Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 139/2022

Αριθμός     139/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1)  Ελληνικού Δημοσίου, όπως νομίμως εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα και 2) Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑ.Δ.Ε.), όπως νόμιμα εκπροσωπείται από τον Διοικητή της και εν προκειμένω και από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Ε’ Πειραιά, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την Δικαστική Πληρεξούσια Ν.Σ.Κ., Δέσποινα Ντουρντουρέκα (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας ………… εκπροσωπήθηκε δε από την πληρεξούσιά της Δικηγόρο, Ιωάννα Ασπρούδα, 2) Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ)», ως καθολικού διαδόχου του ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «ΙΚΑ- ΕΤΑΜ», το οποίο εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα και εν προκειμένω και από το Περιφερειακό Κ.Ε.Α.Ο. Πειραιά, το οποίο εδρεύει στον Πειραιά, εκπροσωπήθηκε δε από τον πληρεξούσιό του Δικηγόρο, Νικόλαο Κλησιάρη, 3) …………, 4)  Αργυρούς Τσίγκου του Εμμανουήλ, κατοίκου Κερατσινίου Πειραιά και 5) …………., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους Δικηγόρο Αιμίλιο Χαρλαύτη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Οι εκκαλούντες κατέθεσαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  την από 7.5.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2019) ανακοπή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ.  610/2020  απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε τα σε αυτήν αναφερόμενα.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου     οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες  με την από 7.7.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2020) έφεσή τους, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς ………/2020) αυτή  που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Η Δικαστική Πληρεξουσία ΝΣΚ των εκκαλούντων και ο πληρεξούσιος Δικηγόρος των 3ης, 4ης και 5ου εκ των εφεσιβλήτων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν, οι  δε πληρεξούσιοι Δικηγόροι των 1ης και 2ου εκ των εφεσιβλήτων, αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την ανακοπή που ασκείται κατά του πίνακα κατάταξης προβάλλονται αιτιάσεις που αφορούν στην ορθότητα του πίνακα κατάταξης, που μπορούν να στηρίζονται είτε στο ουσιαστικό δίκαιο, αναγόμενες στη γένεση ή την ύπαρξη της απαίτησης του καθ΄ ου η ανακοπή η οποία έχει αναγγελθεί, είτε στο δικονομικό δίκαιο και να αναφέρεται στον προνομιούχο χαρακτήρα και την τάξη της κατάταξης. Έννομο συμφέρον, για άσκηση ανακοπής κατά πίνακα κατάταξης, έχει όποιος αμφισβητεί την ύπαρξη της απαίτησης εκείνου, κατά του οποίου στρέφει την ανακοπή του, ή προβάλλει ότι προηγείται του τελευταίου, που κατετάγη στον πίνακα, και επιδιώκει την αποβολή του και την κατάταξη στη θέση του, στρέφεται δε κατά των δανειστών των οποίων προσβάλλεται η κατάταξη. Το Δικαστήριο, που δικάζει την ανακοπή, περιορίζεται μέσα στα όρια του αιτήματος αυτής και ερευνά την προσβαλλόμενη απαίτηση και την κατάταξη του καθ΄ ου η ανακοπή, δεδομένου δε ότι η διαδικασία της κατάταξης είναι ενιαία, όχι όμως και αδιαίρετη, η ισχύς και το δεδικασμένο της αποφάσεως περιορίζεται μεταξύ των διαδίκων και δεν επιδρά στους μη μετασχόντες της δίκης άλλους δανειστές. Εάν ευδοκιμήσει η ανακοπή, στο αποδεσμευόμενο ποσό θα καταταγεί ο ανακόπτων, χωρίς να ωφελείται άλλος δανειστής