Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 348/2022

Αριθμός  348/2022

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ)

Β΄ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Ισιδώρα Πόγκα, Πρόεδρο Εφετών, Σταυρούλα Λιακέα, Εφέτη, και Σοφία – Αλεξάνδρα Ζήκου, Εφέτη –Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ : . …….., τον οποίο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του, Σωτήριος Λίβας (ΑΜ …… ΔΣ Αθηνών) με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ.

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ : ………………, ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ.

Ο ενάγων – εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την τακτική διαδικασία, την από 26-9-2016, με ΓΑΚ…… και ΕΑΚ………./2016, αγωγή του κατά του εναγόμενου – εκκαλούντος. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε, κατόπιν παραπομπής από το ανωτέρω Δικαστήριο και κλήσης, από το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, ερήμην του εναγόμενου, η με αριθμό 4140/2018 οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία έγινε δεκτή μερικά η ανωτέρω αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής ο εκκαλών – εναγόμενος άσκησε την από 4-6-2020 έφεσή του, η οποία κατατέθηκε, στις 17-6-2020, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά, με ΓΑΚ…. και ΕΑΚ …/2020, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, στις 27-7-2020, με ΓΑΚ… και ΕΑΚ…../2020, προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής, και γράφηκε στο οικείο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, αφού αυτή εκφωνήθηκε από το πινάκιο, ο εκκαλών εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του και ο εφεσίβλητος παραστάθηκε αυτοπροσώπως, με δηλώσεις κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ, και ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις, που είχαν προκαταθέσει.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 528 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 44 παρ. 2 του νόμου 3994/2011, «αν ασκηθεί έφεση από τον διάδικο που δικάστηκε ερήμην, η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, αν ασκηθεί έφεση από εναγόμενο που δικάστηκε ερήμην, με συνέπεια να θεωρηθούν ομολογημένοι, κατά το άρθρο 271 παρ. 3 ΚΠολΔ, οι αγωγικοί πραγματικοί ισχυρισμοί και να γίνει δεκτή η αγωγή, η εκκαλουμένη απόφαση με μόνη την, κατ’ άρθρο 532 ΚΠολΔ, τυπικά παραδεκτή άσκηση της έφεσης εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους τυχόν πρόσθετους αυτής λόγους, προκειμένου να ανατραπεί το σε βάρος του εναγομένου τεκμήριο ομολογίας. Επομένως αν στην έφεση περιέχεται άρνηση της αγωγής, η απόφαση εξαφανίζεται στο σύνολό της, χωρίς να απαιτείται να γίνει προηγουμένως δεκτός κάποιος λόγος έφεσης και η υπόθεση συζητείται εκ νέου στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, στο οποίο ο εκκαλών – εναγόμενος μπορεί να προβάλει όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς, που θα μπορούσε να είχε προτείνει στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αν είχε παραστεί (ΑΠ 229/2020, ΑΠ 579/2018, ΤΝΠ Νόμος).

Η από 4-6-2020 έφεση, που κατατέθηκε, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με ΓΑΚ……. και ΕΑΚ…../17-6-2020, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου, με ΓΑΚ…… και ΕΑΚ……../27-7-2020, κατά της με αριθμό 4140/17-7-2018 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 26-9-2016, με ΓΑΚ……. και ΕΑΚ…….., αγωγή του εφεσίβλητου εναντίον του εκκαλούντος ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο εξέδωσε τη με αριθμό 4046/5-9-2017 απόφαση παραπομπής στο προαναφερόμενο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, μετά την από 10-1-2018, με ΓΑΚ….. και ΕΑΚ……../2018, κλήση του ενάγοντος, συζήτησε την ανωτέρω αγωγή και κλήση, χωρίς να απαιτείται τελεσιδικία της παραπεμπτικής απόφασης (ΑΠ 1069/2020, ΤΝΠ Νόμος), ερήμην του εναγόμενου, στις 13-6-2018, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα από τον ηττηθέντα εναγόμενο, με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 17-6-2020, καθόσον από τα στοιχεία της δικογραφίας, δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης στον εκκαλούντα – εναγόμενο, ενώ εξάλλου δεν παρήλθε γι’ αυτό η καταχρηστική προθεσμία των δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της προσβαλλομένης απόφασης (17-7-2018) σύμφωνα με το άρθρο 518 § 2 ΚΠολΔ, ως ισχύει μετά την αντικατάσταση της ανωτέρω παραγράφου από το άρθρο 1 του τρίτου άρθρου του Ν 4335/2015, που εφαρμόζεται για τα κατατεθειμένα από 1-1-2016 ένδικα μέσα, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση, και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 498, 511, 513 § 1β, 516 § 1, 517, 518 § 2 και 520 § 1 ΚΠολΔ), ενόψει του ότι καταβλήθηκε από τον εκκαλούντα παράβολο 150 ευρώ, με κωδικό ………., για την άσκηση αυτής (άρθρο 495 § 3 Α περ. γ΄ ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά και ουσιαστικά δεκτή και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη στο σύνολό της, σύμφωνα με την ανωτέρω νομική σκέψη, ανεξαρτήτως της ουσιαστικής βασιμότητας ή μη των λόγων της, με τους οποίους προβάλλεται εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, να κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό και να ερευνηθεί περαιτέρω η από 26-9-2016, με ΓΑΚ……. και ΕΑΚ………, αγωγή του εφεσίβλητου, με την παρουσία των διαδίκων, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε και η εκκαλούμενη απόφαση, το παράβολο, δε, ποσού 150 ευρώ, που ο εκκαλών προκατέβαλε κατά την κατάθεση της έφεσής του, πρέπει να αποδοθεί σε αυτόν (άρθρο 495 § 3 εδ. 3 ΚΠολΔ).

