Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 539/2022

Αριθμός  539/2022

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 2ο

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Ισιδώρα Πόγκα, Πρόεδρο Εφετών, Σταυρούλα Λιακέα, Εφέτη-Εισηγήτρια και Ελευθέριο Γεωργίλη, Εφέτη και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την …………,  για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ………………ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Εμμανουήλ Θαλασσινό (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΚΑΘ΄ ΟΥ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ:  ……………. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Κωνσταντίνο Γκαβέρα.

Ο καλών-εφεσίβλητος ζήτησε να γίνει δεκτή η από 20.7.2009 και με αριθμ. εκθ. καταθ. …../2009 αγωγή της …………., κατοίκου εν ζωή ….. Αττικής,  η οποία ασκήθηκε ενώπιον του  Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και προσδιορίσθηκε να συζητηθεί ενώπιόν του στη δικάσιμο της 1ης.12.2010, οπότε δηλώθηκε η βίαιη διακοπή της δίκης λόγω θανάτου της ανωτέρω ενάγουσας και η συνέχιση  αυτής από τον  καλούντα-εφεσίβλητο. Εν συνεχεία η συζήτηση της αγωγής αναβλήθηκε  για τη δικάσιμο της 26ης.9.2012 οπότε και ματαιώθηκε, και επανήλθε για συζήτηση ενώπιον του ως άνω Δικαστηρίου με κλήση στη δικάσιμο  της 17ης.9.2014, οπότε, συζητήσεως γενομένης, εκδόθηκε η με αριθμ. 745/2015  απόφαση  αυτού, με την οποία  η αγωγή αυτή έγινε εν μέρει δεκτή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου  ο πρώτος εκ των εναγομένων και ήδη καθ΄ ου η κλήση-εκκαλών με την από  18.6.2015 (αριθμ. εκθ. καταθ. στο Πρωτοδικείο  …./2015, ΓΑΚ/ΕΑΚ προσδιορισμούς το Εφετείο  ………../2016) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε  η 12η.1.2017, οπότε, συζητήσεως γενομένης, εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 46/2018 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, που  απέρριψε την αγωγή και δέχθηκε τυπικά και κατ΄ ουσίαν την έφεση.

Την αναίρεση της ως άνω εφετειακής απόφασης αιτήθηκε  ο ήδη καλών-εφεσίβλητος με την σχετική από 22.3.2018 σχετική αίτησή του, κατατεθείσα ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, το οποίο, συζητήσεως γενομένης, εξέδωσε την υπ΄αριθμ. 1234/2019 απόφασή του, με την οποία αναίρεσε την υπ΄ αριθμ. 46/2018 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς και παράπεμψε την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο συντιθέμενο από άλλους δικαστές.

Με την, κατατεθείσα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, από  6.2.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………../2020) κλήση του καλούντος-εφεσιβλήτου η προκειμένη υπόθεση επανεισήχθη προς συζήτηση ενώπιον αυτού στη δικάσιμο της 18ης.3.2021, οπότε η συζήτησή της ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων λόγω της πανδημίας κορωναϊού Covid-19 (από 11-2-2021 έως 22-3-2021). Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 21 του ν. 4786/2021 (ΦΕΚ Α 43/23-3-2021) περί αυτεπαγγέλτου  ορισμού δικασίμου προς συζήτηση αυτών των υποθέσεων, τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Κανονισμού Εσωτερικής  Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς  και την υπ΄αριθμ. 103/2021 Πράξη  της ορισθείσας από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή, Ισιδώρας Πόγκα, Προέδρου Εφετών, η προκειμένη υπόθεση επανεισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος του καλούντος-εφεσιβλήτου, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε και ο πληρεξούσιος δικηγόρος του καθ΄ ου η κλήση-εκκαλούντος, αφού έλαβε   τον λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Με την από 6.02.2020 αρ. εκ. κατ. ………./2020 κλήση του εφεσίβλητου – ενάγοντος, νόμιμα φέρεται προς συζήτηση, ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, η παρούσα  υπόθεση, μετά την έκδοση της υπ’ αριθ. 1234/2019 απόφασης του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε η υπ’ αριθ. 46/2018 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, που έκρινε επί της από 18.6.2015 (με αριθμό εκ. κατ. ………../2016) έφεσης του εναγομένου – εκκαλούντος κατά της υπ’ αριθ. 745/2015 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτικής διαδικασίας), και παρέπεμψε στο παρόν Δικαστήριο την προκειμένη υπόθεση, κατ’ άρθρο 580 αριθ. 3 του ΚΠολΔ.