που δεν άσκησε ανακοπή (ΑΠ 1229/2008). Κατά συνέπεια όταν ασκείται ανακοπή κατά πλειόνων αναγγελθέντων και καταταγέντων δανειστών, η οποία εν τοις πράγμασι αποτελεί υποκειμενική σώρευση ανακοπών με την μορφή της παθητικής ομοδικίας (άρθρο 74 περ. 1 του ΚΠολΔ), έναντι των οποίων προβάλλεται το υπαρκτό και η προνομιακή κατάταξη της απαίτησης του ανακόπτοντος, οι τελευταίοι, ως καθ΄ ων η ανακοπή, συνδέονται με τον δεσμό της απλής ομοδικίας (άρθρο 74 περ. 2 του ΚΠολΔ) και τούτο για τον λόγο ότι το υπαρκτό της απαίτησης του ανακόπτοντος και ο προνομιακός της χαρακτήρας κατά την κατάταξη συγκρίνεται ως προς καθένα από τους καθ΄ ων, χωρίς να επηρεάζονται από αυτό οι μεταξύ τους σχέσεις αναφορικά με το ποσό της κατάταξης, δοθέντος ότι, όπως προαναφέρθηκε, στο αποδεσμευόμενο ποσό θα καταταγεί μόνο ο ανακόπτων, χωρίς να ωφελούνται οι καθ΄ ων, ώστε να παρίσταται ανάγκη σύγκρισης μεταξύ τους ως προς τις απαιτήσεις τους για τις οποίες αναγγέλθηκαν και κατατάχθηκαν (ΑΠ 2117/2014). Στην προκειμένη περίπτωση, η κρινόμενη από 7-7-2020 (αρ. καταθ. …../2020) έφεση, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου αυτής, του ηττηθέντος ανακόπτοντος, ήδη εκκαλούντος, Ελληνικού Δημοσίου, όπως νόμιμα εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών, και ήδη από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, όπως νόμιμα εκπροσωπείται από τον Διοικητή αυτής και στην προκειμένη περίπτωση και από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Ε΄ Πειραιά, κατά της υπ΄ αρ. 610/2020 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 979 παρ. 2, 937 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως το τελευταίο άρθρο ισχύει μετά την αντικατάστασή του από τον Ν. 4335/2015), ερήμην της έκτης των καθ΄ ων και κατ΄ αντιμωλίαν των λοιπών διαδίκων, επί της από 7-5-2019 (αρ. καταθ. …./2019) ανακοπής του (ανακόπτοντος, ήδη εκκαλούντος) κατά του πίνακα κατάταξης και η οποία απέρριψε την ανακοπή ως προς τους δεύτερο, τρίτη, τέταρτη, πέμπτο και έκτη των καθ΄ ων η ανακοπή και δέχθηκε εν μέρει αυτήν (ανακοπή) ως προς την πρώτη των καθ΄ ων αυτή (ανακοπή), αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011), στρεφομένη, παραδεκτώς σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, κατά των πρώτης, δεύτερου, τρίτης, τετάρτης και πέμπτου των καθ΄ ων η ανακοπή, ήδη εφεσιβλήτων, και όχι και κατά της έκτης των καθ΄ ων η ανακοπή, καθόσον με αυτή, οι λοιποί των καθ΄ ων η ανακοπή συνδέονται με το δεσμό της απλής ομοδικίας. Περαιτέρω, η έφεση έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι α) τη δίκη στη θέση της πρώτης των εφεσιβλήτων ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……..» συνεχίζει ως καθολική διάδοχος αυτής η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «…………», που εδρεύει στην Αθήνα, νόμιμα εκπροσωπούμενη, λόγω διασπάσεως της πρώτης (πρώτης των εφεσιβλήτων) με απόσχιση του κλάδου τραπεζικής δραστηριότητάς της και σύσταση της ως άνω τραπεζικής εταιρείας («……….») (άρθρο 16 του Ν. 2515/1997 και άρθρα 57 παρ. 3 και 59-74 του Ν. 4601/2019 -Ανακοινώσεις για καταχώριση στο Γ.Ε.ΜΗ υπ΄ αρ. … και …../20-3-2020)  και β) για το παραδεκτό της εφέσεως δεν απαιτείται η κατάθεση από το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο του προβλεπόμενου από το άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ παραβόλου (άρθρο 19 παρ. 1 του Διατάγματος της 26-6/10-7-1944 «Περί κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου»).

