Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 366/2022

Αριθμός  366/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 3ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

Α. ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ:   Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΚΑΙ ΑΙΓΑΙΟΥ» (ΔΥΠΕ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΚΑΙ ΑΙΓΑΙΟΥ), το οποίο εδρεύει στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη και εκπροσωπείται νόμιμα, εκπροσωπήθηκε δε από την πληρεξούσιά του δικηγόρο Σταυρούλα Αλικάκου (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ……….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε αυτοπροσώπως (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Β. ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ……….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε αυτοπροσώπως (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) 2ης Υγειονομικής Περιφέρειας Πειραιώς και Αιγαίου (ΔΥΠΕ), η οποία εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, εκπροσωπήθηκε δε από τους πληρεξούσιούς της δικηγόρους Σταυρούλα Αλικάκου και Ευστράτιο Σημαντήρη (με δηλώσεις κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ) και 2)  ……………, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Ευστράτιο Σημαντήρη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Ο υπό στοιχ Β εφεσίβλητος-Α εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 26.7.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2019) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ.  1867/2021 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  δέχθηκε τα σε αυτήν αναφερόμενα.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου α) το πρώτο εκ των εναγομένων και ήδη υπό στοιχ Α εκκαλούν-πρώτο εκ των υπό στοιχ Β εφεσιβλήτων με την από  10.11.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου  ……../2021, ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου ……../2021) έφεσή του, καθώς και με τους από  10.5.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου  ……./2022) πρόσθετους λόγους εφέσεως και β) ο ενάγων και ήδη υπό στοιχ Β εφεσίβλητος-Α εκκαλών με την από  11.11.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου ……../2021, ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου …………/2021) έφεσή του. Δικάσιμος των ως άνω εφέσεων και των προσθέτων λόγων έφεσης, ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Ο υπό στοιχ Α εφεσίβλητος-Β εκκαλών, παραστάς αυτοπροσώπως ως δικηγόρος και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των λοιπών διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης στις ειδικές διαδικασίες, κατά τη διάταξη του άρθρου 591 παρ. 1 εδ. ζ ΚΠολΔικ, όπως αυτή ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν.4335/2015, ασκούνται με ποινή απαραδέκτου, μόνο με ιδιαίτερο δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου και επιδίδεται στον αντίδικο οκτώ (8) ημέρες πριν από την συζήτηση της έφεσης. Κατά τη σαφή διατύπωση της διάταξης, απαιτείται να συντελεσθούν και οι δύο ως άνω συμπλεκτικός οριζόμενες διαδικαστικές πράξεις, της κατάθεσης δηλαδή του δικογράφου της στη γραμματεία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου και της κοινοποίησης στον αντίδικο, οι οποίες αποτελούν την έγγραφη προδικασία της άσκησης κατά την έννοια του άρθρου 111 ΚΠολΔ και οι δύο δε πρέπει να λάβουν χώρα πριν από την τιθέμενη αποκλειστική προθεσμία των οκτώ ημερών πριν από τη συζήτηση, αλλιώς απορρίπτονται ως απαράδεκτοι. Περαιτέρω, οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης, μολονότι αποτελούν παρακολούθημα της έφεσης, την οποία και συμπληρώνουν διευρύνοντας το δικόγραφό της, από άποψη περιεχομένου έχουν αυτοτελή χαρακτήρα και συνιστούν σε σχέση με την έφεση ιδιαίτερη διαδικαστική πράξη, που διέπεται από τις σχετικές με αυτή διατάξεις, (ΟλΑΠ 33/1990 Δνη 1991.56, ΑΠ 771/1997 ΕΕΝ 1998.736, ΕφΘεσ 264/2009 ΕΦΑΔ 2009.590, ΕφΠατρ 43/2007 ΑχΝομ 2008. 317, ΕφΘεσ 1730/2003 Αρμ2004.1398 και Σ. Σαμουήλ Η έφεση, έκδ. 2003, αρ. 606, 608, 524, 625). Συνεπώς, το παραδεκτό και οι διατυπώσεις τους, κατά το άρθρο 12 ΕισΝ ΚΠολΔικ, κρίνονται σύμφωνα με το νόμο, που ισχύει κατά τον χρόνο άσκησής τους.

Οι υπό κρίση από 11.11.2021 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2021 και από 10.11.2021 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2021 εφέσεις, των εν μέρει ηττηθέντων στον πρώτο βαθμό διαδίκων κατά της με αριθμό 1867/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εξεδόθη αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρο 614 παρ. 6 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4335/2015) και δέχθηκε κατά ένα μέρος την από 26.7.2019 με αριθμό κατάθεσης ………../2019 αγωγή έχουν ασκηθεί νομίμως με νομότυπη κατάθεση του σχετικού δικογράφου στην γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και εμπροθέσμως, αφού από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης ενώ από την δημοσίευσή της μέχρι την άσκηση των κρινομένων εφέσεων δεν παρήλθε διετία (άρθρ. 495 παρ. 1, 2, 499, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2, 520 παρ. 1, 591 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.). Οι εφέσεις πρέπει, να γίνουν τυπικώς δεκτές, να συνεκδικασθούν λόγω της συνάφειάς τους και της διευκολύνσεως διεξαγωγής της δίκης (άρθρ. 31, 246 και 524 παρ. 1 εδάφ. α΄ του Κ.Πολ.Δ) και να ερευνηθούν κατά την ίδια ως άνω διαδικασία ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρ. 522, 524 παρ. 1, 2, 532 και 533 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.) με δεδομένο ότι ως προς τις διαφορές αυτές υπάρχει απαλλαγή από το παράβολο εφέσεως του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4055/2012 (ΜονΕφΑθ 553/2020 δημ. νόμος).

Με τις εφέσεις πρέπει να συνεκδικασθούν και οι νομότυπα ασκηθέντες και επιδοθέντες, σύμφωνα με την προσκομιζόμενη μετ’επικλήσεως με αριθμό ……/10.5.2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο πρωτοδικείο Αθηνών ………, νομοτύπως 8 μέρες πριν από τη συζήτηση (άρθρο 591 παρ. 1ζ του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4335/2015) με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./10.5.2021 πρόσθετοι λόγοι της, οι οποίοι συνέχονται με τα εκκληθέντα κεφάλαια της προσβαλλόμενης απόφασης (άρθρα 246 και 520 του ΚΠολΔ), οι οποίοι, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτοί και να ερευνηθούν ως προς την ουσιαστική τους βασιμότητα, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία.

