Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 159/2022

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Γ΄ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Περίληψη

Έλλειψη υπαιτιότητας οδηγού μοτοσικλέτας, ο οποίος ενώ έβαινε με κανονική ταχύτητα και παρά τον αποφευκτικό ελιγμό που επιχείρησε,  συγκρούστηκε με σκύλο, που αιφνιδίως παρεμβλήθηκε στην πορεία του, με αποτέλεσμα το ζώο αυτό να εκτιναχθεί και να χτυπήσει πεζό, ο οποίος βρισκόταν παραπλεύρως του οδοστρώματος, προκαλώντας τον θανάσιμο τραυματισμό του. Κατά τη διάταξη του άρθρου 193 ΚΠολΔ, εφόσον ο διάδικος προσβάλλει με ένδικο μέσο την απόφαση για λόγους που αφορούν στην ουσία της υπόθεσης, μπορεί να την προσβάλλει και ως προς τη διάταξή της σχετικά με τα δικαστικά έξοδα, παραπονούμενος για τον σε βάρος του καταλογισμό τους. Ωστόσο, σύμφωνα με το ως άνω άρθρο απαιτείται μεν ταυτόχρονη προσβολή της απόφασης για την ουσία της υπόθεσης, αλλά ο ανωτέρω λόγος δεν ακολουθεί αναγκαίως το αποτέλεσμα του λόγου που αφορά στην ουσία και μπορεί να είναι αβάσιμος ο λόγος που αφορά στην ουσία και βάσιμος ο λόγος που αφορά στα έξοδα.

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ     159 /2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ – ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1)……….., 2) ………. και 3)……….., οι οποίοι παραστάθηκαν άπαντες διά του πληρεξούσιου δικηγόρου τους Χρήστου Μόσχου (με δήλωση, κατ΄ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ).

ΚΑΙ των ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1)………… ο οποίος παραστάθηκε διά του πληρεξούσιου δικηγόρου του Σταματίου Κουντούρη (με δήλωση, κατ΄ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ) και 2) της αλλοδαπής ασφαλιστικής εταιρείας …………… η οποία παραστάθηκε διά των πληρεξούσιων δικηγόρων της Γεωργίου Γεωργακά και Ελισσάβετ Ποταμιάνου (με δήλωση, κατ΄ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ).

Οι ΕΝΑΓΟΝΤΕΣ – ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΕΣ, άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 30-6-2019, με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης αντίστοιχα (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ………./2-7-2019, αγωγή τους κατά των εναγόμενων -εφεσίβλητων. Το ως άνω Δικαστήριο, με την υπ΄αρ. 3904/30-12-2020 οριστική απόφασή του, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των  περιουσιακών διαφορών και ειδικότερα των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητα (άρθρα 614 περ.6 επ. 591 ΚΠολΔ),απέρριψε την ως άνω αγωγή.

Ήδη οι ενάγοντες – εκκαλούντες προσβάλλουν την απόφαση αυτή με την κρινόμενη από 3-3-2021 έφεσή τους, απευθυνόμενη στο παρόν Δικαστήριο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης αντίστοιχα (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ………../3-3-2021, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με Γ.Α.Κ/Ε.Α.Κ. ………./22-3-2021, η οποία προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο με αρ. …..

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή της από το πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ύστερα από δήλωσή τους που έγινε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ, δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσαν προτάσεις .

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση  των  εκκαλούντων –  εναγόντων, κατά της υπ΄ αρ. 3904/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και ειδικότερα των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητα, καθώς και από τη σύμβαση ασφάλισής τους (άρθρα 614 παρ.6 επ., 591 ΚΠολΔ), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 518 παρ.2, 591 παρ.1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι οι διάδικοι δεν επικαλούνται ούτε προκύπτει ότι έλαβε χώρα επίδοση της εκκαλουμένης στους ενάγοντες – εκκαλούντες και από τη δημοσίευση της τελευταίας μέχρι την άσκηση της έφεσης δεν έχει παρέλθει διετία. Έχει κατατεθεί δε από τους εκκαλούντες το προβλεπόμενο, από το άρθρο 495 παρ.3 εδ.α ΚΠολΔ, παράβολο του Δημοσίου, όπως προκύπτει από τη σχετική σημείωση της Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κάτωθεν του δικογράφου της. Πρέπει, επομένως, να εξετασθεί περαιτέρω από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την ίδια διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς την παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της και μέσα στα πλαίσια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρα 19, 522 ,533 παρ.1,2 ΚΠολΔ).

