Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 76/2022

 ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός     76/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

  Αποτελούμενο από τη Δικαστή, Χαρίκλεια Σαραμαντή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα    Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ  :         

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ:  Της εταιρίας ………… η οποία εκπροσωπήθηκε από τον  πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Ραμαντάνη-Ιατρίδη που παραστάθηκε με δήλωση (άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).

Της ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ:  Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας ……….., η οποία εκπροσωπήθηκε από την  πληρεξούσια δικηγόρο της, Αικατερίνη Αθανασίου που παραστάθηκε με δήλωση (άρθρα 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).

Η εκκαλούσα εταιρία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 3-12-2018 με Γ.Α.Κ. ……./2018 και με Ε.Α.Κ. …../2018 ανακοπή της κατά της  εφεσίβλητης εταιρίας μετά τη συζήτηση της οποίας  εκδόθηκε η 4166/2019 οριστική απόφαση του άνω Δικαστηρίου.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η ανακόπτουσα εταιρία   με την από 21-2-2020 και με αριθ. έκθ. κατάθ. στο Εφετείο ………../2020 έφεση, η οποία προσδιορίστηκε για  συζήτηση στη δικάσιμο της 21-5-2020,  οπότε και ματαιώθηκε εξαιτίας της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων λόγω της πανδημίας COVID-19. Δυνάμει δε της με  αριθμό 54/2020 Πράξης της ορισθείσας αρμοδίως Εφέτη  Μαρίας Κωττάκη, που εκδόθηκε σύμφωνα με το άρθρο 20 του ν. 4690/2020  η συζήτηση της υπό κρίση έφεσης επαναπροσδιορίστηκε για την δικάσιμο της 19-11-2020  οπότε και αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 18-2-2021 κατά την οποία ματαιώθηκε η συζήτησή της  εκ νέου για τον ίδιο ως και άνω λόγο. Στη συνέχεια με την 89/2021 Πράξη της Προέδρου Εφετών Σπυριδούλας Μακρή που εκδόθηκε σύμφωνα με το άρθρο 21 του ν. 4786/2021 (ΦΕΚ Α’ 43/23-3-2021) αλλά και του άρθρου 83 του ν. 4790/2021 (ΦΕΚ Α’ 48/31-3-2021), η συζήτηση της υπό κρίση έφεσης νομίμως επαναπροσδιορίσθηκε, αυτεπαγγέλτως, για την δικάσιμο της 21-2-2021.

Κατά την εν λόγω δικάσιμο οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

 ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Φέρεται προς κρίση ενώπιον του παρόντος, αρμόδιου κατά το άρθρο 19 ΚΠολΔ, Δικαστηρίου, η με αριθμό ………../21-2-2020 έφεση  της ανακόπτουσας εταιρίας κατά της 4166/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατόπιν συζήτησης της από 3-12-2018 ανακοπής, κατά την τακτική διαδικασία και αντιμωλία των διαδίκων.  Η έφεση  ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τα άρθρα 495, 511, 513, 516 παρ.1 και  517  ΚΠολΔ εντός της προβλεπόμενης στο άρθρο 518 παρ. 2 ΚΠολΔ προθεσμίας αφού από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει η επίδοση της εκκαλουμένης, περιστατικό που δεν επικαλούνται εξάλλου οι διάδικοι, ενώ δεν παρήλθε  η νόμιμη καταχρηστική προθεσμία από την δημοσίευσή της, στις 18-12-2019. Για το παραδεκτό της έχει κατατεθεί το προβλεπόμενο στην  παρ. 3  Α εδ. β του άρθρου 495 ΚΠολΔ παράβολο  και, κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια, τακτική, διαδικασία (άρθρα 522 και 533 του ΚΠολΔ), ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της μέσα στα διαγραφόμενα από αυτούς όρια (άρθρο 522 ΚΠολΔ).

Η εταιρία με την επωνυμία «……………..» άσκησε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, την από 3-12-2018 ανακοπή  κατά της  ήδη εφεσίβλητης  «……………..» στην οποία ιστορούσε ότι   στον αναγκαστικό πλειστηριασμό του υπό σημαία Κύπρου  ε/γ-ο/γ πλοίου «IS» που διενεργήθηκε με επίσπευση της καθ’ ης η ανακοπή, αναγγέλθηκαν, μεταξύ άλλων, οι διάδικοι στην παρούσα δίκη και περαιτέρω ότι λόγω ανεπάρκειας του πλειστηριάσματος ο υπάλληλος του πλειστηριασμού, …….., συμβολαιογράφος Πειραιώς,  συνέταξε τον με αριθμό ……./9-11-2018  προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης, με τον οποίο, κατόπιν αφαίρεσης των εξόδων εκτέλεσης, στο υπόλοιπο του πλειστηριάσματος -μεταξύ άλλων δανειστών- κατέταξε οριστικά την καθ’ ης η ανακοπή – ενυπόθηκη δανείστρια για το ποσό του 1.544.944,03 ευρώ. Ότι αν και  οι απαιτήσεις της ίδιας, συνολικού ποσού 685.808 ευρώ, οι οποίες αφορούν  παροχή υπηρεσιών χρήσης αποβάθρας, αποκομιδή απορριμμάτων, σύνδεση ηλεκτρικής παροχής και κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος, καθώς και  αμοιβές επιθαλάσσιας αρωγής, είναι προνομιακές τόσο με βάση το δίκαιο της σημαίας του πλοίου όσο και με  το ελληνικό δίκαιο, δεν κατατάχθηκε στον προσβαλλόμενο πίνακα, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο δικόγραφο, στο οποίο ενσωματώνεται αυτούσιο το κείμενο της αναγγελίας. Με βάση το άνω ιστορικό και όσα ειδικότερα εκθέτει στο εν λόγω  δικόγραφο, η ανακόπτουσα  ζητά την μεταρρύθμιση του προσβαλλόμενου πίνακα κατάταξης, ώστε να καταταγεί προνομιακά, με αντίστοιχη μερική αποβολή της αντιδίκου της, για το ποσό των 685.808 ευρώ, πλέον τόκων  υπολογιζόμενων κατά τα αναφερόμενα σ’ αυτό. Επί της ανακοπής  εκδόθηκε η εκκαλούμενη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με την οποία η ανακοπή, αφού κρίθηκε παραδεκτή, απορρίφθηκε στο σύνολό της. Κατά της κρίσεως αυτής του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου παραπονείται η εκκαλούσα – ανακόπτουσα με τους λόγους της έφεσής της οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου καθώς και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης προς το σκοπό να γίνει δεκτή η ανακοπή της.