Με την από 26.7.2019 με αριθμό κατάθεσης ……../2019 αγωγή του ο εκκαλών εφεσίβλητος δικηγόρος  ισχυρίστηκε ότι είναι πληρεξούσιος δικηγόρος των αναφερόµενων στο δικόγραφο νοσοκοµειακών ιατρών του ΕΣΥ και των ιατρών πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης (ΙΔΑΧ) της Πρωτοβάθµιας Υγείας ΠΕΔΥ. Ότι µε πληρεξούσιο του παρείχαν την εξουσιοδότηση να διεκδικήσει τις µισθολογικές διαφορές, και για τον λόγο αυτό κατέθεσε αγωγές για 103 ιατρούς πρωτοβάθµιας υγείας ΠΕΔΥ, 14 νοσοκοµειακούς ιατρούς ΕΣΥ, που ανήκουν στο πρώτο εναγόµενο νοµικό πρόσωπο και 134 νοσοκοµειακούς ιατρούς του ΕΣΥ, που απασχολούνται σε εποmευόµενους φορείς του εκκαλούντος πρώτου εφεσιβλήτου νπδδ. Ότι μετά την καταβολή μέρους των οφειλόμενων αναδρομικών αποδοχών στους ιατρούς με νομοθετική ρύθμιση το 2018 στις 23-11-2018 κοινοποίησε στο εκκαλούν πρώτο εφεσίβλητο νοµικό πρόσωπο γνωστοποίηση της εκχώρησης της δικηγορικής αµοιβής εκ µέρους των πελατών του, καθώς κατά το εργολαβικό πληρεξούσιο προβλεπόταν η εκχώρηση της συµφωνηθείσας δικηγορικής αµοιβής, η οποία είχε συµφωνηθεί είτε για την περίπτωση, που επιδικασθεί κάποιο ποσό είτε που αυτό εισπραχθεί µε εξώδικο συµβιβασµό ή µε άλλο τρόπο. Ότι µετά την αναγγελία της εκχώρησης κοινοποίησε το εργολαβικό πληρεξούσιο θεωρηµένο από το Δ.Σ.Α. και τη δημόσια οικονομική υπηρεσία Αθηνών και ζήτησε να παρακρατηθεί το ποσοστό της δικηγορικής αµοιβής και το νόµιµο Φ.Π.Α. και ν’ αποδοθεί στον ίδιο ως δικαιούχο. Ότι το εκκαλούν πρώτο εφεσίβλητο δεν παρακράτησε το εκχωρηθέν ποσό, παρά το κατέβαλε στους εκχωρητές ιατρούς. Ότι, επίσης, απέστειλε οδηγίες σε όλους τους φορείς να καταβάλουν τα ποσά στους ιατρούς, αγνοώντας την εκχώρηση. Ότι, επιπλέον, όταν ο ίδιος αιτήθηκε τη χορήγηση στοιχείων για τα καταβληθέντα ποσά, αρνήθηκαν να τα χορηγήσουν και, µάλιστα, αρνήθηκαν να εκτελέσουν εισαγγελική παραγγελία, την οποία κοινοποίησε στις 31-1-2019, η δε δεύτερη εφεσίβλητη έδωσε ρητή εντολή προς τους επομευόµενους φορείς να µην προβούν σε χορήγηση στοιχείων. Ότι µέσω των ενεργειών αυτών η διοίκηση του εκκαλούντος πρώτου εφεσίβλητου παρεμπόδισε τον έλεγχο της ορθότητας του υπολογισµού των οφειλόµενων αναδροµικών, καθώς σε όσες περιπτώσεις εκδικάσθηκαν, αποδείχθηκε ότι η αµοιβή, που είχε καταβληθεί, δεν ήταν αυτή, που προβλέπει ο νόµος. Ότι, επίσης, επιδίωκε να εµφανισθεί ότι η καταβολή των αναδροµικών είναι αποτέλεσµα πολιτικής βούλησης και όχι εκτέλεσης δικαστικών αποφάσεων, κατόπιν άσκησης εκ µέρους του πλειάδας αγωγών, δηµιουργώντας εν γνώσει την εντύπωση ότι ο ίδιος δεν δικαιούται αµοιβής, γιατί, όπως διέδιδαν, δεν έκανε τίποτα, δηµιουργώντας διάθεση αντιδικίας µε τον ίδιο και παροτρύνοντας τους ιατρούς να µην καταβάλουν τη δικηγορική αµοιβή και να µην χορηγήσουν σχετικά στοιχεία. Ότι τουτοιοτρόπως τον έβλαψαν ηθικά και οικονοµικά, διότι τον εµφάνισαν ως ένα δικηγόρο, που χωρίς να κάνει τίποτα, ζητεί παράνοµα δικηγορική αµοιβή, µε αποτέλεσµα να δέχεται κλήσεις από ιατρούς από όλη την Ελλάδα, στους οποίους αναγκάσθηκε να παρέχει εξηγήσεις, ενώ µετά βίας έπεισε τους ιατρούς του ΕΣΥ του Γ.Ν. Καλύµνου, των οποίων η αγωγή εκδικαζόταν εκείνη την περίοδο, να του αποστείλουν τα στοιχεία, που απαιτούνταν, καθώς οι απαιτήσεις τους µόνο εν µέρει ικανοποιήθηκαν από τη νοµοθετική παρέµβαση και οι οποίοι παρεµπόδισαν την είσπραξη της δικηγορικής αµοιβής. Ότι ενόψει του ότι ο ίδιος προέβη στη γνωστοποίηση της αναγγελίας της εκχώρησης της απαίτησης τόσο µέσω ταχυδροµείου όσο και µε µήνυµα ηλεκτρονικού ταχυδροµείου στις 27.11.2018 και στις 17.12.2018, ενώ η καταβολή των χρηµατικών ποσών στους δικαιούχους έλαβε χώρα τον Ιανουάριο του 2019, όφειλε η πρώτη εναγόµενη να παρακρατήσει το εκχωρηθέν ποσό και να το αποδώσει στον ίδιο ως εκδοχέα, ώστε οφείλει να το καταβάλει και µάλιστα νοµιµοτόκως από την επόµενη της ηµέρας της αναγγελίας της εκχώρησης. Ότι επίσης η διοίκηση του εκκαλούντος πρώτου εφεσίβλητου νοµικού προσώπου όφειλε να χορηγήσει αναλυτικά στοιχεία στον ίδιο, ο οποίος αντλεί ίδιο νόµιµο συµφέρον για τον υπολογισµό της συµφωνηµένης και νόµιµης δικηγορικής αµοιβής του και ότι η συµπεριφορά των εφεσιβλήτων τον εξανάγκασε στη διενέργεια σωρείας νοµικών ενεργειών, όπως κατάθεση αγωγών, διαταγών πληρωµής και µηνύσεων, ενώ το δικηγορικό του γραφείο απασχόλησε για ένα έτος 4 άτοµα, που απασχολήθηκαν µε τη διαχείριση των παραπόνων αγανακτισµένων ιατρών και µε την είσπραξη των νοµίµων απαιτήσεων, προκαλώντας του ζηµία ανερχόµενη στο ποσό των 45.000 ευρώ,  ενώ του προκάλεσε επιπλέον δικαστικές δαπάνες, διότι θα πρέπει ν’ απασχοληθεί έτερος δικηγόρος από άλλα Πρωτοδικεία για την εκδίκαση αγωγών σε όλους τους εποπτευόµενους φορείς, που δεν υπάγονται στην αρµοδιότητα του Πρωτοδικείου Πειραιά, κόστος, το οποίο ανέρχεται στο ποσό των 5.000 ευρώ. Μάλιστα η δεύτερη εφεσίβλητη από υπαιτιότητα της παρέλειψε να συμβουλευτεί τη νομική υπηρεσία του πρώτου και ότι από την παράνοµη και υπαίτια συµπεριφορά της και λόγω των δύσφηµιστικών ενεργειών της πολλοί ιατροί, που θα είχαν αναζητήσει συνεργασία µε το δικηγορικό του γραφείο, αποθαρρύνθηκαν και µε δεδοµένο ότι τα προηγούµενα έτη είχαν συγκεντρωθεί περίπου 250 ιατροί, και ότι λόγω των συκοφαντικών δημοσιευμάτων, δικαιούται το ποσό των 250.000 ευρώ. Αφού παραιτήθηκε με το δικόγραφο των προτάσεων και µε προφορική δήλωση του που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δηµόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου από το τρίτο αίτηµα της αγωγής όσον στους νοσοκοµειακούς ιατρούς ΕΣΥ, που απασχολούνται σε εποπτευόµενους φορείς του εκκαλούντος πρώτου εφεσιβλήτου και περιόρισε αναλυτικά το ποσό επί του οποίου οφείλεται δικηγορική αµοιβή σε ποσοστό όσον αφορά στους ιατρούς του ΕΣΥ, που απασχολούνται στο ήδη εκκαλούν πρώτο εφεσιβλητο νοµικό πρόσωπο και στους οποίους καταβλήθηκαν αναδροµικά ποσά, αιτήθηκε να υποχρεωθεΙ το ήδη εκκαλούν πρώτο εφεσίβλητο να του χορηγήσει στοιχεία. σχετικά µε τα ακριβή ποσά κατέβαλε σε ιατρούς ΠΕΔΥ ή νοσοκοµειακούς ιατρούς, που απασχολούνται σε αυτό και να υποχρεωθεί αυτό να ενηµερώσει τους εποπτευόµενους φορείς ότι έχουν τη νόµιµη υποχρέωση να χορηγήσουν τα αντίστοιχα στοιχεία, και τέλος να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του ήδη εκκαλούντος πρώτου εναγόµενου νοµικού προσώπου να του καταβάλει το ποσό των 323.067,30 ευρώ µε το νόµιµο τόκο από τότε που έκαστο επιµέρους κονδύλι κατέστη απαιτητό, ήτοι από την επόµενη της αναγγελίας εκχώρησης, και να αναγνωρισθεί ότι οι ήδη εφεσίβλητοι ευθύνονται εις ολόκληρον να του καταβάλουν ως χρηµατική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης το ποσό των 250.000 ευρώ µε το νόµιµο τόκο από την επόµενη της επίδοσης της κρινόµενης αγωγής, και τέλος να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εφεσιβλήτων να αποκαταστήσουν τη θετική και αποθετική του ζημία ύψους 62.000 ευρώ, όπως παραπάνω αναλύθηκε. Το πρωτοβαθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι έχει δικαιοδοσία και τοπική και υλική αρμοδιότητα προς εκδίκαση της υπόθεσης σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 16 αριθ. 7 και 25 παρ. 2 ΚΠολΔ και την έκρινε ορισμένη πλην του πρώτου αιτήματος περί παροχής στοιχείων, µε τα ποσά, που το ήδη εκκαλούν πρώτο εφεσίβλητο κατέβαλε στους ιατρούς ΠΕΔΥ ή στους νοσοκοµειακούς ιατρούς, και του αιτήµατος περί αναγνώρισης της υποχρέωσης των ήδη εφεσιβλήτων να αποκαταστήσουν τη θετική και αποθετική του ζημία δηλαδή του αγωγικού κονδυλίου ύψους 62.000 ευρώ. Η αγωγή κρίθηκε νόμιμη με έρεισμα στις στις διατάξεις των άρθρων 297, 299, 330, 346, 455, 460, 914, 926, 932 ΑΚ, 105, 106 ΕισΝΑΚ, 60 παρ. 3 του ν. 4194/2013, πλην του αιτήματος περί υποχρέωσης του ήδη εκκαλούντος πρώτου εφεσίβλητου να ενηµερώσει τους εποπτευόµενους φορείς ότι έχουν τη νόµιµη υποχρέωση να χορηγήσουν τα αντίστοιχα στοιχεία καταβολής των αναδροµικών ποσών στους ιατρούς, που εργάζονται σε αυτούς, και περί τοκοδοσίας από την επόµενη της αναγγελίας της εκχώρησης. Στη συνέχεια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την αγωγή ως προς την ήδη δεύτερη εφεσίβλητη και περαιτέρω τη δέχθηκε ως προς το πρώτο εφεσίβλητο εκκαλούν ως ουσιαστικά βάσιμη κατά ένα μέρος και ειδικότερα κατά το ποσό των 239.787,06 ευρώ αναγνωρίζοντας την υποχρέωση του ήδη εκκαλούντος πρώτου εφεσιβλήτου να του καταβάλει το παραπάνω ποσό εντόκως από την επίδοση της αγωγής, Κατά της απόφασης αυτή παραπονούνται ήδη αμφότερα τα διάδικα μέρη με τις κρινόμενες εφέσεις τους και τους διαλαμβανόμενους σε αυτές λόγους και πρόσθετους λόγους και αιτούνται την εξαφάνιση τους προκειμένου ο ενάγων να γίνει δεκτή στο σύνολο της η αγωγή και το εκκαλούν νπδδ προκειμένου η αγωγή να απορριφθεί.

