Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 160 /2022

Περίληψη

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 274 παρ.2 ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στην κατ’ έφεση δίκη (άρθρο 524 παρ. 1 ΚΠολΔ),αν εκείνος που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση εμφανισθεί κατά τη συζήτηση, τότε αν λείπουν και οι δύο αρχικοί διάδικοι ή ο αντίδικος εκείνου υπέρ του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση, το Δικαστήριο συζητεί την υπόθεση ερήμην του αντιδίκου εκείνου, υπέρ του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση και εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 271 και 272ΚΠολΔ. Αν ο απών αντίδικος του υπερ΄ού η πρόσθετη παρέμβαση, είναι ο εκκαλών, επειδή ο τελευταίος δεν εκπροσωπήθηκε ή δεν παραστάθηκε προσηκόντως στη δίκη, τότε η έφεσή του απορρίπτεται  (άρθρο 524 παρ.3 ΚΠολΔ). Δεδομένου, όμως ότι, η απόρριψη της έφεσης λόγω ερημοδικίας του εκκαλούντος γίνεται κατ΄ουσία, σε περίπτωση εκπροθέσμου άσκησης αυτής (έφεσης) προηγείται η εξέταση του εκπροθέσμου και απορρίπτεται ως απαράδεκτη.

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 160 /2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα T.Λ..

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Α. Των ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ:1) Ομόρρυθμης εταιρείας ……….. και 2) …………., οι οποίοι, αμφότεροι, εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Φώτιο Μπαμπάνη (με δήλωση κατ΄άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ).

Της ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας …………η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Β. Της ΑΥΤΟΤΕΛΩΣ ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας …………….. η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Μαρία Χασάπη.

Της ΥΠΕΡ’ΗΣ Η ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: 1) Ανώνυµης τραπεζικής εταιρείας ………………η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Των ΚΑΘ’ΩΝ Η ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ:1) Ομόρρυθμης εταιρείας ………… και 2) ……….., οι οποίοι δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Α. ΟΙ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΕΣ ζητούν να γίνει δεκτή η από 26-10-2016 έφεσή τους, απευθυνόμενη στο παρόν Δικαστήριο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης, αντίστοιχα, (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ……./31-10-2016, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με Γ.Α.Κ/Ε.Α.Κ. ………./5-3-2019, κατά της υπ΄αρ. 4938/2014 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο δικάζοντας κατά την τακτική διαδικασία, την από 9-5-2013 και με αριθμό κατάθεσης …../2013 ανακοπή των εκκαλούντων – ανακοπτόντων κατά της υπ΄αρ……./2013 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ερήμην των τελευταίων (ανακοπτόντων), απέρριψε την ανακοπή αυτή.

Η ως άνω ένδικη έφεση προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 20ης-2-2020, κατά την οποία αναβλήθηκε για τη 14η-1-2021, οπότε αναβλήθηκε εκ νέου για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο με αρ.  …..

Β. Η ΑΥΤΟΤΕΛΩΣ ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑ ζητεί να γίνει δεκτή η από 2-11-2021 και με αριθμό κατάθεσης ενώπιον της Γραμματείας του Δικαστηρίου τούτου (Γ.Α.Κ/Ε.Α.Κ) …../12-11-2021, εκούσια αυτοτελής πρόσθετη παρέμβασή της, υπέρ της παραπάνω υπερ’ής η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση εταιρείας.

Η ως άνω αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση προσδιορίστηκε για τη δικάσιμοπου αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο με αρ.36.

