΚΠολΔ, καθόσον από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι έγινε νομότυπη επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, επιμελεία της ενάγουσας, στις 13.1.2020, στον εναγόμενο και την παρεμπιπτόντως εναγομένη, συντασσομένων των υπ’αριθμ……΄και …..΄/13.1.2020 εκθέσεων επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, ….. ., που προσκομίζονται από την εφεσίβλητη, τα δε πρωτότυπα των δικογράφων των εφέσεων κατατέθηκαν στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 11.2.2020, αρμοδίως δε φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011) και για το παραδεκτό τους έχουν κατατεθεί τα αναλογούντα παράβολα υπέρ του Δημοσίου και ΤΑΧΔΙΚ (άρθρο 495 παρ. 1 και 4 ΚΠολΔ, όπως η παρ.4 προστέθηκε με το άρθρο 12 του Ν.4055/2012 και αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015). Πρέπει, επομένως, οι ένδικες εφέσεις να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α και 591 § 1 ΚΠολΔ, να εξεταστούν περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω τακτική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ.

II. Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη εταιρεία με την προαναφερθείσα αγωγή της, εξέθεσε ότι δραστηριοποιείται επιχειρηματικά στον τομέα παροχής υπηρεσιών για την προστασία του θαλάσσιου και παράκτιου περιβάλλοντος και ότι ο εναγόμενος, ως πλοιοκτήτης και πλοίαρχος του τουριστικού σκάφους «MW”, νηολογίου Πειραιώς, στο οποίο στις 28.9.2017 εκδηλώθηκε πυρκαγιά και βυθίστηκε στην περιοχή Χουλάκια της νήσου Μυκόνου, της ανέθεσε στις 29.9.2017 και αυτή ανέλαβε αυθημερόν την εκτέλεση του έργου αντιρρυπαντικής προστασίας με την περισυλλογή των εκλυόμενων από το ναυάγιο πετρελαιοειδών και λήψης όλων των αναγκαίων μέτρων προστασίας της θαλάσσιας περιοχής και απάντλησης των καυσίμων, που είχαν παραμείνει στο σκάφος και ότι εκτέλεσε τις απαιτούμενες εργασίες απορρύπανσης διαθέτοντας εξειδικευμένο προσωπικό και τον κατάλληλο εξοπλισμό, πλωτά και χερσαία μέσα, εργαλεία και υλικά, κατά το χρονικό διάστημα από 29.9.2017 έως 2.10.2017, εκδίδοντας σε βάρος του εναγομένου, με βάση τις τιμές του ισχύοντος, γνωστού, ενσωματωμένου στην αγωγή, τιμοκαταλόγου της, τον χρεωστικό λογαριασμό, που ενσωματώνεται στην αγωγή, για τις αμοιβές ανά ειδικότητα του απασχολούμενου προσωπικού, τις χρεώσεις των διατιθέμενων σκαφών και οχημάτων, τα χρησιμοποιούμενα υλικά και αναλώσιμα είδη, καθώς και τα λοιπά έξοδα, συνολικού ποσού 735 ευρώ, όπως επαρκώς προσδιορίζονται τα επιμέρους ποσά, πλέον ΦΠΑ 24% ύψους 4.016,40 ευρώ, ήτοι 20.751,40 ευρώ, το οποίο παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της, αρνείται να της καταβάλλει. Με βάση αυτό το ιστορικό ζήτησε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος εκ της συμβάσεως, αλλά και με βάση την αντικειμενική ευθύνη του εκ του νόμου, να της καταβάλει το συνολικό ποσό των είκοσι χιλιάδων επτακοσίων πενήντα ενός ευρώ και σαράντα λεπτών (20.751,40 €), ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.

Εξάλλου, ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών, με την από 4.10.2018 ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση μετά παρεμπίπτουσας αγωγής, που στρέφεται κατά της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «…………..», ήδη εκκαλούσας, στην οποία, όπως ισχυρίζεται, δυνάμει του αναφερόμενου ασφαλιστηρίου συμβολαίου, που ίσχυε κατά τον χρόνο επέλευσης του ένδικου συμβάντος, το ανωτέρω σκάφος του ήταν ασφαλισμένο, μεταξύ άλλων, για την αστική ευθύνη για πρόκληση θαλάσσιας ρύπανσης μέχρι του ποσού των 150.000 ευρώ, επικαλούμενος την άσκηση της σε βάρος του, ως άνω, αγωγής, την προσεπικάλεσε με την ιδιότητα της δικονομικής εγγυήτριας, ώστε να παρέμβει στη ανοιγείσα δίκη, προς υποστήριξη του και σε περίπτωση ήττας του, ζήτησε να υποχρεωθεί η προσεπικαλούμενη-παρεμπιπτόντως εναγομένη να του καταβάλει οποιοδήποτε χρηματικό ποσό τυχόν υποχρεωθεί να καταβάλει στην ενάγουσα της, ως άνω, κύριας αγωγής, κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, με τον νόμιμο τόκο από τις 28.9.2017, άλλως από την επίδοση της κύριας αγωγής, άλλως από την επίδοση της παρεμπίπτουσας αγωγής.

III. Επί των, ως άνω, αγωγής και προσεπίκλησης-παρεμπίπτουσας αγωγής, συνεκδικαζομένων, εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία, αφού κρίθηκαν αυτές παραδεκτές και νόμιμες, πλην των παρεπομένων αιτημάτων τοκοδοσίας, αφενός επί του ποσού Φ.Π.Α., που κρίθηκε νόμιμο από τον χρόνο έκδοσης του αντίστοιχου φορολογικού στοιχείου και όχι από την επίδοση της αγωγής και αφετέρου, επί του αιτούμενου ποσού, που θα υποχρεωθεί να καταβάλει η παρεμπιπτόντως εναγομένη, που κρίθηκε νόμιμο όχι από τον χρόνο επέλευσης του συμβάντος, αλλά (εσφαλμένα) από την επίδοση της παρεμπίπτουσας αγωγής, έγιναν αυτές δεκτές κατ’ουσίαν και υποχρεώθηκαν, ο μεν εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 20.751,40 ευρώ, υπό τον όρο έκδοσης του σχετικού φορολογικού στοιχείου για το ποσό των 4.016,40 ευρώ, που αντιστοιχεί στον αναλογούντα Φ.Π.Α, με το νόμιμο τόκο, ως προς το επιμέρους ποσό των 16.735 ευρώ, από την επομένη επίδοσης της αγωγής και ως προς το επιμέρους ποσό του Φ.Π.Α., από την έκδοση του σχετικού φορολογικού στοιχείου και την παράδοση του στον εναγόμενο, η δε προσεπικαλούμενη-παρεμπιπτόντως εναγομένη να καταβάλει στον εναγόμενο, προσεπικαλούντα-παρεμπιπτόντως ενάγοντα, το ανωτέρω ποσό, που υποχρεώθηκε αυτός να καταβάλει στην ενάγουσα, υπό τον όρο της καταβολής και με τον νόμιμο τόκο από την καταβολή αυτή.

Κατά της ως άνω οριστικής αποφάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου παραπονούνται οι εκκαλούντες με τις κρινόμενες εφέσεις τους για τους αναφερόμενους λόγους, που στο σύνολο τους ανάγονται σε μη ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, όπως ειδικότερα εκτίθεται σε έκαστη τούτων και ζητούν να εξαφανιστεί η προσβαλλομένη απόφαση, ώστε οι, ως άνω, αγωγή και παρεμπίπτουσα αγωγή αντίστοιχα να απορριφθούν καθ’ολοκληρίαν.

