Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 31/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός απόφασης       31/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις ………., για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ : εταιρείας ……….., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Παρασκευά Ζουρντό, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ : ………., ο οποίος παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου Μαρίας Χάλαρη-Ανδρουλάκη, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Ο εκκαλών-εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 5.12.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……../7.12.2018 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 2315/2020 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που την δέχθηκε εν μέρει, ως και ουσιαστικά βάσιμη.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αμφότερα τα διάδικα μέρη και συγκεκριμένα η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα – εφεσίβλητη ναυτιλιακή εταιρεία, με την από 22.7.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………./23.7.2020 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………./23.7.2020 έφεση και ο ενάγων και ήδη εκκαλών – εφεσίβλητος, με την από 10.11.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ……../10.11.2020 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………./7.12.2020 έφεση, που προσδιορίστηκαν να συζητηθούν κατά την στην αρχή της παρούσας αναφερομένη δικάσιμο.

Κατά τη δικάσιμο αυτή οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν με τη σειρά τους από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκαν. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ανέπτυξαν τις απόψεις τους αναφερόμενοι στις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν αντίστοιχα.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Οι κρινόμενες αντίθετες: α) από 22.7.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ……/23.7.2020 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ……../23.7.2020 και β) από 10.11.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ……/10.11.2020 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ……./7.12.2020 εφέσεις των εκκαλούντων, αφενός της εδρεύουσας στην Αθήνα νομίμως εκπροσωπουμένης ανώνυμης ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «……….» και ήδη «………», που εδρεύει στην Καλλιθέα Αττικής και αφετέρου του ………, που στρέφονται κατά της υπ’αριθμ.2315/2020 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών (άρθρα 614, 621, 622 ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) και δέχθηκε εν μέρει, ως και ουσιαστικά βάσιμη, την από 5.12.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……./7.12.2018 αγωγή του δεύτερου κατά της πρώτης, ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 495, 496, 498, 499, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ.α, 518 § 2 (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του ν.4335/2015, που εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση, κατ’ άρθρον ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4335/2015) και 520 § 1  ΚΠολΔ,   δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ούτε παρήλθε διετία από την δημοσίευση της, αρμοδίως δε φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011). Πρέπει, επομένως, οι ένδικες εφέσεις να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α και 591 § 1 ΚΠολΔ, να εξεταστούν περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ. Σημειωτέον ότι, αν και οι εφέσεις ασκήθηκαν μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν.4055/2012, δεν απαιτείται για το παραδεκτό τους η κατάθεση του παραβόλου της § 3 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω νόμο, όπως αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015), λόγω της φύσεως της διαφοράς, ως εργατικής.

ΙΙ. Ο ενάγων, ήδη εκκαλών-εφεσίβλητος, στην από 5.12.2018 αγωγή του, ισχυρίστηκε ότι δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα του Α΄ μάγειρα και απασχολήθηκε κατά τα αναφερόμενα διαστήματα της χρονικής περιόδου από 24.11.2016 μέχρι τις 2.11.2018, που απολύθηκε, στο υπό ελληνική σημαία επιβατηγό – οχηματαγωγό ακτοπλοϊκό πλοίο «Β1», πλοιοκτησίας της εναγομένης, ήδη εκκαλούσας-εφεσίβλητης, το οποίο διενεργούσε τους αναφερόμενους πλόες, όπως αναλυτικά παρατίθενται στους πίνακες, που περιέχονται στο δικόγραφο, αντί του προβλεπομένου από την ισχύουσα συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας (ΣΣΝΕ) για τα πληρώματα των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων μηνιαίου μισθού και ότι καθ’ όλη την διάρκεια της ναυτολόγησης του πραγματοποιούσε υπερωρίες, εφόσον εργαζόταν καθημερινά, ακόμη και τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες, κατά μεν τα χρονικά διαστήματα από 25.5.2017 έως 30.9.2017 και από 11.6.2018 έως 30.9.2018, επί 14 ώρες κατά μέσον όρο, κατά δε τα λοιπά διαστήματα επί 12 ώρες, καθημερινά, χωρίς να λαμβάνει ολόκληρη τη νόμιμη υπερωριακή αμοιβή του, ούτε εκείνη, που κανονικά του αναλογούσε, λόγω της εκτέλεσης των αναφερομένων δρομολογίων «εξπρές» κατά την θερινή περίοδο, ενώ δεν έλαβε ούτε ολόκληρα τα ποσά, που εδικαιούτο για αναλογία δώρου εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων των ετών 2017 και 2018, μήτε την πλήρη προβλεπόμενη αποζημίωση για τις μη χορηγηθείσες διανυκτερεύσεις. Με βάση τα περιστατικά αυτά ζητούσε ο ενάγων, με βάση τις συμβάσεις ναυτικής εργασίας του και επικουρικά με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, όπως παραδεκτά με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου του, που καταχωρίσθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και επαναλήφθηκε στις πρωτόδικες προτάσεις του [άρθρα 223 ΚΠολΔ (όπως αντικ. από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν.4335/2015), 295§1 και 297 ΚΠολΔ (όπως αντικ. από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015)], περιόρισε το αρχικώς εξ ολοκλήρου καταψηφιστικό αγωγικό του αίτημα εκ 39.014,07 ευρώ, σε εν μέρει αναγνωριστικό με αναλογικό περιορισμό, κατά ποσοστό ½, κάθε αγωγικού κονδυλίου: α) να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το συνολικό χρηματικό ποσό των 19.507,04 ευρώ για τις προαναφερόμενες αιτίες και β) να αναγνωριστεί η υποχρέωση της να του καταβάλει για τις ίδιες αιτίες το υπόλοιπο ποσό των 19.507,03 ευρώ, όπως αναλυτικά εκτίθενται τα επιμέρους ποσά, με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την οριστική απόλυση του, άλλως από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής του και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη, παρεκτός του κονδυλίου περί πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων εξπρές, καθόσον αφορά το χρονικό διάστημα από 13.6.2017 έως 5.9.2017, επειδή ο ενάγων εσφαλμένα την υπολόγισε με βάση τις ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου, ενώ τούτο εκτελούσε έξι κυκλικά ταξίδια εβδομαδιαίως, ακολούθως την έκανε εν μέρει δεκτή, κατ’ουσίαν και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των δέκα έξι χιλιάδων εννιακοσίων τριάντα εννέα ευρώ και σαράντα εννέα λεπτών (16.939,49 €), αναγνώρισε δε την υποχρέωση της να του καταβάλει επιπλέον το ποσό των 1.012,78 ευρώ, για τις ανωτέρω αιτίες, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσης του, παρεκτός της αναλογίας δώρου Χριστουγέννων 2018, από 1.1.2019.

Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη με τις ένδικες εφέσεις τους αμφότεροι οι διάδικοι για τους αναφερομένους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητούν την τυπική και ουσιαστική παραδοχή των εφέσεων τους, την εξαφάνιση, άλλως μεταρρύθμιση της εκκαλούμενης αποφάσεως, κατά τα προσβαλλόμενα κεφάλαια, την αναδίκαση της αγωγής από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω απόρριψη και παραδοχή της αντιστοίχως. Επιπλέον, η εκκαλούσα-εναγομένη ζητεί την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση, που βρίσκονταν πριν την εκτέλεση της εκκαλουμένης, με την επιστροφή του ποσού των 6.000 ευρώ, κατά το οποίο κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή, νομιμοτόκως από της καταβολής του.

Διευκρινίζεται ότι το αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση είναι νόμιμο (άρθρο 914 ΚΠολΔ), πλην του παρεπομένου αιτήματος επιδίκασης τόκων από την ημερομηνία καταβολής του προσωρινά εκτελεστού ποσού, το οποίο είναι νόμιμο από την επίδοση της εκδοθησομένης απόφασης, εφόσον στο μείζον αίτημα περιλαμβάνεται και το έλασσον, καθόσον πριν από την έκδοση της περί επαναφοράς των πραγμάτων απόφασης, δεν υπάρχει απαίτηση για επιστροφή των καταβληθέντων, δυνάμει προσωρινώς εκτελεστής απόφασης και, κατά τα άρθρα 340, 345 και 346 ΑΚ, απαιτείται επίδοση της απόφασης, για να επέλθει όχληση (ΕφΑθ 490/2010 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

III. Από την διάταξη του άρθρου 216 § 1 ΚΠολΔ, στην οποία προβλέπεται ότι το δικόγραφο της αγωγής, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την  άσκηση της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα, προκύπτει ότι η χωρίς πληρότητα αναφορά των περιστατικών αυτών καθιστά την αγωγή αόριστη και οδηγεί στην απόρριψη της, ως απαράδεκτης, για έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης, η οποία  αποτελεί και προϋπόθεση του παραδεκτού της (ΑΠ 1611/2008 Δ 2008/1131, ΑΠ 187/2006 Δ 2006/907), δεδομένου ότι επί ελλιπούς ή ασαφούς αγωγής το Δικαστήριο δεν μπορεί να προχωρήσει στην εκτίμηση των ισχυρισμών του ενάγοντος από νομική και ουσιαστική άποψη, εκτός αν πρόκειται για επουσιώδεις ελλείψεις, οι οποίες είναι δυνατόν, κατ’ άρθρο 224 ΚΠολΔ να συμπληρωθούν, να διευκρινιστούν και να διορθωθούν με τις προτάσεις. Ειδικότερα, όταν πρόκειται για αγωγή, με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση δεδουλευμένων αποδοχών ναυτικού, στοιχεία της βάσης της, τα οποία ο ενάγων οφείλει να επικαλεστεί και, αν αμφισβητηθούν, να αποδείξει είναι, σύμφωνα με το άρθρο 53 ΚΙΝΔ, η σύμβαση ναυτολόγησης, η παροχή από τον ενάγοντα ναυτικό της εργασίας του στον πλοιοκτήτη και ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός, σε συνδυασμό με τη χωρητικότητα του πλοίου, ώστε να εφαρμοστεί η αρμόζουσα ΣΣΝΕ. Για την πληρότητα του δικογράφου της αγωγής αυτής δεν είναι, αντιθέτως, απαραίτητο να αναφέρεται το είδος των κατ’ ιδίαν εργασιών που εκτελέστηκαν, εφόσον αυτό προκύπτει από την αναφορά της ειδικότητας και του βαθμού του ενάγοντος, δεδομένου ότι το είδος και η φύση των καθηκόντων κάθε ναυτικού και των εργασιών που αυτός εκτελεί κατά τον πλου ή όταν το πλοίο ναυλοχεί καθορίζονται λεπτομερώς από τους κανονισμούς εργασίας και τις ναυτικές συνήθειες (ΑΠ 365/2005 ΕλΔνη 47/1663, ΑΠ 225/2002 Δνη 44/160, ΔΕΝ 2002/1314, ΜονΕφΠειρ 147/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 994/2007 ΕΝαυτΔ 2007/385, ΠειρΝομ. 2008/199, ΕφΠειρ 857/2006 ΕΝαυτΔ 2006/268, ΕφΠειρ 567/2005 ΕΝαυτΔ 2005/345, ΕφΠειρ 124/2003 ΕΝαυτΔ 2003/130, Α. Βερνάρδος, Το δίκαιον της ναυτικής εργασίας, 1980, σελ. 99). Η τελευταία αυτή παραδοχή εντάσσεται ομαλά στο υιοθετούμενο από τον Έλληνα δικονομικό νομοθέτη σύστημα του ουσιαστικού ή συγκεκριμένου προσδιορισμού του αντικειμένου της πολιτικής δίκης, υπό την σύγχρονη εκδοχή του, της λειτουργίας του κανόνα δικαίου (Ν. Νίκα, Πολιτική Δικονομία, ΙΙ, 2005, § 60, σελ. 142 επομ. και Κ. Μακρίδου, Η αόριστη αγωγή και οι δυνατότητες θεραπείας της, δ έκδοση, σελ. 24 επομ.), κατά το οποίο δεν είναι απαραίτητη η αναφορά στο εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο των περιστατικών εκείνων που δεν αποτελούν στοιχείο του πραγματικού του κανόνα δικαίου, που, ανάλογα με τα γεγονότα που αποτυπώνονται σ’ αυτό, καλείται εκάστοτε σε εφαρμογή, όταν τα ελλείποντα περιστατικά καθορίζονται χωρίς προϋποθέσεις, δηλαδή κατά τρόπο γενικό και ανεξαίρετο από το νόμο. Περαιτέρω, ομοίως επί αγωγής με την οποία διώκεται η επιδίκαση αμοιβής, λόγω υπερωριακής εργασίας κατά τις καθημερινές, τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες, για το ορισμένο αυτής αρκεί να αναφέρεται, εκτός από την εργασιακή σχέση και τους όρους αυτής, η παροχή εργασίας κατά τις εν λόγω ημέρες, η συνολική ημερήσια ή μηνιαία διάρκεια αυτής, είτε κατά μέσο όρο, το σύνολο των ημερών αυτών, που απασχολήθηκε ο εργαζόμενος, καθώς και το χρονικό διάστηµα στο οποίο αντιστοιχούν, χωρίς να απαιτείται περαιτέρω αναφορά στο είδος των κατ’ ιδίαν εργασιών, που εκτελέσθηκαν, εφόσον σε αυτήν αναφέρεται η ειδικότητα και ο βαθμός του ναυτικού,  ούτως ώστε το είδος των καθηκόντων κάθε ναυτικού και των εργασιών που εκτελεί αυτός, κατά τον πλου ή όταν το πλοίο ναυλοχεί, καθορίζονται λεπτομερώς από τους κανονισμούς εργασίας και τις ναυτικές συνήθειες, εφόσον βεβαίως δεν πρόκειται για εργασίες που αμείβονται ειδικώς με βάση τις Συλλογικές Ναυτικές Συμβάσεις. Επίσης, δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο για το ορισμένο της αγωγής αυτής, να αναφέρεται ο χρόνος έναρξης και λήξης της εργασίας, η διάρκεια διακοπής της, ο χρόνος έναρξης και λήξης της υπερωριακής απασχόλησης συγκεκριμένες ημέρες, αφού αυτός ορίζεται από το νόμο καθ’υπέρβαση του νομίμου ωραρίου, είτε αφορά εργασία σε μη εργάσιμες ημέρες, μήτε απαιτείται ειδικότερος προσδιορισμός των ημερών με ακριβείς ημεροχρονολογίες και των ωρών της ημέρας κατά τις οποίες απασχολήθηκε ο ενάγων υπερωριακώς,  ούτε η ανάγκη η οποία παρέστη για την εκτέλεση της και το πρόσωπο από το οποίο δόθηκε η σχετική εντολή, καθώς και τα δρομολόγια του πλοίου (ΑΠ 1600/2006 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 496/2015, ΕφΠειρ 994/2007 ΠειρΝομ 2008 199, ΕφΠειρ 140/2004 ΕΝΔ 2004.114, ΔΕΕ 2004.1043, ΕφΠειρ 892/2002, ΕφΠειρ 901/2002, ΕφΠειρ 1312/1997, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Σε περίπτωση δε αμφιβολίας περί της πληρότητας ή όχι των αναγκαίων γεγονότων, λογίζεται έγκυρη η αγωγή, εφόσον οι ελλείψεις του δικογράφου της δεν δυσχεραίνουν την άσκηση ανταπόδειξης από τον εναγόμενο (ΕφΠειρ 33/2002 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Ενόψει τούτων, η ένδικη αγωγή, με την οποία ο ενάγων εκθέτει ότι ναυτολογήθηκε στο αναφερόμενο ακτοπλοϊκό πλοίο, πλοιοκτησίας της εναγομένης, ως μάγειρας Α΄, αντί των καθοριζομένων από την ισχύουσα Σ.Σ.Ν.Ε. όρων και αποδοχών και ότι παρέσχε σε αυτό τις υπηρεσίες της ειδικότητας του, κατά τα εκτιθέμενα ειδικότερα χρονικά διαστήματα, απασχολούμενος επί 14 ώρες και 12 ώρες αντίστοιχα, κατά μέσο όρο, ημερησίως και με την οποία  ζητεί να του καταβληθούν διαφορές από υπερωριακή εργασία, κατά μεν τα χρονικά διαστήματα από 25.5.2017 έως 30.9.2017 και από 11.6.2018 έως 30.9.2018, 6 ωρών πέραν από το οκτάωρο, κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές και 14 ωρών, κατά τα Σάββατα και τις αργίες και κατά τα λοιπά διαστήματα ναυτολόγησης του, 4 ωρών πέραν του νομίμου οκταώρου, κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές και 12 ωρών κατά τα Σάββατα και τις αργίες, είναι ορισμένη και σαφής, αφού περιέχει όλα τα απαιτούμενα στοιχεία, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στην μείζονα σκέψη. Επομένως, ο ισχυρισμός της εναγομένης, που προέβαλε πρωτοδίκως και επαναφέρει ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, περί αοριστίας της ένδικης αγωγής, διότι δεν συγκεκριμενοποιούνται οι ανάγκες του πλοίου, που επέβαλαν την υπερωριακή απασχόληση του, καθώς και τα ειδικότερα καθήκοντα του, μήτε ο ενάγων προσδιόρισε επακριβώς τις εργασίες, που εκτελούσε και την κατανομή τούτων εντός του 24ώρου, αλλά και πόση ήταν η διάρκεια κάθε εργασίας του, είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος, καθόσον δεν απαιτείται για την πληρότητα και σαφήνεια της ιστορικής βάσης της αγωγής η παράθεση τέτοιων στοιχείων.