Κατά τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 579 του ΚΠολΔ, αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε, ενώ κατά το άρθρο 581 παρ. 1 και 2 του ίδιου Κώδικα, στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση εισάγεται και συζητείται με κλήση μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση και αφού κατατεθούν προτάσεις κατά το άρθρο 237. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι αν η απόφαση αναιρεθεί στο σύνολό της, αποβάλλει πλήρως την ισχύ της, μη παράγουσα δεδικασμένο επί οποιουδήποτε ζητήματος έκρινε, οι δε διάδικοι επανέρχονται στην προ της εκδόσεως αυτής κατάσταση. Η αναίρεση της απόφασης και, συνεπώς, η εξαφάνισή της μπορεί να είναι ολική ή μερική. Τούτο εξαρτάται από το αν έχουν προσβληθεί όλα ή κάποια από τα περισσότερα κεφάλαιά της (ΑΠ 493/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1220/2007 ΕλλΔνη 2008. 1625, ΑΠ 975/2000 ΕλλΔνη 2001. 81). Ειδικότερα, η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο παραδοχής της αναιρέσεως, δηλαδή κατά τα κεφάλαια (αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας), τα οποία αφορά ο δεκτός γενόμενος λόγος αναιρέσεως, καθώς και εκείνα που συνάπτονται αρρήκτως προς τα αναιρεθέντα. Η έκταση αυτή της αναιρέσεως προκύπτει από το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αναιρετικής αποφάσεως, κατισχύει κάθε αντίθετης γενικής διατυπώσεως αυτής ακόμα και του τυχόν χαρακτηρισμού από αυτήν της εκτάσεως της αναιρέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως ως ολικής (ΑΠ 1308/2004 ΕλλΔνη 2005. 84, ΑΠ 1833/2001 ΝΟΜΟΣ). Στο σύνολό της θεωρείται ότι αναιρείται μία απόφαση, όταν η αναιρετική απόφαση δεν περιορίζει, με σχετική διάταξη στο διατακτικό της, την αναίρεση σε ορισμένο ή ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης ή ως προς μερικούς από τους διαδίκους (OλΑΠ 27/2007 ΝοΒ 2007. 1830, ΑΠ 43/2005 ΕλλΔνη 2005. 1401). Η μερική αναίρεση αναφέρεται σε ολόκληρο το κεφάλαιο της απόφασης, στο οποίο αφορά ο λόγος της αναίρεσης που έγινε δεκτός και αν η αναιρεθείσα απόφαση είναι δεύτερου βαθμού, η έφεση θα επανακριθεί μόνο ως προς το κεφάλαιο αυτό και δεν εξετάζονται εκ νέου, ούτε θίγονται τα κεφάλαια που δεν αναιρέ­θηκαν, ως προς τα οποία πλέον η απόφαση έχει καταστεί αμετάκλητη (ΑΠ 336/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 493/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 845/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 479/2009 ΝΟΜΟΣ). Οι διάδικοι ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής, προτείνουν όποιους ισχυρισμούς μπορούσαν να προτείνουν και κατά τη συζήτηση που εκδόθηκε η απόφαση που αναιρέθηκε (ΑΠ 852/1987 ΝοΒ 1988. 1587, ΕφΘεσ 70/2017 ΕΦΑΔ 2017. 969). Το δικαστήριο αυτό, ερευνώντας μόνο τους λόγους της έφεσης που είναι σχετικοί με τα κεφάλαια της δίκης, για τα οποία αναιρέθηκε η εφετειακή απόφαση, ως προς τα οποία μόνον επανακρίνεται, εφόσον ως προς τα μη αναιρεθέντα κεφάλαια υπάρχει δεδικασμένο, που δεν ανατράπηκε με την αναίρεση και δεσμεύει έτσι το δικαστήριο της παραπομπής, δεν δεσμεύ­εται να κρίνει διαφορετικά επί της ουσίας, δεσμευόμενο μόνο για τα νομικά ζητήματα που επέλυσε η αναιρετική απόφαση με το λόγο αναίρεσης που έκανε δεκτό (ΑΠ 365/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 738/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1504/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1145/2005 ΝΟΜΟΣ). Η δέσμευση του δικαστηρίου της παραπομπής θεμελιώνεται στη διάταξη του άρθρου 580 παρ. 4 του ΚΠολΔ, κατά την οποία οι αποφάσεις της Ολομέλειας ή των Τμημάτων του Αρείου Πάγου δεσμεύουν τα δικαστήρια που ασχολούνται με την ίδια υπόθεση ως προς τα νομικά ζητήματα που έλυσαν. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, ως «νομικό ζήτημα» θεωρείται το εννοιολογικό περιεχόμενο που προσέδωσε η αναιρετική απόφαση στον κανόνα δικαίου, στην παράβαση του οποίου είχε θεμελιωθεί η αναίρεση (ΑΠ 153/1997 Δ 28. 857, ΕφΘεσ 434/2013 Αρμ. 2013. 1111, ΕφΛαμ 285/2010 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑιγ 207/2008 ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 165/2004 ΝΟΜΟΣ, Κ. Καλαβρός, Η αναίρεση κατά τον ΚΠολΔ, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, έκδ. 2012, άρθρο 580, αρ. 9 επ., σελ. 726 επ., Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, τομ. ΙΙΙ, έκδ. 2007, § 121, αρ. 35, σελ. 565, Λ. Σινανιώτης, Η αναίρεση κατά τον ΚΠολΔ, έκδ. 2006, σελ. 342, Μ. Μαργαρίτης, σε Κ. Κεραμέα/Δ. Κονδύλη/Ν. Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, τομ. Ι, άρθρο 580, αρ. 5, σελ. 1080) και μπορεί να ανάγεται είτε στο ουσιαστικό, είτε στο δικονομικό δίκαιο (ΑΠ 629/2010 ΝΟΜΟΣ). Η δέσμευση αυτή δεν παράγεται από το δεδικασμένο αλλά από την ενδοδιαδικαστική δέσμευση, που απορρέει από την αναιρετική απόφαση (ΟλΑΠ 12/2009 ΑρχΝ 2009. 708, ΑΠ 137/2004 ΝοΒ 2004. 1553) και οφείλεται στην κατά το σύνταγμα και το νόμο ιεραρχική θέση των δικαστηρίων και στο σκοπό και τη λειτουργία των ενδίκων μέσων (Δ. Κονδύλης, Το Δεδικασμένο κατά τον ΚΠολΔ, έκδ. 2007, παρ. 14, σελ. 260 επ.). Για το λόγο αυτό τα παράπονα που είχαν διατυπωθεί και ως λόγοι έφεσης και ως αναιρετικοί λόγοι, εφόσον αφορούν νομικό ζήτημα υπό την προεκτεθείσα έννοια, καλύπτονται από την κρίση της αναιρετικής απόφασης και, αν μεν είχαν γίνει δεκτοί ως αναιρετικοί λόγοι, τότε το δικαστήριο της παραπομπής δεσμεύεται να τα δεχθεί και ως βάσιμους λόγους έφεσης, ενώ, αν είχαν απορριφθεί ως αναιρετικοί λόγοι, αποβαίνουν απαράδεκτα ως λόγοι έφεσης (ΟλΑΠ 15/2011 ΧΡΙΔ 2012. 194). Αν η απόφαση που αναιρέθηκε είναι Εφετείου, δεν ακυρώνεται και η απόφαση του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ακόμη και αν αυτή στηρίζεται στο ίδιο ελάττωμα και τούτο, διότι, με την αναίρεση της απόφασης του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, αναβιώνει η εκκρεμοδικία της έφεσης κατά της απόφασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (ΑΠ 963/1999 ΕλλΔνη 41. 51) ως προς την οποία θα αποφανθεί το δικαστήριο της παραπομπής, το οποίο είτε θα δεχθεί την έφεση και θα εξαφανίσει την απόφαση, είτε θα απορρίψει αυτή, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση (ΑΠ 1421/2002 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 305/2016 ΝΟΜΟΣ). Τέλος το Εφετείο, ως δικαστήριο της παραπομπής, εφόσον η αναιρετική απόφαση δεν ασχολήθηκε με το διαδικαστικό ζήτημα του εμπροθέσμου της έφεσης ως προϋπόθεσης του παραδεκτού της, θα (επαν)εξετάσει την εν λόγω διαδικαστική προϋπόθεση (ΕφΠειρ 33/2017 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 4924/2012 ΝΟΜΟΣ, ΕφΝαυπλ 66/2008 ΕΦΑΔ 2008. 968).