IV. Στις διατάξεις των άρθρων 11 και 12 του Ν. 743/1977 «Περί προστασίας του θαλασσίου περιβάλλοντος και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων» (ΦΕΚ Α 319/17.10.1977), όπως τροποποιήθηκαν με το άρθρο 10 §§ 11 και 12 αντιστοίχως του Ν. 2252/1994 «Κύρωση Διεθνούς Σύμβασης “για την ετοιμότητα, συνεργασία και αντιμετώπιση της ρύπανσης της θάλασσας από πετρέλαιο 1990″ και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 192/1994) και κωδικοποιήθηκαν μεταγλωττισμένα στη δημοτική με το ΠΔ 55/1998 «Προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος» (ΦΕΚ Α 58/20.3.1998) λαμβάνοντας την ίδια αρίθμηση, θεσπίζονται οι υποχρεώσεις των υπευθύνων ρύπανσης του θαλάσσιου περιβάλλοντος και καθιερώνεται αστική τους ευθύνη για την αποκατάσταση των εξ αυτής ζημιών και των δαπανών που είναι αναγκαίες για την αποτροπή ή την εξουδετέρωση της ρύπανσης. Ειδικότερα, στο άρθρο 11 ορίζεται ότι «Σε περίπτωση ρύπανσης ή πιθανού κινδύνου πρόκλησης αυτής, ο πλοίαρχος και ο εκπρόσωπος του πλοίου, ο προϊστάμενος ή διευθυντής της εγκατάστασης, καθώς και οι τυχόν εντεταλμένοι υποχρεούνται να αναφέρουν αμέσως το περιστατικό στην αρμόδια Λιμενική Αρχή ή στο Υπουργείο και να λάβουν άμεσα κάθε πρόσφορο μέτρο για την αποτροπή, περιορισμό και αντιμετώπιση της ρύπανσης, ενεργώντας σύμφωνα με τα υφιστάμενα σχέδια αντιμετώπισης της ρύπανσης. Σε περίπτωση που για οποιονδήποτε λόγο αυτός που προκάλεσε τη ρύπανση, οι συνυπεύθυνοι και οι τυχόν εντεταλμένοι αδυνατούν να λάβουν τα αναγκαία μέτρα, στην έκταση που απαιτείται, υποχρεούνται να αναθέτουν αμέσως τις εργασίες αυτές σε αναγνωρισμένες επιχειρήσεις αντιμετώπισης της ρύπανσης, ευθυνόμενοι επιπρόσθετα για τις συνέπειες κάθε καθυστέρησης (§ 1). Η Αρχή, αμέσως μόλις πληροφορηθεί περιστατικό ρύπανσης ή πρόδηλο και επικείμενο κίνδυνο πρόκλησης ρύπανσης, παίρνει κάθε πρόσφορο μέτρο για την αποτροπή, τον περιορισμό και την εξουδετέρωση των συνεπειών της, ενημερώνοντας σχετικά τον πλοίαρχο ή πλοιοκτήτη ή το νόμιμο αντιπρόσωπο του και σε περίπτωση απουσίας αυτών, τον πράκτορα ή άλλο αρμόδιο και σε περίπτωση εγκατάστασης τον ιδιοκτήτη ή αυτόν που την εκμεταλλεύεται (§ 2). Η Αρχή μπορεί να χρησιμοποιεί και να συντονίζει ιδιωτικά μέσα και να ζητά τη συνδρομή συναφών οργανισμών ή ιδιωτικών επιχειρήσεων που διαθέτουν τα αναγκαία μέσα και τη σχετική πείρα για την αντιμετώπιση τέτοιων περιστατικών (§ 3). Η χρησιμοποίηση των μέσων που ανήκουν σε Οργανισμούς και ιδιώτες γίνεται πάντοτε κάτω από τον έλεγχο της Αρχής, ενώ οι σχετικές δαπάνες βαρύνουν το πλοίο ή την εγκατάσταση και αυτόν που με οποιονδήποτε τρόπο προκάλεσε τη ρύπανση (§ 4). Οι εργασίες αντιμετώπισης της ρύπανσης εκτελούνται πάντοτε υπό την άμεση εποπτεία της Αρχής, η οποία εξασφαλίζει ότι διενεργούνται με την επιβαλλόμενη ταχύτητα και με αποδεκτές μεθόδους (§ 5). Με απόφαση του Υπουργού καθορίζονται οι προϋποθέσεις χορήγησης άδειας και οι ελάχιστες απαιτήσεις σε οργάνωση, επιστημονικό και τεχνικό προσωπικό, εξοπλισμό, υλικά, μέσα και ουσίες που πρέπει να διαθέτουν οι ιδιωτικές επιχειρήσεις, καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια προκειμένου να τους χορηγηθεί η άδεια λειτουργίας ως αναγνωρισμένες επιχειρήσεις καταπολέμησης της ρύπανσης της θάλασσας (§ 6). Οι αναγνωρισμένες επιχειρήσεις καταπολέμησης της ρύπανσης έχουν όλες τις ευθύνες του εντολοδόχου τους για τη λήψη των προβλεπόμενων μέτρων πρόληψης και καταπολέμησης της ρύπανσης και εκτελούν τις σχετικές εργασίες υπό την εποπτεία και σύμφωνα με τις υποδείξεις της Αρχής επί ποινή ανακλήσεως της άδειας που τους έχει χορηγηθεί (§ 7), ενώ στο υπό τον τίτλο «Εξασφάλιση απαιτήσεων» επόμενο άρθρο [12] του ιδίου αυτού Νόμου προβλέπεται ότι για την αποκατάσταση ζημιών που έχουν προκληθεί από ρύπανση, καθώς και για τις δαπάνες που έχουν γίνει για την αποτροπή ή την εξουδετέρωση αυτής, υπεύθυνος είναι αυτός που προκάλεσε υπαίτια τη ρύπανση και μαζί με αυτόν ευθύνονται εις ολόκληρον, προκειμένου για πλοία και δεξαμενόπλοια, ο πλοίαρχος, ο πλοιοκτήτης, ο εφοπλιστής, ο διαχειριστής του πλοίου στην Ελλάδα και για πλοία και δεξαμενόπλοια που ανήκουν σε ανώνυμες εταιρίες και ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου καθώς και ο διευθύνων σύμβουλος αυτής. Το πεδίο εφαρμογής του καθορίζει ο ίδιος ο Ν. 743/1977 (ΜονΕφΠειρ 254/2014 ΕλΔνη 2015, 524), ορίζοντας στο άρθρο 2 § 1 περ. α αυτού ότι οι διατάξεις του εφαρμόζονται, μεταξύ άλλων, στις περιπτώσεις ρυπάνσεως των λιμένων, των ακτών της Χώρας και των ελληνικών χωρικών υδάτων από πλοία ή δεξαμενόπλοια με ελληνική ή ξένη σημαία. Η αστική ευθύνη που καθιερώνεται με τη διάταξη του άρθρου 12, που προπαρατέθηκε, δεν θεσπίστηκε αποκλειστικώς χάριν του γενικού συμφέροντος προς διασφάλιση των περιβαλλοντικών αγαθών αλλά και για την προστασία ιδιωτικών δικαιωμάτων (ΣτΕ 1893/2000 ΔΔίκη 2000, 1467). Ο χαρακτήρας της είναι αποζημιωτικός και περιεχόμενο έχει την ανόρθωση των ζημιών που προκλήθηκαν στο θαλάσσιο και παράκτιο περιβάλλον από τη ρύπανση, καθώς και την αποκατάσταση των δαπανών που πραγματοποιήθηκαν είτε προληπτικά, για την αποτροπή της είτε κατασταλτικά, για την εξουδετέρωση των βλαπτικών συνεπειών της. Ως προς τη νομική της φύση είναι ευθύνη υποκειμενική, αφού προϋποθέτει πταίσμα, δηλαδή υπαιτιότητα (ΜονΕφΠειρ 499/2013 ΕΝαυτΔ 2013, 450, Α. Κιάντου – Παμπούκη, Αστική ευθύνη για θαλάσσια ρύπανση, σε Μνήμη Ιωάννη Κ. Καρακατσάνη, 1999, σελ. 441 επομ. [456], Γ. Θεοχαρίδης, Η σημασία της υπαιτιότητας στην κατάφαση κυρώσεων από θαλάσσια ρύπανση, σε ΕΝαυτΔ 2005/161 επομ. [164, σημ. 19], Ι. Καράκωστας/Β. Τσεβρένης, Η προστασία του περιβάλλοντος κατά το ιδιωτικό δίκαιο, σε ΧρΙΔ 2005/577 επομ. [583]) κάποιου φυσικού προσώπου, συνήθως εργαζομένου στο πλοίο, το οποίο (πταίσμα), μάλιστα, δεν τεκμαίρεται αλλά πρέπει να αποδειχθεί από το ζημιωθέντα (Α. Κιάντου – Παμπούκη, Η αστική ευθύνη για ρύπανση της θάλασσας. Ευθύνη υποκειμενική ή αντικειμενική;, σε ΕΝαυτΔ 1989/1 επομ. [5], Ζ. Δημοπούλου, Ευθύνη από διακινδύνευση, 2003, σελ. 241). Πέραν του προσώπου που προκάλεσε υπαιτίως τη ρύπανση, ο Ν. 743/1977 καθιερώνει ευθύνη και άλλων προσώπων που τελούν σε ειδική σχέση με το ρυπογόνο πλοίο (ΕφΠειρ 961/2005 ΕΕμπΔ 2005, 799). Στον κύκλο των προσώπων αυτών, στα οποία επεκτείνεται η αστική ευθύνη, περιλαμβάνονται, προκειμένου για πλοία και δεξαμενόπλοια, ο πλοίαρχος, αν, βέβαια, δεν προκάλεσε ο ίδιος υπαίτια τη ρύπανση ή τον πιθανό κίνδυνο πρόκλησης αυτής, ο πλοιοκτήτης, ο εφοπλιστής, ο διαχειριστής του πλοίου στην Ελλάδα και, εφόσον φορέας της πλοιοκτησίας (κατά το γράμμα του νόμου [«ανήκει»] αλλά με τελολογική διαστολή του και) του εφοπλισμού ή της διαχείρισης, είναι ανώνυμη εταιρία και ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου, όπως και ο διευθύνων σύμβουλος αυτής. Αφορά, δηλαδή, η ευθύνη αυτή πρόσωπα που ωφελούνται από την εκμετάλλευση του πλοίου, στα οποία, κατά τη νομοθετική βούληση, είναι σκόπιμο να επιρριφθεί το κόστος της αποκατάστασης της ζημίας (Ι. Καράκωστας, Περιβάλλον & Δίκαιο, Δίκαιο διαχείρισης και προστασίας των περιβαλλοντικών αγαθών, 2011, σελ. 418) τόσο για λόγους διανεμητικής δικαιοσύνης, όσον και προκειμένου να εξαναγκαστούν σε επίταση της προσοχής τους προς το σκοπό ελαχιστοποιήσεως των ρυπογόνων καταστάσεων στον ευαίσθητο χώρο του υγρού στοιχείου (Ι. Κοροτζής, Η αστική ευθύνη για ζημία ρύπανσης από πετρέλαιο κίνησης σύμφωνα με τη διεθνή σύμβαση του Λονδίνου του 2001, σε Δνη 2008/1293 επομ. [1297]). Πρόκειται για ευθύνη εξωδικαιοπρακτική και αντικειμενική (ΑΠ 332/2006 ΧρΙΔ 2006, 614 = ΕΕμπΔ 2006, 405), βασιζόμενη στην αιτιότητα, δηλαδή στην απλή αιτιώδη συνάφεια μεταξύ παράνομης ενέργειας και ζημιογόνου αποτελέσματος (Απ. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, 2015, § 59, αρ. 4, σελ. 642), που αποσκοπεί στην κάλυψη της ζημίας, που μπορεί να προκαλέσει η άσκηση μιας νόμιμης κατά βάση (οικονομικής) δραστηριότητας, στα πλαίσια της οποίας και λόγω του κινδυνώδους χαρακτήρα της τίθεται σε διακινδύνευση το προστατευόμενο έννομο (δημόσιο περιβαλλοντικό αλλά και ιδιωτικό) αγαθό (Λ. Κοτσίρης, Αστική ευθύνη για ρύπανση θαλάσσης από πετρελαιοειδή, σε Αφιέρωμα στον Αλέξανδρο Γ. Λιτζερόπουλο, 1985/505 επομ. [508]), με την (ουσιώδη) διαφορά, όμως, ότι ανακύπτει μόνον αν διαπιστωθεί υπαιτιότητα του προσώπου, που προκάλεσε τη ρύπανση, δηλαδή προσώπου άλλου από εκείνο στο οποίο επεκτείνεται η ευθύνη. Στην ουσία, η ευθύνη που θεσπίζεται με τη διάταξη του άρθρου 12 § 1 του Ν. 743/1977 δε διαφέρει ως προς τις προϋποθέσεις της από την ευθύνη για αλλότριες πράξεις (περί της οποίας βλ. Μ. Σταθόπουλο, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, 2004, § 7, αρ. 3, σελ. 350) που καθιερώνουν οι διατάξεις των άρθρων 922 και 926 ΑΚ, με τις οποίες ρυθμίζεται η έναντι του ζημιωθέντος ευθύνη προστήσαντος και προστηθέντος, παρά μόνο κατά το ότι διευρύνει τον κύκλο των «προστησάντων», εκκινώντας και πάλι από τη βασική ιδέα της θεμελίωσης ευθύνης σε βάρος των ωφελούμενων από τη δραστηριότητα του υπαίτιου προσώπου (Ι. Καράκωστας, ο.π.). Η ευθύνη των υπόχρεων σε αποζημίωση διαμορφώνεται νομοθετικά ως παθητική ενοχή εις ολόκληρον, με αποτέλεσμα τη γένεση αυτοτελούς δικαιώματος του ζημιωθέντος κατά ενός εκάστου των κατά νόμο συνυποχρέων, τη διατήρηση της ευθύνης όλων των συνοφειλετών μέχρι την πλήρη ικανοποίηση του δανειστή και την παραγωγή, μετά από αυτήν, αμοιβαίου δικαιώματος αναγωγής μεταξύ των εις ολόκληρον ευθυνομένων (άρθρα 481, 487 και 488 ΑΚ). Ειδικότερα, η ευθύνη αυτή των ως άνω προσώπων για την ανόρθωση των ζημιών, που προκλήθηκαν από την ρύπανση και την αποκατάσταση των δαπανών, που έγιναν για την αποτροπή ή την εξουδετέρωση της υφίσταται και έναντι αυτού, που πραγματοποίησε την απορρύπανση, ανεξάρτητα από το αν τη συνδρομή του ζήτησε η αρμόδια λιμενική αρχή, κατά την παρεχομένη σ’ αυτήν με το άρθρο 11 § 3 του Ν.743/1977 ευχέρεια ή το σχετικό έργο του ανατέθηκε με σύμβαση που συνήψε μαζί του ο εκμεταλλευόμενος το ρυπογόνο πλοίο πλοιοκτήτης, εφοπλιστής ή διαχειριστής του, αφού ο νόμος δεν διακρίνει (ΕφΠειρ 1000/2006 ΕΝαυτΔ 2007, 187). Εξάλλου, η εις ολόκληρον με το υπαίτιο πρόσωπο ευθύνη των τρίτων επεκτείνεται εντός των ορίων που, κατά την αντίληψη του νομοθέτη, θέτουν από τη μια πλευρά η ανάγκη της όσο το δυνατόν πληρέστερης προστασίας του εννόμου αγαθού (ΜονΕφΠειρ 83/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), που ως προς την κύρια κοινωνική όψη του (φυσικό περιβάλλον και ποιότητα ανθρώπινης διαβίωσης) έχει συνταγματική περιωπή (άρθρο 24 § 1 Σ) και η οποία προκαλεί καταρχάς τη διεύρυνση της ευθύνης και σε ανυπαίτια πρόσωπα και, από την άλλη, η δικαιοπολιτική σκοπιμότητα επιρρίψεως των δυσμενών συνεπειών της νόμιμης επιχειρηματικής δραστηριότητας μόνον στον ωφελούμενο από την άσκηση της, η οποία επιβάλλει την περιστολή της επέκτασης. Έτσι, μαζί με τον υπαίτιο ευθύνεται εις ολόκληρον, πλην του (ανυπαίτιου, διότι άλλως δεν ευθύνεται αντικειμενικά αλλά υποκειμενικά) πλοιάρχου του ρυπογόνου πλοίου ή δεξαμενόπλοιου, που από τη φύση του πράγματος συνδέεται με το ζημιογόνο περιστατικό και ο φορέας της ναυτιλιακής επιχείρησης, κατά την άσκηση της οποίας ανέκυψε ο κίνδυνος της περιβαλλοντικής ζημίας ή επήλθε αυτή ή απαιτήθηκαν δαπάνες προς αποτροπή ή εξουδετέρωση της, δηλαδή ο πλοιοκτήτης, ο εφοπλιστής ή ο διαχειριστής του πλοίου, ανεξαρτήτως αν είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο. Στη δεύτερη περίπτωση, το υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής του νόμου καταλαμβάνει κάθε μορφής εταιρία, προσωπική ή κεφαλαιουχική, επομένως και τη ναυτική εταιρία, μολονότι ο εταιρικός αυτός τύπος θεσμοθετήθηκε με μεταγενέστερο νομοθέτημα (το Ν. 959/1979). Να σημειωθεί ότι κατά την εισαγωγή του Ν. 743/1977 ναυτιλιακή επιχείρηση μπορούσαν να ασκούν εταιρίες με τη νομική μορφή της ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης, της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης, της ανώνυμης εταιρίας και της ειδικής ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας (ΕΑΝΕ) του ΝΔ 2687/1953 «Περί επενδύσεως και προστασίας κεφαλαίων εξωτερικού» (ΦΕΚ Α 317/10.11.1953) [Γ. Σπαρτιώτης, Ναυτιλιακές Εταιρίες Α.Ν. 89/1967, 1989, σελ. 172]. Στην ίδια περίπτωση, εφόσον το ευθυνόμενο εταιρικό μόρφωμα είναι προσωπική εταιρία (δηλαδή ομόρρυθμη ή ετερόρρυθμη) ευθύνεται ούτως ή άλλως αλληλέγγυα και με την προσωπική του περιουσία και ο απεριορίστως ευθυνόμενος για τα χρέη της εταίρος, ανεξαρτήτως αν προέρχονται από σύμβαση ή αδικοπραξία (άρθρο 22 ΕΝ και ήδη 458 του Ν. 4072/2012, ΑΠ 1536/2000 ΕλΔνη 2001, 1306, ΕφΠειρ 109/2009 ΔΕΕ 2010, 78, 452 = ΕΕμπΔ 2010, 634, ΜονΕφΘεσ 517/2015 Αρμ.2016, 85). Εκεί λοιπόν στους εκ της ρυπάνσεως οφειλέτες του ζημιωθέντος προστίθεται και τουλάχιστον ένα φυσικό πρόσωπο ενεχόμενο και αυτό εις ολόκληρον δυνάμει των γενικών διατάξεων. Η κατ’ αυτόν τον τρόπο ενίσχυση της θέσης του δανειστή δεν είναι, όμως, αυτονόητη, όταν πρόκειται για κεφαλαιουχική εταιρία, που έχει περιουσιακή αυτοτέλεια και χωριστή νομική προσωπικότητα έναντι των μελών της, η ευθύνη των οποίων για τα εταιρικά χρέη ως εκ τούτου περιορίζεται (ΑΠ 1380/2013 ΔΕΕ 2014, 256 = ΕΕμπΔ 2014, 125 = ΧρΙΔ 2014, 211, ΑΠ 1051/2012 ΔΕΕ 2013, 490, ΑΠ 1083/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΑθ 2026/2016 ΔΕΕ 2016, 1409, Ελ. Αλεξανδρίδου, Δίκαιο Εμπορικών Εταιριών, τεύχος Β, 2000, § 1 IV 2, σελ. 17), με αποτέλεσμα να μην υπέχει την εκ του Ν. 743/1977 ευθύνη ο μέτοχος ή ο εταίρος της κεφαλαιουχικής εταιρίας. Ειδικά για την ευθύνη εκ ρυπάνσεως από πλοίο ή δεξαμενόπλοιο, που ανήκει σε ανώνυμη εταιρία, ο Ν. 743/1977 στο άρθρο 12 ρητά ορίζει ότι ευθύνεται μαζί με το νομικό πρόσωπο και ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου καθώς και ο διευθύνων σύμβουλος αυτής, δηλαδή εκείνα τα φυσικά πρόσωπα (μέτοχοι ή μη) που είναι μέλη του οργάνου διοικήσεως της εταιρίας και έχουν γενική εξουσία διαχείρισης της περιουσίας και των υποθέσεων της (Ι. Μάρκου, Το διοικητικό συμβούλιο της ΑΕ, 2015, σελ. 77 επομ., για τις αρμοδιότητες του διευθύνοντος συμβούλου ΑΠ 1106/2017 ΔΕΕ 2017, 1330 και ΕφΘεσ 555/2010 ΕπισκΕΔ 2010, 1155). Από τη διάταξη αυτή συνάγεται εξ αντιδιαστολής ότι αντικειμενική ευθύνη για την αποκατάσταση των ζημιών από ρύπανση της θάλασσας και προς πληρωμή των δαπανών απορρυπάνσεως που προκαλείται από πλοίο, που το εκμεταλλεύεται ανώνυμη εταιρία, δεν υπέχουν άλλα φυσικά πρόσωπα, ακόμα και αν μετέχουν στη διοίκηση της, εφόσον δεν έχουν μία από τις παραπάνω ιδιότητες. Επί αντικειμενικώς ευθυνόμενης εταιρίας, κεφαλαιουχικής μεν, πλην όμως άλλου τύπου και όχι ανώνυμης εταιρίας και ενόψει της ειδικής νομοθετικής αναφοράς μόνον στην τελευταία, ζήτημα ανακύπτει ως προς το επιτρεπτό της διευρύνσεως της ευθύνης αυτής και στα φυσικά πρόσωπα, που διοικούν αυτήν την άλλου τύπου εταιρία και, σε καταφατική περίπτωση, ως προς τον καθορισμό της ταυτότητας των προσώπων που θα φέρουν την αντικειμενική ευθύνη ως διαχειριστικά της όργανα. Νομολογιακώς έχει κριθεί ότι τέτοια ευθύνη έχει και: α] ο διαχειριστής της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης (ΜονΕφΠειρ 83/2015 ο.π.), με την αιτιολογία ότι η διάταξη του άρθρου 12 του Ν. 743/1977 δεν πρέπει να ερμηνεύεται στενώς, αφού αποσκοπεί στην πληρέστερη προστασία του κοινωνικού αγαθού του φυσικού περιβάλλοντος, β] ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου και διευθύνων σύμβουλος αλλοδαπής εταιρίας, που προσομοιάζει κατά τον εταιρικό της τύπο με αυτόν της ανώνυμης εταιρείας του ελληνικού δικαίου (ΤριμΕφΠειρ 85/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), με την αιτιολογία ότι επί νομικού χαρακτηρισμού βιοτικών σχέσεων με διεθνείς όψεις δεν είναι δυνατόν να απαιτηθεί ταυτότητα αλλά σημαντική αναλογία και γ] ο διευθυντής εταιρίας, η οποία συστάθηκε μεν κατ’ αλλοδαπό δίκαιο, είχε όμως την πραγματική της έδρα στην Ελλάδα και η οποία, επειδή δεν τήρησε τις διατυπώσεις που απαιτούνται από την ελληνική νομοθεσία για την ίδρυση ανώνυμης εταιρείας, προς την οποία προσομοιάζει κατά τον εταιρικό της τύπο, κρίθηκε ως εν τοις πράγμασι προσωπική εταιρία (ΕφΠειρ 127/2009 ΕΝαυτΔ 2009, 429 = ΕΕμπΔ 2010, 601). Στο Ν. 743/1977 δε ρυθμίζεται η ευθύνη των μελών της διοικήσεως ναυτικής εταιρίας, αφού το ενδεχόμενο ρυπάνσεως από πλοίο που ανήκει σ’ αυτήν αναφάνηκε μετά τη θέσπιση του κανόνα του άρθρου 12 αυτού. Τούτο σημαίνει ότι ο νομοθέτης δεν αποσκοπούσε στον αποκλεισμό της ευθύνης των προσώπων αυτών αλλά ότι η ρύθμισή του απέβη εκ των υστέρων ατελής. Πρόκειται, επομένως, για γνήσιο δευτερογενές οργανικό κενό του νόμου (Π. Λαδάς, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, Ι, 2007, § 7, αρ. 1, σελ. 148, Ι. Σπυριδάκης, Γενικές Αρχές, τεύχος Α, 1985, § 27, σελ. 67), δεκτικό πληρώσεως με praeter legem ερμηνεία, δηλαδή με διάπλαση δικαίου. Η ερμηνευτική μέθοδος που ακολουθείται για την πλήρωση των κενών του νόμου είναι η αναλογία, δηλαδή η επέκταση του πεδίου εφαρμογής του ισχύοντος κανόνα δικαίου και επί ετέρου αρρύθμιστου ζητήματος, το οποίο εμφανίζει νομικά ενδιαφέρουσα ομοιότητα με την νομοθετικά διευθετημένη περίπτωση, προκειμένου να τύχουν ισότιμης μεταχείρισης ουσιωδώς όμοιες καταστάσεις (ΕφΑθ 7335/1986 ΕλΔνη 1987, 158, με ενημερωτικό σημείωμα Ευαγ. Κρουσταλάκη, Γ. Μπαλής, Γενικαί Αρχαί του Αστικού Δικαίου [κατά τον Κώδικα], 1950, § 9, σελ. 26, Κ.Σταμάτης, Η θεμελίωση των νομικών κρίσεων, 2009, σελ. 491, ο ίδιος, Εισαγωγή στη μεθοδολογία του δικαίου, 1991, σελ. 193, Π. Φίλιος, Νομική Μεθοδολογία, 2009, § 46Α, σελ. 126 επομ.). Γενικά, η ευθύνη των μελών της διοίκησης ναυτικής εταιρείας είναι συλλογική, εκτός αν το διοικητικό της συμβούλιο αποφασίσει να αναθέσει την άσκηση των εξουσιών ή των αρμοδιοτήτων του σε ένα ή περισσότερα μέλη του ή σε τρίτους καθορίζοντας ταυτόχρονα και την έκταση των εξουσιών αυτών, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 20 § 1 του Ν. 959/1979, οπότε θεωρούνται αυτοί ως υποκατάστατοι κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 67 εδαφ. β΄ ΑΚ (Αλ. Καλαντζής, Ναυτική Εταιρεία, Ερμηνεία κατ’ άρθρο του Ν. 959/1979, 1990, άρθρο 12, σελ. 67), εφόσον η πιο πάνω απόφαση του διοικητικού συμβουλίου καταχωρηθεί στο μητρώο των ναυτικών εταιριών, οπότε η καταχώρηση αυτή αποτελεί πλήρη απόδειξη περί των εκπροσώπων της εταιρείας (άρθρο 20 §§ 2 και 5 του Ν. 959/1979, ΜονΕφΠειρ 74/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 143/2013 ΕΝαυτΔ 2013, 105 = Δνη 2015, 497, Κ.Παμπούκης, Σκέψεις για το μητρώο ναυτικών εταιριών, σε ΕπισκΕΔ 2003/662 επομ. [667]). Η ρύθμιση αυτή είναι ταυτόσημη προς εκείνη των διατάξεων των §§ 1 και 2 του άρθρου 18 του ΚΝ 2190/1920 «Περί Ανωνύμων Εταιριών», με τις οποίες θεσπίζεται η συλλογική από το διοικητικό της συμβούλιο εκπροσώπηση της ανώνυμης εταιρίας, εκτός αν με καταστατική πρόβλεψη οριστεί ότι ένα ή περισσότερα μέλη του ή τρίτοι μπορούν να εκπροσωπήσουν την εταιρία γενικώς ή σε ορισμένου είδους πράξεις (ΑΠ 1541/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συλλογική είναι η ευθύνη των μελών της διοικήσεως της ναυτικής εταιρίας και με βάση τη διάταξη του άρθρου 7 του Ν. 4037/2012 (ΦΕΚ Α 10/30.1.2012), με τον οποίο εναρμονίστηκε το εθνικό δίκαιο προς τις διατάξεις της Οδηγίας 2005/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 7ης Σεπτεμβρίου 2005 σχετικά με τη ρύπανση από τα πλοία και τη θέσπιση κυρώσεων, περιλαμβανομένων των ποινικών, για αδικήματα ρύπανσης (L 255), η οποία τροποποιήθηκε με την Οδηγία 2009/123/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Οκτωβρίου 2009 (L 280) και θεσπίστηκαν αποτρεπτικές, αποτελεσματικές και αναλογικές ποινικές και διοικητικές (όχι όμως και αστικές) κυρώσεις, για τις περιπτώσεις που προκαλείται ή ενδέχεται να προκληθεί ρύπανση ή υποβάθμιση του θαλάσσιου περιβάλλοντος, επί σκοπώ διασφαλίσεως της αποτελεσματικής ποινικής προστασίας του. Στη διάταξη αυτή ορίζεται, συγκεκριμένα, ότι όταν εξετάζεται ευθύνη νομικού προσώπου, υπεύθυνοι για την τήρηση των σχετικών με την αποφυγή της θαλάσσιας ρύπανσης διατάξεων θεωρούνται, επί προσωπικών εταιριών, εταιριών περιορισμένης ευθύνης και συνεταιρισμών, οι διαχειριστές και επί ανωνύμων εταιριών, ναυτικών εταιριών και ναυτικών εταιριών πλοίων αναψυχής (ΝΕΠΑ), τα μέλη του διοικούντος οργάνου και τα πρόσωπα που ασκούν έλεγχο επί της εταιρίας. Από τις ειδικές λοιπόν διατάξεις των άρθρων 12 Ν. 743/1977 και 7 Ν. 4037/2012 συνάγεται ότι είναι επιτρεπτή αλλά και επιβεβλημένη η επέκταση της αντικειμενικής ευθύνης της ναυτικής εταιρίας για την ανόρθωση των ζημιών από ρύπανση του θαλάσσιου και του παράκτιου περιβάλλοντος, που προκλήθηκε από πλοίο ή δεξαμενόπλοιο της πλοιοκτησίας, του εφοπλισμού ή της διαχειρίσεώς της και για την αποκατάσταση των δαπανών, που απαιτήθηκαν για την αποτροπή του κινδύνου της ρύπανσης ή την εξουδετέρωση των περιβαλλοντικών συνεπειών της και στα φυσικά πρόσωπα που απαρτίζουν τη διοίκηση του νομικού της προσώπου. Πρόκειται για την κατανομή της ευθύνης προς αποκατάσταση συνεπειών από ρύπανση του περιβάλλοντος προερχόμενη από πλοίο ή δεξαμενόπλοιο κεφαλαιουχικής εμπορικής εταιρίας, που διοικείται από συλλογικό όργανο και αποκομίζει οικονομικό όφελος από την εν δυνάμει κινδυνώδη για τα περιβαλλοντικά αγαθά λειτουργία του πλοίου, των οποίων είναι δυνατή η προσβολή, συνεπεία υπαίτιας συμπεριφοράς φυσικού προσώπου ελεγχόμενου [προστηθέντος] από τα μέλη της διοίκησης της εταιρίας (ΕφΠειρ 624/2018).