Με την από 7-5-2019 (αρ. καταθ. …../2019) ανακοπή, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου αυτής, το Ελληνικό Δημόσιο, όπως νόμιμα εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών, και ήδη από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, όπως νόμιμα εκπροσωπείται από τον Διοικητή αυτής και στην προκειμένη περίπτωση και από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Ε΄ Πειραιά, ισχυρίσθηκε ότι με επίσπευση της πρώτης των καθ΄ ων, ήδη πρώτης των εφεσιβλήτων, σε εκτέλεση του πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ΄ αρ. …./2013 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και δυνάμει της υπ΄ αρ. …/24-5-2018 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών …….. εκπλειστηριάσθηκε, την 9-1-2019, το ακίνητο ιδιοκτησίας του οφειλέτη ……., αντί επιτευχθέντος πλειστηριάσματος ποσού 155.161 ευρώ. Ότι το ίδιο (ανακόπτον), δια του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Ε΄ Πειραιά, με την υπ΄αρ. πρωτ. …./1/10-1-2019 αναγγελία του προς την επί του πλειστηριασμού υπάλληλο, Συμβολαιογράφο Αθηνών …………., μη διάδικο στην παρούσα δίκη στο δεύτερο βαθμό, ανήγγειλε εμπρόθεσμα, ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις του κατά του καθ΄ ου η εκτέλεση, μέχρι την ημέρα του πλειστηριασμού, συνολικού ποσού 540.313,80 ευρώ, εκ του οποίου ποσό 125.244,93 ευρώ αφορούσε σε ΦΠΑ, όπως λεπτομερώς αναφέρεται σ΄ αυτή (ανακοπή) με τη συνημμένη αναγγελία και το συνημμένο πίνακα χρεών, ζήτησε δε την προνομιακή και οριστική κατάταξή του. Ότι η υπάλληλος του πλειστηριασμού, καθόσον το πλειστηρίασμα δεν επαρκούσε για την πλήρη ικανοποίηση της επισπεύδουσας και των αναγγελθέντων δανειστών του ως άνω οφειλέτη, συνέταξε τον προσβαλλόμενο υπ΄ αρ. …../2-4-2019  πίνακα κατάταξης, με τον οποίο – μετά την προαφαίρεση από το πλειστηρίασμα των αναφερομένων στο δικόγραφο εξόδων εκτέλεσης – κατέταξε στο εναπομείναν προς διανομή πλειστηρίασμα τους καθ΄ ων η ανακοπή, αλλά και το ίδιο το ανακόπτον για το ποσό των 3.265,90 ευρώ προς μερική εξόφληση των αναγγελθεισών απαιτήσεών του, κατά τα ειδικότερα σ΄ αυτήν (ανακοπή) εκτιθέμενα. Με βάση τα ανωτέρω, το Ελληνικό Δημόσιο ζήτησε, επικαλούμενο έννομο συμφέρον υπό την ιδιότητα του αναγγελθέντος δανειστή, να μεταρρυθμιστεί ο προσβαλλόμενος πίνακας κατάταξης, ώστε να καταταγεί αυτό: α) για το ποσό των 121.979,03 ευρώ, προνομιακά και οριστικά, πλέον αυτού που έχει καταταγεί, σε πλήρη και ολοσχερή εξόφληση των αναγγελθεισών απαιτήσεών του από ΦΠΑ, με ταυτόχρονη και ισόποση αποβολή των πέντε πρώτων των καθ΄ ων η ανακοπή (ήτοι επισπεύδουσας και αναγγελθέντων δανειστών) και β) για το ποσό των 254 ευρώ, που μη νόμιμα προαφαιρέθηκε