Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 350/2022

Αριθμός   350/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ)

Β΄ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία – Αλεξάνδρα Ζήκου, Εφέτη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Δικαστηρίου τούτου, και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ : …………, τον οποίο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Διονύσιος Πλέσσας (ΑΜ …. Δ.Σ. Πειραιώς).

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ : …………, την οποία εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος της Ιωάννα Λαγουμίδου (ΑΜ … Δ.Σ. Αθηνών) με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ.

Ο ενάγων – εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την τακτική διαδικασία, την από 5-12-2013 (με αριθμό κατάθεσης ……/2013) αγωγή του κατά της εναγόμενης – εφεσίβλητης. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η με αριθμό 1013/2019 οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής ο εκκαλών άσκησε την από 23-4-2019 έφεσή του, η οποία κατατέθηκε, στις 24-4-2019, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά, με ΓΑΚ…. και ΕΑΚ…./2019, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, στις 24-4-2019, με ΓΑΚ…. και ΕΑΚ…../2019 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 19ης-3-2020, κατά την οποία η συζήτησή της ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων για την προστασία της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού COVID-19 (από 13-3-2020 έως 31-5-2020), και στη συνέχεια, προσδιορίστηκε αυτεπαγγέλτως για τη δικάσιμο της 3ης-9-2020 με τη με αριθμό 74/2020 πράξη του ορισθέντος από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Ιωάννη Αποστολόπουλου, Εφέτη, κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 18ης-3-2021, κατά την οποία η υπόθεση δεν εκφωνήθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων για την προστασία της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού COVID-19 (από 11-2-2021 έως 22-3-2021), και στη συνέχεια, προσδιορίστηκε αυτεπαγγέλτως για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής, με τη με αριθμό 96/2021 πράξη της ορισθείσας από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Ισιδώρας Πόγκα, και γράφηκε στο οικείο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, αφού αυτή εκφωνήθηκε από το πινάκιο, ο εκκαλών εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, αφού έλαβε το λόγο από τη Δικαστή, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις, που κατέθεσε, και η εφεσίβλητη από την πληρεξούσια δικηγόρο της με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ, και ανέπτυξε τις απόψεις της με τις έγγραφες προτάσεις, που είχε προκαταθέσει.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 23-4-2019 έφεση, που κατατέθηκε, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με ΓΑΚ….. και ΕΑΚ……/24-4-2019, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου, με ΓΑΚ….. και ΕΑΚ………/24-4-2019, κατά της με αριθμό 1013/20-3-2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 5-12-2013, με αριθμό κατάθεσης …../2013, αγωγής του εκκαλούντος κατά της εφεσίβλητης, μετά από συζήτηση αντιμωλία των διαδίκων στις 2-11-2017, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα από τον ηττηθέντα ενάγοντα, στον οποίο επιδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση στις 26-3-2019, όπως αποδεικνύεται από τη με αριθμό …/26-3-2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ……., και η κρινόμενη έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, στις 24-4-2019, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 §§ 1 και 2, 511, 513 § 1 εδ. β, 516 § 1, 517, 518 § 1 και 520 ΚΠολΔ. Επομένως, εφόσον κατατέθηκε από τον εκκαλούντα στο δημόσιο ταμείο το με κωδικό ……… παράβολο των εκατό (100) ευρώ για την άσκηση αυτής (άρθρο 495 § 3 Α περ. β΄ ΚΠολΔ), η κρινόμενη έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί από το Δικαστήριο αυτό, το οποίο είναι αρμόδιο, κατά το άρθρο 19 ΚΠολΔ, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 § 1 ΚΠολ).