V. Από την υπ’ αριθ………./4.12.2018 ένορκη βεβαίωση του …………., που συντάχθηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου Αμφιλοχίας, ………, με την επιμέλεια του εναγομένου, κατόπιν νομότυπης κλήτευσης της ενάγουσας και της παρεμπιπτόντως εναγομένης (υπ’ αριθ. …΄/28.11.2018 και ….΄/29.11.2018 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα στο Πρωτοδικείο Πειραιά, ……….) και την υπ’αριθμ……../17.11.2020 ένορκη βεβαίωση του …. ……., που συντάχθηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου Μυκόνου, …….., με την επιμέλεια της εφεσίβλητης, ως υπεράσπιση κατά της σε βάρος της έφεσης (527 και 529 παρ.1 ΚπολΔ), κατόπιν νομότυπης κλήτευσης του εκκαλούντος-εναγομένου, κατ’άρθρο 422παρ.1 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 του Ν.4335/2015 (υπ’ αριθ…..΄/12.11.2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα στο Πρωτοδικείο Πειραιά, ……….), οι οποίες εκτιμώνται από το Δικαστήριο κατά το μέτρο της αξιοπιστίας και το βαθμό της γνώσεως εκάστου μάρτυρα, μη λαμβανομένων υπόψη, αφενός της υπ’ αριθ. ……./14.11.2018 ένορκης βεβαίωσης, του ………, που συντάχθηκε χωρίς την παρουσία του εναγομένου, ενώπιον της συμβολαιογράφου Μυκόνου, ………., με επιμέλεια της ενάγουσας και των υπ’αριθμ……. και ……../7.12.2018 ενόρκων βεβαιώσεων των μαρτύρων, ……. και ………., που συντάχθηκαν χωρίς την παρουσία του προσεπικαλούντος- παρεμπιπτόντως ενάγοντος, ενώπιον της συμβολαιογράφου Κρωπίας, ……….., με επιμέλεια της προσεπικαλουμένης- παρεμπιπτόντως εναγόμενης, οι οποίες δόθηκαν μετά από κλήτευση των εκατέρωθεν αντιδίκων, του μεν εναγομένου με την επίδοση της αγωγής, του δε προσεπικαλούντος – παρεμπιπτόντως ενάγοντος μετά την από 4.12.2018 κλήση, που επιδόθηκε αυθημερόν συντασσομένης της υπ’αριθ……../4.12.2018 έκθεσης επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά, …………, πλην όμως αυτοί, κλήθηκαν αντίστοιχα να παρασταθούν σε διάφορους πολλαπλούς χρόνους, κατά τρόπο ώστε ο προσδιορισμός περισσότερων χρόνων για την εξέταση των μαρτύρων να μην είναι σαφής και συγκεκριμένος, ώστε να παρέχεται σ’αυτούς η δυνατότητα να παρασταθούν κατά την εξέταση και συνακόλουθα, δεν πληρούται στη προκειμένη περίπτωση η απαιτούμενη από τη διάταξη του άρθρου 422παρ.1 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 του Ν.4335/2015, προϋπόθεση της προηγούμενης κλήτευσης των αντιδίκων αντιστοίχως, γι’αυτό και οι δοθείσες παρά την έλλειψη αυτή, ως άνω, ένορκες βεβαιώσεις, κατά τις οποίες και δεν παραστάθηκε ο εναγόμενος – προσεπικαλών – παρεμπιπτόντως ενάγων, είναι ανύπαρκτες ως αποδεικτικά μέσα και δεν λαμβάνονται υπόψη (ΑΠ 1321/2014, ΑΠ 275/2013), όπως ορθά έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απορριπτομένου του πέμπτου λόγου της έφεσης της παρεμπιπτόντως εναγομένης, που υποστηρίζει τα αντίθετα αναφορικά με τις ένορκες βεβαιώσεις, που δόθηκαν επιμελεία της, ως ουσιαστικά αβασίμου, επιπλέον δε από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, ανεξάρτητα αν αυτά (έγγραφα) πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρο 340 παρ.1 ΚΠολΔ), για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004,723), σε συνδυασμό με τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφα τους και εκτιμώνται, κατ’ άρθρα 264 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, αλλά και τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα ανώνυμη εταιρεία δραστηριοποιείται στον τομέα εκτέλεσης έργων και παροχής υπηρεσιών για την προστασία του θαλάσσιου και παράκτιου περιβάλλοντος, αναλαμβάνοντας, έναντι αμοιβής, την λήψη προληπτικών και κατασταλτικών αντιρρυπαντικών και απορρυπαντικών μέτρων, προς αντιμετώπιση των θαλάσσιων και παράκτιων ρυπάνσεων από πετρελαιοειδή και άλλους ρύπους, σύμφωνα με τους ελληνικούς και διεθνείς Κανονισμούς, προς επίτευξη δε των ανωτέρω σκοπών της χρησιμοποιεί εξειδικευμένο προσωπικό και διαθέτει ειδικής κατασκευής και αυξημένης αξίας αντιρρυπαντικά πλωτά και χερσαία μέσα και ειδικό εξοπλισμό. Στις 28.9.2017 περί ώρα 13.00 εκδηλώθηκε φωτιά στο Ε/Γ-Τ/Ρ σκάφος «ΜΓ» («MW»), με αριθμό νηολογίου Πειραιώς ….., κ.ο.χ. 42,78, ιδιοκτησίας του εναγομένου, ………., που το κυβερνούσε. Έσπευσε προς παροχή βοήθειας η λάντζα του Κ/Ζ «SD», σημαίας Μπαχάμες, που ήταν αγκυροβολημένο σε κοντινή απόσταση και περισυνέλλεξε τους δύο επιβαίνοντες στο φλεγόμενο σκάφος, που είχαν πέσει στην θάλασσα, καθώς και δύο πλωτά λιμενικά σκάφη Λιμεναρχείου Μυκόνου, η λάντζα «Π» Ν.Π……… και το ρυμουλκό «ΧXL» Ν.Π….., που ρυμούλκησε το επίδικο σκάφος ανοικτά του λιμένος στην θαλάσσια περιοχή «Χουλάκια»  και συνέδραμε στην επιχείρηση κατάσβεσης της πυρκαγιάς. Εντούτοις, το σκάφος εξακολούθησε να φλέγεται ανεξέλεγκτα και περί ώρα 14.40 πήρε κλίση και βυθίστηκε στην θαλάσσια περιοχή «Χουλάκια».