Στην προκειμένη περίπτωση, η αρχική ενάγουσα ………. άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 20.7.2009 (αρ. εκ. κατ. …../2009) αγωγή της, τακτικής διαδικασίας, η οποία στρέφονταν κατά του πρώτου εναγομένου ………. νυν εφεσιβλήτου και της δεύτερης εναγομένης,  συζύγου του πρώτου εναγομένου, ………….. η οποία δεν είναι πλέον διάδικος στην οποία η αρχική ενάγουσα ισχυρίστηκε ότι συμπεριέλαβε εικονικά ως δικαιούχο τον πρώτο εναγόμενο σε τραπεζικούς λογαριασμούς που τηρούσε στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος και στο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, με τη συμφωνία να κινεί και αυτός το λογαριασμό κατ΄εντολή της, εάν είτε παρίστατο ανάγκη είτε κωλύονταν η ίδια σε περίπτωση φυσικής αδυναμίας λόγω γήρατος. Ότι τον Μάιο του έτους 2005, πριν το θάνατο της καταθέτριας, ο πρώτος εναγόμενος και συνδικαιούχος των λογαριασμών, αφού υφάπαρξε τα βιβλιάρια καταθέσεων της ενάγουσας, εν συνεχεία, ανάλαβε από τις Τράπεζες το συνολικό ποσό των 137.944,66 ευρώ, το οποίο προέρχονταν αποκλειστικά από την περιουσία της.  Ότι τόσο ο πρώτος εναγόμενος όσο και η σύζυγός του εγκατέλειψαν την ενάγουσα αβοήθητη, αδιαφορώντας για  την υγεία της , με αποτέλεσμα να προκληθεί κίνδυνός για τη ζωή της.  Με βάση αυτό το ιστορικό ζήτησε, μετά από παραδεκτό κατ’ άρθρα 223, 295 και 297 του ΚΠολΔ περιορισμό του αιτήματος της αγωγής, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλλουν εις ολόκληρο έκαστος , ως αποζημίωση το συνολικό ποσό των 137.994,66 ευρώ καθώς και το ποσό των 10.044,00  ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που υπέστη  από τις υπαίτιες και ζημιογόνες ιατρικές πράξεις τους, τα ανωτέρω δε ποσά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή να απαγγελθεί προσωρινή κράτηση σε βάρος των εναγομένων ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Η ως αγωγή προσδιορίστηκε για να συζητηθεί την 1.12.2010 οπότε δηλώθηκε η βίαιη διακοπή της δίκης λόγω θανάτου της αρχικής ενάγουσας και η συνέχιση της δίκης από τον τότε καλούντα και νυν ενάγοντα ο οποίος ως καθολικός διάδοχος (εκ διαθήκης κληρονόμος) της  αρχικής ενάγουσας υπεισήλθε στη δικονομική της θέση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’αριθ. 745/2015 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, έκρινε την αγωγή απορριπτέα ως απαράδεκτη, όσον αφορά τη δεύτερη εναγόμενη, λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης, δεδομένου ότι στο δικόγραφο της αγωγής δεν εκτίθενται πραγματικά περιστατικά που να θεμελιώνουν συμβατικό δεσμό της δεύτερης εναγομένης με την ενάγουσα. Κατά τα λοιπά έκρινε την ως άνω αγωγή, ως μη νόμιμη, ως προς την αδικοπρακτική της βάση, ως προς τον πρώτο εναγόμενο καθώς και ότι  εμπεριέχει τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την αξίωση που απορρέει από το αναγωγικό δικαίωμα και συνεπώς είναι νόμιμη ως προς τον πρώτο εναγόμενο με βάση τη σύμβαση εντολής στηριζόμενη στις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 ν. 5638/1932 σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 346, 489, 491, 493, 713, 719 Α.Κ και 176, 191 παρ. 2, 219, 907, 908, 1047 ΚΠολΔ. Στη συνέχεια το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως βάσιμη κατ΄ ουσίαν και υποχρέωσε τον πρώτο εναγόμενο να καταβάλλει στον ενάγοντα το ποσό των 37.994,66 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρις εξοφλήσεως. Ο πρώτος εναγόμενος πρόσβαλε την υπ’ αριθ. 745/2015  οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την από 18.6.2015 με αριθμό εκ. κατ. …………/2016 έφεσή του, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 46/2018 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού με την οποία η ως άνω έφεση έγινε  δεκτή τυπικά και κατ΄ουσίαν, εξαφανίσθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, κρατήθηκε και δικάσθηκε η αγωγή και απορρίφθηκε ως μη νόμιμη, διότι κρίθηκε ότι η ως άνω αγωγή στηρίζονταν μόνο στις  αδικοπρακτικές διατάξεις και δεν  εμπεριείχε  τα πραγματικά περιστατικά  που θεμελιώνουν την αξίωση που απορρέει από το αναγωγικό δικαίωμα και συνεπώς δεν ήταν  νόμιμη ως προς τον πρώτο εναγόμενο με βάση τη σύμβαση εντολής. Την αναίρεση της υπ’ αριθ. 46/2018 απόφασης αυτού του Δικαστηρίου ζήτησε ο ενάγων -αναιρεσίων με την από 22.3.2018  αίτηση αναίρεσης  και ακολούθως το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου εξέδωσε την υπ’ αριθ.  1234/2019 απόφασή του με την οποία, έκανε δεκτή την από 22.3.2018 αίτηση αναίρεσης, αναίρεσε  την προσβληθείσα υπ’ αριθ. 46/2018 απόφαση του Εφετείου και παραπέμφθηκε η υπόθεση, κατ’ άρθρο 580 παρ. 3 του Κ.Πολ.Δ., για περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, συγκροτούμενου από άλλους δικαστές. Ειδικότερα, το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου με την υπ’ αριθ. 1234/2019  απόφασή του έκρινε ότι το Εφετείο με την προσβληθείσα υπ’ αριθ. 46/2018  απόφασή του υπέπεσε στις προβλεπόμενες από τις διατάξεις του άρθρου 559 αριθμ. 