Από τις διατάξεις των άρθρων 10 του Ν. ΓΠΝ/1911, 297, 298, 300, 330 εδ. β` και 914 τουAK, προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση ζημίας και αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε επιτακτικό ή απαγορευτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Μορφή υπαιτιότητας είναι και η αμέλεια, η οποία υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, δηλαδή αυτή που αν καταβαλλόταν, με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς ανθρώπου του κύκλου δραστηριότητας του ζημιώσαντος, θα καθιστούσε δυνατή την αποτροπή του παράνομου και ζημιογόνου αποτελέσματος. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δράστη ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά την συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει την ζημία και την επέφερε στην συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 301/2021, ΑΠ 705/2016, ΑΠ 1936/2013, Εφ.Πειρ. 532/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Εξάλλου, κατά το άρθρο 932 εδ. 3 ΑΚ, σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου, η χρηματική ικανοποίηση μπορεί να επιδικασθεί στην οικογένεια του θύματος, λόγω ψυχικής οδύνης. Στη διάταξη αυτή δεν γίνεται προσδιορισμός της έννοιας του όρου ‘’οικογένεια του θύματος’’, προφανώς γιατί ο νομοθέτης δεν θέλησε να διαγράψει δεσμευτικώς τα όρια ενός θεσμού, ο οποίος, ως εκ της φύσης του, υφίσταται αναγκαίως τις επιδράσεις από τις κοινωνικές διαφοροποιήσεις, κατά τη διαδρομή του χρόνου. Κατά την αληθή, όμως, έννοια της εν λόγω διάταξης, που απορρέει από τον σκοπό της θέσπισής της, στην οικογένεια του θύματος, ως αόριστης νομικής έννοιας, περιλαμβάνονται οι εγγύτεροι και στενώς συνδεόμενοι συγγενείς του θανατωθέντος, που δοκιμάσθηκαν ψυχικά από την απώλειά του και για την ανακούφιση του ηθικού πόνου των οποίων στοχεύει η διάταξη αυτή, αδιαφόρως αν συμβίωναν μαζί του ή διέμεναν χωριστά. Υπό την έννοια αυτή, μεταξύ των προσώπων τούτων περιλαμβάνονται ο σύζυγος, τα τέκνα, οι αδελφοί του θανόντος, οι γονείς, oι παππούδες και από τους αγχιστείς μόνο οι του πρώτου βαθμού (πεθερός, πεθερά, γαμπρός, νύφη) ενώ, σημειωτέον, η επιδίκαση της, από το άρθρο 932 εδ. 3 ΑΚ προβλεπόμενης χρηματικής ικανοποίησης, στα δικαιούμενα πρόσωπα, τελεί υπό την αυτονόητη προϋπόθεση, που συνιστά πραγματικό ζήτημα, της ύπαρξης, κατ’ εκτίμηση του δικαστή της ουσίας, μεταξύ αυτών και του θανατωθέντος, όταν ο τελευταίος ζούσε, αισθημάτων αγάπης και στοργής, η διαπίστωση της ανυπαρξίας των οποίων μπορεί να οδηγήσει στον αποκλεισμό, είτε όλων των προσώπων αυτών είτε κάποιων ή κάποιου από αυτούς, από την επιδίκαση της εν λόγω χρηματικής ικανοποίησης (Ολ.ΑΠ 21/2000 ΕλλΔνη 42.55, ΑΠ 345/2012,ΑΠ 528/2011, ΑΠ 260/2011, ΑΠ 937/2010, Εφ.Αιγ.(Μον). 3/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 193 ΚΠολΔ, εφόσον ο διάδικος προσβάλλει με ένδικο μέσο την απόφαση ως προς την ουσία της υπόθεσης, μπορεί να την προσβάλλει και ως προς τη διάταξη της σχετικά με τα δικαστικά έξοδα, παραπονούμενος για τον σε βάρος του καταλογισμό τους. Σκοπός της διάταξης είναι να περιορίσει τη δυνατότητα αυτοτελούς άσκησης ένδικων μέσων μόνο για το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων, χωρίς ταυτόχρονη προσβολή της απόφασης και ως προς το κεφάλαιο της ουσίας της υπόθεσης. Η ρύθμιση ισχύει για όλα τα ένδικα μέσα (ΑΠ 1637/2011, ΑΠ 777/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 54/2006 ΕλλΔνη 2006.456). Ωστόσο,  η διάταξη του άρθρου αυτού (193 ΚΠολΔ),απαιτεί μεν ταυτόχρονη προσβολή της απόφασης για την ουσία της υπόθεσης, αλλά ο ανωτέρω λόγος δεν ακολουθεί αναγκαίως το αποτέλεσμα του λόγου που αφορά στην ουσία και μπορεί να είναι αβάσιμος ο λόγος που αφορά στην ουσία και βάσιμος ο λόγος που αφορά στα έξοδα (Εφ.Πατρ. 85/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, οι ενάγοντες -ήδη εκκαλούντες, εξέθεταν στην ως άνω από 30-6-2019 αγωγή τους, ότι, στις 28-7-2018 και περί ώρα 7:50 πµ στη Σαλαμίνα και υπό τις συνθήκες που αναφέρονται σε αυτήν, έλαβε χώρα τροχαίο ατύχημα, το οποίο οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του πρώτου των εναγόμενων, οδηγού της  υπ’αρ. κυκλοφ. ……….. δίκυκλης µοτοσικλέτας, ιδιοκτησίας του, που ήταν ασφαλισµένη, έναντι της ευθύνης πρόκλησης ζημιών σε τρίτους, στη δεύτερη εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία. Ότι, συνεπεία του ως άνω ατυχήματος επήλθε ο θανάσιμος τραυματισμός του πεζού ……….., πατέρα των εναγόντων. Ζητούσαν δε ακολούθως (οι ενάγοντες), όπως παραδεκτά (µε προφορική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου τους ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθµα µε την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά αυτού, καθώς και µε τις έγγραφες προτάσεις τους) περιόρισαν εν μέρει τα αγωγικά αιτήματά τους από καταψηφιστικά σε έντοκα αναγνωριστικά: α) να υποχρεωθούν οι εναγόµενοι, ο καθένας εις ολόκληρο, να καταβάλουν σε καθέναν από αυτούς (ενάγοντες) το ποσό των 30.000 ευρώ, ως χρηµατική ικανοποίηση για την ψυχική οδύνη που υπέστησαν από τον θάνατο του πατέρα τους, καθώς επίσης να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι, ο καθένας επίσης εις ολόκληρο, οφείλουν να καταβάλουν, για την ίδια αιτία, σε καθέναν από τους ενάγοντες το ποσό των 120.000 ευρώ, όλα τα παραπάνω ποσά µε τον νόµιµο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση.