Η δυνατότητα σύναψης εργολαβικού δίκης, εκχώρησης του αντικειμένου της και είσπραξης της δικηγορικής αμοιβής απευθείας από το προϊόν αυτής, προβλεπόταν ρητά στην παράγραφο 4 του άρθρου 92 του ν.δ. 3026/1954 (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 16 παρ. 7 του ν. 3472/2006), και για δίκες που αφορούν μισθούς, ημερομίσθια και γενικά απαιτήσεις που ανάγονται σε εργασιακή σύμβαση υπαλλήλων, εργατών ή υπηρετών ή αποδοχές γενικά μονίμων δημοσίων υπαλλήλων ή υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ., ενώ η ίδια ρύθμιση επαναλαμβάνεται με την νεώτερη παράγραφο 2 του άρθρου 60 του Νέου Κώδικα Δικηγόρων (ν. 4194/2013), καταργώντας κάθε προγενέστερη γενική ή ειδική διάταξη. Με τις ανωτέρω διατάξεις του κώδικα περί δικηγόρων κάμπτεται ο κανόνας, του ανεκχώρητου των αποδοχών των δημοσίων υπαλλήλων, κατά την παράγραφο 1 του α.ν. 1453/1938, διότι ρητά επιτρέπεται η εκχώρηση τους με το εργολαβικό της δίκης, όταν αυτές συνιστούν αμέσως ή εμμέσως το αντικείμενό της. Διαφορετική παραδοχή θα καθιστούσε ανεφάρμοστη τη συγκεκριμένη διάταξη του Κώδικα Δικηγόρων σε ένα μεγάλο κύκλο υποθέσεων τις οποίες αφορά, όπως οι εργατικές διαφορές, όπου αντικείμενο της δίκης είναι απαιτήσεις προκύπτουσες από την παροχή εργασίας, δηλαδή μισθολογικές κατά κύριο λόγο παροχές. `Αλλωστε, μπορεί βάσιμα να υποστηριχθεί ότι η διάταξη αυτή, με βάση την οποία μετατίθεται σε απώτερο χρονικό σημείο η υποχρέωση καταβολής της δικηγορικής αμοιβής, στο βαθμό που επιτρέπει τη δυνατότητα δικαστικής εκπροσώπησης σε εντολείς στερούμενους συνήθως ιδίων μέσων για την αντιμετώπιση των δαπανών της δικαστικής διαμάχης, όπως οι εργαζόμενοι με το αβέβαιο εργασιακό καθεστώς των συμβάσεων ορισμένου χρόνου, εξυπηρετεί κατά κύριο λόγο το συμφέρον των εκχωρητών και όχι (μόνο) των εντολοδόχων δικηγόρων (ΝΣΚ 169/2020, ΝΣΚ 213/2018 δημ. νόμος). Εξάλλου κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 455, 460 και 461 εδ. α ΑΚ, με τη σύμβαση της εκχώρησης ο δανειστής, αποκαλούμενος εκχωρητής, μεταβιβάζει σε άλλον, αποκαλούμενο εκδοχέα, την ενοχική απαίτησή του, χωρίς τη συναίνεση του οφειλέτη, ο εκδοχέας όμως δεν αποκτά δικαίωμα απέναντι στο οφειλέτη πριν ο ίδιος ή ο εκχωρητής αναγγείλει την εκχώρηση στον οφειλέτη. Ο οφειλέτης ελευθερώνεται αν πριν από την αναγγελία καταβάλει στον εκχωρητή το χρέος, ενώ μετά την αναγγελία πρέπει, για την απόσβεση της ενοχής, να καταβάλει το χρέος όχι προς τον εκχωρητή, έναντι του οποίου δεν υπάρχει πια οφειλή εκείνου, αλλά προς τον εκδοχέα (ΑΠ 1059/2012, ΕΣ 254/2013 δημ. νόμος). Κατά την κρατούσα στην επιστήμη και τη νομολογία άποψη, αντικείμενο της εκχώρησης μπορεί να είναι και μελλοντική απαίτηση, και μάλιστα ανεξαρτήτως αν κατά το χρόνο της εκχωρήσεως η νομική της βάση υπάρχει, μόνο δε η εκχωρούμενη απαίτηση δεν έχει ακόμη γεννηθεί ή ούτε η νομική της βάση υφίσταται, αρκεί να προσδιορίζεται επαρκώς, ώστε να μπορεί να εξατομικευθεί το αργότερο κατά το χρόνο της γέννησής της, οπότε η εκχώρηση τελεί υπό τη νόμιμη αίρεση ότι θα γεννηθεί η απαίτηση (βλ. Αστικός Κώδιξ, κατ` άρθρο ερμηνεία, Αποστόλου Γεωργιάδη- Μιχαήλ Σταθόπουλου, 1979, τόμος ΙΙ, σελ. 580-581, Ενοχικό δίκαιο Αστ. Γεωργιάδη, τόμος 2, 5η Έκδοση 2007 σελ. 184-188). Εξάλλου, η απαίτηση που εκχωρείται πρέπει να προσδιορίζεται κατά τρόπο ορισμένο ή τουλάχιστον οριστό, ως προς το περιεχόμενό της και ως προς το πρόσωπο του οφειλέτη κατά του οποίου στρέφεται, ώστε ανάλογα με τις περιστάσεις να μπορεί να διαπιστώνεται τι μεταβιβάζεται στον εκδοχέα και τι παραμένει στον εκχωρητή. Οριστή δε είναι η απαίτηση, αν είναι δυνατόν έστω και εκ των υστέρων να εξακριβωθεί, βάσει των περιστάσεων κλπ., τι εκχωρείται και κατά ποίου οφειλέτη. Το παραπάνω ζήτημα του οριστού της εκχωρούμενης απαιτήσεως εμφανίζει σημασία, μεταξύ άλλων, και στην εκχώρηση μελλοντικής απαιτήσεως, με βάση δε τους ερμηνευτικούς κανόνες των ΑΚ 173 και 200 πρέπει να γίνεται δεκτό ότι μεταβιβάζονται εκείνες μόνο οι εξουσίες, για τη μεταβίβαση των οποίων δεν γεννιέται καμία αμφιβολία (βλ. Αστικός Κώδιξ, κατ` άρθρο ερμηνεία, Αποστόλου Γεωργιάδη-Μιχαήλ Σταθόπουλου, 1979, τόμος ΙΙ, 578-579, Μ. Σταθόπουλος, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, 5η έκδ., 2018,σελ. 1664-1666). Η αναγγελία της εκχώρησης συνδέεται με ένα βουλητικό στοιχείο, την επιδίωξη του εκχωρητή ή του εκδοχέα να καταστήσει τον οφειλέτη γνώστη της γενόμενης εκχώρησης και να επιφέρει τα αποτελέσματά της έναντι του οφειλέτη και τρίτων. Στα άρθρα του Κώδικα Δικηγόρων που προεκτέθηκαν, ορίζεται ειδικά ότι η αναγγελία της εκχώρησης του τμήματος της απαίτησης για την κάλυψη της αμοιβής του δικηγόρου, όταν οφειλέτης είναι το Ελληνικό Δημόσιο, γίνεται με την υποβολή του εκχωρητικού εγγράφου στον οικείο Υπουργό και στην αρμόδια για την εκκαθάριση της δαπάνης Υπηρεσία Δημοσιονομικού Ελέγχου και με τη γνωστοποίησή του στην αρμόδια για τη φορολόγηση του δικηγόρου Δ.Ο.Υ. Η παρακράτηση και απόδοση της αμοιβής του δικηγόρου από το αρμόδιο για την πληρωμή της απαίτησης όργανο του Δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, όπως αναφέρεται στο άρθρο 60 παρ.3. του Κώδικα Δικηγόρων, γίνεται μετά την παράθεση όλων των απαιτούμενων γνωστοποιήσεων (ΑΠ 832/1990 δημ. νομος). Εξάλλου από τα άρθρα 455, 460 και 461 εδ.α ΑΚ προκύπτουν τα εξής: Με τη σύμβαση της εκχωρήσεως ο δανειστής, αποκαλούμενος εκχωρητής, μεταβιβάζε σε άλλον, αποκαλούμενο εκδοχέα, την ενοχική απαίτησή του χωρίς τη συναίνεση του οφειλέτη. Ο εκδοχέας όμως δεν αποκτά δικαίωμα απέναντι στο οφειλέτη πριν ο ίδιος ή ο εκχωρητής αναγγείλει την εκχώρηση στον οφειλέτη. Ο οφειλέτης ελευθερώνεται αν πριν από την αναγγελία καταβάλει στον εκχωρητή το χρέος, ενώ μετά την αναγγελία πρέπει, για την απόσβεση της ενοχής, να καταβάλει το χρέος όχι προς τον εκχωρητή, έναντι του οποίου δεν υπάρχει πια οφειλή εκείνου, αλλά προς τον εκδοχέα. Περαιτέρω, με το άρθρο 53 του ν.δ. 496/1974 “περί λογιστικού των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου” ορίζεται: “1. Διά πάσαν κατάσχεσιν χρηματικής απαιτήσεως εις χείρας του ν.π. ως τρίτου, το κατασχετήριο ως και η αναγγελία επί εκχωρήσεως χρηματικής απαιτήσεως κατά του ν.π. κοινοποιούνται εις την αρμοδία για την πληρωμή υπηρεσία του ν.π. και εις το αρμόδιο για την αναγνώριση της δαπάνης όργανον αυτού. Το κατασχετήριο κοινοποιείται εις το Δημόσιο Ταμείο εις ο υπάγεται φορολογικώς ο καθ` ου η κατάσχεση και εις την αρμοδία δια την εκκαθάριση και εντολή πληρωμής της δαπάνης, Υπηρεσία εντός δέκα πέντε ημερών από της επιδόσεώς του εις την αρμοδία δια την πληρωμή Υπηρεσία. 2. Πάσα κατάσχεση ή εκχώρηση για την οποία δεν τηρήθηκαν οι ως άνω διατυπώσεις, είναι άκυρος”, ενώ με το άρθρο 56 του ιδίου ν.δ/τος ορίζεται: “1. Εξαιρούνται της εφαρμογής του παρόντος α) οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοικήσεως και τα εξ αυτών εξαρτώμενα νομικά πρόσωπα και ιδρύματα και β) τα κοινωφελή ιδρύματα και αι κοινωφελείς περιουσίες, τα διεπόμενα υπό του Α.Ν. 2039/1939 “περί τροποποιήσεως, συμπληρώσεως και κωδικοποιήσεως των νόμων “περί εκκαθαρίσεως και διοικήσεως των εις το Κράτος και υπέρ κοινωφελών σκοπών καταλειπομένων κληρονομιών, κληροδοσιών και δωρεών” (ΑΠ  1059/2012 δημ. νόμος). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 45 του ν. 4607/2019 περί τοκοφορίας οφειλών του δημοσίου το ύψος του νόμιμου επιτοκίου και του επιτοκίου υπερημερίας κάθε οφειλής του Δημοσίου ισούται προς το επιτόκιο των πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (MRO), που ισχύει κατά την ημερομηνία άσκησης του ένδικου βοηθήματος, πλέον τριών (3,00) εκατοστιαίων μονάδων ετησίως. Το επιτόκιο του προηγούμενου εδαφίου δεν μεταβάλλεται, κατά το μέρος που αφορά το επιτόκιο των πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (MRO), πριν από την εκάστοτε σωρευτική μεταβολή αυτού κατά μία (1,00) εκατοστιαία μονάδα, με σχετική βάση υπολογισμού του το επιτόκιο που ισχύει κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος. Τα ανωτέρω δεν ισχύουν για: α) τις απαιτήσεις των φορολογουμένων της παρ. 2 του άρθρου 53 του ν. 4174/2013 (Α΄ 170), β) τις περιπτώσεις όπου σε σύμβαση, στην οποία συμβάλλεται νόμιμα το Δημόσιο, έχει περιληφθεί ειδική πρόβλεψη σχετικά με το εφαρμοζόμενο επιτόκιο, γ) τις αξιώσεις ιδιωτών που στηρίζονται σε ειδικές και ευθέως εφαρμοζόμενες διατάξεις του ενωσιακού δικαίου, με τις οποίες έχει καθοριστεί, ρητά και ειδικά, ύψος επιτοκίου. Με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων αυτών, όπου στην κείμενη νομοθεσία γίνεται αναφορά ή παραπομπή στο ύψος του οφειλόμενου από το Δημόσιο νόμιμου επιτοκίου ή και του επιτοκίου υπερημερίας, νοείται το επιτόκιο του παρόντος. Κατά την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου οι παράγραφοι 1 και 2 εφαρμόζονται και σε όλες τις εκκρεμείς υποθέσεις, σε οποιοδήποτε βαθμό και στάδιο, για το μέρος κατά το οποίο οι αξιώσεις για τόκο ανάγονται και υπολογίζονται σε χρόνο μετά την πρώτη του επόμενου μήνα από την έναρξη ισχύος του παρόντος. Η παραπάνω διάταξη είναι ειδικότερη σε σχέση με αυτή του άρθρου 533 παρ. 2 του ΚΠολΔ και συνεπώς κατά παραδοχή του σχετικού μοναδικού πρόσθετου λόγου εφέσεως θα εξαφανιστεί κατά το παρεπόμενο κεφάλαιο περί τοκοδοσίας η εκκαλουμένη και οποιοδήποτε ποσό κριθεί ότι οφείλεται θα οφείλεται με το επιτόκιο του άρθρου 45 παρ. 1 του ν. 4607/2019, περί τοκοφορίας οφειλών του δημοσίου δηλαδή το επιτόκιο των πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (MRO), που ισχύει κατά την ημερομηνία άσκησης του ένδικου βοηθήματος, πλέον τριών (3,00) εκατοστιαίων μονάδων ετησίως. Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 336 παρ. 2 του ΚΠολΔ τα δικαστικά πασίδηλα λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο.