Με το δεύτερο λόγο της έφεσής της η εκκαλούσα παραπονείται για τη λήψη υπόψη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο της από 27-4-2018 ένορκης κατάθεσης του ………., βρετανού δικηγόρου, που προσκόμισε η εφεσίβλητη, κατά παράβαση, όπως ισχυρίζεται, των οριζόμενων στα άρθρα 422-424 ΚΠολΔ περί ενόρκων βεβαιώσεων για το λόγο ότι η ίδια δεν κλήθηκε να παραστεί κατά την εν λόγω κατάθεση. Από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας προκύπτει κατ’ αρχάς ότι η εκκρεμοδικία από την άσκηση της ένδικης ανακοπής ξεκίνησε στις 3-12-2018 όταν αυτή επιδόθηκε στην καθ’ ης η ανακοπή (άρθρο 221 ΚΠολΔ) σύμφωνα με την κατά το άρθρο 139 παρ. 3 ΚΠολΔ επισημείωση του επιδόσαντος αυτήν, αρμόδιου, δικαστικού επιμελητή ………., στο επιδοθέν αντίγραφο της ανακοπής.  Επομένως και σε κάθε περίπτωση η εριζόμενη ως ένορκη κατάθεση δόθηκε πριν την έναρξη της εκκρεμοδικίας, στις 27-4-2018, από την επισκόπηση δε του περιεχομένου της προκύπτει ότι αυτή εμπεριέχει την επιστημονική γνώση, τις πληροφορίες και την πεποίθηση που έχει ο εν λόγω αλλοδαπός δικηγόρος περί των προσεγγίσεων του αγγλικού δικαίου που σχετίζονται με την φύση και τη έννοια του προνομίου του επισκευαστή πλοίου και τη σχετική κατάταξη των ναυτικών προνομίων καθώς και του προνομίου αυτού (του επισκευαστή πλοίου), στο προϊόν της πώλησης πλοίου. Αποτελεί επομένως μια γνωμοδότηση επί των θεμάτων αυτών της οποίας το περιεχόμενο επιβεβαιώθηκε ενόρκως, δεν δόθηκε δε προκειμένου να χρησιμοποιηθεί στην παρούσα δίκη ως μαρτυρία άλλωστε δεν περιέχει πραγματικά περιστατικά, πλέον αυτού δόθηκε σε προηγούμενο αυτής, «ανύποπτο», χρόνο, αρκετούς μήνες  πριν την έναρξή της. Με δεδομένο ότι τα Δικαστήρια μπορούν,  προκειμένου να λάβουν γνώση του αλλοδαπού δικαίου, να χρησιμοποιούν σύμφωνα με το άρθρο 337 ΚΠολΔ όποιο μέσο κρίνουν κατάλληλο, χωρίς να περιορίζονται στις αποδείξεις που προσκομίζουν τα μέρη, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο  ορθά ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας το νόμο δέχθηκε ως  αποδεικτικό μέσο την εν λόγω γνωμοδότηση προκειμένου να πληροφορηθεί το αγγλικό δίκαιο  για τα κρινόμενα ζητήματα, και  δεν αποτελεί ένορκη βεβαίωση κατά τα άρθρα 421 επ. ΚΠολΔ οπότε και μόνο τότε θα απαιτείτο η κλήτευση της αντιδίκου για να παραστεί κατ’ αυτήν. Επομένως είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμα όσα υποστηρίζει με το δεύτερο λόγο της υπό κρίση έφεσής της  η εκκαλούσα εταιρία.

Σύμφωνα με το άρθρο 1012 παρ. 3 ΚΠολΔ, σε περίπτωση πλειστηριασμού κατασχεμένου πλοίου, η σειρά των δανειστών στον πίνακα κατάταξης, γίνεται κατά κύριο λόγο σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΙΝΔ, κατά δε το άρθρο 9 του τελευταίου αυτού Κώδικα, το δίκαιο της πολιτείας, της οποίας τη σημαία φέρει το πλοίο, ρυθμίζει και τα επ’ αυτού εμπράγματα δικαιώματα. Σύμφωνα δε με το άρθρο 205 του ίδιου Κώ­δικα, τα καθοριζόμενα σ’ αυτό προνόμια, έχουν, ως εξομοιούμενα με ειδικό ενέχυρο, εμπράγματο χαρακτήρα και προηγούνται, σύμφωνα με την τελευταία παρά­γραφο του ίδιου άρθρου, της ναυτικής υποθήκης, προκειμένου όμως να προηγηθούν της ίδιας υποθήκης κατά την κατάταξη σε εκπλειστηρίασμα που αφορά πλοίο με σημαία αλλοδαπής Πολιτείας, πρέπει κατά ρητή επιταγή της άνω διάταξης  του άρθρου 9, να έχουν το ίδιο προνομιακό – εμπράγματο χαρακτήρα και κα­τά το δίκαιο της πολιτείας-lex navis, τη σημαία της οποίας φέρει το πλοίο  (κατά το χρόνο σύ­νταξης του πίνακα κατάταξης). Η σειρά ωστόσο  κατάταξης των εν λόγω προνομίων θα κριθεί κατά το δίκαιο του τόπου εκτέλεσης (lex fori), αφού  η λόγω προνομίου προτίμηση στην κατάταξη δεν αποτελεί στοιχείο της απαίτησης, καθόσον αφορά τη σχέση των απαιτήσεων μεταξύ τους και κανονίζεται από το δικονομικό δίκαιο (ΑΠ 466/1996, ΑΠ 70/92, ΑΠ 1762/1988, ΑΠ 184/1989). Επομένως, αν εκπλειστηριασθεί στην Ελλάδα αλλοδαπό πλοίο, δεν προηγείται της ναυτικής υποθήκης, οποιο­δήποτε προνόμιο επί του πλοίου αναγνωρίζεται από το ουσιαστικό δίκαιο της ση­μαίας του πλοίου (lex navis), παρά μόνο εκείνα που όμοια τους, κατά τη φύση και το χαρα­κτήρα, προβλέπει το άρθρο 205 του ΚΙΝΔ στο οποίο παραπέμπει η διάταξη του άρθρου  1012 παρ. 3 ΚΠολΔ (ΑΠ 533/2015, ΑΠ 285/2002, ΑΠ 284/1999). Στην περίπτωση όπου πλοίο με αλλοδαπή σημαία κατασχέθηκε και εκπλειστηριάστηκε στην Ελλάδα, εφόσον οι απαιτήσεις είναι προνομιακές και κατά το δίκαιο της χώρας αυτής, κατα­τάσσονται ως προνομιακές, σύμφωνα με το άρθρο 205 του ΚΙΝΔ, πριν από την υπο­θήκη, ανεξάρτητα από τη σειρά κατάταξής τους κατά το δίκαιο της εν λόγω χώρας. (ΑΠ 533/2015, ΑΠ 755/2012, ΑΠ 710/1992), ενώ στην αντίθετη περίπτωση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου  9 του ΚΙΝΔ, δεν θα ληφθεί υπόψη και η αντίστοιχη απαίτηση δεν θα καταταγεί ως προνομιακή, ακόμη και αν η απαίτηση αυτή έχει δη­μοσιονομικό χαρακτήρα (ΑΠ 466/96, Δ/νη 39, 347, ΕΠ 599/2000, ΕΕμπΔ 2001/320). Αν η lex fori δεν αναγνωρίζει ως προνομιακή την απαίτηση που ασφαλίζεται με ναυτικό προνόμιο κατά το αλλοδαπό δίκαιο της σημαίας, τότε η εν λόγω απαί­τηση δεν κατατάσσεται προνομιακά (ΕΠ 270/2006, Πειρ.Νομ. 2006/ 242, ΕΠ 93/99, ΕΕμπΔ 1999/560).