Με την υπ’αρ. 3904/2020 οριστική απόφασή του το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη, στη συνέχεια την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη, επιδίκασε δε τα δικαστικά έξοδα των εναγόμενων, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους, εις βάρος των εναγόντων, τα οποία προσδιόρισε στο ποσό των 6.750 ευρώ.

Ήδη κατά της παραπάνω οριστικής απόφασης παραπονούνται οι ενάγοντες –  εκκαλούντες με την κρινόμενη έφεσή τους για τους λόγους που εκθέτουν σ΄ αυτήν και ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν δε την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή τους και να καταδικαστούν οι αντίδικοί τους στα δικαστικά τους έξοδα, άλλως να συμψηφιστούν αυτά μεταξύ των διαδίκων, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην έφεση.

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρα των εναγόντων ………… και της ανωμοτί εξέτασης του πρώτου εναγόμενου, ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού, όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, μεταξύ των οποίων και οι φωτογραφίες, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητήθηκε, καθώς και των υπ’αρ. ……./20-1-2020, ……/22-1-2020 και ……./16-9-2020 ένορκων βεβαιώσεων των ……….., αντίστοιχα, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι ενάγοντες, οι οποίες λήφθηκαν με επιμέλεια των τελευταίων, ενώπιον του συµβολαιογράφου Πειραιώς ……….., κατόπιν νοµότυπης και εµπρόθεσµης κλήτευσης των εναγόμενων (βλ. υπ’αρ. …../8-7-2019, ……΄/2-9-2019, …../28-8-2020 και ……/24-8-2020 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιµελητή στο Εφετείο Αθηνών ……….), αλλά και των υπ’αρ. ……/6-12-2019 και ……/6-12-2019 ένορκων βεβαιώσεων των …….. και . …….., αντίστοιχα, που επικαλείται και προσκομίζει ο πρώτος εναγόμενος, οι οποίες λήφθηκαν με επιμέλεια αυτού, ενώπιον της συµβολαιογράφου Σαλαµίνας Αθηνάς Βενετσάνου, κατόπιν νοµότυπης και εµπρόθεσµης κλήτευσης των εναγόντων (βλ. υπ’ αρ. …….΄/2-12-2019, ……../2-12-2019 και ……../2-12-2019 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιµελητή στο Εφετείο Αθηνών ………..), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγµατικά περιστατικά:

Στις 28-7-2018 και περί ώρα 7.50 π.µ., ο πρώτος εναγόµενος – ήδη πρώτος εφεσίβλητος, οδηγούσε την υπ’αρ. κυκλοφορίας ……… δίκυκλη µοτοσικλέτα, ιδιοκτησίας του, η οποία ήταν ασφαλισµένη έναντι του κινδύνου πρόκλησης ζημιών σε τρίτους στη δεύτερη εναγόµενη – ήδη δεύτερη εφεσίβλητη ασφαλιστική εταιρεία, επί της Λεωφόρου Φανερωµένης στη Σαλαμίνα µε κατεύθυνση από Βασιλικά προς Σαλαµίνα. Η ως άνω λεωφόρος είναι ευθεία, διπλής κατεύθυνσης µε µία λωρίδα κυκλοφορίας ανά κατεύθυνση και συνολικό πλάτος οδοστρώµατος 7,8 µέτρα, ενώ το ανώτατο όριο ταχύτητας στο σηµείο αυτό είναι 30 χλμ/ώρα, όπως ορίζεται από ρυθµιστική πινακίδα Ρ-32. Το οδόστρωμα, κατά τον παραπάνω τόπο και χρόνο ήταν ξηρό, ο φωτισµός επαρκής, λόγω της ώρας της ηµέρας, η δε κυκλοφορία των οχηµάτων και των πεζών αραιή (βλ. από 28-7-2018 Έκθεση αυτοψίας τροχαίου ατυχήματος) .Κατά τη στιγµή που η παραπάνω µηχανή, βαίνοντας µε κανονική, για την περιοχή και τις συνθήκες, ταχύτητα και με την απαιτούμενη σύνεση και προσοχή, πλησίαζε στο ύψος της εν λόγω λεωφόρου µε αριθµό 161 (όπου βρίσκεται χώρος στάθµευσης ιδιωτικής επιχείρησης), ο οδηγός της –  πρώτος εναγόμενος αντιλήφθηκε, σε απόσταση 10-15 μέτρων περίπου από την ανωτέρω μοτοσικλέτα, την είσοδο δύο αδέσποτων σκύλων στο οδόστρωμα, που μέχρι τη στιγμή εκείνη βρισκόταν παραπλεύρως αυτού, οπότε μείωσε περαιτέρω την ταχύτητά του στα 25 – 30 χλμ/ώρα. Το ένα εκ των δύο ζώων έφτασε μέχρι τη μέση του αντίθετου ρεύματος κυκλοφορίας σε σχέση με αυτό που κινούνταν ο ως άνω οδηγός και ακολούθως γύρισε πίσω, ενώ το άλλο ζώο διέσχισε κάθετα (από δεξιά προς τα αριστερά σε σχέση με την πορεία του οχήματός του) όλο το ρεύμα κυκλοφορίας του πρώτου εναγόμενου – εφεσίβλητου καταλήγοντας στο δεξιό πεζοδρόμιο. Ενόψει αυτών, ο οδηγός αποφάσισε να συνεχίσει την πορεία του, με την προαναφερθείσα μειωμένη ταχύτητα. Όταν η μοτοσικλέτα έφθασε σε απόσταση πέντε (5) περίπου μέτρων από το σημείο όπου βρισκόταν το τελευταίο ζώο, αυτό, από το δεξιό πεζοδρόμιο (στο οποίο βρισκόταν), άλλαξε αιφνιδίως πορεία, ήτοι γύρισε προς τα πίσω και εισερχόμενο επί του οδοστρώματος, ήτοι από αριστερά προς τα δεξιά σε σχέση με την πορεία της μοτοσικλέτας και παρεμβλήθηκε στην πορεία της. Ο πρώτος εναγόμενος επιχείρησε αποφευκτικό ελιγμό προς τα αριστερά, πλην όμως, δεν κατέστη δυνατό να αποφύγει τη σύγκρουση με τον σκύλο, καθώς η απόσταση της ανωτέρω μοτοσικλέτας που οδηγούσε, με το ζώο, ήταν πλέον πολύ μικρή. Συνέπεια της σύγκρουσης αυτής ήταν να εκτιναχθεί ο σκύλος προς τα δεξιά εκτός του οδοστρώματος και να επιπέσει επί του πεζού ………., ηλικίας 66 ετών, πατέρα των εναγόντων, (όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο από αυτούς υπ’ αρ.