Από την εκτίµηση όλων των εγγράφων, που προσκοµίζονται αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγµατικά περιστατικά: Ο ενάγων είναι δικηγόρος, µέλος, του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών. Δυνάµει ειδικών δικαστικών πληρεξουσίων, οι ιατροί της Πρωτοβάθµιας Υγείας ΠΕΔΥ, καθώς και οι νοσοκοµειακοί ιατροί, που υπάγονται στο ήδη εκκαλούν πρώτο εφεσίβλητο νοµικό πρόσωπο, του παρείχαν την ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα να τους εκπροσωπήσει δικαστικά ή εξωδίκως σε οποιοδήποτε θέµα σχετικό µε κάθε είδους εργασιακές και µισθολογικές διαφορές µε τους εργοδότες τους, µεταξύ των οποίων περιλαµβανόταν το ήδη εκκαλούν πρώτο εφεσίβλητο. Να σημειωθεί ότι όλα τα ειδικά δικαστικά πληρεξούσια έχουν το ίδιο ακριβώς περιεχόμενο και η μονη διαφορά συνίσταται στο ύψος του ποσοστού της δικηγορικής αμοιβής του εκκαλούντος. Ειδικότερα ως προς τη δικηγορική αµοιβή οριζόταν ότι αν µε δικαστική απόφαση ή νοµοθετική απόφαση ή διοικητική απόφαση ή άλλο τρόπο αναγνωρισθούν και καταβληθούν ή εισπραχθούν υπέρ του εντολέα µισθολογικές διαφορές, η αµοιβή του δικηγόρου θα ανέρχεται σε ποσοστό 10% όσον αφορά τους ιατρούς ΠΕΔΥ και 6% όσον αφορά τους νοσοκοµειακούς ιατρούς επιπλέον των µεικτών ποσών, που θα καταβληθούν ή θα επιδικασθούν αναδροµικά και το ΦΠΑ επιπλέον. Μάλιστα, διδόταν εντολή και εκχωρείτο το δικαίωµα στον εκκαλούντα να εισπράττει τη δικηγορική αμοιβή, επί του ποσού, που θα επιδικασθεί ή νομοθετικά θεσπισθεί ή διοικητικά ρυθμισθεί ή εξώδικα συμφωνηθεί και να παρακρατεί ανάλογο ποσοστό από τους οφειλόμενους μισθούς. Πράγματι σε εκτέλεση των ανωτέρω εντολών αυτός προέβη στην άσκηση αγωγών (ενδεικτικά τις με αριθμό. ……../2017, ……./2017, ……../2017, 2573/2017, ………./2018 αγωγές), επί των οποίων εξεδόθησαν δικαστικές αποφάσεις. Τα ανωτέρω εργολαβικά δίκης γνωστοποίησε τόσο προς τον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών, σύμφωνα με τη με αριθμό …./7.12.2018 γνωστοποίηση όσο και προς τη Δ’ ΔΟΥ Αθηνών σύμφωνα με τη με αριθμό …../11.12.2018 γνωστοποίηση, ενώ προέβη στην αναγγελία της εκχώρησης των απαιτήσεών του προς το εκκαλούν πρώτο εφεσίβλητο νομικό πρόσωπο στις 26.11.2018 όσον αφορά στους ιατρούς, που απασχολούνται στην πρωτοβάθμια υγεία (ΠΕΔΥ), και στις 17.12.2018 όσον αφορά στους νοσοκομειακούς ιατρούς, που ανήκουν στο πρώτο εφεσίβλητο εκκαλούν νομικό πρόσωπο. Επομένως οι σχετικοί συναφείς πρώτος, τρίτος, τέταρτος και πέμπτος από τους λόγους της 10.11.2021 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2021 εφέσεως που βάλλουν κατά του κύρους της αναγγελίας κρίνονται απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Εν τω μεταξύ δημοσιεύθηκε ο ν. 4575/2018 (ΦΕΚ Α 19212018) στο άρθρο 11 του οποίου προβλέπονται τα εξής: “Καταβολή εφάπαξ χρηματικού ποσού στο Ιατρικό Προσωπικό” “1. Στους Ιατρούς του Ε.ΣΥ, Ιατρούς Δημόσιας Υγείας Ε.ΣΥ, Επικουρικούς Ιατρούς και Ειδικευόμενους Ιατρούς «και στο σύνολο των ιατρών του Γενικού Νοσοκομείου Παπαγεωργίου» και για όσο χρόνο αυτοί ήταν εν ενεργεία κατά το χρονικό διάστημα από 13.11.2014 έως και 31.12.2016 καταβάλλεται, πλην της αποζημίωσης εφημεριών, εφάπαξ χρηματικό ποσό, που αντιστoιχεί στη διαφορά μεταξύ των μηνιαίων αποδοχών που θα δικαιούνταν να λάβουν με βάση τις ισχύουσες κατά την 31.7.2012 μισθολογικές διατάξεις, και των μηνιαίων αποδοχών που πράγματι τους κατεβλήθησαν με βάση τις διατάξεις του ν. 4093/2012 (Α’ 222). Το χρηματικό ποσό του προηγούμενου εδαφίου υπολογίζεται με αναφορά στο χρονικό διάστημα από 13.11.2014 έως και 31.12.2016. 2. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Υγείας καθορίζεται ο χρόνος, η διαδικασία, οι προβλεπόμενες από τις κείμενες διατάξεις κρατήσεις και κάθε άλλο αναγκαίο ζήτημα σχετικά με την καταβολή του ποσού της προηγούμενης παραγράφου. 3. Οι διατάξεις του παρόντος δεν επηρεάζουν τις αποδοχές των Ιατρών του Ε.Σ.Υ., Ιατρών Δημόσιας Υγείας Ε.ΣΥ Επικουρικών Ιατρών και Ειδικευόμενων Ιατρών «και του συνόλου των ιατρών του Γενικού Νοσοκομείου Παπαγεωργίου», οι οποίες έχουν ληφθεί υπόψη για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 155 του ν. 4472/2017”. Σε εκτέλεση της ανωτέρω διάταξης εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 2/8842012018 Υπουργική Απόφαση, στο άρθρο 1 της οποίας ορίζονται τα εξής “1. Το χρηματικό ποσό που απορρέει από τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 11 του ν. 4575/2018 (Α’ 192) για τους Ιατρούς του Ε.Σ,Υ, Ιατρούς και Οδοντιάτρους Δημόσιας Υγείας Ε.ΣΥ, Επικουρικούς Ιατρούς και έμμισθους Ειδικευόμενους και Εξειδικευόμενους Ιατρούς και για όσο χρόνο αυτοί ήταν στην ενέργεια, κατά το χρονικό διάστημα από 13-11-2014 έως και 31-12-2016, θα καταβληθεί εφάπαξ μέχρι την 27-1-2019. Στις περιπτώσεις που κατά τους σχετικούς υπoλoγισμoύς προκύψει, συνολικά, αρνητικό χρηματικό ποσό αυτό δεν λαμβάνεται υπόψη. 2. Η καταβολή του ανωτέρω ποσού θα γίνει με ξεχωριστή μισθοδοτική κατάσταση, όπου το εν λόγω ποσό θα εμφανίζεται συνολικά για κάθε δικαιούχο, από τους οικείους εκκαθαριστές των αρμοδίων Υπηρεσιών του Υπουργείου Υγείας, των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων, των ΟΤΑ, των Νοσηλευτικών Ιδρυμάτων και των Υ.ΠΕ. Η εν λόγω κατάσταση αποστέλλεται μέχρι την 21η του μήνα καταβολής στην Ενιαία Αρχή Πληρωμής κατά τα ισχύοντα. 3. Στις περιπτώσεις που δικαιούχοι ήταν λειτουργοί κατά ένα μόνο μέρος του ανωτέρω χρονικού διαστήματος (από 13-11-2014 έως και 31-12-2016), η εκκαθάριση και πληρωμή του εν λόγω χρηματικού ποσού για το διάστημα αυτό θα γίνει από τον φορέα, στον οποίο υπηρέτησαν κατά το χρόνο της ενέργειας (συμπεριλαμβανομένου του χρονικού διαστήματος των τριμήνων αποδοχών, σε περίπτωση επιλογής τους). 