Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 392/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης  392 /2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη, τον οποίο όρισε η Διευθύνουσα το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της εκκαλούσας: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας ………….., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, Θεόδωρο Αναστασίου με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ,

Των εφεσίβλητων:  1) ……….., 2) ………….οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν αμφότεροι από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους, Αλέξανδρο Κούκιο.

Οι νυν εφεσίβλητοι άσκησαν κατά της νυν ανακόπτουσας ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 7.5.2018 (με Γ.Α.Κ. …./2018 και Ε.Α.Κ. …./2018) ανακοπή τους κατά της υπ’ αριθ. …./2018 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και της κάτω από αυτή από 16.4.2018 επιταγής προς πληρωμή και επί της οποίας εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων η 5316/2018 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου (ειδική διαδικασία των πιστωτικών τίτλων), που την έκανε δεκτή.

Η καθ’ ης η ανακοπή προσέβαλε την ανωτέρω οριστική απόφαση με την από 6-11-2019 έφεσή της, την οποία κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά, στις 6.11.2019 με Γ.Α.Κ. …./2019 και Ε.Α.Κ. …../2019. Επικυρωμένο αντίγραφο της εφέσεως κατατέθηκε στις 9.10.2020 στη Γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2020 και Ε.Α.Κ. …./2020, οπότε δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμος και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκαν.

Κατά τη συζήτηση της εφέσεως στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, ο μεν πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας ανέπτυξε τις απόψεις της με τις προτάσεις που προκατέθεσε, ο δε πληρεξούσιος δικηγόρος των εφεσίβλητων, αφού έλαβε τον λόγο, ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις του..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 6.11.2019 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2019 και Ε.Α.Κ. …/2019 και για προσδιορισμό δικασίμου στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2020 και Ε.Α.Κ. …./2020) έφεση της πρωτοδίκως ηττηθείσας ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «……….» κατά του …….. …. και της ……….. προς εξαφάνιση της 5316/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών- ανακοπές), το οποίο δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων την από 7.5.2018 (με Γ.Α.Κ. …./2018 και Ε.Α.Κ. …../2018) ανακοπήτων νυν εφεσίβλητων κατά της νυν εκκαλούσας προς ακύρωση της υπ’ αριθ. …./2018 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και της από 16.4.2018 επιταγής προς πληρωμή κάτω από ακριβές αντίγραφο πρώτου εκτελεστού απογράφου της ανωτέρω διαταγής πληρωμής, δέχθηκε την ανακοπή, έχει ασκηθεί νομότυπα με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ κι εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 518 παρ.2 ΚΠολΔ, καθώς η εκκαλούμενη απόφαση δημοσιεύθηκε στις 11.12.2018, η δε κατ’ αυτής έφεση ασκήθηκε στις 6.11.2019, χωρίς να προκύπτει από κάποιο στοιχείο ότι μεσολάβησε επίδοση της εν λόγω απόφασης από τον ένα διάδικο στον άλλο και χωρίς να παρέλθει διετία από τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης. Επομένως, η ένδικη έφεση, η οποία αρμοδίως κατ’ άρθρο 19 ΚΠολΔ εισάγεται ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου για να δικασθεί με την ίδια ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, ως πρωτοδίκως κατ’ άρθρο 591 παρ.7 ΚΠολΔ, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της. Σημειωτέον ότι για το παραδεκτό του ενδίκου μέσου έχει κατατεθεί κατ’ άρθρο 495 παρ.3 στοιχ.Αβ του ΚΠολΔ, το με κωδικό ………. e-παράβολο του Υπουργείου Οικονομικών ποσού 100 ευρώ, εξοφλημένο (βλ. τα συνημμένα στο εφετήριο αντίγραφα του e- παράβολου και την από 6.11.2019 απόδειξη πληρωμής e-παράβολου της Eurobank).