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή της από το πινάκιο, η πληρεξούσια δικηγόρος της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στην παρέμβασή της και στις έγγραφες προτάσεις της, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εκκαλούντων, ύστερα από δήλωσή τους που έγινε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ, δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσε προτάσεις.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου οι ως άνω: Α) από 26-10-2016, με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ/Ε.Α.Κ.) ……/5-3-2019, έφεση κατά της υπ΄αρ. 4938/2014 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο δικάζοντας, κατά την τακτική διαδικασία, ερήμην των ανακοπτόντων – ήδη εκκαλούντων, απέρριψε την την από 9-5-2013 και με αριθμό κατάθεσης …./2013 ανακοπή τους κατά της υπ΄αρ. …./2013 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και Β) από 2-11-2021, με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ/Ε.Α.Κ.)………/12-11-2021, εκούσια αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση της αναφερόμενης στην αρχή της παρούσας ανώνυμης εταιρείας, υπέρ της εκεί αναφερόμενης εταιρείας – εφεσίβλητης στην ως άνω ένδικη έφεση. Των δικογράφων αυτών (έφεσης και αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης) πρέπει να διαταχθεί η συνεκδίκαση, λόγω της πρόδηλης συνάφειάς τους (άρθρα 31 παρ.1 246 ΚΠολΔ).

Ι. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 242 παρ. 2, 524 παράγραφοι 1 και 2 και 528ΚΠολΔ, όπως τα δύο τελευταία άρθρα ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με τα άρθρα, αντιστοίχως, 44 παρ. 1 και 44 παρ. 2 Ν. 3994/2011 και εφαρμόζονται και στην προκειμένη περίπτωση κατά την οποία η έφεση ασκήθηκε μεταγενέστερα της ισχύος του ως άνω νόμου, προκύπτει ότι είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση ενώπιον των δευτεροβάθμιων δικαστηρίων στην περίπτωση κατά την οποία η έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης ασκήθηκε από τον διάδικο, που δικάστηκε στον πρώτο βαθμό ερήμην, οπότε, με την τυπική παραδοχή της έφεσης, η οποία λειτουργεί ως υποκατάστατο της καταργηθείσας αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας, εξαφανίζεται η πρωτόδικη απόφαση, μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, χωρίς να απαιτείται να ευδοκιμήσει προηγουμένως κάποιος λόγος της έφεσης και αναδικάζεται η υπόθεση από το εφετείο, ενώπιον του οποίου η συζήτηση γίνεται πλέον προφορικά. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση αυτή, που είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση ενώπιον του Εφετείου, δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2ΚΠολΔκαι έτσι δεν είναι επιτρεπτή η παράσταση κατά τη συζήτηση με κοινή δήλωση των διαδίκων, που υπογράφεται από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους, ή με δήλωση του ενός ή ορισμένων μόνο πληρεξουσίων, ότι δεν θα παραστούν κατά την εκφώνηση. Η ως άνω απαγόρευση της παράστασης με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου στην περίπτωση του άρθρου 528 ΚΠολΔ ισχύει, μάλιστα, όχι μόνο για τον διάδικο ο οποίος δικάστηκε ερήμην στον πρώτο βαθμό, αλλά και για τον αντίδικό του, ο οποίος είχε παραστεί κανονικά, γιατί διαφορετικά προφορική συζήτηση δεν νοείται, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα εκατέρωθεν ακρόασης και κατ’ αντιδικία συζήτησης της υπόθεσης, για να εξασφαλίζεται η αρχή της δίκαιης δίκης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 6 της Ε.Σ.Δ.Α. (ΑΠ 635/2020, ΑΠ 1478/2019, ΑΠ 476/2017, ΑΠ 11/2016, ΑΠ 2150/2014, ΑΠ 1546/2013, ΑΠ 93/2013, ΑΠ 280/2012, Εφ.Δωδ. 28/2020, Εφ.Πειρ. 123/2016 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Η υποβολή τέτοιας δήλωσης από μη παριστάμενο πληρεξούσιο δικηγόρο διαδίκου κατά την εκφώνηση της υπόθεσης, για την οποία είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση, συνιστά μη προσήκουσα παράσταση αυτού έστω και αν έχει καταθέσει προτάσεις, συνεπαγόμενη την ερημοδικία του, με αποτέλεσμα οι προτάσεις του και οι σ’ αυτές περιεχόμενοι αυτοτελείς ισχυρισμοί, καθώς και τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα, να μην λαμβάνονται υπόψη (ΑΠ 93/2013, Εφ.Πειρ. 123/2016, ό.π., Εφ.Αθ. 3287/2008, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Εάν ο μη προσηκόντως παριστάμενος και γι’ αυτό ερήμην δικαζόμενος διάδικος είναι ο εκκαλών, τότε η έφεσή του απορρίπτεται σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 524 παρ. 3 του ΚΠολΔ και η απόρριψη συντελείται κατ’ ουσία, ανεξάρτητα από την υποβολή ή μη σχετικού αιτήματος του εφεσίβλητου, διότι ο εκκαλών με την απουσία του ή τη μη προσήκουσα παράστασή του θεωρείται ότι παραιτείται από την έφεση και αποδέχεται την πρωτόδικη απόφαση (ΑΠ 11/2016, ΑΠ 2150/2014, ΑΠ 93/2013, ΑΠ 280/2012, Εφ.Δωδ. 28/2020, Εφ.Αθ. 2475/2019, Εφ.Πειρ. 123/2016, Εφ.Αθ. 11/2015, Εφ.Δωδ. 199/2013 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Μ. Μαργαρίτη – Α. Μαργαρίτη, ΕρμηνείαΚΠολΔ εκδ.2018, άρθρο 528 αρ. 11, Χ. Απαλαγάκη,ΚΠολΔ Ερμηνεία κατ’ άρθρο, εκδ.2016, άρθρο 242 αρ. 3, Β. Βαθρακοκοίλη, Η Έφεση, εκδ.2015, σελ. 518 αρ. 2067-2069).

