Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 409/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Αριθμός     409/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά

Συνεδρίασε δημόσια στην αίθουσα 716 του 7ου ορόφου του Δικαστικού Μεγάρου Πειραιά, χωρίς τη σύμπραξη Γραμματέα, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΑΙΤΟΥΣΑΣ:  ………….. η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Βασίλειο Καμπιώτη.

ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ: Ανώνυμης εταιρίας ……………. η οποία (καθ’ ης η αίτηση) εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αλέξανδρο Αρβανίτη.

Η αιτούσα κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς  Εφετείου Πειραιά  (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων) την από 29-6-2022 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …/30-6-2022 αίτησή της περί αναστολής της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται από την καθ’ ης σε βάρος της αναφερόμενης ακίνητης περιουσίας της, με ηλεκτρονικό πλειστηριασμό της που έχει οριστεί για την 6η Ιουλίου 2002.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο έκθεμα και συζητήθηκε.

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της αιτούσας αναφέρθηκε στην αίτησή του και ζήτησε να γίνει δεκτή για τους λόγους τους οποίους αναφέρει σ’ αυτή και ο πληρεξούσιος δικηγόρος της καθ’ ης η αίτηση ζήτησε να απορριφθεί η αίτηση για τους λόγους που αναφέρει στο έγγραφο σημείωμα που κατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

. Στο άρθρο 937 Κ.Πολ.Δ, όπως οι παρ. 1 και 3 αυτού ίσχυαν πριν αντικατασταθούν με το άρθρο 59 Ν. 4842/2021 (οι οποίες εφαρμόζονται εν προκειμένω, λόγω της επίδοσης της ένδικης επιταγής προς πληρωμή την 21-10-2021, ήτοι πριν την έναρξη ισχύος του άνω νόμου την 1-1-2022 – βλ. άρθρα 116 παρ. 6β’ και 120 αυτού), ορίζεται ότι: «1. Στις δίκες τις σχετικές με την εκτέλεση: α) ….. β) Σε περίπτωση εκτέ­λεσης που στηρίζεται σε δικαστική απόφαση ή δια­ταγή πληρωμής, κατά της απόφασης που εκδίδεται επί της ανακοπής επιτρέπεται η άσκηση μόνο έφεσης… Στις περι­πτώσεις των προηγούμενων εδαφίων, η άσκηση ένδικου μέσου δεν αναστέλλει την πρόοδο της εκτέλεσης, εκτός αν το δικαστήριο του ένδικου μέσου, μετά από αίτηση του ασκούντος αυτό, που υποβάλλεται και αυτοτελώς, δικάζοντας με τη διαδικασία των άρθρων 686 επ, διατάξει την αναστολή, με παροχή ή και χωρίς παροχή εγγύησης, εφόσον κρίνει ότι η ενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και πιθανολογεί την ευδοκίμηση του ένδικου μέσου. Επίσης μπορεί να διαταχθεί να προχωρήσει η αναγκαστική εκτέ­λεση αφού δοθεί εγγύηση. Ειδικά, όταν ζητείται η ανα­στολή πλειστηριασμού, αυτή είναι απαράδεκτη, αν δεν κατατεθεί το αργότερο πέντε (5) εργάσιμες ημέρες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού. Η απόφαση πρέπει να δημοσιεύεται έως τις 12:00’ το μεσημέρι της Δευτέρας που προηγείται του πλειστηριασμού, γ) Σε περίπτωση άμεσης εκτέλεσης το Δικαστήριο ….. 3. Στις δίκες σχετικά με την εκτέλεση για την εκδίκαση των ανακοπών εφαρμόζο­νται οι διατάξεις της διαδικασίας των περιουσιακών δια­φορών των άρθρων 614 επ». Από τις διατάξεις αυτές προ­κύπτει, μεταξύ άλλων, ότι: α) αν, μετά την πρώτη πράξη της εκτέλεσης (επιταγή προς εκτέλεση), επακολούθησε άλλη πράξη εκτέλεσης, οι αντιρρήσεις που αφορούν την απαί­τηση της διαταγής πληρωμής υποβάλλονται με ανακοπή του άρθρου 933 στο Δικαστήριο του τόπου της εκτέλεσης (Ειρηνοδικείο ή Μονομελές Πρωτοδικείο), β) κατά της από­φασης που απορρίπτει την ανακοπή του άρθρου αυτού, επιτρέπεται έφεση, γ) το εφετείο, ενώπιον του οποίου προσβάλλεται η απόφαση επί της ανακοπής του άρθρου 933 Κ.Πολ.