πρωτ. ……./24-9-2018 πιστοποιητικό εγγυτέρων συγγενών του Δήμου Πειραιά), που βρισκόταν όρθιος επί του δεξιού διπλανού ερείσματος του ρεύματος πορείας της λεωφόρου προς Σαλαμίνα, σε απόσταση ενός περίπου μέτρου από το οδόστρωμα. Η δε μοτοσικλέτα, εξαιτίας της πρόσκρουσης, ανετράπη προς τα αριστερά, προς τη διαχωριστική γραμμή των δύο ρευμάτων κυκλοφορίας. Ένεκα του χτυπήματος που δέχθηκε από τον σκύλο, ο ………., έχασε την ισορροπία του κι έπεσε ανάσκελα, με αποτέλεσμα κατά την πτώση να υποστεί βαρύτατο τραυματισμό στο κεφάλι του, ο οποίος οδήγησε, μετά από νοσηλεία 50 ημερών, στον θάνατό του. Ειδικότερα, ο ως άνω πεζός, διακομίσθηκε μετά το ατύχημα, στο Γενικό Νοσοκομείο Ελευσίνας «ΘΡΙΑΣΙΟ», όπου, αφού διαπιστώθηκε ότι υπέστη βαρείες κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις, διασωληνώθηκε και τέθηκε σε μηχανική υποστήριξη της αναπνοής ενώ υποβλήθηκε σε επείγουσα χειρουργική επέμβαση (κρανιεκτομία – αφαίρεση αιματώματος). Στη συνέχεια, στις 31-7-2018 διακομίστηκε στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας του νοσοκομείου «ΤΖΑΝΕΙΟ» για περαιτέρω νοσηλεία, όπου, όμως, λόγω των πολύ σοβαρών τραυμάτων που είχε υποστεί λόγω του ένδικου ατυχήματος, απεβίωσε στις 16-9-2018. (βλ. ιατροδικαστική έκθεση νεκροψίας – νεκροτομής και ληξιαρχική πράξη θανάτου του). Σύμφωνα με τα παραπάνω αποδειχθέντα περιστατικά, η επέλευση του ένδικου ατυχήματος δεν οφείλεται στην αμελή συμπεριφορά του πρώτου εναγόμενου οδηγού της μοτοσικλέτας. Αντίθετα, αυτός επέδειξε την επιμέλεια του μέσου συνετού οδηγού που όφειλε και μπορούσε, υπό τις επικρατούσες περιστάσεις και με βάση τις προσωπικές του ικανότητες, να επιδείξει, αλλά παραταύτα δεν κατέστη δυνατό να αποφύγει το ατύχημα. Αυτό συνάγεται κυρίως από όσα σαφώς και πειστικώς αναφέρει στην προανακριτική του κατάθεση στα πλαίσια της ποινικής διαδικασίας σχετικά με το ένδικο ατύχημα, αλλά και στην κατάθεσή του ενώπιον του ακροατηρίου του ποινικού Δικαστηρίου, ο αυτόπτης μάρτυρας …….., ο οποίος κινούνταν, οδηγώντας το υπ΄αρ. κυκλοφ………… ΙΧΕ αυτοκίνητό του, κατά το χρόνο του ατυχήματος, στο ίδιο ρεύμα κυκλοφορίας με τον κατηγορούμενο και όπισθεν αυτού. Ο ανωτέρω μάρτυρας, (η κατάθεση του οποίου δεν έρχεται σε αντίθεση με αυτήν του πρώτου εναγόμενου, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι εκκαλούντες με τον δεύτερο λόγο της έφεσης), κατέθεσε, μετά λόγου γνώσης, ότι, τόσο ο πρώτος εναγόμενος, όσο και ο ίδιος, έβαινε με μικρή ταχύτητα, όχι πέραν των 30 χλμ/ώρα, την οποία μείωσε (ο πρώτος εναγόμενος) περαιτέρω -αντίθετα με όσα υποστηρίζουν οι ενάγοντες στο πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου της έφεσής τους- όταν αντιλήφθηκε τα αδέσποτα ζώα, από απόσταση 10-15 μέτρων. Ανέφερε ακόμη, ότι, ο σκύλος άλλαξε ξαφνικά κατεύθυνση (‘’πετάχθηκε’’ είναι η λέξη που παραστατικά χρησιμοποιεί ο μάρτυρας) και παρεμβλήθηκε στην πορεία της μοτοσικλέτας του πρώτου εναγόμενου, αφνιδιάζοντάς τον, πράγμα που δεν μπορούσε ο τελευταίος να προβλέψει. Παρά δε τον αποφευκτικό προς τα αριστερά ελιγμό στον οποίο προέβη, όπως προαναφέρθηκε, δεν ήταν δυνατόν να αποφύγει να χτυπήσει τον σκύλο, καθώς αυτός ήταν πλέον σε πολύ κοντινή απόσταση από τη μοτοσικλέτα που οδηγούσε. Δεν αποδείχθηκε δε από κανένα στοιχείο, ούτε αναγράφεται στην ως άνω έκθεση αυτοψίας τροχαίου ατυχήματος, ότι, ο εναγόμενος οδηγός έβαινε με μεγαλύτερη από την επιτρεπόμενη ταχύτητα, όπως ισχυρίστηκαν πρωτοδίκως οι ενάγοντες και επαναλαμβάνουν και στην ένδικη έφεσή τους, με τον τρίτο λόγο