ΙΙ. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔ: «Αν σε δίκη που εκκρεμεί μεταξύ άλλων τρίτος έχει έννομο συμφέρον να νικήσει κάποιος διάδικος, έχει δικαίωμα, έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση, για να υποστηρίξει το διάδικο αυτόν». Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 83ΚΠολΔ: «Αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 έως 78». Στο άρθρο 82 ΚΠολΔ, επίσης, ορίζεται ότι: «Όποιος προσθέτως παρεμβαίνει έχει δικαίωμα να ενεργήσει όλες τις διαδικαστικές πράξεις, που επιτρέπονται στη δίκη προς το συμφέρον εκείνου, για την υποστήριξη του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση και έχει την υποχρέωση να δεχθεί τη δίκη, στη θέση που βρίσκεται κατά το χρόνο της παρέμβασής του. Οι πράξεις που ενεργεί είναι ισχυρές, εφόσον δεν είναι αντίθετες προς τις πράξεις του διαδίκου, για την υποστήριξη του οποίου άσκησε την πρόσθετη παρέμβαση…». Ακόμη, κατά τη διάταξη του άρθρου 81 παρ. 1ΚΠολΔ: «Η κύρια και η πρόσθετη παρέμβαση, ανεξάρτητα από το αν γίνεται εκούσια ή ύστερα από προσεπίκληση ή ανακοίνωση, ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις, που ισχύουν για την αγωγή και κοινοποιείται σε όλους τους διαδίκους …». Στο δε άρθρο 274 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 32 του Ν. 3994/2011 και εφαρμόζεται και στην κατ’ έφεση δίκη (άρθρο 524 παρ.1), ορίζεται ότι: «Αν εκείνος που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση εμφανιστεί κατά τη συζήτηση, τότε α) αν λείπουν και οι δύο αρχικοί διάδικοι ή ο αντίδικος εκείνου, υπέρ του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση, το δικαστήριο συζητεί την υπόθεση ερήμην του αντιδίκου εκείνου υπέρ του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση και εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 271 και 272, β) αν λείπει μόνο εκείνος υπέρ του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση, το δικαστήριο συζητεί την υπόθεση ερήμην του μεταξύ εκείνου που άσκησε την παρέμβαση και του αντιδίκου εκείνου υπέρ του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση». Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων, προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την πρόσθετη παρέμβαση επιτυγχάνεται η συμμετοχή τρίτου προσώπου σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη, ασκείται δε αυτή στην τακτική διαδικασία με αυτοτελές δικόγραφο, που επιδίδεται, επί ποινή απαραδέκτου, στους διαδίκους της αρχικής, εκκρεμούς δίκης, συμπεριλαμβανομένων και των ομοδίκων (ΑΠ 564/2008 Τ.Ν.Π. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΑΠ 851/2007 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Μεταξύ της κύριας δίκης και της ασκούμενης πρόσθετης παρέμβασης υφίσταται σχέση κύριου-παρεπόμενου, όπως σαφώς συνάγεται τόσο από τη φύση της παρέμβασης, όσο και από τη διάταξη του άρθρου 31 παρ.1 ΚΠολΔ με την οποία καθιερώνεται η δωσιδικία της συνάφειας για δίκες, μεταξύ των οποίων υφίσταται τέτοια σχέση (κύριου-παρεπόμενου), στις οποίες ρητά μνημονεύεται και η περίπτωση της παρέμβασης σε σχέση με την κύρια δίκη. Με την παρέμβαση, άλλωστε, εκδηλώνεται η υποστήριξη από τον τρίτο κάποιου από τους κύριους διαδίκους, όπως αυτή (η υποστήριξη) αντανακλάται και στο αίτημα της παρέμβασης, με την οποία ζητείται να νικήσει, στηνκύρια δίκη, ο υποστηριζόμενος από τον παρεμβαίνοντα διάδικος (ΑΠ 776/2001 ΕλλΔνη 2002.1419, Μ. Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, Τ.I, υπό το άρθρο 80, παρ. 1). Ο προσθέτως παρεμβαίνων καθίσταται βοηθός του διαδίκου, υπέρ του οποίου παρενέβη (ΑΠ 18/2008, ΑΠ 1562/2006 Τ.Ν.Π. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ), τούτος δε ο ρόλος του, παρέχει σε αυτόν το δικαίωμα να ενεργήσει όλες τις διαδικαστικές πράξεις, που επιτρέπονται στη δίκη, προς το συμφέρον εκείνου, για την υποστήριξη του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση. Μπορεί, συνεπώς, μεταξύ άλλων, ο προσθέτως παρεμβαίνων να επισπεύδει τη δίκη, δηλαδή να ζητεί τον ορισμό δικασίμου, να εγγράφει την υπόθεση στο πινάκιο και να παραγγέλλει την επίδοση διαδικαστικών εγγράφων, κλητεύοντας όλους τους διαδίκους, η δε παράλειψη της κλήτευσης, οδηγεί στην κήρυξη της συζήτησης ως απαράδεκτης ως προς άπαντες, διότι άλλως παραβιάζεται η αρχή της εκατέρωθεν ακρόασης (ΑΠ 1465/2007 Δ. 2007.1122, Εφ.Αθ. 1595/2007 ΑρχΝ 2007. 294, Νίκας, Πολιτική Δικονομία, Τ. I, σελ. 384). Όταν, περαιτέρω, κατά νόμο η ισχύς της κύριας απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου, που άσκησε την πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται τα ισχύοντα επί αναγκαστικής ομοδικίας (άρθρα 76-78 ΚΠολΔ και η παρέμβαση χαρακτηρίζεται ως αυτοτελής (ΑΠ 1349/2007 ΝοΒ 2008.177, ΑΠ 1485/2006 Δ.2007.235). Αποφασιστικό κριτήριο για τον χαρακτηρισμό της παρέμβασης ως αυτοτελούς είναι η επέκταση των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας ή της διαπλαστικής ενέργειας της απόφασης στην κύρια δίκη, στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του. Στην περίπτωση αυτή, ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη μία νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας επισύρει την επέκταση της ισχύος της απόφασης (ΑΠ 1485/2006 Τ.Ν.Π. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΑΠ 931/2002 ΕλλΔνη 2003.1354). Περίπτωση αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης συντρέχει επί άσκησης πρόσθετης παρέμβασης από τον, μετά την έναρξη της επιδικίας, καταστάντα ειδικό διάδοχο του επιδίκου δικαιώματος (άρθρο 225 παρ. 2ΚΠολΔ, ΑΠ 331/2007, ΑΠ 127/2004 Τ.Ν.Π. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Στην περίπτωση αυτή αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, που συνιστά λόγο επιγενόμενης αναγκαστικής ομοδικίας, οι πράξεις ενός έκαστου, ήτοι παρεμβάντος και υπερ’ού η παρέμβαση, ωφελούν και βλάπτουν τους λοιπούς, οι δε ομόδικοι, που μετέχουν νόμιμα στη δίκη, αν δεν παραστούν, παρότι έχουν νομίμως κλητευθεί, αντιπροσωπεύονται από εκείνους που παρίστανται (βλ. Μ. Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, Τ. I, υπό το άρθρο 83, παρ. 7-9). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 274 παρ.2 ΚΠολΔ, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, εφαρμόζεται και στην κατ’ έφεση δίκη (άρθρο 524 παρ.1 ΚΠολΔ), αν εκείνος που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση εμφανισθεί κατά τη συζήτηση, τότε αν λείπουν και οι δύο αρχικοί διάδικοι ή ο αντίδικος εκείνου υπέρ του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση, το δικαστήριο συζητεί την υπόθεση ερήμην του αντιδίκου εκείνου, υπέρ του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση και εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 271 και 272ΚΠολΔ. Στην περίπτωση απουσίας, δηλαδή, αμφοτέρων των διαδίκων της κυρίας δίκης, η συζήτηση της υπόθεσης δεν ματαιώνεται, όταν παρίσταται ο προσθέτως παρεμβαίνων, αλλά λαμβάνει χώρα ερήμην του αντιδίκου του υπερ’ού η πρόσθετη παρέμβαση (βλ. και ΑΠ 265/2013 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), οπότε, αν ο αντίδικος είναι ο ενάγων η αγωγή απορρίπτεται, ενώ αν αντίδικος είναι ο εναγόμενος, οι πραγματικοί ισχυρισμοί του ενάγοντος θεωρούνται ομολογημένοι, και εφόσον η αγωγή τυγχάνει νομικά βάσιμη, γίνεται δεκτή και ως ουσία βάσιμη, εφόσον δεν υπάρχει ένσταση που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως. Από την τελολογία και το συνδυασμό του συνόλου των ως άνω αφορώντων την πρόσθετη, απλή ή αυτοτελή, παρέμβαση ρυθμίσεων, συνάγεται ότι η εφαρμογή του άρθρου 274 παρ.2 ΚΠολΔ προϋποθέτει εγγραφή στο πινάκιο τόσο της κύριας υπόθεσης, όσο και της πρόσθετης παρέμβασης, και συνεκφώνησης αυτών, ώστε τελικά να συνεκδικαστούν. Ακόμη, από τις διατάξεις των άρθρων 524 παρ.3, 1, 535 παρ.1, 271 παρ.1 και 272 παρ.2 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι, όταν δεν εμφανιστεί στο ακροατήριο ο εκκαλών ή εμφανιστεί και δεν συμμετάσχει με τον προσήκοντα τρόπο στη συζήτηση της έφεσης, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει την υποχρέωση να ερευνήσει ποιος επισπεύδει τη συζήτηση της έφεσης, καθώς και τη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του. ΄Οταν την επίσπευση κάνει ο εκκαλών ή την κάνει ο εφεσίβλητος και ο εκκαλών, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, έχει κλητευθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, το δικαστήριο θα απορρίψει την έφεση. Όπως συνάγεται δε από την ως άνω διάταξη της παρ.3 του άρθρου 524 παρ.3 ΚΠολΔ, η απόρριψη της έφεσης λόγω ερημοδικίας του εκκαλούντος γίνεται κατ` ουσία και όχι κατά τύπους (Ολ.ΑΠ 16/1990 ΕλλΔνη 1990.804), διότι, παρότι στην πραγματικότητα οι λόγοι της έφεσης δεν εξετάζονται ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα τους, θεωρείται κατά πλάσμα του νόμου ότι είναι αβάσιμοι και για την αιτία αυτή πάντοτε απορριπτέοι, αφού δεν δίδεται στο δικαστήριο η δυνατότητα έκδοσης αντίθετης απόφασης περί αποδοχής τους (ΑΠ 361/2011 ΝοΒ 2011.1572, Εφ.Πειρ. 12/2016 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Δυτ.Μακ. 28/2013 Αρμ.2014.106, Εφ.Πατρ. 679/2007, Εφ.Αθ. 4190/2001 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