Στη συνέχεια, σύμφωνα  με τη διάταξη του άρθρου  205 ΚΙΝΔ (όπως αυτό ίσχυε κατά το χρόνο σύνταξης του προσβαλλόμενου πίνακα κατάταξης, δηλαδή μετά την τροπο­ποίηση του από το άρθρο 214 του ν. 4072/2012), καθιερώνεται ειδική σειρά κατάταξης και προσδιορίζονται τα ναυτικά προνόμια σε τέσσερις κα­τηγορίες, που αποκαλούνται τάξεις, στις οποίες εντάσσονται και κατατάσσονται: Α] στην μεν πρώτη τάξη: α) οι συναφείς προς τη ναυσι­πλοΐα φόροι, β) τα προς το κοινό συμφέρον των δανειστών γενόμενα δικαστικά έξοδα, γ) τα τέλη και δικαιώματα που βαρύνουν το πλοίο, δ) τα εκ της ναυτολογήσεως των ναυτικών δικαιώματα υπέρ του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου (ΝΑΤ) και τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν ή επιβάλλονται από το Γραφείο Ευρέσεως Ναυ­τικής Εργασίας υπέρ του Κεφαλαίου Ανεργίας και Ασθένειας Ναυτικών (ΚΑΑΝ). Β] στη δε δεύτερη  τάξη κατατάσσονται: α) οι απαιτήσεις του Πλοιάρχου και του πλη­ρώματος από τη σύμβαση εργασίας και β) τα έξοδα φύλαξης και συντήρησης του πλοίου από τον κατάπλου του στον τελευταίο λιμένα, Γ) στην τρίτη τάξη κατατάσ­σονται τα έξοδα και οι αμοιβές λόγω επιθαλάσσιας αρωγής διάσωσης και ναυα­γιαίρεσης και Δ] στην τέταρτη τάξη οι λόγω σύγκρουσης ή πρό­σκρουσης πλοίων οφειλόμενες αποζημιώσεις για ζημίες σε πλοία, επιβάτες και φορ­τία. Τα ως άνω προνόμια, κατά ρητή διάταξη του ίδιου άρθρου (205 ΚΙΝΔ), προη­γούνται της υποθήκης. Ειδικότερα κατά την ίδια ως άνω διάταξη «τα από του κατάπλου του πλοίου εις τον τελευταίον λιμένα έξοδα φυλάξεως και συντηρήσεως» κατατάσσονται προνομιακά. Οι όροι «κατάπλους εις τον τελευταίον λιμένα» και «έξοδα φυλάξεως και συ­ντηρήσεως» υποδηλώνουν, ο μεν πρώτος, τον λιμένα, όπου κατασχέθηκε το πλοίο και εξ αυτού του λόγου δεν κατέστη εφικτός ο απόπλους αυτού, ο δε δεύτερος, τα έξο­δα φύλαξης και συντήρησης του πλοίου, ώστε να αποφευχθεί η μείωση της αξίας του, τα οποία δεν είναι αναγκαίο μεν να έχουν γίνει οπωσδήποτε μετά την κατά­σχεση (ΑΠ 295/2002, ΕΝΔ 30, 117, ΑΠ 52/1995, ΕΝΔ 23, 200), πρέπει, όμως, σε κάθε περίπτωση να συνδέονται αιτιωδώς προς αυτή, ώστε, στην περίπτωση πλοί­ου ακινητοποιημένου ή παροπλισμένου από άλλο λόγο, όσα  έξοδα φύλαξης και συντήρησης του πλοίου έγιναν μέχρι την επακολουθήσασα κατάσχεσή του  δεν απολαμβάν­ουν το προαναφερόμενο προνόμιο (ΕΠ 275/2012, ΕΠ 147/2010, ΕΝΔ 38, 241). Ως έξοδα συντήρησης του πλοίου, ειδικότερα, νοούνται εκείνα που γίνονται για την επίβλεψη και αναγκαία φροντίδα διαφύλαξης και διασφάλισης του πλοίου στην κατάσταση που βρίσκεται με τα συστατικά και παραρτήματά του, με άλλα λόγια  όλα όσα δαπανήθηκαν από την είσοδο του πλοίου στο τελευταίο λιμάνι, όπου επακολούθησε η αναγκαστική του κατάσχεση, τα οποία είναι αναγκαία για την αποκατάσταση των φθορών που προκλήθηκαν από την πάροδο του χρόνου και τη λειτουργία του, ώστε να διατηρη­θεί σε ικανότητα προς εκπλήρωση του προορισμού του ως οικονομική μονάδα, κατάλληλου για αυτοδύναμη κίνηση και ναυτιλιακή εκμετάλλευση αλλά και για να αποφευχθεί η μείωση της αξίας του (ΑΠ 295/2002, ΕΝΔ 30, 117, ΑΠ 52/1995, ΕλλΔ/νη 38, 1087, ΑΠ 936/1989, ΕλλΔ/νη 31, 1011, ΑΠ 284/1989, ΕλλΔ/νη 31, 1011, ΑΠ 179/1989, ΕΝΔ 17, 201, ΑΠ 1524/1980, ΕΝΔ 9, 486, ΕΠ 1269/1997 ο.π. Βλ. και Κ. Ρόκα, Ναυτ. Δικ., παρ. 35, σελ. 130, I. Μπρίνια: Αναγκ. Εκτ. Β`, παρ. 632, Α. Αντάπαση: Ναυτικά Προνόμια, σελ. 150, 151, Δ. Καμβύση: Ιδ. Ναυτ. Δικ., αριθ. 205, σελ. 576). Συμπερασματικά στα έξοδα συντήρησης περιλαμβάνονται οι δαπάνες εκείνες από τον κατάπλου στο τελευταίο λιμένα, οι οποίες συνετέλεσαν ώστε να διατηρηθεί το πλοίο στο λιμένα αυτό και μέχρι του πλειστηριασμού του στη κατάσταση που βρίσκεται, σώο και αναλλοίωτο, άλλως τα έξοδα «επιστασίας και αναγκαίας μερίμνης». Ενδεικτικά σ’ αυτά εντάσσονται οι δαπάνες και οι αμοιβές των αναγκαίων για τον ανωτέρω σκοπό υπηρεσιών και φροντίδων, οι δαπάνες που συνετέλεσαν ή επέδρασαν στην αποτροπή απώλειας ή καταστροφής ή γενικώς βλάβης του πλοίου ή της μη αχρήστευσης του προορισμού του (σχετ. Β. Βαθρακοκοίλη ΕρμΚΠολΔ, υπό άρθρο 1012).  Συνεπώς, δεν προ­ηγείται της ναυτικής υποθήκης οποιοδήποτε προνόμιο επί του πλοίου και του ναύλου, αναγνωριζόμενο από το ημεδαπό ή αλλοδαπό ουσιαστικό δίκαιο, ως εξοπλίζον απαί­τηση για δαπάνες κ.λπ. οποιωνδήποτε εργασιών που εκτελέστηκαν στο πλοίο, αλλά μόνο εκείνων που έγιναν για τις πιο πάνω περιγραφόμενες εργασίες φύλαξης και συντήρησης. Πρέπει όμως να διευκρινισθεί ότι οι δαπάνες για τη διατήρηση του πλοίου ακινητοποιημένου σε κατά­σταση ασφαλούς επίπλευσης καλύπτονται οπωσδήποτε από το πιο πάνω προνόμιο (ΑΠ 284/1989, ΕλλΔ/νη 31, 1011), χωρίς αυτό να έχει την έννοια ότι μόνο οι δαπάνες που αποβλέπουν την ασφαλή επίπλευση του ακινητοποιημένου πλοίου καλύπτονται, αφού όπως προαναφέρθηκε, είναι προνομιούχες και όλες οι αναγκαίες δαπάνες που έγιναν προς αποκατάσταση των φθορών που προαναφέρθηκαν. Αποκλείονται κατά συνέπεια του προνομίου οι κάθε φύσεως δαπάνες εκμετάλλευσης του πλοίου σύμφω­να με τον προορισμό του, καθώς και οι κάθε φύσεως δαπάνες για την επισκευή του πλοίου που αποβλέπουν στη βελτίωση ή τη μεταβολή της κατάστασής του και στην επαύξηση και όχι στη διατήρηση της αξίας του (ΕΠ 163/2003 ΤΝΠ Νόμος).