αυτής. Ο ανωτέρω αυτόπτης μάρτυρας, ο οποίος δεν έχει λόγο να μην είναι αντικειμενικός, κατηγορηματικά καταθέτει, όπως προεκτέθηκε, ότι ο εναγόμενος οδηγούσε με πολύ μικρή ταχύτητα. Ο ισχυρισμός των εναγόντων ότι η μεγαλύτερη ταχύτητα προκύπτει από το ότι ‘’εκσφενδονίστηκε’’ από τη σύγκρουση ο σκύλος, δεν ευσταθεί, διότι η απόσταση η οποία αυτός εκτινάχθηκε και χτύπησε τον πεζό (περίπου 2,5 μέτρα), δικαιολογείται από την ίδια τη σύγκρουση, λόγω και της ορμής του ζώου (βλ. σχετικά την, προσκομιζόμενη από τη δεύτερη εναγόμενη –  εφεσίβλητη, από 10-12-2021 έκθεση ανάλυσης συνθηκών τροχαίου ατυχήματος του εμπειρογνώμονα ΙΚΕ …….), ανεξαρτήτως της μικρής ταχύτητας της μοτοσικλέτας, ενώ, αν η ταχύτητα ήταν μεγαλύτερη, θα είχε εκτοξευτεί μακρύτερα. Περαιτέρω, παρά τα όσα υποστηρίζουν οι ενάγοντες στον τέταρτο λόγο της κρινόμενης έφεσης, δεν θα ήταν συνετή κίνηση εκ μέρους του εναγόμενου οδηγού, όταν αντιλήφθηκε τα ζώα, να ακινητοποιήσει τη μοτοσυκλέτα του, καθώς πίσω από αυτόν βρισκόταν κινούμενα άλλα οχήματα και συγκεκριμένα αυτό που οδηγούσε ο προαναφερθείς …………, ούτε βέβαια να εισέλθει στο αντίθετο ρεύμα της λεωφόρου (όπως αναφέρουν οι ενάγοντες στο δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου της έφεσης), πράγμα εξαιρετικά επικίνδυνο. Τους ισχυρισμούς των εναγόντων – εκκαλούντων, επιχειρεί να ενισχύσει η από 5-2-2021 έκθεση του εργοδηγού μηχανολόγου πραγματογνώμονα αναλυτή τροχαίων ατυχημάτων ……….., που προσκομίζουν αυτοί το πρώτον στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, η οποία, όμως, αντικρούεται από την προαναφερθείσα από 10-12-2021 έκθεση ανάλυσης συνθηκών τροχαίου ατυχήματος του εμπειρογνώμονα ΙΚΕ …….., που κρίνεται, με βάση τα επιχειρήματά της αλλά και τα διδάγματα της κοινής πείρας, σε συνδυασμό με την ως άνω κατάθεση του αυτόπτη μάρτυρα και τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, ως πειστικότερη. Εξάλλου, η μάρτυρας των εναγόντων -ξαδέρφη αυτών και ανιψιά του θανόντος, που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, δεν έχει γνώση σχετικά με τις συνθήκες του ατυχήματος, αφού δεν ήταν παρούσα. Επίσης, και η πρώτη ενάγουσα, όπως αναφέρεται στην προανακριτική κατάθεσή της, δεν γνωρίζει κάτι για τις συνθήκες του ένδικου συμβάντος. Πέραν τούτου, η ίδια ενάγουσα αναφέρει στην παραπάνω κατάθεσή της, ότι δεν είχε επαφές με τον πατέρα της – θανόντα, περίπου 2 έτη. Αναφέρει περαιτέρω, πως ήξερε ότι αυτός έμενε στη Σαλαμίνα και ‘’ήταν φιλοξενούμενος από κάποιον κύριο που είχε μαγαζί στα Βασιλικά’’. Ενημερώθηκε δε για το ατύχημα (όπως και τα αδέρφια της – λοιποί ενάγοντες), από την Κοινωνική υπηρεσία στις 22-8-2018, ήτοι 25 ημέρες μετά το συμβάν, ενώ κατόπιν αυτού, τον επισκέπτονταν στο νοσοκομείο. Ο θανών δεν είχε μόνιμη εργασία, αλλά μάζευε σίδερα τα οποία στη συνέχεια πουλούσε. Διέμενε δε σε ένα μικρό τροχόσπιτο, που του είχε παραχωρήσει ο ….., ο οποίος διατηρούσε μάνδρα με οικοδομικά υλικά και σκραπ, επειδή δεν είχε κάπου να μείνει (βλ. σχετικά προανακριτική από 1-11-2018 έκθεση ένορκης κατάθεσης του ………..). Ακόμη, ο θανών, σύμφωνα με όσα αναφέρει ο ……… στην