ΙΙΙ. Τέλος, το άρθρο 532 ΚΠολΔ ορίζει ρητά ότι, αν λείπει κάποια από τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της έφεσης, ιδίως εάν η έφεση δεν ασκήθηκε εμπρόθεσμα και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις, το δικαστήριο την απορρίπτει ως απαράδεκτη και αυτεπαγγέλτως (Εφ.Δυτ.Στ.Ελλάδας 4/2020, Εφ.Δωδ. 117/2019, Εφ.Πειρ.(Ναυτ). 38/2014, Εφ.Λαρ.141/2012, Εφ.Αθ.2651/2011, Εφ.Αιγ.(Μον). 117/2021 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Η διάταξη αυτή πρέπει να ιδωθεί δογματικώς ανεξάρτητα από την εμφάνιση ή μη του εκκαλούντος, δηλ. δεν πρέπει να εφαρμόζεται μόνον όταν αυτός εμφανίζεται στη συζήτηση της έφεσης, και αντίθετα, να μην ισχύει, όταν αυτός ερημοδικεί. Επιπρόσθετα, η ερήμην απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, συνεπεία της μη εμφάνισης του εκκαλούντος, θεωρείται, όπως αναφέρθηκε παραπάνω (στις υπό στοιχ. Ι και ΙΙ νομικές σκέψεις), ως κατ` ουσία απόφαση επί της έφεσης (Ολ.ΑΠ 16/1990 ο.π.). Άρα τίθεται το ερώτημα, πώς η μη εμφάνιση του εκκαλούντος στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί να καταστήσει μία απαράδεκτη έφεση ως παραδεκτή κατ` αποτέλεσμα. Η αυτονόητη απάντηση είναι ότι δεν μπορεί, με συνέπεια, η έρευνα του παραδεκτού να προηγείται πάντοτε του νόμω και ουσία βάσιμου κάθε διαδικαστικής πράξης, άρα και της έφεσης και η απαραδέκτως ασκηθείσα έφεση να απορρίπτεται για την αιτία αυτή, εφόσον δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παραδεκτής άσκησής της,δηλαδή για τυπικούς λόγους (Εφ.Αθ. 768/2014 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Αθ. 2651/2011ο.π., Εφ.Αιγ.(Μον). 117/2021ο.π.,Εφ.Λαρ.(Μον). 27/2018  Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Στην προκείμενη περίπτωση, οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες-καθ’ών η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, ήτοι η ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία «…………» και ο ……….., άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εναντίον της καθ’ής η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητης – υπερ’ής η πρόσθετη παρέμβαση τραπεζικής εταιρείας µε την επωνυµία «……….», την από 9-5-2013 και με αριθμό κατάθεσης …./2013 ανακοπή τους, με την οποία ζητούσαν, για τους εκεί αναφερόμενους λόγους, την ακύρωση της υπ΄αρ. …./2013 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία υποχρεώθηκαν να καταβάλουν στην καθ’ής η ανακοπή, ο καθένας εις ολόκληρο, το σε αυτήν αναφερόμενο ποσό. Το ως άνω Δικαστήριο, με την υπ΄αρ.4938/2014 οριστική απόφασή του, δικάζοντας κατά την τακτική διαδικασία (όπως οι διατάξεις της ίσχυαν πριν την τροποποίησή τους με τον Ν.4335/2015), ερήμην των ως άνω ανακοπτόντων, απέρριψε την ανακοπή αυτή.

