Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 351/2022

Αριθμός  351/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ)

Β΄ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία – Αλεξάνδρα Ζήκου, Εφέτη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Δικαστηρίου τούτου, και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ : ……….., την οποία εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Παντελή Κοναξή (ΑΜ Δ.Σ. Αθηνών ……) με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ : ………….., τον οποίο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Παναγιώτη Κουλουρούδη (ΑΜ Δ.Σ. Αθηνών …..) με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ.

Ο ενάγων – εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την τακτική διαδικασία, την από 8-12-2016 (ΓΑΚ…….. και ΕΑΚ………./2016) αγωγή του, κατά της εναγόμενης – εκκαλούσας. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, αρχικά η με αριθμό 3057/2018 μη οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία, αφού χωρίστηκε και παραπέμφηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς το αίτημα παράλειψη μελλοντικών πράξεων προσβολής του ενάγονοτος, αναβλήθηκε η έκδοση οριστικής απόφασης επί της αγωγής αποζημίωσης μέχρι την αμετάκλητη περαίωση της αναφερόμενης ποινικής διαδικασίας, και στη συνέχεια, κατόπιν της από 8-9-2018 (ΓΑΚ……. και ΕΑΚ……../2018) κλήση του ενάγοντος, η με αριθμό 32/2020 οριστική απόφαση, με την οποία έγινε μερικά δεκτή η ανωτέρω αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής η εκκαλούσα – εναγόμενη άσκησε την από 12-6-2020 έφεσή της, η οποία κατατέθηκε, στις 12-6-2020, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά, με ΓΑΚ….. και ΕΑΚ …../2020, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, την 1-10-2020, με ΓΑΚ….. και ΕΑΚ……../2020 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής, και γράφηκε στο οικείο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, αφού αυτή εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι εκπροσωπήθηκαν από τους ανωτέρω πληρεξούσιους δικηγόρους τους, με δηλώσεις κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ, και ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις, που είχαν προκαταθέσει.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 12-6-2020 έφεση, που κατατέθηκε, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με ΓΑΚ……. και ΕΑΚ……./12-6-2020, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου, με ΓΑΚ……. και ΕΑΚ……../1-10-2020, κατά της με αριθμό 32/7-1-2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, και της συμπροσβαλλόμενης με αριθμό 3057/2-7-2018 μη οριστικής απόφασης του ίδιου Δικαστηρίου για την αναβολή έκδοσης οριστικής απόφασης, οι οποίες εκδόθηκαν, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 8-12-2016, με ΓΑΚ……. και ΕΑΚ………./9-12-2016 αγωγής του εφεσίβλητου εναντίον της εκκαλούσας, μετά από συζήτηση αντιμωλία των διαδίκων στις 31-10-2018 και 10-5-2017 αντίστοιχα, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα από την ηττηθείσα εναγόμενη, εφόσον οι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης στην εκκαλούσα και δεν παρήλθε διετία από τη δημοσίευση αυτής, στις 7-1-2020, μέχρι την κατάθεση της έφεσης, στις 12-6-2020, στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 §§ 1 και 2, 511, 513 § 1 εδ. β, 516 § 1, 517, και 518 § 2 ΚΠολΔ. Επομένως, εφόσον κατατέθηκε από την εκκαλούσα στο δημόσιο ταμείο το με κωδικό ………. παράβολο των εκατό (100) ευρώ για την άσκηση αυτής (άρθρο 495 § 3 Α περ. β΄ ΚΠολΔ), η κρινόμενη έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί από το Δικαστήριο αυτό, το οποίο είναι αρμόδιο, κατά το άρθρο 19 ΚΠολΔ, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 § 1 ΚΠολ).

Με την από 8-12-2016 αγωγή του ο ενάγων εκθέτει ότι η εναγόμενη κατέθεσε σε δημόσιες αρχές α) την από 29-4-2011 προφορική μήνυσή στο Α. Τ. Αίγινας για τα αδικήματα της αυτοδικίας, της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας, της παράνομης κατακράτησης και παράνομης βίας, β) την από 8-5-2011 αίτησή της στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς για τη θέση σε δικαστική συμπαράσταση της μητέρας του, γ) την από 23-5-2011 αίτησή της στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, δ) την από 14-7-2011 αίτησή της ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και τις από 20-1-2012 προτάσεις της, ε) την από 19-7-2011 μήνυσή της στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς σε βάρος του για το αδίκημα της απάτης στο δικαστήριο, στ) την από 3-6-2011 (από προφανή παραδρομή, το ορθό ημερομηνία συζήτησης 3-6-2011, από 9-5-2011 αίτηση – από 13-5-2011 κατάθεσης) αίτησή της στο Ειρηνοδικείο Αίγινας και ζ) την από 5-12-2011 αίτησή της ασφαλιστικών μέτρων στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, που του κοινοποιήθηκε στις 13-1-2012, στα οποία η εναγόμενη περιέλαβε προσβλητικούς και αναληθείς σε βάρος του χαρακτηρισμούς και πράξεις, των οποίων το ψευδές γνώριζε, με αποτέλεσμα να διασυρθεί στο στενό οικογενειακό περιβάλλον του και στον κοινωνικό περίγυρό του, ενώ περιήλθαν σε γνώση ευρύ κύκλου προσώπων τόσο στην Αίγινα όσο και στον Πειραιά καταρρακώνοντας την προσωπικότητά του και δημιουργώντας του ψυχολογικά τραύματα. Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, ο ενάγων ζήτησε, για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, που υπέστη από τις άδικες πράξεις της εναγόμενης, μετά από μερικό περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής του σε έντοκο αναγνωριστικό, µε δήλωση στις προτάσεις του, που κατατέθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα, α) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το ποσό των 30.040 ευρώ, από το οποίο αφαίρεσε το ποσό των 40 ευρώ, το οποίο επιφυλάχθηκε να ζητήσει στα ποινικά δικαστήρια με την παράστασή του ως πολικώς ενάγων, β) να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγόμενης να του καταβάλει το ποσό των 20.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, γ) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να παραλείπει κάθε πράξη προσβολής της προσωπικότητάς του στο μέλλον, δ) να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή, ε) να απαγγελθεί σε βάρος της προσωπική κράτηση, διάρκειας ενός έτους, ως μέσου αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί, καθώς και να καταδικαστεί αυτή στη δικαστική δαπάνη του. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, αρχικά η με αριθμό 3057/2-7-2018 μη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία αφού έκρινε ότι ανεπίτρεπτα σωρεύεται αντικειμενικά το αίτημα, μη αποτιμητό σε χρήμα, της παράλειψης προσβολής στο μέλλον, διέταξε το χωρισμό των αιτημάτων και παρέπεμψε στο καθ’ ύλη και κατά τόπο αρμόδιο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, επιβάλλοντας τα δικαστικά έξοδα της εναγόμενης στον ενάγοντα, και ανέβαλε τη συζήτηση της υπόθεσης κατά το έτερο αίτημα, της χρηματικής ικανοποίησης της ηθικής βλάβης, μέχρι την αμετάκλητη περαίωση της σχετικής εκκρεμούς ποινικής διαδικασίας. Μετά την αμετάκλητη περαίωση της ποινικής διαδικασίας επανήλθε προς συζήτηση η αγωγή, με την από 8-9-2018 (ΓΑΚ…….. και ΕΑΚ………/2018) κλήση του ενάγοντος, και εκδόθηκε η εκκαλούμενη με αριθμό 32/7-1-2020 οριστική απόφαση του, με την οποία, αφού απορρίφθηκε η αγωγή για τις έξι περιπτώσεις, που αναφέρονται ανωτέρω με στοιχεία α), β), γ), δ) πρώτο δικόγραφο, ε) και στ), δεκτής γενομένης της ένστασης παραγραφής της εναγόμενης, έγινε μερικά δεκτή η αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη για δύο αναφερόμενες περιπτώσεις, με στοιχεία δ) δεύτερο δικόγραφο και ζ), και υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 4.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, απορρίπτοντας τα παρεπόμενα αιτήματα της κήρυξης προσωρινής εκτελεστότητας και της απαγγελίας προσωπικής κράτησης, και επέβαλε σε βάρος της εναγόμενης μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος ύψους 450 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής, και της συμπροσβαλλόμενης μη οριστικής απόφασης (άρθρο 513 § 2 ΚΠολΔ), παραπονείται η εκκαλούσα, με την κρινόμενη έφεσή της, για λόγους που ανάγονται σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί, δε, να γίνει δεκτή αυτή, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, καθώς και να καταδικαστεί ο εφεσίβλητος στη δικαστική δαπάνη της αμφότερων των βαθμών. Πρέπει να σημειωθεί ότι κατά των ανωτέρω απορριπτικών διατάξεων της εκκαλούμενης απόφασης δεν έχει ασκηθεί έφεση ή αντέφεση από τους έχοντες προς τούτο έννομο συμφέρον και επομένως τα σχετικά με αυτές κεφάλαια δεν έχουν μεταβιβαστεί ενώπιον του δευτεροβάθμιου τούτου Δικαστηρίου (άρθρο 536 § 1 ΚΠολΔ, ΑΠ 158/2021, ΤΝΠ Νόμος).

Για να γεννηθεί η αξίωση προστασίας από την προσβολή της προσωπικότητας, κατά τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 914 και 932 του ΑΚ, θα πρέπει η προσβολή να είναι παράνομη, να αντίκειται δηλαδή σε διάταξη που απαγόρευε συγκεκριμένη πράξη, με την οποία προσβάλλεται ορισμένη έκφανση αυτής, είναι δε αδιάφορο σε ποιο τμήμα του δικαίου βρίσκεται η διάταξη που απαγορεύει την προσβολή (ΑΠ 1612/2014, ΑΠ 2209/2013, ΑΠ 132/2013). Έτσι, η προσβολή μπορεί να προέλθει και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως εξύβριση, απλή δυσφήμηση ή συκοφαντική δυσφήμηση, που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 361, 362 και 363 του ΠΚ. Ειδικότερα, κατά τα άρθρα αυτά, εξύβριση διαπράττει όποιος προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή έργο ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, ενώ, όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ισχυρίζεται ενώπιον τρίτου ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός, που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφήμησης και αν το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε το ψεύδος, τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμισης. Ως γεγονός, κατά τις παραπάνω διατάξεις, νοείται κάθε περιστατικό του εξωτερικού κόσμου ή αντίθετη προς την ηθική ή την ευπρέπεια σχέση ή συμπεριφορά, εφόσον ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν και υποπίπτουν στις αισθήσεις, ώστε να είναι δεκτικά απόδειξης, συνιστά δε ισχυρισμό του γεγονότος κάθε σχετική μ` αυτό ανακοίνωση, που βασίζεται είτε σε προσωπική αντίληψη ή γνώμη είτε σε υιοθέτηση της γνώμης άλλου. Αντίθετα, διάδοση γεγονότος, συνιστά η περαιτέρω απλή μετάδοση της σχετικής ανακοίνωσης, που έγινε από άλλον. Για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της δυσφήμησης απαιτείται, γνώση του δράστη ότι, το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο απ` αυτόν ενώπιον τρίτου γεγονός είναι κατάλληλο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου και θέληση του ίδιου να ισχυρισθεί ή να διαδώσει ενώπιον τρίτου το βλαπτικό για άλλον γεγονός, ενώ, για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης, απαιτείται, επιπλέον, και γνώση του δράστη ότι το γεγονός είναι ψευδές. Έτσι σε περίπτωση που ο δράστης δεν γνώριζε το ψεύδος του γεγονότος που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε ή είχε αμφιβολίες γι` αυτό, δεν στοιχειοθετείται μεν το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης σε βάρος άλλου, παραμένει όμως ως έγκλημα η απλή δυσφήμιση, που προσβάλλει επίσης την προσωπικότητα του άλλου σε βαθμό μη ανεκτό από την έννομη τάξη. Ωστόσο, ως αστικό αδίκημα η δυσφήμηση θεμελιώνεται υποκειμενικά και σε απλή αμέλεια του δράστη και, συνεπώς, όποιος από πρόθεση ή από αμέλεια ισχυρίζεται ή διαδίδει προς τρίτους γεγονότα αναληθή, που βλάπτουν την επαγγελματική ή γενικότερα την οικονομική ελευθερία άλλου, και, κατ` αυτή την έννοια θίγουν την τιμή και την υπόληψή του, προσβάλλοντας παράνομα την προσωπικότητά του, έχει υποχρέωση, εφόσον γνωρίζει ή υπαίτια αγνοεί την αναλήθεια των γεγονότων αυτών, να αποζημιώσει τον άλλο και να ικανοποιήσει και την ηθική βλάβη του, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 367 παρ.1 ΠΚ περιπτώσεις, που αίρουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξης του, τόσο ως ποινικό όσο και ως αστικό αδίκημα, αφού οι διατάξεις των άρθρων 361-367 ΠΚ εφαρμόζονται αναλογικά για την ενότητα της έννομης τάξης και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου. Έτσι, σύμφωνα με την παρ.1 του άρθρου 367 ΠΚ ο άδικος χαρακτήρας της δυσφημιστικής εκδήλωσης, κατ` αρχήν, αίρεται και όταν αυτή γίνεται για την εκτέλεση νομίμων καθηκόντων, την άσκηση νόμιμης εξουσίας ή για τη διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον ή σε ανάλογες περιπτώσεις. Κατ` εξαίρεση, όμως, το αποτέλεσμα αυτό δεν επέρχεται, σύμφωνα με την παρ.2 του άρθρου 367 ΠΚ, και παραμένει η ποινική ευθύνη, όταν, από τον τρόπο της εκδήλωσης ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη, προκύπτει σκοπός εξύβρισης, που κατευθύνεται ειδικώς σε προσβολή της τιμής άλλου, με αμφισβήτηση της ηθικής ή κοινωνικής αξίας του προσώπου του και περιφρόνηση αυτού. Ειδικός σκοπός εξύβρισης υπάρχει στον τρόπο εκδήλωσης της προσβλητικής συμπεριφοράς, όταν αυτός δεν ήταν, κατ` αντικειμενική κρίση, αναγκαίος για την ακριβή και πρέπουσα απόδοση των στοχασμών του προσβολέα, ο οποίος μολονότι τελούσε σε επίγνωση τούτου, χρησιμοποίησε τον τρόπο αυτό για να προσβάλει την τιμή και την υπόληψη του άλλου (ΑΠ 2209/2013, ΑΠ 1897/2006). Από την ανωτέρω διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 367 του ΠΚ προκύπτει ότι ο νόμος εισάγει εξαιρέσεις, όσον αφορά την εκδήλωση έκφρασης γνώμης ή κρίσης, έστω και δυσμενούς. Με τη διάταξη αυτή εισάγεται λόγος που αίρει τον άδικο χαρακτήρα της πράξης της εξύβρισης και της απλής δυσφήμησης. Νόμιμο καθήκον είναι εκείνο που πηγάζει από τον νόμο και παρέχει δικαίωμα στον φορέα να ενεργήσει, εντός όμως των προδιαγεγραμμένων ορίων. Ειδικότερα, ο νομίμως διορισμένος δικηγόρος έχει υποχρέωση να υπερασπίζει τον εντολέα του ενώπιον κάθε δικαστηρίου και ενώπιον κάθε αρχής (άρθρο 39 ν.δ. 3026/54 περί Κώδικα Δικηγόρων). Κατά την άσκηση του λειτουργήματός του οφείλει να εκτελεί την ανατιθέμενη εντολή ευσυνείδητα και επιμελώς (άρθρο 46 παρ. 1). Ο δικηγόρος υποχρεούται να τηρεί την προσήκουσα ευπρέπεια και μετριότητα εκφράσεων κατά τις προφορικές και έγγραφες ενέργειες (άρθρο 48 ιδίου ν.δ). Επίσης, ο δικηγόρος υποχρεούται να μην υπογράφει δικόγραφα που δεν συνετάγησαν από αυτόν ή για τα οποία δεν διασκέφθηκε προηγουμένως με το συντάκτη τους (άρθρο 51 του ιδίου ν.δ.). Εντεύθεν έπεται ότι, ο δικηγόρος, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, υποχρεούται να ενεργεί εντός λογικών ορίων και οι πράξεις ή οι φράσεις του να επιβάλλονται στη συγκεκριμένη περίπτωση, ιδιαίτερα όσες φορές επιδιώκεται να καταδειχθεί η μη προσήκουσα συμπεριφορά του αντιδίκου δικηγόρου. Η χρήση φράσεων ή λέξεων, δηλωτικών μομφής ή χαρακτηρισμού μιας ενέργειας, είναι δυνατό να ελεγχθεί, αν υπερβαίνει το αναγκαίο και επιβαλλόμενο μέτρο υπεράσπισης του εντολέα. Το δικαστήριο ή το συμβούλιο υποχρεούται να ελέγχει κατά προτεραιότητα τον χαρακτηρισμό των φράσεων ως συκοφαντικών, απλώς δυσφημιστικών ή ότι ενέχουν σκοπό εξύβρισης. Εάν αποφανθεί αρνητικά, αναφορικά με τη συκοφαντική δυσφήμιση, η οποία υπάγεται στην παρ. 2 του άρθρου 367 ΠΚ, αφού, η συκοφαντική δυσφήμιση, ως προσβάλλουσα την προσωπικότητα σε βαθμό μη ανεκτό, δεν εξοβελίζεται έναντι της κριτικής ή της άσκησης νομίμων καθηκόντων, θα προχωρήσει περαιτέρω και θα σταθμίσει τα προβαλλόμενα ως απλή δυσφήμιση ή εξύβριση, αιτιολογώντας την κρίση του (ΑΠ 2209/2013,ΑΠ 488/2010, ΑΠ 2172/2002, ΑΠ 543/2002).