Με την από 5-12-2013 αγωγή του ο ενάγων ισχυρίστηκε ότι με την εναγομένη είναι αμφιθαλή αδέλφια, ότι συμφώνησαν, στις αρχές του έτους 2007, να ανεγείρουν μία οικοδομή, σε οικόπεδο, που βρίσκεται στην οδό ………… στον Πειραιά, και ανήκε κατά ψιλή κυριότητα κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου σε καθένα από αυτούς, και κατ’ επικαρπία στη θεία τους, ………, για τα έξοδα, δε, της ανέγερσης αυτής σύναψαν, αμφότεροι οι διάδικοι ως οφειλέτες, και η ……… ως εγγυήτρια, με την τράπεζα Alpha Bank τη με αριθμό …………./7-3-2007 σύμβαση δανείου συνολικού ύψους 360.000 ευρώ, με τους όρους που αναφέρονται ειδικά στην αγωγή, ενώ παράλληλα και σε συνεργασία με την εναγόμενη ξεκίνησαν τις διαδικασίες χορήγησης της απαιτούμενης πολεοδομικής άδειας. Ότι με την πρόοδο των οικοδομικών εργασιών λάμβαναν τμηματικά το συνολικό ποσό του δανείου, ότι η οικοδομή αποπερατώθηκε και συντάχθηκε το με αριθμό ……./13-10-2008 συμβόλαιο σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας της συμβολαιογράφου ……….., που έχει μεταγραφεί νόμιμα στο αρμόδιο υποθηκοφυλακείο, στο οποίο περιγράφονται οι οριζόντιες ιδιοκτησίες που λαμβάνουν οι διάδικοι. Ότι σύμφωνα με τη δανειακή σύμβαση τα δύο πρώτα έτη από Απρίλιο 2007 μέχρι Απρίλιο 2009 οι διάδικοι, ως οφειλέτες, ήταν υποχρεωμένοι να καταβάλουν μόνο τους τόκους που αναλογούσαν και μετά την πάροδο της διετίας τις τοκοχρεωλυτικές δόσεις, τα ποσά των οποίων ήταν καταβλητέα από καθένα από τους διαδίκους κατά το ήμισυ, όμως η εναγόμενη δεν κατέβαλε κανένα ποσό, με συνέπεια να υποχρεωθεί ο ίδιος να καταβάλει το σύνολο των δανειακών υποχρεώσεών τους, μέσω του με αριθμό ….. κοινού με την εναγόμενη τραπεζικού λογαριασμού, καθώς και μέσω του με αριθμό …….. προσωπικού του τραπεζικού λογαριασμού στην ανωτέρω τράπεζα, αναφέροντας αναλυτικά τις μηνιαίες καταβολές, που πραγματοποίησε από το μήνα Απρίλιο του έτους 2007 μέχρι το μήνα Οκτώβριο του έτους 2013, και συνολικά το ποσό 138.527,11 ευρώ, από το οποίο η εναγόμενη όφειλε να καταβάλει το ήμισυ, το οποίο αρνείται να του καταβάλει. Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά ο ενάγων ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το ποσό των 69.263,56 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή, και να καταδικαστεί η εναγόμενη στη δικαστική δαπάνη του. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία, αφού έγινε δεκτή η ένσταση εξόφλησης της εναγόμενης, απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη η αγωγή, καταδικάζοντας τον ενάγοντα στη δικαστική δαπάνη της εναγόμενης. Κατά της απόφασης αυτής ο ενάγων παραπονείται με την κρινόμενη έφεσή του για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να γίνει αυτή δεκτή, να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση με σκοπό να γίνει δεκτή η από 5-12-2013 αγωγή του, και να καταδικαστεί η εφεσίβλητη στη δικαστική δαπάνη του.

Από τις διατάξεις των άρθρων 481, 482 και 486 ΑΚ, σε συνδυασμό και προς εκείνη του άρθρου 416 ΑΚ, προκύπτει ότι η ολική ή μερική εκπλήρωση της οφειλής από οποιονδήποτε εις ολόκληρον συνοφειλέτη που γίνεται με σκοπό την ικανοποίηση της απαίτησης του δανειστή, έχει ως αποτέλεσμα την απόσβεση, κατά ίσο ποσό, της υποχρέωσης των λοιπών συνοφειλετών, απέναντι στον ίδιο δανειστή. Εξάλλου, η καταβολή που γίνεται από έναν συνοφειλέτη ενεργεί αντικειμενικά, απαλλάσσοντας αντίστοιχα και τους υπολοίπους συνοφειλέτες, ενώ το δεδικασμένο μεταξύ δανειστή και ενός των συνοφειλετών έχει υποκειμενική ενέργεια, αφού ούτε ωφελεί ούτε βλάπτει τους λοιπούς από αυτούς (ΑΠ 418/2010, ΑΠ 890/2005). Εφόσον ένας από τους συνοφειλέτες ικανοποίησε το δανειστή και έχει δικαίωμα αναγωγής κατά των λοιπών υποκαθίσταται στα δικαιώματα του δανειστή, ενώ σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 458 ΑΚ «Με την εκχώρηση μεταβιβάζονται και οι υποθήκες, εγγυήσεις, ενέχυρα ή άλλα παρεπόμενα δικαιώματα, που ασφα­λίζουν την απαίτηση, καθώς και τα προνό­μια, τα οποία στην αναγκαστική εκτέλεση ή στην πτώχευση συνδέονται με τη φύση της απαίτησης ή της εγγύησης». Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προ­κύπτει ότι η αναγωγή (regressus) είναι το δικαίωμα του οφειλέτη να απαιτήσει από τους εις ολόκληρον συνοφειλέτες του την κατανομή του αντικειμένου της παροχής, ώστε κάθε συνοφειλέτης να επιβαρυνθεί με την εκπλήρωση μέρους της παροχής και δη ανάλογου προς την εσωτερική τους σχέση, η δε θέσπισή της συνάδει με την εύλογη δικαιοπολιτικά θεώρηση ότι δεν είναι ενδεδειγμένο να επωμισθεί το βάρος της κοινής οφειλής μόνο ο καταβολών το σύνολο του κοινού χρέους ή εν γένει εκπληρώσας την οφειλή συνοφειλέτης, η ενέργεια του οποίου κατά τα λοιπά, στην εξωτερική σχέση των συνοφειλετών με το δανειστή, λειτουργεί όχι υποκειμενικά, αλλά αντικειμενικά και δη υπέρ του συνόλου των συνοφειλετών κατ’ άρθρο 483 ΑΚ. Με την αναγωγή, δε, παρέχεται στον εκπληρώσαντα συνοφειλέτη το δικαίωμα να απαιτήσει από τους λοιπούς συνοφειλέτες ό,τι κατέβαλε πέρα από το ποσοστό που του αναλογεί, με τον τρόπο δε αυτό να κατανεμηθεί τελικώς η παροχή κατά τα οριζόμενα στη σχέση των μερών ή στο νόμο. Προκύπτει, συνεπώς, ότι το δικαίωμα αναγωγής είναι απόρροια μιας εσωτερικής σχέσης των μερών, η οποία πηγάζει είτε από δικαιοπραξία, είτε από το νόμο και είναι ανεξάρτητη εξωτερικής σχέσης δανειστή – συνοφειλετών (Απ. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, σελ. 388, παρ. 34 και 35, Καράσης σε Γεωργιάδη / Σταθόπουλου ΑΚ, άρθρα 487-488, παρ. 1, 2, 3 και 4) (ΜονΕφΛαρ 86/2017, ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, κατά το άρθρο 416 ΑΚ η απόσβεση της ενοχής επέρχεται με καταβολή. Η καταβολή για να έχει ως αποτέλεσμα την απόσβεση της ενοχής πρέπει να είναι προσήκουσα, δηλαδή να λαμβάνει ο δανειστής, ότι πράγματι δικαιούται σύμφωνα με το νόμο ή τη σύμβαση (ΑΠ 44/2004). Από το συνδυασμό της διάταξης αυτής και εκείνης του άρθρου 422 ΑΚ προκύπτει ότι ο οφειλέτης, για την πληρωμή ορισμένου χρέους, εάν ισχυρισθεί κατ’ ένσταση ότι αυτό έχει αποσβεσθεί με καταβολή, αρκεί να αποδείξει αυτήν την καταβολή, χωρίς να είναι ανάγκη να αποδείξει και ότι η καταβολή αφορά το επίδικο χρέος, γιατί τούτο εξυπακούεται, αφού σ` αυτό αναφέρεται η δίκη (ΑΠ 178/2010, ΑΠ 1977/2009, ΑΠ 1927/2008). Ο δανειστής, αμυνόμενος, δικαιούται, κατ’ αντένσταση, να ισχυριστεί ότι η προβαλλόμενη από τον οφειλέτη καταβολή δεν αφορά στο επίδικο, αλλά σε άλλο χρέος του προς αυτόν. Στην τελευταία περίπτωση, εφόσον ο οφειλέτης αρνείται την ύπαρξη του άλλου χρέους, ο δανειστής είναι υποχρεωμένος ν` αποδείξει τα παραγωγικά του χρέους αυτού γεγονότα, ο δε οφειλέτης ν` αποκρούσει την αντένσταση προβάλλοντας, κατ’ επανένσταση, και αποδεικνύοντας, ότι η καταβολή έγινε για την εξόφληση του επίδικου χρέους με βάση το μονομερή καθορισμό του εξοφλητέου (από τα περισσότερα) χρέους είτε βάσει της διατάξεως του άρθρου 422 εδ. β` ΑΚ (ΑΠ 580/2019, ΑΠ 1367/2010, ΑΠ 1927/2008). Ειδικότερα, όπως σε κάθε ένσταση, πρέπει ν` αναφέρονται από το δανειστή, που προβάλλει την ανωτέρω αντένσταση για ύπαρξη άλλου χρέους, τα γεγονότα που, κατά νόμο, την θεμελιώνουν και μάλιστα, κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο, ώστε να μπορεί να εκτιμηθεί από το δικαστήριο και να έχει ο οφειλέτης τη δυνατότητα ν` αμυνθεί, δηλαδή πλήρη τα παραγωγικά γεγονότα του άλλου χρέους ή των τυχόν επικαλουμένων περισσοτέρων χρεών και το ύψος αυτών, γιατί αλλιώς η αντένσταση αυτή είναι απορριπτέα (ΑΠ 1221/2017, ΑΠ 1093/2017, ΑΠ 575/2015, ΑΠ 531/2015). Αν τελικά ο δανειστής δεν μπορέσει ν’ αποδείξει ότι η καταβολή αφορούσε άλλο χρέος του οφειλέτη προς αυτόν, τότε το καταβληθέν ποσό καταλογίζεται στο μοναδικό πλέον χρέος που οφείλει ο τελευταίος (ΑΠ 666/2020, ΤΝΠ Νόμος).