Από την εκτίμηση των ενώπιον του Δικαστηρίου νομότυπα προσκομισθέντων με επίκληση αποδεικτικών μέσων και συγκεκριμένα από την   ένορκη κατάθεση στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου  της μάρτυρος που εξετάστηκε με επιμέλεια της  ανακόπτουσας – η καθ’ ης η ανακοπή δεν εξέτασε μάρτυρα,  σε συνδυασμό με τα έγγραφα που προσάγουν με επίκληση οι διάδικοι, τα όσα αυτοί ισχυρίζονται και συνομολογούν, καθώς και σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας,  αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 19-9-2013 κατέπλευσε στο θαλάσσιο χώρο του ναυπηγείου που διατηρεί η εκκαλούσα-ανακόπτουσα στην Κυνόσουρα Σαλαμίνας, το υπό σημαία Κύπρου ε/γ – ο/γ πλοίο «ΙS» της εταιρίας με την επωνυμία «………….» το οποίο εκτελούσε ακτοπλοϊκά δρομολόγια ναυλωμένο από την εταιρία «………». Το πλοίο κατόπιν συμφωνίας της εκκαλούσας-ανακόπτουσας με την κυρία του πλοίου εταιρία,  θα παρέμενε στο χώρο αυτό για μικρό χρονικό διάστημα ενόψει των οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε τόσο η τελευταία όσο και η ναυλώτρια αυτού, η οποία το καλοκαίρι του ίδιου έτους είχε τεθεί σε καθεστώς προστασίας σύμφωνα με το άρθρο 100 του ν. 3588/2007.. Με βάση την εν λόγω συμφωνία η ανακόπτουσα ανέλαβε να παρέχει στο πλοίο  πέραν της θέσης ασφαλούς αγκυροβόλησης, υπηρεσίες παροχής ηλεκτρικού ρεύματος, αποκομιδής απορριμμάτων καθώς και χρήσης αποβάθρας έναντι συγκεκριμένων ποσών που καθορίστηκαν με βάση τον τιμοκατάλογο της ίδιας. Από τα άνω αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα κυρίως την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος απόδειξης, του από 19-9-2013 εγγράφου του Διευθυντή του ναυπηγείου προς το λιμεναρχείο Σαλαμίνας σε συνδυασμό με τα προσκομιζόμενα από την εφεσίβλητη μηνύματα μέσω φαξ του διευθυντή του ναυπηγείου ………… και της από 17-5-2016 έγγραφης πρότασης της κυρίας του πλοίου προς την ανακόπτουσα  σε συνδυασμό με  όσα η τελευταία ισχυρίζεται, η συμφωνία μεταξύ αυτής και της πλοιοκτήτριας είχε το χαρακτήρα σύμβασης μίσθωσης χώρου και υπηρεσιών έναντι του, κατά τα άνω καθοριζόμενου, μισθώματος έτσι ώστε το πλοίο  να παραμείνει με ασφάλεια στις εγκαταστάσεις του ναυπηγείου για λόγους που αφορούν την κυρία και  ναυλώτρια αυτού, οι οποίες αντιμετώπιζαν έντονα οικονομικά προβλήματα κατά τον ίδιο χρόνο. Από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδεικνύεται ότι στο πλοίο θα πραγματοποιούνταν εργασίες επισκευής ή συντήρησης αυτού, για αυτό άλλωστε και η ανακόπτουσα  και η μάρτυράς της δεν αναφέρουν κανένα περιστατικό σχετικά με το είδος ή την έκταση των εργασιών που θα πραγματοποιούνταν επί του πλοίου, ούτε σχετικά με το ή τα πρόσωπα που θα εκτελούσαν αυτές. Στην δε άνω αναφερόμενη έντυπη πρόταση οι απαιτήσεις της αφορούν τα ανά μήνα τιμολόγια για τις παρασχεθείσες υπηρεσίες και όχι για οποιαδήποτε εργασία επισκευής εκτελεσθείσα από την ανακόπτουσα ενώ γίνεται λόγος αόριστα για μελλοντικές εργασίες επισκευής και συντήρησης του πλοίου.  Για τις συμφωνηθείσες υπηρεσίες κάθε μήνα η ανακόπτουσα εξέδιδε σχετικό τιμολόγιο που συμπεριελάμβανε ποσά αντίστοιχα  για χρήση αποβάθρας, αποκομιδής απορριμμάτων και σύνδεση ηλεκτρικής παροχής. Στη συνέχεια, στις 15-11-2013 η εταιρία «…………..» επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση στο πλοίο με βάση την ……/2013 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης που συνέταξε ο αρμόδιος δικαστικός επιμελητής ……….., παρακωλύοντας έκτοτε την ελευθεροπλοΐα του πλοίου το οποίο παρέμεινε στο ναυπηγείο της ανακόπτουσας χωρίς βέβαια να γίνονται εργασίες σ’ αυτό ενώ σταδιακά εγκαταλείφθηκε από το πλήρωμά του, η δε ανακόπτουσα εξακολουθούσε να εκδίδει τιμολόγια για τις απαιτήσεις που διατηρούσε από τη συμβατική σχέση της με την πλοιοκτήτρια παρά την μη εξόφληση αυτών-πλην του πρώτου-από την τελευταία. Εξακολουθούσε δε να επιμελείται της ασφάλειας του πλοίου για αυτό και ενημέρωνε με σχετικά φαξ τον εκπρόσωπο της κυρίας αυτού εταιρίας και το αρμόδιο λιμεναρχείο. Η έκδοση των εν λόγω τιμολογίων συνεχίστηκε  μέχρι και τον Οκτώβριο του 2016 παρά το ότι ουδέν εξ αυτών εξοφλήθηκε και διακόπηκε μετά την νέα, δεύτερη, κατάσχεση που επιβλήθηκε στο πλοίο από την καθ’ ης η ανακοπή – εφεσίβλητη η οποία και αρνήθηκε να αναλάβει την μεθόρμιση του πλοίου. Έκτοτε η ανακόπτουσα χωρίς να προβεί σε καταγγελία της σύμβασης μίσθωσης και παροχής υπηρεσιών που είχε συνάψει με την κυρία του πλοίου ή να υπαναχωρήσει εξ αυτής, σταμάτησε απλά να εκδίδει τιμολόγια χωρίς αυτή η ενέργεια της να σημαίνει άνευ άλλου τινός και λήξη της εν λόγω μισθωτικής σύμβασης.  