Με την ως άνω από 7.5.2018 ανακοπή τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, οι ανακόπτοντες ζητούσαν με βάση τον διαλαμβανόμενο σε αυτή λόγο να ακυρωθούν α) η υπ’ αριθ. …./2018 διαταγή πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, δυνάμει της οποίας υποχρεώθηκαν να καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, προς την καθ’ ης η ανακοπή Τράπεζα το ποσό των 24.363,10 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων και β) η από 16.4.2018 επιταγή προς πληρωμή, που συντάχθηκε κάτω από το αντίγραφο του πρώτου απογράφου εκτελεστού της ως άνω διαταγής πληρωμής. Ειδικότερα, οι ανακόπτοντες υποστήριξαν ότι μετακυλίσθηκε παρά το νόμο συμβατικά σε αυτούςη εισφορά του ν. 128/1975, δίχως να υφίσταται στην ένδικη σύμβαση κάποια αιτιολογία απαλλαγής της καθ’ης η ανακοπή τράπεζας από την εν λόγω εισφορά και μετακύλισής της στους ανακόπτοντες, αφού η εν λόγω μετακύλιση ως συμφωνία ελευθερώσεως της τράπεζας τυγχάνει άκυρη αν δεν προβλέπεται στη σύμβαση αιτία επιδόσεως ως προς τη συγκεκριμένη παροχή, καθώς και ότι η καθ’ ης προέβαινε σε παράνομο εκτοκισμό και ανατοκισμό των ποσών της ανωτέρω εισφοράς με την ενσωμάτωσή της στο επιτόκιο υπολογισμού, καίτοι στα πιστωτικά ιδρύματα επιτρέπεται ο ανατοκισμός των καθυστερούμενων τόκων και όχι των φόρων, εισφορών ή άλλων προμηθειών. Ότι παρόλα αυτά η καθ’ης τραπεζική εταιρεία, αφού κεφαλαιοποιούσε την εισφορά του ν. 128/1975 κάθε φορά που χρέωνε τόκους πάσης φύσεως, στη συνέχεια ανατόκιζε τα ποσά της, ενεργώντας παράνομα, αφού στο κάθε φορά προκύπτον υπόλοιπο κεφάλαιο υπολόγιζε νέους τόκους περιέχοντες και εισφορά του ν. 128/1975 (εκτοκισμός και ανατοκισμός της ανωτέρω εισφοράς). Ότι συνεπεία των ανωτέρω, η απαίτηση για την οποία εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής κατέστη ανεκκαθάριστη λόγω της ενσωμάτωσης σε αυτήν των ως άνω παρανόμως υπολογισθέντων επιπλέον τόκων, καθώς και των ποσών που προέκυπταν από τον ανατοκισμό τους, ενώ είναι ανέφικτο να προκύψει με απλούς μαθηματικούς υπολογισμούς σε ποιο ποσό ανέρχονται οι παράνομες χρεώσεις του λογαριασμού ήτοι τα ποσά που χρεώθηκαν λόγω του παράνομου ανατοκισμού της εισφοράς του ν. 128/1975, με τις οποίες (χρεώσεις) επιβαρύνθηκε η ένδικη απαίτηση, διότι απαιτούνται, λόγω της πολυπλοκότητας των αριθμητικών και λογιστικών πράξεων, ειδικές γνώσεις της οικονομικής (λογιστικής) επιστήμης. Ότι η ακυρότητα των επιμέρους ποσών επηρεάζει την έγγραφη απόδειξη, αλλά και το εκκαθαρισμένο του συνόλου της απαίτησης, αφού από τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας, που προσκομίστηκαν από την καθ’ ης η ανακοπή, δεν είναι δυνατός ο διαχωρισμός των επιμέρους ποσών, αφενός λόγω του είδους των εγγραφών, αφετέρου δε λόγω της ενσωμάτωσης στο λογαριασμό των ποσών του ανατοκισμού της εισφοράς στα ποσά του ανατοκισμού των τόκων και εξόδων, με περαιτέρω συνέπεια την αδυναμία προσδιορισμού του πραγματικού ποσού της οφειλής και αντίστοιχα της απαίτησης της καθ’ης. Ότι επομένως πρέπει να ακυρωθούν η ως άνω διαταγή πληρωμής και η από 16.4.2018 επιταγή προς πληρωμή. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση δέχθηκε ότι ο προμνησθείς λόγος ανακοπής, με τον οποίο αμφισβητείται το ύψος της απαιτήσεως, είναι επαρκώς ορισμένος ως προς αμφότερα τα σκέλη του, απορριπτομένης της περί του αντιθέτου αιτιάσεως της καθ’ ης, καθόσον η τελευταία φέρει το δικονομικό βάρος αποδείξεως της ύπαρξης και του ποσού της απαίτησής της, ακολούθως δε έκρινε νόμω και ουσία βάσιμο τον ίδιο λόγο ανακοπής και δέχθηκε την ανακοπή στο σύνολό της, με αποτέλεσμα να ακυρώσει την υπ’ αριθ. …../2018 διαταγή πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και την από 16.4.2018 επιταγή προς πληρωμή που τέθηκε κάτω από ακριβές αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της ως άνω διαταγής πληρωμής. Ήδη η εκκαλούσα ανώνυμη τραπεζική εταιρία παραπονείται με την υπό κρίση έφεσή της για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ζητεί για τους λόγους που στο εφετήριο αναπτύσσει, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, προκειμένου να απορριφθεί η ανωτέρω ανακοπή των εφεσίβλητων και να επικυρωθεί η πιο πάνω διαταγή πληρωμής και η από 16.4.2018 επιταγή προς πληρωμή, καταδικαζομένων των εφεσίβλητων στην εν γένει δικαστική της δαπάνη. Ειδικότερα με τον πρώτο λόγο έφεσης υποστηρίζει ότι είναι νόμιμη κατόπιν συμφωνηθέντος όρου σε πιστωτική σύμβαση και βάσει της ιδιωτικής αυτονομίας των συμβαλλομένων, η συμφωνία ότι η εισφορά του ν. 128/1975 που καταρχήν επιβαρύνει την τράπεζα θα αποτελέσει μέρος του ετήσιου πραγματικού επιτοκίου που θα επιβαρύνει τον πιστούχο δανειολήπτη, οπότε ο σχετικός περί του αντιθέτου ισχυρισμός των εφεσίβλητων που προβλήθηκε ως λόγος ανακοπής και έγινε δεκτός από την εκκαλούμενη θα έπρεπε να απορριφθεί ως μη νόμιμος, επιπλέον δε ότι μη νόμιμα έγινε δεκτός ο λόγος της ανακοπής περί παράνομου ανατοκισμού και ακυρώθηκε στο σύνολό της η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, λόγω μη αποδεικτικότητας του συνόλου των απαιτήσεων της τράπεζας, καίτοι οι ανακόπτοντες όφειλαν να προσδιορίσουν για το ορισμένο του σχετικού λόγου ανακοπής συγκεκριμένα επιμέρους ποσάως προς τα οποία επιβαρύνθηκαν εξαιτίας του παράνομου ανατοκισμού. Εξάλλου, με τον δεύτερο λόγο έφεσης που είναι συναφής με τον πρώτο η εκκαλούσα παραπονείται επειδή η προσβαλλόμενη απόφαση μη ορθά έκρινε πως λόγω του υποτιθέμενου παράνομου ανατοκισμού της εισφοράς του ν. 128/1975, η οποία δήθεν ενσωματώθηκε στα επιτόκια και ανατοκίστηκε μαζί με αυτά είναι άκυρα όλα τα επιμέρους κονδύλια και άρα και η αποδεικτικότητα και το εκκαθαρισμένο της απαίτησης.