IV. Με τα άρθρα 11, 12 παρ. 1 ,13 παρ.1, 2 & 5 και 18 παρ.1 της ΥΑ 2242.5-1.5/72672/2016 (ΦΕΚ Β΄ 2796/5.9.2016) «Κύρωση Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, έτους 2016» και της υπ’ αριθ. 2242.5-1.5/77056/2017 υπουργικής απόφασης του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής (ΦΕΚ Β 4005/17.11.2017) «Κύρωση Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, έτους 2017», που εφαρμόζονται στην προκειμένη περίπτωση, ορίζονται τα ακόλουθα : « …Οι ώρες της υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμάνι για όλους τους ναυτικούς που αφορά η ανωτέρω Συλλογική Σύμβαση ορίζονται σε 40 εβδομαδιαίως, δηλαδή 8 ώρες την ημέρα από Δευτέρας μέχρι Παρασκευής, της εργασίας του Σαββάτου αμειβόμενης υπερωριακώς. …Ειδικά για το προσωπικό γενικών υπηρεσιών εν γένει, πλην των Ραδιοτηλεγραφητών, η οκτάωρη εργασία κατανέμεται από της 06.00 ώρας μέχρι της 22.00 ώρας με μία ώρα διακοπή. … Κάθε εργασία που εκτελείται από τους ναυτικούς εν πλω και στο λιμάνι, πέραν των κανονικών εργασίμων ημερών και ωρών, όπως αυτές καθορίζονται στα άρθρα 11 και 12 της παρούσης, περιλαμβανόμενων και των εργασιών κατάπλου και απόπλου, θεωρείται πρόσθετη (υπερωριακή) και καταβάλλεται στους απασχολούμενους ναυτικούς πρόσθετη αμοιβή η οποία υπολογίζεται ως εξής : Το ποσόν του μηνιαίου μισθού ενεργείας της παραγρ. 1 του άρθρου 1 (αφορά το βασικό μισθό) διαιρείται δια των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης, τούτων εξευρισκομένων δια της διαιρέσεως των εβδομάδων του έτους δια δώδεκα μηνών και του πολλαπλασιασμού του εκ της διαιρέσεως ταύτης προκύπτοντος πηλίκου 4,3 επί τας ώρας της ισχυούσης εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης. Βάσει του ανωτέρω υπολογισμού, οι ώρες της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης ανέρχονται σε εκατόν εβδομήντα τρεις (173)… Για την πρόσθετη (υπερωριακή) εργασία περί της οποίας η προηγούμενη παράγραφος, η προκύπτουσα εκ της εφαρμογής της υπερωριακή αμοιβή του ναυτικού προσαυξάνεται κατά 25%… Για την πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση του πληρώματος κατά τα Σάββατα και τις αργίες, όπως αυτές ορίζονται από το άρθρον 18 της παρούσης, καταβάλλεται υπερωριακή αμοιβή η προσδιοριζόμενη από την παρόντος άρθρου, προσαυξημένη κατά ποσοστό 50% για όλες τις ώρες της υπερωριακής απασχόλησης Σαββάτου και αργιών…. Οι κατωτέρω κατονομαζόμενες θρησκευτικές εορτές θεωρούνται ως ημέρες αργίας. Εργασίες εκτελούμενες κατά τις αργίες αυτές εν πλω και στο λιμάνι αμείβονται υπερωριακώς , σύμφωνα με την παραγρ. 5 του άρθρου 13 της Συλλογικής Σύμβασης… α. Η 1η του Έτους, β. Η εορτή των Θεοφανείων. γ. Η Καθαρή Δευτέρα, δ. Η 25η Μαρτίου, ε. Η Μεγάλη Παρασκευή, στ. Η Δευτέρα του Πάσχα. ζ. Η ημέρα του Αγίου Γεωργίου, η. Η 1η Μαΐου. θ. Η ημέρα της Αναλήψεως. ι. Η 15η Αυγούστου. ια. Η 14η Οκτωβρίου, ιβ. Η 28η Οκτωβρίου, ιγ. Η ημέρα του Αγίου Νικολάου. ιδ. Η ημέρα των Χριστουγέννων, ιε. Η δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων…. ».

Σύμφωνα με τις ανωτέρω ΣΣΝΕ, οι μηνιαίοι μισθοί ενεργείας των αξιωματικών και κατωτέρων πληρωμάτων, που εργάζονται στα εν λόγω πλοία, περιλαμβανομένης της υπηρεσίας μαγειρείου, όπως και τα πάσης φύσεως επιδόματα, πρόσθετες αμοιβές και έξτρα εργασίες, παρέμειναν, ως κυρώθηκαν, με εκείνες του έτους 2014 και 2016 αντίστοιχα,  για την χρονική περίοδο ισχύος τους. Ειδικότερα, ο μηνιαίος μισθός ενεργείας του μάγειρα Α΄ πλοίων άνω των 1500 κ.ο.χ., ορίστηκε σε χίλια πεντακόσια είκοσι επτά ευρώ και είκοσι επτά λεπτά (1.527,27 €), το επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενέργειας, δηλαδή σε τριακόσια τριάντα έξι ευρώ (336 €), το αντίτιμο της σε είδος παρεχόμενης τροφοδοσίας σε δεκαεννέα ευρώ και είκοσι ένα λεπτά (19,21 €) την ημέρα, δηλαδή σε πεντακόσια εβδομήντα έξι ευρώ και τριάντα λεπτά (19,21 €/ημέρα Χ 30 ημέρες = 576,30 €) το μήνα, το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας σε τριάντα πέντε ευρώ και είκοσι δύο λεπτά (35,22 €) το μήνα και οι αποδοχές της αδείας μετά τροφοδοσίας σε πεντακόσια δέκα εννέα ευρώ και πενήντα δύο λεπτά [(1.527,27 €  + 336 €) : 22 = 84,69 € Χ 5 ημέρες + (19,21 ευρώ το ημερήσιο αντίτιμο τροφής Χ 5 ημέρες) = 519,52 €], το δε ωρομίσθιο του καθορίστηκε στο χρηματικό ποσό των οκτώ ευρώ και ογδόντα τριών λεπτών (8,83 €). Εξάλλου, όπως προκύπτει από τον περιλαμβανόμενο στην ανωτέρω υπουργική απόφαση πίνακα υπερωριακής αμοιβής του άρθρου 13 παρ.6 περ.Ι, κατά βαθμό, ειδικότητα και ωρομίσθιο, προκειμένου για μάγειρα Α΄ πλοίων άνω των 1500 κ.ο.χ., αυτή ορίστηκε σε 11,04 € (με προσαύξηση 25%) και 13,24 € (με προσαύξηση 50%). Επισημαίνεται, περαιτέρω, καθ’ όσον αφορά ειδικώς στην υπερωριακή απασχόληση κατά την ήμερα της Κυριακής, ότι η ως άνω Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας προβλέπει στο άρθρο 6 ότι «Σε όλους τους ναυτολογημένους ναυτικούς, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές αργίες εν πλω και στο λιμάνι, καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή υπό τύπον επιδόματος δια τας μέχρι οκταώρου εργασίας κατά Κυριακή, ανερχομένη μηνιαίως σε ποσοστό είκοσι δύο τοις εκατόν (22%) επί του μισθού ενεργείας, που προβλέπεται από το άρθρο 1 παρ. 1 της παρούσας Συμβάσεως. Διευκρινίζεται ότι το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής εκ μέρους αυτού ή μη υπηρεσίας», δηλαδή το ειδικό αυτό επίδομα συνιστά ιδιαίτερη αμοιβή για την παρεχομένη εντός του βασικού οκταώρου εργασία κατά τις Κυριακές, η οποία δεν θεωρείται υπερωριακή, ενώ αντιθέτως υπερωριακή θεωρείται η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής, αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50% (ΕφΠειρ 328/2014, ΕφΠειρ 626/2014, ΕφΠειρ 630/2014, ΕφΠειρ 27/2011, ΕφΠειρ 803/2009, ΕφΠειρ 529/2009, ΕφΠειρ 1128/2006, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 735/2006 ΕΝΔ 34 351, ΕφΠειρ 236/2006, ΕφΠειρ 741/2005 ΕΝΔ 33.444, ΕφΠειρ 567/2005 ΕΝΔ 33.345, ΕφΠειρ 608/2001 ΕΝΔ 29.446).

V. Από τις υπ’ αριθ. … και …./30.9.2019 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, οι οποίες δόθηκαν με επιμέλεια του ενάγοντος, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήσης της εναγομένης, κατ’άρθρο 422παρ.1 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 του Ν.4335/2015 (υπ’ αριθ. ..΄/25.9.2019 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών ……..), την υπ’ αριθ. 356/30.9.2019 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιά ………, που λήφθηκε με την επιμέλεια της εναγομένης-εκκαλούσας, κατόπιν νομότυπης κλήτευσης του ενάγοντος-εκκαλούντος, κατ’άρθρο 422παρ.1 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 του Ν.4335/2015 (υπ’αριθ. …΄/25.9.2019 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών …..), οι οποίες εκτιμώνται από το Δικαστήριο κατά το μέτρο της αξιοπιστίας και το βαθμό της γνώσεως εκάστου μάρτυρα, όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, ανεξάρτητα αν τα προσκομιζόμενα έγγραφα πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρα 340 παρ.1 και 591 παρ.1 ΚΠολΔ), για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004,723), σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφα τους και εκτιμώνται, κατ’ άρθρα 264 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (336 παρ.4 ΚΠολΔ) και της λογικής, αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν στον Πειραιά, μεταξύ του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «………» και ήδη «……….», πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού (Ε/Γ – Ο/Γ) πλοίου «B1», με αριθμό νηολογίου Πειραιά ….., κ.ο.χ. 16.391 και του ενάγοντος, …….., απογεγραμμένου ναυτικού, ο τελευταίος ναυτολογήθηκε, με την ειδικότητα του μάγειρα Α΄, στο ως άνω πλοίο και παρείχε τις υπηρεσίες του από 24.11.2016 μέχρι 20.4.2017, που απολύθηκε λόγω αδείας, από 25.5.2017 μέχρι τις 2.11.2017, που απολύθηκε για τον ίδιο λόγο, από 3.12.2017 έως 8.5.2018, που απολύθηκε ομοίως λόγω αδείας και από 11.6.2018 έως 2.11.2018, οπότε απολύθηκε στον Πειραιά «αμοιβαία συναινέσει». Στις εργασιακές αυτές συμβάσεις ρητά συνομολογήθηκε «κλειστός» μηνιαίος μισθός του ενάγοντος ανερχόμενος αρχικά στο ποσό των 3.583,85 ευρώ και με την τελευταία στο ποσό των 3.720,40 ευρώ, συμπεριλαμβανομένων, όπως ρητά διευκρινίστηκε και συμφωνήθηκε, του βασικού μισθού, επιδόματος Κυριακών, επιδόματος Σαββάτων και αργιών, επιδόματος αδείας μετά τροφοδοσίας, επιδόματος υπερωριών, καθώς και όλων των διαφόρων προβλεπομένων επιδομάτων από την εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση εργασίας για τα πληρώματα των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων, καθώς επίσης την προσδιοριζόμενη απ’αυτήν ετήσια άδεια μετ’αποδοχών. Ειδικότερα, κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα ναυτολόγησης του, τις πάσης φύσεως αποδοχές του ενάγοντος ρύθμιζε αρχικά η Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2016, που κυρώθηκε με την ΥΑ 2242.5-1.5/72672/2016 (ΦΕΚ Β΄ 2796/5.9.2016) και από 3.12.2017, που επαναπροσλήφθηκε, η ΣΣΝΕ του έτους 2017, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθ. 2242.5-1.5/77056/2017 υπουργική απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής (ΦΕΚ Β 4005/17.11.2017), καθόσον, αν και αναγράφεται ότι αυτή έχει ισχύ από την 1.1.2017, δεν εφαρμόζεται αναδρομικώς, αλλά από την ημέρα δημοσίευσης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της προαναφερθείσας Υπουργικής Απόφασης (Υ.Α.), που την κύρωσε, ήτοι από 17.11.2017, διότι η κανονιστική αυτή διοικητική πράξη (Υ.Α.) δεν μπορεί να αποκτήσει αναδρομική ισχύ, λόγω ελλείψεως σχετικής νομοθετικής εξουσιοδότησης (κατά τις διατάξεις του α.ν.3276/1944, ΑΠ 1267/1987 ΕΕργΔ 1988 1128, ΕφΠειρ 740/2015, ΕφΠειρ 770/2008 ΕΝαυτΔ 2008 275, ΕφΠειρ 1132/2005 2005 429, ΕφΠειρ 457/2000 ΔΕΕ 2000 895).