Προς αποτροπή σημαντικής θαλάσσιας ρύπανσης από το ενδεχόμενο διαρροής των καυσίμων του κινητήρα του, των πετρελαιοειδών μειγμάτων του πλοίου και οποιωνδήποτε άλλων ρυπογόνων ουσιών στη θάλασσα, το Κέντρο Επιχειρήσεων του Λιμενικού Σώματος άμεσα, με το από 28.9.2017 επείγον σήμα του, απευθύνθηκε στον εναγόμενο, πλοιοκτήτη-κυβερνήτη του σκάφους, στον οποίο έδωσε εντολή για την λήψη κάθε πρόσφορου μέτρου για την αποφυγή διαρροής των καυσίμων, λιπαντικών και πετρελαιοειδών του σκάφους στην θάλασσα και την ταχεία απάντληση και απομάκρυνση από αυτό των καυσίμων και κάθε είδους ρυπογόνων ουσιών, με προηγούμενη άμεση ενημέρωση της αρμόδιας λιμενικής αρχής Μυκόνου και του Κέντρου Επιχειρήσεων Λ.Σ. για την ακριβή ποσότητα των υφισταμένων στο πλοίο καυσίμων-λιπαντικών και πετρελαιοειδών και τις δεξαμενές, που υφίστανται, καθώς και την υποβολή σχεδίου απάντλησης και απομάκρυνσης τους, στην ανωτέρω λιμενική αρχή, που είχε την εποπτεία. Ανταποκρινόμενος άμεσα στις εντολές αυτές ο εναγόμενος πλοιοκτήτης του ζημιογόνου σκάφους ανέθεσε στις 29.9.2017 στην ενάγουσα ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «…………» με επιστολή, που απεστάλη τηλεομοιοτυπικά μέσω «fax”, τη λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων για την προστασία του θαλασσίου περιβάλλοντος και την απάντληση των υφισταμένων στο σκάφος καυσίμων, που σύμφωνα με την από 28.9.2017 υπεύθυνη δήλωση του προς το Λιμεναρχείο Μυκόνου, ανέρχονταν σε 1000 λίτρα πετρελαίου κίνησης, 20 λίτρα βενζίνης και 20 λίτρα λάδι. Την ανάθεση του έργου αποδέχθηκε αυθημερόν η ενάγουσα εταιρεία (άρθρα 167, 189, 192, 361 Α.Κ.) με αποστολή ηλεκτρονικής επιστολής (email) στον εναγόμενο, με συνημμένο τον τιμοκατάλογο των υπηρεσιών της, που ήταν γνωστός στην ναυτιλιακή αγορά, στον οποίο περιλαμβάνονταν αναλυτικά οι χρεώσεις της για την απασχόληση του προσωπικού, την χρησιμοποίηση των πλωτών και χερσαίων μέσων και εν γένει του εξοπλισμού της, καθώς και η αξία των υλικών και λοιπών αναλώσιμων ειδών, περί των οποίων ο εναγόμενος δεν εξέφρασε καμία αντίρρηση και τις αποδέχτηκε ανεπιφύλακτα. Σύμφωνα με τους προβλεπόμενους όρους και συνθήκες παροχής των υπηρεσιών, που περιλαμβάνονταν στον εν λόγω τιμοκατάλογο: α) οι χρεώσεις για τους τεχνικούς και τον επικεφαλής τεχνικό, αφορούν εργασία μέχρι δέκα (10) ώρες, ενώ για εργασία πέραν των δέκα (10) ωρών, ισχύει υπερωριακή χρέωση, η δε χρέωση προσωπικού μπορεί να υπάρξει για εργασία υποστήριξης που συνδέεται άμεσα με το συγκεκριμένο έργο και υπολογίζεται από την αρχική ειδοποίηση β) τα αντιρρυπαντικά σκάφη «Α» τύπου Oil Debris Skimmer είναι ειδικά σχεδιασμένα, με ικανότητα περισυλλογής πετρελαιοειδών όλων των τύπων, έχουν 20 μ. μήκος και διαθέτουν δεξαμενές χωρητικότητας άνω των 30 m3 πετρελαίου και 3,5 m3 απορριμμάτων, γ) όλες οι αντλίες και τα skimmers είναι πλήρως εξοπλισμένα με μονάδα παραγωγής ισχύος και 20m σωληνώσεων, δ) οι αντιρρυπαντικές εργασίες πραγματοποιούνται μόνο με μηχανικά μέσα περισυλλογής, ε) ο εξοπλισμός χρεώνεται από τη στιγμή της αναχώρησης του από τον αντιρρυπαντικό σταθμό της ενάγουσας εταιρίας, στ) για άμεση επέμβαση και εργασίες περισυλλογής πετρελαίου η ελάχιστη χρέωση για τον εξοπλισμό είναι τέσσερεις (4) ώρες ή μία ημέρα για εξοπλισμό που ενοικιάζεται με την ώρα ή την ημέρα αντίστοιχα, ζ) οι ανωτέρω τιμές δεν περιλαμβάνουν τα καύσιμα που χρεώνονται στο κόστος, η) ο εξοπλισμός χρεώνεται με το 50% της κανονικής χρέωσης, όταν παραμένει σε ετοιμότητα χωρίς να χρησιμοποιείται, θ) ημερήσιες χρεώσεις εφαρμόζονται σε προκαθορισμένα είδη μετά την 3η ημέρα των αντιρρυπαντικών εργασιών, άσχετα από τις ώρες εργασίας, ι) τα έξοδα που αφορούν στη διακίνηση και τελική διάθεση των αποβλήτων βαρύνουν τον πελάτη, ια) προβλέπεται επιβάρυνση ύψους 15% για την ασφαλιστική κάλυψη, την αμοιβή υπεργολάβων την ενοικίαση εξοπλισμού και έξοδα, που αφορούν στη συγκεκριμένη εργασία και ιβ) η πληρωμή των τιμολογίων γίνεται μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από την ημερομηνία έκδοσης τους.