Επί των λόγων αυτών λεκτέα τυγχάνουν τα εξής: Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 216 παρ. 1, 217, 583, 585, 632 παρ. 1 και 633 παρ.1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι οι λόγοι της ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, ώστε να είναι δυνατόν ο μεν καθ` ου η ανακοπή να αμυνθεί κατ` αυτής, το δε δικαστήριο να κρίνει για τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά τους, διαφορετικά απορρίπτονται και αυτεπαγγέλτως, ως απαράδεκτοι, λόγω αοριστίας. Περαιτέρω, οι πιο πάνω λόγοι μπορούν να αφορούν είτε την τυπική ακυρότητα της διαταγής πληρωμής, με την έννοια ότι δεν τηρήθηκαν οι όροι και διατυπώσεις που απαιτούνται, σύμφωνα με τα άρθρα 623 επ. του ίδιου Κώδικα, για την έκδοση έγκυρης διαταγής πληρωμής, είτε την ουσιαστική ακυρότητα αυτής (διαταγής πληρωμής), με την έννοια ότι ο ανακόπτων αμφισβητεί την ύπαρξη της οφειλής του, προβάλλοντας ανατρεπτικές ή διακωλυτικές της γέννησης της απαίτησης του καθ` ου η ανακοπή ενστάσεις. Γι` αυτό το δικόγραφο της ανακοπής πρέπει να περιέχει, εκτός από απαιτούμενα κατά νόμο (άρθρα 118 και 119ΚΠολΔ) για κάθε δικόγραφο στοιχεία, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τους λόγους της, με τους οποίους οριοθετείται η δίκη της ανακοπής, να περιέχει δηλαδή με σαφήνεια τις αντιρρήσεις και ενστάσεις του ανακόπτοντος κατά της συνδρομής των νομίμων προϋποθέσεων για την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής (ΑΠ 1137/2019,ΑΠ 1071/2017, ΑΠ 298/2010, ΑΠ 2073/2007 στην ΤΝΠ Νόμος). Όταν με τους λόγους της ανακοπής δεν αμφισβητείται αντικειμενικώς ολόκληρη η απαίτηση για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, τότε πρέπει, για να είναι οι λόγοι ορισμένοι, να καθορίζεται το συγκεκριμένο μέρος της απαίτησης που πλήττεται, ώστε το Δικαστήριο να έχει τη δυνατότητα ελέγχου του μέρους αυτού και, σε περίπτωση που τυχόν κρίνει ότι κακώς επιδικάσθηκε με τη διαταγή πληρωμής, να αφαιρέσει το αντίστοιχο ποσό από τη συνολική οφειλή και να ακυρώσει κατά τούτο και μόνον (και όχι ολικώς) τη διαταγή πληρωμής (βλ. ΑΠ 1138/2020 ΤΝΠΔΣΑ, ΑΠ 1419/2019 ΤΝΠΔΣΑ, ΕφΑθ 4610/2021 στην ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση από την επισκόπηση του δικογράφου της ένδικης από 7.5.2018 ανακοπής των άρθρων 632, 933 ΚΠολΔ και όπως το ζήτημα του ορισμένου της ανακοπής εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το παρόν Δικαστήριο επί ασκηθείσας εφέσεως της ηττηθείσας πρωτοδίκως καθ’ης η ανακοπή τράπεζας, προκύπτει ότι οι ανακόπτοντες δεν εκθέτουν στο εν λόγω δικόγραφο τι είδους πιστωτική σύμβαση κατάρτισαν με την καθ’ης η ανακοπή τράπεζα, ούτε τα στοιχεία της συμβάσεως αυτής και ποια η ιδιότητά τους στη σύμβαση (π.χ. δανειολήπτες, εγγυητές) διαλαμβάνοντας μόνο τα στοιχεία της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής και της κάτω από αυτή τεθείσας προσβαλλόμενης επιταγής προς πληρωμή, χωρίς ωστόσο από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 216 και 217 ΚΠολΔ να μπορεί να συναχθεί ότι τα στοιχεία του πραγματικού της καταρτισθείσας συμβάσεως τα οποία είναι αναγκαία για τον προσδιορισμό της έννομης σχέσης που συνδέει τους διαδίκους μπορούν να αναπληρωθούν εκτός δικογράφου από τη