8 και 1 του ΚΠΟΛΔ πλημμέλειες. Συγκεκριμένα, αφενός μεν δεν έλαβε υπόψιν το προεκτεθέν περιεχόμενο της ένδικης αγωγής από το οποίο προκύπτει ότι αυτή περιείχε όλα τα πραγματικά περιστατικά τα οποία σε συνδυασμό με το γενόμενο δεκτό αίτημα της (κατά τα οποίο μόνο μεταβιβάστηκε στο Εφετείο) την καθιστούν νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 και 2 Ν. 5638/1932 όπως έχει αντικατασταθεί  με το άρθρο 1 ΝΔ 951/1971 και διατηρηθεί σε ισχύ με το άρθρο 124 περ.. δ στοιχ. Α΄νδ 118/1973 και αυτών των άρθρων 2 παρ. 1 Ν.Δ  της 17.7/13.8.1923περί ειδικών διατάξεων ανωνύμων εταιρειών 411, 489, 490, 491 και 493 Α.Κ , 106, 111 ΠΑΡ. 2, 216 παρ.1, 335, 337, 338 ΚΠΟΛΔ αφετέρου δε εσφαλμένα δεν τις εφάρμοσε αν και ήταν εφαρμοστέες, εκτιμώντας επίσης εσφαλμένα ότι η αγωγή στηρίζονταν μόνο στις αδικοπρακτικές διατάξεις, λόγω  και της επικαλούμενης αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του εναγομένου –αναιρεσιβλήτου και του αιτήματος της για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης με την επισήμανση ότι για τη νομιμότητα της αγωγής δεν απαιτείτο η διατύπωση ισχυρισμού περί άσκησης του αναγωγικού δικαιώματος , αφού αυτή εδικαιολογείτο με βάση το περιεχόμενο της ενώ υπήρχε και ειδική αναφορά των ανωτέρω διατάξεων. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη, οι διάδικοι επανέρχονται στη δικονομική κατάσταση που υπήρχε πριν την απόφαση που αναιρέθηκε και πρέπει η υπόθεση να ερευνηθεί μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση (άρθρα 579 και 581 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.). Ακολούθως και σύμφωνα με τις εκτιθέμενες στην αρχή της παρούσας νομικές σκέψεις, το Δικαστήριο τούτο, ενόψει του πλαισίου που τέθηκε με την προαναφερθείσα αναιρετική απόφαση, με την οποία αναιρέθηκε η υπ’ αριθ. 46/2018  απόφαση αυτού του Δικαστηρίου στο σύνολό της, θα εξετάσει την  ως άνω έφεση εκ νέου ως προς τον πρώτο εναγόμενο. Ως εκ τούτου και λαμβανομένου υπόψη ότι το εμπρόθεσμο της έφεσης δεν συνιστά χωριστό αντικείμενο δίκης και συνέχεται αναγκαίως με την απόφαση που αναιρέθηκε, μεταβιβάζεται δε ως προς αυτό μετά την αναίρεση στο εφετείο, η υπό κρίση έφεση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η έφεση επιδόθηκε με επιμέλεια του εκκαλούντος στον εφεσίβλητο στις 1.7.2015 όπως προκύπτει από την έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …………….) και η έφεση ασκήθηκε προ πάσης επιδόσεως, ούτε έχει παρέλθει τριετία από τη δημοσίευση της .  Επομένως, πρέπει η υπό κρίση έφεση να γίνει τυπικά δεκτή, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα – εναγόμενο  το παράβολο των 200 ευρώ …./2015,εο ευρώ ΤΑΧΔΙΚ,  …./2015, 60 ευρώ ΤΑΔΙΚ,  …./2015, 20 ευρώ Δημοσίου, …../2015, 2ο ευρώ Δημοσίου,  …./2015, 20 ευρώ Δημοσίου, ……/2015  ποσού 20 ευρώ Δημοσίου που προβλεπόταν από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή της με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015  και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια τακτική διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο του  λόγου της  (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, κατά το μέρος που μεταβιβάζεται η υπόθεση με την άσκηση έφεσης στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο άρθρο 522 ΚΠΟΛΔ. Με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση έφεσης ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατ΄ εσφαλμένη εκτίμηση του δικογράφου της αγωγής έκρινε ότι υφίσταται πέραν της βάσης περί αδικοπραξίας και επικουρική βάση της αγωγής που  στηρίζονταν στις διατάξεις περί εντολής καθώς και του άρθρου 1 παρ. 1 ν. 5638/1932 νόμου για αναγωγικό δικαίωμα της ενάγουσας, αφού στο δικόγραφο της αγωγής, δεν διατυπώθηκε ο ισχυρισμός περί αναγωγικού δικαιώματος της ενάγουσας. Ο σχετικός λόγος έφεσης τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι όπως κρίθηκε ως προς αυτό το νομικό αυτό  ζήτημα με την υπ’ αριθ. 1234/2019 απόφασή του Αρείου Πάγου, κρίση ως προς την οποία δεσμεύεται το παρόν Δικαστήριο (Α.Π 548/2008, Α.Π 806/2008 Τ.Ν.Π ΝΟΜΟΣ)  η αγωγή με το προεκτεθέν περιεχόμενο περιείχε όλα τα πραγματικά περιστατικά τα οποία σε συνδυασμό με το γενόμενο δεκτό αίτημα της την καθιστούν νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 και 2 Ν. 5638/1932 όπως έχει αντικατασταθεί  με το άρθρο 1 ΝΔ 951/1971 και διατηρηθεί σε ισχύ με το άρθρο 124 περ.. δ στοιχ. Α΄νδ 118/1973 και αυτών των άρθρων 2 παρ. 1 Ν.Δ  της 17.7/13.8.1923περί ειδικών διατάξεων ανωνύμων εταιρειών 411, 489, 490, 491 και 493 Α.Κ , 106, 111 ΠΑΡ. 2 , 216 παρ.1 , 335, 337, 338 ΚΠΟΛΔ χωρίς να απαιτείται η διατύπωση ισχυρισμού άσκησης του αναγωγικού δικαιώματος, αφού αυτή εδικαιολογείτο με βάση το περιεχόμενο της ενώ υπήρχε και ειδική αναφορά των ανωτέρω διατάξεων. Συνεπώς, ο σχετικός λόγος έφεσης τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος.

Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχοντα στα ταυτάριθμά με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που προσκομίζονται μετ’ επικλήσεως σε επίσημο αντίγραφο,  από τα έγγραφα, τα οποία επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι και τα οποία λαμβάνονται υπόψη όλα ανεξαιρέτως, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων,  τις προσκομιζόμενες μετ΄επικλήσεως φωτογραφίες των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται κατ΄ άρθρο 444παρ. 3, 448 παρ, 2 και 449 παρ. 4 του ΚΠολΔ από το νέα αποδεικτικό μέσο, το οποίο παραδεκτά προσκομίζεται το πρώτον ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 529 παρ. 1 του ΚΠολΔ, και λαμβάνεται υπόψη, αφού δεν συντρέχουν εν προκειμένω οι κατά την παρ. 2 του άρθρου 529 του ΚΠολΔ λόγοι απόκρουσής του, ήτοι την με αριθ. ……/12.3.2021 ένορκη βεβαίωση  ενώπιον του συμβολαιογράφου Πειραιώς ………… του μαρτύρα . …………., συνταξιούχου κατά δήλωση του, κατοίκου Πειραιά οδός ………. η οποία λήφθηκε με επιμέλεια του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του ενάγοντα κατ’ άρθρο 422 παρ. 1 του ΚΠολΔ(βλ. την υπ’ αριθ. ……./09.03.2021  έκθεση επίδοσης του δικαστικού  επιμελητή  του Εφετείου Αθηνών . …….) καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: H αρχική ενάγουσα ………….., θεία των διαδίκων απεβίωσε την 4.2.2010, χωρίς να έχει αποκτήσει τέκνα. Η ως άνω αρχική ενάγουσα εγκατέστησε ως μοναδικό εκ διαθήκης κληρονόμο τον ενάγοντα και ήδη εφεσίβλητο ο οποίος  ως καθολικός διάδοχος (εκ διαθήκης κληρονόμος) της αρχικής ενάγουσας την διαδέχθηκε και υπεισήλθε στην έννομη σχέση της δίκης. Τόσο ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος όσο και ο πρώτος εναγόμενος και ήδη εκκαλων ήταν ανίψια της, τέκνα των αδελφών της. Η αρχική ενάγουσα διατηρούσε στενές οικογενειακές με τον πρώτο εναγόμενο και την οικογένεια του στα πλαίσια την επισκέπτονταν σε τακτά χρονικά διαστήματα,  περνούσαν μαζί τις εορτές και έκαναν ταξίδια. Η αρχική ενάγουσα είχε ιδιαίτερη ευαισθησία για το γεγονός ότι ο ένας εκ των υιών του εναγομένου  πάσχει από αναπηρία (νοητική υστέρηση)  και είναι άτομο με ειδικές ανάγκες με τον οποίο είχε αναπτύξει ιδιαίτερη σχέση και του έτρεφε ιδιαίτερη συμπάθεια. Ο εναγόμενος και η σύζυγός του είχαν αναλάβει την φροντίδα της και συγκεκριμένα την επιμέλεια των υποθέσεων, όταν δεν ήταν σε θέση να τις επιμεληθεί  η ίδια  λόγω της ηλικίας της. Η αρχική  ενάγουσα λόγω της εμπιστοσύνης που έτρεφε στο πρόσωπο του πρώτου εναγόμενου συμπεριέλαβε τον τελευταίο ως συνδικαιούχο στον υπ’ αριθ. ………. τραπεζικό λογαριασμό που διατηρούσε στην Εθνική Τράπεζα, καθώς επίσης κατέστησε τον τελευταίο συνδικαιούχο στους υπ’ αριθ. …….. και ………. τραπεζικούς λογαριασμούς που διατηρούσε στην Εθνική Τράπεζα και στο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο αντίστοιχα, καθώς και σε αμοιβαία κεφάλαια ΔΗΛΟΣ της Εθνικής Τράπεζας. Το μήνα Ιανουάριο του έτους 2007, οι σχέσεις τους διαταράχθηκαν και η αρχική ενάγουσα απομακρύνθηκε από τον εναγόμενο και την οικογένεια του  λόγω της επικαλούμενης από την αρχική ενάγουσα και τον καθολικό διάδοχό της νυν ενάγοντα παραμέληση των προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε και την επικαλούμενη εν γένει εγκατάλειψη της και την παρακράτηση του σώματος των βιβλιαρίων των ως άνω τραπεζικών καταθέσεων από τον εναγόμενο. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι μετά την απομάκρυνση της οικιακής βοηθού περί τα μέσα Ιανουαρίου του έτους 2007 που ο εναγόμενος είχε προσλάβει το μήνα αρχές Ιανουαρίου του έτους 2007 για να φροντίζει τη θεία του και αρχική ενάγουσα και την αλλαγή κλειδαριών  στην οικία της από τον ενάγοντα, οι διάδικοι δεν διατηρούσαν σχέσεις μέχρι το χρόνο του θανάτου της αρχικής ενάγουσας περίπου μετά την πάροδο τριετίας. Ωστόσο αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος μερίμνησε το μήνα Ιανουάριο του έτους 2007 για την καταβολή των κοινοχρήστων του διαμερίσματος της αρχικής ενάγουσας και ζήτησε την παροχή ιατρικών υπηρεσιών του Ιατρού Δερματολόγου για την αρχική ενάγουσα, όπως προκύπτει  από την από 3-1-2007 απόδειξη παροχής υπηρεσιών του ………… του ως άνω ιατρού ο οποίος την επισκέφθηκε, προκειμένου να θεραπευτούν δερματολογικά προβλήματα που αυτή αντιμετώπιζε καθώς και από την φέρουσα την ίδια ημεροχρονολογία ιατρική συνταγή και απόδειξη αγοράς φαρμάκων. Εξάλλου αποδείχθηκε ότι όταν ο ανεψιός της και νυν ενάγων ……… την  15-1-2007 προσήλθε στο αστυνομικό τμήμα Καλλίπολης Πειραιώς και εξέφρασε αστικής φύσεως παράπονα περί του ότι ο πρώτος εναγόμενος παρακρατεί τα βιβλιάρια τραπεζών της ………., ουδόλως αναφέρθηκε σε κίνδυνο υγείας της τελευταίας λόγω παραμέλησης της από τον πρώτο εναγόμενο (Βλ. το από 5-2-2007 αντίγραφο του βιβλίου συμβάντων του ως άνω Α.