Στη διάρκεια δε της παραμονής του πλοίου στις εγκαταστάσεις της  η ανακόπτουσα μερίμνησε και στο μετέπειτα διάστημα για την ασφαλή πρόσδεση του πλοίου, όταν στη διάρκεια της νύκτας από 7-10-2017  προς 8-10-2017 και ενώ έπνεαν  θυελλώδεις άνεμοι  έσπασαν σταδιακά οι κάβοι που το κρατούσαν ακινητοποιημένο, λόγω της φθοράς από την παλαιότητα και την καταπόνησή τους. Επενέβη επίσης και στο χρονικό διάστημα από 16 έως 22-11-2016  και για πέντε ημέρες προκειμένου να αντλήσει  νερό που εισερχόταν στο μηχανοστάσιο  από σαπισμένη σωλήνα της αριστερής δεξαμενής έρματος την οποία και έκλεισε ώστε να αποτρέψει την περαιτέρω διαρροή νερού. Οι ανωτέρω επεμβάσεις της ανακόπτουσας δεν έγιναν ενόψει αιφνίδιων και έκτακτων περιστατικών αλλά μετά από σταδιακή επιδείνωση της κατάστασης του πλοίου την οποία η ίδια, εκ των πραγμάτων γνώριζε, λόγω της παραμονής του στις εγκαταστάσεις της. Έγιναν δε προκειμένου αυτό να διατηρηθεί ασφαλές και σε κατάσταση επίπλευσης αφενός μεν  στο πλαίσιο συμβατικής υποχρέωσης της ανακόπτουσας να του παρέχει ασφαλές αγκυροβόλιο αλλά αφετέρου και εννόμου συμφέροντός της να διατηρηθεί αυτό  ως οικονομική μονάδα χωρίς να μειωθεί η αξία του μέχρι τον πλειστηριασμό του ώστε να έχει τη δυνατότητα να ικανοποιηθεί για τις αξιώσεις της από την εκτέλεση των συμβατικών της υποχρεώσεων.  Οι δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε η ανακόπτουσα για τις άνω ενέργειές της, φύλαξης και συντήρησης του πλοίου, εντάσσονται, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στις προηγηθείσες σκέψεις στα λεγόμενα έξοδα «επιστασίας και αναγκαίας μέριμνας», τα οποία γίνονται προκειμένου να διασφαλιστεί το πλοίο με τα συστατικά και παραρτήματά του στην υλική κατάσταση που κατασχέθηκε και ενόσω αυτό παραμένει ακινητοποιημένο, ενόψει πλειστηριασμού, στο τελευταίο μετά τον κατάπλου λιμάνι, στο οποίο και παρακωλύθηκε να αποπλεύσει συνεπεία της επιβληθείσας κατάσχεσης.   Οι δαπάνες αυτές απολαμβάνουν του προνομίου που καθορίζεται στο άρθρο 205 β) δεύτερο εδάφιο ωστόσο θα πρέπει ενόψει του ότι το πλοίο φέρει σημαία Κύπρου να ερευνηθεί αν απολαμβάνουν παρόμοιου προνομίου και κατά το δίκαιο της χώρας αυτής. Σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στα προσκομισθέντα από τους διαδίκους έγγραφα που εμπεριέχουν νομικές, θεωρητικές  και νομολογιακές πληροφορίες,  το κυπριακό δίκαιο, σχετικά με τον καθορισμό των ναυτικών προνομίων και την κατάταξη χρεών κατά τον πλειστηριασμό πλοίου εφαρμόζει, το βρετανικό δίκαιο και κατ’ εφαρμογή των αρχών του δικαίου αυτού, τα κυπριακά δικαστήρια έχουν ορίσει τα ναυτικά προνόμια ως δικαιώματα που «ταξιδεύουν» με το πλοίο και το συνοδεύουν, ανεξαρτήτως σε ποιου την κατοχή ή κυριότητα ενδέχεται να περιέλθει αυτό. Συνιστούν δε, κατά τα κυπριακά δικαστήρια, ναυτικά προνόμια (maritime liens): α) οι απαιτήσεις για καταβολή αποζημίωσης σε πρόσωπο που προσέφερε τις υπηρεσίες του για τη διάσωση του πλοίου, όταν αυτό βρισκόταν σε κίνδυνο (salvage), β) οι απαιτήσεις από ζημίες, που προξενήθηκαν από το πλοίο (damage done by the ship), γ) οι μισθοί του πληρώματος (crew`s wages), δ) τα ναυτικά δάνεια (bottomry and respondentia), ε) οι μισθοί και τα έξοδα του πλοιάρχου, που προέρχονται από την υπηρεσία στο πλοίο (master`s wages) και στ) οι απαιτήσεις για δαπάνες και υποχρεώσεις που προκλήθηκαν από τον πλοίαρχο κατά τη διάρκεια ταξιδιού (disbursements and liabilities). Θεσμικά προνόμια (statutory liens) συνιστούν, μεταξύ των άλλων, οι απαιτήσεις σχετικά α) με την κατοχή ή την κυριότητα του πλοίου, β) με τη μεταξύ των συγκυρίων κατοχή ή χρήση του πλοίου, γ) με την πρόκληση θανάτου