ως έξοδα εκτέλεσης. Τέλος, ζήτησε να καταδικασθούν οι καθ΄ ων η ανακοπή στην πληρωμή των δικαστικών του εξόδων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ΄ αρ. 610/2020 οριστική απόφασή του, απέρριψε την ανακοπή ως προς τους δεύτερο, τρίτη, τέταρτη, πέμπτο και έκτη των καθ΄ ων η ανακοπή, δέχθηκε εν μέρει την ανακοπή ως προς την πρώτη των καθ΄ ων η ανακοπή και μεταρρύθμισε τον υπ΄ αρ. …./2-4-2019 πίνακα κατάταξης δανειστών της Συμβολαιογράφου Αθηνών …………, ώστε να καταταγεί το ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο δια του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Ε΄ Πειραιά, προνομιακά και οριστικά ως μόνο ανακόπτον, στο ποσό των διακοσίων πενήντα τεσσάρων (254) ευρώ για την ικανοποίηση ισόποσου μέρους των αναγγελθεισών απαιτήσεών του (πέραν του ποσού για τα οποία αυτό κατετάγη) και αντίστοιχο ισόποσο περιορισμό των εξόδων της εκτέλεσης. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται με την κρινόμενη από 7-7-2020 (αρ. καταθ. …../2020) έφεση το ανακόπτον και με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτή λόγους, ζητεί, να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και να γίνει δεκτή καθ΄ ολοκληρίαν η ένδικη ανακοπή του.

Οι νόμοι που ρυθμίζουν τη συνδρομή των δανειστών στη διαδικασία της κατάταξης δεν αφορούν, κυρίως τα ίδια τα δικαιώματα, αλλά κανονίζουν τον τρόπο της ενάσκησής τους επί της ομάδας περιουσίας που υπάρχει σε ορισμένο χρόνο. Επομένως και τα καθιερούμενα από τους νόμους αυτούς προνόμια κρίνονται όχι σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο της γένεσης του δικαιώματος ή της έναρξης της αναγκαστικής εκτέλεσης, αλλά σύμφωνα με αυτόν που ισχύει κατά το χρόνο της κατάταξης, αφού η λόγω του προνομίου προτίμηση δεν αποτελεί στοιχείο της απαίτησης, αλλά αφορά τη σχέση των απαιτήσεων μεταξύ τους, λόγω της συνδρομής περισσοτέρων δανειστών. Το αντίθετο δεν συνάγεται από τη διάταξη του άρθρου 50 παρ. 1 του ΕισΝΚΠολΔ που ορίζει, ότι οι σχετικές με την αναγκαστική εκτέλεση διατάξεις του ΚΠολΔ εφαρμόζονται στις εκτελέσεις που αρχίζουν από την εισαγωγή του και ότι η αναγκαστική εκτέλεση θεωρείται ότι άρχισε από την επίδοση της επιταγής, γιατί η διάταξη αυτή δεν εισάγει γενικό κανόνα διαχρονικού δικαίου για όλες τις πράξεις της αναγκαστικής εκτέλεσης, αλλά ρυθμίζει ειδικώς την εφαρμογή του ΚΠολΔ σε θέματα αναγκαστικής εκτέλεσης σε σχέση προς το προγενέστερο αυτού δικονομικό δίκαιο (ΟλΑΠ 21/1994, ΑΠ 1056/2020, ΑΠ 1441/2017, ΑΠ 1404/2007, ΑΠ 1340/2004). Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου ένατου παρ.3 του Ν. 4335/2015 «Μεταβατικές και άλλες διατάξεις» ορίζεται ότι οι διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση εφαρμόζονται όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά την 1-1-2016. Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 43 του Ν. 4715/2020 «Ρυθμίσεις για τη διασφάλιση της πρόσβασης σε ποιοτικές υπηρεσίες υγείας κλπ», το οποίο φέρει τον τίτλο «Ερμηνευτική διάταξη ως προς τον χρόνο εφαρμογής των νόμων 4335/2015 και 4336/2015 σε εκκρεμείς διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης και ήδη κηρυχθείσες πτωχεύσεις» ορίζεται, μεταξύ άλλων, στο εδ. α΄ αυτού ότι κατά την αληθή τους έννοια οι διατάξεις του άρθρου ογδόου του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (δηλαδή οι τροποποιήσεις που επέφερε ο νόμος αυτός στο δίκαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης) δεν έχουν εφαρμογή σε διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης που βρίσκονταν ήδη σε εξέλιξη και σε πτωχεύσεις που είχαν ήδη κηρυχθεί μέχρι την έναρξη ισχύος του παραπάνω νόμου, στο δε εδ. β΄ ότι για την κατάταξη των πιστωτών στην παραπάνω περίπτωση λαμβάνεται υπόψη το δίκαιο που ίσχυε κατά τον χρόνο επίδοσης της επιταγής προς εκτέλεση και της υποβολής της αίτησης για την κήρυξη της πτώχευσης. Σύμφωνα με την ως άνω διάταξη του άρθρου 43 του Ν. 4715/2020, που είναι γνήσια ερμηνευτική και ως εκ τούτου έχει αναδρομική δύναμη, το προϊσχύσαν δίκαιο θα εφαρμόζεται σε όλα τα ζητήματα αναγκαστικής εκτέλεσης, περιλαμβανομένου και του ζητήματος της κατάταξης των δανειστών στο σχετικό πίνακα, όταν η επιταγή με βάση την οποία άρχισε η εκτέλεση, είχε επιδοθεί πριν την 1-1-2016. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι η ως άνω σαφής βούληση του νομοθέτη αναφέρεται μόνο στο ως άνω συγκεκριμένο ζήτημα και δεν αναιρεί τα πιο πάνω γενικώς ισχύοντα για τα προνόμια, ενόψει της απόλυτης ειδικότητας της σχετικής ρύθμισης. Περαιτέρω, ως επιταγή νοείται εκείνη που στηρίζει την περαιτέρω κύρια εκτελεστική διαδικασία, η οποία αρχίζει με την επιβολή κατάσχεσης επί χρηματικών απαιτήσεων, όχι δε τυχόν προηγούμενες επιταγές, κατόπιν των οποίων δεν επακολούθησε κατάσχεση εντός έτους ή και άλλες περαιτέρω πράξεις της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, με αποτέλεσμα την αποδυνάμωση των δικονομικών τους συνεπειών (άρθρο926 παρ. 2του ΚΠολΔ), ή, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, εκείνες από τις οποίες εγκύρως παραιτήθηκε ο επισπεύδων (ΑΠ 1151/2021). Επιπροσθέτως, κατά τη διάταξη του άρθρου 61 παρ. 1 του Ν.