Δ, μπορεί να χορηγήσει με αίτηση του ανακόπτοντος – εκκαλούντος, που υποβάλλεται και με αυτοτελές δικόγραφο, αναστολή εκτέλεσης, με την παροχή ή και χωρίς παροχή εγγύησης, εφόσον κρίνει ότι η ενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει ανεπανόρ­θωτη βλάβη στον αιτούντα και πιθανολογεί την ευδοκί­μηση του ενδίκου μέσου, δ) η αίτηση αναστολής εκτέλεσης, που υποβάλλεται κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα στο Εφετείο, προ­ϋποθέτει απόφαση επί της ανακοπής του άρθρου 933 Κ.Πολ.Δ. και όχι απλώς απόφαση επί της ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής του άρθρου 632 Κ.Πολ.Δ, εκτός και αν στην τελευταία είχε σωρευθεί και αίτημα ακύρωσης πράξης εκτέλεσης, ενώ αν αφορά τη μη διενέργεια πλειστηριασμού, πρέπει, με ποινή το απαράδεκτο, να κατατεθεί πέντε εργάσιμες ημέρες πριν από την ημε­ρομηνία του πλειστηριασμού (η ημερομηνία της κατάθεσης της αίτησης και του πλειστηριασμού δεν υπολο­γίζεται), ε) η αίτηση εκδικάζεται κατά τη διαδικα­σία των ασφαλιστικών μέτρων και στ) το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την πρόοδο της εκτέλεσης, αφού δοθεί εγγύ­ηση (Εφ.Θεσ. 2396/2018, Εφ.Θεσ. 1014/2018, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Δωδ. 109/2017, Εφ.ΑΔ 2017,  1083, X. Απαλαγάκη / Π. Ρεντούλη σε Χ. Απαλαγάκη, Κ.Πολ.Δ, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, υπ’ άρθρο 937, αριθ. 4, σ. 2609-2610).

1β. Περαιτέρω, σύμφωνα με την άποψη, την οποία το Δικαστήριο τούτο προκρίνει ως ορθότερη, οι ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 937 Κ.Πολ.Δ ρυθμίζουν αποκλειστικά τη δυνατότητα άσκησης αίτησης αναστολής κατά της εκτελεστικής διαδικασίας, χωρίς να επιδέχονται διαφορετική ερμηνεία και χωρίς να παρέχεται κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας άλλη δυνατότητα αναστολής (Ευ. Κιουπτσίδου – Στρατουδάκη σε Αρμ. 2016, 5επ, Σ. Μούζουρα σε ΕλλΔνη 2016, 987 επ, Α. Πλεύρη σε ΕλλΔνη 2016, 158). Η άποψη, με την οποία υποστηρίζεται, ως obiter dictum, ότι είναι δυνατή η αναστολή της εκτελεστικής διαδικασίας, βάσει άλλων διατάξεων, όπως των άρθρων 731 και 732 Κ.Πολ.Δ (Α.Π. 11/2017 και 142/2016 σε Συμβούλιο), έστω και υπό τη μορφή της απαγόρευσης της ενέργειας συγκεκριμένης πράξης, δεν ευσταθεί, καθόσον οι εν λόγω διατάξεις δεν δύνανται να αντικαταστήσουν τις αποκλειστικές ρυθμίσεις του άρθρου 937 Κ.Πολ.Δ (Κράνη σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμ.Κ.Πολ.Δ. I 2000, υπ’ άρθρα 731 – 732, αριθ. 5), οι οποίες κατισχύουν, ως ειδικότερες. Αντίθετη ερμηνεία θα ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με το γράμμα του νόμου (βλ. σχόλιο Κωνσταντίνου Καλαβρού, ΕλλΔνη 2017, 415), θα ήταν αντίθετη στο σκοπό του νομοθέτη και θα καθιστούσε τις προβλέψεις του άρθρου 937 Κ.Πολ.Δ άνευ αντικειμένου, αφού, σε κάθε περίπτωση, θα ήταν δυνατή η αναστολή της εκτελεστικής διαδικασίας, μέσω της προσφυγής του αιτούντος αυτήν, στις διατάξεις των άρθρων 731 και 732 Κ.Πολ.Δ. Άλλωστε, η αναστολή δεν είναι ασφαλιστικό μέτρο, αλλά ρυθμιστικό μέτρο της εκκρεμούσας διαδικασίας (Εφ.Αθ. 1340/2019, Εφ.Θεσ. 64/1991, Εφ.Θεσ. 2333/1989, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), με αποτέλεσμα να μην εφαρμόζονται ως προς αυτήν το σύνολο των διατάξεων του Κ.Πολ.Δ περί ασφαλιστικών μέτρων, μεταξύ των οποίων και αυτές των άρθρων 731 και 732 Κ.Πολ.Δ (Ευ. Κιουπτσίδου – Στρατουδάκη, Ζητήματα από το δίκαιο αναγκαστικής εκτέλεσης μετά τις τροποποιήσεις του Ν. 4335/2015, ΕΣΔΙ Σεμινάριο Δικαστικών Λειτουργών της 1ης-12-2015, Παν. Κολοτούρου, Συνέπειες της Αναγκαστικής Κατάσχεσης στα χέρια τρίτου, Εισήγηση στο 41ο Συνέδριο Ενώσεως Ελλήνων Δικονομολόγων, σ. 46, π.ρ.β.λ. και Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Γενικό Μέρος, Β’ έκδ. 2017,  σ. 908, σημ. 6, Γ. Διαμαντόπουλου, Τα ασφαλιστικά μέτρα μετά το ν. 4335/2015, σ. 48, www.esdi.gr).

2. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 152 παρ. 1, 153, 154 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι, αν ο διάδικος δεν μπόρεσε να τηρήσει κάποια προθεσμία και εκπέσει του δικαιώματος επιχείρησης διαδικαστικής πράξης, μπορεί να ασκήσει αυτήν εκπροθέσμως και να ζητήσει την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, εφόσον η απώλεια της προθεσμίας οφείλεται σε ανώτερη βία ή δόλο του αντιδίκου του. Η επαναφορά πρέπει να ζητηθεί μέσα σε προθεσμία 30 ημερών από την ημέρα άρσης του εμποδίου που συνιστούσε την ανωτέρα βία ή της γνώσης του δόλου, από το δικαστήριο στο οποίο εκκρεμεί η κύρια δίκη, ή, αν δεν υπάρχει εκκρεμοδικία, από το δικαστήριο που είναι αρμόδιο να αποφασίσει για το αν ασκήθηκε εμπρόθεσμα η πράξη για την ενέργεια της οποίας είχε ταχθεί η προθεσμία. Ασκείται με τα δικόγραφα που κοινοποιεί ο ένας διάδικος στον άλλον, ή με τις προτάσεις, ή με χωριστό δικόγραφο που κατατίθεται σύμφωνα με τις διατάξεις για την άσκηση της αγωγής και κοινοποιείται στον αντίδικο. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 155 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, η αίτηση αυτή πρέπει να αναφέρει τους λόγους για τους οποίους δεν ήταν δυνατό να τηρηθεί η προθεσμία, τα αποδεικτικά μέσα προς εξακρίβωση της αλήθειας τους και την παραληφθείσα πράξη ή μνεία ότι αυτή έχει ήδη ενεργηθεί. Η αναφορά των εν λόγω στοιχείων στην αίτηση αποτελεί προϋπόθεση του παραδεκτού της, με συνέπεια να είναι απορριπτέα η αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση ως απαράδεκτη, αν δεν αναφέρει τα αποδεικτικά μέσα προς εξακρίβωση της αλήθειας των λόγων της (Α.Π. 275/2019, Α.Π. 705/2012, Εφ.Πειρ. 320/2020,  Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). 3. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 683 Κ.Πολ.Δ, τα ασφαλιστικά μέτρα διατάσσονται από τα μονομελή πρωτοδικεία (παρ. 1). Αν η κύρια υπόθεση υπάγεται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων, τα ασφαλιστικά μέτρα διατάσσονται από αυτά (παρ. 2). Τα ειρηνοδικεία είναι αποκλειστικά αρμόδια και για τη συναινετική εγγραφή ή άρση προσημείωσης υποθήκης (παρ. 3). Τα ασφαλιστικά μέτρα διατάσσονται από το καθ’ ύλην αρμόδιο δικαστήριο που βρίσκεται πλησιέστερα προς τον τόπο όπου πρόκειται να εκτελεστούν (παρ. 4). Περαιτέρω, στο άρθρο 684 Κ.Πολ.Δ. ορίζεται ότι, αν η κύρια υπόθεση είναι εκκρεμής σε πολυμελές δικαστήριο, τα ασφαλιστικά μέτρα διατάσσονται και από το δικαστήριο αυτό, ενώ το ίδιο ισχύει και όταν η διαφορά εκκρεμεί ενώπιον του εφετείου, οπότε το τελευταίο καθίσταται και αυτό αρμόδιο (Εφ.Πειρ. 251/2021, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Αθ. 4007/2011, Εφ.Αθ. 3962/2009, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Κεραμέας / Πολυζωγόπουλος, Τα ασφαλιστικά μέτρα στην ελληνική πολιτική δικονομία, έκδ.1987, σ. 254, Παρμ. Τζίφρας, Τα ασφαλιστικά μέτρα, έκδ. 1985, σ. 13-18). Επιπλέον, κατά το άρθρο 686 παρ. 5 εδ. β’ Κ.