Από την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων και ειδικότερα, των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου απόφαση, όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ορισμένα από τα οποία αναφέρονται ειδικότερα κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, της αριθμό ……/2011 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα ……….., ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς ….., η οποία ελήφθη µε πρωτοβουλία της εναγόμενης κατόπιν νόμιμης προηγούμενης κλήσης του ενάγοντος, και τέλος των ομολογιών των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους (άρθρα 261 και 352 ΚΠολΔ), και τις ομολογίες των τελευταίων, ενώ δεν λαμβάνονται υπόψη α) το με αριθμό 148/2015 πρακτικό δημοσίευσης ιδιόγραφης διαθήκης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς (σχετικό 3), β) τα αντίγραφα των εκκαθαριστικών σημειωμάτων για τα έτη 2005 και 2016 (σχετικό 7), και γ) αντίγραφο εντύπου Ε9 (σχετικό 10), τα οποία επικαλείται ο ενάγων με τις προτάσεις του στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αλλά δεν προσκομίσθηκαν από αυτόν, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Οι διάδικοι είναι αμφιθαλή αδέλφια, και η …….. (μη διάδικος) θεία τους – αδελφή του πατέρα τους, Δημητρίου, η οποία με δωρεά εν ζωή, κατά το με αριθμό …/29-12-2006 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πειραιώς ………, το οποίο έχει νόμιμα μεταγραφεί στα βιβλία μεταγραφών του αρμόδιου υποθηκοφυλακείου, στον τόμο … με αριθμό …., τους μεταβίβασε την ψιλή κυριότητα, κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου στον καθένα, παρακρατώντας για τον εαυτό της και εφ’ όρου ζωής της το δικαίωμα της επικαρπίας, ένα οικόπεδο, που βρίσκεται στην περιφέρεια του Δήμου Πειραιά, εντός του εγκεκριμένου σχεδίου πόλης του δήμου αυτού, στην περιοχή ….., στην οδό ………….. Στη συνέχεια, αποδείχθηκε ότι οι διάδικοι, αρχές του έτους 2007, συμφώνησαν, προς αξιοποίηση του ανωτέρω ακινήτου με την ανέγερση οικοδομής, να ζητήσουν τη χορήγηση στεγαστικού δανείου, και, κατόπιν συνεννόησης με τα στελέχη της ALPHA Τράπεζας, σύναψαν με την τελευταία, οι διάδικοι ως οφειλέτες, και η θεία τους, ……….. ως εγγυήτρια, τη με αριθμό …../7-3-2007 σύμβαση στεγαστικού δανείου, κατά την οποία, σε συνδυασμό με την πρόσθετη πράξη αυτής, το συνολικό ύψος του δανείου ανερχόταν στις 360.000 ευρώ, ο αριθμός των δόσεων συνομολογήθηκε σε 276, με περίοδο χάριτος 24 μηνών από την αρχική μερική ή ολική εκταμίευση του δανείου, η πληρωμή της πρώτης δόσης συμφωνήθηκε ένα μήνα μετά από τη λήξη της περιόδου χάριτος, η δε πληρωμή της τελευταίας δόσης συμφωνήθηκε είκοσι πέντε (25) έτη μετά την αρχική ολική ή μερική εκταμίευση του δανείου, προς εξασφάλιση, δε, της δανείστριας τράπεζας εγγράφηκε στο ανωτέρω οικόπεδο συναινετική προσημείωση υποθήκης με τη με αριθμό 21014/2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών για το ποσό 432.000 ευρώ, ενώ ταυτόχρονα οι διάδικοι ξεκίνησαν τις απαιτούμενες ενέργειες για την έκδοση πολεοδομικής άδειας (με αριθμό …./23-1-2007 της Πολεοδομίας Πειραιώς) και την ανέγερση – αποπεράτωση της οικοδομής. Επιπλέον, αποδείχθηκε ότι με τη με αριθμό ……./13-10-2008 πράξη της ιδίας ως άνω συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα στα ως άνω βιβλία μεταγραφών, τόμος …., αριθμός …., οι διάδικοι με τη θεία τους προέβησαν στη σύσταση οριζόντιων ιδιοκτησιών κατά το Ν 3741/1929 και προσδιορισμό των αυτοτελών και ανεξάρτητων οριζόντιων (υπόγειο, ισόγειο, πρώτο – δεύτερο – τρίτο – τέταρτο