Αμέσως μετά την ανάληψη του έργου, η ενάγουσα εταιρεία απέστειλε αυθημερόν εξειδικευμένο συνεργείο τεχνικών και τα κατάλληλα μηχανήματα, σκάφος, εξοπλισμό και εργαλεία στη θαλάσσια περιοχή του ναυαγίου, παρέχοντας άμεσα τις απορρυπαντικές και αντιρρυπαντικές υπηρεσίες της, υπό τη διαρκή εποπτεία και τις οδηγίες της αρμόδιας λιμενικής αρχής, προκειμένου να αντιμετωπιστεί το ταχύτερο δυνατόν ο κίνδυνος ρύπανσης. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις αναφορές, που υπέβαλε η ενάγουσα στο Λιμεναρχείο Μυκόνου, απέστειλε για το σκοπό αυτό στην περιοχή ένα ταχύπλοο σκάφος ρίψης αντιρρυπαντικών φραγμάτων, απορροφητικά υλικά, αντλία κενού, σωληνώσεις και εργαλεία χειρός. Ειδικότερα, την Παρασκευή 29.9.2017, το ταχύπλοο σκάφος της ενάγουσας «AL» έφθασε στο σημείο του ναυαγίου, όπου και πραγματοποιήθηκε έλεγχος από δύτες για τον εντοπισμό πετρελαιοειδών και άλλων ρύπων και εντοπίσθηκε η μία δεξαμενή καυσίμου, που είχε αποσπασθεί από το σκάφος και συγκρατούνταν από το λάστιχο παροχής καυσίμων, κενή φορτίου, την οποία ασφάλισαν, ανέλκυσαν και ρυμούλκησαν έως την ακτή. Επίσης, έγινε περισυλλογή – συγκέντρωση των επιπλεόντων πετρελαιοειδών και άλλων ρύπων, που εξέλυε το ναυάγιο, όπως σκουπιδιών, πλαστικών και λοιπών μικροαντικειμένων, ενώ αργότερα σε νέα επιθεώρηση δεν εντοπίστηκαν ίχνη ρύπανσης. Εργάστηκαν για το σκοπό αυτό από ώρα 11.00 έως τις 20.00, οπότε διακόπηκαν οι εργασίες, λόγω σκότους, ο Διευθυντής Επιχειρήσεων της ενάγουσας εταιρείας, ………., ο επικεφαλής τεχνικός και δύτης, …….., δύο τεχνικοί, ήτοι ο χειριστής του σκάφους ……… και ένας τεχνικός, που εκτελούσε και χρέη βοηθού δύτη, ο ……., οι οποίοι διέθεταν μια αντλία νερού υψηλής πίεσης σε αναμονή και σωληνώσεις πετρελαίου σε αναμονή. Επίσης, χρησιμοποιήθηκε ένα όχημα υποστήριξης 4X4 για την ρίψη του σκάφους στην θάλασσα, έτερο όχημα υποστήριξης, εργαλεία χειρός και μέσα ατομικής προστασίας για το προσωπικό και καλύφθηκαν τα έξοδα μεταφοράς των οχημάτων και του εξοπλισμού, καθώς και τα έξοδα ταξιδιού και διαμονής στον τόπο του συμβάντος, του προσωπικού της. Το Σάββατο 30.9.2017, έγινε μεταφορά από γερανοφόρο όχημα της δεξαμενής σε χώρο φύλαξης, που υπέδειξε το Λιμεναρχείο Μυκόνου, περισυλλέχθηκαν μικροποσότητες πετρελαιοειδών και λοιπών ρύπων (σκουπιδιών, πλαστικών και άλλων υλικών), που συνέχιζε να εκλύει το ναυάγιο και το μεσημέρι της ίδιας ημέρας ο Διευθυντής επιχειρήσεων από κοινού με τον επιβλέποντα τεχνικό, ……. και τον τεχνικό, ……….., επιθεώρησαν πάλι με το ίδιο ταχύπλοο σκάφος την θαλάσσια περιοχή του ναυαγίου, χωρίς να εντοπισθούν ίχνη ρύπανσης. Για όλες τις ανωτέρω εργασίες, όπως και για τις επιθεωρήσεις, που διενεργήθηκαν ομοίως και τις δύο επόμενες ημέρες, προς διακρίβωση της μη εμφάνισης περαιτέρω ρύπανσης, η ενάγουσα ενημέρωνε με συγκεντρωτική αναφορά πεπραγμένων εγγράφως καθημερινά το Λιμεναρχείο Μυκόνου, το οποίο, κατά το νόμο, είχε την εποπτεία του έργου προστασίας του θαλασσίου περιβάλλοντος στην περιοχή, καθώς και τον εναγόμενο. Οι, ως άνω, αναγκαίες εργασίες απορρύπανσης, πραγματοποιήθηκαν κατά το χρονικό διάστημα από τις 29.9.2017 έως και τις 2.10.2017, σύμφωνα με τους κανόνες της ναυτικής επιστήμης και τέχνης και υπό την παρακολούθηση και εποπτεία των αρμοδίων οργάνων του Λιμεναρχείου Μυκόνου. Κατά συνέπεια, η ενάγουσα, που παρείχε επιμελώς τις προσήκουσες υπηρεσίες για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του εν λόγω περιστατικού θαλάσσιας ρύπανσης και την προστασία του θαλασσίου και παράκτιου περιβάλλοντος, δικαιούται την αντίστοιχη αμοιβή για τις παρασχεθείσες υπηρεσίες της, καθώς και την αξία των δαπανών αντιρρύπανσης και απορρύπανσης, έναντι του αντισυμβαλλομένου της, εναγομένου, που ενέχεται και βάσει των ρηθέντων στην μείζονα σκέψη διατάξεων, με την ιδιότητα του πλοιοκτήτη-κυβερνήτη του ζημιογόνου σκάφους.