προαναφερθείσα ένορκη βεβαίωσή του, όπως κι ο ίδιος, τάιζαν τα αδέσποτα σκυλιά, που συχνά υπήρχαν στην περιοχή αυτή. Συμπερασματικά, με βάση τα ανωτέρω, δεν μπορούσε ένας μέσος συνετός οδηγός, και στη συγκεκριμένη περίπτωση ο πρώτος εναγόμενος, να προβλέψει, όσο κι αν είχε τεταμένη την προσοχή του κι ασκούσε τον έλεγχο του οχήματός του, την αιφνίδια κίνηση του σκύλου, δηλ. ενώ αυτός είχε διασχίσει το δρόμο, όχι μόνο να γυρίσει πίσω αλλά και να ‘’επιτεθεί’’ στη μηχανή που οδηγούσε ο εναγόμενος. Ο τελευταίος, μείωσε την ταχύτητά του όταν αντιλήφθηκε το ζώο, και επιχείρησε αποφευκτικό ελιγμό όταν αυτό ξαφνικά παρεμβλήθηκε στην πορεία του, όπως ανωτέρω αναφέρθηκε, οπότε δεν προέκυψε ότι παραβίασε τα άρθρα 12, και 19 του ΚΟΚ, όπως αβασίμως ισχυρίζονται οι εκκαλούντες, μεταξύ άλλων, στον πέμπτο λόγο της έφεσης. Περί της έλλειψης υπαιτιότητας του πρώτου εναγόμενου -οδηγού της ως άνω μοτοσικλέτας, αποφάνθηκε και το Α΄ Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς, το οποίο με την υπ΄αρ. 1499/27-10-2021 απόφασή του, η οποία έχει καταστεί αμετάκλητη (βλ. από 7-12-2021 βεβαίωση της Γραμματέα του Τμήματος Ποινικού αρχείου του Πρωτοδικείου Πειραιώς περί μη άσκησης κατ΄αυτής ένδικων μέσων) και εκτιμάται ελεύθερα ως δικαστικό τεκμήριο από το παρόν Δικαστήριο, τον κήρυξε αθώο για την πράξη της ανθρωποκτονίας από αμέλεια. Πέραν της έλλειψης υπαιτιότητας του εναγόμενου οδηγού, όσον αφορά στην επέλευση του ένδικου ατυχήματος που προκάλεσε τον θάνατο του ως άνω πεζού, η διαπίστωση της ύπαρξης της οποίας αποτελεί προϋπόθεση για την επιδίκαση της αιτούμενης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης στους ενάγοντες -τέκνα του θανόντος, τίθεται και ζήτημα, κατά τον επικουρικά προβαλλόμενο ισχυρισμό των εναγόμενων, αν υπήρχαν ουσιαστικές σχέσεις στοργής και αγάπης μεταξύ του θανόντος και των εναγόντων, που να δικαιολογούν την επιδίκαση στους τελευταίους χρηματικής ικανοποίησης για την παραπάνω αιτία, σύμφωνα και με τα όσα αναφέρθηκαν στην οικεία μείζονα σκέψη, καθώς αυτοί (ενάγοντες), παρά την πρώτου βαθμού συγγένεια που τους συνέδεε μαζί του, δεν είχαν καμία επαφή με τον θανόντα τα τελευταία δύο χρόνια πριν το ατύχημα. Περαιτέρω δε, παρότι ο θανών ήταν σε πολύ κακή οικονομική κατάσταση, δεν τον συνέδραμαν, αλλά αυτός φιλοξενείτο, κατά τα ως άνω εκτεθέντα από τον ……….. Η εξέταση, όμως, του θέματος αυτού, παρέλκει, καθώς δεν διαπιστώθηκε υπαιτιότητα του εναγόμενου. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που, με την εκκαλουμένη απόφαση, δέχθηκε τα παραπάνω και απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη (λόγω έλλειψης υπαιτιότητας του πρώτου εναγόμενου), έστω με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, την οποία το παρόν Δικαστήριο παραδεκτά (κατ΄άρθρο 534 ΚΠολΔ) αντικαθιστά και συμπληρώνει, δεν έσφαλε και ορθώς εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. ΄Οσον αφορά, όμως, στη διάταξη περί δικαστικής δαπάνης με την οποία η εκκαλουμένη επιδίκασε τα δικαστικά έξοδα των εναγόμενων, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα σε αυτήν, εις βάρος των