Από τις διατάξεις των άρθρων 111 § 2, 118 αρ. 4 και 216 § 1 του ΚΠολΔ, συνάγεται, ότι το δικόγραφο της αγωγής, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο, η έλλειψη δε ή η ανεπαρκής ή ασαφής αναφορά κάποιου από τα γεγονότα αυτά, δηλ. η αοριστία της αγωγής, συνιστά έλλειψη της επιβαλλόμενης με ποινή απαραδέκτου προδικασίας, η οποία, ως αναγόμενη στη δημόσια τάξη, εξετάζεται από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως. Η αοριστία αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί, ούτε με τις προτάσεις, κατά μείζονα δε λόγο ούτε με την προσθήκη των προτάσεων, ούτε με παραπομπή σε άλλα έγγραφα της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων. Η διάταξη του άρθρου 224 εδ. β` του ΚΠολΔ παρέχει την ευχέρεια στον ενάγοντα να συμπληρώσει, να διευκρινίσει ή να διορθώσει τους περιεχόμενους στην αγωγή ισχυρισμούς του, αρκεί να μην μεταβάλλεται η βάση της αγωγής, όχι όμως και να αναπληρώσει τους ελλείποντες ουσιώδεις αγωγικούς ισχυρισμούς, και μάλιστα εκείνους που συνιστούν θεμελιώδη στοιχεία του αγωγικού δικαιώματος (ΑΠ 1611/2008, ΕφΑιγ 24/2020, ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 914 και 932 του Α.Κ. προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση ή (και) προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης, προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας ή (και) ηθικής βλάβης και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της, κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας, υποχρέωσης λήψης ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων, όπως, ιδίως, επιβάλλεται, σύμφωνα με την καλή πίστη και την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, όταν ο υπαίτιος δημιούργησε ορισμένη επικίνδυνη κατάσταση, οπότε έχει υποχρέωση να λάβει κάθε ενδεικνυόμενο από τις περιστάσεις μέτρο, για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε τρίτους από την κατάσταση αυτή. Σύμφωνα, εξάλλου, με το άρθρο 57 του Α.Κ., όποιος προσβάλλεται παρανόμως στην προσωπικότητά του, έχει δικαίωμα να ζητήσει την άρση της προσβολής και τη μη επανάληψη στο μέλλον. Αξίωση αποζημίωσης, όπως και ικανοποίησης της ηθικής βλάβης, κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις (άρθρα 914 επ. του Α.Κ.), δεν αποκλείεται, ύστερα από αίτηση του προσβληθέντος, δοθέντος ότι ο σεβασμός της αξίας του ανθρώπου, περιεχόμενο της οποίας αποτελεί και η προστασία της προσωπικότητάς του, που προστατεύεται από το Σύνταγμα (άρθρα 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1). Προσβολή προσωπικότητας του παθόντος, υπό οιανδήποτε των εκδηλώσεων αυτής, συνιστούν πράξεις, που περιέχουν ονειδισμό, καταφρόνηση ή αμφισβήτηση της προσωπικής και επαγγελματικής προσωπικότητάς του ατόμου, σε οποιανδήποτε των εκδηλώσεών της, ακόμα και αν αυτές τον καθιστούν απλά ύποπτο ότι μετέρχεται ανέντιμες μεθόδους, κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του ή άλλων εκφάνσεων της ζωής του. Εξάλλου, από τις προαναφερόμενες νομικές διατάξεις προκύπτει ότι η προσβολή είναι παράνομη, όταν γίνεται χωρίς δικαίωμα ή σε ενάσκηση μικρότερης σπουδαιότητας δικαιώματος ή κάτω από περιστάσεις που καθιστούν καταχρηστική την άσκηση του. Ο νόμος καθιερώνει αντικειμενική ευθύνη του προσβάλλοντος, μόνο ως προς την αξίωση άρσης της προσβολής και παράλειψής της στο μέλλον, ενώ, για την αξίωση χρηματικής, λόγω ηθικής βλάβης, ικανοποίησης, απαιτεί και το στοιχείο της υπαιτιότητας (ΟλΑΠ 812/1980, ΑΠ 832/2021, ΤΝΠ Νόμος). Για την άρση της προσβολής κατ’ άρθρο 57 ΑΚ πρέπει η προσβολή να είναι ενεργός, δηλαδή να έχει προηγηθεί και να υπάρχει κίνδυνος επανάληψης ή να επίκειται στο μέλλον. Για την αξίωση της παράλειψης της προσβολής στο μέλλον, πρέπει να υπάρχει βάσιμη απειλή επικείμενης προσβολής και δεν αρκεί η επίκληση μιας υποθετικής απειλής, αλλά θα πρέπει να υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις που να καθιστούν σφοδρά πιθανό ότι ο εναγόμενος θα συμπεριφερθεί κατά ορισμένο τρόπο, διαφορετικά το σχετικό αίτημα είναι αόριστο (ΕφΠειρ 576/2020, ΤΝΠ Νόμος). Ειδικότερα, πρέπει, κατ’ άρθρο 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, να γίνεται στην αγωγή σαφής επίκληση περιστατικών, από τα οποία να προκύπτει η ύπαρξη βάσιμης απειλής και πραγματικού κινδύνου επικείμενης προσβολής της προσωπικότητας του προσβληθέντος από νέα όμοια αδικοπρακτική συμπεριφορά του εναγόμενου, κι αφετέρου σαφής προσδιορισμός των πράξεων που θα υποχρεωθεί ο εναγόμενος να παραλείπει, όπως επιβάλλεται από τη διάταξη του άρθρου 916 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι αναγκαστική εκτέλεση δεν μπορεί να γίνει εάν από τον εκτελεστό τίτλο δεν προκύπτει η ποσότητα και η ποιότητα της παροχής, από το συνδυασμό της οποίας (διάταξης) με εκείνη του άρθρου 947 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το αντικείμενο της εκτέλεσης πρέπει να είναι εντελώς εξατομικευμένο, άλλως η εκτέλεση δεν είναι εφικτή. Η συνήθως διατυπούμενη παντελώς ανεπαρκής αναφορά στο αιτητικό μίας αγωγής «να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να παραλείπει στο μέλλον κάθε προσβολή της τιμής και της υπόληψης μου με τη μη επανάληψη σε βάρος μου άδικων πράξεων», που εξετάζεται από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως και δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις του ενάγοντος, ούτε με παραπομπή σε άλλα έγγραφα της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων, καθώς καθιστά αδύνατη τη σαφή και ορισμένη διατύπωση του διατακτικού της απόφασης, ώστε αυτό να είναι δεκτικό αναγκαστικής εκτέλεσης ως προς τις «άδικες πράξεις» που θα πρέπει να παραλείπει στο μέλλον ο υπόχρεος εναγόμενος (ΕφΑθ 476/2019, ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, η προσβολή της προσωπικότητας μπορεί να προέλθει και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως εξύβριση, απλή δυσφήμηση ή συκοφαντική δυσφήμηση που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 361, 362 και 363 του ΠΚ (ΑΠ 832/2021, όπ.π.). Ειδικότερα, κατά τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 του ΠΚ όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ισχυρίζεται ενώπιον τρίτου ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφήμησης και αν το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε το ψεύδος, τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση από τον υπαίτιο, με οποιονδήποτε τρόπο, ενώπιον τρίτου, για κάποιον άλλον γεγονότος, που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, β) το γεγονός αυτό να είναι ψευδές και ο δράστης να τελεί εν γνώσει της αναληθείας του και γ) δόλια προαίρεση, η οποία περιλαμβάνει τη γνώση του δράστη ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο γεγονός είναι πρόσφορο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου και τη θέλησή του να ισχυριστεί ή διαδώσει αυτό το βλαπτικό γεγονός. Ως ισχυρισμός θεωρείται η ανακοίνωση η προερχόμενη ή από ίδια πεποίθηση ή γνώμη ή από μετάδοση από τρίτο πρόσωπο. Αντίθετα, διάδοση υφίσταται, όταν λαμβάνει χώρα μετάδοση της ανακοίνωσης που γίνεται από άλλον. Ο ισχυρισμός ή η διάδοση επιβάλλεται να γίνεται ενώπιον τρίτου. Στην έννοια του τρίτου, κατά την ερμηνεία του γράμματος των άνω νομικών διατάξεων, εντάσσεται κάθε φυσικό πρόσωπο ή αρχή, όπως ο γραμματέας, ο δικαστικός επιμελητής, οι δικαστές, οι εισαγγελείς κ.λπ, που έλαβαν γνώση του δυσφημιστικού ισχυρισμού ή της διάδοσης, ο  ρόλος των οποίων, ως θεσμικών οργάνων της δικαιοσύνης, που υποχρεούνται να λαμβάνουν και εξετάζουν δικόγραφα με τυχόν συκοφαντικούς ισχυρισμούς δεν αναιρεί την ιδιότητα τους ως τρίτων (ΟλΑΠ 3/2021, ΤΝΠ Νόμος).