Με βάση τον ανωτέρω, αποδεκτό από τον εναγόμενο, τιμοκατάλογο της ενάγουσας, η αμοιβή και οι δαπάνες της για τις υπηρεσίες απορρύπανσης και αντιρρύπανσης, που προσέφερε, υπολογιζόμενες ανά ημέρα, αναφορικά με το προσωπικό, τα σκάφη, τον εξοπλισμό, τα απορροφητικά-αναλώσιμα υλικά και διάφορα άλλα έξοδα, ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 16.735 ευρώ, πλέον ΦΠΑ 24% και αναλύονται ως εξής: 1) Στις 29.9.2017, παρασχέθηκε εργασία 9 ωρών (από 11.00 έως 20.00), η οποία τιμολογήθηκε ως ακολούθως: Α) Για το προσωπικό: α) διευθυντής επιχειρήσεων, ποσό 880 ευρώ, β) επικεφαλής τεχνικός, ποσό 630 ευρώ, γ)τεχνικοί 2 άτομα Χ 530 ευρώ έκαστος, ποσό 1.060 ευρώ, δ) υπερωρίες 2 ωρών Χ 30 ευρώ/ώρα, ποσό 60 ευρώ, ήτοι συνολικά για το προσωπικό, ποσό 2.630 ευρώ, Β) Για τα σκάφη: ταχύπλοο σκάφος εργασίας – ρίψης φραγμάτων, ποσό 1.800 ευρώ, Γ) Για τον εξοπλισμό: α) 1 όχημα υποστήριξης, ποσό 160,00 ευρώ, β) αντλία νερού υψηλής πίεσης σε ετοιμότητα, 1 τεμ. Χ 240 ευρώ, γ) σωληνώσεις πετρελαίου 2” σε ετοιμότητα, μήκους 50 μ. (0,6 ευρώ/μ.), ποσό 30 ευρώ, δ) όχημα υποστήριξης 4X4, ποσό 190 ευρώ, ήτοι συνολικά για τον εξοπλισμό, ποσό 620 ευρώ, Δ) Για τα απορροφητικά — αναλώσιμα: εργαλεία χειρός αξίας κόστους 20 ευρώ και μέσα ατομικής προστασίας κόστους 30 ευρώ Ε) Διάφορα έξοδα: 15 ευρώ για επικοινωνία, για σχοινιά το ποσό των 10 ευρώ, για καύσιμα των σκαφών και των οχημάτων και του εξοπλισμού το ποσό των 220 ευρώ, για αναλώσιμα 40 ευρώ, για έξοδα ταξιδιού του προσωπικού και διαμονής 380 ευρώ και συνολικά για την 1η ημέρα, το ποσό των 5.765 ευρώ. 2) Στις 30.9.2017 (2η ημέρα), παρασχέθηκε εργασία 12 ωρών (από 07.00 έως 19.00),η οποία τιμολογήθηκε ως ακολούθως: Α) Για το προσωπικό: α)διευθυντής επιχειρήσεων, ποσό 880 ευρώ, β) επικεφαλής τεχνικός, ποσό 630 ευρώ, γ) 1 τεχνικός 530 ευρώ, δ) υπερωρίες 4 ωρών Χ 30 ευρώ/ώρα, ποσό 120 ευρώ, ήτοι συνολικά για το προσωπικό, ποσό 2.160 ευρώ, Β) Για το ταχύπλοο σκάφος εργασίας – ρίψης φραγμάτων, ποσό 1.800 ευρώ, Γ) Για τον εξοπλισμό: α) όχημα υποστήριξης, ποσό 160 ευρώ, β) όχημα υποστήριξης 4X4, 190 ευρώ, γ) γερανοφόρο φορτηγό 1.440 ευρώ, δ) αντλία νερού υψηλής πίεσης σε ετοιμότητα 1 τεμ. Χ 240 ευρώ, ε) σωληνώσεις πετρελαίου, μήκους 50 μ. Χ 0,6 ευρώ/μ., κόστους 30 ευρώ και συνολικά 2.060 ευρώ, Δ) Για απορροφητικά — αναλώσιμα: 20 ευρώ για εργαλεία χειρός, Ε) Διάφορα έξοδα: 10 ευρώ για επικοινωνία, 190 ευρώ για καύσιμα σκαφών, οχημάτων και εξοπλισμού και 190 ευρώ για έξοδα ταξιδιού και διαμονής και συνολικά για την 2η ημέρα, το ποσό των 6.430 ευρώ. 3) Στις 1.10.2017 παρασχέθηκε εργασία 3 ωρών (από 09.00 έως 12.00), η οποία τιμολογήθηκε ως ακολούθως: Α) Για το προσωπικό: α) διευθυντής επιχειρήσεων, ποσό 880 ευρώ, β) επικεφαλής τεχνικός, ποσό 630 ευρώ, γ) 1 τεχνικός, 530 ευρώ, ήτοι συνολικά για το προσωπικό, ποσό 2.040 ευρώ, Β) Για το ταχύπλοο σκάφος εργασίας – ρίψης φραγμάτων, ποσό 1.800 ευρώ, Γ) Για τον εξοπλισμό: α) όχημα υποστήριξης, ποσό 160 ευρώ, β) όχημα υποστήριξης 4X4, 190 ευρώ και συνολικά 350 ευρώ, Γ) Διάφορα έξοδα: 10 ευρώ για επικοινωνία, για καύσιμα 120 ευρώ, για έξοδα ταξιδιού και διαμονής 220 ευρώ και συνολικά για την 3η ημέρα, το ποσό των 4.540 ευρώ. Οι δαπάνες της τέταρτης ημέρας εργασιών για 3 ώρες, κατόπιν συμφωνίας των διαδίκων, δεν χρεώθηκαν στον εναγόμενο.