Πολ.Δ, το πολυμελές πρωτοδικείο, δικάζει αίτηση ασφαλιστικών μέτρων μόνο κατά τη συζήτηση της κύριας υπόθεσης. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το εφετείο, στο οποίο εκκρεμεί η κύρια υπόθεση, δικάζει επί αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων μόνο κατά τη συζήτηση της κύριας υπόθεσης, μη επιτρεπόμενης της δημιουργίας αυτοτελούς στάσης δίκης για τη συζήτηση της εν λόγω αίτησης ασφαλιστικών μέτρων (Εφ.Πατρ. 779/2009, Εφ.Κρ. 805/1991, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Αθ. 733/1983, ΕλλΔνη 24, 1008, Εφ.Λαρ. 601/1983, Νο.Β. 1984, 693, Κεραμέα /Κονδύλη /Νίκα, Ερμ.Κ.Πολ.Δ, υπ’ άρθρο 684, παρ. 3, σ. 1333, Βαθρακοκοίλη, Ερμ.Κ.Πολ.Δ, υπ’ άρθρο 684, παρ. 1, σ. 54, Δ. Κράνη, Εισήγηση σε ημερίδα που διοργάνωσε ο Δικηγορικός Σύλλογος Λάρισας στις 6.12.2012, Κ. Μπέη, Αίτηση ασφαλιστικών μέτρων προς το δικαστήριο της κύριας δίκης μετά την απόρριψη της αρχικής, Δ 35, σ. 1112, ιδίως σ. 1119). Σε μια τέτοια περίπτωση, κατά την ορθότερη άποψη, η εισαγωγή της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων προκειμένου να συζητηθεί ανεξάρτητα από την κύρια υπόθεση, συνεπάγεται αδιακρίτως την απόρριψή της ως απαράδεκτης (Εφ.Πατρ. 779/2007, ό.α, Εφ.Αθ. 7251/1990, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Αθ. 733/1983, ό.α, Εφ.Λαρ. 601/1983, ό.α, Κεραμέα /Κονδύλη / Νίκα, Ερμ.Κ.Πολ.Δ, υπ’ άρθρο 684, ό.α). Από τις παραπάνω διατάξεις, οι οποίες διατηρήθηκαν σε ισχύ και υπό το καθεστώς του Ν.4335/2015, προκύπτει ότι, γενική καθ’ ύλην αρμοδιότητα για την λήψη ασφαλιστικών μέτρων έχει το μονομελές πρωτοδικείο, υπέρ του οποίου ισχύει έτσι το τεκμήριο αρμοδιότητας (Χ. Απαλαγάκη, Συστηματική παρουσίαση των βασικών τροποποιήσεων του Κ.Πολ.Δ. από το Ν. 4335/2015, σ. 43-45), το δε εφετείο δικάζει επί αίτησης ασφαλιστικών μέτρων μόνον κατ’ εξαίρεση και δη όταν σ’ αυτό εκκρεμεί η κύρια υπόθεση και μόνο κατά τη συζήτηση της κύριας υποθέσεως, μη επιτρεπομένης της δημιουργίας αυτοτελούς στάσεως δίκης για τη συζήτηση της εν λόγω αίτησης ασφαλιστικών μέτρων. Εξαίρεση σ’ αυτόν το κανόνα εισήγαγε η διάταξη του άρθρου 937 παρ.1β εδ. γ’ του, υπό την ισχύ του Ν. 4335/2015, Κ.Πολ.Δ, ενώ, το άρθρο 938, που προέβλεπε δυνατότητα αναστολής της εκτέλεσης λόγω άσκησης ανακοπής του άρθρου 933, κατόπιν σχετικής αίτησης, εκδικαζόμενης από το δικαστήριο της ανακοπής κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, καταργήθηκε με τις τροποποιήσεις που επέφερε ο Ν.4335/2015 (Βαρβάρα Πάπαρη, Ασφαλιστικά μέτρα στα δευτεροβάθμια Δικαστήρια, www.ende.gr). Η δε προσθήκη, με το άρθρο 60 Ν. 4842/2021, νέου άρθρου 938 Κ.Πολ.Δ, που ρυθμίζει πλέον την αναστολή εκτέλεσης στις δίκες περί την εκτέλεση, αφορά τις περιπτώσεις που η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση γίνεται μετά την έναρξη ισχύος του άνω νόμου την 1-1-2022 (άρθρα 60, 116 παρ. 6γ’ και 120 αυτού).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη αίτηση η αιτούσα εκθέτει ότι έχει ασκήσει ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 4-1-2022 και με Γ.