Κατά της ανωτέρω απόφασης, οι ανακόπτοντες- ήδη εκκαλούντες, άσκησαν την προαναφερθείσα από 26-10-2016 ένδικη έφεση κατά της καθ’ής η ανακοπή – εφεσίβλητης, με την οποία παραπονούνται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε να γίνει δεκτή η ανακοπή τους και να ακυρωθεί η προαναφερθείσα διαταγή πληρωμής. Επίσης, η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας ανώνυμη τραπεζική εταιρεία, επικαλούμενη έννομο συμφέρον ως ειδική διάδοχος της καθ’ής η ανακοπή, άσκησε παραδεκτά ενώπιον του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου (άρθρα 80 επ., 83 ΚΠολΔ και όσα αναφέρθηκαν στην υπό στοιχείο ΙΙ μείζονα σκέψη), την ως άνω από 2-11-2021 αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της καθ’ής η ανακοπή – εφεσίβλητης εταιρείας. Η τελευταία, αν και κλήθηκε προς τούτο τόσο από τους εκκαλούντες, όσον αφορά στην ένδικη έφεση (όπως προκύπτει από τη σχετική σημείωση στο σώμα του αντιγράφου της έφεσης του δικαστικού επιμελητή Αθηνών …….., για την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο της 20ης-2-2020 και μετά από αναβολές, με σχετική επισημείωση στο πινάκιο που ισχύει, κατ΄άρθρο 226 παρ.4 ΚΠολΔ, ως νέα κλήτευση των αντιδίκων, για τη σημερινή δικάσιμο), όσο και από την αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα, όσον αφορά στην παρέμβαση, (όπως προκύπτει από την υπ΄αρ. ……../12-11-2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ……..), εντούτοις δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, κατά τη  σημερινή δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, κατά την οποία αυτές (έφεση και παρέμβαση) συνεκφωνήθηκαν από τη σειρά του πινακίου. Θεωρείται, όμως, ότι η εφεσίβλητη -υπερ’ής η παρέμβαση, εκπροσωπείται από την αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα- ειδική διάδοχο αυτής, σύμφωνα τα εκτεθέντα στην υπό στοιχείο ΙΙ μείζονα σκέψη. Εξάλλου, κατά τα προεκτεθέντα στην υπό στοιχείο Ι μείζονα σκέψη, ενόψει ότι η εκκαλουμένη απόφαση εκδόθηκε ερήμην των ανακοπτόντων- ήδη εκκαλούντων, αυτοί δεν δύνανται να παρασταθούν διά δηλώσεως του μη παριστάμενου πληρεξούσιου δικηγόρου τους, κατ΄άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ. Επομένως, η παράστασή τους με αυτόν τον τρόπο (με δήλωση), όπως αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, κατά την εκφώνηση της ένδικης έφεσης, η επίσπευση της συζήτησης της οποίας έγινε με επιμέλειά τους και για την οποία είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση, συνιστά μη προσήκουσα παράστασή τους, έστω και αν έχουν καταθέσει προτάσεις, συνεπαγόμενη την ερημοδικία τους, ως προς την έφεση. Ερημοδίκησαν δε (οι εκκαλούντες -καθ’ών η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση) και ως προς την παρέμβαση, κατά τη συνεκφώνηση της οποίας με την ένδικη έφεση, από τη σειρά του πινακίου, δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο, όπως επίσης αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, παρότι κλήθηκαν στη συζήτησή της από την παρεμβαίνουσα (βλ. από …/12-11-2021 και …/12-11-2021 αντίστοιχα, εκθέσεις επίδοσης, κατ΄άρθρο 143 ΚΠολΔ, της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών ……..). Ωστόσο, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην υπό στοιχείο ΙΙΙ μείζονα σκέψη, η κρινόμενη έφεση δεν θα απορριφθεί λόγω ερημοδικίας των εκκαλούντων, που αποτελεί κατ΄ουσία απόρριψή της, καθώς είναι απορριπτέα πρωτίστως ως απαράδεκτη λόγωεκπρόθεσμης άσκησης αυτής, γεγονός που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ανεξαρτήτως της ερημοδικίας των εκκαλούντων. Η έρευνα δε του απαραδέκτου, προηγείται αυτής του νόμω και ουσία αβασίμου. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τις υπ΄αρ…./27-9-2016 και …/27-9-2016 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών … ., η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε από την καθ’ής η ανακοπή (ήδη εφεσίβλητη – υπερ’ής η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση), στους ανακόπτοντες (ήδη εκκαλούντες -καθ’ών η ως άνω παρέμβαση), στις 27-9-2016. Περαιτέρω, η ένδικη έφεση κατατέθηκε από αυτούς ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, στις 31-10-2016, όπως προκύπτει από τη σχετική έκθεση κατάθεσης της Γραμματέα του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ήτοι μετά το πέρας της προβλεπόμενης από τη διάταξη του άρθρου 518 παρ.1 προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, καθώς η τελευταία ημέρα της εν λόγω προθεσμίας (η οποία σύμφωνα με το άρθρο 144 παρ.1 ΚΠολΔ, αρχίζει την επομένη της επίδοσης) ήταν η 27η Οκτωβρίου 2016, ημέρα Πέμπτη, και όχι η 28η Οκτωβρίου 2016 ημέρα Παρασκευή και αργία, ώστε η λήξη της να μεταφερθεί τη Δευτέρα 31-10-2016.