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, κατά τη διάρκεια των ως άνω ναυτολογήσεων του ενάγοντος, το εν λόγω πλοίο εκτελούσε ακτοπλοϊκά (κυρίως κυκλικά) δρομολόγια, τα οποία αφορούσαν και συμβάσεις ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας με επιδότηση (άγονης γραμμής), από τον Πειραιά αφενός προς τα λιμάνια της Χίου και της Μυτιλήνης  και αφετέρου της Πάτμου, της Κω και της Ρόδου, με ενδιάμεσες καταπλεύσεις σε μικρότερα νησιά και λιμένες. Ειδικότερα, κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα, το πλοίο «B1» εκτελούσε, κατόπιν σχετικών αποφάσεων του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, βασικά τα ακόλουθα δρομολόγια εβδομαδιαίως: Κατά το χρονικό διάστημα ναυτολόγησης του ενάγοντος από 12.6.2017 έως 5.9.2017, το πλοίο αναχωρούσε από τον Πειραιά κάθε Τρίτη στις 21.00, με προορισμό τη Μυτιλήνη και ενδιάμεσο λιμένα προσέγγισης τη Χίο (05.00), κατέπλεε στη Μυτιλήνη στις 07.55 της Τετάρτης και αναχωρούσε για το δρομολόγιο της επιστροφής, στις 20.00, με προσέγγιση του ίδιου ενδιάμεσου λιμένα και κατάπλου στον Πειραιά στις 06.25 της Πέμπτης. Στις 20.00 της ίδιας ημέρας το πλοίο αναχωρούσε από τον Πειραιά και κατέπλεε στα Ψαρά στις 01.10 της Παρασκευής, στις Οινούσσες στις 03.00, στη Χίο στις 03.50 και στη Μυτιλήνη στις 06.40 και ξεκινούσε άμεσα το δρομολόγιο της επιστροφής αναχωρώντας από Μυτιλήνη στις 08.45, με ενδιάμεση προσέγγιση στη Χίο στις 11.20 και κατάπλου στον Πειραιά στις 18.00 της ίδιας ημέρας. Στις 21.00 της ίδιας ημέρας το πλοίο ξεκινούσε από τον Πειραιά, με κατάπλου στη Χίο στις 03.30 του Σαββάτου, στη Μυτιλήνη στις 06.30, άμεση αναχώρηση από Μυτιλήνη στις 08.45 της ίδιας ημέρας, άφιξη στη Χίο στις 11.20, κατάπλου στον Πειραιά στις 18.00 και αναχώρηση την ίδια ημέρα στις 21.00, προς Μυτιλήνη, με ενδιάμεσο κατάπλου στη Χίο στις 03.30 της Κυριακής, στη Μυτιλήνη στις 06.30 και άμεση αναχώρηση για το δρομολόγιο της επιστροφής στις 08.45 με προσέγγιση στη Χίο στις 11.20, στις Οινούσσες στις 12.05, στα Ψαρά στις 13.55 και κατάπλου στον Πειραιά στις 19.10. Στις 21.00 της ίδιας ημέρας αναχωρούσε από Πειραιά προς Μυτιλήνη, με ενδιάμεση προσέγγιση στη Χίο στις 05.00 της Δευτέρας, κατάπλου στη Μυτιλήνη στις 07.55 και αναχώρηση στις 20.00 της ίδιας ημέρας, κατάπλου στη Χίο στις 23.10 και στον Πειραιά στις 05.30 της Τρίτης.  Κατά το χρονικό διάστημα ναυτολόγησης του ενάγοντος από 24.11.2016 έως 7.3.2017, από 3.4.2017 έως 20.4.2017, από 25.5.2017 έως 11.6.2017 και από 6.9.2017 έως 28.2.2018 το πλοίο αναχωρούσε από τον Πειραιά κάθε Τρίτη στις 20.00, με προορισμό τη Μυτιλήνη και ενδιάμεσο λιμένα προσέγγισης τη Χίο (05.00), κατέπλεε στη Μυτιλήνη στις 07.55 της Τετάρτης και αναχωρούσε για το δρομολόγιο της επιστροφής, στις 20.00, με προσέγγιση του ίδιου ενδιάμεσου λιμένα και κατάπλου στον Πειραιά στις 06.55 της Πέμπτης. Στις 20.00 της ίδιας ημέρας το πλοίο αναχωρούσε από τον Πειραιά και κατέπλεε στα Ψαρά στις 02.00 της Παρασκευής, στις Οινούσσες στις 04.05, στη Χίο στις 05.00 και στη Μυτιλήνη στις 07.55 και ξεκινούσε το δρομολόγιο της επιστροφής από Μυτιλήνη στις 20.00, με ενδιάμεση προσέγγιση στη Χίο στις 23.10 και κατάπλου στον Πειραιά στις 06.55 του Σαββάτου. Το επόμενο δρομολόγιο ξεκινούσε την Κυριακή στις 20.00 από Πειραιά, με κατάπλου στη Χίο στις 05.00 της Δευτέρας, στη Μυτιλήνη στις 07.55, αναχώρηση από Μυτιλήνη στις 20.00 της ίδιας ημέρας, άφιξη στη Χίο στις 23.10, στις Οινούσσες στις 23.59, στα Ψαρά στις 02.05 και στον Πειραιά στις 07.55 της Τρίτης. Κατά το χρονικό διάστημα ναυτολόγησης του ενάγοντος από 1.3.2018 έως 8.5.2018, το πλοίο αναχωρούσε από τον Πειραιά κάθε Τρίτη στις 20.00, με προορισμό τη Μυτιλήνη και ενδιάμεσο λιμένα προσέγγισης τη Χίο (05.00), κατέπλεε στη Μυτιλήνη στις 07.55 της Τετάρτης και αναχωρούσε για το δρομολόγιο της επιστροφής, στις 20.00, με προσέγγιση του ίδιου ενδιάμεσου λιμένα και κατάπλου στον Πειραιά στις 06.55 της Πέμπτης. Στις 20.00 της ίδιας ημέρας το πλοίο αναχωρούσε από τον Πειραιά και κατέπλεε στη Χίο στις 05.00 της Παρασκευής και στη Μυτιλήνη στις 07.55 και στις 20.00 ξεκινούσε το δρομολόγιο της επιστροφής, με ενδιάμεση προσέγγιση στη Χίο στις 23.10 και κατάπλου στον Πειραιά στις 06.55 του Σαββάτου. Το επόμενο δρομολόγιο ξεκινούσε την Κυριακή στις 20.00 από Πειραιά, με κατάπλου στη Χίο στις 05.00 της Δευτέρας, στη Μυτιλήνη στις 07.55, αναχώρηση από Μυτιλήνη στις 20.00 της ίδιας ημέρας, άφιξη στη Χίο στις 23.10 και στον Πειραιά στις 06.55 της Τρίτης. Κατά το χρονικό διάστημα από 11.6.2018 έως 30.6.2018, το πλοίο εκτελούσε εναλλάξ, ανά εβδομάδα, τα ακόλουθα δρομολόγια: 1. το δρομολόγιο Πειραιάς – Σύρος – Κατάπολα – Πάτμος – Λέρος – Κάλυμνος – Κως – Ρόδος. Ειδικότερα, κάθε Δευτέρα αναχωρούσε από τον Πειραιά στις 21.00, έφτανε στη Σύρο στις 22.50, στην Πάτμο στις 03.15 της Τρίτης, στη Λέρο στις 04.35, στην Κω στις 06.35, στη Ρόδο στις 10.10 και αναχωρούσε στις 17.00 της ίδιας ημέρας, με άφιξη στον Πειραιά, μέσω των ίδιων λιμένων, στις 08.05 της Τετάρτης. Στις 19.00 της ίδιας ημέρας αναχωρούσε για το ίδιο δρομολόγιο, με κατάπλου στη Ρόδο στις 08.30 της Πέμπτης, αναχώρηση για το δρομολόγιο επιστροφής στις 10.30 και κατάπλου στον Πειραιά στις 21.30 της ίδιας ημέρας. Στις 23.55 της ίδιας ημέρας αναχωρούσε για Βαθύ, όπου κατέπλεε στις 07.15 της Παρασκευής, Κω (10.45), Ρόδο (14.00), απ’ όπου αναχωρούσε στις 17.00 και κατέπλεε στον Πειραιά, μέσω των ίδιων λιμένων, στις 07.00 του Σαββάτου, με επόμενη αναχώρηση την Κυριακή, στις 16.00, για το δρομολόγιο που εκτελούσε την επόμενη εβδομάδα, το οποίο είχε ως εξής: 2. κατάπλους στη Θήρα στις 00.35 της Δευτέρας, στην Κω στις 05.45, στη Σύμη στις 08.25, στη Ρόδο στις 10.00, στη Σύμη στις 17.00, στην Κω στις 19.15, με επιστροφή, μέσω αυτών των λιμένων στη Θήρα στις 00.15, απ’ όπου απέπλεε στις 00.30 και επέστρεφε στον Πειραιά στις 06.00 της Τρίτης. Στις 07.30 της ίδιας ημέρας το πλοίο αναχωρούσε προς Σύρο, όπου κατέπλεε στις 11.00, Μύκονο (12.10), με επιστροφή στη Σύρο (14.35) και Πειραιά στις 18.30, απ’ όπου αναχωρούσε στις 21.30, προς Ρόδο, με προσέγγιση στη Θήρα στις 02.55 της Τετάρτης, Κω στις 07.50 και Ρόδο στις 11.10. Στις 16.00 της ίδιας ημέρας το πλοίο ξεκινούσε το δρομολόγιο επιστροφής με προσέγγιση στην Κω στις 18.40, στη Θήρα στις 23.40 και έφτανε στο λιμάνι του Πειραιά στις 05.30 της Πέμπτης. Στις 09.00 της ίδιας ημέρας αναχωρούσε από τον Πειραιά, κατέπλεε στην Κω στις 17.00 και στη Ρόδο στις 20.15, απ’ όπου αναχωρούσε στις 23.59, κατέπλεε στην Κω στις 02.35 της Παρασκευής, στη Λέρο στις 04.25, στην Πάτμο στις 05.35, στη Σύρο στις 09.20 και στον Πειραιά στις 12.55. Στις 19.00 της ίδιας ημέρας αναχωρούσε από τον Πειραιά, κατέπλεε στη Σύρο στις 22.30, στην Κάλυμνο στις 03.20, στην Κω στις 04.40, στη Ρόδο στις 08.10, αναχωρούσε από τη Ρόδο στις 09.30 και επέστρεφε στην Κω στις 12.05, στα Κατάπολα στις 15.35 και στον Πειραιά στις 21.10. Στις 23.55 της ίδιας ημέρας αναχωρούσε από τον Πειραιά και κατέπλεε στα Κατάπολα στις 05.05 της Κυριακής, στην Πάτμο στις 07.25, στη Λέρο στις 08.35, στην Κω στις 10.20 και στη Ρόδο στις 13.25, απ’ όπου αναχωρούσε στις 17.00 με επιστροφή στην Κω στις 20.05, στην Κάλυμνο στις 21.20, στη Λέρο στις 22.30, στην Πάτμο στις 23.40, στη Σύρο στις 04.00 και στον Πειραιά στις 08.05 της Δευτέρας. Κατά το χρονικό διάστημα ναυτολόγησης του ενάγοντος από 1.7.2018 έως 30.9.2018, το πλοίο εκτελούσε εναλλάξ, ανά εβδομάδα, τα ακόλουθα δρομολόγια: 1. κάθε Δευτέρα το πλοίο αναχωρούσε από Πειραιά στις 19.00, κατέπλεε στο λιμάνι της Σύρου στις 22.50, στην Πάτμο στις 03.15 της Τρίτης, στη Λέρο στις 04.35, στην Κω στις 06.35 και στη Ρόδο στις 10.10, με αναχώρηση στις 17.00 της ίδιας ημέρας και κατάπλου στην Κω στις 20.05, στη Λέρο στις 22.15, στην Πάτμο στις 23.55, στη Σύρο στις 04.00 και στον Πειραιά στις 08.05 της Τετάρτης. Στις 19.00 της ίδιας ημέρας το πλοίο αναχωρούσε από τον Πειραιά και κατέπλεε στο λιμάνι της Σύρου στις 22.20, στην Πάτμο στις 02.05 της Πέμπτης, στη Λέρο στις 03.15, στην Κω στις 05.00 και στη Ρόδο στις 08.30, με αναχώρηση στις 10.30 της ίδιας ημέρας και κατάπλου στην Κω στις 13.30 και στον Πειραιά στις 21.30. Στις 23.55 της ίδιας ημέρας το πλοίο αναχωρούσε από Πειραιά και κατέπλεε στο Βαθύ στις 07.15, στην Κω στις 10.45 και στη Ρόδο στις 14.00, απ’ όπου αναχωρούσε στις 17.00, κατέπλεε στην Κω στις 19.45, στο Βαθύ στις 23.25 και στον Πειραιά στις 07.00 του Σαββάτου, με επόμενη αναχώρηση την Κυριακή στις 21.30 για το δρομολόγιο που εκτελούσε την επόμενη εβδομάδα, το οποίο είχε ως εξής: 2. κατάπλους στη Θήρα στις 02.55 της Δευτέρας,  στην Κω στις 07.50, στη Σύμη στις 10.30, στη Ρόδο στις 12.00, στη Σύμη στις 17.00, στην Κω στις 19.15, στη Θήρα στις 00.15 της Τρίτης και στον Πειραιά στις 06.00. Το πλοίο αναχωρούσε άμεσα από τον Πειραιά στις 07.30, προς Σύρο, όπου κατέπλεε στις 11.00, Μύκονο (12.10), με επιστροφή στη Σύρο (14.35) και Πειραιά στις 18.30, απ’ όπου αναχωρούσε στις 21.30, προς Ρόδο, με προσέγγιση στη Θήρα στις 02.55 της Τετάρτης, Κω στις 07.50 και Ρόδο στις 11.10. Στις 16.00 της ίδιας ημέρας το πλοίο ξεκινούσε το δρομολόγιο επιστροφής με προσέγγιση στην Κω στις 18.40, στη Θήρα στις 23.40 και έφτανε στο λιμάνι του Πειραιά στις 05.30 της Πέμπτης. Στις 09.00 της ίδιας ημέρας αναχωρούσε από τον Πειραιά, κατέπλεε στην Κω στις 17.00 και στη Ρόδο στις 20.15, απ’ όπου αναχωρούσε στις 23.59, κατέπλεε στην Κω στις 02.35 της Παρασκευής, στη Λέρο στις 04.25, στην Πάτμο στις 05.35, στη Σύρο στις 09.20 και στον Πειραιά στις 12.55. Στις 19.00 της ίδιας ημέρας αναχωρούσε από τον Πειραιά, κατέπλεε στη Σύρο στις 22.30, στην Κάλυμνο στις 03.20, στην Κω στις 04.40, στη Ρόδο στις 08.10, αναχωρούσε από τη Ρόδο στις 09.30 και επέστρεφε στην Κω στις 12.05, στα Κατάπολα στις 15.35 και στον Πειραιά στις 21.10. Στις 23.55 της ίδιας ημέρας αναχωρούσε από τον Πειραιά και κατέπλεε στα Κατάπολα στις 05.05 της Κυριακής, στην Πάτμο στις 07.25, στη Λέρο στις 08.35, στην Κω στις 10.20 και στη Ρόδο στις 13.25, απ’ όπου αναχωρούσε στις 17.00 με επιστροφή στην Κω στις 20.05, στην Κάλυμνο στις 21.20, στη Λέρο στις 22.30, στην Πάτμο στις 23.40, στη Σύρο στις 04.00 και στον Πειραιά στις 08.05 της Δευτέρας. Τέλος, κατά το διάστημα ναυτολόγησης του ενάγοντος από 30.9.2018 έως 31.10.2018, το πλοίο εκτελούσε δρομολόγιο Πειραιά-Σύρο-Πάτμο-Λέρο-Κάλυμνο-Κω-Ρόδο, έχοντας αναχώρηση από Πειραιά κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή στις 19.00 και άφιξη στο ίδιο λιμάνι στις 08.05 της Τετάρτης, Παρασκευής και Δευτέρας, αντίστοιχα.