Δ. 356/26-3-1974, όπως ίσχυε μετά την προσθήκη του δεύτερου εδαφίου με την παράγραφο 2 του άρθρου 33 του Ν. 4141/2013 (ΦΕΚ Α 81/5-4-2013), «Το Δημόσιον κατατάσσεται εν αναγκαστική εκτελέσει κινητού ή ακινήτου διά τας ληξιπρόθεσμους μέχρι της ημέρας του πλειστηριασμού απαιτήσεις αυτού εκ πάσης αιτίας, μετά των πάσης φύσεως προσαυξήσεων και τόκων και εν τη υπ΄ αριθ. 5 σειρά του άρθρου 975 του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας. Κατ΄ εξαίρεση, για τις ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις του από φόρο προστιθέμενης αξίας, με τις πάσης φύσεως προσαυξήσεις, το Δημόσιο κατατάσσεται στην υπ΄ αριθ. 2 σειρά του ίδιου άρθρου και πριν από την ικανοποίηση των απαιτήσεων του άρθρου 976 ΚΠολΔ.». Η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 61 του Ν.Δ. 356/26-3-1974, όπως είχε τροποποιηθεί και συμπληρωθεί, αντικαταστάθηκε με το άρθρο 404 παρ. 13 Ν. 4512/2018 (ΦΕΚ Α 5/17-1-2018), ως ακολούθως «1. Σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης κινητού ή ακινήτου κατά οφειλέτη του, το Δημόσιο κατατάσσεται για τις μέχρι την ημέρα του πλειστηριασμού απαιτήσεις του από κάθε αιτία, με τις κάθε φύσης προσαυξήσεις, τόκους και πρόστιμα εκπρόθεσμης καταβολής που επιβαρύνουν τις απαιτήσεις αυτές, σύμφωνα με τα άρθρα 975 έως 977Α και 1007 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.2. Ως ημέρα του πλειστηριασμού θεωρείται η ημέρα κατά την οποία διενεργήθηκε ο πλειστηριασμός, ανεξάρτητα από την ημέρα του πλειστηριασμού που ορίσθηκε αρχικά. 3. Οι μη ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις, για τις οποίες κατατάχθηκε το Δημόσιο, θεωρούνται ληξιπρόθεσμες ως προς τη διανομή του πλειστηριάσματος. 4. Σε περίπτωση πτώχευσης οφειλέτη του, το Δημόσιο κατατάσσεται, σύμφωνα με τα άρθρα 154 έως 160 του Πτωχευτικού Κώδικα (Ν. 3588/2007, Α΄ 153), για όλες τις απαιτήσεις του που γεννήθηκαν ή ανάγονται σε χρόνο πριν από την πτώχευση, ανεξαρτήτως του χρόνου βεβαίωσής τους.». Κατά τη μεταβατικού δε δικαίου διάταξη του άρθρου 405 παρ. 4 εδ. α΄ του Ν. 4512/2018 ορίζεται ότι «Οι διατάξεις του άρθρου 61 του ΚΕΔΕ, όπως αντικαθίστανται με την παράγραφο 13 του προηγούμενου άρθρου εφαρμόζονται ως εξής:α. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 έως και 3 εφαρμόζονται σε διαδικασίες διοικητικής και αναγκαστικής εκτέλεσης, όταν η κατάσχεση ή η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση αντίστοιχα διενεργείται μετά την 1η Ιανουάριου 2016, με εξαίρεση την παραπομπή στο άρθρο 977Α του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, η οποία εφαρμόζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού.».

Με την ένδικη έφεση το εκκαλούν, με το μοναδικό λόγο εφέσεως, παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του εσφαλμένως απέρριψε τον πρώτο λόγο της ανακοπής περί εσφαλμένης εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 975 και 977 του ΚΠολΔ, για τον αναφερόμενο σ΄ αυτήν (έφεση) λόγο.