(ΑΠ 1191/2021, ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 270 παρ. 2 εδ. γ’ ΚΠολΔ, το οποίο, σύμφωνα με το άρθρο 524 παρ.1 ΚΠολΔ, εφαρμόζεται και στη διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης, ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου ή προξένου λαμβάνονται υπόψη το πολύ τρεις για κάθε πλευρά και μόνο αν έχουν δοθεί ύστερα από κλήτευση του αντιδίκου δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη βεβαίωση και αν πρόκειται να δοθούν στην αλλοδαπή οκτώ τουλάχιστον ημέρες πριν από αυτή. Κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης ενώπιον των πρωτοβάθμιων και δευτεροβάθμιων δικαστηρίων, κατά την τακτική διαδικασία, είναι παραδεκτές ως αποδεικτικά μέσα και ένορκες βεβαιώσεις, εφόσον δόθηκαν μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση του αντιδίκου μέρους. Αν λείπει η προϋπόθεση αυτή οι ένορκες βεβαιώσεις δεν είναι απλώς άκυρες, αλλά ανύπαρκτες ως αποδεικτικά μέσα και δεν λαμβάνονται υπόψη. Οι ως άνω ένορκες βεβαιώσεις αποτελούν ιδιαίτερο και αυτοτελές αποδεικτικό μέσο, σε σχέση με τα έγγραφα, και πρέπει να μνημονεύονται ειδικά στην απόφαση (ΑΠ 184/2011). Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 339 και 395 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι ως δικαστικά τεκμήρια, τα οποία επιτρέπεται να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικά μέσα εάν επιτρέπεται η απόδειξη και με μάρτυρες, μπορούν να χρησιμεύσουν οι καταθέσεις μαρτύρων, καθώς επίσης και ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου, που λήφθηκαν στο πλαίσιο άλλης πολιτικής ή ποινικής δίκης, έστω και χωρίς προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου εκείνου που τις προσκομίζει, εκτός αν αυτές, κατά την ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, έγιναν επίτηδες για να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικό μέσο στη συγκεκριμένη δίκη. Συνεπώς, ως δικαστικά τεκμήρια μπορούν να χρησιμοποιηθούν και ένορκες βεβαιώσεις που είχαν ληφθεί χωρίς κλήτευση του αντιδίκου εκείνου που τις προσκομίζει και είχαν προσκομισθεί σε άλλη πολιτική ή ποινική δίκη, δεδομένου ότι αυτές, εφόσον δεν λήφθηκαν για να χρησιμοποιηθούν στη συγκεκριμένη δίκη, δεν αποτελούν ιδιαίτερη κατηγορία αποδεικτικών μέσων, αλλά η χρησιμοποίηση τους ως δικαστικών τεκμηρίων γίνεται με την προσκόμιση και επίκληση των εγγράφων, στα οποία αυτές περιέχονται, το δε δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να τις μνημονεύσει ειδικά, κατ’ αντιδιαστολή προς τα υπόλοιπα έγγραφα, αλλά η μνεία ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν καλύπτει και αυτές, χωρίς μάλιστα κατά την αναφορά των εγγράφων να απαιτείται να γίνεται διάκριση μεταξύ εκείνων που λήφθηκαν υπόψη προς άμεση ή έμμεση απόδειξη και εκείνων που λήφθηκαν υπόψη ως δικαστικά τεκμήρια (ΑΠ 1719/2017, ΑΠ 736/2016) (ΑΠ 868/2020, Ιστοσελίδα ΑΠ).

Από την εκτίμηση των με αριθμούς …….. και ……../3-2-2017 ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον της συμβολαιογράφου Αίγινας ……… των μαρτύρων ……… και ………. αντίστοιχα, οι οποίες ελήφθησαν µε πρωτοβουλία του ενάγοντος κατόπιν νόμιμης προηγούμενης κλήσης της εναγόμενης, της με αριθμό ……../16-3-2017 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών …….. του μάρτυρα (δικηγόρου) ………….., η οποία ελήφθη µε πρωτοβουλία της εναγόμενης κατόπιν νόμιμης προηγούμενης κλήσης του ενάγοντος, όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που οι διάδικοι επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ορισμένα από τα οποία αναφέρονται ειδικότερα κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, μεταξύ των οποίων οι φωτογραφίες, των οποίων δεν αμφισβητείται η γνησιότητα (άρθρα 444 § 1 γ), 438, και 457 ΚΠολΔ, ΑΠ 7/2021, ΤΝΠ Νόμος), καθώς και οι με αριθμούς …/16-1-2012, …/22-7-2015, …./16-1-2012, και …../23-1-2012 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών …………. των μαρτύρων ………….. αντίστοιχα, που δεν αποτελούν ιδιαίτερη κατηγορία αποδεικτικών μέσων και δεν είναι αναγκαία ειδική μνεία αυτών, αλλά χρησιμεύουν προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αφού έχουν συνταχθεί για άλλη πολιτική δίκη μεταξύ των ίδιων διαδίκων, όπως αναφέρεται στην ανωτέρω νομική σκέψη, και, επομένως, πρέπει να απορριφθεί ο έκτος λόγος έφεσης ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθόσον αρκεί η αναφορά στην εκκαλούμενη απόφαση ότι ελήφθησαν υπόψη όλα τα έγγραφα, που προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι διάδικοι χωρίς ειδική διάκριση, και τέλος των ομολογιών των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους (άρθρα 261 και 352 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Ο ενάγων, ήδη εφεσίβλητος, είναι θετό τέκνο του ………, που απεβίωσε στις 4-11-1997, και της ………. και ………, που γεννήθηκε το έτος 1929 και απεβίωσε στις 5-5-2015, ενώ η εναγόμενη, ήδη εκκαλούσα, είναι ανιψιά από αδελφό της ανωτέρω ………… Ο ενάγων με την οικογένειά του διέμενε και διαμένει σε διαμέρισμα πρώτου ορόφου της πατρικής οικίας, που βρίσκεται στην Αίγινα, στην οδό ……….., ιδιοκτησίας του κατά ψιλή κυριότητα από κληρονομία του