4. Για τον υπολογισμό του ποσού της παρ. 1 λαμβάνονται υπόψη ενδεχόμενες υπηρεσιακές μεταβολές των λειτουργών που είχαν μισθολογικές συνέπειες και έλαβαν χώρα κατά το ως άνω χρονικό διάστημα, οπότε και προσαρμόζεται αναλόγως το ποσό που αφορά το εν λόγω διάστημα”. Επομένως τουλάχιστον ως προς τα αναδρομικά που καταβλήθηκαν το 2019 με βάση τη νέα νομοθετική διάταξη το πρώτο εφεσίβλητο αφού κατέβαλε μέρος των οφειλόμενων μισθολογικών διαφορών όφειλε να παρακρατήσει την εκχωρηθείσα στον εκκαλούντα αμοιβή, δεδομένου ότι αυτός είχε προβεί νομοτύπως στην αναγγελία της εκχώρησης πριν το χρονικό σημείο της καταβολής, καθώς από το κείμενο των αναγγελιών των εκχωρήσεων, αποδεικνύεται ότι αυτές απευθύνονταν προς το νομικό πρόσωπο, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, καθώς και προς την Οικονομική Διεύθυνση – Τμήμα Μισθοδοσίας αυτού, το δε έγγραφο παραλήφθηκε από διοικητικό υπάλληλό του, ο οποίος δεν προέκυψε ότι δεν είχε εξουσιοδότηση από τον νόμιμο εκπρόσωπο του πρώτου εναγομένου να παραλαμβάνει έγγραφα, ενώ η αναγγελία δεν έπασχε αοριστίας, διότι προσδιόριζε μόνο ποσοστό επί του ποσού που θα καταβαλλόταν, αφού αρκεί το εκχωρηθέν ποσό να είναι οριστό, ενώ σε κάθε περίπτωση, η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 60 του ν. 4194/2013 ρητά προβλέπει τη μη τήρηση των διατυπώσεων του άρθρου 95 του ν. 2362/1995 (Α’ 247), ως ισχύει, νυν άρθρου 145 του ν. 4270/2014, μεταξύ δε των διατυπώσεων αναφέρεται και το ποσό. Περαιτέρω τα ποσά που καταβλήθηκαν τον Ιανουάριο του 2019 ανέφερε ενώπιον αυτού του δικαστηρίου το πρώτο εφεσίβλητο κατά τη συζήτηση της εφέσεως του επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 581/30.11.2021 απόφαση του δικαστηρίου τούτου που εξαφάνισε ως προς τους παρισταμένους διαδίκους τη με αριθμό 2368/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία έτσι ως προς αυτούς δεν κατέστη ποτέ τελεσίδικη όπως εσφαλμένα αναγράφεται με την εκκαλουμένη απόφαση, παρά μόνο ως προς τους διαδίκους που δεν παραστάθηκαν ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου και ως προς τους οποίους είτε είχε απορριφθεί η αγωγή είτε είχε γίνει παραίτηση από το δικόγραφο. Την απόφαση αυτή προσκομίζει με επίκληση ο εκκαλών. Έτσι αποδεικνύεται ότι για τον …………. δεν οφείλεται ποσό διότι η αγωγή που άσκησε απορρίφθηκε, για τη …………, που εκχώρησε το 10% στον εκκαλούντα καταβλήθηκε το ποσό των 15.635,87 ευρώ, και επομένως στον εκκαλούντα οφείλεται το ποσό των 1.563,58 ευρώ για την …………. που εκχώρησε το 10% στον εκκαλούντα καταβλήθηκε το ποσό των 15.297,28 ευρώ και επομένως στον εκκαλούντα οφείλεται το ποσό των 1.529,73 ευρώ, για τον ………. που εκχώρησε το 10% στον εκκαλούντα καταβλήθηκε το ποσό των 21.493,68 ευρώ και επομένως στον εκκαλούντα οφείλεται το ποσό των 2.149,37 ευρώ,  για τον …….., που εκχώρησε το 10% στον εκκαλούντα καταβλήθηκε το ποσό των 10.169,04 ευρώ και επομένως στον εκκαλούντα οφείλεται το ποσό των 1.016,9 ευρώ, για την ………, που εκχώρησε το 10% στον εκκαλούντα καταβλήθηκε το ποσό των 10.405,20 ευρώ και επομένως στον εκκαλούντα οφείλεται το ποσό των 1.040,52 ευρώ, για τον ….. …., που εκχώρησε το 8% στον εκκαλούντα καταβλήθηκε το ποσό των 14.958,71 ευρώ και επομένως στον εκκαλούντα οφείλεται το ποσό των 1.196,70 ευρώ, για τη ………, που εκχώρησε το 10% στον εκκαλούντα καταβλήθηκε το ποσό των 14.620,13 ευρώ και επομένως στον εκκαλούντα οφείλεται το ποσό των 1.462,01 ευρώ, για τον ………., που εκχώρησε το 10% στον εκκαλούντα καταβλήθηκε το ποσό των 14.958,71 ευρώ και επομένως στον εκκαλούντα οφείλεται το ποσό των 1.495,87 ευρώ, για την ……… που εκχώρησε το 10% στον εκκαλούντα καταβλήθηκε το ποσό των 15.635,86 ευρώ και συνεπώς η οφειλόμενη αμοιβή ανέρχεται σε 1.563,59 ευρώ, για τη … …., που εκχώρησε το 10% στον εκκαλούντα καταβλήθηκε το ποσό των 9.696,72 ευρώ και επομένως στον εκκαλούντα οφείλεται το ποσό των 969,67 ευρώ, για  τον …………. δεν επιδικάζεται κάποιο ποσό, διότι δεν προηγήθηκε αναγγελία της εκχώρησης, για την ……, που εκχώρησε το 10% στον εκκαλούντα καταβλήθηκε το ποσό των 15.974,44 ευρώ και επομένως στον εκκαλούντα οφείλεται το ποσό των 1.597,44 ευρώ, για τον …….., που εκχώρησε το 10% στον εκκαλούντα καταβλήθηκε το ποσό των 14.620,13 ευρώ και επομένως στον εκκαλούντα οφείλεται το ποσό των 1.462,01 ευρώ, για τον ………., που εκχώρησε το 10% στον εκκαλούντα καταβλήθηκε το ποσό των 15.974,44 ευρώ και επομένως στον εκκαλούντα οφείλεται το ποσό των 1.597,44 ευρώ, για τον ………., που εκχώρησε το 10% στον εκκαλούντα καταβλήθηκε το ποσό των 10.405,2 ευρώ και επομένως στον εκκαλούντα οφείλεται το ποσό των 1.040,52 ευρώ, για τον …….. που εκχώρησε το 10% στον εκκαλούντα καταβλήθηκε το ποσό των 15.297,28 ευρώ και επομένως στον εκκαλούντα οφείλεται το ποσό των 1.529,73 ευρώ, για την ……. δεν οφείλεται αμοιβή, διότι δηλώθηκε παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής, για τον ……… δεν επιδικάζεται αμοιβή, καθώς δηλώθηκε παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής, για την ……… που εκχώρησε το 10% στον εκκαλούντα καταβλήθηκε το ποσό των 15.974,44 ευρώ και επομένως στον εκκαλούντα οφείλεται το ποσό των 1.597,44 ευρώ, για τον ………., που εκχώρησε το 10% στον εκκαλούντα καταβλήθηκε το ποσό των 15.635,86 ευρώ και επομένως στον εκκαλούντα οφείλεται το ποσό των 1.563,59 ευρώ, για την …….. δεν επιδικάζεται αμοιβή διότι παραιτήθηκε απ’ το δικόγραφο της αγωγής (βλ. την υπ’ αριθ. 2368/2018 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου), για τη ….., που εκχώρησε το 10% στον εκκαλούντα καταβλήθηκε το ποσό των 18.709,62 ευρώ και επομένως στον εκκαλούντα