Τ.) Συνεπώς, ο ισχυρισμός του νυν ενάγοντος περί του ότι ο εναγόμενος αδιαφορούσε για την υγεία της …. … δεν αποδείχθηκε. Περαιτέρω  αποδείχθηκε ότι την 21-11-2006 η αρχική ενάγουσα προέβη αυτοπροσώπως σε συναλλαγή της με την εταιρεία διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων «ΔΙΕΘΝΙΚΗ» που πραγματοποιήθηκε με αυτοπρόσωπη παρουσία της στην οποία επένδυση διατήρησε τον εναγόμενο ως συνδικαιούχο, γεγονός από το οποίο αποδεικνύεται ότι η αρχική ενάγουσα διέθετε την αντίληψη και τις φυσικές δυνάμεις να προβεί στην ανωτέρω πράξη καθώς και ότι δεν είχε απωλέσει την εμπιστοσύνη της στο πρόσωπο του πρώτου εναγομένου.  Εξάλλου, η αρχική ενάγουσα  κατά εκείνο το χρονικό σημείο δεν προέβη στην αφαίρεση του ονόματος του εναγομένου ως συνδικαιούχου από τους  ως άνω λογαριασμούς τραπεζικών καταθέσεων της, αν και είχε τις φυσικές δυνάμεις να μεταβεί στις ανωτέρω τράπεζες και όπως ισχυρίζεται ήταν σε γνώση το γεγονός της παρακράτησης των βιβλιαρίων της παρά τη θέληση της από τον εναγόμενο από το μήνα Μάιο του 2005. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο πρώτος  εναγόμενος προέβη στις εξής αναλήψεις των κάτωθι αναφερομένων χρηματικών ποσών από τον με αριθμό …… τραπεζικό λογαριασμό της Εθνικής Τράπεζας : α) Την 2η -6-2005 το ποσό των τριών χιλιάδων ευρώ (3.000 €). β) Την 4η -7-2005το ποσό των τριάντα οκτώ χιλιάδων ευρώ (38.000 €). γ) Την 20η -12-2005 το ποσό των χιλίων ευρώ (1.000 €). δ) Την 30η-11-2006 το ποσό των δύο χιλιάδων πεντακοσίων ευρώ (2.500 €). Οι καταθέσεις στον ανωτέρω λογαριασμό ανέρχονταν  το ποσό των2.570,10 ευρώ και την 9-1-2007 ο πρώτος εναγόμενος κατέθεσε στον ανωτέρω λογαριασμό το ποσό των 3.000 ευρώ και στις 15-1-2007 εξαγόρασε τα αμοιβαία κεφάλαια ΔΗΛΟΣ αξίας 4.719,90 ευρώ και κατέθεσε το ποσό αυτό στον ανωτέρω λογαριασμό και συνεπώς το συνολικό ποσό που ήταν κατατεθειμένο στον ανωτέρω λογαριασμό την 2-2-2007  ανέρχονταν στο ποσό των 10.290 Ευρώ. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι από με αριθμό ……….. λογαριασμό της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, ο εναγόμενος ανέλαβε το συνολικό ποσό των 24.594,66 ευρώ, όπως οι επιμέρους αναλήψεις εκτίθενται κατωτέρω :  1) Την 27η-5-2005 το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων τριακοσίων ευρώ (4.300 €), 2) Την 4η-7-2005 το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων ευρώ (4.000 €), 3) Την 19η -7-2005 το ποσό των χιλίων τετρακοσίων ευρώ (1.400 €), 4) Την 1η-8-2005 το ποσό των οκτακοσίων πενήντα ευρώ (850 €), 5) Την 19η-8-2005 το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων ευρώ (4.000 €), 6) Την 25η-10-2005 το ποσό των τριών χιλιάδων πεντακοσίων ευρώ (3.500 €), 7) Την 2η-11-2005 το ποσό των τριών χιλιάδων ευρώ (3.000 €), 8) Την 20η -12-2005 το ποσό των χιλίων πεντακοσίων ευρώ (1.500 €), 9)Την 3η-8-2006 το ποσό  των 2.044,66 €. Όσον αφορά στον με αριθμό ………… λογαριασμό του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου ο πρώτος εναγόμενος ανέλαβε την 24-6-2005 το ποσό των χιλίων (1.000) Ευρώ, την 27-6-2005 ανέλαβε το ποσό 49.000 Ευρώ, εκδίδοντας τραπεζική επιταγή για το ποσό αυτό. Συνεπώς αποδείχθηκε ότι  ο πρώτος εναγόμενος κατά το χρονικό διάστημα από τον Μάιο του έτους 2005 έως και τον Ιανουάριο του έτους 2006 ανέλαβε από τους ως άνω κοινούς λογαριασμούς το συνολικό ποσό των 137.994,66 ευρώ, ποσό που είχε αποταμιεύσει η αρχική ενάγουσα από αποκλειστικά δικά της χρήματα. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι εκ του  ως άνω ποσού η αρχική ενάγουσα είχε προβεί σε δωρεά ποσού 100.000,00 ευρώ  προς τον εναγόμενο για την αγορά διαμερίσματος για την στέγαση της οικογένειας του και κυρίως στα πλαίσια της αποκατάστασης του υιού του εναγομένου που αντιμετώπιζε πρόβλημα αναπηρίας το οποίο αυτός ανέλαβε από τους ως άνω κοινούς λογαριασμούς εν γνώσει και με τη θέληση της  και ότι η αγορά του διαμερίσματος πραγματοποιήθηκε την 29-6-2005, δυνάμει του με αριθμό …../29.6.2005 συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Πειραιώς ……………. Αποδείχθηκε ότι κατά το υπερβάλλον ποσό των 100.000,00 που αποτέλεσε το ποσό της δωρεάς ήτοι ως προς το ποσό των 37.994,66 ευρώ το οποίο δεν δικαιολογείται από την εσωτερική σχέση που τον συνέδεε με την αρχική ενάγουσα, ήτοι τη σύμβαση εντολής, ο εναγόμενος το ανέλαβε, χωρίς την έγκριση και την συγκατάθεση της αρχικής ενάγουσας. Δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος περί του ότι ανέλαβε το ποσό των 37.994,66 ευρώ, προκειμένου να καλύψει έξοδα διαβίωσης, συντήρησης, διατροφής ένδυσης, ιατρικής περίθαλψης, πληρωμής κοινοχρήστων φόρων λογαριασμών  ΔΕΚΟ, καθαριστριών, φιλανθρωπιών και εν γένει δαπανών που η αρχική ενάγουσα επιθυμούσε. Τούτο διότι ο εκκαλών δεν προσδιορίζει ποιο ποσό δαπάνησε για κάθε μια επικαλούμενη δαπάνη και δεν προσκομίζει κανένα παραστατικό ή απόδειξη πληρωμής για την καταβολή των επικαλούμενων δαπανών. Εξάλλου, δεν συνάδει με τα διδάγματα της κοινής πείρας και  λογικής ότι η αρχική ενάγουσα η οποία διήνυε το 90ο έτος της ηλικίας της και διαβιούσε μόνη της σε ιδιόκτητη οικία και δεν αντιμετώπιζε τα προβλήματα υγείας- πέραν των συμβατών με την ηλικία της –  που απαιτούσαν τη δαπάνη μεγάλων χρηματικών ποσών για την αντιμετώπιση τους, να δαπανήσει εντός χρονικού διαστήματος ενάμιση χρόνου το ποσό των 37.994,66  ευρώ .