ή σωματικής βλάβης από την κατασκευή, τη συντήρηση, τη χρήση ή τη διοίκηση του πλοίου, δ) με τη ζημία ή την απώλεια του μεταφερομένου φορτίου, ε) με διαφορές από συμβάσεις μεταφοράς αγαθών ή συμβάσεις σχετικά με τη χρήση του πλοίου, στ) με την προμήθεια αγαθών και υλικών στο πλοίο, οι οφειλές προς τις λιμενικές αρχές κλπ. Τέλος, κατ’ εφαρμογή των αρχών του αγγλικού δικαίου η νομολογία των κυπριακών δικαστηρίων, ως προς το θέμα της κατάταξης των προνομιούχων απαιτήσεων δεν είναι πάγια, αλλά διαφοροποιείται με βάση τις αρχές της επιείκειας και του φυσικού δικαίου, ακολουθείται δε συνήθως η εξής σειρά κατάταξης των προνομιούχων απαιτήσεων επί πλοίου: α) τα έξοδα του αρμόδιου για την κατάταξη των προνομιούχων απαιτήσεων δικαστικού επιμελητή (marshal`s expenses), όπως για εφοδιασμό, φύλαξη κλπ. χωρίς τα οποία δεν θα ήταν δυνατό το πλοίο να παραμείνει στη δικαιοδοσία των ναυτικών δικαστηρίων κατά τη διάρκεια της δίκης, β) οι οφειλές προς τις λιμενικές αρχές από ζημίες που προκάλεσε το πλοίο, είτε από λιμενικά τέλη, προηγούνται των λοιπών προνομιούχων απαιτήσεων, γ) τα ναυτικά προνόμια προηγούνται των εμπραγμάτων προνομίων, των υποθηκών και των λοιπών θεσμικών προνομίων, δ) τα εμπράγματα προνόμια προηγούνται όλων των απαιτήσεων που γεννήθηκαν μετά την απόκτηση της κατοχής του πλοίου και έπονται των απαιτήσεων που είχαν δημιουργηθεί πριν από την απόκτηση της κατοχής του πλοίου, ε) οι υποθήκες επί του πλοίου έπονται των ναυτικών προνομίων και των εμπραγμάτων προνομίων και προηγούνται των λοιπών θεσμικών προνομίων, εφόσον δημιουργήθηκαν πριν από αυτά, στ) τα λοιπά θεσμικά προνόμια κατατάσσονται τελευταία στη σειρά κατάταξης των προνομιούχων απαιτήσεων επί πλοίου και ζ) η απαίτηση του επισπεύδοντος δικηγόρου για τη δικαστική δαπάνη προηγείται, α) του θεσμικού προνομίου σχετικά με την προμήθεια αγαθών και υλικών στο πλοίο, εφόσον η τελευταία έλαβε χώρα μετά τη γέννηση της απαίτησης του δικηγόρου και β) του ναυτικού προνομίου σχετικά με τους μισθούς και τα έξοδα του πλοιάρχου, εφόσον ο τελευταίος είναι συγκύριος του πλοίου και εντολέας του δικηγόρου. Όπως γίνεται δεκτό από την αγγλική θεωρία και νομολογία, που ταυτίζεται με την κυπριακή (ΕφΠειρ 131/2012, 519/2009 δημοσ στην τνπ ΝΟΜΟΣ), σαφής και προ πολλού καθιερωμένη στη νομική επιστήμη της Αγγλίας είναι η διάκριση ανάμεσα, αφενός μεν στα λεγόμενα παραδοσιακά ναυτικά προνόμια (traditional maritime liens), που επιτελούν ακριβώς τον παραδοσιακό, γνωστό και στην δική μας έννομη τάξη ρόλο των προνομίων (άρθρο 205 ΚΙΝ) και είναι αποκλειστικά τα ανωτέρω περιοριστικά απαριθμηθέντα, αφετέρου δε στα λεγόμενα statutory liens ή  ορθότερα statutory rights in rem, που δεν είναι προνόμια κατά την έννοια του ημεδαπού νομικού συστήματος. Αυτά τα «θεσμικά προνόμια» αντιπροσωπεύουν και αποτελούν απλώς και μόνο δικονομικά δικαιώματα ορισμένων κατηγοριών δανειστών του πλοίου, όπως των προμηθευτών αναγκαίων εφοδίων (“necessaries”), επισκευαστών – συντηρητών, παροχών ρυμουλκικών υπηρεσιών, πρακτόρων κ.ά., να στραφούν – όχι κατά της οφειλέτιδας εταιρίας προσωπικά – αλλά κατά του πλοίου ως πράγματος (αγωγή in rem) και να το κατάσχουν  συντηρητικά, ώστε να επιτύχουν την θεμελίωση της δικαιοδοσίας του εκάστοτε δικαστηρίου και την εκτέλεση της εκδοθησόμενης απόφασής του. Τα δικαιώματα αυτά, τα οποία  σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν προνόμια κατά την γνωστή έννοια, σχετίζονται αποκλειστικά και μόνον με την δικονομική δυνατότητα των προμηθευτών, επισκευαστών, εφοδιαστών, πρακτόρων κλπ., να στραφούν με αγωγή, οιονεί εμπράγματη (“in rem”), κατά του πλοίου (που ευρίσκεται συνήθως ελλιμενισμένο πλησίον τους) και όχι κατά της πλοιοκτήτριας εταιρίας προσωπικά, ενόψει των δυσχερειών που εμφανίζονταν στην πράξη από την χρήση υπεράκτιων εταιριών, εικονικών πλοιοκτητριών, αλλοδαπών εδρών κλπ. Με τα ανωτέρω δικονομικά και διαδικαστικού χαρακτήρα μόνο δικαιώματα, που εξαιρετικά παρείχε ο Άγγλος νομοθέτης στις ανωτέρω κατηγορίες δανειστών, δεν εξόπλισε τις απαιτήσεις των δανειστών αυτών με κάποιο προνόμιο, όπως αυτό νοείται στη δική μας έννομη