οφείλεται το ποσό των 1.870,96 ευρώ, για τον ………., που εκχώρησε το 10% στον εκκαλούντα καταβλήθηκε το ποσό των 15.635,86 ευρώ και επομένως στον εκκαλούντα οφείλεται το ποσό των 1.563,59 ευρώ, για το …………., που εκχώρησε το 10% στον εκκαλούντα καταβλήθηκε το ποσό των 15.297,28 ευρώ και επομένως στον εκκαλούντα οφείλεται το ποσό των 1.529,73 ευρώ, για τη ………. που εκχώρησε το 10% στον εκκαλούντα καταβλήθηκε το ποσό των 15.297,28 ευρώ και επομένως στον εκκαλούντα οφείλεται το ποσό των 1.529,73 ευρώ, για τον ………., που εκχώρησε το 10% στον εκκαλούντα καταβλήθηκε το ποσό των 15.944,44 ευρώ και επομένως στον εκκαλούντα οφείλεται το ποσό των 1.594,44 ευρώ, για τη …………, που εκχώρησε το 10% στον εκκαλούντα καταβλήθηκε το ποσό των 5.862,72 ευρώ και επομένως στον εκκαλούντα οφείλεται το ποσό των 586,27 ευρώ, για τη …………, που εκχώρησε το 10% στον εκκαλούντα καταβλήθηκε το ποσό των 15.765,86 ευρώ και επομένως στον εκκαλούντα οφείλεται το ποσό των 1.576,57 ευρώ, για τον ………….. που εκχώρησε το 10% στον εκκαλούντα καταβλήθηκε το ποσό των 9.460,56 ευρώ και επομένως στον εκκαλούντα οφείλεται το ποσό των 946,06 ευρώ, για τον ………. δεν επιδικάζεται αμοιβή, διότι η δίκη διεκόπη λόγω θανάτου, για τον ……… που εκχώρησε το 10% στον εκκαλούντα καταβλήθηκε το ποσό των 14.620,13 ευρώ και επομένως στον εκκαλούντα οφείλεται το ποσό των 1.462,01 ευρώ, για τον ………, που εκχώρησε το 10% στον εκκαλούντα καταβλήθηκε το ποσό των 14.958,71 ευρώ και επομένως στον εκκαλούντα οφείλεται το ποσό των 1.495,87 ευρώ, για την ………. που εκχώρησε το 10% στον εκκαλούντα καταβλήθηκε το ποσό των 15.297,28 ευρώ και επομένως στον εκκαλούντα οφείλεται το ποσό των 1.529,73 ευρώ, για τον ………. που εκχώρησε το 10% στον εκκαλούντα καταβλήθηκε το ποσό των 15.635,86 ευρώ και επομένως στον εκκαλούντα οφείλεται το ποσό των 1.563,59 ευρώ, για τη ……….. που εκχώρησε το 10% στον εκκαλούντα καταβλήθηκε το ποσό των 15.635,86 ευρώ και επομένως στον εκκαλούντα οφείλεται το ποσό των 1.563,59 ευρώ, για τον ………….. που εκχώρησε το 10% στον εκκαλούντα καταβλήθηκε το ποσό των 21.493,68 ευρώ και επομένως στον εκκαλούντα οφείλεται το ποσό των 2.149,37 ευρώ, για τη ……… που εκχώρησε το 10% στον εκκαλούντα καταβλήθηκε το ποσό των 15.297,28 ευρώ και επομένως στον εκκαλούντα οφείλεται το ποσό των 1.529,73 ευρώ, για τη ……….. δεν επιδικάζεται ποσό αμοιβής, διότι απορρίφθηκε η αγωγή, για τον …………, που εκχώρησε το 10% στον εκκαλούντα καταβλήθηκε το ποσό των 15.297,28 ευρώ και επομένως στον εκκαλούντα οφείλεται το ποσό των 1.529,73 ευρώ, και για τον ………. που εκχώρησε το 10% στον εκκαλούντα καταβλήθηκε το ποσό των 14.281,56 ευρώ και επομένως στον εκκαλούντα οφείλεται το ποσό των 1.428,16 ευρώ. Αναφορικά με τα υπόλοιπα ποσά που επιδικάστηκαν τελεσιδίκως με τη με αριθμό 581/2021 απόφαση αυτού του δικαστηρίου δεν αποδείχθηκε στον απαιτούμενο βαθμό ότι αυτά καταβλήθηκαν και επομένως το δικαίωμα του εκκαλούντος εκ του εργολαβικού εξακολουθεί να είναι υπό αναβλητική αίρεση. Περαιτέρω με τη με αριθμό 224/2021 απόφαση αυτού του δικαστηρίου εξαφανίστηκε κατά τους παρισταμένους διαδίκους η με αριθμό 4177/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία έτσι ως προς αυτούς δεν κατέστη ποτέ τελεσίδικη όπως εσφαλμένα αναγράφεται με την εκκαλουμένη απόφαση, παρά μόνο ως προς τους διαδίκους που δεν παραστάθηκαν ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου και ως προς τους οποίους είτε είχε απορριφθεί η αγωγή είτε είχε γίνει παραίτηση από το δικόγραφο. Σημειωτέον ότι την προαναφερόμενη απόφαση προσκομίζει με επίκληση ο εκκαλών, ενώ το νπδδ εφεσίβλητο προσκομίζει με σχετικό 24α την αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως αυτής με λόγους που άπτονται της έλλειψης δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων και συνταγματικότητας των περικοπών, ζήτημα όμως το οποίο έχει ήδη κριθεί από την Ολομέλεια του Αρείου Πάγου. Επιπλέον κατά την παραδοχή της παραπάνω απόφασης το κεφάλαιο της οποίας δεν προσβάλλεται με την αίτηση αναιρέσεως ούτε συνδέεται με το διατακτικό αυτής άμεσα, κατ’εφαρμογή του άρθρου 11 Ν. 4575/2018, που δηµοσιεύθηκε στο ΦΕΚ την 14-11-2018, το πδδδ εκκαλούν πρώτο εφεσίβλητο κατέβαλε εφάπαξ τα παρακάτω χρηματικά ποσά που αντιστοιχούν στο διάστημα απασχόλησης τους από 1/1/2015 έως και 31/17/2016. Ειδικότερα η ………… έλαβε το συνολικό ποσό των (21.493,68) ευρώ, η ………… το συνολικό ποσό των (21.493,58) ευρώ, η ……….. το συνολικό ποσό των (15.635,86) ευρώ, ο ………… το συνολικό ποσό των (15.297,28) ευρώ, ο …….. το συνολικό ποσό των (15.635,86) ευρώ, ο ………..  το ποσό (21.493,68) ευρώ, η ……….. το συνολικό ποσό των (14.281,56) ευρώ, η ……… το συνολικό ποσό των (14.620,13) ευρώ, ο …………. έλαβε το συνολικό ποσό των (10.405,20) ευρω, ο ……… έλαβε το συνολικό ποσό των (21.493,68) ευρω, η ……….. έλαβε το συνολικό ποσό των (15.635,86) ευρω, και ο ….. ….. έλαβε το συνολικό ποσό των (15.635,86) ευρώ. Άπαντες οι προαναφερόμενοι είχαν εκχωρήσει ποσοστό 10% ως δικηγορική αμοιβή και τα σχετικά ποσά που θα προσδιοριστούν παρακάτω οφείλονται από το εκκαλούν πρώτο εφεσίβλητο στον εκκαλούντα. Άλλες καταβολές στα πλαίσια των προαναφερόμενων αποφάσεων ή της με αριθμό 649/2018 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου δεν αποδείχθηκαν και συνεπώς το δικαίωμα του εκκαλούντος είναι υπό αίρεση. Να σημειωθεί ότι τα φυσικά πρόσωπα που αναφέρονται στις διαταγές πληρωμής που επικαλείται το πρώτο εφεσίβλητο εκκαλούν αφορά διαφορετικούς ενάγοντες αυτών επί των οποίων έχουν εκδοθεί οι προαναφερόμενες τρεις αποφάσεις του δικαστηρίου τούτου και συνεπώς δεν θα ληφθούν υπόψη. Αντιθέτως περιλαμβάνονται στις με αριθμό ……/2020 και …../2021 διαταγές πληρωμής που προσκομίζει ο εκκαλών, αλλά δεν αποδεικνύεται ότι καταβλήθηκαν επιπλέον ποσά μετά από εκτέλεση. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο εκκαλών δικηγόρος αιτήθηκε τη χορήγηση αναλυτικών εκκαθαριστικών σημειωμάτων με τα ποσά, που επρόκειτο να καταβληθούν στους εντολείς του, ιατρούς, προκειμένου να ελεγχθεί η ορθή εφαρμογή του νόμου (βλ. την από 8.1.2019 αίτηση). Ενόψει του ότι το εκκαλούν πρώτο εφεσίβλητο νομικό πρόσωπο δεν ανταποκρίθηκε, ακολούθησε δεύτερη αίτησή του στις 15.1.2019, ενώ, ακολούθως, αιτήθηκε την έκδοση εισαγγελικής παραγγελίας. Πράγματι εκδόθηκε η από 29.1.2019 Εισαγγελική Παραγγελία του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά, με την οποία δόθηκε εντολή στους εφεσίβλητους να χορηγήσουν στον εκκαλούντα τα στοιχεία, που αφορούσαν τα ποσά, που κατεβλήθησαν στους εντολείς του. Αυτά δεν έχουν χορηγηθεί και το πρώτο εφεσίβλητο νομικό πρόσωπο δεν προέβη στη χορήγηση των στοιχείων, θεωρώντας ότι πρόκειται για προσωπικά δεδομένα των ιατρών, γνωστοποίησε, μάλιστα, τον λόγο της άρνησής του τόσο στον ενάγοντα όσο και στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά (βλ. την από 11.2.2019 εξώδικη διαμαρτυρία, δήλωση και πρόσκληση), ενώ περαιτέρω αιτήθηκε γνωμοδότησης, απευθυνόμενο στην Αρχή Προστασία δεδομένων Προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με το …../14.2.2019 έγγραφο, όσο και προς τον Υπεύθυνο Προσωπικών Δεδομένων του Υπουργείου Υγείας  σύμφωνα με το …./14.2.2019 έγγραφο, με ερώτημα αν η άρνηση του είναι εύλογη και αν οφείλουν ή όχι να παραδώσουν τα οικονομικά στοιχεία των ιατρών στον ενάγοντα. Τελικώς, απέστειλε εξώδικες δηλώσεις προς τους ιατρούς, με τις οποίες ζητούσε τη συναίνεσή τους για τη χορήγηση των οικονομικών στοιχείων, ενώ ήδη έχει προβεί στη χορήγηση κάποιων από αυτά (βλ. σχετικά 1 και 55 δηλαδή τις από 9.10.2019 και 9.11.2021 χορηγήσεις στοιχείων). Από τα παραπάνω δεν αποδείχθηκε ότι η μη χορήγηση των αιτούμενων εκ μέρους του στοιχείων από τους εφεσίβλητους έγινε με σκοπό βλάβης των συμφερόντων του εκκαλούντος δικηγόρου και συνεπώς δεν οφείλεται στον εκκαλούντα αποζημίωση λόγω θετικής και αποθετικής ζημίας και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και συνεπώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε τα ίδια ορθά εκτίμησε το αποδεικτικό υλικό και τα όσα περί του αντιθέτου αναγράφονται στο μοναδικό ουσιαστικά λόγο της από 11.11.2021 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2021 έφεσης είναι αβάσιμα και πρέπει να απορριφθούν. Λόγω του ότι εξεδόθησαν οι προαναφερόμενες τελεσίδικες αποφάσεις αλλά δεν έχουν προσκομιστεί εξοφλητικές αποδείξεις με βάση αυτές το παρόν δικαστήριο θα χωρίσει ως προς το μέρος αυτό την υπόθεση και δεν θα εκδώσει ως προς αυτό οριστική απόφαση αλλά θα αναμένει κατ’άρθρο 249 του ΚΠολΔ τις σχετικές εξοφλητικές αποδείξεις. Επομένως αφού απορριφθεί ό,τι έχει ήδη απορριφθεί αναφορικά με τις κρινόμενες εφέσεις, δηλαδή αφού απορριφθεί στο σύνολο της η με αριθμό ………./2021 έφεση, και στη συνέχεια κατά παραδοχή του δεύτερου λόγου της περί κακής εκτίμησης αποδεικτικού υλικού της από 10.11.2021 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2021 έφεσης και το προσθέτου λόγου αυτής περί τοκοδοσίας αφού θα εφαρμοστεί η διάταξη του άρθρου 45 του ν. 4607/2019, θα εξαφανιστεί κατά ένα μέρος η εκκαλουμένη με αριθμό 1867/2021 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, θα κρατηθεί από αυτό το δικαστήριο να δικαστεί στην ουσία της κατά το κεφάλαιο που εξαφανίστηκε, δηλαδή μόνο ως προς τον εφεσίβλητο δικηγόρο και το εκκαλούν νπδδ η από 26.7.2019 με αριθμό κατάθεσης ……./2019 αγωγή, το αντικείμενο της οποίας θα χωριστεί σύμφωνα με τα όσα προαναφέρθηκαν. Θα αποδοθεί το παράβολο εφέσεως που καταβλήθηκε αχρεωστήτως στον εκκαλούντα δικηγόρο (άρθρο 495 του ΚΠολΔ) Θα γίνει δεκτή κατά ένα μέρος η αγωγή ως προς το πρώτο εφεσίβλητο και θα αναγνωριστεί ότι αυτό οφείλει να καταβάλει στον εκκαλούντα ενάγοντα το ποσό των 1.563,58 + 1.529,73 + 2.149,37 + 1.016,9 +1.040,52 + 1.196,70 + 1.462,01 +1.495,87 + 1.563,59 + 969,67 + 1.597,44 + 1.462,01 + 1.597,44 + 1.040,52 + 1.529,73 + 1.597,44 + 1.563,59 + 1.870,96 + 1.563,59 + 1.529,73 + 1.529,73 + 1.594,44 + 586,27 + 1.576,57 + 946,06 + 1.462,01 + 1.495,87 + 1.529,73 + 1.563,59 + 1.563,59 + 2.149,37 + 1.529,73 + 1.529,73 + 1.428,16 + 2.149,3 + 2.149,36 + 1.563,59 + 1.529,73 + 1.563,59 + 2.149,37 + 1.428,16 + 1.462,01 + 1.040,52 + 2.149,37 + 1.563,59 + 1.563,59 = 70.137,42 ευρώ εντόκως με βάση το άρθρο 45 του ν. 4607/2019. Περαιτέρω θα ανασταλεί κατ’άρθρο 249 του ΚΠολΔ η εκδίκαση της υπόθεση ως προς τα ποσά που επιδικάστηκαν με τις με αριθμό 649/2018, 224/2021, 581/2021 αποφάσεις του δικαστηρίου τούτου ώστε να καταβληθούν τα επιδικαζόμενα με αυτές ποσά και να προσδιοριστεί ακολούθως το ύψος της οφειλόμενης δικηγορικής αμοιβής. Τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας κατά το οριστικό τμήμα της παρούσας θα συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων μερών, λόγω της δυσχερούς ερμηνείας των διατάξεων που εφαρμόστηκαν (άρθρο 179 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων, την από 11.11.2021 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2021 έφεση και την από 10.11.2021 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2021 έφεση, και τους με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../10.5.2021 πρόσθετους λόγους της κατά της με αριθμό 1867/2021 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς,  που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών επί της από 26.7.2019 με αριθμό κατάθεσης ……../2019 αγωγής