Με τον πρώτο λόγο της ανακοπής, κατ΄ εκτίμηση αυτού, το ανακόπτον ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα η επί του πλειστηριασμού υπάλληλος προέβη σε διανομή του πλειστηριάσματος εφαρμόζοντας τις διατάξεις των άρθρων 975 και 977 του ΚΠολΔ, όπως αυτές ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους από τις διατάξεις του Ν. 4335/2015, κατατάσσοντάς το για μέρος της αναγγελθείσας απαίτησής του, ενώ αφενός όφειλε να εφαρμόσει αυτές (διατάξεις) όπως ίσχυαν πριν τον Ν. 4335/2015, δεδομένου ότι η πρώτη επιταγή προς πληρωμή επιδόθηκε στον οφειλέτη πριν την 1-1-2016, ήτοι την 5-7-2013, οπότε και στο προγενέστερο αυτό χρονικό σημείο οριοθετείται χρονικά η έναρξη της εκτελεστικής διαδικασίας και κρίνεται η ύπαρξη και η έκταση των προνομίων, αφετέρου όφειλε να εφαρμόσει και τη διάταξη του άρθρου 61 παρ. 1 του Ν.Δ. 356/1974,όπως ίσχυε μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 33 παρ. 2 του Ν. 4141/2013, σύμφωνα με την οποία για τις ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις του από φόρους προστιθέμενης αξίας, με τις πάσης φύσεως προσαυξήσεις, το Δημόσιο κατατάσσεται στην υπ΄ αρ. 2 σειρά του άρθρου 975 του ΚΠολΔ πριν από την ικανοποίηση των απαιτήσεων αφενός μεν του δεύτερου των καθ΄ ων η ανακοπή ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ)», αλλά και των τρίτης, τετάρτης και πέμπτου των καθ΄ ων η ανακοπή, που έχουν ως βάση τους την παροχή εξαρτημένης εργασίας, οι οποίες κατατάσσονται στην 3η σειρά του άρθρου 975 του ΚΠολΔ, αφετέρου δε του άρθρου 976 του ΚΠολΔ, όπως οι διατάξεις των άρθρων 975, 976 και 977 του ΚΠολΔ ίσχυαν πριν την τροποποίησή τους από τον Ν. 4335/2015. Ότι, συνεπώς, μετά την αφαίρεση από το πλειστηρίασμα ύψους 155.161 ευρώ του ποσού των 6.281,12 ευρώ, που αφορά σε έξοδα εκτέλεσης, πρέπει στη δεύτερη τάξη του άρθρου 975 του ΚΠολΔ και προ οιασδήποτε κατάταξης των πέντε πρώτων των καθ΄ ων η ανακοπή, να καταταγεί αυτό (ανακόπτον) οριστικά και προνομιακά στο σύνολο της αναγγελθείσας απαίτησής του από ΦΠΑ, ήτοι για το ποσό των 121.979,03 ευρώ, επιπλέον αυτού που κατετάγη εκ 3.265,90 ευρώ, σε πλήρη και ολοσχερή εξόφληση των απαιτήσεών του κατά του ως άνω οφειλέτη του από ΦΠΑ, με την ισόποση και ταυτόχρονη αποβολή των εν λόγω διαδίκων. Ο ως άνω λόγος είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος. Τούτο δε διότι κρίσιμος χρόνος για την ύπαρξη και την έκταση των προνομίων, στο πλαίσιο του πίνακα κατάταξης, είναι ο χρόνος επίδοσης της επιταγής προς εκτέλεση, ήτοι με βάση το δίκαιο που ισχύει κατά τον χρόνο αυτό. Στην προκειμένη περίπτωση, η επιταγή προς εκτέλεση που στηρίζει την περαιτέρω κύρια εκτελεστική διαδικασία, με τη σύνταξη και του ένδικου πίνακα κατάταξης, είναι αυτή (επιταγή) που επιδόθηκε στον οφειλέτη την 11-5-2018 και όχι αυτή που επιδόθηκε την 5-7-2013, όπως ισχυρίζεται το ανακόπτον, δεδομένου ότι δεν αναφέρεται, ούτε, σε κάθε περίπτωση, προκύπτει ότι μετά την τελευταία και εντός έτους από αυτή, επακολούθησαν και άλλες πράξεις της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, με αποτέλεσμα την αποδυνάμωση των δικονομικών της συνεπειών. Συγκεκριμένα από την πρώτη επιταγή που επιδόθηκε στον οφειλέτη την 5-7-2013 είχε περάσει έτος μέχρι την ένδικη κατάσχεση που έγινε με την υπ΄ αρ. ……./24-5-2018 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ……….., και άρα αυτή είχε αποβάλλει την ισχύ της και δεν μπορούσε να στηρίξει περαιτέρω πράξεις εκτέλεσης. Επομένως, κρίσιμη επίδοση επιταγής προς εκτέλεση στη συγκεκριμένη περίπτωση για το ζήτημα της ισχύος των διατάξεων των άρθρων 975 και 977 του ΚΠολΔ και γενικότερα του διαχρονικού