Ο ενάγων, και ήδη εφεσίβλητος, άσκησε την από 26-9-2016, με ΓΑΚ……. ΕΑΚ……../2016, αγωγή του κατά του εναγόμενου, ήδη εκκαλούντος, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο παρέπεμψε την υπόθεση με τη με αριθμό 4046/2017 απόφασή του στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, εκθέτοντας, κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου της, μετά τη νομότυπη τροπή του αιτήματος καταβολής αποζημίωσης από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό με τις προτάσεις του (223, 294 και 297 ΚΠολΔ), ότι από τη στιγμή που δέχθηκε να αναλάβει την υπεράσπιση του δικηγόρου και φίλου του …………. και της συζύγου του, αντιδίκου του εναγόμενου, ο τελευταίος επιδίωκε με κάθε τρόπο να τον αναγκάσει να αποσυρθεί με αναφορές και καταγγελίες σε βάρος του για παράβαση των υποχρεώσεων κατά τον Κώδικα Δικηγόρων, για αδικήματα φοροδιαφυγής. Ειδικότερα, ο ενάγων ισχυρίζεται ότι ο εναγόμενος, κατέθεσε, ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς, την από 8-4-2014 (από παραδρομή κατά το μήνα, το ορθό 8-8-2014) αναφορά του – έγκληση (ΑΒΜ …….), με την οποία τον κατηγορούσε : α) ότι επισκέφθηκε τους αναφερόμενους στο δικόγραφο εισαγγελικούς λειτουργούς, στο γραφείο τους, στις 14-9-2011 και την πρώτη εργάσιμη εβδομάδα μετά το Πάσχα του έτους 2013, ότι τους εξέφρασε, σε έντονο ύφος, παράπονα για κρίσεις τους σε χειρισμούς υποθέσεων με αντιδίκους τον εναγόμενο και τον …….. και ότι εκδήλωσε εξυβριστική και απειλητική συμπεριφορά, με προσβλητικές για τους ανωτέρω εισαγγελικούς λειτουργούς φράσεις, β) ότι, κατά τη δικάσιμο της 15ης-10-2010, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, καθώς και σε συνεδριάσεις άλλων δικαστηρίων, με διαδίκους τα παραπάνω πρόσωπα, ο ενάγων εμφάνισε και πάλι εξυβριστική συμπεριφορά σε βάρος των συνθέσεων των Δικαστηρίων εκείνων, με έργω εξυβρίσεις και απειλές, γ) ότι, σε 46 διαφορετικές περιπτώσεις δικών με αντιδίκους τα ίδια πρόσωπα, ο ενάγων δεν εξέδωσε και δεν προσκόμισε τα προβλεπόμενα γραμμάτια προείσπραξης δικηγορικής αμοιβής και πως έτσι προέβη στη διάπραξη του εγκλήματος της φοροδιαφυγής, δ) ότι στις 3-7-2014 και 22-7-2014, ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά, όπου εκδικαζόταν αναφορά του σε βάρος του ενάγοντος για τη μη έκδοση και προσκόμιση των γραμματίων προείσπραξης δικηγορικής αμοιβής, ο τελευταίος προσκόμισε δήθεν 2 γνήσια γραμμάτια τα οποία όμως, κατά τα όσα υποστήριξε ο εναγόμενος, είχαν εκδοθεί για άλλες δικασίμους και όχι για εκείνες για τις οποίες ελεγχόταν πειθαρχικά και πως, έτσι, ο ενάγων εξαπάτησε τα μέλη του πειθαρχικού συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά, αλλά και ότι είχε πλαστογραφήσει αυτά τα γραμμάτια, ε) ότι, ο ενάγων, μαζί με τον ………. παραβίασαν το απόρρητο επιστολής που ο εναγόμενος είχε απευθύνει προς δικαστές του Εφετείου Πειραιά τον Οκτώβριο του 2010, στο πλαίσιο εκκρεμούς ποινικής δικογραφίας, που είχε σχηματιστεί σε βάρος του ……… για το αδίκημα της απάτης στο δικαστήριο. Ακολούθως, εκθέτει ο ενάγων ότι επί της ανωτέρω έγκλησης εκδόθηκε η με αριθμό …../9-4-2015 απορριπτική διάταξη του Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς, με αιτιολογίες που συνοπτικά αναφέρονται στην αγωγή, κατά της οποίας (διάταξης) ο εναγόμενος άσκησε προσφυγή ενώπιον του Εισαγγελέα Εφετών Πειραιά, όπου συνέχιζε να τον συκοφαντεί και να μειώνει την επαγγελματική τιμή και υπόληψή ως ακολούθως : α) αποκάλεσε τον ενάγοντα απατεώνα και