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, κατά τα ανωτέρω διαστήματα ναυτολόγησης του, ο ενάγων απασχολείτο σε καθήκοντα σχετικά με την προαναφερθείσα ειδικότητα του, δηλαδή του μάγειρα Α΄ (άρθρα 123 και 124 του ΒΔ 683/1960). Ειδικότερα, στα καθήκοντα του περιλαμβάνονταν η μέριμνα και η αντίστοιχη ευθύνη για την απόλυτη καθαριότητα και την καλή συντήρηση των διαμερισμάτων του μαγειρείου, των ψυγείων και των εντός αυτών τροφίμων, των πλυντηρίων και εν γένει των μαγειρικών σκευών, καθώς επίσης επιμελούνταν της μεταφοράς των τροφίμων εκ των τροφαποθηκών και των ψυγείων στο μαγειρείο, του καθαρισμού των τροφίμων και της έγκαιρης και σύμφωνης με τους κανόνες της μαγειρικής τέχνης παρασκευής των εδεσμάτων, που προορίζονταν για το πλήρωμα του πλοίου, ενώ παράλληλα επιμελούνταν τη κατανομή του παρασκευασμένου φαγητού και την διανομή του κατά την ώρα του φαγητού, προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι οι μερίδες είναι κανονικές και σύμφωνες προς το εδεσματολόγιο ή τις παραγγελίες, ώστε να μη δημιουργούνται δυσχέρειες και παράπονα εκ μέρους του πληρώματος του πλοίου. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7 παρ.1 και 4 του Π.Δ.177/1974 περί οργανικής σύνθεσης  πληρωμάτων των επιβατηγών (ακτοπλοϊκών – μεσογειακών – τουριστικών) πλοίων, η σε μαγείρους και χυτροκαθαριστές οργανική σύνθεση του προσωπικού του μαγειρείου των επιβατηγών πλοίων ολικής χωρητικότητας ανώτερης των 8.000 και έως 12.000 κόρους, καθορίζεται σε έναν (1) αρχιμάγειρα, έναν (1) μάγειρα Α΄, δύο (2) μαγείρους Β΄, δύο (2) μαγείρους Γ΄ και τρεις  (3) χυτροκαθαριστές, σύνολο εννέα (9) μέλη, ενώ κατά τη χειμερινή περίοδο αφαιρείται ένας (1) μάγειρας Γ΄. Στο ένδικο πλοίο, κ.ο.χ. 16.391, όπως αποδεικνύεται ιδίως από  τον προσκομιζόμενο από την εναγομένη πίνακα οργανικής σύνθεσης του, την υπηρεσία του μαγειρείου, αποτελούσαν ένας αρχιμάγειρας, ένας μάγειρας Α΄, δύο μάγειρες Β΄, ενώ είχαν ναυτολογηθεί δύο μάγειρες Α΄ και ένας Β΄, καθώς επίσης δύο μάγειρες Γ΄ και τρεις χυτροκαθαριστές, ενώ την χειμερινή περίοδο αφαιρούνταν ένας μάγειρας Γ΄. Οι ασχολίες του μάγειρα ενάγοντος συνίσταντο κυρίως στην παρασκευή του πρωϊνού, του γεύματος και του δείπνου για τη σίτιση του πληρώματος, που κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα αριθμούσε, σύμφωνα με την οργανική του σύνθεση, κατά την θερινή περίοδο περίπου ενενήντα (90) μέλη και περί τα εβδομήντα πέντε (75) την χειμερινή, η δε τραπεζαρία του πληρώματος λειτουργούσε καθημερινά από τις 07:00 έως τις 08:30 το πρωί για το πρωϊνό, από τις 11:30 έως τις 13:30 το μεσημέρι για το γεύμα και από τις 18:00 έως τις 20:30 το απόγευμα για το δείπνο. Επιπλέον, το επίδικο πλοίο παρείχε τροφή στους επιβάτες παρασκευασμένη στο πλοίο και για τον σκοπό αυτό διέθετε, προς εξυπηρέτηση των επιβατών του, δύο εστιατόρια «self service» και ένα με επιλογή των φαγητών από κατάλογο (a΄ la carte). Συγκεκριμένα, για τους επιβάτες, κατά τη χειμερινή περίοδο, παρεχόταν μόνο βραδινό γεύμα, συνήθως από τις 20.00 έως τις 23.00, ενώ κατά τη θερινή περίοδο παρεχόταν τόσο μεσημεριανό, περίπου από τις 12.00 έως τις 14.00, όσο και βραδινό, πριν την άφιξη του πλοίου στον Πειραιά, διάρκειας περί των δύο ωρών. Όταν όμως το πλοίο εκτελούσε εξπρές δρομολόγια, παρεχόταν πάλι βραδινό γεύμα για τους νέους επιβάτες, μετά την αναχώρηση του πλοίου το ίδιο βράδυ από τον Πειραιά, το οποίο διαρκούσε ομοίως δύο ώρες. Προς κάλυψη των ποικίλων λειτουργικών αναγκών επαρκούς σίτισης του πληρώματος και των επιβατών του επίδικου πλοίου δυναμικότητας 1800 επιβατών, κατά τη διάρκεια των ως άνω πολύωρων δρομολογίων του, ο ενάγων απασχολούνταν με τις ως άνω εργασίες, καθημερινώς, συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων και Κυριακών και μάλιστα πέραν της προβλεπομένης οκτάωρης διάρκειας της εργασίας του, προκειμένου να ανταποκριθεί στα καθήκοντα, που αφορούν τις εργασίες αυτές, για την εκτέλεση των οποίων δεν επαρκούσε απασχόληση μόνον οκτώ ωρών, πραγματοποιώντας καθημερινά υπερωριακή εργασία, γεγονός άλλωστε, που επιβεβαιώνεται και από το ότι κάθε μήνα καταβαλλόταν σε αυτόν ένα χρηματικό ποσό για την υπερωριακή του απασχόληση, όπως προκύπτει από τους λογαριασμούς μισθοδοσίας, που νόμιμα προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι διάδικοι και όπως συνομολογείται  από την εναγομένη-εκκαλούσα-εφεσίβλητη (αρθ. 352 ΚΠολΔικ) αναγνωριζομένης  εκ προοιμίου της ανάγκης  υπερωριακής εργασίας του. Για την υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος κατέθεσαν ενόρκως, τόσο οι μάρτυρες του, ………. και ………., ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, συντασσομένων αντίστοιχα των υπ’αριθμ….. και …./30.9.2019 ενόρκων βεβαιώσεων, που συνυπηρέτησαν, ως επίκουροι θαλαμηπόλοι, με τον ενάγοντα, όσο και ο μάρτυρας της εναγομένης, …….., ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά ……, συντασσομένης της υπ’αριθμ……/30.9.2019 ενόρκου βεβαιώσεως, που ομοίως συνυπηρέτησε με τον ενάγοντα στο εν λόγω πλοίο, κατά ένα χρονικό διάστημα, ως αρχιμάγειρας και εξακολουθεί να εργάζεται σ’αυτό, διαφοροποιούνται όμως ως προς την παροχή υπερωριακής εργασίας από τον ενάγοντα, καθόσον σύμφωνα με την κατάθεση του μάρτυρος της εναγομένης, η απασχόληση τούτου δεν υπερέβαινε το κανονικό ωράριο εργασίας του, αφού, κατά τους ισχυρισμούς του, ο ενάγων απασχολούνταν στο μαγειρείο, εναλλασσόμενος ανά εβδομάδα με τον έτερο μάγειρα Α΄, την μία εβδομάδα με διακεκομμένο ωράριο από τις 6.00π.μ. έως τις 11.00π.μ., για την προετοιμασία του μεσημεριανού γεύματος του πληρώματος, που ήταν κυρίως υπεύθυνος, μετά αναπαυόταν και επανερχόταν στις 18.00μ.μ. έως τις 21.00μ.μ. και την επόμενη εβδομάδα με συνεχόμενο ωράριο από τις 12.00 έως τις 20.00, δηλαδή παρουσιάζεται βασικά να απουσιάζει ακόμα και από την ολοκλήρωση της παρασκευής του γεύματος, που ήταν στην ευθύνη του, καθώς επίσης την κατανομή του παρασκευασμένου φαγητού και την διανομή του κατά την ώρα του γεύματος και αντίστοιχα του βραδινού, κατά την εναλλασσόμενη βάρδια, όπως και να μην συμμετέχει με τους άλλους μαγείρους στην καθαριότητα και συντήρηση των χώρων του μαγειρείου, επικουρούμενοι υπό τους χυτροκαθαριστές, δηλαδή να μην διενεργεί ασχολίες, που εμπίπτουν στα καθήκοντα του, γεγονός που δεν ανταποκρίνεται στους κανόνες της λογικής και της κοινής πείρας, επιπλέον εμφαίνεται να μην απασχολείται στην παρασκευή των εδεσμάτων για τους επιβάτες του πλοίου, που ομοίως αφορούσε τα καθήκοντα του, χωρίς αφενός τούτο να δικαιολογείται από τις συγκεκριμένες περιστάσεις και αφετέρου, δεν δικαιολογείται η απόληψη κατ’αποκοπή αμοιβής για υπερωρίες, εφόσον, κατά τα κατατιθέμενα από τον μάρτυρα της εναγομένης, ουδόλως υπερέβαινε το νόμιμο ωράριο . Οι ένορκες αυτές μαρτυρίες λαμβάνονται υπόψη, κατά το μέτρο αξιοπιστίας και κατά το λόγο γνώσεως καθενός μάρτυρος και συνεκτιμώνται  ελευθέρως μετά των λοιπών αποδεικτικών μέσων, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας και  τους κανόνες της λογικής, το δε γεγονός ότι οι, ως άνω, ενόρκως βεβαιώσαντες μάρτυρες του ενάγοντος, βρίσκονται σε αντιδικία με την εναγομένη εταιρεία σε άλλες εκκρεμείς δίκες επί ασκηθεισών αγωγών τους για την προάσπιση των εργασιακών τους δικαιωμάτων, δεν αναιρούν την μαρτυρία τους, ούτε τους καθιστά αναξιόπιστους, μήτε εξαιρετέους, εφόσον δεν θεωρείται ότι έχουν άμεσο και βέβαιο συμφέρον, ως αναγκαία συνέπεια της  έκβασης της προκειμένης δίκης, ως αβασίμως υποστηρίζει η εναγομένη.