Α.Κ. ….. και Ε.Α.Κ. ……/7-1-2022 ανακοπή κατ’ άρθρο 933 Κ.Πολ.Δ. και τους από 24-3-2022 και με Γ.Α.Κ. …. και Ε.Α.Κ. ……/28-3-2022 πρόσθετους λόγους αυτής κατά της καθ’ ης, με τους οποίους ισχυρίστηκε ότι η καθ’ ης, με τη με αριθμό …./2019 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, επισπεύδει σε βάρος της, αναγκαστική εκτέλεση, βάσει της από 19-10-2021 επιταγής προς πληρωμή, γραμμένης κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου πρώτου εκτελεστού της ως άνω διαταγής πληρωμής, την οποία (επιταγή προς πληρωμή) της επέδωσε την 21-10-2021. Ότι, ειδικότερα, η καθ’ ης κατάσχεσε αναγκαστικά, δυνάμει της με αριθμό ……./26-11-2021 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών …………, τα περιγραφόμενα σε αυτήν ακίνητα της ίδιας (αιτούσας), τα οποία βρίσκονται στον Πειραιά και εκτίθενται, δυνάμει του με αριθμό …./2021 αποσπάσματος της άνω κατασχετήριας έκθεσης, σε δημόσιο αναγκαστικό πλειστηριασμό στις 6-7-2022, για την ικανοποίηση μέρους της απαίτησής της καθ’ ης σε βάρος της, συνολικού ύψους 2.732.672,98 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, και δη για το ποσό των 450.000,00 ευρώ. Ότι, για τους αναφερομένους λόγους στην άνω ανακοπή της και στους άνω πρόσθετους λόγους αυτής, ζήτησε  την ακύρωση της διαδικασίας της αναγκαστικής, εκτέλεσης που επισπεύδεται σε βάρος της ακίνητης περιουσίας της δυνάμει των άνω επιταγής προς πληρωμή, κατασχετήριας έκθεσης και αποσπάσματος αυτής. Ότι επί της άνω ανακοπής και επί των άνω πρόσθετων λόγων της εκδόθηκε η με αριθ. 1725/2022 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που απέρριψε την ανακοπή και τους πρόσθετους λόγους της. Ότι, κατά της ανωτέρω απόφασης έχει ασκήσει έφεση, η συζήτηση της οποίας εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Ότι μεταξύ των λόγων που έχει προβάλει με την έφεσή της είναι και ότι, σε σχέση και με την ένδικη οφειλή της προς την καθ’ ης, έχει ξεκινήσει από 24-11-2021 και εκκρεμεί η διαδικασία ένταξής της στον «εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης οφειλών ν. 4738/2020», για την οποία η ίδια πληροί τις απαιτούμενες προϋποθέσεις. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητεί την αναστολή της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται με τις προαναφερόμενες επιταγή προς πληρωμή και έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας και απόσπασμα αυτής, μέχρι να εκδοθεί απόφαση επί της έφεσής της, για το λόγο ότι πιθανολογείται η ευδοκίμησή της και επιπλέον διότι θα υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη από την εκτέλεση σε βάρος της, άλλως ζητεί, ως μέτρο προσωρινής ρύθμισης της κατάστασης λόγω επείγουσας περίπτωσης, την αναστολή της άνω διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης έως την περαίωση της διαδικασίας εξωδικαστικής ρύθμισης των οφειλών της σύμφωνα με τα οριζόμενα στο Ν. 4738/2020.