λήψη υπόψη του σώματος της διαταγής πληρωμής και του περιεχομένου της ή από τα έγγραφα που προσκομίσθηκαν για την έκδοσή της, ιδίως δε όταν προβάλλεται ως λόγος ανακοπής ισχυρισμός που πλήττει τηνομιμότητα απαίτησης που συμπεριλήφθηκε στο ποσό για το οποίο εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής. Ως εκ τούτου, η ένδικη ανακοπή πάσχει από αοριστία. Επιπλέον ο ισχυρισμός ότι παρανόμως συμφωνήθηκε με τον όρο 4 (Μέρος Α’) της σύμβασης ότι η εισφορά του ν. 128/1975 θα προσαυξάνει το τελικό επιτόκιο και ότι επίσης παρανόμως ορίσθηκε στον όρο 9.2 (Μέρος Β’) της ίδιας σύμβασης ότι ο ανατοκισμός των σε καθυστέρηση τόκων θα γίνεται ανά εξάμηνο σύμφωνα με το καθεστώς που εκάστοτε επιβάλλει η νομοθεσία, σε περίπτωση δε καταγγελίας ολόκληρο το ανεξόφλητο υπόλοιπο βαρύνεται με τόκο υπερημερίας και το εκάστοτε υπόλοιπο ανατοκίζεται ανά εξάμηνο, με αποτέλεσμα να ανατοκίζονται ανεπίτρεπτα εισφορές του ν. 128/1975 και με συνέπεια η ακυρότητα των επιμέρους ποσών να επηρεάζει την έγγραφη απόδειξη και το εκκαθαρισμένο του συνόλου της απαίτησης για την οποία εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, αφού από τα αποσπάσματα των προσκομισθέντων από την καθ’ ης εμπορικών βιβλίων δεν είναι δυνατός ο διαχωρισμός των επιμέρους ποσών, εφόσον γίνει δεκτό ότι ο ανωτέρω ισχυρισμός αφορά εν γένει σε πιστωτική σύμβαση με τράπεζα, τυγχάνει προεχόντως απορριπτέος ως μη νόμιμος. Σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 128/1975 “επιβάλλεται από το έτος 1976 εισφορά, βαρύνουσα τα πάσης φύσεως εν Ελλάδι λειτουργούντα πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμβανομένης και της Τραπέζης της Ελλάδος, υπέρ του εν τη παραγράφω 1 του παρόντος άρθρου λογαριασμού, ανερχομένη εις ποσοστόν ένα (1) επί τοις χιλίοις ετησίως επί του ετησίου ύψους εντός εκάστου ημερολογιακού έτους μηνιαίων υπολοίπων των χορηγουμένων υπ’ αυτών πάσης φύσεως δανείων ή πιστώσεων, περιλαμβανόμενων και των δυνάμει της από 19 Μαρτίου 1962 μεταξύ των Τραπεζών συμβάσεων, ως αύτη ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, συμφωνηθεισών εισφορών”. Από τη διάταξη αυτή, δεν προβλέπεται μεν ρητά ως συμβατικά δυνατή αλλά και δεν απαγορεύεται η συμβατική μετακύλιση της θεσπιζόμενης με τον άνω νόμο εισφοράς σε τρίτο δανειολήπτη. Η ρυθμιστική ισχύς του νόμου αυτού εξαντλείται στον καθορισμό του υπόχρεου έναντι του Δημοσίου προσώπου στα πλαίσια της έννομης σχέσης που ιδρύεται με τη σχετική διάταξη και αφορά επομένως αποκλειστικά στην κάθετη σχέση μεταξύ κράτους και πιστωτικών ιδρυμάτων και όχι στην οριζόντια σχέση μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και δανειοληπτών. Η μετακύλιση της εισφοράς στους τελευταίους αυτούς επιτρέπεται με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και μάλιστα υπό τη μορφή ενσωμάτωσης του ποσοστού της στο επιτόκιο που βαρύνει την πιστωτική σύμβαση του πιστούχου με την τράπεζα, εφόσον δεν απαγορεύεται από άλλη διάταξη, ως τέτοιας νοούμενης της θεσπίσεως ανωτάτου ορίου επιτοκίου, το οποίο θα υπερέβαινε η εισφορά αυτή, και μόνο αν δεν υπήρχε αντίθετη ρύθμιση. Επομένως, η μετακύλιση της εισφοράς αυτής στους δανειολήπτες είναι νόμιμη, διότι δεν αντίκειται στην προαναφερθείσα