δικαίου των προνομίων ως προς τον ένδικο πίνακα κατάταξης, είναι αυτή που έγινε την 11-5-2018. Με βάση δε τα παραπάνω και εφόσον η κρίσιμη επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση στην παρούσα περίπτωση έγινε μετά την 1-1-2016, παρά την ισχύ της ως άνω διάταξης του άρθρου 43 του Ν. 4715/2020, η οποία είναι γνήσια ερμηνευτική με αναδρομική δύναμη και ως προς το ζήτημα της κατάταξης των δανειστών, δεν είναι δυνατό να τύχουν εφαρμογής κατά τη σύνταξη του ένδικου πίνακα κατάταξης (υπ΄ αρ. …../2-4-2019) οι ως άνω διατάξεις, όπως ίσχυαν πριν την αντικατάστασή τους με το άρθρο όγδοο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015. Επομένως, ορθά η υπάλληλος του πλειστηριασμού εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 975 και 977 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν μετά την αντικατάστασή τους με το ως άνω άρθρο όγδοο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015. Εξάλλου ούτε η διάταξη του άρθρου 61 παρ. 1 του Ν.Δ. 356/1974, όπως ίσχυε μετά την προσθήκη του δεύτερου εδαφίου με την παράγραφο 2 του άρθρου 33 του Ν. 4141/2013, ήταν εφαρμοστέα στην προκειμένη περίπτωση, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται το ανακόπτον, δεδομένου ότι, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας, η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 404 παρ.13 του Ν. 4512/2018, το οποίο παραπέμπει στις διατάξεις του ΚΠολΔ και δη στα άρθρα 975 έως 977Α και 1007 του ΚΠολΔ για την κατάταξη των απαιτήσεων του Δημοσίου, και εφαρμόζεται κατά τη μεταβατικού δικαίου διάταξη του άρθρου 405 παρ. 4 του ιδίου ως άνω νόμου και σε διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης, όταν η κατάσχεση ή η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση αντίστοιχα διενεργείται μετά την 1η Ιανουαρίου 2016, όπως, εν προκειμένω, κατά τα προαναφερόμενα. Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, απέρριψε τον ως άνω λόγο της ανακοπής ως μη νόμιμο, έστω και με εν μέρει εσφαλμένη αιτιολογία, ορθά κατ΄ αποτέλεσμα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε. Συνεπώς, αφού αντικατασταθεί η εν μέρει εσφαλμένη αιτιολογία της εκκαλουμένης με αυτή της παρούσας αποφάσεως (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), πρέπει τα αντίθετα υποστηριζόμενα με το σχετικό λόγο της ένδικης εφέσεως να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμα. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος εφέσεως προς έρευνα, πρέπει η έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί το εκκαλούν, Ελληνικό Δημόσιο, λόγω της ήττας του, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εφεσιβλήτων, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του οικείου αιτήματος των τελευταίων (άρθρα 106, 176, 180, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), μειωμένα, όμως, κατά το άρθρο 22 παρ. 1 του Ν. 3693/1957 και την υπ΄ αρ. 134423/8-12-1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β 11/20-11-1993), σε συνδυασμό με το άρθρο 28 του Ν. 2579/1998 (ΑΠ 858/2020, ΑΠ 1129/2019, ΑΠ 1375/2018), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ ουσίαν την από 7-7-2020 (αρ. καταθ. …/2020)  έφεση κατά της υπ΄ αρ. 610/2020 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 979 παρ. 2, 937 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως το τελευταίο άρθρο ισχύει μετά την αντικατάστασή του από τον Ν. 4335/2015).

Καταδικάζει το εκκαλούν στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εφεσιβλήτων, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, την 11η Μαρτίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