Επομένως, από τα προαναφερθέντα, που αφορούν τις συνθήκες που επικρατούσαν κατά την απασχόληση του ενάγοντος επί του εν λόγω πλοίου, ενόψει της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησης του, τα πολύωρα δρομολόγια του και την αυξημένη επιβατική κίνηση, ακόμη και την χειμερινή περίοδο, τις μόνιμες ανάγκες σίτισης των μελών του πληρώματος, που ικανοποιούσε το μαγειρείο, ανεξαρτήτως αν το πλοίο ταξίδευε ή παρέμενε στο λιμάνι, σε συνδυασμό με το γεγονός της σταθερής καταβολής κάθε μήνα προς αυτόν χρηματικών ποσών για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, η διάρκεια της οποίας, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ήταν μεγαλύτερη κατά τη θερινή περίοδο και μικρότερη τη χειμερινή, συνάγεται ότι προς εξυπηρέτηση των αναγκών, που δημιουργούνταν από τις ως άνω συνθήκες λειτουργίας του πλοίου και στα πλαίσια της εκτέλεσης των καθηκόντων της ειδικότητας του, ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος, κατά τα ως άνω χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησης του, ήταν έντεκα (11) ώρες και όχι δεκατέσσερις (14) ώρες, κατά τα χρονικά διαστήματα από 25.5.2017 έως 30.9.2017 και από 11.6.2018 έως 30.9.2018 και δώδεκα (12) ώρες κατά τις λοιπές περιόδους, όπως καθ’ υπερβολή ισχυρίζεται ο τελευταίος. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε., ο ενάγων παρείχε, κατά τις καθημερινές και Κυριακές τρεις (3) ώρες υπερωριακής εργασίας και κατά τα Σάββατα και αργίες έντεκα (11) ώρες τέτοιας εργασίας, απορριπτομένων του μεν αγωγικού ισχυρισμού, που επαναφέρεται με τον πρώτο λόγο της έφεσης του, ως προς το υπερβάλλον, του δε ισχυρισμού της εναγόμενης, που διαλαμβάνεται στον σχετικό δεύτερο λόγο της έφεσης της, ότι η υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο δεν υπερέβαινε εκείνη, που αντιστοιχούσε στην κατ’ αποκοπή αμοιβή, που είχε συμφωνηθεί και ελάμβανε μηνιαίως, ως ουσιαστικά αβασίμων, εφόσον δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα μη δυνάμενοι να δικαιολογηθούν υπό τις εκτιθέμενες περιστάσεις. Εξάλλου, το γεγονός ότι η παραπάνω υπερωριακή εργασία του ενάγοντος δεν αναγραφόταν στο βιβλίο υπερωριών και ιδιαίτερων αμοιβών του πληρώματος, το οποίο τηρούσε η εναγομένη, δια του προεστημένου οργάνου της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 157 του Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επιβατηγών πλοίων και 19 της οικείας Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων και το γεγονός ότι ο ενάγων υπέγραφε το εν λόγω βιβλίο χωρίς επιφύλαξη, δεν μπορούν να αποτελέσουν δικαστικό τεκμήριο σε βάρος των συναφών αντίθετων ισχυρισμών τούτου (ΕφΠειρ 452/2010, ΕφΠειρ 768/2003, ΕφΠειρ 1/2003, ΕφΠειρ 778/2001 αδημ.). Περαιτέρω, ο ισχυρισμός που προβάλλεται πρωτοδίκως από την εναγομένη και επαναφέρεται με τον πρώτο λόγο της έφεσης της,  ότι καθ’ όλη την διάρκεια ναυτολόγησης του στο ανωτέρω πλοίο, ουδέποτε εξέφρασε παράπονο σχετικά με την εργασία του λαμβάνοντας τις μηνιαίες αποδοχές του, χωρίς οποιαδήποτε επιφύλαξη, δεν αναιρεί το αποδεικνυόμενο γεγονός ότι ο ενάγων απασχολούνταν υπερωριακώς πέραν των υπερωριών, που πληρωνόταν με την κατ’ αποκοπή συμφωνημένη αμοιβή, η δε ανεπιφύλακτη προσυπογραφή των μισθοδοτικών λογαριασμών λάμβανε χώρα αναγκαστικά υπό τον φόβο της απόλυσης του, αν διαμαρτυρόταν.  Άλλωστε αυτή δεν  συνιστά, ούτε συνεπάγεται παραίτηση από τις επίδικες αξιώσεις του και σε κάθε περίπτωση είναι άνευ έννομης επιρροής, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα νόμιμα δικαιώματα του, που πηγάζουν  είτε από τον νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτερα όρια προστασίας είναι άκυρη (ΑΠ 1635/2012, ΑΠ 1554/2011, ΑΠ 587/2006, ΑΠ 495/2006, ΑΠ 1013/2003, ΕφΠειρ 361/2013, ΕφΠειρ 501/2012, ΕφΠειρ 185/2012, ΕφΠειρ 506/2011, ΕφΠειρ 377/2011, ΕφΠειρ 795/2010, ΕφΠειρ 34/2008, ΕφΠειρ 1/2003 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε ότι ο ενάγων εργαζόταν καθημερινά, καθώς και τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες των επίδικων περιόδων, κατά μέσο όρο, επί έντεκα (11) ώρες στο  ανωτέρω πλοίο, δεν έσφαλε, ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και συνεπώς, οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί, που διαλαμβάνονται στον πρώτο λόγο της έφεσης του ενάγοντος και στον δεύτερο εκείνο της έφεσης της εναγομένης και πλήττουν τις επιδικασθείσες ώρες της υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος, πρέπει να απορριφθούν, ως κατ’ουσίαν αβάσιμοι.

Υπό  τις ανωτέρω παραδοχές και σύμφωνα με τις ρυθμίσεις των, ως άνω, εφαρμοζομένων συλλογικής συμβάσεως εργασίας, ο ενάγων που εργάστηκε υπερωριακώς, όπως προεκτέθηκε, κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα ναυτολόγησης του με την ειδικότητα του μάγειρα Α΄, δικαιούται για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης, κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές, αμοιβή ίση με το 1/173 του μισθού ενεργείας προσαυξημένο κατά 25%, για δε τα Σάββατα και τις αργίες υπερωριακή αμοιβή ίση με το 1/173 του μισθού ενεργείας προσαυξημένο κατά 50%, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ήτοι το ποσό των 11,04 € για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης τις καθημερινές και τις Κυριακές και το ποσό των 13,24 € αντίστοιχα για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης τις αργίες και τα Σάββατα. Σημειωτέον, ότι η εκκαλουμένη δεν πλήττεται, ως προς τους επιμέρους υπολογισμούς της πρόσθετης υπερωριακής αμοιβής, που αυτός δικαιούται, βάσει των υπερωριών, που αποδείχθηκε ότι εκτελούσε, ανερχομένης στο ποσό των 15.963,84 ευρώ, όσον αφορά τις 482 καθημερινές και Κυριακές και στο ποσό των 14.855,28 ευρώ, για τα 78 Σάββατα και τις 24 αργίες, κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησης του. Έναντι των ανωτέρω ποσών ο ενάγων έλαβε από την εναγομένη αντίστοιχα, με τμηματικές καταθέσεις στον τηρούμενο στην Τράπεζα Πειραιώς λογαριασμό του, αφενός το συνολικό ποσό 4.930,18 ευρώ (220,71 + 220,71 + 288,39 + 153,02 + 51,50+ 253,81+ 253,81+ 253,81+ 253,81 + 253,81 +  330,69 + 292,06+ 253,81 + 253,81 + 228,07 + 342,09 + 342,09+ 342,09+ 342,09) και όχι το ποσό των 5.353,94 ευρώ, που επικαλείται η εναγομένη, μη αποδεικνυομένων των καταβολών Νοεμβρίου 2017, Μαρτίου, Μαΐου και Νοεμβρίου 2018 και αναδρομικών 2017 και 2018, οπότε εξακολουθεί να του οφείλεται το ποσό 11.033,66 ευρώ και αφετέρου το ποσό των 10.601,41 ευρώ (604,64 + 604,64 + 604,64+ 403,10 + 141,08 + 604,64 + 604,64 + 604,64 + 604,64 + 604,64 + 584,49 + 604,64 + 604,64 + 604,64 + 403,14 +604,64 + 604,64 +604,64 +604,64) και όχι το ποσό των 11.556,67 που ισχυρίζεται η εναγομένη, μη αποδεικνυομένων των καταβολών Νοεμβρίου 2017, Μαρτίου, Μαΐου και Νοεμβρίου 2018 και αναδρομικών 2018, απομένοντος υπολοίπου ποσού 4.253,87 ευρώ και συνολικά η ανεξόφλητη αμοιβή για την υπερωριακή του εργασία ανέρχεται στο ποσό των 15.287,53 ευρώ, κατά παραδοχή μερικώς της ένστασης εξόφλησης της εναγομένης, που προβλήθηκε πρωτοδίκως και επαναφέρεται με τον δεύτερο λόγο της έφεσης της, ως εν μέρει ουσιαστικά βάσιμης.

VI. Κατά το άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 3239/1955, ατομική σύμβαση εργασίας, καταρτιζόμενη από κάποιον που δεσμεύεται από Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (Σ.Σ.Ε.), θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους καθορισθέντες στη Σ.Σ.Ε. όρους, ακυρουμένων των τυχόν αντίθετων συμφωνιών. Όμως, όροι ατομικής συμβάσεως εργασίας ευνοϊκότεροι για το μισθωτό από τους διαλαμβανόμενους σε Σ.Σ.Ε. είναι επικρατέστεροι. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπομένων από τη Σ.Σ.Ε. και περιελήφθη όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις καταβαλλόμενες πέραν των νομίμων, ο όρος είναι ισχυρός. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις αποδοχές που υφίστανται κατά το χρόνο της συνάψεως της ατομικής εργασιακής συμβάσεως, αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες οι οποίες θεσπίσθηκαν μετά την κατάρτιση της σχετικής συμβάσεως. Επίσης, τα προεκτεθέντα ισχύουν και για τις αξιώσεις από ναυτική εργασία, οι οποίες θεμελιώνονται σε ειδικές διατάξεις, που καθορίζουν, κατ’ αποκοπή, το ποσό της δικαιούμενης αμοιβής για πρόσθετη υπερωριακή εργασία, διότι η διάταξη του άρθρου 8 παρ. 4 του ν.δ. 4020/1959, η οποία προβλέπει ακυρότητα της συμβάσεως καλύψεως των υπερωριακών αμοιβών με τις πέραν των ελάχιστων ορίων συμβατικές αποδοχές στη χερσαία εργασία, δεν εφαρμόζεται στην πάγια, κατ’ αποκοπή, αμοιβή υπερωριών, που προβλέπουν οι Συλλογικές Συμβάσεις Ναυτικής Εργασίας (Σ.Σ.Ν.Ε) για μερικές ειδικότητες ναυτικών, όπως, εν προκειμένω του μάγειρα, η οποία μάλιστα, φέρει το χαρακτήρα όχι αποζημιώσεως, αλλά πρόσθετης αμοιβής. Συνεπώς, εάν συμφωνηθεί μεταξύ των συμβληθέντων στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται τακτικώς και παγίως στο ναυτικό, κατά την διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπομένου από την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε. μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας, της δραστηριότητος και του ζήλου τούτου στην εκτέλεση των καθηκόντων του, άνευ προβλέψεως «καταλογισμού» αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο τούτο ποσόν αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του πλοιοκτήτη, ελευθέρως ανακλητή ή δυναμένη μονομερώς να καταλογισθεί προς άλλες αξιώσεις του ναυτικού, απορρέουσες από τη σύμβαση. Όμως, το ως άνω πρόσθετο χρηματικό ποσό («επιμίσθιο») μπορεί να συμψηφισθεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικίες Σ.Σ.Ν.Ε. αποδοχές, μόνον όταν υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί του καταλογισμού αυτών στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. Σε διαφορετική περίπτωση, εάν δηλαδή δεν έχει συμφωνηθεί κάτι τέτοιο, ορισμένως και ειδικώς, μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον ως άνω συμψηφισμό, περιορίζοντας, έτσι, μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (ΑΠ 1013/2003 ΕΝαυτΔ 2003 345, ΑΠ 225/2002 ΔΕΝ 2002 1314, ΕφΠειρ 526/2012 ΕΝαυτΔ 2012 381, ΕφΠειρ 185/2012 ΕΝαυτΔ 2012 397, ΕφΠειρ 471/2011 ΕΝαυτΔ 2011 257, Ι. Κοροτζή «Ναυτικό Δίκαιο τ. 1ος αρθρ. 60 σελ. 326).

Στην προκειμένη περίπτωση αποδείχθηκε ότι στις από 24.11.2016, 25.5.2017 και 11.6.2018 έγγραφες συμβάσεις ναυτικής εργασίας, που καταρτίστηκαν μεταξύ των διαδίκων, περιελήφθησαν οι με αριθμό 1 και 2 συμπληρωματικοί όροι με το εξής περιεχόμενο: «Κάθε ποσό που καταβάλει η Εταιρία στο Ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από το ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της Εταιρείας σχετικές με την παρούσα σύμβαση. Ως ελάχιστες νόμιμες αποδοχές νοούνται οι προβλεπόμενες από την εκάστοτε εφαρμοστέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας. Τυχόν επιδόματα της Εταιρείας καταβάλλονται χωρίς υποχρέωση και μπορούν να ανασταλούν ή διακοπούν.». Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα κατά την διάρκεια ναυτολόγησης του, διάφορα χρηματικά ποσά, ως επιμίσθιο, με την αιτιολογία «έκτακτες αμοιβές», συνολικού ύψους 2.716,60 ευρώ και όχι 2.833,11 ευρώ, όπως ισχυρίζεται η εναγομένη, μη αποδεικνυομένων των επικαλούμενων καταβολών Νοεμβρίου 2017, Μαρτίου, Μαΐου και  Νοεμβρίου 2018, που αντιστοιχούσαν σε ποσοστό επί των καθαρών εισπράξεων των εστιατορίων του πλοίου και κατανέμονταν με ευθύνη του αρχιμάγειρα στα μέλη του προσωπικού του μαγειρείου με την μισθοδοσία τους. Από το περιεχόμενο του εν λόγω συμβατικού όρου, που αφορούσε όλες τις εργασιακές του συμβάσεις, δεδομένου ότι ο ενάγων επαναυτολογούνταν με τους ίδιους όρους και συμφωνίες, ερμηνευομένου όπως απαιτεί η καλή πίστη, λαμβανομένων υπόψη των συναλλακτικών ηθών, προκύπτει ότι τα συμβληθέντα μέρη συμφώνησαν ώστε να συμψηφίζονται τα καταβαλλόμενα στον εργαζόμενο επιπρόσθετα του μισθού του χρηματικά ποσά, με τις αξιώσεις του ενάγοντος, που απορρέουν από τις υπό κρίση συμβάσεις ναυτικής εργασίας, συμπεριλαμβανομένων ρητά και των αξιώσεων του από πρόσθετη αμοιβή, λόγω παροχής υπερωριακής εργασίας, επιπλέον δε η ειδικότερη συμφωνία για συμψηφισμό αφορά οποιαδήποτε αξίωση του ναυτικού που απορρέει από την εκάστοτε σύμβαση. Επομένως, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις, ως προς τα εν λόγω ποσά, συντρέχουν οι προϋποθέσεις συμψηφισμού τους με τις ένδικες αξιώσεις του ενάγοντος για υπερωρίες και τούτο δεν αναιρείται από το γεγονός ότι αυτά προέρχονταν από τις μισθώτριες εταιρείες εστίασης, που είχαν αναλάβει, βάσει συμφωνίας με την εναγομένη, την λειτουργία και εκμετάλλευση των εστιατορίων και κυλικείων του πλοίου, ως αμοιβή των υπηρεσιών, που της παρείχε για τον σκοπό αυτό το προσωπικό του μαγειρείου και ενδιαιτημάτων, εφόσον συμβαλλομένη εργοδότρια τούτου ήταν η εναγομένη εταιρεία, που τους κατέβαλε τα ποσά αυτά με την μισθοδοσία τους και όχι οι μισθώτριες των χώρων τούτων, που ουδόλως συνδέονταν συμβατικά με το προσωπικό και συνεπώς, μπορούν αυτά να καταλογιστούν στην οφειλόμενη στον ενάγοντα πρόσθετη υπερωριακή αμοιβή για τις υπερωρίες, που πραγματοποίησε. Ενόψει των ανωτέρω, πρέπει να γίνει μερικώς δεκτή, κατ’ουσίαν, η προβληθείσα από την εναγομένη ένσταση περί αποσβέσεως της οφειλής δια συμψηφισμού των προαναφερθέντων επιμίσθιων διάφορων χρηματικών ποσών, τα οποία κατέβαλε τακτικά κάθε μήνα στον ενάγοντα πέραν των νομίμων αποδοχών του και με ειδική συμφωνία, κατά τα προαναφερθέντα, για καταλογισμό τούτων στις αξιώσεις του και από παρασχεθείσα υπερωριακή εργασία, η οποία επαναφέρεται στην παρούσα δίκη και αφορά το σχετικό κονδύλιο της αγωγής περί της υπερωριακής αμοιβής και να αφαιρεθεί το συνολικό ποσό των 2.716,60 ευρώ από το, ως άνω, δικαιούμενο από τον ενάγοντα χρηματικό ποσό για την αιτία αυτή, απομένοντος υπολοίπου προς απόληψη 12.570,93 ευρώ (15.287,53-2.716,60), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απολύσεως του. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφαση του έκρινε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις συμψηφισμού του ανωτέρω καταβαλλομένου επιμίσθιου ποσού με τις απαιτήσεις του ενάγοντος από υπερωριακή εργασία και ακολούθως, δέχθηκε, ως εν μέρει ουσιαστικά βάσιμη, την σχετική ένσταση της εναγομένης και έκρινε ότι η ανεξόφλητη προς τον ενάγοντα οφειλή από υπερωριακή αμοιβή ανέρχεται στο ανωτέρω ποσό, ορθά ερμήνευσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου αιτιάσεων, που διαλαμβάνονται στον δεύτερο λόγο της έφεσης του ενάγοντος και στον πρώτο και δεύτερο λόγους της έφεσης της εναγομένης, ως ουσιαστικά αβασίμων.