πλαστογράφο, διότι δήθεν ο ενάγων εξαπάτησε το Δικηγορικό Σύλλογο Πειραιώς, κατά τη συζήτηση αναφοράς του εναγόμενου σε βάρος του σχετικά με τη δήθεν πλαστογραφία σε γραμμάτια προείσπραξης δικηγορικής αμοιβής και καταβολής εισφορών, β) αναφέρει ότι η εξαπάτηση αυτή τελούσε σε άμεση αιτιώδη συνάφεια με τη μη καταβολή και απόδοση φόρων υπέρ του Δημοσίου και ασφαλιστικών ταμείων, δηλαδή ότι τον αποκάλεσε φοροφυγά και εισφοροφυγά, γ) αναφέρει ότι, από όλη αυτή την κατάσταση, με την πλαστογραφία, ο ενάγων αποκόμισε περιουσιακό όφελος εξαπατώντας ταυτόχρονα και το αστικό δικαστήριο, δ) αναφέρει ότι, στο δικόγραφο των από 8-10-2014 εγγράφων εξηγήσεών του, προς τον Δικηγορικό Σύλλογο Πειραιώς, ο ενάγων ουδόλως αρνείται ότι νόθευσε τα αναφερόμενα εκεί δύο γραμμάτια προείσπραξης και ότι, έτσι, συνομολογεί, εμμέσως πλην σαφώς, τη νόθευση αυτών, ε) αναφέρει ότι, στην ένορκη κατάθεσή του, στις 13-6-2013, ενώπιον της πταισματοδίκη Πειραιώς, σχετικά με υπόθεση που αφορούσε τον ……….., ο ενάγων, εν γνώσει του, ό,τι κατέθεσε δεν ήταν αληθές, στ) ειρωνευόμενος τον ενάγοντα αναφέρει για το πρόσωπό του ότι δεν είναι «κανένα άκακο αρνάκι», ότι καιροφυλακτεί για να τον κατασπαράξει και να τον καταστρέψει, ότι δεν θίγεται όταν νοθεύει έγγραφα και όταν εξαπατά θεσμούς, τη Δικαιοσύνη και το Ελληνικό Δημόσιο, και πως παραμένει απολύτως αδιευκρίνιστο εάν ο ενάγων εξέδωσε οποιαδήποτε απόδειξη παροχής υπηρεσιών (ΑΠΥ) και εάν δήλωσε το σχετικό φορολογητέο εισόδημά του ενώπιον των αρμοδίων φορολογικών αρχών, και ζ) αναφέρει για το πρόσωπο του ενάγοντος και άλλα επιπλέον δυσφημιστικά γεγονότα, και συγκεκριμένα «αυτόν τον άνθρωπο θέλει να απαλλάξει- αθωώσει για εγκλήματα, τα οποία σχεδιασμένα, επανειλημμένα, επίμονα διέπραξε περιφρονώντας θεσμούς, νόμους δικαιώματα και εν συνεχεία συγκάλυψε με δόλια επιστημοσύνη τελώντας ακόμη και απάτη στοχεύοντας και καταφέροντας να πετύχει το ως άνω παράνομο περιουσιακό όφελος εις βάρος του Ελληνικού Δημοσίου ου μην αλλά και διεκδικώντας πεισματικά το ατιμώρητο με νομικά τεχνάσματα για να καταφέρει να καταστεί απρόσβλητος από τον νόμο και κατ’ αποτέλεσμα υπεράνω του νόμου». Στη συνέχεια, εκθέτει ότι επί της προσφυγής αυτής εκδόθηκε η με αριθμό …../10-7-2015 απορριπτική διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς, ότι για το ανωτέρω περιεχόμενο της αναφοράς – έγκλησης και της προσφυγής του εναγόμενου ασκήθηκε ήδη ποινική δίωξη σε βάρος του για ψευδή αναφορά του στις αρχές, ψευδή καταμήνυση και συκοφαντική δυσφήμηση, ενέργειες οι οποίες αποβλέπουν στην επαγγελματική και φυσική του εξόντωση, παράλληλα δε στην ηθική του απαξίωση επιδιώκοντας την κάθε μορφής δίωξή του με απώτερο στόχο την οικονομική και επαγγελματική εξόντωσή του, και από τις οποίες έχει υποστεί παράνομη προσβολή στην προσωπικότητά του, και από αυτή ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας ζητεί να αναγνωριστεί ότι ο εναγόμενος οφείλει να του καταβάλει το ποσό των 200.000 ευρώ, προαφαιρούμενου του ποσού των 40 ευρώ, το οποίο επιφυλάχθηκε να αξιώσει από το αρμόδιο ποινικό Δικαστήριο, να υποχρεωθεί ο τελευταίος με απειλή χρηματικής ποινής 5.900 ευρώ υπέρ του, καθώς και προσωπική κράτηση διάρκειας ενός έτους, να άρει όλες τις προσβολές της προσωπικότητάς του, κατ’ άρθρο 57 ΑΚ και να απόσχει στο μέλλον από οποιαδήποτε προσβολή αυτής με χρήση υποστήριξη ή διάδοση όμοιων ή παρεμφερών ισχυρισμών, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στη δικαστική δαπάνη του.

Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η κρινόμενη αγωγή είναι αόριστη και πρέπει να απορριφθεί αφενός i) κατά τα σημεία, που αναφέρονται στην έγκληση του εναγόμενου, και αφορούν στο με στοιχείο α) περιστατικό, διότι γενικόλογα αναφέρεται σε επισκέψεις του ενάγοντος στα γραφεία των εισαγγελικών λειτουργών χωρίς να εξειδικεύεται η εξυβριστική και απειλητική συμπεριφορά του προς αυτούς, ενώ η έκφραση από τον ενάγοντα παραπόνων προς τους τελευταίους από μόνη της δεν στοιχειοθετεί προσβλητικό χαρακτηρισμό σε βάρος του από τον εναγόμενο, στο με στοιχείο β) περιστατικό, διότι αναφέρεται ότι σε μία μόνο συγκεκριμένη ημερομηνία δικασίμου ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και άλλες αορίστως, που ο ενάγων επέδειξε γενικόλογα εξυβριστική συμπεριφορά έργω και απειλές, χωρίς άλλη εξειδίκευση, ώστε να καταδεικνύεται η παράνομη πράξη προσβολής του από τον εναγόμενο, στο με στοιχείο γ) περιστατικό, διότι αναφέρεται από τον εναγόμενο ότι σε 46 διαφορετικές δίκες ο ενάγων δεν προσκόμισε τα προβλεπόμενα γραμμάτια προείσπραξης δικηγορικής αμοιβής, διαπράττοντας το έγκλημα της φοροδιαφυγής, χωρίς άλλη χρονική ή περιπτωσιολογική εξειδίκευση, και στο με στοιχείο ε) περιστατικό, διότι αναφέρεται αόριστα σε παραβίαση από τον ενάγοντα επιστολής του εναγόμενου προς δικαστές του Εφετείου Πειραιώς, χωρίς να προσδιορίζεται η επιστολή (χρονικά – τοπικά – περιεχόμενο), οι παραλήπτες δικαστικοί λειτουργοί, και ο τρόπος της παραβίασης, ώστε να κριθεί αν υφίσταται δυσφήμιση του ενάγοντος, και αφετέρου ii) κατά τα σημεία, που αναφέρονται στην προσφυγή του εναγόμενου κατά της απορριπτικής εισαγγελικής διάταξης της ανωτέρω έγκλησης, και αφορούν στις με στοιχεία α), β) και γ) περιγραφές – αναφορές ότι ο εναγόμενος τον αποκαλεί απατεώνα και πλαστογράφο σε βάρος του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά κατά τη συζήτηση αναφοράς του εναγόμενου για πλαστογραφία γραμματίων προείσπραξης δικηγορικής αμοιβής και καταβολής εισφορών, διότι είναι ασαφείς και χωρίς εξειδίκευση των στοιχείων της πράξης της πλαστογραφίας, ενώ η παραπομπή στις σελίδες του εγγράφου της προσφυγής, χωρίς συγκεκριμένη αναφορά του περιεχομένου, που καταδεικνύει την προσβλητική συμπεριφορά του εναγόμενου σε βάρος του ενάγοντος, δεν δύναται να συμπληρώσει τα ελλιπή στοιχεία της αγωγής και να θεμελιώσει την ιστορική βάση της, και στην τελευταία σχετική παράγραφο, ανωτέρω υπό στοιχείο ζ), διότι εν είδει συμπεράσματος αναφέρονται αόριστα αξιολογικές κρίσεις, χωρίς συγκεκριμένη περιγραφή δυσφημιστικών γεγονότων ή ενεργειών, που θα μπορούσαν να βλάψουν την τιμή ή την υπόληψη του ενάγοντος. Κατά τα λοιπά αναφερόμενα περιστατικά, το με στοιχείο δ) της έγκλησης και τα με στοιχεία δ), ε) και στ) της προσφυγής, είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη ως προς το πρώτο αίτημα αναγνώρισης υποχρέωσης καταβολής αποζημίωσης προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης του ενάγοντος, στηρίζεται, δε, στις διατάξεις των άρθρων 1, 14, 27, 361, 362 και 363 ΠΚ, 57, 59, 299, 330, 346, 914, 920 και 932 ΑΚ, 70, 176 και 191 § 2 ΚΠολΔ. Αντίθετα, το δεύτερο αίτημα περί άρσης της προσβολής και παράλειψης της στο μέλλον είναι αόριστο και πρέπει να απορριφθεί, διότι στην κρινόμενη αγωγή δεν γίνεται σαφής επίκληση περιστατικών, από τα οποία να προκύπτει η ενεργός προσβολή του ενάγοντος, και η ύπαρξη βάσιμης απειλής και πραγματικού κινδύνου επικείμενης προσβολής της προσωπικότητας του ενάγοντος από νέα όμοια αδικοπρακτική συμπεριφορά του εναγόμενου, ούτε σαφής προσδιορισμός των πράξεων που θα υποχρεωθεί ο εναγόμενος να παραλείπει, όπως αναλύεται ανωτέρω στη μείζονα σκέψη, αφού καθιστά αδύνατη τη σαφή και ορισμένη διατύπωση του διατακτικού της απόφασης ως προς τις «άδικες πράξεις», τις οποίες θα πρέπει ο εναγόμενος να παραλείπει στο μέλλον. Επίσης, μη νόμιμο είναι το παρεπόμενο αίτημα της κήρυξης της απόφασης που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστής, το οποίο πρέπει να απορριφθεί, καθόσον μετά την τροπή του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, καθόσον προσωρινά εκτελεστές δύναται να κηρυχθούν μόνο οι καταψηφιστικές αποφάσεις και όχι οι αναγνωριστικές, η ενέργεια των οποίων εξαντλείται στο δεδικασμένο που αυτές παράγουν. Κατά το μέρος, που κρίθηκε νόμιμη η κρινόμενη η αγωγή πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 221 παρ. 1 εδ. α` και 222 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι όταν επέλθει, μετά την κατάθεση της αγωγής, εκκρεμοδικία και όσο αυτή διαρκεί, δεν μπορεί να γίνει σε οποιοδήποτε δικαστήριο νέα δίκη για την ίδια επίδικη διαφορά ανάμεσα στους ίδιους διαδίκους, εφόσον εμφανίζονται με την ίδια ιδιότητα, αν δε κατά τη διάρκειά της ασκηθεί άλλη αγωγή, ανταγωγή ή κύρια παρέμβαση ή προταθεί ένσταση συμψηφισμού για την ίδια επίδικη διαφορά, αναστέλλεται και αυτεπαγγέλτως η εκδίκασή της, εωσότου περατωθεί η πρώτη δίκη. Για να υπάρχει εκκρεμοδικία πρέπει οι δύο δίκες να ταυτίζονται πλήρως, να έχουν δηλαδή το ίδιο αντικείμενο ή το αντικείμενο της πρώτης να είναι ευρύτερο εκείνου της δεύτερης, οπότε η δεύτερη είναι, κατά λογική αναγκαιότητα, περιττή. Αντίθετα, αν οι δυο δίκες δεν ταυτίζονται πλήρως είτε γιατί έχουν διαφορετικό αντικείμενο είτε γιατί το αντικείμενο της δεύτερης είναι ευρύτερο εκείνου της πρώτης, τότε η δεύτερη δίκη δεν είναι περιττή, αφού με αυτήν ζητείται διαφορετική ή μείζων προστασία απ’ ό,τι ζητήθηκε με την πρώτη. Για την ύπαρξη της εκκρεμοδικίας απαιτείται να υπάρχει όχι μόνο ταυτότητα ιστορικής και νομικής αιτίας, αλλά και σύμπτωση του αιτήματος των αγωγών (ΑΠ 1175/2017, ΑΠ 139/2010). Όταν το αντικείμενο της μιας δίκης αποτελεί προδικαστικό ζήτημα της άλλης δίκης, δεν υπάρχει ταυτότητα αιτήματος (ΑΠ 1716/2009, ΑΠ 749/1995). Σε κάθε