Δεν αποδείχθηκε βάσιμός ο ισχυρισμός του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος περί του ότι στο δικόγραφο της ως άνω αγωγής αναφέρεται ότι η θεία του εναγομένου και αρχική ενάγουσα δεν είχε άλλους πόρους συντήρησης,  παρά μόνο τη σύνταξη της που εισέπραττε ο ίδιος και της την κατάβαλε και κάλυπτε όλους τους λογαριασμούς και τις ανάγκες της και συνεπώς ότι το ποσό των 37.994,66 ευρώ διατέθηκε εξ΄ ολοκλήρου για τις ανάγκες συντήρησης της αρχικής ενάγουσας. Τούτο διότι, όπως  προκύπτει από το περιεχόμενο της από 20.7.2009 (αρ. εκ. κατ. ……/2009) αγωγής που άσκησε η αρχική ενάγουσα κατά του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος αυτή ισχυρίστηκε ότι κατά το μήνα Δεκέμβριο του έτους 2006 ο εναγόμενος και η σύζυγός του την εγκατέλειψαν αβοήθητη στην οικία, χωρίς χρήματα και ότι ο εναγόμενος δεν της έδωσε ούτε ένα ευρώ από το συνολικό ποσό των 137.994,66 ευρώ που ανέλαβε από τους ως άνω τραπεζικούς λογαριασμούς της στους οποίος είχε καταθέσει τις οικονομίες της για τα γεράματα της . Συνεπώς σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην ως άνω αγωγή η ενάγουσα μέχρι το μήνα Δεκέμβριο του έτους 2006 είχε χρήματα για την κάλυψη των αναγκών συντήρησης της τα οποία εξαντλήθηκαν μέχρι εκείνο το χρονικό σημείο τα οποία  δεν της τα είχε δώσει ο εναγόμενος από αυτά που είχε αναλάβει από τους ως άνω λογαριασμούς της. Εξάλλου, κατά τα ανωτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος προσκόμισε οποιοδήποτε αποδεικτικό καταβολής χρημάτων για την κάλυψη των αναγκών διαβίωσης της θείας του για χρονικό διάστημα ενάμιση έτους, χωρίς να επικαλείται κάποιο συγκεκριμένο λόγο προς τούτο, αν και είχε την πρόνοια και την επιμέλεια να διατηρήσει  στην κατοχή του και να προσκομίσει τόσο την από 3-1-2007 απόδειξη παροχής υπηρεσιών του ιατρού με την ειδικότητα του Δερματολόγου που  επισκέφθηκε την αρχική ενάγουσα καθώς και την σχετική ιατρική συνταγή και απόδειξη αγοράς φαρμάκων. Εξάλλου, η κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης υιού του εκκαλούντος στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κρίνεται αόριστη και ασαφής και συνεπώς μη πειστική, καθόσον ο ως άνω μάρτυρας αρχικά κατέθεσε ότι δεν γνωρίζει ακριβώς για ποιο λόγο γινόντουσαν οι αναλήψεις και από ό,τι είχε ενημερωθεί τα μοναδικά λεφτά που είχαν πάρει ήταν για το σπίτι, χωρίς να γνωρίζει αν είχαν γίνει περαιτέρω αναλήψεις και πάλι θα ήταν γι΄ αυτό το σκοπό και στη συνέχεια αρχικά κατέθεσε ότι το ποσό των 38.000,00 ευρώ υποθέτει ότι αναλήφθηκε για το δάνειο του σπιτιού, ενώ στη συνέχεια κατέθεσε ότι οι περισσότερες συναλλαγές ήταν για ανάγκες της θείας του και προκειμένου να καλυφθούν έξοδα του σπιτιού. Σημειωτέον ότι ο αυτός μάρτυρας εξεταζόμενος ως μάρτυρα υπεράσπισης ενώπιον του Ι΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών  για την κατηγορία της κλοπής και της έκθεσης σε κίνδυνο της αρχικής ενάγουσας σε βάρος του τότε κατηγορουμένου και νυν εκκαλούντος, κατέθεσε ότι δεν γνωρίζει αν υπήρχε άλλος προορισμός των χρημάτων αυτών, πέραν της πληρωμής των δόσεων του δανείου και επί λέξει  κατέθεσε τα εξής :<<τα τρόφιμα τις περισσότερες φορές τα αγόραζαν οι γονείς μου και κάποια βασικά η θεία …. Χωρίς να είμαι απόλυτα βέβαιος, νομίζω ότι  τα ποσά των αναλήψεων πήγαιναν στις δόσεις του δανείου, πριν από κάθε ανάληψη ο πατέρας ρωτούσε τη θεία .. Δεν ξέρω αν υπήρχε άλλος προορισμός των χρημάτων αυτών …>>. Εκ των ανωτέρω αποδείχθηκε ότι η ανάληψη του ποσού των 37.994,66 ευρώ έγινε από τον εναγόμενο και ήδη εκκαλούντα για να εξυπηρετήσει ατομικές του ανάγκες και όχι αυτές της εντολοδόχου καταθέτριας και συνεπώς ενήργησε αντισυμβατικά και για το λόγο αυτό οφείλει να αποδώσει το ποσό των 37.994,66 ευρώ στον ενάγοντα και ήδη εφεσίβλητο. Η αξίωση αυτή που πηγάζει από την εσωτερική σχέση των αρχικών αντιδίκων είχε γεννηθεί στο πρόσωπο της ……., καθολικός διάδοχος της οποίας κατέστη εκ διαθήκης ο ………. Κατόπιν τούτων πρέπει η από 18.6.2015 (με αριθμό εκ. κατ. ………/2016) έφεση  που παραπέμφθηκε δυνάμει της υπ’ αριθ. 1234/2019  απόφασης του Αρείου Πάγου, να απορριφθεί κατ΄ουσία και σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, να διαταχθεί η κατάπτωση  του κατατεθέντος παραβόλου της έφεσης από τον εκκαλούντα – εναγόμενο. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου – ενάγοντα  για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός του, πρέπει να επιβληθούν,  σε βάρος του εκκαλούντα  – εναγόμενου,  ανάλογα με την έκταση της ήττας του  κατ’ άρθρα 178 παρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων, την από 18.6.2015 (με αριθμό εκ. κατ. ……../2016) έφεση που παραπέμφθηκε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, δυνάμει της υπ’ αριθ. 1234/2019 απόφασης του Αρείου Πάγου,  κατά την τακτική διαδικασία.