VII. Μετά την διαπίστωση της ουσιαστικής αβασιμότητας του πρώτου λόγου τόσο της έφεσης του εκκαλούντος-ενάγοντος, όσο και του δεύτερου της έφεσης της εκκαλούσας-εναγομένης, παρέπεται η ουσιαστική αβασιμότητα  του τρίτου λόγου της έφεσης του εκκαλούντος -ενάγοντος και των τέταρτου και πέμπτου εκείνων της έφεσης της εναγομένης, καθ’ο μέρος παραπονούνται για κακή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ως προς τον υπολογισμό των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του ενάγοντος στο ποσό των 4.591,74 ευρώ, με βάση την μηνιαία αναλογία υπερωριακής αμοιβής, που αντιστοιχεί σε 11 ώρες ημερήσιας απασχόλησης, ανερχομένη σε 1.583,18 ευρώ και όχι εκείνη, που αναλογούσε στην μείζονα επικαλούμενη από τον ενάγοντα υπερωριακή εργασία ή την κατ’ αποκοπή καταβληθείσα αμοιβή για υπερωρίες από την εναγομένη, κατά τους αντίστοιχους ισχυρισμούς τους και εντεύθεν πλήττουν, αφενός την μερική παραδοχή των αγωγικών αξιώσεων για τις διαφορές των επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα των ετών 2017 και 2018 και την απόρριψη των συναφών αγωγικών κονδυλίων κατά το υπερβάλλον μέρος τους και αφετέρου την απόρριψη της ένστασης της εναγομένης περί ολοσχερούς εξόφλησης των απαιτήσεων αυτών, καθώς επίσης της αμοιβής των δρομολογίων εξπρές, με βάση τον ισχυρισμό ότι ο ενάγων δεν πραγματοποίησε υπερωρίες πέραν των αντιστοιχούντων στην κατ’ αποκοπή μηνιαία υπερωριακή αμοιβή, που ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων, κρίνονται απορριπτέοι ως ουσιαστικά αβάσιμοι.

Ειδικότερα, οι συνολικές μικτές τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος, ως μάγειρα Α΄, ανέρχονταν στο ποσό των 4.591,74 ευρώ [1.527,27 € μισθός ενεργείας + 336 € επίδομα Κυριακών + 35,22 € επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 14,25 € επίδομα άγονης γραμμής + 576,30 € αντίτιμο τροφής 30 ημερών (19,21 € Χ 30) + 519,52 € αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας [(1.527,27 €  + 336 €) : 22 = 84,69 € Χ 5 ημέρες + (19,21 ευρώ το ημερήσιο αντίτιμο τροφής Χ 5 ημέρες)] + 1.583,18 € μέσος όρος υπερωριακής αμοιβής]. Επομένως, ο ενάγων δικαιούται, ως επιδόματα εορτών, τα ακόλουθα ποσά: α) για αναλογία δώρου Πάσχα 2017, το ποσό των 2.104,57€ [4.591,74 € σύνολο μηνιαίων αποδοχών : 2 = 2.295,87 € : 15 ημέρες = 153,06 € ανά οκταήμερο Χ 13,75 οκταήμερα], έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 1.257,63 € (340,49 + 340,49 + 348,92 + 227,73) και συνεπώς, δικαιούται τη σχετική διαφορά ποσού 846,94 €, β) για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2017, το ποσό των 3.093 € [4.591,74€ σύνολο μηνιαίων αποδοχών Χ 2/25 = 367,34 € Χ 8,42 δεκαεννεαήμερα], έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 2.150,06 € (78,98 + 346,47 + 344,63 + 344,63 + 346,45 + 344,63 + 344,27) και όχι το ποσό των 2.174,01 ευρώ, όπως ισχυρίζεται η εναγομένη, μη αποδεικνυομένων των επικαλούμενων καταβολών αναδρομικών Μαΐου 2017 και Νοεμβρίου 2017, εναπομείναντος οφειλόμενου υπολοίπου για την αιτία αυτή 942,94 ευρώ, γ) για δώρο Πάσχα 2018, το ποσό των 2.295,87 € [4.591,74€ σύνολο μηνιαίων αποδοχών : 2], έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 1.038,64 € (349,40 + 344,63 + 344,61) και όχι 1.383,27 ευρώ, όπως ισχυρίζεται η εναγομένη, καθώς δεν αποδείχθηκε η επικαλούμενη καταβολή Μαρτίου 2018, ύψους 344,63 ευρώ, για την αιτία αυτή και συνεπώς, δικαιούται τη προκύψασα διαφορά ποσού 1.257,23 € και δ) για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2018, το ποσό των 2.957,82 € [4.591,74 € σύνολο μηνιαίων αποδοχών Χ 2/25 = 367,34 €  Χ 8,052 δεκαεννεαήμερα], έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 1.659,74 € (237,10 + 355,66 + 355,66+ 355,66 + 355,66) και όχι 1.838,55 ευρώ, που επικαλείται η εναγομένη, καθώς δεν αποδείχθηκαν οι καταβολές Μαΐου 2018, Νοεμβρίου 2018 και αναδρομικών 2018 και συνεπώς, ο ενάγων δικαιούται ακόμη για την αιτία αυτή το ποσό των 1.298,08 €, δεκτής γενομένης εν μέρει της σχετικής ένστασης εξόφλησης της εναγομένης, που προτάθηκε πρωτοδίκως και επαναφέρεται με τον πέμπτο λόγο της έφεσης της, ως ουσιαστικά βάσιμης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση του έκρινε ότι οφείλονται στον ενάγοντα για επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα των ετών 2017 και 2018, τα ανωτέρω ποσά αντίστοιχα, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, απορριπτομένων  του τρίτου λόγου της έφεσης του ενάγοντος και του συναφούς πέμπτου λόγου της έφεσης της εναγομένης, που αποδίδουν στην εκκαλουμένη τις πλημμέλειες αυτές, εφόσον αφορούν τον υπολογισμό των τακτικών αποδοχών και εντεύθεν των επιδομάτων εορτών, με βάση αφενός την επικαλούμενη από τον ενάγοντα υπερωριακή αμοιβή και αφετέρου την κατ’ αποκοπή καταβληθείσα από την εναγομένη μηνιαίως υπερωριακή αμοιβή, καθώς επίσης, τις αιτιάσεις της εναγομένης περί μη συνυπολογισμού στις τακτικές αποδοχές του επιδόματος αδείας μετά του αντιτίμου τροφοδοσίας, ως ουσιαστικά αβασίμων.

VIII. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 33 των Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών – Επιβατηγών Πλοίων των ετών 2009, 2010, 2011, 2013 και 2014 που τιτλοφορείται “Δρομολόγια εξπρές”, συνάγεται ότι: α) σε κάθε περίπτωση κατά τον καθορισμό, την έγκριση και την εκτέλεση δρομολογίων πρέπει να προνοείται από την αρμόδια υπηρεσία (του ΥΕΝΑΝΠ ή ΥΘΥΝΑΛ) και από τους πλοιοκτήτες η παραμονή των πλοίων στο λιμάνι αφετηρίας τουλάχιστον 6 ώρες πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο, προκειμένου να παρασχεθεί στον πλοίαρχο και το πλήρωμα ο αναγκαίος χρόνος ανάπαυσης καθώς και προετοιμασίας του πλοίου για το επόμενο δρομολόγιο, εάν δε αυτό κατ’ εξαίρεση δεν καθίσταται δυνατό, καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή, όπως αυτή καθορίζεται στο ως άνω άρθρο (παρ. 1 και 2 αυτού), β) ως δρομολόγια, για τα οποία καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα η πρόσθετη αυτή αμοιβή, θεωρούνται εκείνα, για την εκτέλεση των οποίων το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, κατά περίπτωση, πριν περάσουν τουλάχιστον 6 ώρες από τον κατάπλου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού (παρ. 3 «δρομολόγια εξπρές»), γ) η πρόσθετη αυτή αμοιβή προβλέπεται για όλα τα «εξπρές» δρομολόγια, με την ως άνω έννοια, που αναφέρονται σε ακτοπλοϊκά – επιβατηγά πλοία, που δεν έχουν τακτικές καθημερινές, τουλάχιστον έξι αναχωρήσεις (δρομολόγια) την εβδομάδα από το λιμάνι αφετηρίας και υπολογίζεται κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στις παραγράφους 4 και 7 του ως άνω άρθρου, βάσει των ωρών πρόωρης αναχωρήσεως του πλοίου εβδομαδιαίως, τακτικά δε θεωρούνται τα δρομολόγια εκείνα, κατά τα οποία το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας σε προκαθορισμένη κάθε ημέρα ώρα, έστω και αν η ώρα απόπλου δεν είναι η ίδια κάθε ημέρα, σε εκτέλεση τακτικού δρομολογίου, δ) ειδικώς, προκειμένου περί πλοίων, τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας, η πρόσθετη αυτή αμοιβή καταβάλλεται για τα πέραν των πέντε δρομολόγια την εβδομάδα (παρ. 5, που αποτελεί διάταξη ειδικότερη εκείνης της παρ. 3), οι ναυτικοί δηλ. που εργάζονται σε ακτοπλοϊκά επιβατηγά πλοία που έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις και εκτελούν περισσότερα από 5 κυκλικά δρομολόγια την εβδομάδα, είτε παραμένουν στο λιμάνι αφετηρίας 6 ώρες είτε όχι, λαμβάνουν την πρόσθετη αμοιβή που προβλέπεται στην προαναφερθείσα §7 του άρθρου αυτού, με τη διαφορά ότι ο αριθμός των δρομολογίων εξπρές δεν υπολογίζεται κατά την §4 αλλά κατά τα οριζόμενα στην §5 του ίδιου άρθρου, ε) τέλος, κατ’ εξαίρεση που εισάγεται με την παράγραφο 6 του αυτού άρθρου, οι διατάξεις του δεν ισχύουν και δεν εφαρμόζονται, έτσι, οι ναυτικοί δεν δικαιούνται την πρόσθετη αυτή αμοιβή για δρομολόγια «εξπρές» σε ημερόπλοια, δηλαδή σε πλοία που εκτελούν πλόες κατά τις ώρες από 07.00 έως 23.00 και σε πλοία τοπικών γραμμών, εκτός εάν, κατ’ εξαίρεση, δηλαδή της εξαίρεσης αυτής (επάνοδο στον κανόνα), τα πλοία αυτά εκτελούν δρομολόγια ή επεκτείνουν τα δρομολόγια τους τις νυκτερινές ώρες, δηλαδή κατά τις ώρες από 23.00 μέχρι 07.00 της επομένης ημέρας (ΑΠ 259/2014 ΕΝαυτΔ 2014 27, ΕφΠειρ 517/2011, ΕφΠειρ 55/2011, ΕφΠειρ 764/2010, ΕφΠειρ 663/2008 αδημ.). Ειδικότερα, οι ναυτικοί, οι οποίοι διέπονται από τις διατάξεις των ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε., δικαιούνται αμοιβής ίσης προς το πηλίκο του συνόλου των ωρών των προώρων αναχωρήσεων μέχρι της συμπληρώσεως εξαώρου από τον κατάπλου κατά εβδομάδα δια του αριθμού 8, ή το γινόμενο του αριθμού των πέραν των πέντε δρομολογίων του πλοίου κατά εβδομάδα, αντιστοίχως, επί το 1/30ο  ή 1/60ο  ή 1/120ο  του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών, εάν το κυκλικό ταξίδι διαρκεί τουλάχιστον 12 ώρες ή τουλάχιστον 6 ώρες ή μέχρι 6 ωρών, αντιστοίχως (ΑΠ 259/2014 ΕΝαυτΔ 2014 27, ΕφΠειρ 716/2011 ΕΝαυτΔ 2012 107, ΕφΠειρ 46/2011 ΕΝαυτΔ 2011 97).