Η υπό κρίσιν αίτηση αναστολής εκτέλεσης, κατά το μέρος που επιχειρεί θεμελίωση στο άρθρο 937 παρ. 1β’ εδ. γ’ Κ.Πολ.Δ, αρμόδια εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρο 937 παρ. 1β’ εδ. γ’ και 686 επ. Κ.Πολ.Δ.). Ασκήθηκε, όμως εκπρόθεσμα, μετά την παρέλευση της από το άρθρο 937 παρ. 1 περ. β’ εδάφ. ε’ Κ.Πολ.Δ. προβλεπόμενης προθεσμίας των πέντε (5) εργασίμων ημερών πριν την ημέρα του πλειστηριασμού, ο οποίος επισπεύδεται από την καθ’ ης την 6-7-2022 και συγκεκριμένα ασκήθηκε στις 30-6-2022, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, ήτοι ασκήθηκε τρεις (3) μόνο εργάσιμες ημέρες πριν την άνω ημέρα του πλειστηριασμού, χωρίς η αιτούσα να σωρεύει στο δικόγραφο της αίτησής της αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη αυτής δικονομική κατάσταση κατ’ άρθρο 152 του Κ.Πολ.Δ, με αίτημα να θεωρηθεί ως παραδεκτή και εμπρόθεσμη η αίτησή της, κατά τα προαναφερθέντα. Σημειωτέον ότι η αιτούσα δεν υποβάλει αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση με το σημείωμά της, ούτε επικαλείται μ’ αυτό τις, κατά τις προαναφερόμενες σχετικές διατάξεις, προϋποθέσεις. Συνεπώς, κατά το μέρος που επιχειρεί θεμελίωση στο άρθρο 937 παρ. 1β’ εδ. γ’ Κ.Πολ.Δ, η αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω εκπρόθεσμης άσκησής της. Περαιτέρω, κατά το μέρος που επιχειρεί (επικουρικά) θεμελίωση στα άρθρα 731 επ. Κ.Πολ.Δ. σε συνδυασμό με άρθρο 18 Ν. 4738/2020, εισάγοντας αίτημα προσωρινής ρύθμισης της κατάστασης λόγω επείγουσας περίπτωσης, η αίτηση είναι επίσης απορριπτέα ως απαράδεκτη, λόγω καθ’ ύλην αναρμοδιότητας του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου τούτου, επειδή δεν εκκρεμεί ενώπιόν του η κύρια υπόθεση επί της από 29-6-2022 ανακοπής της αιτούσας, μη επιτρεπομένης της δημιουργίας αυτοτελούς στάσης δίκης για τη συζήτηση της αίτησης αυτής, κατά τα αναφερόμενα στην υπ’ αριθ. 3 άνω νομική σκέψη. Σε κάθε περίπτωση, κατά το άνω μέρος της η αίτηση είναι απορριπτέα και λόγω απαραδέκτου της προβολής του σχετικού ισχυρισμού ως λόγου έφεσης, επειδή αυτός, καθ’ όσον αναφέρεται στο άρθρο 18 Ν. 4738/2020, δεν προβλήθηκε στον πρώτο βαθμό ως λόγος ανακοπής 933 Κ.Πολ.Δ, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του δικογράφου της ανακοπής της αιτούσας. Καθ’ όσον δε αναφέρεται στα άρθρα 731 επ. Κ.Πολ.Δ. ο άνω ισχυρισμός είναι απορριπτέος, ενόψει του ότι, με βάση τα αναφερόμενα στην υπ’ αριθ. 1β’ άνω νομική σκέψη, δεν είναι δυνατή η εφαρμογή των άρθρων αυτών για την αναστολή πλειστηριασμού στο δεύτερο βαθμό, η οποία ρυθμίζεται από ειδικές διατάξεις. Κατόπιν όλων αυτών, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, χωρίς να ενδιαφέρει περαιτέρω η διάγνωση του ενδεχομένου επέλευσης ανεπανόρθωτης βλάβης στο πρόσωπο της αιτούσας από τη διενέργεια του πλειστηριασμού, του οποίου ζητήθηκε η αναστολή. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης, μετά από σχετικό αίτημά της που περιλαμβάνεται στο υποβληθέν σημείωμά της, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της αιτούσας (άρθρο 84 παρ. 2 ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων», όπως τροποποιήθηκε με τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 3 ν. 4236/2014), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Απορρίπτει την αίτηση.

Επιβάλλει σε βάρος της αιτούσας τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 4 Ιουλίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

                                                                  (για τη δημοσίευση)