και πέμπτο πάνω από το ισόγειο ορόφους) ιδιοκτησιών της προαναφερόμενης οικοδομής, και στην κατανομή αυτών· ειδικότερα, δε, θα περιέρχονταν στην ανωτέρω ………. κατά το δικαίωμα της ισόβιας επικαρπίας όλες οι σχηματιζόμενες οριζόντιες ιδιοκτησίες της πολυκατοικίας μετά των παρακολουθημάτων αυτών, και κατά το δικαίωμα της ψιλής κυριότητας στους διαδίκους ως εξής : i) στον ενάγοντα α) η με αριθμό 2 αποθήκη υπόγειου ορόφου, β) η υπό στοιχεία Δ1-Ε1 οριζόντια ιδιοκτησία-μεζονέτα του τέταρτου και πέμπτου ορόφου με το παρακολούθημά της με αριθμό 3 θέση στάθμευσης αυτοκινήτου, γ) ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου επί της με αριθμό 3 αποθήκης υπογείου ορόφου, και δ) ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου επί του υπό στοιχεία A-1 διαμερίσματος του πρώτου ορόφου με το παρακολούθημά του με αριθμό 1 θέση στάθμευση αυτοκινήτου, με τα αναλογούντα σε αυτές (οριζόντιες ιδιοκτησίες) ποσοστά συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο, και ii) στην εναγόμενη α) η με αριθμό 1 αποθήκη υπόγειου ορόφου, β) η υπό στοιχεία Β1-Γ1 οριζόντια ιδιοκτησία-μεζονέτα του δεύτερου και τρίτου ορόφου με το παρακολούθημά της με αριθμό 2 θέση στάθμευσης αυτοκινήτου, γ) ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου επί της με αριθμό 3 αποθήκης υπογείου ορόφου, και δ) ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου επί του υπό στοιχεία A-1 διαμερίσματος του πρώτου ορόφου με το παρακολούθημά του με αριθμό 1 θέση στάθμευση αυτοκινήτου, με τα αναλογούντα σε αυτές (οριζόντιες ιδιοκτησίες) ποσοστά συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι το συνολικό ποσό, που χορηγήθηκε στους διαδίκους, ανήλθε σε 355.500 ευρώ, το οποίο αμφότεροι οι διάδικοι συνομολογούν· την αποπληρωμή, δε, του ανωτέρω στεγαστικού δανείου είχαν συμφωνήσει οι διάδικοι να πραγματοποιούν ο καθένας κατά το ήμισυ της εκάστοτε πληρωτέας δόσης, γεγονός που συνομολογεί η εναγόμενη. Επίσης, αποδείχθηκε ότι η ως άνω δανείστρια τράπεζα κατά το χρόνο χορήγησης του ένδικου δανείου και προς εξυπηρέτηση αυτού άνοιξε στο όνομα αμφότερων των διαδίκων δύο κοινούς τραπεζικούς λογαριασμούς, συνδεόμενους με το συγκεκριμένο δάνειο, και συγκεκριμένα α) το με αριθμό ………, στον οποίο εκταμιεύονταν από την τράπεζα σε δόσεις το ποσό του δανείου και μετέπειτα γινόταν η καταβολή των επιμέρους δόσεων του δανείου – εξόφληση, και β) το με αριθμό …………, στον οποίο γίνονταν η κίνηση του κεφαλαίου, δηλαδή μεταφέρονταν τα χρήματα του δανείου (με την εκταμίευση), καταβάλλονταν διάφορες οφειλές από και προς τους διαδίκους, και από τον οποίο μεταφέρονταν προς εξόφληση τα επιμέρους ποσά των δόσεων του δανείου προς τον ανωτέρω με αριθμό ……….. λογαριασμό. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η δανείστρια τράπεζα στις 21-3-2007 εκταμίευσε, με κατάθεση στο με αριθμό λογαριασμού …….., α) την πρώτη δόση δανείου ποσού 108.500 ευρώ, το οποίο στις 22-3-2007 μεταφέρθηκε στο δεύτερο λογαριασμό κίνησης με αριθμό ………, στις 4-5-2007 εκταμίευσε, με κατάθεση στο με αριθμό λογαριασμού ………., β) τη δεύτερη δόση δανείου ποσού 94.500 ευρώ, το οποίο στις 7-5-2007 μεταφέρθηκε στο δεύτερο λογαριασμό κίνησης με αριθμό ……., στις 9-7-2007 εκταμίευσε, με κατάθεση στο με αριθμό λογαριασμού ……., γ) την τρίτη δόση δανείου ποσού 73.500 ευρώ, το οποίο στις 10-7-2007 μεταφέρθηκε στον ίδιο ως άνω δεύτερο λογαριασμό, στις 28-12-2007 εκταμίευσε, με κατάθεση στο με αριθμό λογαριασμού ……, δ) την τέταρτη δόση δανείου ποσού 49.000 ευρώ, το οποίο στις 31-12-2007 μεταφέρθηκε στον ίδιο ως άνω