Δέχεται τυπικά τις εφέσεις

Απορρίπτει κατ’ουσία τη με αριθμό ……./2021 έφεση και ό,τι άλλο έκρινε ως απορριπτέο στο σκεπτικό

Διατάσσει την απόδοση του αχρεωστήτως καταβληθέντος παραβόλου εφέσεως στον εκκαλούντα

Δέχεται κατ’ουσίαν κατά ένα μέρος την από 10.11.2021 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2021  έφεση

Εξαφανίζει κατά ένα μέρος τη με αριθμό 1867/2021 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς

Κρατεί την υπόθεση και αναδικάζει κατά το μέρος αυτό επί της με αριθμό ………../2019 αγωγής

Δέχεται κατά ένα μέρος την αγωγή ως προς το πρώτο εναγόμενο

Αναγνωρίζει ότι το πρώτο εναγόμενο οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των εβδομήντα χιλιάδων εκατόν τριάντα επτά ευρώ και σαράντα δύο λεπτών (70.137,42) εντόκως με βάση το άρθρο 45 του ν. 4607/2019

Διατάζει κατά τα λοιπά το χωρισμό και την αναστολή της εκδίκασης της υπόθεσης μέχρι να προσκομιστούν εξοφλητικές αποδείξεις αναφορικά με τα επιδικαζόμενα ποσά αναδρομικών με βάση τις με αριθμό 649/2018, 224/2021, 581/2021 αποφάσεις του δικαστηρίου τούτου και

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας κατά το οριστικό μέρος αυτής μεταξύ των διαδίκων μερών

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις    21 Ιουνίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