Δέχεται τυπικά  την έφεση και Απορρίπτει αυτήν κατ΄ουσίαν.

Διατάσσει την κατάπτωση του παράβολου των 200 ευρώ (…/2015, ευρώ ΤΑΧΔΙΚ,  ……/2015, 60 ευρώ ΤΑΔΙΚ,  …./2015, 20 ευρώ Δημοσίου, …./2015, 2ο ευρώ Δημοσίου,  …./2015, 20 ευρώ Δημοσίου, …./2015  ποσού 20 ευρώ Δημοσίου) που κατατέθηκε στην Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου από τον εκκκαλούντα.

Καταδικάζει τον εκκαλούντα – εναγόμενο στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης του εφεσιβλήτου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρω

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 2α Ιουνίου 2022.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και αντ΄αυτής, λόγω

αναχωρήσεώς της από την

Υπηρεσία, η αρχαιότερη της

σύνθεσης Εφέτης, Σταυρούλα

Λιακέα

  Δημοσιεύθηκε δε στις 12 Σεπτεμβρίου 2022 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με άλλη σύνθεση, λόγω της αποχώρησης από την υπηρεσία λόγω συμπλήρωσης του ορίου ηλικίας της Προέδρου Εφετών Ισιδώρας Πόγκα, αποτελούμενη από τους Δικαστές, Σταυρούλα Λιακέα, Προεδρεύουσα Εφέτη, Ελευθέριο Γεωργίλη και Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτες και με Γραμματέα την Τριανταφυλλιά Λαμπροπούλου, με απόντες δε τους διαδίκους και  των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η   ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΕΦΕΤΗΣ                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