περίπτωση δε, κατά τη διάταξη του άρθρου 222 παρ. 2 του ΚΠολΔ, ενώ εκκρεμεί η εκδίκαση αγωγής, ακόμη και στην περίπτωση που έχουν το ίδιο αντικείμενο, με συνέπεια να υπάρχει εκκρεμοδικία με βάση την αγωγή, η οποία εμποδίζει την εκδίκαση της αίτησης, δεν καθιστά την αίτηση απαράδεκτη, αλλά έχει ως συνέπεια την αναστολή της εκδικάσεώς της, εωσότου περατωθεί η πρώτη δίκη επί της αγωγής (ΑΠ 215/2021, ΤΝΠ Νόμος). Αφετήριο χρονικό σημείο της έναρξης της εκκρεμοδικίας είναι εκείνο της κατάθεσης της αγωγής, υπό τον όρο όμως ότι έχει συντελεσθεί η άσκηση αυτής, δηλαδή κατ’ άρθρ. 215 ΚΠολΔ και με την επίδοσή της στον εναγόμενο, οπότε ανατρέχει στον χρόνο της κατάθεσής της (ΕφΘεσ 63/2010 ΤΝΠ Νόμος), ενώ από το συνδυασμό της διάταξης του άρθρου 221 § 1 ΚΠολΔ με εκείνη του άρθρου 46 ΚΠολΔ συνάγεται ότι η εκκρεμοδικία δεν παύει, αλλά αντιθέτως διατηρείται σε περίπτωση έκδοσης παραπεμπτικής λόγω αναρμοδιότητας απόφασης, αν και η απόφαση αυτή είναι οριστική, διότι η διαφορά εξακολουθεί να είναι εκκρεμής στο Δικαστήριο της παραπομπής, χωρίς να επέρχεται διάγνωση για το αν επήλθαν ή όχι οι έννομες συνέπειες που επικαλούνται και αποκρούουν οι διάδικοι, όπως συμβαίνει με τις υπόλοιπες οριστικές (τελειωτικές) αποφάσεις, με τις οποίες δίνεται απάντηση στο εκκρεμές αίτημα παροχής δικαστικής προστασίας, είτε με την παραδοχή του ως βασίμου, είτε με την απόρριψή του ως απαράδεκτου ή αβασίμου (Μακρίδου σε Κεραμέα – Κονδύλη – Νίκα Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρο 222 αρ. 4, και Νίκας στο ίδιο, άρθρο 46 αρ. 7). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 249 εδ.α ΚΠολΔ αν η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται εν όλω η εν μέρει από την ύπαρξη ή ανυπαρξία μιας έννομης σχέσης ή την ακυρότητα ή τη διάρρηξη μιας δικαιοπραξίας, που συνιστά αντικείμενο άλλης δίκης, εκκρεμούς σε πολιτικό ή διοικητικό Δικαστήριο ή από ζήτημα, που πρόκειται να κριθεί ή κρίνεται από διοικητική αρχή, το Δικαστήριο μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει την αναβολή της συζήτησης, εωσότου περατωθεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα η άλλη δίκη ή εωσότου εκδοθεί από τη διοικητική αρχή απόφαση, που δεν μπορεί να προσβληθεί. Από την διατύπωση και το σκοπό της παραπάνω διάταξης, που έχει θεσπισθεί για την εξοικονόμηση χρόνου και δαπάνης και την αποφυγή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων, συνάγεται ότι εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να διατάξει την αναβολή, ή ορθότερα, και παρά τη γραμματική διατύπωση της ανωτέρω διάταξης, την αναστολή της συζήτησης μιας αγωγής (ΑΠ 263/2008, ΑΠ 1377/2012, ΤΝΠ Νόμος), όταν η διάγνωση της διαφοράς, που εκκρεμεί ενώπιον του εξαρτάται, ολικά ή μερικά, από την επίλυση κάποιου ζητήματος, το οποίο αποτελεί αντικείμενο άλλης δίκης ενώπιον του ίδιου ή άλλου Δικαστηρίου, ανεξαρτήτως βαθμού, μεταξύ των ίδιων ή διαφορετικών προσώπων και εμφανίζεται ως προδικαστικό ζήτημα αυτής, δηλαδή, να συναρτάται με κάποια έννομη σχέση, η οποία συνιστά προϋπόθεση για τη γέννηση ή την εξακολούθηση της ισχύος του επίδικου δικαιώματος και προβλέπεται ακόμα ότι αυτή η αυτοτελής στη δεύτερη δίκη διάγνωση του προδικαστικού ζητήματος θα γίνει ταχύτερα και ασφαλέστερα και έτσι θα συντελέσει στη διευκόλυνση ή επιτάχυνση της πορείας της δίκης, που θα πρέπει να αναβληθεί. Ο δικαστής, που καλείται να αποφανθεί επί του ζητήματος αναστολής της δίκης, σταθμίζει ταυτόχρονα τον κίνδυνο επιβράδυνσής της, ώστε να διατάσσει την αναστολή της, μόνο όταν αυτό ενδείκνυται λόγω των δυσχερειών του εκκρεμούς ζητήματος, προκειμένου να μην παρελκύεται η δίκη (ΕφΑθ 320/2019, ΤΝΠ Νόμος).

Στην προκείμενη περίπτωση ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι υφίσταται εκκρεμοδικία, διότι πριν την άσκηση της ένδικης αγωγής, η οποία του επιδόθηκε στις 30-9-2016, ο ενάγων είχε ασκήσει σε βάρος του α) την από 9-11-2015, με αριθμό κατάθεσης …./2015, αγωγή του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία του επιδόθηκε στις 13-11-2015, για την οποία ορίστηκε δικάσιμος η 9η-3-2016, κατά την οποία αναβλήθηκε για την 23η-11-2016, οπότε συζητήθηκε αντιμωλία, με περιεχόμενο όμοιο με αυτό της κρινόμενης αγωγής, αφού αφορά στην από 8-8-2014 αναφορά του στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Χανίων Κρήτης, την οποία παραθέτει αυτούσια, όπως και τις απορριπτικές διατάξεις των Εισαγγελέων Πλημμελειοδικών Πειραιώς και Εφετών Πειραιώς, με τα ίδια πραγματικά περιστατικά, που θεμελιώνονται στον ίδιο ακριβώς κανόνα δικαίου – αποζημίωση λόγω ηθικής βλάβης, μεταξύ των ίδιων διαδίκων, με το ίδιο αίτημα, το οποίο διαφοροποιείται μόνο στο ύψος της αιτούμενης χρηματικής ικανοποίησης, β) την από 13-10-2014, με αριθμό κατάθεσης …../2014, αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία του επιδόθηκε στις 17-10-2014, για την οποία ορίστηκε δικάσιμος η 3η-3-2016, κατά την οποία αναβλήθηκε για την 20η-3-2019, όπου ο ενάγων απαριθμεί διάφορα γεγονότα, που δήθεν διέπραξε ο εναγόμενος σε βάρος του, για τα οποία ζητεί χρηματική ικανοποίηση ποσού 200.040 ευρώ και άρση των προσβολών, μεταξύ των περιστατικών, δε, που επικαλείται, είναι και η κατάθεση από τον εναγόμενο σε βάρος του ενάγοντος της από 8-8-2014 αναφοράς του, στην οποία αναφέρεται στη σελίδα … με αριθμό …., και γ) την από 16-7-2015, με αριθμό κατάθεσης …../2015, αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία του επιδόθηκε στις 22-7-2015, όπου ο ενάγων απαριθμεί διάφορα γεγονότα, που δήθεν διέπραξε ο εναγόμενος σε βάρος του, για τα οποία ζητεί χρηματική ικανοποίηση ποσού 100.040 ευρώ και άρση των προσβολών, μεταξύ των περιστατικών, δε, που επικαλείται, είναι και η κατάθεση από τον εναγόμενο σε βάρος του ενάγοντος της από 8-8-2014 αναφοράς του, στην οποία αναφέρεται στη σελίδα …..