εναγόντων λόγω της ήττας τους, κατ΄άρθρο 176 ΚΠολΔ, τα οποία όρισε στο ποσό των 6.750 ευρώ, έσφαλε. Κι αυτό διότι, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, με βάση όσα προαναφέρθηκαν, η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής, οπότε, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 179 ΚΠολΔ, τα δικαστικά έξοδα έπρεπε να συμψηφιστούν συνολικά μεταξύ των διαδίκων, όπως βάσιμα υποστηρίζουν οι ενάγοντες – εκκαλούντες με τον έκτο και τελευταίο λόγο της έφεσής τους. Για τον ίδιο λόγο και επιπροσθέτως, διότι οι ενάγοντες κατ΄εκτίμηση από το Δικαστήριο τούτο των περιστάσεων όπως ανωτέρω εκτέθηκαν, είχαν εύλογη αμφιβολία ως προς την έκβαση της δίκης (άρθρο 179 εδ.β ΚΠολΔ, όπως ισχύει από 1-1-2022, μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 120 του Ν.4842/2021, το οποίο εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις, σύμφωνα με το άρθρο 116 παρ.1εδ.β του νόμου αυτού), πρέπει να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων και για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας. Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει, κατά το βάσιμο περί τούτου ως άνω (έκτο) λόγο της έφεσης, με βάση και όσα αναφέρθηκαν στη σχετική μείζονα σκέψη, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση μόνο ως προς τη διάταξή της περί δικαστικής δαπάνης και να απορριφθεί ως κατ΄ουσία αβάσιμη (η έφεση) κατά τα λοιπά. Ακολούθως, αφού η υπόθεση κρατηθεί και εκδικασθεί κατ΄ουσία από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ.1 ΚΠολΔ) ως προς το μέρος της αυτό, πρέπει η δικαστική δαπάνη να συμψηφισθεί συνολικά μεταξύ των διαδίκων για τον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας, καθώς επίσης και για τον παρόντα δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, κατά τα προεκτεθέντα. Τέλος, θα διαταχθεί η απόδοση του παραβόλου της έφεσης στους καταθέσαντες αυτό δια του πληρεξούσιου δικηγόρου τους, εκκαλούντες, κατ΄ άρθρο 495 παρ.3 εδ.ε ΚΠοΛΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και, κατά το μέρος που αναφέρεται στο σκεπτικό της παρούσας κατ’ ουσία, την έφεση κατά της υπ’αρ. 3904/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών και ειδικότερα διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητα) .

Απορρίπτει αυτήν (έφεση) κατ’ ουσία κατά τα λοιπά.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη απόφαση μόνο ως προς τη διάταξή της που αφορά στα δικαστικά έξοδα.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα συνολικά μεταξύ των διαδίκων τόσο για τον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας, όσο και για τον παρόντα δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας .

Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου της έφεσης (e- παράβολο με αρ…………… -ποσού 100 ευρώ) στους καταθέσαντες αυτό δια του πληρεξούσιου δικηγόρου τους, εκκαλούντες.

KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 18 Μαρτίου 2022, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

 Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                               H  ΓPAMMATEAΣ