Συνεπώς, εφόσον η κρινόμενη έφεση είναι εκπρόθεσμη,πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, κατόπιν σχετικού ισχυρισμού της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας, αλλά και κατ΄αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα.Δεδομένου δε, όπως αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη, του παρεπομένου χαρακτήρα, σε σχέση με την κύρια δίκη, της πρόσθετης παρέμβασης (διότι η τελευταία, είτε είναι απλή είτε αυτοτελής, όπως εν προκειμένω, δεν περιέχει αίτημα αφού με αυτήν δεν ζητεί ο παρεμβαίνων παροχή έννομης προστασίας για τον ίδιο ούτε υποβάλλει δικαίωμα προς διάγνωση), δεν απαιτείται στην απόφαση να περιλαμβάνεται διάταξη για την πρόσθετη παρέμβαση, οπότε δεν θα περιληφθεί τέτοια στο διατακτικό της παρούσας (Εφ.Αθ. 5722/2011 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Β. Βαθρακοκοίλη, Ερμ.ΚΠολΔ, Τόμος Α, υπό τα άρθρα 80 αρ. 2-3 και 83 αρ. 4, 5). Πρέπει, ακόμη, να καθοριστεί το προκαταβλητέο παράβολο για την περίπτωση άσκησης, εκ μέρους των εκκαλούντων, ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας απόφασης (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ.2 ΚΠολΔ). Τα δικαστικά έξοδα της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας για τον παρόντα δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, θα επιβληθούν εις βάρος των εκκαλούντων – καθ’ών η πρόσθετη παρέμβαση, λόγω της ήττας τους (άρθρα 182,183 ΚΠολΔ), σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, θα διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο ταμείο των, αναφερομένων επίσης στο διατακτικό, παραβόλων της έφεσης που κατέθεσαν οι εκκαλούντες (άρθρο 495 παρ.3 εδ.εΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζειτις, αναφερόμενες στο σκεπτικό, από 26-10-2016 έφεση και από 2-11-2021 αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, ερήμην των εκκαλούντων -καθ’ών η παρέμβαση.

Ορίζει το παράβολο ανακοπής ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ, για κάθε εκκαλούντα – ανακόπτοντα.

Απορρίπτει την έφεση ως απαράδεκτη.

Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας, για τον παρόντα δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, εις βάρος των εκκαλούντων – καθ’ών η παρέμβαση, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων πενήντα (650) ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο ταμείο των παραβόλων της έφεσης που κατέθεσαν οι εκκαλούντες, συνολικού ποσού 200 ευρώ (ήτοι των παραβόλωντου ΤΑΧΔΙΚ με αριθμό …/2016 και …/2016 ποσού 60 ευρώ έκαστο και των παραβόλων του Δημοσίου με αριθμό …./2016 και …/2016, ποσού 50 ευρώ και 30 ευρώ, αντίστοιχα).

KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 18 Μαρτίου 2022, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

 Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                            H  ΓPAMMATEAΣ