δεύτερο λογαριασμό, και ε) στις 22-4-2008 εκταμίευσε, με την κατάθεση στο με αριθμό λογαριασμού …………, την πέμπτη δόση δανείου ποσού 30.000 ευρώ, το οποίο στις 23-4-2008 μεταφέρθηκε στον ίδιο ως άνω δεύτερο λογαριασμό, συνολικά, δε, εκταμιεύτηκε το ποσό των 355.500 ευρώ. Ακολούθως, αποδείχθηκε ότι κατά τους όρους της ανωτέρω δανειακής σύμβασης καταβλήθηκαν προς εξόφληση του ένδικου δανείου, δόσεις τόκων περιόδου χάριτος, με μεταφορά και πίστωση του µε αριθμό ……… λογαριασμού α) την 1-4-2007 το ποσό των 153,04 ευρώ, για τον 4ο/2007, β) στις 3-7-2007 το ποσό των 1.969,84 ευρώ, για τον 7ο/2007, γ) στις 2-10-2007 το ποσό των 3.187,32 ευρώ, για τον 10ο/2007, δ) στις 4-1-2008 το ποσό των 3.287,85 ευρώ, για τον 1ο/2008, ε) στις 4-4-2008 το ποσό των 3.800,74 ευρώ, για τον 4ο/2008, στ) την 1-7-2008 το ποσό των 4.072,31 ευρώ, για τον 7ο/2008, ζ) στις 7-10-2008 το ποσό των 4.194,89 ευρώ, για τον 10ο/2008, η) στις 2-1-2009 το ποσό των 4.198,12 ευρώ, για τον 1ο/2009, θ) στις 30-3-2009 το ποσό των 3.647,13 ευρώ, για τον 4ο/2009, συνολικά δε εξοφλήθηκαν για την ως άνω αιτία (τόκοι περιόδου χάριτος) το ποσό των 28.511,24 ευρώ, και όχι το ποσό των 29.293,43 ευρώ, όπως ισχυρίζεται ο ενάγων, αφού οι καταβολές για τους μήνες 1ο και 4ο του έτους 2008 ανέρχονται στα ποσά των 3.287,85 ευρώ και των 3.800,74 ευρώ αντίστοιχα, και όχι στα ποσά των 3.801,14 ευρώ και των 4.069,65 ευρώ αντίστοιχα. Επίσης, αποδείχθηκε ότι μετά την περίοδο χάριτος καταβλήθηκαν, σύμφωνα με τους όρους της ανωτέρω δανειακής σύμβασης, οι τοκοχρεωλυτικές δόσεις του δανείου για τους μήνες από τον 4ο/2009 μέχρι και τον 10ο/2013 συνολικού ποσού 109.233,68 ευρώ με πίστωση χρηματικών ποσών του ως άνω κοινού τραπεζικού λογαριασμού των διαδίκων µε αριθμό ………… Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι τα ανωτέρω ποσά 28.511,24 ευρώ και 109.233,68 ευρώ, συνολικά, δε, 137.744,92 ευρώ καταβλήθηκαν τόσο από τον ενάγοντα όσο και από την εναγόμενη. Συγκεκριμένα, αποδείχθηκε ότι την 1-3-2010 ο ενάγων και η θεία των διαδίκων, ……, εκμίσθωσαν στην εταιρία µε την επωνυμία «……….» ένα κατάστημα εμβαδού 10τµ, επί της οδού ………. µε μηνιαίο μίσθωμα ύψους 1.500 ευρώ, αναπροσαρμοζόμενο κατ’ έτος, με την υποχρέωση καταβολής αυτού την πρώτη ημέρα κάθε μήνα με κατάθεση στον ανωτέρω κοινό τραπεζικό λογαριασμό των διαδίκων με αριθμό ………., ο οποίος, για το λόγο αυτό, πιστώθηκε κατά το έτος 2010 πιστώθηκε με το ποσό των 15.395 ευρώ, το έτος 2011 µε το ποσό των 19.510,43 ευρώ, το έτος 2012 µε το ποσό των 15.542,45 ευρώ, και το έτος 2013 µε το ποσό των 15.179,40 ευρώ, συνολικά δηλαδή µε το ποσό των 65.627,28 ευρώ, όπως αποδεικνύεται από τα σχετικά αντίγραφα κίνησης του ανωτέρω λογαριασμού, που προσκομίζουν και επικαλούνται αμφότεροι οι διάδικοι, ποσό που ανήκε κατά ήμισυ ποσοστό σε καθένα από τους δύο εκμισθωτές (ενάγοντα και ………), και δη το ποσό των 32.813,63 ευρώ στον καθένα από τους συνεκµισθωτέες του ανωτέρω καταστήματος. Το γεγονός ότι το ανωτέρω έσοδο της θείας των διαδίκων από την προαναφερόμενη εκμίσθωση εξυπηρετούσε την ένδικη δανειακή σύμβαση συνομολογούν αμφότεροι οι διάδικοι. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι το ποσό των 32.813,63 ευρώ, έσοδα της ……….. από την εκμίσθωση του ποσοστού της στο ανωτέρω κατάστημα, είχε συμφωνηθεί να κατατίθεται στον ανωτέρω κοινό λογαριασμό των διαδίκων και να πιστώνεται στις δανειακές υποχρεώσεις για λογαριασμό της εναγόμενης ως οικονομική συνδρομή προς την τελευταία από τη θεία της για την αποπληρωμή των δόσεων του δανείου, γεγονός που αποδεικνύεται από την επιλογή του ανωτέρω λογαριασμού και όχι οποιουδήποτε άλλου λογαριασμού της ανωτέρω εκμισθώτρια. Αντίθετα, δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι η πίστωση του ανωτέρω ποσού καταβαλλόταν για αμφότερους τους διαδίκους, καθόσον δεν προέκυψε από τα εισφερθέντα αποδεικτικά μέσα. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι την ίδια ημερομηνία (1-3-2010) η ……. εκμίσθωσε στην ίδια ως άνω εταιρία, «………», ένα κατάστημα εμβαδού 50τµ, επί της οδού ……….. µε μηνιαίο μίσθωμα ύψους 3.000 ευρώ, αναπροσαρμοζόμενο κατ’ έτος, με την υποχρέωση καταβολής αυτού την πρώτη ημέρα κάθε μήνα με κατάθεση στο με αριθμό …….. τραπεζικό λογαριασμό της Εθνικής Τράπεζας, ο οποίος ήταν κοινός λογαριασμός της ανωτέρω εκμισθώτριας και του ενάγοντος, και από τον οποίο πιστώθηκε συνολικά ο µε αριθμό ……… κοινός λογαριασμός των διαδίκων προς εξυπηρέτηση του ανωτέρω δανείου με το συνολικό ποσό των 63.350 ευρώ, όπως προκύπτει από τα αντίγραφα των ανωτέρω δύο τραπεζικών λογαριασμών, που προσκομίζονται με επίκληση από τους διαδίκους· το ποσό αυτό, δε, καταβαλλόταν με εμβάσματα για την εξόφληση των δανειακών υποχρεώσεων αμφοτέρων, κατόπιν εντολής της θείας των διαδίκων, η οποία με τα έσοδα εκμίσθωσης του αποκλειστικά δικού της καταστήματος επιθυμούσε να συνδράμει στην αποπληρωμή του δανείου. Κατ’ αποτέλεσμα για λογαριασμό της εναγόμενης καταβλήθηκε το ποσό των 31.675 ευρώ προς εξυπηρέτηση του ένδικου δανείου, το οποίο δεν προήλθε από κεφάλαια του ενάγοντος. Σε κάθε περίπτωση δεν αποδείχθηκε ότι τα συγκεκριμένα εμβάσματα, που προέρχονταν από έσοδα της ………….., αποτελούσαν εξόφληση δόσεων του δανείου μόνο υπέρ του ενάγοντος, καθόσον δεν επιβεβαιώνεται από κάποιο από τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίζονται με επίκληση. Αντίθετα, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων ήταν άνεργος από το έτος 2007 κατά το ένδικο χρονικό διάστημα, και παρά την επίκλησή τους δεν προσκομίζει τα σχετικά φορολογικά στοιχεία για να αποδείξει την οικονομική του κατάσταση. Συνεπώς, από τα ανωτέρω αποδείχθηκε ότι για λογαριασμό της εναγόμενης καταβλήθηκαν για την ένδικη δανειακή σύμβαση κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα στον κοινό τραπεζικό λογαριασμό προς εξόφληση του δανείου το ποσό των 64.488,63 ευρώ (= 32.813,63 + 31.675). Επίσης, αποδείχθηκε ότι η ……., μητέρα των διαδίκων, είχε στο όνομά και των τέκνων της το με αριθμό …… κοινό τραπεζικό λογαριασμό στην ALPHA Τράπεζα, από τον οποίο πραγματοποιήθηκαν οι παρακάτω αναλήψεις : στις 24-1-2007 του ποσού των 18.000 ευρώ, στις 12-3-2007 του ποσού των 20.000 ευρώ, στις 28-2-2008 του ποσού των 35.000 ευρώ, και στις 7-10-2008 του ποσού των 30.000 ευρώ, και συνολικά το ποσό των 103.000 ευρώ, το οποίο συνομολογούν οι διάδικοι ότι τους παραδόθηκε κατά το ήμισυ, ύψους 51.500 ευρώ, στον καθένα από τη μητέρα τους προς εξυπηρέτηση της ένδικης δανειακής σύμβασης, όπως καταθέτει και ο μάρτυρας της εναγόμενης και περιέχεται στα πρακτικά της δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η οποία επιβεβαιώνεται και από το περιεχόμενο της ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα …………. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι διάδικοι συνομολογούν ότι την ευθύνη κατά την ανέγερση της ένδικης οικοδομής στην οδό ………., στην ……. Πειραιά, καθώς και την οικονομική διαχείριση για την αποπεράτωση αυτής είχε αναλάβει από την αρχή ο ενάγων, ωστόσο, δεν αποδείχθηκε ότι από τις 24-1-2007, έκδοση της με αριθμό …. οικοδομικής άδειας της Διεύθυνσης Πολεοδομίας δήμου Πειραιά, και μέχρι τις 14-11-2013, επίδοση της εξώδικης διαμαρτυρίας – πρόσκλησης του ενάγοντος προς την εναγόμενη, ο ενάγων εκπλήρωνε μόνος του και με ίδια κεφάλαια τις δανειακές υποχρεώσεις αμφοτέρων των διαδίκων, καθόσον, όπως προαναφέρεται, δεν αποδείχθηκε ούτε η οικονομική προς τούτο δυνατότητά του. Επιπλέον, δεν αποδείχθηκε ότι το έργο ανέγερσης της ανωτέρω πενταόροφης οικοδομής ανέρχεται στο ποσό των 500.000 ή 510.000 ευρώ (όπως αναφέρεται στα δικόγραφα της προσθήκης – αντίκρουσης και της έφεσης αντίστοιχα), και ότι τα προαναφερόμενα ποσά, από τη θεία, ………, και τη μητέρα, ………, των διαδίκων δωρίθηκαν για άλλη αιτία, όπως το υπερβάλλον κόστος της ανέγερσης, και όχι για την εξυπηρέτηση της ένδικης δανειακής σύμβασης. Σε κάθε περίπτωση οποιεσδήποτε απαιτήσεις του ενάγοντος από την κοινωνία – διοίκηση κοινού δεν αποτελούν αντικείμενο της κρινόμενης αγωγής, η οποία αφορά μόνο στην απαίτησή του από την καταβολή δόσεων του ένδικου στεγαστικού δανείου. Αντίθετα, αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη, όπως και η θεία και η μητέρα των διαδίκων, είχαν απόλυτη εμπιστοσύνη στον ενάγοντα, για να του παραδώσουν τη διαχείριση του έργου της ανέγερσης της οικοδομής και της αποπληρωμής του δανείου, μέχρι την επίδοση, στις 14-11-2013, της εξώδικης δήλωσης του ενάγοντος προς την εναγόμενη, οπότε η τελευταία καταβάλει το ποσό που της αναλογεί στις δόσεις του δανείου με εμφανή τρόπο σε ατομικό – προσωπικό λογαριασμό του ενάγοντος στην τράπεζα Alpha Bank, γεγονός που αποδέχεται ο τελευταίος. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη έχει καταβάλει στον ενάγοντα για τους τόκους της περιόδου χάριτος, Απριλίου 2007 – Απριλίου 2009, και τις τοκοχρεωλυτικές δόσεις των μηνών Απριλίου 2009 μέχρι και Οκτωβρίου 2013 του ένδικου στεγαστικού δανείου το συνολικό ποσό των 115.988,63 ευρώ (= 32.813,63 + 31.675 + 51.500) από τις δωρεές της θείας της…., και της μητέρας της, …………, οι οποίες καταβλήθηκαν προς εξυπηρέτηση του ανωτέρω δανείου για λογαριασμό της εναγόμενης, και επομένως προσμετρώνται στην απόσβεση της δανειακής υποχρέωσης της. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με τις ίδιες αιτιολογίες απέρριψε την κρινόμενη αγωγή, δεν έσφαλε, αλλά ορθά ερμήνευσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, και οι αντίθετοι ισχυρισμοί του εκκαλούντος ενάγοντος, που αποτελούν σχετικούς λόγους έφεσης, πρέπει ν’ απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι. Κατόπιν των ανωτέρω, αφού απορρίφθηκαν όλοι οι λόγοι έφεσης, πρέπει η κρινόμενη έφεση κατά της με αριθμό 1013/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, και να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παράβολου, που κατατέθηκε από τον εκκαλούντα – ενάγοντα, για την άσκησή της (άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ). Τέλος, ο εκκαλών πρέπει να καταδικαστεί στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός της (άρθρα 176, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την από 23-4-2019, με ΓΑΚ….. και ΕΑΚ…../2019 έφεση.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν ως ουσιαστικά αβάσιμη.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου (με κωδικό αριθμό ………., ποσού 100 ευρώ), που κατατέθηκε για την άσκηση της έφεσης.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εκκαλούντα στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης αυτού του βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στον Πειραιά, στις 17-6-2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