πατέρα του, με επικαρπία της μητέρας του, η τελευταία, δε, διέμενε στο ισόγειο διαμέρισμα της ίδιας οικίας, ιδιοκτησίας της από κληρονομία του προαποβιώσαντος συζύγου της. Ο ενάγων και η μητέρα του είχαν καλές σχέσεις μέχρι το έτος 2007, όταν η εναγόμενη ξεκίνησε να διαβάλει τον ενάγοντα και την οικογένειά του στη μητέρα του ότι της έκαναν μάγια, με αποτέλεσμα να επιτύχει τη μεταβίβαση της ψιλής κυριότητας του ισόγειου διαμερίσματος από τη μητέρα του ενάγοντος στην ίδια (εναγόμενη) με το με αριθμό …../18-12-2007 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών …………., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του αρμόδιου Υποθηκοφυλακείου. Τα ανωτέρω γεγονότα οδήγησαν τους διαδίκους σε μακρόχρονη δικαστική διαμάχη, κατά την οποία η εναγόμενη κατέθεσε πληθώρα αιτήσεων, αναφορών και μηνύσεων σε βάρος του ενάγοντος, μεταξύ των οποίων τα αναφερόμενα στην κρινόμενη αγωγή δικόγραφα, από τα οποία οι ισχυρισμοί που περιλαμβάνονται α) στην από 29-4-2011 προφορική μήνυση στο Αστυνομικό Τμήμα Αίγινας, β) στην από 8-5-2011 αίτησή της διά του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς για τη θέση της ……… σε δικαστική συμπαράσταση, γ) στην από 23-5-2011 αίτησή της ασφαλιστικών μέτρων στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, δ) στην από 14-7-2011 αίτησή της ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ε) στην από 19-7-2011 μήνυσή της στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς σε βάρος του για το αδίκημα της απάτης στο δικαστήριο, και στ) στην από 9-5-2011 αίτησή της, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αίγινας στις 13-5-2011, κρίθηκαν από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο παραγεγραμμένοι, μετά από παραδοχή σχετικής ένστασης, που προέβαλε η εναγόμενη, κρίση, για την οποία δεν διατυπώνεται παράπονο από τον έχοντα έννομο συμφέρον εφεσίβλητο. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι α) στο από 20-1-2012 δικόγραφο των προτάσεων που κατατέθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της εναγόμενης νόμιμα στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς διαλαμβάνονται για τον ενάγοντα τα εξής : «η μέχρι τούδε συμπεριφορά του έναντι της μητρός του υπήρξε βάναυσος, σκληρά, ανοίκειος και στερουμένη σεβασμού, αγάπης και φροντίδος προς την υπέργηρη αυτού μητέρα», και β) στην από 5-12-2011 αίτηση της εναγόμενης στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, που στρεφόταν κατά του ενάγοντος, κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 9-12-2011 και επιδόθηκε στον ενάγοντα στις 13-1-2012, διαλαμβάνονται τα ακόλουθα : « (………….)… µε την οποίαν ουδέποτε είχε στοργικές σχέσεις, λόγω ελλείψεως σεβασμού, τιμής, ψυχολογικής και υλικής παραμέλησης των υικών του καθηκόντων …» (σελ. 3), « … Όμως το µίσος του καθ’ ου προς τη θετή μητέρα του και η υπερχειλίζουσα και πλεονάζουσα μάλιστα εχθρότητα του καθ’ ου και η άρνηση τούτου διά την συμβιβαστική επίλυση της ενδοοικογενειακής αυτής διαφοράς και την άρσιν της αντιδικίας του, αντικατοπτρίζεται εναργέστερα και εις το κατατεθέν υπ’ αυτού σημείωμα, το οποίο βρίθει ψευδέστατων ισχυρισμών και γεγονότων … » (σελ. 5), « …Ύστερα από την ως άνω εμμονή του καθ’ ου να σύρει αδίκως την θετή του μητέρα, εις τα Δικαστήρια και την ανήθικον, επονείδιστον και αγνώμονα συμπεριφορά τούτου, την οποία οι αρχαίοι Ημών πρόγονοι, είχον χαρακτηρίσει «άγος» και Δημόσιον έγκλημα και «δίκην γονέων κακώσεως» … » (σελ. 7), « … Η κατά τα ως άνω επελθούσα διάσπασις των σχέσεων θετής μητρός και θετού υιού και καθ’ ου, οφείλετο εις την ακόρεστον απληστίαν τούτου … » (σελ, 7), « … Σημειώνω δε ιδιαιτέρως την ημερομηνία της 15ης Απριλίου του 2011, διότι κατ’ αυτήν επραγματώθη το εξής δόλιο και σατανικό σχέδιο του καθ’ ου, το από μακρού χρόνου κυοφορηθέν, το και αποδεικνύον τον απάνθρωπο, αγνώμονα και σκληρό κυρίως χαρακτήρα αυτού. … » (σελ. 11), « … ότι ο κύριος και αποκλειστικός σκοπός της υποβολής της από 2-4-2011 αιτήσεως τούτου, προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, δεν ήτο το όψιμο ενδιαφέρον περιθάλψεως και η υστερογενής αγάπη του, προς τη θετή μητέρα του, …. αλλά η υφαρπαγή της διαχειρίσεως της περιουσίας της θετής μητρός του (συντάξεις, μισθώματα κ.λπ.) και η νόσφισις των κινητών της και των χρημάτων της … » (σελ. 27). Οι ανωτέρω ισχυρισμοί της εναγόμενης, οι οποίοι δεν ανταποκρίνονταν στην αλήθεια, περιήλθαν σε γνώση τρίτων, και συγκεκριμένα δικαστικών λειτουργών, δικαστικών υπαλλήλων – γραμματέων, δικαστικών επιμελητών, δικηγόρων και άλλων, η εναγόμενη, δε, γνώριζε την αναλήθειά τους, αφού, όπως η ίδια ομολογεί, από το έτος 2005 είχε στενότατες επαφές με τη μητέρα του ενάγοντος· η αλήθεια, δε, ήταν ότι ο ενάγων ουδέποτε συμπεριφέρθηκε στη μητέρα του µε τον τρόπο, που περιγράφει η εναγόμενη στα ανωτέρω δικόγραφα. Αντίθετα, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων έτρεφε αισθήματα αγάπης και σεβασμού για τη μητέρα του, την οποία φρόντιζε και µε τη οποία είχε καλές σχέσεις, οι οποίες διαταράχθηκαν με την παρέμβαση της εναγόμενης, η οποία την προσέγγισε με σκοπό να της μεταβιβάσει το διαμέρισμα, όπου διέμενε στην Αίγινα, και να αναλάβει τη διαχείριση