διάταξη, η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου κατ` άρθρο 174 ΑΚ, αλλά ούτε και αντίκειται σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου, εντάσσεται δε, στο πλαίσιο του ελευθέρου καθορισμού των επιτοκίων. Άλλωστε, η επίρριψη της σχετικής επιβαρύνσεως στο δανειολήπτη αποτέλεσε, υπό την ισχύ του Ν. 128/1975, συναλλακτική πρακτική των τραπεζών, στην παγίωση της οποίας συνετέλεσαν: α) Το γεγονός ότι μεταγενέστερα νομοθετήματα που τροποποίησαν τον ως άνω νόμο ανέφεραν γενικώς ότι η εισφορά βαρύνει τη συναλλαγή, β) το ότι το ύψος του συντελεστή καθ` όλο το χρονικό διάστημα από την καθιέρωση της εν λόγω εισφοράς κλιμακώθηκε ποσοστιαίως, με σκοπό την ελάφρυνση ή και απαλλαγή ορισμένων κατηγοριών δανειοληπτών και γ) η θέσπιση των εξαιρέσεων των άρθρων 8 του Ν. 2459/1997 και 19 παρ. 4β του Ν. 3152/2003, που αφορούν κατάργηση της εισφοράς αυτής επί δανειοδοτήσεων προς φυσικά και νομικά πρόσωπα, που κατοικούν ή εδρεύουν σε νησιά με πληθυσμό κάτω των 3.100 κατοίκων και προς τις Ιερές Μονές του Αγίου Όρους, και η οποία δεν θα δικαιολογείτο αν η εν προκειμένω εισφορά επιβάρυνε τα πιστωτικά ιδρύματα. Να σημειωθεί, επίσης, ότι η Τράπεζα της Ελλάδος, από της ενάρξεως εφαρμογής του Ν. 128/1975 ουδέποτε θεώρησε ότι η εν λόγω εισφορά επιβαρύνει τα πιστωτικά ιδρύματα, ώστε να έχει ληφθεί υπόψη κατά το χρονικό διάστημα που ίσχυε ο από μέρους της διοικητικός καθορισμός του περιθωρίου μεταξύ των επιτοκίων καταθέσεων χορηγήσεων, ενώ και υπό το καθεστώς της ελευθέρας διαμορφώσεως των επιτοκίων η Τράπεζα της Ελλάδος επέβαλε την υποχρέωση για κεχωρισμένη αναφορά της σχετικής επιβαρύνσεως με αποφάσεις της (ΠΔ/ΤΕ 1969/1991, 2501/2002). Η επιβολή δε της εισφοράς αυτής στον δανειολήπτη, εν όψει της ΠΔ/ΤΕ 2501/2002 (άρθρο 82), με την οποία επεκτείνεται η υποχρέωση ενημερώσεως του πελάτη από την τράπεζα και για την επιβολή ειδικών εισφορών, όπως είναι και η εισφορά του Ν. 128/1975, μπορεί να ελεγχθεί μόνο από άποψη διαφάνειας, ιδίως όταν επιβάλλεται χωρίς προηγουμένη επαρκή ενημέρωση ή κατά τρόπο κεκαλυμμένο (Α.Π. 368/2019 στην ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 430/2005 ΤΝΠ Νόμος, ΕΑ 2256/2018 ΤΝΠ Νόμος, ΕΑ 227/2012 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΘεσ. 492/2010 ΕΕμπΔ 2011.81, ΕΑ 1558/2007 ΕΔνη 2007.902). Τέλος, η εισφορά αυτή αποτελεί μέρος του ετήσιου πραγματικού επιτοκίου και επομένως, νόμιμα ανατοκίζεται (Εφ.Δυτ.Μακ. 39/2019, Μον.Εφ.Θεσ. 2256/2018 αμφότερες στην ΤΝΠ Νόμος, Τριμ.Εφ.Κερκ. 7/2017, Αρμ. 2018, σελ. 1683, Εφ.Αθ. 4424/2012 και Εφ.Αθ. 4424/2009 αμφότερες στην ΤΝΠ Νόμος και Σ. Ψυχομάνης “Τα τραπεζικά επιτόκια” Νο.Β. 1995, σελ. 16, όπου παραπέμπει η ΕφΠειρ 111/2021 στην ΤΝΠ Νόμος, ΜονΕφΑθ105/2019 στην ΤΝΠ Νόμος). Κατόπιν των ανωτέρω, εφόσον η μετακύλιση της εισφοράς του Ν. 128/1975 στο συμβατικό επιτόκιο δεν είναι παράνομη και η εισφορά νόμιμα ανατοκίζεται, δεν επηρεάζεται ούτε η αποδεικτικότητα της απαίτησης της τράπεζας με έγγραφα και ούτε το εκκαθαρισμένο του συνόλου της απαίτησης (βλ. σχετ. ΑΠ 999/2019, ΕφΠατρ 58/21,ΜονΕφΛαμ 32/2022 στην ΤΝΠ Νόμος). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε τους παραπάνω λόγους ανακοπής ως παραδεκτούς, νόμιμους και εντέλει ως ουσία βάσιμους έσφαλε ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου, οπότε γενομένων δεκτώντων παραπάνω λόγων της υπό κρίση έφεσης, πρέπει να γίνει αυτή δεκτή στην ουσία της, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση και αφού το παρόν Δικαστήριο κρατήσει και δικάσει την από 7.5.2018 ανακοπή κατά της υπ’ αριθ. ……/2018 διαταγής πληρωμής της δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και κατά της από 16.4.2018 επιταγής προς πληρωμή και της αρξαμένης με αυτή διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, όπως η ανακοπή αυτή έχει ασκηθεί νόμιμα κι εμπρόθεσμα (άρθρα 144 παρ.1 κα 3, 632 παρ.2 εδ.α’ και 934 παρ.1α του ΚΠολΔ, ως η διάταξη αυτή ισχύει μετά το ν. 4335/2015), πρέπει να την απορρίψει κατά τα ανωτέρω διαλαμβανόμενα και να επικυρώσει την ως άνω διαταγή πληρωμής. Μέρος των δικαστικών εξόδων της εκκαλούσας- καθ’ης η ανακοπή πρέπει να επιβληθεί κατόπιν σχετικού αιτήματός της για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας σε βάρος των εφεσίβλητων- ανακοπτόντων (άρθρα 183, 176, 179 ΚΠολΔ), ενώ το υπόλοιπο μέρος των δικαστικών εξόδων των διαδίκων πρέπει να συμψηφισθεί μεταξύ τους κατ’ άρθρο 179 του ΚΠολΔ, καθώς καίτοι το Δικαστήριο αυτό ακολούθησε την κρατούσα νομολογιακά άποψη και απέρριψε την ανακοπή, έχουν κατά καιρούς εκδοθεί και αποφάσεις κυρίως πρωτοβάθμιων δικαστηρίων που λαμβάνουν θέση επί των θεμάτων που απασχόλησαν το παρόν Δικαστήριο, υπέρ της άποψης των εφεσίβλητων όπως η πρωτόδικη (βλ. ενδεικτικά εκ των προσκομιζόμενων από τους εφεσίβλητους ΜονΠρΠειρ 4824/2017 και ΜονΠρΑθ 11511/2017), σύμφωνα με τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό. Τέλος, αφού έγινε κατ’ ουσίαν  δεκτή η έφεση της εκκαλούσας ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας κατά της εκκαλούμενης απόφασης, πρέπει να διαταχθεί κατ’ άρθρο 495 παρ.4 ΚΠολΔ η επιστροφή στην εκκαλούσα του κατατεθέντος από αυτή για το παραδεκτό του ενδίκου μέσου πιο πάνω αναφερόμενου e-παράβολου.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση.

Εξαφανίζει την 5316/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών-ανακοπές).

Κρατεί και δικάζει την από 7.5.2018 (με Γ.Α.Κ. …./2018 και Ε.Α.Κ. …./2018) ανακοπή κατά της υπ’ αριθ. …../2018 διαταγής πληρωμής της δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και κατά της από 16.4.2018 επιταγής προς πληρωμή που τέθηκε κάτω από το ακριβές αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της αμέσως παραπάνω διαταγής πληρωμής.

Απορρίπτει την ανακοπή κατά της ως άνω διαταγής πληρωμής και κατά της ως άνω επιταγής προς πληρωμή.

Επικυρώνει την υπ’ αριθ. …./2018 διαταγή πληρωμής της δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Συμψηφίζει μέρος των δικαστικών εξόδων των διαδίκων μεταξύ τους και επιβάλλει το υπόλοιπο μέρος των δικαστικών εξόδων της εκκαλούσας-καθ’ης η ανακοπή σε βάρος των εφεσίβλητων-ανακοπτόντων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

Διατάσσει την επιστροφή στην εκκαλούσα του κατατεθέντος από αυτή με κωδικό ……………….. e-παράβολου του Υπουργείου Οικονομικών ποσού εκατό (100) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 29.6.2022.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