Εξάλλου, από την διάταξη του άρθρου 216 § 1 ΚΠολΔ, στην οποία προβλέπεται ότι το δικόγραφο της αγωγής, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει να περιέχει: α)σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την  άσκηση της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β)ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ)ορισμένο αίτημα, προκύπτει ότι η χωρίς πληρότητα αναφορά των περιστατικών αυτών καθιστά την αγωγή αόριστη και οδηγεί στην απόρριψη της, ως απαράδεκτης, για έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης, η οποία  αποτελεί και προϋπόθεση του παραδεκτού της (ΑΠ 250/2011, ΑΠ 49/2011,  ΑΠ 1611/2008 Δ 2008/1131, ΑΠ 187/2006 Δ 2006/907), δεδομένου ότι επί ελλιπούς ή ασαφούς αγωγής το δικαστήριο δεν μπορεί να προχωρήσει στην εκτίμηση των ισχυρισμών του ενάγοντος από νομική και ουσιαστική άποψη, εκτός αν πρόκειται για επουσιώδεις ελλείψεις, οι οποίες είναι δυνατόν, κατ’ άρθρο 224 ΚΠολΔ να συμπληρωθούν, να διευκρινιστούν και να διορθωθούν με τις προτάσεις. Σε περίπτωση δε αμφιβολίας περί της πληρότητας ή όχι των αναγκαίων γεγονότων, λογίζεται έγκυρη η αγωγή, εφόσον οι ελλείψεις του δικογράφου της δεν δυσχεραίνουν την άσκηση ανταπόδειξης από τον εναγόμενο (ΕΠ 187/2005 ΕΝαυτΔ 2005, 97, ΕφΠειρ 33/2002 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, σε αγωγή με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση αμοιβής του πλοιάρχου ή μέλους του πληρώματος βάσει της οικείας Σ.Σ.Ν.Ε., λόγω εκτελέσεως «δρομολογίων εξπρές» υπό την, ως άνω, έννοια, τα αναγκαία στοιχεία, που πρέπει να περιέχονται σ’ αυτήν, προκειμένου να είναι ορισμένη, είναι η δρομολογιακή γραμμή προς εξυπηρέτηση της οποίας καθορίσθηκαν τα εν λόγω δρομολόγια, ο αριθμός των δρομολογίων κατά εβδομάδα, που είναι αναγκαίος για τον ως άνω υπολογισμό της σχετικής πρόσθετης αμοιβής, ο οποίος αφορά και την περίπτωση πλοίων, που έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας, δοθέντος στην περίπτωση αυτή η σχετική πρόσθετη αμοιβή καταβάλλεται για τα πέραν των πέντε (5) δρομολογίων την εβδομάδα, ο απόπλους του πλοίου από το λιμάνι της αφετηρίας ή του προορισμού πριν την παρέλευση εξαώρου από του κατάπλου, η μη συμπλήρωση κατά τη διάρκεια ενός πλήρους ταξιδιού συνεχούς παραμονής έξι ωρών (6) είτε στο λιμάνι αφετηρίας είτε στο λιμάνι προορισμού, οι συνολικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος και, προκειμένου περί ημερόπλοιου ή πλοίου τοπικών γραμμών, η εκτέλεση δρομολογίων κατά τις νυκτερινές ώρες ή η επέκταση των δρομολογίων κατά τις ώρες αυτές (ΕφΠειρ 350/2017, ΕφΠειρ 620/2014 δημ. Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 716/2011, ΕφΠειρ 283/2009 ΕΝαυτΔ 2009, 102, ΕφΠειρ 17/2013 ΕΝαυτΔ 2013, 167).

Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα των ετών 2017 και 2018, που υπηρετούσε ο ενάγων στο εν λόγω πλοίο, πραγματοποιήθηκαν  δρομολόγια, που είχαν το χαρακτήρα «εξπρές», κατά την προεκτεθείσα έννοια, δεδομένου ότι, σύμφωνα με  τους αναλυτικώς παρατιθέμενους ανωτέρω πλόες, αφενός το πλοίο εκτελούσε περισσότερα από 5 κυκλικά δρομολόγια την εβδομάδα κατά την περίοδο από 13.6.2017 έως 5.9.2017 και συγκεκριμένα  πραγματοποιούσε έξι κυκλικά δρομολόγια κάθε εβδομάδα από το λιμάνι αφετηρίας τον Πειραιά με τελικό προορισμό την Μυτιλήνη, διάρκειας εκάστου μεγαλύτερης των 12 ωρών και συνεπώς, οι ακριβείς ώρες παραμονής του πλοίου στο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού και εντεύθεν πρόωρης αναχώρησης, που εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής, δεν καθίστανται εν προκειμένω ουσιώδεις, δεδομένου ότι, σύμφωνα με την μείζονα σκέψη, οι ναυτικοί που εργάζονται σε πλοία που εκτελούν περισσότερα από πέντε (5) κυκλικά δρομολόγια την εβδομάδα (6 ή 7), είτε παραμένουν στο λιμάνι αφετηρίας 6 ώρες είτε όχι, λαμβάνουν την πρόσθετη αμοιβή που προβλέπεται στην παρ. 7, η οποία δεν υπολογίζεται κατά την παρ. 4, αλλά όπως ορίζεται στην παρ. 5 και συνεπώς, λαμβάνουν στην περίπτωση κατά την οποία η διάρκεια του κάθε δρομολογίου (κυκλικού ταξιδιού) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, όπως εν προκειμένω, πρόσθετη αμοιβή ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών για κάθε δρομολόγιο. Επομένως, με τέτοιο περιεχόμενο και αίτημα, το σχετικό αγωγικό κονδύλιο, αναφορικά με την κρινόμενη περίοδο, κατά την επιχειρούμενη θεμελίωση του, βάσει των ωρών της πρόωρης αναχώρησης του πλοίου ανά εβδομάδα, είναι νόμω αβάσιμο. Εξάλλου, δεν εξαρτάται η, ως άνω, θεμελίωση του αιτήματος για πρόσθετη αμοιβή για δρομολόγια εξπρές, από τον αποκλεισμό προηγουμένως της έτερης νομικής βάσης, κατά την παράγραφο 5 του άρθρου 33, ήτοι της εκτέλεσης εβδομαδιαίως άνω των πέντε κυκλικών δρομολογίων, που αποτελεί ειδικότερη διάταξη εκείνης της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου, καθόσον οι εν λόγω νομικές βάσεις είναι αυτοτελείς και δεν τελούν σε σχέση εξάρτησης της μιας από την άλλη, επαφίεται δε στην διακριτική ευχέρεια του κάθε ενάγοντος ποια θα επικαλεστεί με βάση τις συγκεκριμένες συνθήκες και περιστάσεις προς θεμελίωση της εν λόγω αξίωσης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ομοίως και απέρριψε το εν λόγω κονδύλιο, καθόσον αφορά το χρονικό διάστημα από 13.6.2017 έως 5.9.2017, ως μη νόμιμο, αν και με συνοπτική αιτιολογία, που συμπληρώνεται και αντικαθίσταται με την παρούσα (534 ΚΠολΔ), ορθά εφάρμοσε τον νόμο και συνεπώς, οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις του ενάγοντος, που διαλαμβάνονται στον πέμπτο λόγο της έφεσης του, κρίνονται απορριπτέες, ως αβάσιμες.

Αφετέρου, κατά τα ακόλουθα χρονικά διαστήματα το επίδικο πλοίο εκτελούσε λιγότερα από πέντε κυκλικά ταξίδια κάθε εβδομάδα, ενώ η διάρκεια του εκάστοτε κυκλικού ταξιδιού ήταν μεγαλύτερη των δώδεκα ωρών και επεκτείνονταν και κατά την διάρκεια της νύχτας, από τον κατάπλου δε στο λιμάνι αφετηρίας το πλοίο απέπλεε πριν τη συμπλήρωση παραμονής έξι ωρών. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι κατά το χρονικό διάστημα ναυτολόγησης του ενάγοντος στο πλοίο «B1» από 11.6.2018 έως 30.6.2018, αυτό εκτελούσε, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν ανωτέρω, τέσσερα κυκλικά δρομολόγια την πρώτη εβδομάδα και πέντε κυκλικά δρομολόγια τη δεύτερη εβδομάδα κ.ο.κ., που επεκτείνονταν κατά τις νυχτερινές ώρες, με διάρκεια εκάστου δρομολογίου μεγαλύτερη των 12 ωρών, καθόσον κάθε πρώτη εβδομάδα το πλοίο έφτανε την Πέμπτη στο λιμάνι αφετηρίας τον Πειραιά στις 21.30 και αναχωρούσε για νέο ταξίδι στις 23.55, ενώ κάθε δεύτερη εβδομάδα την μεν Τρίτη κατέπλεε στον Πειραιά στις 18.30 και αναχωρούσε στις 21.30 (το πρωινό εξπρές δρομολόγιο της Τρίτης δεν περιλαμβάνεται στο οικείο αγωγικό κονδύλιο και συνεπώς δεν λαμβάνεται υπόψη), την δε Πέμπτη κατέπλεε στον Πειραιά στις 5.30 και αναχωρούσε στις 9.00 και το Σάββατο έφτανε στον Πειραιά στις 21.10 και αναχωρούσε στις 23.55. Συνεπώς, το πλοίο πραγματοποιούσε δρομολόγια εξπρές, υπό την έννοια των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 33 των εφαρμοζόμενων ΣΣΝΕ, για τα οποία ο ενάγων δικαιούτο αμοιβής ίσης προς το πηλίκο του συνόλου των ωρών των προώρων αναχωρήσεων μέχρι της συμπληρώσεως εξαώρου από τον κατάπλου στον λιμένα αφετηρίας τον Πειραιά καθ` εβδομάδα δια του αριθμού 8. Συγκεκριμένα, κατά μεν το διάστημα από 11.6.2018 έως και 17.6.2018, το πλοίο εκτέλεσε 0,45 εξπρές δρομολόγιο εβδομαδιαίως (3,58 ώρες αναχώρησης προ του εξαώρου εβδομαδιαίως : 8), κατά δε το διάστημα από 18.6.2018 έως και 24.6.2018, 1,09 εξπρές δρομολόγιο εβδομαδιαίως [8,75 (3 + 2,5 + 3,25) ώρες αναχώρησης προ του εξαώρου εβδομαδιαίως : 8] και κατά το διάστημα από 25.6.2018 έως και 30.6.2018, πραγματοποίησε 3,58 ώρες αναχώρησης προ του εξαώρου εβδομαδιαίως, ήτοι 0,45 εξπρές δρομολόγιο εβδομαδιαίως και συνολικά για το χρονικό διάστημα από 11.6.2018 έως και 30.6.2018 το πλοίο πραγματοποίησε 1,99 εξπρές δρομολόγια, πλην όμως λαμβάνεται υπόψη το έλασσον αιτούμενο με την αγωγή για 1,94 δρομολόγια εξπρές (106 ΚΠολΔ). Επομένως, ο ενάγων δικαιούται πρόσθετης αμοιβής για την εν λόγω αιτία, όπως αυτή προβλέπεται στην παράγραφο 7 σε συνδυασμό με την παράγραφο 4 του άρθρου 33 των ως άνω ΣΣΝΕ, ούτως ώστε η δικαιούμενη αμοιβή για κάθε δρομολόγιο «εξπρές», που πραγματοποιήθηκε, ισούται προς το 1/30ο των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του. Εξάλλου, στις αποδοχές αυτές, βάσει των οποίων υπολογίζονται, εκτός της πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων «εξπρές» και τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, συμπεριλαμβάνεται κάθε παροχή καταβαλλόμενη παγίως και σταθερώς, ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του ναυτικού τακτικώς κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικώς σε ορισμένα χρονικά διαστήματα (ΑΠ 1013/2003 ΔΕΕ 2004 214, ΕφΠειρ 587/2011 ΕΝαυτΔ 2012 19, ΕφΠειρ 506/2011 ΕΝαυτΔ 2011 387, ΕφΠειρ 377/2011 ΕΝαυτΔ 2011 262, ΕφΠειρ 46/2011 ΕΝαυτΔ 2011 97, ΕφΠειρ 283/2009 ΕΝαυτΔ 2009 102). Έτσι, στις εν λόγω αποδοχές περιλαμβάνεται και η αμοιβή για την ως άνω υπερωριακή εργασία, το αντίτιμο τροφής, που αποτελεί μέρος των παγίων και σταθερών αποδοχών του ανεξαρτήτως αν παρέχεται σε χρήμα ή αυτουσίως (ΕφΠειρ 231/2013 ΕΝαυτΔ 2013, 220, ΕφΠειρ 377/2011 ΕΝαυτΔ 2011 262), οι αποδοχές αδείας (με το αντίτιμο τροφής), το επίδομα άγονης γραμμής, εφόσον τακτικώς το πλοίο εκτελούσε σχετικά δρομολόγια και η πρόσθετη αμοιβή της εργασίας έχμασης, ενώ το επίδομα ιματισμού δεν πρέπει να συνυπολογισθεί σ’ αυτές, γιατί αυτό δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, καθώς και λόγω της παροχής σε είδος αυτού (ΑΠ 774/2003 ΔΕΝ 59 1300, ΕφΠειρ 526/2012 ΕΝαυτΔ 2012 381, βλ. Ι. Κοροτζή «Ναυτικό Δίκαιο» τ. 1ος αρθρ. 60 σελ. 332 και αρθρ. 76 σελ. 387). Ειδικότερα, όσον αφορά τις αποδοχές αδείας, από τις διατάξεις του άρθρου 15 της οικείας Σ.Σ.Ν.Ε. προκύπτει ότι η άδεια, σε αντίθεση με ότι συμβαίνει στη χερσαία εργασία, παρέχεται μόνο αν, κατά την κρίση του πλοιάρχου, οι ανάγκες του πλοίου επιτρέπουν τη χορήγηση της και σε περίπτωση μη χορήγησης της ο ναυτικός δικαιούται της αποζημίωσης που ορίζεται στην παρ. 2 του άνω άρθρου. Ακριβώς δε για το λόγο ότι κατά κανόνα οι συνθήκες της ναυτικής εργασίας δεν επιτρέπουν την παροχή της άδειας in natura, οι επί πλέον  αποδοχές που δικαιούται για την περίπτωση αυτή ο ναυτικός προσλαμβάνουν τον χαρακτήρα τακτικού ανταλλάγματος (μισθού) για την παροχή της εργασίας.

Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, οι συνολικές τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος ανέρχονταν συνολικώς στο ποσό των 4.591,74 ευρώ. Επομένως, η πρόσθετη αμοιβή για τα ως άνω δρομολόγια «εξπρές», που δικαιούται για το εν λόγω διάστημα, ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 296,94 ευρώ, [4.591,74 € : 30 = 153,06 € Χ 1,94 δρομολόγια εξπρές], έναντι του οποίου ο ενάγων έλαβε το ποσό των 264,74 € και συνεπώς, δικαιούται την προκύψασα διαφορά ποσού 32,22 ευρώ. Επιπλέον, κατά το διάστημα από 1.7.2018 έως 30.9.2018 το πλοίο εκτελούσε, σύμφωνα με τους παρατιθέμενους ανωτέρω πλόες, τέσσερα κυκλικά δρομολόγια την πρώτη εβδομάδα και πέντε κυκλικά δρομολόγια τη δεύτερη εβδομάδα κ.ο.κ., που επεκτείνονταν κατά τις νυχτερινές ώρες, με διάρκεια εκάστου δρομολογίου μεγαλύτερη των 12 ωρών, καθόσον κάθε πρώτη εβδομάδα το πλοίο κατέπλεε την Πέμπτη στο λιμάνι αφετηρίας τον Πειραιά στις 21.30 και αναχωρούσε ξανά στις 23.55, ενώ κάθε δεύτερη εβδομάδα την μεν Τρίτη κατέπλεε στον Πειραιά στις 6.00 και αναχωρούσε στις 7.30, επέστρεφε δε στον Πειραιά στις 18.30 της ίδιας ημέρας και αναχωρούσε για νέο ταξίδι στις 21.30, την δε Πέμπτη κατέπλεε στον Πειραιά στις 5.30 και αναχωρούσε στις 9.00 και το Σάββατο κατέπλεε στον Πειραιά στις 21.10 και αναχωρούσε πάλι στις 23.55. Συνεπώς, το πλοίο εκτελούσε κάθε πρώτη εβδομάδα (3,58 ώρες αναχώρησης προ του εξαώρου εβδομαδιαίως : 8 ) 0,45 εξπρές δρομολόγιο και κάθε δεύτερη εβδομάδα 1,66 εξπρές δρομολόγια εβδομαδιαίως [(4,5 + 3 + 2,5 + 3,25=) 13,25 ώρες αναχώρησης προ του εξαώρου εβδομαδιαίως : 8] και επομένως, καθ΄ όλο το ανωτέρω διάστημα, ήτοι από 1.7.2018 έως 30.9.2018, πραγματοποίησε 13,11 εξπρές δρομολόγια [ (0,45 Χ 7 εβδομάδες=) 3,15 + (1,66 Χ 6 εβδομάδες=) 9,96], πλην όμως ζητείται αμοιβή για 12,87 δρομολόγια εξπρές, που λαμβάνονται υπόψη (106 ΚΠολΔ). Επομένως, η πρόσθετη αμοιβή που δικαιούται για την αιτία αυτή αναφορικά με το κρινόμενο διάστημα, ανέρχεται στο ποσό των 1.969,88 € (4.591,74 € : 30 = 153,06 € Χ 12,87 δρομολόγια εξπρές), έναντι του οποίου ο ενάγων έλαβε το ποσό των 1.260,50 € (580,69 + 581,29 + 98,52) και συνεπώς, δικαιούται τη σχετική διαφορά ποσού 709,38 € και συνολικά, για την αιτία αυτή, το ποσό των 744,60 € (35,22 + 709,38).  Ενόψει των ανωτέρω, η προβαλλομένη ένσταση περί αποσβέσεως της  εν λόγω οφειλής, η οποία επαναφέρεται με τον τέταρτο λόγο της έφεσης της εκκαλούσας-εναγομένης και αφορά το κρινόμενο κονδύλι της αγωγής περί της πρόσθετης αμοιβής για δρομολόγια «εξπρές», πρέπει να γίνει μερικώς δεκτή, ως ουσιαστικώς βάσιμη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση του έκρινε ότι, για την κρινόμενη αιτία, οφείλεται στον ενάγοντα το ανωτέρω ποσό των 744,60 ευρώ, δεν έσφαλε στην εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, απορριπτομένων  του πέμπτου λόγου της έφεσης του ενάγοντος και του συναφούς τέταρτου λόγου της έφεσης της εναγομένης, που πλήττουν την εκκαλουμένη για τις πλημμέλειες αυτές, καθόσον αφορούν τον υπολογισμό των τακτικών αποδοχών και εντεύθεν των επιδομάτων εορτών, με βάση αφενός την επικαλούμενη από τον ενάγοντα υπερωριακή αμοιβή και αφετέρου την κατ’ αποκοπή καταβληθείσα από την εναγομένη μηνιαίως υπερωριακή αμοιβή, καθώς επίσης, τις αιτιάσεις της εναγομένης περί μη συνυπολογισμού στις τακτικές αποδοχές του επιδόματος αδείας μετά του αντιτίμου τροφοδοσίας και εσφαλμένου συνυπολογισμού στα κυκλικά δρομολόγια των ημερινών πλόων, ως ουσιαστικά αβασίμων, δεδομένου, όσον αφορά ειδικά την τελευταία αποδιδόμενη πλημμέλεια, ότι το επίδικο πλοίο δεν ήταν ημερόπλοιο, καθόσον οι πλόες του επεκτείνονταν και μετά την 23.00 ώρα κατά την διάρκεια της νύχτας και επομένως, δεν εξαιρείτο από την εφαρμογή των περί δρομολογίων “εξπρές” διατάξεων, επειδή εκτελούσε και ημερινούς πλόες, περιλαμβανομένων και αυτών στην ανεύρεση των «εξπρές» δρομολογίων.

IX. Εξάλλου, στο υπό τον τίτλο «Διανυκτέρευση εις λιμένα» άρθρο 16 της ως άνω ΣΣΝΕ, ορίζεται ότι «Κάθε πλοιοκτήτης υποχρεούται να ρυθμίζει τα της υπηρεσίας των πλοίων του κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται μία φορά τον μήνα κατά τους μήνας Ιούλιο έως και Σεπτέμβριο και δύο φορές το μήνα κατά τους λοιπούς μήνες, η διανυκτέρευση των μελών του πληρώματος στο λιμάνι αφετηρίας ή στο λιμάνι προορισμού του δρομολογίου του πλοίου, κατά την επιθυμία του ναυτικού και εφόσον τούτο είναι δυνατόν (§ 1). Σε περίπτωση που για λόγους ασφαλείας του πλοίου ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο δεν καθίσταται δυνατή η διανυκτέρευση, καταβάλλεται στο ναυτικό για κάθε μη παρεχομένη διανυκτέρευση αποζημίωση ίση με ένα ημερομίσθιο ήτοι το 1/22 του υπό της Συλλογικής Συμβάσεως προβλεπομένου μισθού ενεργείας της παραγρ. 1 του άρθρου 1 (§ 2). Για την παρεχομένη ως άνω άδεια διανυκτερεύσεως θα γίνεται από τον Πλοίαρχο μνεία στο ημερολόγιο του πλοίου που θα επικυρώνεται από την Λιμενική Αρχή (§3).

Στην προκειμένη περίπτωση, από τα ανωτέρω επικαλούμενα και προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται, ότι ο ενάγων δεν έλαβε όλες τις προβλεπόμενες διανυκτερεύσεις, κατά τα χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησης του, είτε στο λιμάνι αφετηρίας είτε στο λιμάνι προορισμού, παρά μόνο κατά τις ημερομηνίες, 4/4, 5/4, 2/7, 3/7, 14/9, 15/9, 10/10 και 11/10 του έτους 2017 και 15/4, 16/4, 7/9, 8/9, 9/9, 3/10 και 4/10, του έτους 2018, ήτοι συνολικά του χορηγήθηκαν 15 άδειες διανυκτέρευσης, σύμφωνα με τις οικείες εγγραφές στο ημερολόγιο γέφυρας, αντίγραφα του οποίου προσκομίζονται αποσπασματικά, σε συνδυασμό με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα. Άλλωστε, από μόνο το γεγονός της διανυκτέρευσης του πλοίου σε κάποιο λιμάνι, δεν μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι ο ενάγων λάμβανε άδεια διανυκτέρευσης, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η εναγόμενη, αντίθετα αποδείχθηκε ότι κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα, δεν κατέστη δυνατή η διανυκτέρευση του ενάγοντος στο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, με εξαίρεση τις ανωτέρω ημερομηνίες, που του παρασχέθηκε διανυκτέρευση για ανάπαυση και αναψυχή και έγινε μνεία από τον πλοίαρχο στο ημερολόγιο του πλοίου, ενώ κατά τα λοιπά ήταν υποχρεωμένος να παραμένει στο πλοίο και να εργάζεται για τις ανάγκες του. Επομένως, ο ενάγων δικαιούται να λάβει την προβλεπόμενη αποζημίωση διανυκτέρευσης για τις υπόλοιπες 16 τέτοιες άδειες, που δεν έλαβε, ήτοι αποζημίωση  69,42 ευρώ για κάθε διανυκτέρευση (μισθός ενεργείας 1.527,27 ευρώ Χ 1/22) και συνολικά δικαιούται για την αιτία αυτή το ποσό των 1.110,72 (69,42 ευρώ Χ 16) ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε από την εναγομένη το ποσό των 819,17€ (106,21 + 88,17 + 69,42 + 133,98 + 60,40 + 129,82 + 92,33 + 69,42 + 69,42), κατά μερική παραδοχή της ένστασης εξόφλησης, που προέβαλε η εναγομένη και επαναφέρει με τον τρίτο λόγο της έφεσης της, μη αποδεικνυομένων των επικαλούμενων από αυτήν καταβολών Μαρτίου και Μαΐου 2018, καθώς και αναδρομικών του ίδιου έτους και συνεπώς, ο ενάγων δικαιούται ακόμη, για την αιτία αυτή, το ποσό των 291,55 ευρώ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση του έκρινε ομοίως, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, απορριπτομένων του τέταρτου  λόγου της έφεσης του ενάγοντος και του τρίτου λόγου της έφεσης της εναγομένης, που υποστηρίζουν τα αντίθετα, ως ουσιαστικά αβασίμων.

Σημειωτέον, ότι ο χαρακτηρισμός των επίμαχων μισθοδοτικών λογαριασμών από την εργοδότρια εναγομένη, που τους εξέδιδε από το μηχανογραφικό της σύστημα, ως «Αποδείξεις Πληρωμής Αποδοχών», με ημερομηνία πληρωμής την τελευταία ημέρα εκάστου δεδουλευμένου μήνα, δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα, καθόσον ουδόλως ελάμβανε χώρα, κατά τον χρόνο χορήγησης τους στον ενάγοντα, ως ανάλυση της μισθοδοσίας του, ή είχε προηγηθεί ή έστω επακολουθήσει, πλήρη εξόφληση των αναγραφομένων πληρωτέων ποσών, αλλά ο τρόπος πληρωμής ήταν μέσω της τράπεζας Πειραιώς, όπως ρητά αναφέρεται σ’αυτές, συνήθως έναντι και σε μεταγενέστερο χρόνο, ούτως ώστε δια της υπογραφής του εργαζομένου ενάγοντος επ’αυτών ουσιαστικά βεβαιώνεται μόνο ότι αυτός παρέλαβε αντίγραφο της ανάλυσης μισθοδοσίας του, η δε σημείωση ότι ουδεμία άλλη απαίτηση έχει από την εταιρεία, τελεί υπό την προϋπόθεση είσπραξης των πληρωτέων συμφωνημένων και νόμιμων αποδοχών του και δεν σημαίνει, ούτε συνεπάγεται άνευ ετέρου εξόφληση των αναγραφομένων σε έκαστο μισθοδοτικό λογαριασμό ποσών, καθόσον τούτο δεν αποδεικνύεται, μήτε από αυτούς καθεαυτούς τους προσκομιζόμενους μισθοδοτικούς λογαριασμούς, που δεν περιέχουν ρητή αναφορά και απτά στοιχεία του εκάστοτε χρόνου, τρόπου και αιτίας πληρωμής συγκεκριμένου ποσού,  ούτε σε συνδυασμό με την προσκόμιση σχετικών αποδείξεων πληρωμής με μετρητά ή με τραπεζικές καταθέσεις, που να αντιστοιχούν στο σύνολο των καταβλητέων ποσών, λαμβανομένου υπόψη ότι οι αποδεικνυόμενες γενόμενες καταβολές μέσω τραπέζης, που συνομολογεί ο ενάγων, αφορούσαν επιμέρους ποσά έναντι των αντίστοιχων δεδουλευμένων αποδοχών του, τα οποία υπολείπονταν των απεικονιζομένων στους αντίστοιχους μισθοδοτικούς λογαριασμούς συμφωνημένων και νόμιμων αποδοχών του. Συνεπώς, ο ισχυρισμός της εναγομένης, που προβλήθηκε πρωτοδίκως και επαναφέρεται με την έφεση και τις προτάσεις της ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, περί πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης των επίδικων απαιτήσεων, αποδεικνυομένης, κατά τους ισχυρισμούς της, εκ μόνου του περιεχομένου των προσκομιζομένων, χαρακτηριζομένων από την ίδια, ως εκδότρια, αποδείξεων πληρωμής αποδοχών εκάστου μηνός, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός, ως ουσιαστικά βάσιμος, κατά τις προεκτιθέμενες διακρίσεις.

X. Τέλος, όσον αφορά την ένσταση της εναγομένης, που προβλήθηκε πρωτοδίκως και επαναφέρεται με τον έκτο λόγο της έφεσης της, περί καταχρηστικής άσκησης των ένδικων απαιτήσεων του ενάγοντος, κατά την επιχειρούμενη θεμελίωση της στην ανεπιφύλακτη και αδιαμαρτύρητη εκ μέρους του ενάγοντος λήψη των πάσης φύσεως αποδοχών του και υπογραφή των σχετικών αποδείξεων και των τηρούμενων καταστάσεων υπερωριών, χωρίς όχληση της για απλήρωτες υπερωρίες και άλλες απαιτήσεις, κρίνεται απορριπτέα, ως αβάσιμη, διότι τα περιστατικά αυτά δεν αρκούν για να καταστήσουν καταχρηστική την άσκηση των επίδικων αξιώσεων του, μήτε στοιχειοθετείται σ’αυτά και μέχρι την έγερση της κρινόμενης αγωγής μακρά αδράνεια του δικαιούχου, ούτε η δυσμενής οικονομική συγκυρία θεμελιώνει καταχρηστικότητα, ενώ ουδόλως προσδιορίζεται σε τι συνίστανται οι δυσβάσταχτες οικονομικές συνέπειες της εναγομένης, απορριπτομένου του κρινόμενου έκτου λόγου της έφεσης της εναγομένης, που πλήττει την εκκαλουμένη για την απόρριψη της ένστασης αυτής, ως αβασίμου.

XI. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει οι ένδικες εφέσεις να απορριφθούν στο σύνολο τους, ως αβάσιμες κατ’ ουσίαν, ομοίως και το αίτημα περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση πρέπει να απορριφθεί, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμο, εφόσον το τελεσίδικα επιδικασθέν καταψηφιστικό ποσό είναι μείζον του καταβληθέντος σε εκτέλεση της προσωρινώς εκτελεστής διάταξης της εκκαλουμένης απόφασης, ποσού των 6.000 ευρώ και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου εκάστης έφεσης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας στον αντίστοιχο εκκαλούντα, κατόπιν σχετικού αιτήματος τους, λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων τις ένδικες εφέσεις κατά της υπ’αριθμ. 2315/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Δέχεται τις εφέσεις τυπικά.

Απορρίπτει αυτές κατ’ ουσίαν.

Απορρίπτει κατ’ουσίαν  το αίτημα περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση.

Επιβάλλει στους εκκαλούντες τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, αντίστοιχα, τα οποία ορίζει στο ποσό των εννιακοσίων (900) ευρώ για έκαστο εκκαλούντα.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 24 Ιανουαρίου 2022.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