Ακολούθως, η ενάγουσα απέστειλε στις 20.10.2017 στον εναγόμενο, μέσω  ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, τον ανωτέρω χρεωστικό λογαριασμό, με αναλυτική καταγραφή των απαιτούμενων εκτελεσθεισών εργασιών, κατ’είδος και αξία και εξειδικευμένο προσδιορισμό των διαφόρων αναγκαίων δαπανών και εξόδων, που υποβλήθηκε για την εκτέλεση του έργου απορρύπανσης και προστασίας του θαλασσίου περιβάλλοντος, με την διάθεση του κατάλληλου προσωπικού, εξοπλισμού, μηχανημάτων και υλικών, συνολικού ποσού, συμπεριλαμβανομένου του αναλογούντος ΦΠΑ, 20.751,40 ευρώ, το οποίο είναι εύλογο και συνηθισμένο για τέτοιου είδους και έκτασης εργασίες, πλην όμως αυτός αρνείται μέχρι σήμερα να εξοφλήσει, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της ενάγουσας, αν και προέβαλε αντιρρήσεις μόνο, ως προς τη χρέωση της τέταρτης ημέρας, η οποία τελικά δεν συμπεριλήφθηκε στον λογαριασμό, ενώ δεν εναντιώθηκε, ούτε διαμαρτυρήθηκε, μήτε διατύπωσε οποιεσδήποτε επιφυλάξεις, για τις χρεώσεις αναφορικά με τις πρώτες τρείς ημέρες πραγματοποίησης των εργασιών, ως προς το είδος, τη φύση, την ποσότητα και την αξία των διενεργηθέντων εργασιών και το κόστος του χρησιμοποιηθέντος εξοπλισμού, των υλικών και λοιπών εξόδων. Πράγματι, τα διαλαμβανόμενα στον επίμαχο χρεωστικό λογαριασμό στοιχεία, ουδέποτε αμφισβητήθηκαν από τον εναγόμενο πλοιοκτήτη-κυβερνήτη, που προκάλεσε την ρύπανση, ούτε αμφισβητήθηκαν ειδικά ενώπιον του πρωτοβάθμιου, μήτε του παρόντος Δικαστηρίου. Αντίθετα, ο εναγόμενος με τις πρωτόδικες προτάσεις του αμφισβήτησε γενικά την διενέργεια του συνόλου των ανωτέρω εργασιών, την αναγκαιότητα τους, την απασχόληση στην εκτέλεση του έργου, του, ως άνω, προσωπικού, την χρησιμοποίηση του εν λόγω εξοπλισμού και το εύλογο των χρεώσεων της ενάγουσας, πλην όμως οι ισχυρισμοί του πάσχουν εγγενούς αοριστίας, καθόσον ουδόλως θεμελιώνονται με την επίκληση συγκεκριμένων περιστατικών, αλλά παρίστανται ως υποθετικοί και έωλοι.

Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ότι οφείλεται στην ενάγουσα εταιρεία από τον εναγόμενο για τις παρεχόμενες υπηρεσίες και δαπάνες της, συνεπεία του ένδικου συμβάντος, το ποσό των 20.751,40 ευρώ, υπό τον όρο έκδοσης του σχετικού φορολογικού στοιχείου, ως προς το επιμέρους ποσό του αναλογούντος Φ.Π.Α., με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που συμπληρώνεται και αντικαθίσταται με την παρούσα (534 ΚΠολΔ), δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, μήτε έλαβε υπόψη ανεπίτρεπτο αποδεικτικό μέσο και δη την υπ’αριθμ……./2018 ένορκη βεβαίωση, που λήφθηκε με την επιμέλεια της ενάγουσας, χωρίς την νομότυπη κλήτευση του εναγομένου, κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα, την οποία, όπως εναργώς προκύπτει από το περιεχόμενο της εκκαλουμένης, ρητά απέκλεισε από τα ληφθέντα υπόψη αποδεικτικά μέσα, απορριπτομένου του μοναδικού λόγου της κρινόμενης έφεσης του εναγομένου-εκκαλούντος, με τον οποίο διαλαμβάνονται τα αντίθετα, ως ουσιαστικά αβασίμου,