Από την επισκόπηση των εγγράφων, που νόμιμα προσάγουν και επικαλούνται οι διάδικοι, και ιδίως από τα ανωτέρω αναφερόμενα δικόγραφα αγωγών και τα σχετικά πιστοποιητικά και βεβαιώσεις, προέκυψε ότι, πριν την άσκηση της κρινόμενης αγωγής, ο ενάγων άσκησε σε βάρος του εναγόμενου την από 9-11-2015, με ΓΑΚ….. και ΕΑΚ……/9-11-2015, αγωγή του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία του επιδόθηκε στις 13-11-2015, για την οποία ορίστηκε δικάσιμος η 9η-3-2016, κατά την οποία αναβλήθηκε για την 23η-11-2016, οπότε συζητήθηκε αντιμωλία, και εκδόθηκε η με αριθμό 4254/2017 απόφαση. Η ανωτέρω, προγενέστερη της κρινόμενης, αγωγή α) έχει όμοιο περιεχόμενο με αυτό της κρινόμενης αγωγής στις τέσσερις πρώτες σελίδες αυτής, αναφέροντας την χρόνια αντιδικία των διαδίκων και την κατάθεση της από 8-8-2014 με στοιχεία ΑΒΜ …. (από παραδρομή κατά τα στοιχεία δικογραφίας, το ορθό ΑΒΜ ……..) αναφορά του εναγόμενου στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Χανίων Κρήτης, β) ακολούθως επεξηγείται ότι ο εναγόμενος τον κατηγορούσε απροκάλυπτα για τα αδικήματα της απάτης, της φοροδιαφυγής και της πλαστογραφίας με χρήση, όπως περικλείονται στο περιεχόμενο της έγκλησής του, σε συνδυασμό με όλους τους συκοφαντικούς ισχυρισμούς του, προσέτι, δε, της παραβίασης απόρρητου επιστολών δικαστών του Εφετείου Πειραιώς, παραθέτοντας αυτούσιες τη με αριθμό …/9-4-2015 απορριπτική διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς, και τη με αριθμό …../10-7-2015 απορριπτική διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς, που εκδόθηκε μετά από προσφυγή του εναγόμενου κατά της πρώτης απορριπτικής διάταξης, γ) αναφέρεται ότι η ψευδή μήνυση απέβλεπε στη βάναυση προσβολή της προσωπικότητάς του, της τιμής και κατ’ επέκταση της επαγγελματικής του οντότητας κατά παράβαση του άρθρου 57 ΑΚ και πρέπει να αποζημιωθεί (ο ενάγων) στο έπακρον, ότι όλες οι ενέργειες του εναγόμενου σε βάρος του ενάγοντος συνιστούν αδικήματα ιδιαζόντως ειδεχθή με άμεσο και υπερχειλή δόλο, ενέργειες οι οποίες επιπλέον αποβλέπουν αφενός στην επαγγελματική και φυσική του εξόντωση, παράλληλα, δε, στην ηθική του απαξίωση τόσο ενώπιον των λειτουργών της δικαιοσύνης αφού επί 32 χρόνια ευδόκιμης μάχιμης δικηγορίας σε όλα τα δικαστήρια δεν έχει δώσει το παραμικρό δικαίωμα, ασκώντας τα καθήκοντά του ως νομικός παραστάτης ευσυνείδητα, όσο και ενώπιον άλλων συναδέλφων του μελών του ΔΣΠ αλλά και των οργάνων διοίκησης αυτού, σε ιδιαίτερα δε ευρύ κύκλο προσώπων, επιδιώκοντας επιπλέον την πάσης μορφής δίωξη του με απώτερο στόχο και την οικονομική του και την επαγγελματική του εξόντωση, και ότι οι πράξεις και ενέργειες του εναγόμενου συνιστούν άδικη, κακόβουλη, και απρόκλητη επίθεση και βάναυση προσβολή της προσωπικότητάς του αλλά και της επαγγελματικής του οντότητας ως δικηγόρου, και δ) έχει αιτήματα i) καταβολής αποζημίωσης για την αποκατάστασης της ηθικής βλάβης, που προξένησαν στον ενάγοντα οι ανωτέρω παράνομες ενέργειες του εναγόμενου ποσού 500.040 ευρώ, από τα οποία το ποσό των 40 ευρώ επιφυλάσσεται να το διεκδικήσει στο ποινικό δικαστήριο, όπου μπορεί να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων, ii) άρσης των προσβολών της προσωπικότητάς του και παράλειψης οποιασδήποτε προσβολής με χρήση υποστήριξη ή διάδοση όμοιων ή παρεμφερών ισχυρισμών στο μέλλον με απειλή χρηματικής ποινής υπέρ του ενάγοντος ποσού 5.900 ευρώ και προσωπικής κράτησης διάρκειας ενός έτους, iii) κήρυξης της απόφασης, που θα εκδοθεί, προσωρινά εκτελεστής και iv) καταδίκης του εναγόμενου στη δικαστική δαπάνη του ενάγοντος. Επί της αγωγής αυτής, όπως προαναφέρεται, εκδόθηκε η με αριθμό 4254/2017 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία έγινε μερικώς δεκτή η ανωτέρω αγωγή, κατά της οποίας ο εναγόμενος άσκησε την από 18-9-2019 έφεσή του, που κατατέθηκε στις 18-9-2019 στο Πρωτοδικείο Πειραιώς με ΓΑΚ….. και ΕΑΚ……/2019, την οποία προσδιόρισε ο ενάγων, με ΓΑΚ…….. και ΕΑΚ……/27-7-2020, για τη δικάσιμο της 23ης-9-2021 ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, το οποίο με τη με αριθμό 514/21-10-2021 παρέπεμψε στο αρμόδιο Τριμελές Εφετείο Πειραιώς. Από όλα τα ανωτέρω, αποδείχθηκε ότι κατά το πρώτο σκέλος της κρινόμενης αγωγής υφίσταται εκκρεμοδικία από την άσκηση της ανωτέρω από 9-11-2015, με ΓΑΚ……… και ΕΑΚ…/9-11-2015, αγωγής του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, καθόσον μετά την άσκηση της πρώτης αγωγής ασκήθηκε η κρινόμενη μεταξύ των ίδιων διαδίκων, με αναφορά ίδιων πραγματικών περιστατικών, σχετικά με την κατάθεση της από 8-8-2014 αναφοράς – έγκλησης του εναγόμενου και του περιεχομένου αυτής, τα οποία θεμελιώνονται στους ίδιους κανόνες δικαίου της αδικοπραξίας από δυσφημιστική συμπεριφορά του εναγόμενου, της πρόκλησης από αυτήν ηθικής βλάβης στον ενάγοντα, της απαίτησης του τελευταίου καταβολής αποζημίωσης από τον εναγόμενο για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, με όμοια αιτήματα για αποζημίωση και άρση της προσβολής και παράλειψή της στο μέλλον, ενώ με την έκδοση της προαναφερόμενης με αριθμό 514/2021 παραπεμπτικής απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς η εκκρεμοδικία δεν διακόπτεται αλλά διατηρείται, όπως αναφέρεται ανωτέρω στη μείζονα σκέψη. Επομένως, η εκδίκαση του ανωτέρω μέρους της κρινόμενης αγωγής θα πρέπει να ανασταλεί μέχρι την αμετάκλητη περάτωση της δίκης που άρχισε με την προαναφερόμενη από 9-11-2015, με ΓΑΚ…. και ΕΑΚ…../9-11-2015, αγωγή του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Περαιτέρω, και κατά το δεύτερο σκέλος της κρινόμενης αγωγής, που αφορά στην προσφυγή του εναγόμενου κατά της με αριθμό …./9-4-2015 απορριπτικής διάταξης του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς και στις περιεχόμενες σ’ αυτή δυσφημιστικές αναφορές του για τον ενάγοντα, με δεδομένο ότι συνέχεται με την προαναφερόμενη έγκληση και το περιεχόμενό της, εφόσον αμφότερες βασίζονται στους ισχυρισμούς του εναγόμενου για την κατάθεση από τον ενάγοντα των συγκεκριμένων προεισπράξεων δικηγορικής αμοιβής και τη γνησιότητα αυτών, κρίνεται σκόπιμο, για εξοικονόμηση χρόνου και δαπάνης και την αποφυγή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων, να ανασταλεί η εκδίκαση της κρινόμενης αγωγής κατά το άρθρο 249 ΚΠολΔ, όπως αναφέρεται στην ανωτέρω μείζονα σκέψη. Πρέπει να σημειωθεί ότι για τις αναφερόμενες στο σχετικό ισχυρισμό περί εκκρεμοδικίας του εναγόμενου άλλες δύο αγωγές δεν προέκυψαν τα στοιχεία της εκκρεμοδικίας, και συγκεκριμένα α) στην από 13-10-2014, με ΓΑΚ…… και ΕΑΚ……./2014, αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία επιδόθηκε στον εναγόμενο στις 17-10-2014, όπου ο ενάγων απαριθμεί διάφορα γεγονότα, που διέπραξε ο εναγόμενος σε βάρος του, για τα οποία ζητεί χρηματική ικανοποίηση ποσού 200.040 ευρώ και άρση των προσβολών, στη σελίδα, δε, … με αριθμό …. αναφέρεται διηγηματικά στην κατάθεση από τον εναγόμενο σε βάρος του της από 8-8-2014 αναφοράς του χωρίς ιδιαίτερο προσδιορισμό των δυσφημιστικών ισχυρισμών του εναγόμενου, και β) μεταγενέστερα της προηγούμενης αγωγής, στην από 16-7-2015, με ΓΑΚ….. και ΕΑΚ……./2015, αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία επιδόθηκε στον εναγόμενο στις 22-7-2015, όπου ο ενάγων απαριθμεί διάφορα γεγονότα, που διέπραξε ο εναγόμενος σε βάρος του, για τα οποία ζητεί χρηματική ικανοποίηση ποσού 100.040 ευρώ και άρση των προσβολών, στη σελίδα 14, δε, αυτής αναφέρεται διηγηματικά στην κατάθεση από τον εναγόμενο σε βάρος του της από 8-8-2014 αναφοράς του, και δηλώνει ότι για το περιεχόμενό της θα καταθέσει σε βάρος του εναγόμενου και νέα αγωγή αποζημίωση. Συνεπώς, για τις ανωτέρω δύο αγωγές δεν τίθεται ζήτημα εκκρεμοδικίας, καθόσον ο ενάγων δεν περιλαμβάνει στα αιτήματα των αγωγών αυτών τα γεγονότα και ισχυρισμούς που παραθέτει ο εναγόμενος στην από 8-8-2014 αναφορά του. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, θα πρέπει η εκδίκαση της κρινόμενης υπόθεσης να ανασταλεί μέχρι να περατωθεί αμετάκλητα η δίκη που άνοιξε με την από 9-11-2015, με ΓΑΚ….. και ΕΑΚ……./2015 αγωγή του εφεσίβλητου κατά του εκκαλούντος ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Τέλος, διάταξη για τη δικαστική δαπάνη δεν θα περιληφθεί, καθόσον η απόφαση αυτή δεν είναι οριστική.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ουσιαστικά την από 4-6-2020 (ΓΑΚ…… και ΕΑΚ……./2020) έφεση κατά της με αριθμό 4140/2018 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία).

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη απόφαση.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου (με κωδικό αριθμό ………, ποσού 150 ευρώ) στον καταθέσαντα για την άσκηση της έφεσης.

ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ επί της ουσίας την υπόθεση.

ΔΙΑΤΑΖΕΙ την αναστολή την εκδίκαση της από 26-9-2016, ΓΑΚ….. και ΕΑΚ……/2016 (ένδικης) αγωγής, ωσότου περατωθεί αμετάκλητα η δίκη που άνοιξε με την από 9-11-2015, με ΓΑΚ……και ΕΑΚ……./2015 αγωγή του εφεσίβλητου κατά του εκκαλούντος ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε, στον Πειραιά, στις 2-6-2022,και δημοσιεύθηκε, στις 16-6-2022, στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