της περιουσίας της, όπως αποδεικνύεται από το με αριθμό …./18-12-2007 συμβόλαιο αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Αθηνών .. ………, σε συνδυασμό με το από 19-12-2007 ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ της εναγόμενης και της μητέρας του ενάγοντος, και το με αριθμό …../21-3-2009 πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Αίγινας ………. Συγκεκριμένα, από τα ανωτέρω έγγραφα, αλλά και από τα ειδικά αναφερόμενα στον πρώτο λόγο της έφεσης 49 έγγραφα, αποδεικνύεται ότι η εναγόμενη γνωρίζοντας την περιουσιακή κατάσταση της μητέρας του ενάγοντος, παρά το γεγονός ότι η μόνιμη κατοικία της ήταν στο …… Αττικής, προσέγγισε την τελευταία, με υποσχέσεις περίθαλψης και φροντίδας για το υπόλοιπο της ζωής της, εκμεταλλευόμενη την ανασφάλειά της εξαιτίας της ηλικίας της και δημιουργώντας της αμφιβολίες για τη μελλοντική συμπεριφορά του ενάγοντος προς αυτήν, και την έπεισε να της μεταβιβάσει λόγω πώλησης την ψιλή κυριότητα του ισόγειου διαμερίσματος, που διέμενε στην Αίγινα, με ιδιαίτερη (κρυφή) συμφωνία ότι η πώληση είναι εικονική και υποκρύπτει δωρεά εν ζωή, που τελούσε υπό τη διαλυτική αίρεση ότι η εναγόμενη θα φρόντιζε, θα περιποιούνταν, και θα διέτρεφε τη ………. μέχρι το θάνατό της, και δεν θα επεδείκνυε αντικοινωνική, προσβλητική, υβριστική συμπεριφορά ή περιφρονητική διαγωγή απέναντί της, και στη συνέχεια να παραδώσει τη διαχείριση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας της ώστε να εισπράττει μισθώματα, τόκους, μερίσματα και άλλους φυσικούς και νομικούς καρπούς. Από όλα τα αποδεικτικά μέσα, που εισφέρθηκαν από τους διαδίκους, καταδεικνύεται ότι ο ενάγων δεν ήταν αδιάφορος και αχάριστος απέναντι στη μητέρα του, αλλά, αντίθετα, αποδείχθηκε ότι ενδιαφερόταν για την υγεία της, συνοδεύοντάς τη στις τακτικές επισκέψεις της σε ιατρούς, και για τη διαβίωσή της γενικότερα· οι ισχυρισμοί, δε, της εναγομένης ότι η άσκηση αίτησης ασφαλιστικών μέτρων του ενάγοντος σε βάρος της μητέρας του και η δημιουργία συμπλεκτικού τραπεζικού λογαριασμού αποδεικνύουν αχάριστη συμπεριφορά του ενάγοντος προς τη μητέρα του, είναι ουσιαστικά αβάσιμοι, καθόσον αποδείχθηκε ότι αποτέλεσαν την αντίδρασή του στην άμεση εμπλοκή της εναγόμενης στην οικονομική διαχείριση της περιουσίας της μητέρας του και στην ανωτέρω μεταβίβαση του διαμερίσματός της προς την εναγόμενη. Εξάλλου, η εναγόμενη, με την αναλυτική αναφορά των 49 εγγράφων στον πρώτο λόγο της κρινόμενης έφεσης, που αφορούν σε ιατρικές εξετάσεις της μητέρας του ενάγοντος, άνοιγμα κοινού λογαριασμού από την τελευταία με την εναγόμενη, καταθέσεις σ’ αυτό χρημάτων μετά από αναλήψεις από κοινό λογαριασμό του ενάγοντος και της μητέρας του, δημιουργία προθεσμιακής κατάθεσης με συνδικαιούχο την εναγόμενη, ομολογεί τις μερικότερες ενέργειές της προσεταιρισμού της μητέρας του ενάγοντος, με χρονολογική σειρά, από την αρχική προσέγγισή της μέχρι την ολοκληρωτική ανάληψη της διαχείρισης της περιουσίας της τελευταίας. Είναι, δε, χαρακτηριστικό ότι από τις 3-10-2005, που η εναγόμενη ισχυρίζεται ότι πρώτη φορά συνόδευσε τη μητέρα του ενάγοντος σε ιατρική εξέταση (καρδιολογικό εργαστήριο ………..), παρήλθαν δύο και πλέον έτη για να προβεί η τελευταία στη μεταβίβαση της ψιλής κυριότητας του ισόγειου διαμερίσματός της προς την εναγόμενη με το αντίστοιχο ιδιωτικό συμφωνητικό δωρεάς υπό τρόπο (18 και 19-12-2007), και περίπου τρία και μισό έτη για τη σύνταξη και υπογραφή του προαναφερόμενου πληρεξουσίου (……/21-3-2009) διαχείρισης – είσπραξης μισθωμάτων και συντάξεων της μητέρας του ενάγοντος προς την εναγόμενη. Επιπλέον, από όλες τις ενέργειες που απαριθμεί η εναγόμενη γίνεται φανερό ότι αντικειμενικός στόχος της ήταν σταδιακά να αναλάβει τον πλήρη έλεγχο της οικονομικής κατάστασης της μητέρας του ενάγοντος. Πρέπει να σημειωθεί ότι η εναγόμενη έχει κριθεί αμετάκλητα ένοχη για το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμισης με τη με στοιχεία ΑΤ 4027, 4385/2017 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς για τους ίδιους ως άνω ισχυρισμούς, που περιέχονται σε προγενέστερα των ένδικων δικόγραφα, με τα οποία η εναγόμενη στράφηκε κατά του ενάγοντος. Από όλα τα ανωτέρω, αποδείχθηκε ότι οι ισχυρισμοί της εναγόμενης, όπως αναφέρονται ανωτέρω και περιέχονται στις από 20-1-2012 προτάσεις της και στην από 5-12-2011 αίτησή της ασφαλιστικών μέτρων στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, ήταν εν γνώσει της ψευδείς, έγιναν γνωστοί σε τρίτους, και συγκεκριμένα δικαστές, δικαστικούς υπαλλήλους των Δικαστηρίων του Πειραιά, δικηγόρους, αλλά και κατοίκους της Αίγινας, οι οποίοι στη μικρή κοινωνία αυτής εύκολα πληροφορήθηκαν την έντονη αντιδικία των διαδίκων, προσβάλλοντας έτσι και την προσωπικότητα του ενάγοντος και βλάπτοντας την τιμή και την υπόληψη αυτού, διότι τον παρουσίαζε ως άτομο σκληρό, βάναυσο, αχάριστο, άπληστο, στερούμενο στοργής και σεβασμού απέναντι στη μητέρα του, χαρακτηριστικά που αντίκεινται στην ηθική και στην ευπρέπεια κατά τις σύγχρονες κοινωνικές αντιλήψεις. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος ο πρώτος λόγος της κρινόμενης έφεσης. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η μητέρα του ενάγοντος, ……., είχε διορίσει πληρεξούσιο δικηγόρο της με το με αριθμό ……../19-9-2007 πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Αθηνών ………. τον πληρεξούσιο δικηγόρο της εναγόμενης, ο οποίος εκπροσωπεί την τελευταία και στη δίκη αυτή, για τη διερεύνηση της μετατροπής κοινού τραπεζικού λογαριασμού του ενάγοντος και της μητέρας του σε συμπλεκτικό· επιπλέον, δε, ο ίδιος ως άνω πληρεξούσιος δικηγόρος εκπροσώπησε τη μητέρα του ενάγοντος σε δίκη ασφαλιστικών μέτρων εγγραφής προσημείωσης υποθήκης στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς. Ωστόσο, το γεγονός ότι ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εναγόμενης εκπροσώπησε στις ανωτέρω υποθέσεις τη μητέρα του ενάγοντος, ενώ εξετάστηκε ενόρκως ως μάρτυρας της εναγόμενης προς απόδειξη των ισχυρισμών της στην ένδικη υπόθεση, όπως καταγράφηκε στη με αριθμό ………/16-3-2017 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ………., δεν αποδεικνύει ότι οι περιεχόμενοι στα ένδικα δικόγραφα ισχυρισμοί αποτέλεσαν προσωπική επιλογή του ιδίου, καθόσον, όπως αναφέρεται και στην ανωτέρω μείζονα σκέψη, ο δικηγόρος κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του σε κάθε συγκεκριμένη υπόθεση λειτουργεί εντός των πλαισίων της εντολής και των οδηγιών του πελάτη του, από τον οποίο πληροφορείται τις λεπτομέρειες κάθε υπόθεσης, προς επίλυση της οποίας ενεργεί με πρωτοβουλία του πελάτη του και όχι ατομικά για τον εαυτό του· σε κάθε περίπτωση, ο δικηγόρος, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, υποχρεούται να τηρεί την προσήκουσα ευπρέπεια και μετριότητα εκφράσεων κατά τις προφορικές και έγγραφες ενέργειες ιδιαίτερα όσες φορές επιδιώκεται να καταδειχθεί η μη προσήκουσα συμπεριφορά του αντιδίκου, ώστε να προφυλάσσει την οποιαδήποτε έκθεση του πελάτη σε άδικες πράξεις, καθώς τα δικόγραφα συντάσσονται για λογαριασμό του πελάτη του με εντολή και έγκριση του τελευταίου, διαφορετικά ο κάθε πληρεξούσιος δικηγόρος θα ενεργούσε αυτοβούλως πριν την χορήγηση εντολής του πελάτη του. Σημειώνεται, δε, ότι οι αναφερόμενες στο δεύτερο λόγο της έφεσης με αριθμούς …., …. και …./2012 και ……/2015 ένορκες βεβαιώσεις, καθώς και οι λοιπές καταθέσεις των ………….., εκτιμήθηκαν από το Δικαστήριο αυτό για την άντληση δικαστικών τεκμηρίων, όπως αναφέρεται ανωτέρω και στη νομική σκέψη, πέραν, δε, των αντιφατικών περιστατικών για την έναρξη του χρόνου εγκατάστασης της εναγόμενης στο διαμέρισμα της μητέρας του ενάγοντος στην Αίγινα, τον τρόπο κτήσης της ακίνητης περιουσίας του ενάγοντος, αλλά και τα κίνητρα της εναγόμενης, που βεβαιώνονται από τους ανωτέρω μάρτυρες, οι οποίοι άλλοι ως γείτονες της ήδη θανούσας μητέρας του ενάγοντος (…………) ή συγγενείς της (……..), άλλοι ως συγγενείς της εναγόμενης (…………) και άλλοι ως περιστασιακά γνωστοί (……….), ενώ διατείνονται ότι έχουν προσωπική γνώση των ένδικων γεγονότων, στην πραγματικότητα σημαντικό τμήμα των καταθέσεών τους βασίζεται σε πληροφορίες της εναγόμενης προς αυτούς· σε κάθε περίπτωση, το περιεχόμενο των ανωτέρω καταθέσεων δεν επιβεβαιώνεται από τα αποδειχθέντα γεγονότα σύμφωνα με τις α) με αριθμό 2765/15-5-2013 απόφαση εκούσιας δικαιοδοσίας του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς για τη θέση σε πλήρη στερητική δικαστική συμπαράσταση της μητέρας του ενάγοντος και το διορισμό του τελευταίου ως δικαστικού συμπαραστάτη αυτής, και β) με αριθμό 138/15-3-2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με την οποία απορρίφθηκε τελεσίδικα η αγωγή του ενάγοντος κατά της εναγόμενης για ακύρωση της πώλησης της ψιλής κυριότητας του ισογείου διαμερίσματος της μητέρας του ενάγοντος προς την εναγόμενη, και συγκεκριμένα κρίθηκαν αποδεδειγμένα α) ότι ο υιός της συμπαραστατέας (ενάγων) δεν άγεται από ταπεινά κίνητρα αλλά από την αγάπη του προς τη μητέρα του, οι δε ισχυρισμοί της ανιψιάς της συμπαραστατέας (εναγόμενη) κρίνονται ουσιαστικά αβάσιμοι, β) ότι ο ενάγων φρόντιζε για την υγεία και την αναγκαία νοσηλεία της μητέρας του, ότι η συμπαραστατέα έχει καλή διαμονή πλησίον του υιού της και της οικογένειάς του, οι οποίοι τη φροντίζουν και επιμελούνται με τον ενδεδειγμένο τρόπο των υποθέσεών της, ανεξαρτήτως της δικαστικής διαμάχης στην οποία έχουν εμπλακεί με την ανιψιά της (ενάγων), γ) ότι οι σχέσεις του ενάγοντος, της συζύγου και των δύο παιδιών τους με τη μητέρα του ήταν αρμονικές όσο ζούσε ο θετός πατέρας του, παρέμειναν δε καλές και μετά τον θάνατο του τελευταίου, πλην όμως από το έτος 2007 διαταράχθηκαν οι σχέσεις αυτές, καθώς η ………… άρχισε να υποστηρίζει, κατόπιν διαβολής της εναγόμενης ανιψιάς της ότι ο ενάγων και η σύζυγός του της έκαναν μάγια, δ) ότι παρότι ο ενάγων είχε υποβάλει αίτηση ασφαλιστικών μέτρων μη μεταβολής της περιουσιακής κατάστασης κατά της θετής μητέρας του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς το έτος 2007, εμφανίζοντας ότι η τελευταία του όφειλε κάποιο χρηματικό ποσό, οι σχέσεις τους παρέμειναν καλές και αυτός εξακολουθούσε να τη φροντίζει και να τη συνοδεύει σε ιατρούς και σε εξετάσεις σε νοσοκομεία, όποτε εκείνη του το ζητούσε. Παράλληλα, όμως, τέτοιες υπηρεσίες της προσέφερε και η εναγόμενη, η οποία ενημέρωνε τον ενάγοντα, όταν ανέκυπτε κάποιο σοβαρό πρόβλημα υγείας της μητέρας του, ώστε να έχει αυτός τον πρώτο λόγο σχετικά με το τι έπρεπε να γίνει, ε) ότι μέχρι το έτος 2010 θεία (μητέρα του ενάγοντος) και ανιψιά (εναγόμενη) δεν διέμεναν στο ίδιο σπίτι, καθώς η δωρεοδόχος (εναγόμενη) μετέβαινε συχνά από την οικία της στο Αιγάλεω στο σπίτι της θείας της (μητέρας του ενάγοντος) στην Αίγινα, ενώ το έτος 2010, μετά το εγκεφαλικό επεισόδιο της δωρήτριας τον Οκτώβριο του 2010, εγκαταστάθηκε και αυτή στην οικία της δωρήτριας στην Αίγινα, και στ) ότι η ίδια (εναγόμενη) …. παραδέχθηκε τόσο ότι ο ενάγων στο παρελθόν πήγαινε τη μητέρα του στο γιατρό, όσο και ότι αυτός ειδοποιήθηκε από την ίδια την εναγόμενη και έσπευσε στο πλευρό της μητέρας του όταν η τελευταία υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο τον Οκτώβριο του 2010, αυτός φρόντισε να λάβει εξιτήριο η μητέρα του στις 20-10-2010 και τη μετέφερε στην Αίγινα, καθώς διέμεναν αμφότεροι στην ίδια οικοδομή (η δωρήτρια (μητέρα ενάγοντος) στο ισόγειο, ο θετός υιός (ενάγων) στον πρώτο όροφο). Εξάλλου, με τον έβδομο λόγο της έφεσής της η εναγόμενη, ήδη εκκαλούσα, αναφέρεται α) στο από 24-3-2017 ιατρικό σημείωμα του ιατρού καρδιολόγου ……….., το οποίο ορθά δεν ελήφθη υπόψη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, καθόσον είναι ανυπόστατου αποδεικτικό μέσο, διότι δόθηκε για δικαστική χρήση και τη συγκεκριμένη δίκη, ενώ το γεγονός που βεβαιώνει μπορούσε να περιληφθεί μόνο σε κατάθεσή του ως μάρτυρα στο ακροατήριο ή σε ένορκη βεβαίωση, και β) σε αναλυτικές καταστάσεις συναλλαγών στο σούπερ μάρκετ «…..» στην Αίγινα, και στο υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας στην Αίγινα, τα οποία, ωστόσο, αποδεικνύουν άμεσα τις συναλλαγές αυτές, αλλά δεν σχετίζονται με τη φροντίδα της μητέρας του ενάγοντος από την εναγόμενη. Περαιτέρω, στον έβδομο λόγο έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι το περιεχόμενο των ένδικων δικογράφων ήταν αληθές και προέβη στην περιγραφή τους προς υπεράσπιση δικαιολογημένου ενδιαφέροντός της, πρέπει να απορριφθεί ως νομικά αβάσιμος, καθόσον στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού αποδείχθηκε ότι το περιεχόμενο των προαναφερόμενων εγγράφων ήταν ψευδές και η εναγόμενη γνώριζε το ψεύδος αυτών, με συνέπεια οι επίδικες αναφορές της εναγόμενης να περιέχουν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμισης του άρθρου 363 ΠΚ, και επομένως η ένσταση υποστήριξης δικαιολογημένου ενδιαφέροντος, κατ’ άρθρο 367 § 1 περ. γ ΠΚ, δεν δύναται να εφαρμοστεί, σύμφωνα με τη διάταξη του ίδιου άρθρου στην παράγραφο 2 περ. α) του ίδιου κώδικα, όπως αναφέρεται και στην ανωτέρω νομική σκέψη. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί ο έβδομος λόγος έφεσης. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων από την αδικοπραξία της εναγόμενης υπέστη ηθική βλάβη για την αποκατάσταση της οποίας θα πρέπει να υποχρεωθεί η τελευταία να του καταβάλει χρηματική ικανοποίηση, την οποία το Δικαστήριο καθορίζει στο ποσό των 4.000 ευρώ, το οποίο κρίνει εύλογο και ανάλογο της προσβολής της τιμής και της προσωπικότητας του ενάγοντος, αφού εκτίμησε το είδος, τις συνθήκες τέλεσης και τη διάρκεια της προσβολής της προσωπικότητας του ενάγοντος από την εναγόμενη, το είδος και το βαθμό πταίσματος της εναγόμενης (δόλος), και την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διάδικων μερών (άρθρο 932 ΑΚ). Επομένως, πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι οι δεύτερος, τρίτος, τέταρτος, και πέμπτος λόγοι της κρινόμενης έφεσης. Κατά συνέπεια, η εκκαλούμενη απόφαση, η οποία δέχθηκε μερικά την ένδικη αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη, έστω και με διαφορετικές ή και συνοπτικότερες αιτιολογίες, οι οποίες αντικαθίσταται με τα ανωτέρω αναφερόμενα (άρθρο 534 ΚΠολΔ), δεν έσφαλε, αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, και οι αντίθετοι ισχυρισμοί της εκκαλούσας εναγόμενης, που αποτελούν σχετικούς λόγους έφεσης, πρέπει ν’ απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατόπιν των ανωτέρω, αφού απορρίφθηκαν όλοι οι λόγοι έφεσης, πρέπει η κρινόμενη έφεση κατά της με αριθμό 32/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, και να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παράβολου, που κατατέθηκε από την εκκαλούσα – εναγόμενη, για την άσκησή της (άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ). Τέλος, η εκκαλούσα πρέπει να καταδικαστεί στην καταβολή των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός του (άρθρα 176, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την από 12-6-2020, με ΓΑΚ…… και ΕΑΚ………./2020, έφεση, κατά της με αριθμό 32/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία), και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν ως ουσιαστικά αβάσιμη.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εκκαλούσα στην καταβολή των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου αυτού του βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου (με κωδικό αριθμό …………., ποσού 100 ευρώ), που κατατέθηκε για την άσκηση της έφεσης.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στον Πειραιά, στις 17-6-2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