Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 91/2022

Αριθμός  91/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 3o

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα   Κ.Σ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

Α. ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ-ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ………., όπως νόμιμα εκπροσωπείται από τη δικαστική συμπαραστάτρια …………..,  ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Δικηγόρο Νικόλαο Χατζή (με δήλωση κατ’  άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.)

 ΚΑΘ’ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1)  Ανώνυμης εταιρείας ……….., 2) ………., Προέδρου του Δ.Σ., εκτελεστικού μέλους της ως άνω εταιρείας, …….., 3) ………, Διευθύνοντος Συμβούλου, εκτελεστικού μέλους της ως άνω εταιρείας, ……., 4) ………., Αντιπροέδρου του Δ.Σ., μη εκτελεστικού μέλους της ως άνω εταιρείας, κατοίκου Βάρης, 5) ………., μέλους του Δ.Σ., μη εκτελεστικού μέλους της ως άνω εταιρείας, υπαλλήλου, ……., 6) ………., μέλους του Δ.Σ., μη εκτελεστικού μέλους της ως άνω εταιρείας, Μεταλλειολόγου – Μηχανικοού, ………, 7) ………., μέλους του Δ.Σ., ανεξάρτητου μη εκτελεστικού μέλους της ως άνω εταιρείας, Οικονομολόγου, ………, 8) ………., μέλους του Δ.Σ., ανεξάρτητου μη εκτελεστικού μέλους της ως άνω εταιρείας, Οικονομολόγου, …………, 9) ……., μέλους του Δ.Σ., ανεξάρτητου μη εκτελεστικού μέλους της ως άνω εταιρείας, επιχειρηματία, ……, 10) ………., μέλους του Δ.Σ., ανεξάρτητου μη εκτελεστικού μέλους της ως άνω εταιρείας, Μηχανολόγου- Μηχανικού, ………, 11)  …………, Τεχνικού Ασφαλείας της ως άνω εταιρείας, Μηχανολόγου- Μηχανικού, ………, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξούσιούς τους Δικηγόρους Γεώργιο Γούτα και Ιωάννη Θεοδωρόπουλο (αμφότεροι με δήλωση κατ’  άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.) και 12) αλλοδαπής εταιρείας …………………η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της Δικηγόρο Δημήτριο Βούτσινο (με δήλωση κατ’  άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.)

Β. ΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ:   Ανώνυμης εταιρείας …………… η οποία εκπροσωπήθηκε από τους  πληρεξούσιούς της Δικηγόρους Γεώργιο Γούτα και Ιωάννη Θεοδωρόπουλο (αμφότεροι με δήλωση κατ’  άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.)

 ΚΑΘ’ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ:   Ανώνυμης εταιρείας …………….., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της Δικηγόρο Δημήτριο Βούτσινο (με δήλωση κατ’  άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.)

Γ.ΚΑΛΟΥΣΑΣ- ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ:   Αλλοδαπής ασφαλιστικής εταιρείας ………… ως καθολικής διαδόχου της αλλοδαπής ασφαλιστικής εταιρείας …………, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της Δικηγόρο Δημήριο Βούτσινο (με δήλωση κατ’  άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.)

ΥΠΕΡ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ-ΥΠΕΡ ΗΣ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ:  Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………., η οποία εκπροσωπήθηκε από  τους  πληρεξούσιούς της Δικηγόρους Γεώργιο Γούτα και Ιωάννη Θεοδωρόπουλο.

ΚΑΘ’ ΟΥ Η ΚΛΗΣΗ-ΚΑΘ’ ΟΥ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ:  ………….. όπως νόμιμα εκπροσωπείται από τη δικαστική συμπαραστάτριά του …………. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Δικηγόρο Νικόλαο Χατζή (με δήλωση κατ’  άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.)

Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς άσκησαν α) Ο …….  την από 1.6.2017 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……/2017) αγωγή,  β) η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………» την από 29.6.2017 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2017 ανακοίνωση δίκης-προσεπίκληση-παρεμπιπτόντως ενάγουσα και γ)  η αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία «…….» την από 27.9.2017 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2017) πρόσθετη παρέμβαση, επί των οποίων εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 3326/2018 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την αγωγή και δέχθηκε την πρόσθετη παρέμβαση.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου   α) ο υπό στοιχ Α ήδη καλών-εκκαλών με την από 5.12.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  Πρωτοδικείου ……./2018, ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου …./2018) έφεσή του και β) η υπό στοιχ Β ήδη καλούσα-εκκαλούσα με την από  18.11.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου …../2019, ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου  ……../2019) έφεσή της. Δικάσιμος των ως άνω εφέσεων ορίσθηκε αρχικά η 5η.12.2019 και μετά από διαδοχικές αναβολές οι δικάσιμοι της 10ης.12.2020 και 22ας.4.2021.

Επίσης, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου άσκησε  η υπό στοιχ Γ ήδη καλούσα-προσθέτως παρεμβαίνουσα την από 4.11.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  Εφετείου ……./2020) πρόσθετη παρέμβαση, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η 10η.12.2020 και μετά από αναβολή στη δικάσιμο της 22ας.4.2021.

Την 22α.4.2021, συζητήσεως γενομένης επί των ως άνω εφέσεων και πρόσθετης παρέμβασης, εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 280/2021 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση αυτών.

Με  τις, κατατεθείσες ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου,  από  3.6.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  …../2021),  6.9.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……/2021) και 1.11.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ……/2021) κλήσεις των υπό στοιχ. Α καλούντος-εκκαλούντος, Β καλούσας-εκκαλούσας και Γ καλούσας-προσθέτως παρεμβαίνουσας, αντίστοιχα, οι ως άνω εφέσεις και πρόσθετη παρέμβαση επανεισάγονται προς εκδίκαση στο ακροατήριο αυτού στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με τα με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./3.6.2021, ……../7.9.2021 και …../1.11.2021 δικόγραφα επαναφέρονται νομίμως για να συζητηθούν ενώπιον αυτού του δικαστηρίου κατά τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας οι με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2018 και ……/2019 εφέσεις και το δικόγραφο της με αριθμό ……/5.11.2020 πρόσθετης παρέμβασης υπέρ της εκκαλούσας δυνάμει της με αριθμό ……/2019 εφέσεως της αλλοδαπής ασφαλιστικής εταιρίας με έδρα το …… μετά τη μη οριστική απόφαση του δικαστηρίου τούτου που κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση τους κατά τη δικάσιμο της 22.4.2021. Η υπό κρίση από 05.12.2018 έφεση η οποία κατατέθηκε στη γραµµατεία του πρωτοβάθµιου Δικαστηρίου µε ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2018 και στη γραµµατεία του παρόντος Δικαστηρίου µε ΓAΚ/EAK ………./2018 του ηττηθέντος στον ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ενάγοντος και η από 18.11.2019 επικουρική έφεση (υπό την αίρεση ευδοκιµήσεως της ως άνω εφέσεως), που κατατέθηκε στη γραµµατεία του πρωτοβάθµιου Δικαστηρίου µε ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2019 και στη γραµµατεία του παρόντος Δικαστηρίου µε ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2019 κατά της με αριθμό 3326/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρο 614 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4335/2015) επί της με αριθμό …/6.6.2017 αγωγής, της με αριθμό …/29.6.2017 παρεμπίπτουσας αγωγής και της με αριθμό …../27.9.2017 πρόσθετης παρέμβασης, έχουν ασκηθεί νομίμως με νομότυπη κατάθεση του σχετικού δικογράφου στην γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και εμπροθέσμως, αφού από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ενώ από την δημοσίευσή της μέχρι την άσκηση των κρινομένων εφέσεων δεν παρήλθε διετία (άρθρ. 495 παρ. 1, 2, 499, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2, 520 παρ. 1, 591 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.). Οι εφέσεις πρέπει, να γίνουν τυπικώς δεκτές, να συνεκδικασθούν λόγω της συνάφειάς τους και της διευκολύνσεως διεξαγωγής της δίκης (άρθρ. 31, 246 και 524 παρ. 1 εδάφ. α΄ του Κ.Πολ.Δ) και να ερευνηθούν κατά την ίδια ως άνω διαδικασία ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρ. 522, 524 παρ. 1, 2, 532 και 533 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.) με δεδομένο ότι λόγω της φύσεως της διαφοράς δεν υπόκεινται σε παράβολο εφέσεως.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 517 ΚΠολΔ «Η έφεση απευθύνεται κατά εκείνων που ήταν διάδικοι στην πρωτόδικη δίκη ή των καθολικών διαδόχων ή των κληροδόχων τους. Αν υπάρχει αναγκαστική ομοδικία, η έφεση πρέπει να απευθύνεται κατά όλων των ομοδίκων, αλλιώς απορρίπτεται ως απαράδεκτη». Εξάλλου κατά μεν το άρθρο 81 παρ. 3 εδαφ. α` ΚΠολΔ, ο παρεμβαίνων καλείται στις επόμενες διαδικαστικές πράξεις από το διάδικο που επισπεύδει τη δίκη, κατά δε το άρθρο 82 εδαφ. γ` του ίδιου Κώδικα, αποφάσεις και δικόγραφα που επιδίδονται στους κύριους διαδίκους πρέπει να επιδίδονται και σε εκείνον που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση. Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 20 § 1 του Συντάγματος, που ορίζει ότι καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ` αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή τα συμφέροντα του, σαφώς προκύπτει ότι κατά του προσθέτως παρεμβαίνοντος στη δίκη κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση δεν απευθύνεται κατ` αρχήν η έφεση, γιατί αυτός δεν είναι κύριος διάδικος, πλην όμως ο προσθέτως παρεμβάς, πρέπει να καλείται στη συζήτηση της έφεσης για να ενημερώνεται για την εξέλιξη της δίκης που ανοίγεται με την άσκηση του ενδίκου μέσου της έφεσης και να ασκήσει τα δικαιώματα του. Σε αντίθετη περίπτωση η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς όλους τους διαδίκους (ΜονΕφΔωδ 192/2019 δημ. νόμος). Ωστόσο, σχετικά με το ζήτημα αν η έφεση πρέπει να απευθύνεται ή όχι και κατά εκείνου που παρενέβη πρόσθετα υπέρ του αντιδίκου του εκκαλούντα πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ απλής πρόσθετης παρέμβασης (άρθ. 80 ΚΠολΔ), κατά την οποία ο παρεμβαίνων δεν καθίσταται διάδικος, δηλαδή υποκείμενο της δίκης, εφόσον δεν μπορεί να αξιώσει με δικό του όνομα έννομη προστασία και της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης (άρθ. 83 ΚΠολΔ), στην οποία η ισχύς της απόφασης εκτείνεται στις έννομες σχέσεις του προσθέτως παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικό του. Στην απλή πρόσθετη παρέμβαση η έφεση δεν απαιτείται να απευθύνεται και κατά εκείνου που παρενέβη πρόσθετα, αφού δεν καθίσταται με την παρέμβαση διάδικος, ενώ στην αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση η έφεση απευθύνεται και κατά του προσθέτως παρεμβάντος, εκτός αν η πρόσθετη παρέμβαση απορρίφθηκε πρωτοδίκως ως απαράδεκτη, οπότε η έφεση απευθύνεται μόνο κατά του υπέρ ου (ΑΠ 417/1987 ΝοΒ 1988, σελ. 910). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 88 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, στην περίπτωση της πρόσθετης παρέμβασης του δικονομικού εγγυητή, εκούσιας ή μετά από προσεπίκληση, πρόκειται για απλή πρόσθετη παρέμβαση. Αν, λοιπόν, η έφεση απευθύνεται και κατά του ομοδίκου δικονομικού εγγυητή του αντιδίκου του εκκαλούντος, απορρίπτεται ως προς αυτόν για έλλειψη εννόμου συμφέροντος, αφού, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, δεν πρόκειται για αναγκαστική ομοδικία, οπότε η έφεση, κατ` άρθρο 517 παρ. 2 ΚΠολΔ έπρεπε να στραφεί και κατ` αυτού, η δε συμμετοχή στην έκκλητη δίκη του προσθέτως παρεμβάντος υπέρ του αντιδίκου του, δεν επιδρά στα έννομα συμφέροντα του. Η απεύθυνση, όμως, του δικογράφου της έφεσης κατά του πρωτοδίκως προσθέτως παρεμβάντος επέχει θέση κλήτευσής του για τη συζήτηση της έφεσης, η οποία κλήτευση είναι αναγκαία, κατά τα άρθρα 81 § 3, 82 εδ. γ`, 502, 517,558 και 271 του ΚΠολΔ, αλλιώς είναι απαράδεκτη η συζήτηση (Σ. Σαμουήλ: Η έφεση, Δ` έκδοση, § 336 επ., ΑΠ 18/2008 Δ 2008 σ. 654, ΕφΘεσσαλ 1/2017 ΕλλΔ/νη 2017/858, ΕφΔυτΜακ 17/2011 Αρμ 2013/1115, ΕφΠατρ 401/2009 ΑχαΝομ 2010/340).

Με τις προαναφερόμενες εφέσεις θα συνεκδικαστεί το δικόγραφο πρόσθετης παρεμβάσεως της αλλοδαπής ασφαλιστικής εταιρίας υπέρ της εφεσίβλητης (άρθρα 3, 80 και 81 του ΚΠολΔ) δεδομένου ότι το δικόγραφο αυτό κοινοποιήθηκε στα διάδικα μέρη εμπροθέσμως 10 μέρες πριν τη συζήτηση (άρθρο 591 παρ. 1β του ΚΠολΔ, όπως διαμορφώθηκε το άρθρο αυτό με τα άρθρα 39 και 120 του ν. 4842/2021 φεκ α 190 και διορθώθηκε με το άρθρο 65 παρ. 2 του ν. 4871/2021 (φεκ α 246/10.12.20210, σύμφωνα με τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες με αριθμούς … και …./4.11.2021 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς …….., καθώς αυτή ως δικονομική εγγυήτρια και συνεπώς απλή ομόδικος της πρώτης εφεσίβλητης επικουρικώς εκκαλούσας παραμένει τρίτη σε σχέση με τους αρχικούς διαδίκους και συνεπώς παραδεκτώς ασκεί και στη συγκεκριμένη περίπτωση πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της πρώτης εφεσίβλητης, το γεγονός δε ότι το δικόγραφο της υπό στοιχεία ……../2018 εφέσεως απευθύνθηκε και κατά αυτής, δεν καθιστά εδώ την πρόσθετη παρέμβαση της απαράδεκτη, καθώς εκτιμάται ότι ο εκκαλών άσκησε το δικαίωμα του να κοινοποιήσει και σε αυτή το δικόγραφο της εφέσεως για να λάβει αυτή γνώση ώστε να μην κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση, και για το λόγο αυτό δεν τίθεται ούτε θέμα απαραδέκτου της προαναφερόμενης με αριθμό ……./2018 εφέσεως ως προς την και ενώπιον αυτού του δικαστηρίου προσθέτως παρεμβαίνουσας διότι η απεύθυνση του δικογράφου σε αυτή συνιστά κατά την άποψη αυτού του δικαστηρίου μόνο κοινοποίηση της εφέσεως.

Ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ασκήθηκαν τα ακόλουθα: 1) Ο ενάγων και ήδη εκκαλών-καθού η πρόσθετη παρέµβαση άσκησε κατά των εναγοµένων και ήδη εφεσίβλητων την από 01.06.2017 αγωγή (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2017). 2) Η πρώτη των εναγοµένων και ήδη εφεσιβλήτων -υπερ ης η πρόσθετη παρέµβαση – άσκησε κατά της ήδη προσθέτως παρεµβαίνουσας την από 29.06.2017 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2017) ανακοίνωση δίκης-προσεπίκληση- παρεµπίπτουσα αγωγή. 3) Η καθής η προσεπίκληση-παρεµπιπτόντως εναγοµένη- προσθέτως παρεµβαίνουσα άσκησε κατά του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος και υπέρ της προσεπικαλούσας-πρώτης εναγοµένης την από 27.09.2017 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2017) πρόσθετη παρέµβαση.  Με το δικόγραφο της προαναφερόμενης κύριας αγωγής ο ενάγων και ήδη εκκαλών εξέθεσε ότι δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προσελήφθη στις 11-9-2000 από την πρώτη των εναγομένων ήδη πρώτη εφεσίβλητη, εταιρεία με αντικείμενο εργασιών την παραγωγή, παρασκευή, εμπορία και επεξεργασία πυρίμαχων υλικών, την παραγωγή χειροποίητης διακοσμητικής πέτρας και την εμπορία δομικών υλικών και απασχολήθηκε σε αυτήν έκτοτε, με την ειδικότητα του βοηθού χειριστή μηχανοκίνητων οχημάτων ανύψωσης εργοδηγού και βοηθού χειριστή μηχανήματος, εν τοις πράγμασι, ωστόσο, τα καθήκοντά του συνίσταvτο, μεταξύ άλλων, στο να αναρριχάται επί κτιρίων και να προβαίνει σε επιθεωρήσεις και επιμετρήσεις κατασκευών και πυρίμαχων επενδύσεων σε κατασκευές ή εργοτάξια μεγάλου ύψους, στην Αθήνα και στην επαρχία αλλά και στη σύνταξη μελετών των κατασκευαστικών λεπτομερειών του εκάστοτε έργου της πρώτης εφεσίβλητης, με τη βοήθεια ηλεκτρονικού υπολογιστή και, μη επανδρωμένου τηλεκατευθυνόμενου drone, αλλά χωρίς να του χορηγείται εξοπλισμός ασφαλείας. Ότι στις 8-3-2016, μέσα στα πλαίσια εκτέλεσης της ανατεθείσας από την πρώτη εφεσίβλητη εργασίας της χαρτογράφησης – επιθεώρησης όμορου στην έδρα της τελευταίας κτιρίου και κατά την αναρρίχηση και τη βάδιση επί της στέγης αυτού, έλαβε χώρα εργατικό ατύχημα σύμφωνα με όσα εξέθετε αναλυτικά στην αγωγή του, συνεπεία του οποίου αυτός υπέστη βαρύτατο τραυματισμό, ο οποίος του προκάλεσε μόνιμη σωματική αναπηρία, ομοίως κατά τα ειδικότερα την αποκλειστική υπαιτιότητα της πρώτης των εφεσιβλήτων (εργοδότριας)  η οποία δια των δεύτερου έως και δέκατου των εφεσιβλήτων που είναι μέλη του Διοικητικού της Συμβουλίου και δια του ενδέκατου των εφεσιβλήτων που είναι τεχνικός ασφαλείας και άρα προστηθείς αυτής, δεν έλαβε τα απαραίτητα μέτρα ασφαλείας που εξέθεσε στην αγωγή προς αποτροπή του ανωτέρω ατυχήματος. Ακολούθως αιτήθηκε να υποχρεωθούν με προσωρινά εκτελεστή απόφαση οι ήδη εφεσίβλητοι ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, να του καταβάλουν αφενός το ποσό του 1.000.000 ευρώ, ως αποζημίωση λόγω της, συνεπεία του ενδίκου ατυχήματος, αναπηρίας του, κατ’ άρθρο 931 ΑΚ και αφετέρου το ποσό του 1.000.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής του βλάβης, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Η πρώτη εφεσίβλητη εταιρεία, ανακοίνωσε τη δίκη και προσεπικάλεσε σε παρέμβαση την εκκαλούσα ασφαλιστική εταιρία ενώ ένωσε σε αυτή παρεμπίπτουσα αγωγή. Με την παρεμπίπτουσα αγωγή της ισχυρίστηκε ότι έχει ασκηθεί εναντίον της η προαναφερόμενη κύρια αγωγή, με την οποία ο ενάγων της κύριας αγωγής αιτήθηκε να υποχρεωθεί αυτή να του καταβάλει το συνολικό ποσόν των 2.000.000 ευρώ για τις αιτίες που περιγράφονται τόσο στο δικόγραφο της υπό κρίσιν κύριας αγωγής όσο και στο δικόγραφο της υπό κρίσιν ανακοινώσεως δίκης – προσεπικλήσεως – παρεμπίπτουσας αγωγής. Ότι η προς ήν η ανακοίνωση δίκης – προσεπικαλούμενη – παρεμπιπτόντως εναγομένη και ήδη εκκαλούσα ασφαλιστική εταιρεία είχε αναλάβει, κατά το χρόνο του ατυχήματος του ενάγοντος της κύριας αγωγής ήδη εκκαλούντος, δυνάμει έγκυρης συμβάσεως ασφαλίσεως, την ασφαλιστική κάλυψη, λόγω αστικής ευθύνης, για τις σωματικές βλάβες τρίτων, μέχρι του ποσού των 300.000 ευρώ, ως εκ τούτου υποχρεούται να αποκαταστήσει την περιγραφόμενη στο δικόγραφο της κύριας αγωγής ζημία σε εκτέλεση της προαναφερόμενης συμβάσεως ασφαλίσεως η οποία ήταν ισχυρή κατά το χρόνο του ατυχήματος του ενάγοντος της κύριας αγωγής ήδη εκκαλούντος. Έτσι της ανακοίνωσε τη δίκη που ανοίχθηκε και αιτήθηκε να υποχρεωθεί η προσεπικαλούμενη να παρέμβει στη δίκη υπέρ αυτής προκειμένου να απορριφθεί η αγωγή του ενάγοντος ήδη εκκαλούντος και, σε περίπτωση ήττας της στην κύρια δίκη, να υποχρεωθεί η προσεπικαλουμένη να της καταβάλει το ποσό, που ήθελε υποχρεωθεί να καταβάλει αυτή με την κύρια αγωγή στον ενάγοντα ήδη εκκαλούντα μέχρι του ποσού των 300.000 ευρώ. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση του συνεκδίκασε κύρια και παρεμπίπτουσα αγωγή με την πρόσθετη παρέμβαση που άσκησε η ήδη εκκαλούσα ασφαλιστική εταιρία, έκρινε ότι έχει τοπική και υλική αρμοδιότητα προς εκδίκαση της υπόθεσης σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 16 αρ. 2, 25 παρ. 2, 35 και 37 του ΚΠολΔ κατά  την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών σύμφωνα με τα άρθρα 591, 614 παρ. 3 και 621 επ. ΚΠολΔ. Απέρριψε ως νομικά αβάσιμο το αίτημα περί καταβολής αποζημίωσης με τη διάταξη του άρθρου 931 του ΑΚ για το λόγο ότι ο ήδη εκκαλών εργαζόμενος ήταν ασφαλισμένος στο ΙΚΑ και έκρινε νόμιμο το αγωγικό αίτημα περί καταβολής χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, το οποίο όμως απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμο κρίνοντας ότι ο τραυματισμός του ήδη εκκαλούντος δε συνιστά εργατικό ατύχημα, διότι δεν έγινε κατά την εκτέλεση των εργασιακών του καθηκόντων, δέχθηκε την πρόσθετη παρέµβαση, και αφού απέρριψε την αγωγή και δεν εξέτασε την παρεµπίπτουσα αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη ο εκκαλών ενάγων εργαζόμενος με την κρινόμενη έφεση του και τους διαλαμβανόμενους σε αυτή λόγους για κακή εκτίμηση αποδεικτικού υλικού (καθώς δεν πλήττει το κεφάλαιο της εκκαλουμένης που απέρριψε ως νομικά αβάσιμο το αίτημα περί καταβολής αποζημίωσης λόγω αναπηρίας) και ζητεί την εξαφάνιση της κατά το κεφάλαιο που πλήττει ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή του ως προς το αίτημα περί καταβολής χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. Η από 18.11.2019 έφεση της ασφαλιστικής εταιρίας ασκήθηκε υπό την αίρεση ευδοκιµήσεως της ως άνω εφέσεως και με αυτή η εκκαλούσα πρώτη εφεσίβλητη αιτείται στην περίπτωση που γίνει δεκτή η αγωγή του εκκαλούντος να γίνει δεκτή και η παρεμπίπτουσα αγωγή της κατά της εφεσίβλητης αλλοδαπής ασφαλιστικής εταιρίας στην οποία αυτή έχει καλύψει με σύμβαση ασφάλισης την αστική της ευθύνη εκ της ιδιότητας της εργοδότριας, η οποία ασφαλιστική εταιρία όπως και στον πρώτο βαθμό άσκησε πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της εδώ πρώτης εφεσίβλητης πρώτης εναγομένης με αίτημα να απορριφθεί η έφεση του εκκαλούντος καθού η πρόσθετη παρέμβαση κατά της εφεσίβλητης υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση.

Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 300, 330 και 914 ΑΚ συνάγεται ότι προϋποθέσεις της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία είναι η υπαιτιότητα του υπόχρεου, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αμέλειας, δηλαδή όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, η παράνομη συμπεριφορά του υπόχρεου σε αποζημίωση έναντι εκείνου που ζημιώθηκε και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας. Για την αμέλεια δηλαδή απαιτείται η διαπίστωση αφ` ενός μεν, ότι ο ζημιώσας δεν κατέβαλε την απαιτούμενη, κατ` αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποίαν όφειλε να καταβάλει κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος υπό τις ίδιες περιστάσεις, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές, την κοινή πείρα, την λογική και την συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, αφ` ετέρου δε, ότι είχε τη δυνατότητα, με βάση τις προσωπικές ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητές του να προβλέψει και να αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Η παράλειψη είναι παράνομη όταν υπάρχει υποχρέωση για ορισμένη ενέργεια έναντι συγκεκριμένου προσώπου ή της ολότητας, η οποία μπορεί να πηγάζει από το νόμο, από δικαιοπραξία ή από τη συναλλακτική καλή πίστη κατά-τις κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις, γεγονός που συμβαίνει ιδίως όταν με ενέργειες του υπαιτίου δημιουργείται πραγματική κατάσταση επικίνδυνη για τα δικαιώματα και τα έννομα συμφέροντα τρίτων προσώπων. Παράνομη συμπεριφορά, ως αντικειμενικό στοιχείο θεμελίωσης δικαιοπρακτικής ευθύνης, συνιστά και κάθε ενέργεια ή παράλειψη, η οποία παραβιάζει το αντικειμενικό μέτρο της επιμέλειας, που τηρεί ο μέσος συνετός άνθρωπος του ίδιου συναλλακτικού κύκλου με τον υπόχρεο, ο οποίος οφείλει και αυτός να δείξει τον ίδιο με εκείνον βαθμό επιμέλειας, ώστε να μπορεί να προβλέπει και να αποφεύγει την προσβολή των αγαθών και των εννόμων συμφερόντων τρίτων προσώπων. Σ` αυτή την περίπτωση η ίδια αμελής αντισυναλλακτική συμπεριφορά συγκεκριμένου προσώπου θεμελιώνει συγχρόνως και υπαιτιότητα αυτού σε βαθμό αμέλειας ως αναγκαία υποκειμενική προϋπόθεση της αδικοπρακτικής ευθύνης, η οποία, στο χώρο του αστικού δικαίου, κρίνεται με το ίδιο αντικειμενικό μέτρο – κριτήριο, των δυνατοτήτων του μέσου συνετού και ευσυνείδητου προσώπου (ΑΠ 1979/2017, ΑΠ 1451/2014 δημ. νόμος). Αιτιώδης σύνδεσμος δε υπάρχει, όταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης (άρθρ. 298 ΑΚ) ήταν επαρκώς ικανή (πρόσφορη) να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα, το οποίο και επέφερε πράγματι στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 1398/2015, ΑΠ 1302/2011 δημ. νόμος). Η πράξη ή η παράλειψη του ζημιώσαντος δηλαδή τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με το αποτέλεσμα που επήλθε, όταν αυτή, κατά την κοινή αντίληψη, είναι εκείνη που άμεσα προκάλεσε το αποτέλεσμα και συνεπώς βρίσκεται σε άμεση αιτιότητα προς αυτό. Αρκεί δε, προς θεμελίωση της ευθύνης, η πράξη ή η παράλειψη να ήταν ένας από τους ενεργούς παραγωγικούς όρους του αποτελέσματος, χωρίς το οποίο δεν θα επερχόταν αυτό, αδιαφόρως, αν συνέβαλαν και άλλοι όροι αμέσως ή εμμέσως (ΑΠ 40/2016 δημ. νόμος). Περαιτέρω από τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 551/1915, που κωδικοποιήθηκε με το Β.Δ. της 24-7/25.08.1920, διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (αρθρ. 38 εδ. α` ΕισΝΑΚ) προκύπτει ότι εργατικό ατύχημα, δηλαδή ατύχημα από βίαιο συμβάν, που επέρχεται σε εργάτη ή υπάλληλο των αναφερομένων στο άρθρο 2 του πρώτου ως άνω νόμου επιχειρήσεων, θεωρείται και ο τραυματισμός του μισθωτού εξαιτίας έκτακτης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, άσχετου προς τη σύσταση του οργανισμού του παθόντος, αλλά συνδεομένου με την εργασία του, λόγω της εμφάνισής του κατά την εκτέλεση ή με αφορμή την εκτέλεση αυτής (ΟλΑΠ 1287/1986 ΝοΒ 1987.1605, ΑΠ 804/2008, ΑΠ 792/2008, ΑΠ 73/2007). Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 16 ν. 551/1915 προκύπτει ότι ο παθών από εργατικό ατύχημα έχει επιλεκτικό δικαίωμα να ασκήσει την αγωγή του κοινού δικαίου και να ζητήσει σύμφωνα με τα άρθρα 297, 298 και 914 ΑΚ πλήρη αποζημίωση, μόνον όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του ή όταν έλαβε χώρα , σε εργασία ή επιχείρηση, στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων, βρίσκεται δε σε αιτιώδη συνάφεια με την μη τήρηση των διατάξεων αυτών, διαφορετικά, εάν δηλαδή δεν συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις αυτές, μπορεί ν` ασκήσει μόνο την αγωγή από το ν. 551/1915. Τέτοιες διατάξεις είναι εκείνες, οι οποίες ειδικά προβλέπουν τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων και ειδικότερα προσδιορίζουν τους όρους που πρέπει να τηρηθούν, μνημονεύοντας συγκεκριμένα μέτρα, μέσα και τρόπους προς επίτευξη της ασφαλείας των εργαζομένων. Δεν αρκεί δηλαδή ότι το ατύχημα επήλθε από την μη τήρηση όρων, οι οποίοι επιβάλλονται από την κοινή αντίληψη, την υποχρέωση προνοίας και την απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια, χωρίς να προβλέπονται από ειδική διάταξη νόμου (ΟλΑΠ 26/1995 ΕλλΔνη 37.38 , ΑΠ 274/2000 ΕλλΔνη 39.105, ΑΠ 1858/2011, ΑΠ 11/2012, ΕφΠειρ 281/2011 δημ. νόμος). Οι αξιώσεις συρρέουν διαζευκτικά, με την έννοια ότι σε περίπτωση επιλογής της μιας απ` αυτές τις αξιώσεις αποζημίωσης αποκλείεται να ζητήσει ταυτόχρονα ή διαδοχικά την άλλη, κατ` ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 306 ΑΚ, που αφορά την διαζευκτική ενοχή. Σε κάθε, όμως, περίπτωση, δηλαδή και όταν ακόμη ο εργοδότης απαλλάσσεται από την υποχρέωση για αποζημίωση, ο παθών από εργατικό ατύχημα διατηρεί την αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης κατά του εργοδότη, εφόσον το ατύχημα οφείλεται σε πταίσμα (δόλο ή αμέλεια οποιασδήποτε μορφής) αυτού ή των προστηθέντων απ` αυτόν προσώπων, που κρίνεται κατά το κοινό δίκαιο (άρθρα 914, 922, 932 ΑΚ), μη απαιτουμένης της συνδρομής του ειδικού πταίσματος της μη τηρήσεως επιβαλλομένων όρων ασφαλείας (ΟλΑΠ 1117/1986 ΝοΒ 35. 891, ΑΠ 1438/2002 ΕλλΔνη 45. 716), ενώ η αντικειμενική ευθύνη του εργοδότη κατά το ν. 551/1915 δεν επεκτείνεται και στη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, καθόσον γι` αυτήν απαιτείται υπαιτιότητα (ΑΠ 274/2000 ό.π.).

Από την επανεκτίμηση της κατάθεσης των μαρτύρων οι οποίοι εξετάστηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, τις δοθείσες νομίμως κατ’άρθρο 421 επ. του ΚΠολΔ ένορκες βεβαιώσεις δηλαδή τις με αριθμό ……/26.10.2017, ……./26.10.2017  και ……../26.10.2017 ένορκες βεβαιώσεις των κατοίκων Αθήνας ……….. ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών, ……, κατόπιν νόμιμης κλήτευσης όλων των λοιπών διαδίκων, όπως προκύπτει από τις με αριθμό …/20.10.2017 και …/20.10.2017 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ……., και τις με αριθμό, ……../9.10.2017, και ……../2.11.2017 ένορκες βεβαιώσεις των κατοίκων Αθηνών, ……….., και ……. αντίστοιχα, που ελήφθησαν με επιμέλεια των εφεσιβλήτων ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών, ………., κατόπιν νόμιμης κλήτευσης του εκκαλούντος, όπως προκύπτει από τις με αριθμό ……../4.10.2017 και ……../30.10.2017 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ………., ενώ δεν θα ληφθούν υπόψη οι με αριθμό ……./28.7.2017, …./28.7.2017, ……./2.11.2017 …………. κατοίκων Νίκαιας και Αγίου Ιωάννη Ρέντη διότι η εξέταση τους δεν έγινε σε συμβολαιογράφο του τόπου κατοικίας τους ή της περιφέρειας του δικαστηρίου, από τα αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενα υπόψη διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ) και τους κανόνες της λογικής, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγµατικά περιστατικά: Δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ο ήδη εκκαλών προσελήφθη στις 11-9-2000 από την πρώτη εφεσίβλητη, εταιρεία με αντικείμενο εργασιών την παραγωγή, παρασκευή, εμπορία και επεξεργασία πυρίμαχων υλικών, την παραγωγή χειροποίητης διακοσμητικής πέτρας και την εμπορία δομικών υλικών, με την ειδικότητα του εργοδηγού – βοηθού χειριστή μηχανήματος και με τα καθήκοντα του επικεφαλής των εκάστοτε συνεργείων που αποστέλλονται από την πρώτη των εναγομένων, μέσα στα πλαίσια του ως άνω αντικειμένου εργασιών της, στις εγκαταστάσεις των πελατών της, προκειμένου να προβούν στις εργασίες          επισκευής και επένδυσης με πυρίμαχα υλικά των ευρισκόμενων εντός αυτών (εγκαταστάσεων) μονάδων θερμότητας και του υπεύθυνου για το συντονισμό των ως άνω εργασιών, την τήρηση των μέτρων υγιεινής και ασφαλείας και την ορθή τήρηση του ωραρίου των εργαζομένων. Την 8-3-2016 και περί ώρα 12.00, ο εκκαλών, ο οποίος εκείνο το χρονικό διάστημα και ήδη από τις 22-2-2016 απασχολείτο ως εργοδηγός του συνεργείου της πρώτης εφεσίβλητης, το οποίο είχε αναλάβει το έργο της συντήρησης και επισκευής των πυρίμαχων υλικών των ευρισκόμενων εντός των βιομηχανικών εγκαταστάσεων της εταιρείας «………..», στην Ελευσίνα, φούρνων, επέστρεψε λόγω περάτωσης των εργασιών του συνεργείου προ της λήξεως του προβλεπόμενου ωραρίου, στις εγκαταστάσεις της εργοδότριας στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη, προκειμένου να τακτοποιήσει τα σχετικά με το ως άνω έργο έγγραφα, παρέμεινε δε στον προαύλιο χώρο της επιχείρησης. Ο εκκαλών από ευρισκόμενη εκεί αποθήκη/cοntaίner όπου φύλασσε και προσωπικά του είδη (ποδήλατο, πέδιλα σκι) ένα μη επανδρωμένο, τηλεκατευθυνόμενο, εναέριο όχημα (drone) και μαζί με τον συνάδελφό του, …………, άρχισαν να το λειτουργούν. Μετά από λίγο και κατά τη διάρκεια αυτής της λειτουργίας το παραπάνω τηλεκατευθυνόμενο έπεσε στην οροφή – στέγη του παρακείμενου, εγκαταλελειμένου και ευρισκόμενου εκτός των εγκαταστάσεων της εφεσίβλητης εργοδότριας ακινήτου – αποθήκης. Επειδή δεν υπήρχε η δυνατότητα επαναφοράς του μέσω του τηλεχειριστηρίου ο εκκαλών με τον ………., εισήλθαν από την ανοιχτή, λόγω της ως άνω εγκατάλειψης είσοδο του παρακείμενου ακινήτου προκειμένου να το αναζητήσουν, ωστόσο, ότι η προσέγγιση στο σημείο που είχε πέσει το drone ήταν πολύ δύσκολη λόγω του ύψους του σημείου και της δυσχέρειας αναρρίχησης σε αυτό. Τότε ο εκκαλών με δική του πρωτοβουλία και κατά παράβαση της αρχής περί μη αυτοδιακινδύνευσης κατευθύνθηκε στην οπίσθια πλευρά της αποθήκης και ανέβηκε από τις εκεί ευρισκόμενες μεταλλικές κλίμακες στην ευρισκόμενη σε ύψος δέκα μέτρων από το έδαφος στέγη της αποθήκης, η οποία όμως στέγη δεν μπόρεσε να συγκρατήσει το βάρος του με αποτέλεσμα ο εκκαλών να πέσει από ύψος δέκα μέτρων και να τραυματιστεί πολύ σοβαρά. Στη συνέχεια αυτός τέθηκε σε καθεστώς πλήρους δικαστικής συμπαράστασης με τη με αριθμό 1557/2016 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε κατά την εκούσια δικαιοδοσία. Με βάση τα προαναφερόμενα πραγματικά περιστατικά δεν αποδεικνύεται ότι ο σοβαρός τραυματισμός του εκκαλούντος συνιστά εργατικό ατύχημα, ήτοι ατύχημα από βίαιο συμβάν, που επήλθε στον ενάγοντα κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή εξ αφορμής αυτής, συνδεόμενο προς αυτή με σχέση αιτίου και αποτελέσματος, ως εκ του ότι, λόγω της εργασίας, δημιουργήθηκαν οι ιδιαίτερες εκείνες πραγματικές συνθήκες και περιστάσεις, που ήταν αναγκαίες για την επέλευσή του και οι οποίες δεν θα υπήρχαν χωρίς την εργασία, και ότι αυτό οφείλεται σε υπαιτιότητα (αμέλεια) της πρώτης εφεσίβλητης και των προστηθέντων αυτής, οι οποίοι δεν έλαβαν τα απαραίτητα μέτρα ασφαλείας προς αποτροπή του (ατυχήματος). Από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκε ότι στον εκκαλούντα εργαζόμενο δόθηκε από τους εφεσιβλήτους (δεδομένου ότι μόνη η ιδιότητα του μέλους του διοικητικού συμβουλίου δεν θεμελιώνει την ιδιότητα του προστηθέντος) εντολή χαρτογράφησης του παρακείμενου ακινήτου στα πλαίσια των εργασιακών του καθηκόντων, δηλαδή διότι η πρώτη εφεσίβλητη σκόπευε να αγοράσει το διπλανό ακίνητο για να στεγάσει την επιχείρηση της ώστε να τίθεται ζήτημα λήψης μέτρων για την πρόληψη πτώσεων, και για επικινδυνότητα του χώρου εργασίας, λόγω παραλείψεων του τεχνικού ασφαλείας και προστηθέντος της πρώτης εφεσίβλητης. Αντίθετα αποδείχθηκε ότι το drone δεν ανήκε στον επαγγελματικό εξοπλισμό της πρώτης εφεσίβλητης και συνεπώς η χρήση του από τον εργαζόμενο έγινε με δική του πρωτοβουλία και επομένως η αναζήτηση του από το όμορο ακίνητο δεν συνδέεται με τα εργασιακά του καθήκοντα σε στενή ή ευρεία έννοια. Επιπλέον το ατύχημα δεν επήλθε σε χώρο εργασίας στον οποίο η πρώτη εφεσίβλητη και οι προστηθέντες αυτής όφειλαν να πάρουν συγκεκριμένα μέτρα (περίφραξης, συντήρησης ή σήμανσης ώστε να αποκλείσουν την πρόσβαση από οποιονδήποτε εργαζόμενο ή τρίτο) και αυτοί δεν τα πήραν προκειμένου να αποτρέψουν το επελθόν αποτέλεσμα, αφού οι προαναφερόμενοι δε μπορούσαν να προβλέψουν ότι θα γίνει χρήση drone το οποίο θα πέσει σε οροφή εκτός των εγκαταστάσεων τους και να πάρουν μέτρα και συνεπώς δεν μπορεί από την καλή πίστη να αξιωθεί από αυτούς να έχουν τοποθετήσει λχ περίφραξη ή μόνιμο φύλακα ώστε να μην είναι δυνατή η πρόσβαση στο σημείο που έγινε το ατύχημα. Έτσι ο σοβαρός τραυματισμός του εκκαλούντος δεν συνδέεται αιτιωδώς με ενέργειες ή παραλείψεις τους οι οποίες θα παρίσταντο ως κάποια μορφή υπαιτιότητας ως ένας από τους ενεργούς παραγωγικούς όρους του αποτελέσματος. Αυτό το τυχαίο περιστατικό χρήσης του drone και στη συνέχεια επικίνδυνης αναρρίχησης του σε οροφή ύψους 10 μέτρων έξω από τις εγκαταστάσεις της εργοδότριας σε εγκαταλελειμμένο κτήριο το οποίο ούτε προέβλεψαν οι εφεσίβλητοι, ούτε μπορούσαν να είχαν λάβει οποιοδήποτε μέτρο προκειμένου να αποφευχθεί το ατύχημα που επέφερε είναι και αυτό που διακόπτει τον αιτιώδη σύνδεσμο ανάμεσα στις πράξεις ή παραλείψεις των εφεσιβλήτων και του αποτελέσματος του τραυματισμού του εργαζομένου και συνεπώς ο τραυματισμός αυτός δεν συνιστά εργατικό ατύχημα. Κρίνοντας τα ίδια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και απορρίπτοντας ως ουσιαστικά αβάσιμη την αγωγή ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και όλα τα όσα περί του αντιθέτου αναφέρονται στο δικόγραφο της κρινόμενης από 05.12.2018 με αριθμό κατάθεσης …………/2018 εφέσεως είναι αβάσιμα και πρέπει να απορριφθούν. Ακολούθως παρέλκει η εξέταση της από 18.11.2019 με αριθμό κατάθεσης ………../2019 εφέσεως η οποία ασκήθηκε υπό την αίρεση ευδοκιµήσεως της πρώτης, και της παρεμπίπτουσας σε αυτή αγωγής κατά της αλλοδαπής ασφαλιστικής εταιρίας που όπως και στον πρώτο βαθμό άσκησε και ενώπιον αυτού του δικαστηρίου πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της πρώτης εφεσίβλητης με αίτημα την απόρριψη της εφέσεως του εκκαλούντος ενάγοντος. Λόγω της δυσχερούς ερμηνείας των κανόνων που εφαρμόστηκαν αλλά και διότι εκτιμωμένων των περιστάσεων υπήρχε εύλογη αμφιβολία ως προς την έκβαση της δίκης το δικαστήριο θα συμψηφίσει τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (άρθρα 179 και 183 του ΚΠολΔ, όπως το πρώτο άρθρο τροποποιήθηκε με το άρθρο 116 παρ. 1β του ν. 4842/2021 και διορθώθηκε με το άρθρο 65 παρ. 1 του ν. 4871/2021 φεκ α/246/10.12.2021 και εφαρμόζεται και σε εκκρεμείς υποθέσεις ως ειδικότερο του άρθρου 533 παρ. 2 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων την από 05.12.2018 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……/2018 έφεση, την από 18.11.2019 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2019 έφεση και το δικόγραφο της με αριθμό ……./5.11.2020 πρόσθετης παρέμβασης υπέρ της εκκαλούσας δυνάμει της με αριθμό ……../2019 εφέσεως κατά της με αριθμό 3326/2018 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς

Δέχεται τυπικά τις εφέσεις

Δέχεται την πρόσθετη παρέμβαση

Απορρίπτει κατ’ουσία την από 05.12.2018 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2018 έφεση

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  23 Φεβρουαρίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