τάξη, αλλά ουσιαστικά διέπλασε μία εναλλακτική δυνατότητα σε δανειστές του πλοίου, που δεν διαθέτουν ναυτικό προνόμιο να στραφούν in rem κατά του πλοίου και να το κατασχέσουν  (arrest). Η διαφοροποίηση αυτή καταδεικνύεται και από το γεγονός, ότι οι κάτοχοι των «παραδοσιακών προνομίων» ούτως ή άλλως διαθέτουν τις ανωτέρω εξουσίες (in rem αγωγή, arrest κλπ.), που προκύπτουν από την φύση του προνομίου, σύμφωνα με το αγγλικό δίκαιο. Ακριβώς λοιπόν για τις υπόλοιπες κατηγορίες δανειστών (πράκτορες, συντηρητές, εφοδιαστές κλπ.), οι οποίες επειδή δεν είχαν ναυτικό προνόμιο, δεν διέθεταν και τις ανωτέρω εξουσίες, έπρεπε να θεσπιστούν ειδικές διατάξεις νόμου (statutes), που θα τις προέβλεπαν και γι’ αυτούς. Εάν οι δανειστές αυτοί (εφοδιαστές, συντηρητές, επισκευαστές κλπ.) καλύπτονταν πράγματι με κάποιο «παραδοσιακό» ναυτικό προνόμιο ούτως ή άλλως θα είχαν τις εξουσίες αυτές και δεν θα χρειαζόταν η θέσπιση των ειδικών διατάξεων αυτών. Οι εξουσίες αυτές ή θεσμικά προνόμια (statutory liens) όμως, εκτός των ως άνω  δικαιωμάτων, δεν  παρέχουν οτιδήποτε άλλο στις κατηγορίες αυτές δανειστών πλέον των ανωτέρω, κυρίως δε, δεν αποτελούν ναυτικά προνόμια. Περαιτέρω, για να ασκηθεί το ανωτέρω περιγραφόμενο «statutory lien», λόγω του ότι ακριβώς εντάσσεται κυρίως στον χώρο του δικονομικού δικαίου, περιγράφεται στον αγγλικό νόμο μία συγκεκριμένη διαδικασία, που πρέπει να ακολουθηθεί. Συνακόλουθα, αυτό σημαίνει, ότι τα «statutory liens» όχι μόνον δεν αποτελούν ναυτικά προνόμια (που δεν προϋποθέτουν οποιαδήποτε  διαδικασία απαιτούν, αντίθετα οι εξουσίες πηγάζουν από την φύση τους), αλλά επιπλέον δεν υφίστανται καν πριν συντελεστούν οι διαδικαστικές αυτές ενέργειες και συνεπώς οι προστατευόμενοι με αυτά δανειστές δεν μπορούν να κατάσχουν το πλοίο πριν  συμβούν αυτές, ούτε να εξοπλίσουν τις απαιτήσεις τους με τις ιδιότητες ενός ναυτικού προνομίου. (Α. Αντάπασης, «Δανειστές εξασφαλιζόμενοι με ναυτικά προνόμια σε κυπριακό πλοίο που εκπλειστηριάσθηκε στην Ελλάδα», ΕΝΔ 31.344, Γ. Θεοχαρίδης, «Ζητήματα από την επιλογή εφαρμοστέου δικαίου στα ναυτικά προνόμια», ΕΝΔ 31.1 επ.). Συμπερασματικά, από την προαναφερθείσα αγγλική και κυπριακή θεωρία και νομολογία γίνεται δεκτό ότι οι αξιώσεις από τον πορισμό υλικών στο πλοίο, πετρέλευσης  και εφοδιασμού του με πάσης φύσεως αγαθά, περαιτέρω οι αξιώσεις από αμοιβές, εργασίες και δαπάνες των πρακτόρων για το πλοίο καθώς, τέλος, και οι αξιώσεις από επισκευές, εργασίες συντήρησης και διατήρησης του πλοίου, είτε ήσαν αναγκαίες είτε όχι, δεν εξοπλίζονται με κάποιο ναυτικό προνόμιο σύμφωνα με το, εφαρμοστέο στην προκειμένη περίπτωση, κυπριακό δίκαιο, παρά μόνον παρέχουν «statutory rights in rem», δηλ. αμιγώς δικονομικά δικαιώματα στον δανειστή, που δεν είναι ναυτικά προνόμια και που, μάλιστα, επιβάλλεται να ακολουθηθεί, προηγουμένως, συγκεκριμένη δικονομική διαδικασία, για να υλοποιηθούν στην πράξη.  Τέλος σύμφωνα με τα ίδια ως άνω έγγραφα το δικαίωμα κατοχής – possessory lien ενός πλοίου συνιστά ένα διαφορετικό τύπο εκτέλεσης κατά ενός πλοίου το οποίο, ωστόσο, ασκείται σε περιορισμένες περιπτώσεις και συγκεκριμένα αναγνωρίζεται υπέρ του επισκευαστή-repairer και υπέρ των  αρχών λιμένος κα προβλήτας. Σύμφωνα με την αγγλική νομολογία δικαίωμα κατοχής επί κινητού πράγματος μπορεί να αποκτήσει το πρόσωπο στην κατοχή του οποίου περιέρχεται το κινητό πράγμα προκειμένου να εκτελέσει σ’ αυτό εργασίες επισκευής ή κατασκευής, όπως στην περίπτωση που ένα ναυπηγείο εκτελεί εργασίες επισκευής σε πλοίο στο πλαίσιο αντίστοιχης σύμβασης με τον κύριο του πλοίου. Ο επισκευαστής έχει το δικαίωμα κατοχής προκειμένου να εξασφαλίσει τις απαιτήσεις του για το κόστος των υλικών που τοποθέτησε στο πλοίο, για τις εκτελεσθείσες εργασίες αλλά και τις τυχαίες δαπάνες που προέκυψαν συνεπεία των εν λόγω εργασιών, στις οποίες μπορεί να συμπεριλαμβάνονται και οι δαπάνες  για τη διατήρηση του πλοίου σε δεξαμενή κατά τη διάρκεια της επισκευής, χωρίς ωστόσο το δικαίωμα κατοχής να επεκτείνεται στο κόστος διατήρησης της κατοχής του πλοίου αλλά συνέχεται πάντα με το περιεχόμενο της σύμβασης επισκευής.