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος δυνάμει του υπ’ αριθ. ……../6.10.2016 ασφαλιστηρίου συμβολαίου, ισχύος για τη χρονική περίοδο από 7.10.2016 έως 7.10.2017 είχε ασφαλίσει στην παρεμπιπτόντως εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία “………..» και ήδη “……………», την αστική ευθύνη του έναντι τρίτων, μεταξύ άλλων και κατά κινδύνου θαλάσσιας ρύπανσης, που θα προκαλούσε το ασφαλιζόμενο επίδικο σκάφος, κατά τη διάρκεια της δραστηριότητας, που είχε συμφωνηθεί ότι θα εκτελεί, ως ταχύπλοο επαγγελματικό σκάφος, μέχρι του ποσού των 150.000 ευρώ. Ειδικότερα, με το άρθρο 4 του ασφαλιστηρίου περί ασφαλιζόμενων κινδύνων, προβλέπεται, μεταξύ άλλων, ότι: «Ειδικά για τον κίνδυνο θαλάσσιας ρύπανσης θα καλύπτονται αποκλειστικά και μόνον οι εύλογες δαπάνες που απαιτήθηκαν για τον καθαρισμό της θαλάσσιας περιοχής που ρυπάνθηκε, υπό τον όρο ότι συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις: 1) Η ρύπανση είναι το άμεσο αποτέλεσμα αιφνίδιας, συγκεκριμένης, και προσδιορισμένης ουσίας ή ενέργειας ή μικροοργανισμού ή γενετικώς τροποποιημένου μικροοργανισμού, που συμβαίνει και αναγγέλλεται κατά τη διάρκεια ισχύος του ασφαλιστηρίου. 2) Η ρύπανση δεν είναι άμεσο αποτέλεσμα φυσιολογικής φθοράς του σκάφους ή / και του εξοπλισμού και των εγκαταστάσεων του, ούτε της έλλειψης εύλογων προφυλάξεων προς αποφυγή της. 3) Η ρύπανση δεν αποτελεί αναπόφευκτη συνέπεια της λειτουργίας ή ύπαρξης του ασφαλισμένου σκάφους. 4) Η ρύπανση δεν είναι αποτέλεσμα της συνειδητής μη συμμόρφωσης των ασφαλισμένων με την ισχύουσα νομοθεσία και κανονισμούς περί προστασίας του περιβάλλοντος. Περαιτέρω, στους ειδικούς όρους ασφάλισης της αστικής ευθύνης, προσδιορίζεται ό όρος ρύπανση θαλάσσιου και λιμναίου περιβάλλοντος ως εξής: «Θαλάσσιο και Λιμναίο Περιβάλλον ορίζεται ως το θαλάσσιο και λιμναίο νερό, ο θαλάσσιος και λιμναίος βυθός, η θάλασσα και η λιμναία πανίδα, η θάλασσα και η λιμναία χλωρίδα, ο αιγιαλός και η αλληλεπίδραση ή η σχέση μεταξύ τους.». «Ρύπανση θαλασσίου περιβάλλοντος ορίζεται ως η μεταβολή του θαλασσίου ή λιμναίου περιβάλλοντος, που προκαλείται αμέσως ή εμμέσως από ουσία, ενέργεια, μικροοργανισμό ή γενετικώς τροποποιημένο οργανισμό.». Σχετικά με την έκταση της κάλυψης προβλέπεται ότι «Καλύπτεται η ευθύνη του ασφαλισμένου σκάφους για ρύπανση του θαλασσίου ή λιμναίου περιβάλλοντος σχετικώς με το κόστος της απορρύπανσης μόνον, υπό τον όρο ότι συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις..», ως εκτίθενται ανωτέρω. Ενόψει τούτων και των ανωτέρω αποδειχθέντων, έχει επέλθει ο ασφαλιζόμενος κίνδυνος της θαλάσσιας ρύπανσης από την δραστηριότητα του ασφαλισμένου σκάφους, εξαιτίας της πυρκαγιάς, που συνέβη επ’αυτού και της συνακόλουθης βύθισης του, προς αποκατάσταση της οποίας και αποφυγή μεγαλύτερης, έλαβαν χώρα οι προεκτιθέμενες αναγκαίες ενέργειες απορρύπανσης και αντιρρύπανσης της θαλάσσιας περιοχής, που έλαβε χώρα το συμβάν, από την ενάγουσα εταιρεία, βάσει σύμβασης έργου, που συνήψε με τον εκμεταλλευόμενο το ρυπογόνο σκάφος εναγόμενο, ο οποίος ευθύνεται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 11 και 12 του Ν. 743/1977 όπως κωδικοποιήθηκαν με το π.δ.55/1998, για τη λήψη κάθε πρόσφορου μέτρου προστασίας του θαλασσίου περιβάλλοντος από τον κίνδυνο της περιβαλλοντικής ζημίας, που ανέκυψε και την αποτροπή, περιορισμό και αντιμετώπιση της ρύπανσης, που επήλθε, καθώς και για την αποκατάσταση των δαπανών, που απαιτήθηκαν προς αποτροπή και εξουδετέρωση της, η δε ευθύνη αυτή του ασφαλισμένου εναγομένου καλύπτεται ασφαλιστικά, εφόσον συντρέχουν στην προκειμένη περίπτωση οι προβλεπόμενες στο ασφαλιστήριο, ως άνω, προϋποθέσεις. Σημειωτέον, ότι η παράλειψη εύλογων προφυλάξεων προς αποφυγή της, συνιστά ρητή προϋπόθεση της κρινόμενης ασφαλιστικής κάλυψης, που σημαίνει ότι ο εναγόμενος ασφαλισμένος υποχρεούνταν να λάβει, όπως και έλαβε, όλα τα αναγκαία μέτρα, όχι μόνο για την αντιμετώπιση της επελθούσας ρύπανσης από την έκλυση στην θάλασσα πετρελαιοειδών, σκουπιδιών, πλαστικών και άλλων ρύπων από την πυρκαγιά και το ναυάγιο, αλλά και για τον περιορισμό της και την αποτροπή διαρροής στην θάλασσα των καυσίμων και λοιπών πετρελαιοειδών, που υπήρχαν στις δεξαμενές του σκάφους, αναθέτοντας το εν λόγω έργο στην ενάγουσα εταιρεία, αλλιώς δεν θα μπορούσε να αποζημιωθεί από την προσεπικαλούμενη-παρεμπιπτόντως εναγομένη, ήδη εκκαλούσα, ασφαλιστική εταιρεία, για το μείζον κόστος απορρύπανσης, που θα είχε επέλθει.  Επομένως, συμπεριλαμβάνονται στην ασφαλιστική κάλυψη και οι εύλογες δαπάνες, που πραγματοποιήθηκαν για την αποτροπή μείζονος θαλάσσιας ρύπανσης. Εξάλλου, με βάση τα συναλλακτικά ήθη και τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής, η λήψη μέτρων για την πρόληψη της ρύπανσης αποτελεί το έλασσον έναντι του μείζονος, που συνίσταται στην αποζημίωση των δαπανών, που απαιτούνται για την άρση των συνεπειών από την ρύπανση του θαλάσσιου περιβάλλοντος, που έχει επέλθει. Στην αντίθετη περίπτωση ο ασφαλισμένος θα επέλεγε να προκληθεί η θαλάσσια ρύπανση, προκειμένου να αποφύγει το κόστος των μέτρων αποτροπής της, που θα τον επιβάρυναν, συνάμα όμως, δια της παραλείψεως συμμόρφωσης του στις ισχύουσες νομοθετικές διατάξεις, δεν θα δικαιούνταν την ασφαλιστική αποζημίωση, καθισταμένης της σχετικής ασφαλιστικής κάλυψης άνευ αντικειμένου, όπως επιχειρεί εν προκειμένω η παρεμπιπτόντως εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία. Ενόψει των ανωτέρω, οι ισχυρισμοί της παρεμπιπτόντως εναγομένης-εκκαλούσας, που διαλαμβάνονται στους δύο πρώτους λόγους της έφεσης της, ότι δεν επήλθε ο ασφαλιζόμενος κίνδυνος, εφόσον δεν προκλήθηκε καμία θαλάσσια ρύπανση, οι δε ενέργειες της ενάγουσας εταιρείας δεν ήταν απορρύπανσης, αλλά είχαν προληπτικό χαρακτήρα και δεν καλύπτονται και, ως εκ τούτων, δεν υπέχει υποχρέωση αποζημίωσης του προσεπικαλούντος – παρεμπιπτόντως ενάγοντος ασφαλισμένου της, επιπλέον δε αυτός παραβίασε τις ασφαλιστικές του υποχρεώσεις, καθόσον δεν προέβη, ως επιμελής και συνετός ασφαλισμένος, με βάση την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, στον περιορισμό της ζημίας του, αφού δεν φρόντισε για την ανέλκυση του σκάφους του, αλλά παρέτεινε την επιφυλακή της ενάγουσας στον τόπο του συμβάντος, αν και δεν υπήρχε θαλάσσια ρύπανση και έτσι προκάλεσε και δεν απέφυγε τις σε βάρος του μη εύλογες και υπέρογκες χρεώσεις της και ως εκ τούτου, απαλλάσσεται της υποχρέωσης καταβολής της ασφαλιστικής αποζημίωσης, κρίνονται απορριπτέοι, ως ουσιαστικά αβάσιμοι. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ότι υφίσταται επέλευση του ασφαλιστέου κινδύνου, με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που συμπληρώνεται και αντικαθίσταται με την παρούσα (534 ΚΠολΔ) και υποχρέωσε την προσεπικαλούμενη-παρεμπιπτόντως εναγομένη να καταβάλει στον παρεμπιπτόντως ενάγοντα το ανωτέρω ποσό, που υποχρεώθηκε αυτός να καταβάλει στην ενάγουσα, πλέον τόκων και εξόδων, υπό τον όρο της καταβολής και με τον νόμιμο τόκο από την καταβολή του, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και συνεπώς, οι περί του αντιθέτου πρώτος και δεύτερος λόγοι της έφεσης της, που αποδίδουν στην εκκαλουμένη τις εν λόγω πλημμέλειες, πρέπει να απορριφθούν κατ’ουσίαν. Περαιτέρω, αλυσιτελώς αναφέρεται η παρεμπιπτόντως εναγομένη-εκκαλούσα, αφενός στην εξαίρεση από την ασφαλιστική κάλυψη των δαπανών προς διάσωση και ανέλκυση του σκάφους, καθόσον δεν αφορά τις επίδικες δαπάνες και αφετέρου, στο ότι οι χρεώσεις της ενάγουσας δεν υπήρξαν ούτε εύλογες ούτε δίκαιες, καθόσον ανεξαρτήτως της εγγενούς αοριστίας του ισχυρισμού της, απαραδέκτως προβάλει ισχυρισμό σε αντίκρουση της κύριας αγωγής, εφόσον δεν άσκησε πρόσθετη παρέμβαση στην κύρια δίκη και συνεπώς, δεν κατέστη διάδικος στην εν λόγω δίκη, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να προσβάλλει τις σχετικές παραδοχές της εκκαλουμένης με λόγο έφεσης, απορριπτομένου του συναφούς επικουρικά προβαλλόμενου τρίτου λόγου της έφεσης της, ως απαραδέκτου. Ομοίως απορριπτέα, προεχόντως ως απαραδέκτως προβληθείσα, κρίνεται και η προταθείσα πρωτοδίκως, που επαναφέρεται με τον τέταρτο λόγο έφεσης της, ένσταση περί συμψηφισμού κέρδους ζημίας και μη συνυπολογισμού στο ποσό της αποζημίωσης του αναλογούντος στο τιμολόγιο της ενάγουσας Φ.Π.Α., με την επίκληση ότι συμψηφίζεται με αντίστοιχο Φ.Π.Α., που εισπράττει από τους πελάτες της, που σε κάθε περίπτωση, δεν έχει νόμιμο έρεισμα, απορριπτομένου του κρινόμενου λόγου, ως απαραδέκτου.

VI. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει οι ένδικες εφέσεις να απορριφθούν στο σύνολο τους, ως αβάσιμες κατ’ ουσίαν, να διαταχθεί η εισαγωγή των κατατεθέντων από τους εκκαλούντες αντίστοιχα για την άσκηση τους παραβόλων στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ.3 εδαφ.ε΄ ΚΠολΔ) και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου εκάστης έφεσης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας στον αντίστοιχο εκκαλούντα, κατόπιν σχετικού αιτήματος τους, λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων τις ένδικες εφέσεις κατά της υπ’αριθμ.4315/2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Δέχεται τις εφέσεις τυπικά.

Απορρίπτει αυτές κατ’ ουσίαν.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο των κατατεθέντων από τους εκκαλούντες παραβόλων, κατά την άσκηση τους, αντίστοιχα.

Επιβάλλει στους εκκαλούντες τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, αντίστοιχα, τα οποία ορίζει στο ποσό των εννιακοσίων (900) ευρώ για έκαστο των εκκαλούντων.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους, στις 30 Δεκεμβρίου 2021.

  Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