Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 108/2022

Αριθμός     108/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 2ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χρυσή Φυντριλάκη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα   Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) ……….. και 2) …………., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο Δημήτριο Παπαδημητρίου    (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: ……………., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο Νικόλαο Λιαπάκη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Η εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  την από  12.6.2015 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2015) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 1437/2020 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου     οι  εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες  με την από  14.6.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2020) έφεσή τους, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς ………./2020) αυτή  που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη  με   αριθμό καταθ. στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά …………/2020 έφεση κατά της υπ΄αριθμόν  1437/2020 οριστικής  αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου  Πειραιά που εκδόθηκε   κατά την τακτική διαδικασία,  αντιμωλία των διαδίκων, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα  καθώς η εκκαλουμενη  δημοσιεύτηκε  στις  22-4-2020, επιδόθηκε στις 16-6-2020 (βλ. επισημείωση δικαστικού επιμελητή ………… επί τους σώματος της εκκαλουμένης) και  η  έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά  στις 16-7-2020  (άρθρα 495,511,513,516 παρ 1, 517 εδαφ α, 518 παρ 1  και 147 ΚΠολΔ). Συνεπώς, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτής κατά την  αυτή  διαδικασία  δοθέντος ότι έχει καταβληθεί και το προβλεπόμενο από την διάταξη του άρθρου 495 παρ.3 ΚΠολΔ παράβολο άσκησης έφεσης (βλ. με κωδικό ……………./2020 παράβολο).

Με την αγωγή επί της οποίας εξεδόθη η εκκαλουμένη απόφαση, η ενάγουσα    ιστορούσε  ότι δυνάμει συμβάσεως δανείου που είχε συνάψει το 2001 με τον πρώτο εναγόμενο έλαβε απ΄αυτόν το ποσό των 5.900 ευρώ με την συμφωνία να το αποδώσει άτοκα όταν θα είχε την οικονομική δυνατότητα,  την  οποία στη συνέχεια κατήργησαν  καθώς ο εναγόμενος  δήλωσε σ΄αυτήν ότι δεν επιθυμούσε πλέον την απόδοση του ποσού αυτού. Παρά ταύτα  το 2013  ο δεύτερος των εναγομένων, αδελφός του πρώτου εξ αυτών, μετέβη στο χώρο εργασίας της ενάγουσας και απαίτησε απ΄αυτήν το ποσό του δανείου εξυβρίζοντάς την και  απειλώντας την  με συνέπεια να υποχρεωθεί  η ενάγουσα να καταβάλει σ΄αυτόν  μέχρι και τον Μάρτιο 2015 σταδιακά το ποσό των 3.900 ευρώ, ενώ  στις   7-4-2015  κατέθεσε στην Διευθύντρια του Υποκαταστήματος ΙΚΑ Πειραιά καταγγελία σε βάρος της ενάγουσας με την οποία προσέβαλε την τιμή και την υπόληψη αυτής, την οποία, στη συνέχεια, προσυπέγραψε και ο πρώτος εναγόμενος. Ζήτησε δε, όπως παραδεκτά περιορίστηκε το αίτημα της αγωγής, να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται  να καταβάλουν σ΄αυτήν ως χρηματική ικανοποίηση  λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την εκ προθέσεως  προσβολή της προσωπικότητας της και την αδικοπρακτική συμπεριφορά αυτών,  το ποσό των 21.000 ευρώ έκαστος  με το νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως.     Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η με αριθμό  1437/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά με την οποία έγινε εν μέρει  δεκτή η αγωγή και αναγνωρίστηκε ότι ο πρώτος των εναγομένων υποχρεούνταν  να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 3000 ευρώ ενώ ο δεύτερος  το ποσό των 5000 ευρώ αμφότερα δε, τα ποσά  με το νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως. ΄Ηδη,  κατά της   απόφασης αυτής βάλλουν οι εκκαλούντες παραπονούμενοι για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την καθ΄ολοκληρίαν  απόρριψη της αγωγής της αντιδίκου τους.Με τον πρώτο λόγο της έφεσης οι εκκαλούντες ισχυρίζονται  ότι κατ΄εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχτηκε ότι η αγωγή στηρίζεται στις διατάξεις περί αδικοπραξιών και περί προστήσεως (άρθρα 914 και 922 ΑΚ)  καθόσον  θεμελιώνεται μόνο  στις διατάξεις περί προσβολής της προσωπικότητας (άρθρα 57-59 ΑΚ).    Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος καθόσον πέραν του ότι εκ του περιεχομένου  της αγωγής προκύπτει ότι η αγωγή αυτή θεμελιώνεται  τόσο στις διατάξεις περί προσβολής της προσωπικότητας, όσο και  στις διατάξεις περι αδικοπραξιών,  στην έβδομη σελίδα  της αγωγής γίνεται ρητή αναφορά και επίκληση των διατάξεων περί αδικοπραξιών για την θεμελίωση του αιτήματος αυτής. Είναι δε νόμιμη  και επαρκώς ορισμένη ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 57,59, 914, 922,926,481, 932, 299, 346 ΑΚ, 361 ΠΚ και 70 ΠολΔ.

Από τις διατάξεις των άρθρων 298, 330 εδ. β` και 914 ΑΚ προκύπτει, ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας ή (και) ηθικής βλάβης και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη, χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά, που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης (ΑΠ 535/2012, ΑΠ 706/2009). Αδικοπραξία, υπό την έννοια των διατάξεων αυτών, συνιστά και η προσβολή της προσωπικότητας, κατά τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 914, 920 και 932 του ΑΚ, που μπορεί να προέλθει και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως η συκοφαντική δυσφήμηση, η απλή δυσφήμηση και η εξύβριση, που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 361, 362 και 363 του ΠΚ, χωρίς να είναι, κατ` ανάγκη, απαραίτητο, για την κατάφαση της αδικοπραξίας αυτής και η από ποινικής πλευράς πλήρης στοιχειοθέτηση και της νομοτυπικής μορφής των ως άνω εγκλημάτων, αφού όπως προεκτέθηκε παράνομη, κατά το αστικό δίκαιο, είναι η συμπεριφορά που αντίκειται όχι μόνο σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, αλλά και στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης (ΑΠ 706/2020 ΝΟΜΟΣ) Ειδικότερα,  αδικοπραξία  διαπράττει και αυτός, που προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή με έργο και προκαλεί ζημία ή ηθική βλάβη στον παθόντα η οποία συνδέεται αιτιωδώς και με τη συμπεριφορά αυτού. Η  ηθική βλάβη ενδέχεται να οφείλεται  και σε αδικοπρακτική συμπεριφορά του προστηθέντος, δηλαδή του προσώπου, το οποίο, με τη βούληση κάποιου άλλου, χαρακτηριζόμενου ως προστήσαντος, παρέχει σ` αυτόν, διαρκώς ή ευκαιριακά, υπηρεσίες διεκπεραίωσης των υποθέσεών του ή προώθησης των οποιωνδήποτε συμφερόντων του, εφόσον ενεργεί υπό τον έλεγχό του ή έστω υπό την επίβλεψή του, με την έννοια ότι δεν απαιτούνται, οπωσδήποτε, δεσμευτικές ειδικές εντολές, αλλά αρκούν και γενικές οδηγίες στο πλαίσιο χαλαρής εξάρτησης, που επιτρέπει όμως μια γενική εποπτεία (πρβλ ΑΠ 280/2009, 605/2009). Εφόσον αυτό συμβαίνει, θεμελιώνεται, κατά το άρθρ. 922 του ΑΚ, η αντικειμενική ευθύνη του προστήσαντος για τις ζημίες, που παράνομα και υπαίτια προκάλεσε ο προστηθείς, με τον οποίο συνευθύνεται εις ολόκληρο, όπως αυτό συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρ. 481, 486 και 926 του ΑΚ (ΑΠ 706/2020).

Από τις  καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων που περιέχονται  στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, τις ομολογίες που συνάγονται από τις έγγραφες προτάσεις των διαδίκων   και όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων δανείου που είχε συνάψει το έτος 2001 ο πρώτος εναγόμενος, ο οποίος ήταν υπάλληλος του ΙΚΑ και υπηρετούσε στο Υποκατάστημα Πειραιά, με την ενάγουσα, η οποία ήταν συνάδελφός του στο αυτό Υποκατάστημα,  μεταβίβασε σ΄αυτήν κατά κυριότητα, εντός  του έτους 2001,  σταδιακά,  τα ποσά των 1000 ευρώ, 1000 ευρώ, 1500 ευρώ, 600 ευρώ, 300 ευρώ και 1500 ευρώ και συνολικά το ποσό των 5.900 ευρώ με την συμφωνία να του αποδοθεί το ποσό αυτό  τμηματικά και άτοκα   μόλις βελτιωνόταν η οικονομική κατάστασή της ενάγουσας (όπως συνομολογείται από την ενάγουσα). Η ενάγουσα παρά την πάροδο μεγάλου χρονικού διαστήματος  δεν ανταποκρίθηκε στις υποχρεώσεις της απέναντι στον πρώτο εναγόμενο, ο οποίος λόγω του ότι   αντιμετώπιζε προβλήματα με την σύζυγό του, διέμενε στην οικία του  δεύτερου εναγόμενου, αδελφού του στον Πειραιά, ενώ ήταν επιφορτισμένος και  με την διατροφή του  παραπληγικού παιδιού  του. Συνεπεία δε, των προβλημάτων αυτών  είχε οδηγηθεί   σε κατάχρηση αλκοόλ. Μετά  από κάποια χρόνια ο πρώτος εναγόμενος  άρχισε ν΄αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα υγείας. Συγκεκριμένα στις 15-9-2010 εισήχθη στο νοσοκομείο «….» όπου υποβλήθηκε σε εγχείρηση διπλού ανευρίσματος αορτής και νοσηλεύτηκε μέχρι 30-9-2010. Επί δύο μήνες παρέμεινε εντός οικίας έχοντας μόνιμη παρακολούθηση από ιατρό αγγειοχειρουργό. Ένα χρόνο αργότερα, στις 9-9-2011 εισήχθη στο νοσοκομείο «….», καθώς εμφάνισε γάγγραινα γεννητικών οργάνων και νοσηλεύτηκε μέχρι 23-9-2011, οπότε εισήχθη στο νοσοκομείο «…..» όπου υποβλήθηκε σε πλαστική επέμβαση παραμένοντας μέχρι 10-10-2011. Επί τρεις μήνες παρέμεινε εντός οικίας προκειμένου ν΄αναρρώσει δεχόμενος τις υπηρεσίες του αδελφού του ο οποίος είχε αναλάβει την φροντίδα του. Πέραν των ανωτέρω ο πρώτος εναγόμενος παρακολουθούνταν λόγω αλκοολισμού  από την ειδική ψυχίατρο ……., την νευρολόγο …….. και την νευρολόγο ψυχίατρο …… .. Τα ανωτέρω προβλήματα υγείας απαίτησαν πρόσθετα νοσοκομειακά και εξωνοσοκομειακά  έξοδα  τα οποία κατέβαλε  εξ ολοκλήρου ο δεύτερος εναγόμενος, αδελφός του, ο οποίος επιμελούνταν του προσώπου του με συνέπεια να περιέλθει  σε πλήρες οικονομικό αδιέξοδο. Υπό τις συνθήκες της οικονομικής αυτής στενότητας και υπό την πίεση εύρεσης πόρων  για την αποπληρωμή των οφειλομένων στα νοσοκομεία και τους γιατρούς, ο πρώτος των εναγομένων τους πρώτους μήνες του έτους 2013  εκμυστηρεύτηκε  στον δεύτερο εξ αυτών ότι  από το έτος 2001 είχε δανείσει στην ενάγουσα το ποσό των 5.900 ευρώ, το οποίο εξακολουθούσε η τελευταία να οφείλει. Άμεσα   μετέβη ο δεύτερος εναγόμενος στο υποκατάστημα ΙΚΑ στον Πειραιά και συνάντησε την ενάγουσα  στο γραφείο αυτής η οποία είχε, πλέον, προαχθεί σε Προϊσταμένη στο τμήμα της Γραμματείας Συντάξεων της Διεύθυνσης Συντάξεων στο Υποκατάστημα Πειραιά, όπου με έντονο ύφος και ενώπιον τρίτων απαίτησε απ΄αυτήν την απόδοση του ποσού του δανείου απευθύνοντας σ΄αυτήν δυνατά την φράση «έβρισκες τον αδελφό μου μεθυσμένο, του πούλαγες φιλία και τον δάγκωνες οικονομικά;». Η  ενάγουσα  αποδέχτηκε ότι είχε δανειστεί από τον αδελφό του το ποσό των 5.900 ευρώ και υποσχέθηκε ότι θα τακτοποιούσε σταδιακά την οφειλή της. Ακολούθως, επέστρεφε  σταδιακά το οφειλόμενο ποσό   καταβάλλοντας  μέχρι τα μέσα του έτους 2015  τα ποσά των 1000 ευρώ, 1400 ευρώ, 300 ευρώ, 300 ευρώ και συνολικά  3.000 ευρώ. Μολονότι δε, ο δεύτερος εναγόμενος  είχε ζητήσει απ΄αυτήν  να του καταβάλει μέχρι τα Χριστούγεννα του έτους 2014  το ποσό των 2500 ευρώ  προκειμένου να καλύψει   οφειλή του αδελφού του   σε ιδιωτικό νοσοκομείο εκείνη δεν το έπραξε και σε  συνεχείς οχλήσεις του δεύτερου εναγόμενου υποσχέθηκε  σ΄αυτόν ότι  στις 27-3-2015 θα  του  κατέβαλε   το ποσό των 1000 ευρώ. Ωστόσο, αντί του ποσού αυτού παρέδωσε σ΄αυτόν, μέσω του θυρωρού του καταστήματος ΙΚΑ, εντός φακέλου το ποσό των 300 ευρώ. Έκτοτε σε ουδεμία περαιτέρω καταβολή προέβη η ενάγουσα. Μετά την εξέλιξη αυτή ο πρώτος εναγόμενος κατέθεσε στην Υπηρεσία της ενάγουσας την με αριθμό πρωτ. …../7-4-2015 καταγγελία στην οποία ανέφερε όσα προηγήθηκαν μεταξύ των οποίων και  το ότι είχε απευθύνει σ΄αυτήν την φράση «ΕΒΡΙΣΚΕΣ ΤΟΝ  ΑΔΕΛΦΟ ΜΟΥ ΜΕΘΥΣΜΕΝΟ, ΤΟΥ ΠΟΥΛΑΓΕΣ ΦΙΛΙΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΔΑΓΚΩΝΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ», την οποία περιέλαβε  με κεφαλαία γράμματα Την καταγγελία παρέλαβε η Διευθύντρια του Υποκαταστήματος, …….., η οποία ζήτησε εξουσιοδότηση από τον δεύτερο εναγόμενο  σχετικά με το ότι είχε σχετική εντολή  από τον  πρώτο εναγόμενο αδελφό του. Στις 20-5-2015 ο δεύτερος εναγόμενος κατέθεσε στην αυτή υπηρεσία  την με την αυτή ημερομηνία (20-5-2015) εξουσιοδότηση του αδελφού του, ….. στην οποία αναγραφόταν ότι ο τελευταίος  είχε εξουσιοδοτήσει τον αδελφό του να μεριμνήσει και να ενεργήσει  ότι χρειαζόταν ώστε να εισπράξει από την ενάγουσα  το εναπομείναν υπόλοιπο των 2900 ευρώ από το αρχικά οφειλόμενο ποσό των 5900 ευρώ που όφειλε από το έτος 2004.  Στην εξουσιοδότηση αυτή  επιπρόσθετα  ο πρώτος εναγόμενος δήλωσε  τα εξής  « Σημειωτέον δε, ότι συμφωνώ απολύτως με την καταγγελία προς ΙΚΑ ΠΕΙΡΑΙΑ με αριθμό πρωτ. 2128 της 7-4-2015 και παρακαλώ πολύ την κ. ….. να μην με ενοχλεί τηλεφωνικά, όταν την έψαχνα εγώ από το 2004 για τα χρήματά μου, είχε εξαφανιστεί. Αναμονή το πολύ έως τέλος Μαΐου 15».          Κρίνεται δε, απορριπτέος ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι ο  πρώτος εναγόμενος είχε δηλώσει στην ενάγουσα ότι δεν επιθυμούσε την  απόδοση  του οφειλόμενου ποσού καθόσον η ιδιότητα του ως υπαλλήλου ΙΚΑ,  η περιουσιακή κατάσταση αυτού (διέμενε στην οικία του αδελφού του) και οι συνεχώς αυξανόμενες υποχρεώσεις αυτού έναντι του παραπληγικού  παιδιού του  δεν επέτρεπαν σ΄αυτόν  την διάθεση  σε  τρίτους χρηματικών ποσών και μάλιστα  ποσά  του ύψους των 6000 ευρώ περίπου.  Εξάλλου,  στην με ημερομηνία  8-5-2015  ενημερωτική επιστολή που είχε αποστείλει ο πληρεξούσιος δικηγόρος της ενάγουσας στην ανωτέρω Διευθύντρια του Υποκαταστήματος ΙΚΑ ανέφερε  ότι η ενάγουσα  είχε δηλώσει σ΄αυτόν ότι ο πρώτος εναγόμενος είχε χαρίσει σ΄αυτην το ποσό των 2000 ευρώ  και όχι το  συνολικό ποσό των 5.900 ευρώ. Αν πράγματι  ο πρώτος εναγόμενος  είχε δωρίσει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό που  είχε δανείσει σ΄αυτήν δεν υπήρχε περίπτωση να δηλωθεί από μέρους της στο πληρεξούσιο δικηγόρο της ότι μόνο το ποσό των 2000 ευρώ είχε δωρίσει σ΄αυτήν. Επίσης, στο  με ημερομηνία 4-5-2015 απολογητικό υπόμνημα της ενάγουσας προς την ανωτέρω Διευθύντρια  η ενάγουσα δήλωσε ότι ο πρώτος εναγόμενος «είχε παραιτηθεί από την αξίωση επιστροφής του δανείου. Αυτό προκύπτει εύλογα από το γεγονός ότι όχι μόνο ο ίδιος δεν προχώρησε όλα αυτά τα χρόνια σε κάποια νομική ενέργεια. Αντιθέτως σε συνάντηση που είχαμε προ τετραετίας  σε γενόμενη συζήτηση μου είπε να μην αγχώνομαι γιατί δεν τα είχε ανάγκη τα χρήματα που μου είχε δώσει και όταν τα χρειαζόταν θα μου το έλεγε.».  Αν πράγματι  ο πρώτος εναγόμενος είχε δωρίσει  το ποσό του δανείου η ενάγουσα δεν θα χρησιμοποιούσε την  φράση «είχε παραιτηθεί από την αξίωση επιστροφής του δανείου», αλλά θα ανέφερε ξεκάθαρα ότι δεν είχε καμία εκκρεμότητα απέναντι στον πρώτο εναγόμενο λόγω επιγενόμενης δωρεάς του οφειλόμενου ποσού. Ως εκ τούτου όσα αναφέρθηκαν στην καταγγελία περί δανείου και επιστροφής αυτού ήταν αληθή. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι η φράση  «ΕΒΡΙΣΚΕΣ ΤΟΝ  ΑΔΕΛΦΟ ΜΟΥ ΜΕΘΥΣΜΕΝΟ, ΤΟΥ ΠΟΥΛΑΓΕΣ ΦΙΛΙΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΔΑΓΚΩΝΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ»,  απηχεί το νόημα «έβρισκες τον αδελφό μου μεθυσμένο, του πούλαγες φιλία και τον δάγκωνες οικονομικά»  και όχι «έβρισκες τον αδελφό μου μεθυσμένο, του πούλαγες φιλιά και τον δάγκωνες οικονομικά¨», όπως ισχυρίζεται  η ενάγουσα  καθόσον η φράση «πούλαγες φιλιά» δεν δικαιολογεί νοηματικά  ως επόμενη φράση «και τον δάγκωνες οικονομικά». Άλλωστε από κανένα αποδεικτικό στοιχείο  προκύπτει το αντίθετο, ούτε  από την  κατάθεση  της μάρτυρα απόδειξης  αφού ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατέθεσε ότι δεν ήταν μπροστά στο περιστατικό καθώς και ότι δεν πληροφορήθηκε  τις φράσεις που απηύθυνε ο δεύτερος εναγόμενος στην ενάγουσα. Ωστόσο, και με το νόημα αυτό η φράση αυτή είναι εξυβριστική και ως εκ τούτου παράνομη καθώς πλήττει την τιμή της ενάγουσας  και  ενέχει καταφρόνηση και αμφισβήτηση της ηθικής και της  εντιμότητας  αυτή διότι την εμφανίζει  ικανή  να εκμεταλλεύεται συνάδελφό της  με μειωμένη αντίληψη και κρίση  λόγω μέθης προκειμένου να  αποσπά απ΄αυτόν χρηματικά ποσά για να καλύπτει τις ανάγκες της παρέχοντάς σ΄αυτόν την θαλπωρή της  δήθεν  φιλικής σχέσης. Εξάλλου, η φράση αυτή δεν ήταν αναγκαία για την ικανοποίηση του αιτήματος του δεύτερου εναγόμενου, ήτοι της απόδοσης του ποσού του δανείου, αλλά στόχευε στην προσβολή της τιμής και της υπόληψης της ενάγουσας  στον χώρο εργασίας της, ενώπιον τρίτων, συναδέλφων αυτής και κοινού που εξυπηρετούνταν. Συνακόλουθα, η πράξη αυτή συνιστά όχι μόνο προσβολή της προσωπικότητας της ενάγουσας  αλλά και αδικοπραξία την οποία προκάλεσε ο δεύτερος εναγόμενος ως προστηθείς καθόσον παρείχε στον πρώτο εναγόμενο  υπηρεσίες είσπραξης των σ΄αυτόν οφειλομένων  υπό  τις  οδηγίες του πρώτου εναγόμενου, ο οποίος συνακόλουθα υπέχει αντικειμενική ευθύνη για την ηθική βλάβη που παράνομα και υπαίτια προκάλεσε στην ενάγουσα ο πρώτος εναγόμενος με τον οποίο συνευθύνεται εις ολόκληρο, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην προαναφερόμενη μείζονα σκέψη. Τέλος, δεν αποδείχθηκε ότι δεύτερος εναγόμενος πέραν της ανωτέρω φράσης εξύβρισε την ενάγουσα αποκαλώντας αυτήν «τσούλα» και  «απατεώνισσα», ούτε  ότι   απείλησε αυτήν παράνομα λέγοντάς της ότι θα την «ξευτέλιζε» όπου την συναντούσε  προκειμένου να πετύχει την επιστροφή του δανείου, όπως ισχυρίζεται η ενάγουσα καθόσον από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν επιβεβαιώθηκαν  οι  αγωγικοί αυτοί  ισχυρισμοί, ούτε από την κατάθεση της μάρτυρος απόδειξης καθώς  δεν ήταν παρούσα στο περιστατικό όπως προαναφέρθηκε και δεν  πληροφορήθηκε ούτε  εκ των υστέρων τις φράσεις που απηύθυνε ο δεύτερος εναγόμενος στην ενάγουσα.   Κατόπιν αυτών  η προσβολή της προσωπικότητας της ενάγουσας η οποία προκλήθηκε με την εξύβριση του προσώπου της περιορίζεται στην φράση  «έβρισκες τον αδελφό μου μεθυσμένο, του πούλαγες φιλία και τον δάγκωνες οικονομικά»,  την οποία απηύθυνε ο δεύτερος εναγόμενος σ΄αυτήν κατά την μετάβασή του στο χώρο εργασίας της προκειμένου να πετύχει την απόδοση του οφειλόμενου ποσού, όχι, όμως, και κατά την υποβολή της καταγγελίας σε βάρος της καθόσον στην καταγγελία η φράση  αυτή αναφέρεται διηγηματικά χωρίς πρόθεση του δεύτερου εναγόμενου  για εκ νέου προσβολή  της  τιμής  και της  υπόληψης  της ενάγουσας. Συνεπεία δε, της προσβολής αυτής η ενάγουσα υπέστη ηθική βλάβη, καθώς τρώθηκε η τιμή της και η υπόληψη της  στον εργασιακό  χώρο αυτής  ενώπιον τρίτων. Προς αποκατάσταση αυτής πρέπει να επιδικαστεί σ΄αυτήν  χρηματική ικανοποίηση,  η οποία λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών τέλεσης της άδικης αυτής πράξης, της περιουσιακής και κοινωνικής κατάστασης  διαδίκων μερών  όπως αυτή  προσδιορίζεται βάσει των ανωτέρω συνθηκών και περιστάσεων της ζωής τους, τα αίτια που ώθησαν τον δεύτερο εναγόμενο στην πράξη αυτή, την προηγηθείσα συμπεριφορά της ενάγουσας, το είδος της βλάβης που υπέστη η ενάγουσα και την έκταση αυτής, πρέπει να οριστεί  κατ΄εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας, η οποία  επιβάλλεται να τηρείται  κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού  ως γενική νομική αρχή και δη  αυξημένης  τυπικής  ισχύος (ΟλΑπ 9/2015) στο  ποσό  των  800   ευρώ. Συνακόλουθα, πρέπει να γίνει  πρέπει  εν  μέρει δεκτή η αγωγή και να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να καταβάλουν εις ολόκληρον ο καθένας  στην ενάγουσα  το ποσό των  800 ευρώ  με το νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που αναγνώρισε ότι οι εναγόμενοι οφείλουν στην ενάγουσα το ποσό των 3000 ευρώ ο πρώτος εξ αυτών και το ποσό των 5000 ευρώ ο δεύτερος  υπέπεσε σε σφάλμα κατά τους βάσιμους περί αυτού λόγους της έφεσης, η οποία κατ΄ακολουθίαν πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ΄ουσίαν. Περαιτέρω δε, πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, να  κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστηρίου, να δικαστεί, να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή και ν΄αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να καταβάλουν εις ολόκληρον ο καθένας στην ενάγουσα το ανωτέρω ποσό  με το νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως. Μέρος των  δικαστικών  εξόδων  της  ενάγουσας – εφεσίβλητης  και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθεί  σε βάρος των εναγομένων – εκκαλούντων   λόγω της μερικής ήττας αυτών  (άρθρα 178, 183 και 191 παρ 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Πρέπει, επίσης, να διαταχθεί και η επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου άσκησης έφεσης στους εκκαλούντες λόγω της παραδοχής της εφέσεως   (άρθρο 495 παρ 3 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ  αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ  την  έφεση

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την με αριθμό 1437/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά

ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ  την με   αριθμό καταθ. …………/2020  αγωγή που απευθύνεται στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει  την αγωγή

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να καταβάλουν  εις ολόκληρον ο καθένας  στην ενάγουσα το ποσό των οκτακοσίων (800) ευρώ με το νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ  τους εκκαλούντες  σε μέρος των δικαστικών εξόδων  αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας της εφεσίβλητης, το οποίο ορίζει στο ποσό των  πεντακοσίων  (500) ευρώ

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ  την επιστροφή  του κατατεθέντος παραβόλου άσκησης έφεσης στην εκκαλούσα

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 28 Φεβρουαρίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