Ενόψει όλων των ανωτέρω όσον αφορά τις απαιτήσεις της ανακόπτουσας, η οποία δεν αποδείχθηκε ότι συνήψε σύμβαση επισκευής με την κυρία του πλοίου παρά μόνο σύμβαση μίσθωσης ασφαλούς χώρου για τον ελλιμενισμό του πλοίου και παροχής συγκεκριμένων υπηρεσιών, για τις οποίες, εξάλλου, αποκλειστικά  εξέδωσε τιμολόγια, αυτές, σύμφωνα με το δίκαιο της σημαίας του πλοίου, δεν εξοπλίζονται με κανένα ναυτικό προνόμιο  αλλά ούτε και με δικαίωμα κατοχής αφού το τελευταίο,  προϋποθέτει την ιδιότητα του επισκευαστή την οποία η ανακόπτουσα δεν φέρει.  Όσον αφορά τις δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε για την διατήρηση του πλοίου και όχι για τη διάσωσή του, αφού δεν συνέτρεξαν εξαιρετικές και έκτατες περιστάσεις προς τούτο, αυτές δεν εξοπλίζονται με ναυτικό προνόμιο αντίστοιχο με το προβλεπόμενο στο άρθρο 205 β) ΚΙΝΔ  αντίθετα παρέχουν όπως αναλύθηκε ανωτέρω θεσμικά και μόνο προνόμια. Επομένως ορθά δεν κατετάγη ως προνομιούχος δανείστρια η ανακόπτουσα, πριν από την καθ’ ης η ανακοπή ενυπόθηκη δανείστρια Τράπεζα, από τον συντάκτη του προσβαλλόμενου πίνακα κατάταξης και ορθά κατ’ αποτέλεσμα κατέληξε στην ίδια ως άνω κρίση το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση με αιτιολογία η οποία συμπληρώνεται από την παρούσα  (άρθρο 535 ΚΠολΔ).

Κατόπιν αυτών και εφόσον δεν υφίσταται άλλος λόγος προς έρευνα θα πρέπει η κρινόμενη έφεση να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας σε βάρος της ηττηθείσας εκκαλούσας, δεκτού γενομένου του σχετικού αιτήματος της πρώτης κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της απόφασης, ενώ, τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου για την άσκηση της έφεσης στο δημόσιο ταμείο, ομοίως σύμφωνα με το διατακτικό (άρθρα 176, 183, 191 και 495 παρ. 3 εδ. τελευτ. ΚΠολΔ)

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την    με αριθμό ………/21-2-2020 έφεση  της εκκαλούσας εταιρίας κατά της 4166/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατόπιν συζήτησης της από 3-12-2018 ανακοπής, κατά την τακτική διαδικασία.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ’ ουσίαν την έφεση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας σε βάρος της εκκαλούσας και τα ορίζει σε  εξακόσια (300) ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του ηλεκτρονικού παραβόλου με αριθμό …………

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων στις  15 Φεβρουαρίου 2022 στον Πειραιά.

Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                      Η  ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ.