Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 408/2022

Αριθμός     408/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 2ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χρυσή Φυντριλάκη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα   T.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

Α. ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ:

  1. ……….. και 2. ………….., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσιά τους δικηγόρο, Αικατερίνη Ζόγκου (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).

Α. ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ:

Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας ……………, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Β. ΕΚΟΥΣΙΩΣ ΑΥΤΟΤΕΛΩΣ ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ:

Ανώνυμης εταιρείας ……………, ενεργούσα με την ιδιότητά της ως μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος, διαχειρίστρια και πληρεξούσια των απαιτήσεων των οποίων δικαιούχος τυγχάνει η αλλοδαπή εταιρεία …………….. η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο, Μαρίνα Σούλα (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).

Β. ΥΠΕΡ ΗΣ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ :

Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας ……………

Β. ΚΑΘΩΝ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ :

  1. ……….. και 2. …………., οι οποίοι, εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσιά τους δικηγόρο, Αικατερίνη Ζόγκου (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).

Οι υπό στοιχ Α εκκαλούντες-υπό στοιχ Β καθ΄ ων η πρόσθετη παρέμβαση κατέθεσαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 12.10.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ………../2018) ανακοπή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 769/2019 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε τα σε αυτήν αναφερόμενα.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οι ανακόπτοντες και ήδη υπό στοιχ Α εκκαλούντες-υπό στοιχ Β καθ΄ ων η πρόσθετη παρέμβαση με την από 20.6.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου ………/2019, ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου …………/2019) έφεσή τους, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η  21η.5.2020, οπότε η συζήτησή της ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων λόγω της πανδημίας κορωναϊού Covid-19 (από 13.3.2020 έως 31.5.2020). Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 74 παρ 2 του ν. 4690/2020 (ΦΕΚ Α 104/30-5-2020) περί αυτεπαγγέλτου  ορισμού δικασίμου προς συζήτηση αυτών των υποθέσεων, τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Κανονισμού Εσωτερικής  Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς, την υπ΄ αριθμ. 37/2020 Πράξη του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και την υπ΄αριθμ. 79/2020 Πράξη  του ορισθέντος από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή, Ιωάννη Αποστολόπουλο, Εφέτη, η προκειμένη υπόθεση επανεισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στη δικάσιμο  της  3ης.6.2021, μετά δε από αναβολή, στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατέθεσε η ήδη υπό στοιχ Β εκουσίως αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα την από 24.5.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ………../2021) εκούσια αυτοτελή πρόσθετη παρέμβασή της, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιες δικηγόροι των παρασταθέντων διαδίκων, οι οποίες παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Η  με αριθμό κατάθεσης στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά  ………//2019 έφεση και η με αριθμό κατάθεσης στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά  …………//2021 αυτοτελής  πρόσθετη  παρέμβαση  πρέπει  να  συνεκδικαστούν, καθώς τελούν μεταξύ τους σε σχέση κύριου και παρεπόμενου (άρθρα  246 και 79 -93 ΚΠολΔ).

Η κρινόμενη  με αριθμό καταθ. στη γραμματεία του Εφετείου  Πειραιά   ……….//2019 έφεση κατά της υπ΄αριθμόν 769/2019 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου  Πειραιά    που εκδόθηκε  κατά την   διαδικασία των περιουσιακών διαφορών   αντιμωλία των διαδίκων, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα  καθώς η εκκαλουμένη απόφαση  δημοσιεύτηκε  στις 5-3-2019, επιδόθηκε  στους εκκαλούντες  στις 28-5-2019 (βλ. υπ΄αριθμούς …. και …../28-5-2019 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ……….) και  η  έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του  Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά  στις 27-6-2019   (άρθρα 495,511,513,516 παρ 1, 517 εδαφ α, 518 παρ 1  και 147 ΚΠολΔ). Συνεπώς, πρέπει να γινει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτής κατά την  αυτή  διαδικασία  δοθέντος ότι έχει καταβληθεί και το απαιτούμενο παράβολο άσκησης έφεσης (βλ. με αριθμό ………./2019 e-παράβολο).

Οι ανακόπτοντες  και ήδη εκκαλούντες   με την με  αριθμό καταθ. ………/2018  ανακοπή που  άσκησαν ενώπιον  του Μονομελούς   Πρωτοδικείου Πειραιά  κατά της ήδη εφεσίβλητης τραπεζικής  εταιρίας  ζήτησαν   για τους αναφερόμενους σ΄αυτήν  λόγους την ακύρωση της υπ΄αριθμ. …./2018 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά  με την οποια υποχρεώθηκαν να καταβάλλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ο καθένας  στην καθ΄ης η ανακοπή  τραπεζική  εταιρία το ποσό των  81.447  ευρώ   πλέον τόκων και εξόδων και περαιτέρω, την ακύρωση   της  από 4-10-2018 επιταγής προς πληρωμή κάτωθι του αντιγράφου του απογράφου της ως άνω διαταγής πληρωμής με την οποία επιτάχθηκαν αμφότεροι να καταβάλουν για κεφάλαιο  το ανωτέρω ποσό πλέον τόκων και εξόδων. Επί της ανακοπής αυτής εκδόθηκε  η εκκαλουμένη απόφαση με την οποία απορρίφθηκε  η ανακοπή με την αιτιολογία ότι  «οι ανακόπτοντες αμφισβητούν γενικά το ύψος της απαίτησης της καθ΄ης και δεν συνδέουν την επικαλούμενη ακυρότητα με την ακυρότητα  κάποιου συγκεκριμένου κονδυλίου του λογαριασμού ή κάποιου ποσού  που επιδίκασε  η ανακοπτομένη διαταγή πληρωμής  παράνομα και άκυρα  σε βάρος τους  προκειμένου να διαπιστωθεί η βασιμότητα των ισχυρισμών τους και το μέτρο κατά το οποίο πρέπει ν΄ακυρωθεί η ανακοπτομένη διαταγή πληρωμής» και ακολούθως  επικυρώθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής. Ήδη, κατά της αποφάσεως αυτής βάλλουν  οι ανακόπτοντες παραπονούμενοι για εσφαλμένη ερμηνεία  και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων  και ζητούν την εξαφάνιση  της εκκαλουμένης και την παραδοχή της ανακοπής τους με σκοπό  την ακύρωση της ανακοπτομένης  διαταγής πληρωμής.

1. Από τη διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι τρίτος μπορεί να ασκήσει σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη πρόσθετη παρέμβαση για την υποστήριξη κάποιου διαδίκου, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση και συνεπώς  για πρώτη φορά και ενώπιον του εφετείου, περιοριζόμενος σε μόνη την υποστήριξη ή αντίκρουση των λόγων της έφεσης, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 81 παρ. 1 και 215 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις, που ισχύουν για την αγωγή, δηλαδή με κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται, που είναι αναγκαίο στοιχείο της προδικασίας και ολοκληρώνεται με την κοινοποίηση αυτής στους διαδίκους, η οποία στην περίπτωση, που ασκείται για πρώτη φορά στο εφετείο, πρέπει, να γίνεται, σύμφωνα με το άρθρο 524 παρ. 1 σε συνδυασμό με 591 παρ. 1ΚΠολΔ, σε όλους τους μέχρι της άσκησής της διαδίκους, τουλάχιστον δέκα ημέρες πριν από τη δικάσιμο. Έννομο συμφέρον για την άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης υφίσταται, όταν με την πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης, που είτε απειλούνται από τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της αποφάσεως που θα εκδοθεί είτε υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειές της, ως τρίτος δε, κατά την έννοια της ίδιας διάταξης του άρθρου 80 ΚΠολΔ, νοείται εκείνος ο οποίος δεν είχε προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου με οποιοδήποτε τρόπο στην αρχική δίκη ή σε στάδιο προηγούμενης δίκης επί της υποθέσεως (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1329/2017, ΑΠ 611/2013, ΑΠ 1171/2012). Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 83 ΚΠολΔ, αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 μέχρι 78. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αποφασιστικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας αυτής στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του. Η ασκούμενη κατά το άρθρο 83ΚΠολΔ αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με το διάδικο υπέρ του οποίου η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνων θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου, ως αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου (ΑΠ 1485/2006, ΑΠ 91/2005). Ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να θεωρηθεί και εκείνη, την οποία ασκεί αυτός που έγινε διάδοχος του διαδίκου όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το πέρας αυτής (άρθρο 225 παρ. 2ΚΠολΔ), αφού το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατά αυτού κατά το άρθρο 325 αριθ. 2ΚΠολΔ (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1564/2017, ΑΠ 1731/2011). Εξάλλου, ως προς τους αναγκαίους ομοδίκους που απουσιάζουν, δεν επέρχονται οι συνέπειες της ερημοδικίας, αλλά αυτοί αντιπροσωπεύονται από τους παριστάμενους ομοδίκους τους (βλ. ΑΠ 368/2019, ΑΠ 727/2017).

Περαιτέρω, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1 περ. γ του ν. 4354/2015 “Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων….”, “Τα δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις, δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους. Οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις”. Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του άνω νόμου 4354/2015, “Οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν. 4307/2014 . Εφόσον οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου, το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης”.

Στην προκειμένη περίπτωση η εταιρία με την επωνυμία «…………..» η οποία αρχικά είχε την επωνυμία «…………..»  και η οποία  εδρεύει στο Δήμο Αθηναίων, οδός ……….,  με  αυτοτελές δικόγραφο  που φέρει ειδικό  αριθμό καταθ. ………//2021  στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά  ισχυριζόμενη ότι είναι εταιρία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις,  της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………» που εδρεύει στο ….. της Ιρλανδίας (οδός ………….), η οποία κατέστη ειδική διάδοχος της ανώνυμης εταιρίας  με την επωνυμία «……..» που εδρεύει στην Αθήνα, οδός ………., λόγω μεταβίβασης σ΄αυτήν απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις στο πλαίσιο τιτλοποίησης  απαιτήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του ν 3156/2003 και του άρθρου 61 του ν 4548/2018  μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η απορρέουσα από την ένδικη έννομη σχέση,  άσκησε ως μη δικαιούχος διάδικος, το πρώτον ενώπιον του  Εφετείου Πειραιά,   αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση και ζήτησε να απορριφθεί η ανωτέρω  έφεση και να επικυρωθεί η ανακοπτομένη διαταγή πληρωμής.   Η  αυτοτελής αυτή παρέμβαση  αυτή   ασκείται παραδεκτά το πρώτον  ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 80 και 83  ΚΠολΔ) και  έχει  επιδοθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, ήτοι  τουλάχιστον δέκα (10) ημέρες πριν την συζήτηση της έφεσης   (άρθρο 591 παρ 1β ΚΠολΔ)   σε όλους τους διαδίκους και συγκεκριμένα την 21-9-2020,  όπως προκύπτει από τις υπ΄αριθμούς ….., …. και …./2-6-2021 εκθέσεις επίδοση του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών, …….  Είναι  νόμιμη  (άρθρο 1 περ γ΄  και άρθρο 2 παρ 4 του  ν 4354/2015)   καθόσον  η παρεμβαίνουσα έχοντας εφοδιαστεί με σχετική άδεια  από την Τράπεζα της Ελλάδος δυνάμει της  με αριθμό 326/2/17-9-2019 απόφασης  της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων που δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ με αριθμό 3533/20-9-2019, τεύχος δεύτερο,  ενεργεί ως  εταιρία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις της αλλοδαπής εταιρίας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «……………» που εδρεύει στο ….. της Ιρλανδίας (………….) η οποία, μετά την άσκηση της κρινόμενης έφεσης  κατέστη ειδική διάδοχος της εφεσίβλητης ανώνυμης εταιρίας  με την επωνυμία «…………» που εδρεύει στην Αθήνα, οδός ………….. Συνεπώς, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και κατ΄ουσίαν.

Από την υπ΄αριθμόν ……/1-7-2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ……., που προσκομίζουν και επικαλούνται οι εκκαλούντες προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση έφεσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την δικάσιμο της 21-5-2020 επιδόθηκε  νομότυπα και εμπρόθεσμα στην εφεσίβλητη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «………..». Κατά την δικάσιμο αυτή η συζήτηση της υπόθεσης ματαιώθηκε λόγω του μέτρου της  προσωρινής  αναστολής λειτουργίας  των δικαστηρίων  και των εισαγγελιών της Χώρας κατά το χρονικό διάστημα από 13-3-2020 μέχρι 31-5-2020 στα πλαίσια λήψης εκτάκτων μέτρων προστασίας  της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού COVID -19.  Ακολούθως, με την υπ΄αριθμόν 79/2020 πράξη της Προέδρου Εφετών ορίστηκε δικάσιμος  προς συζήτηση της κρινόμενης εφέσεως  η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας  κατά την οποία η εφεσίβλητη τραπεζική εταιρία ούτε εμφανίστηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του πινακίου. Επομένως, πρέπει να δικαστεί ερήμην δοθέντος ότι η αναγραφή της υπόθεσης  στο πινάκιο μετά από ορισμό δικασίμου με πράξη του προέδρου του Δικαστηρίου ισχυει, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 74 παρ 2 σε συνδ με παρ 1 του ν 4690/2020, ως κλήτευση των διαδίκων (άρθρο 226 παρ 4 ΚΠολΔ). Το Δικαστήριο, ωστόσο, θα προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες (άρθρο 524 παρ 4 ΚΠολΔ) θεωρουμένης της απολειπομένης εφεσίβλητης τραπεζικής εταιρίας  ως εκπροσωπουμένης από την ανωτέρω αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα με την οποία συνδέεται με τον δεσμό της αναγκαστικής  ομοδικίας κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της απόφασης αυτής.

Σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 1 του Ν. 128/1975 “επιβάλλεται από το έτος 1976 εισφορά, βαρύνουσα τα πάσης φύσεως εν Ελλάδι λειτουργούντα πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμβανομένης και της Τραπέζης της Ελλάδος, υπέρ του εν τη παραγράφω 1 του παρόντος άρθρου λογαριασμού, ανερχομένη εις ποσοστόν ένα (1) επί τοις χιλίοις ετησίως επί του ετησίου ύψους εντός εκάστου ημερολογιακού έτους μηνιαίων υπολοίπων των χορηγουμένων υπ` αυτών πάσης φύσεως δανείων ή πιστώσεων, περιλαμβανόμενων και των δυνάμει της από 19 Μαρτίου 1962 μεταξύ των Τραπεζών συμβάσεως, ως αύτη ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, συμφωνηθεισών εισφορών”. Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 174 ΑΚ, δικαιοπραξία που αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη του νόμου, αν δεν συνάγεται κάτι άλλο, είναι άκυρη. Τέτοια δικαιοπραξία είναι αυτή που συνάπτεται κατά παράβαση απαγορευτικού κανόνα δικαίου, όταν δηλαδή ο ίδιος ο κανόνας δικαίου θεσπίζει ως έννομη συνέπεια την ακυρότητα ή όταν θεσπίζεται απαγόρευση με ταυτόχρονη αποδοκιμασία του περιεχομένου της δικαιοπραξίας, κατά τον σκοπό του νόμου, ο οποίος (σκοπός) πληρούται με την ακυρότητα ως έννομη συνέπεια της απαγορεύσεως. Όμως, από τη γραμματική διατύπωση της πιο πάνω διάταξης του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν. 128/1975, δεν προκύπτει η θέσπιση απαγορευτικού, με την παραπάνω έννοια, κανόνα δικαίου, αφού ο νόμος ορίζει την επιβολή της εισφοράς και το υπόχρεο να την καταβάλει πρόσωπο, χωρίς όμως να ορίζει ούτε την υποχρεωτική μετακύλισή του ούτε όμως και την απαγόρευση μετακύλισής του. Ο χαρακτήρας, άλλωστε, της εισφοράς αυτής, ως είδος δημοσιονομικής επιβαρύνσεως, αρχικά για συγκεκριμένο σκοπό (επιδότηση δανείων προς εξαγωγικές επιχειρήσεις) και μετά την τροποποίηση που επέφερε ο ν. 2065/1992, ως, από οικονομική άποψη, γενικό έσοδο του Δημοσίου, δικαιολογεί την αναζήτηση της σημασίας της λέξεως “βαρύνουσα” στη φορολογική νομοθεσία, όπως αυτή προκύπτει από τη χρήση της εν λόγω λέξεως σε νόμους που θεσπίζουν φόρους ή εισφορές. Αλλά ούτε και αντικειμενικά, από το ρυθμιστικό σκοπό του νόμου, προκύπτει βάση αποδοκιμασίας της συμβατικής μετακύλισης της εν λόγω εισφοράς, αφού σκοπός του νόμου παραμένει η έμμεση ενίσχυση, μέσω της εισφοράς αυτής, της επιδοτήσεως των επιτοκίων συγκεκριμένων δανείων επ` ωφελεία της εθνικής οικονομίας, χωρίς να προκύπτει ότι το πρόσωπο που πρέπει να επιβαρυνθεί τελικά είναι τα πιστωτικά ιδρύματα. Εξάλλου, από μακρού χρόνου τα τραπεζικά επιτόκια διαμορφώνονται ελευθέρως (ΑΠ 756/2015, ΑΠ 2037/2014), οπότε υπό το καθεστώς αυτό η θέσπιση απαγορεύσεως μετακύλισης της άνω εισφοράς από τα τραπεζικά ιδρύματα στους πιστούχους δεν είναι εφικτή και από τη φύση του πράγματος. Και τούτο γιατί, στο μέτρο που οι Τράπεζες μπορούν ελεύθερα να καθορίζουν τα επιτόκια των χορηγήσεων, θα μπορούν και να υπολογίσουν το ποσοστό της εισφοράς του Ν. 128/1975 στο ύψος του επιτοκίου που προσφέρουν, χωρίς ειδική αναφορά της εισφοράς αυτής στη σύμβαση. Τότε όμως η απαγόρευση, αν γινόταν δεκτό ότι έχει απαγορευτικό χαρακτήρα η διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν. 128/1975, θα εξαρτιόταν από το εάν θα αναφερόταν ή όχι στη σύμβαση ο τρόπος υπολογισμού του επιτοκίου και, συνεπώς, η εν λόγω εισφορά. Αλλά και εάν η μετακύλιση της εν λόγω εισφοράς έχει, εν όψει και της διατάξεως του άρθρου 293 ΑΚ, ως συνέπεια την κατά το ποσοστό της εισφοράς αύξηση του συμβατικά καθοριζομένου επιτοκίου πέραν του προβλεπομένου ανώτατου ορίου, και τότε η απαγόρευση δεν θα προέκυπτε από τον Ν. 128/1975, αλλά από τη διάταξη που θα όριζε ανώτατο όριο τραπεζικού επιτοκίου. Συμπερασματικά, εν όψει των προαναφερθέντων, προκύπτει ότι από το Ν. 128/1975 δεν απαγορεύεται η συμβατική μετακύλιση της εισφοράς που θεσπίζεται με το νόμο αυτό. Η ρυθμιστική ισχύς του ως άνω νόμου εξαντλείται στον καθορισμό του υπόχρεου έναντι του Δημοσίου προσώπου στο πλαίσιο της εννόμου σχέσεως που ιδρύεται με τη σχετική διάταξη και αφορά, επομένως, αποκλειστικά στην κάθετη σχέση μεταξύ κράτους και πιστωτικών ιδρυμάτων και όχι στην οριζόντια τοιαύτη μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και πιστούχων – δανειοληπτών. Η μετακύλιση της εισφοράς στους τελευταίους επιτρέπεται με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και εφόσον δεν απαγορεύεται από άλλη διάταξη, ως τέτοιας νοουμένης της θεσπίσεως ανωτέρου ορίου επιτοκίου, το οποίο θα υπερέβαινε η εισφορά αυτή και μόνο αν δεν υπήρχε αντίθετη ρύθμιση. Επομένως, ο υπολογισμός του ποσοστού της εισφοράς του Ν. 128/1975 για τον καθορισμό του επιτοκίου συμβάσεως πιστώσεως, με έμμεσο αποτέλεσμα τη συμβατική μετακύλιση της εισφοράς αυτής στον πιστούχο, είναι νόμιμη, γιατί δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν. 128/1975, η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου κατ` άρθρο 174 του ΑΚ, ούτε σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου, εντάσσεται δε στο πλαίσιο του ελευθέρου καθορισμού των τραπεζικών επιτοκίων (βλ. ΑΠ 917/2011). Άλλωστε, η επίρριψη της σχετικής επιβάρυνσης στο δανειολήπτη αποτέλεσε από την ισχύ του ν.128/1975, συναλλακτική πρακτική των τραπεζών στην παγίωση της οποίας, συντέλεσαν: α) Το ότι τα μεταγενέστερα νομοθετήματα, που τροποποίησαν τον ως άνω νόμο, ανέφεραν γενικά, ότι η εισφορά βαρύνει τη συναλλαγή (δάνεια-πιστώσεις). Με τη διάταξη δε του άρθρου 22 του ν. 2515/1997 καθορίστηκε ρητά, ότι για τα δάνεια από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα του εξωτερικού, υπόχρεος για την απόδοση της εισφοράς είναι ο δανειολήπτης, εξαλείφοντας έτσι το συγκριτικό μειονέκτημα που είχε διαμορφωθεί σε βάρος του δανεισμού από το εσωτερικό, τερματίζοντας την απώλεια εσόδων υπέρ του κοινού λογαριασμού και αποκαθιστώντας ίσους όρους ανταγωνισμού μεταξύ δανεισμού από το εσωτερικό και το εξωτερικό. β) Το ότι το ύψος του συντελεστή καθόλο το χρονικό διάστημα από την καθιέρωση της εν λόγω εισφοράς κλιμακώθηκε ποσοστιαία, κατά τρόπο που αποσκοπεί στην ελάφρυνση ή και απαλλαγή ορισμένων κατηγοριών δανειοληπτών, όπως με το άρθρο 8 ν. 2459/1997 απαλλάσσονται της εισφοράς οι δανειοδοτήσεις προς φυσικά και νομικά πρόσωπα, κοινοπραξίες και κοινωνίες αστικού δικαίου που κατοικούν ή έχουν έδρα σε νησιά με πληθυσμό κάτω από 3100 κατοίκους και το άρθρο 19 παρ. 4β` του ν. 3152/2003 κατά το οποίο απαλλάσσονται της εισφοράς οι δανειοδοτήσεις, προς τις Ι.Μονές του Αγίου Όρους και οι δανειοδοτήσεις από την Τράπεζα Εμπορίου και Αναπτύξεως Εύξεινου Πόντου και από την Τράπεζα Ανάπτυξης του Συμβουλίου της Ευρώπης. Αν η εν λόγω εισφορά εβάρυνε τα πιστωτικά ιδρύματα δεν θα θεσπίζοταν οι παραπάνω εξαιρέσεις και γ) Η Τράπεζα της Ελλάδος, ήδη από την έναρξη εφαρμογής του ν.128/1975, ουδέποτε θεώρησε, ότι η εν λόγω εισφορά επιβαρύνει τα πιστωτικά ιδρύματα, ώστε να έχει ληφθεί υπόψη κατά το χρονικό διάστημα που ίσχυε ο διοικητικός καθορισμός από μέρους της, του περιθωρίου μεταξύ των επιτοκίων καταθέσεων – χορηγήσεων, δηλαδή μέχρι το 1993. Εξάλλου, και υπό το καθεστώς ελεύθερης διαμόρφωσης των επιτοκίων, η Τράπεζα της Ελλάδος επέβαλε την υποχρέωση για ξεχωριστή αναφορά της σχετικής επιβάρυνσης με αποφάσεις της (ΠΔ/ΤΕ 1969/1991 και 2501/2002). Η ΠΔ/ΤΕ 2501/2002, στο άρθρο 82 αυτής, επεκτείνει την υποχρέωση ενημέρωσης του πελάτη από την Τράπεζα και στην επιβολή “ειδικών εισφορών” και η εισφορά του ν.128/1975 είναι μια τέτοια ειδική εισφορά. Ωστόσο, η μετακύλιση αυτή της ανωτέρω εισφοράς στον πιστούχο – δανειολήπτη, ενόψει και της ανωτέρω ΠΔΤΕ 2501/2002, μπορεί να ελεγχθεί μόνο από άποψη διαφανείας, ιδίως όταν επιβάλλεται χωρίς προηγούμενη επαρκή ενημέρωση ή κατά τρόπο κεκαλυμμένο (ΑΠ 430/2005). Έτσι, σε περίπτωση που στη σύμβαση γίνεται, κατά τον καθορισμό του επιτοκίου, ειδική αναφορά για τη χρέωση του δανειολήπτη και με την εισφορά του ν. 128/1975, προσδιοριζόμενη σε ποσοστό επί τοις εκατό και αποτελούσα ουσιαστικά μέρος του επιτοκίου, οι απαιτήσεις διαφάνειας και ενημέρωσης έχουν ικανοποιηθεί και, κατά συνέπεια, η σχετική ρήτρα είναι έγκυρη. (ΑΠ 368/2019 ΝΟΜΟΣ).

Με τον πρώτο λόγο έφεσης οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι κατ΄εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε με την εκκαλουμένη  τον πρώτο λόγο της  ανακοπής με τον οποίο είχε επικαλεστεί ότι παρανόμως συνυπολογίστηκε στο επιτόκιο της σύμβασης και η εισφορά του νόμου 128/1975  ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας λόγω μη αναγραφής των επί μέρους κονδυλίων που προσβάλλονται ως παράνομα αφού  κατά την ενάσκηση του δικαιώματός  αμφισβήτησης του εκκαθαρισμένου της απαίτησης που βεβαιώθηκε με διαταγή πληρωμής από μέρους του οφειλέτη, με σχετικό λογο ανακοπής, δεν απαιτείται για το ορισμένο του λόγου αυτού να προσδιορίζεται  (από τον οφειλέτη – ανακόπτοντα) και το ύψος στο οποίο θα ανερχόταν  η απαίτησή αν αυτή ήταν εκκαθαρισμένη. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος καθόσον  για το ορισμένο του σχετικού λόγου ανακοπής  απαιτείται να προσβάλλονται τα  κονδύλια  του λογαριασμού  κατά τα οποία επιβαρύνθηκε η απαίτηση  που βεβαιώθηκε με διαταγή πληρωμής  λόγω της επιβολής  της  εισφοράς  του  άρθρου 1 παρ 3 του  ν. 128/1975  ώστε σε περίπτωση βασιμότητας του σχετικού ισχυρισμού  να καθίσταται δυνατή η ακύρωση της διαταγής πληρωμής κατά το αντίστοιχο μέρος καθώς η ακύρωση του σχετικού όρου της σύμβασης δεν επιφέρει ακυρότητα στο σύνολο της σύμβασης  (ΑΠ 196/2020 ΝΟΜΟΣ). Ωστόσο, πρέπει  να σημειωθεί ότι  η μετακύλιση της εισφοράς του άρθρου 1 παρ 3 του ν 128/1975 στον οφειλέτη  δεν προσκρούει ούτε σε διάταξη  του  ν. 128/1975), ούτε σε άλλη διάταξη νόμου  σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της απόφασης, ενώ πρέπει να επισημανθεί ότι  στη συναφθείσα υπ΄αριθμόν 13/2005  σύμβαση βάσει της οποίας εξεδόθη η ανακοπτομένη διαταγή πληρωμής  γίνεται ειδική αναφορά  για τη χρέωση των οφειλετών ανακοπτόντων και με την εισφορά  του άρθρου 1 παρ 3 του ν 128/1975 προσδιοριζόμενη σε ποσοστό  0,12  τοις εκατό  και μάλιστα ως μέρος του επιτοκίου με το οποίο επιβαρύνεται  το δάνειο που έλαβαν οι ανακόπτοντες  και επομένως έχουν ικανοποιηθεί και οι απαιτήσεις  διαφάνειας και ενημέρωσης, ως προς τις οποίες και μόνον θα μπορούσε να ελεγχθεί ο σχετικό όρος, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη. Συνακόλουθα, ο σχετικός όρος της συμβασης  είναι έγκυρος και ορθά συνυπολογίστηκε η εισφορά αυτή στο επιτόκιο με το οποίο επιβαρύνθηκε η οφειλή των ανακοπτόντων. Με τον δεύτερο λόγο της έφεσης οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι κατ΄εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε ότι  η ακυρότητα κάποιου όρου της σύμβασης και δη εκείνου που προβλέπει την επιβάρυνση του οφειλέτη με την εισφορά του άρθρου 1 παρ 3 του ν 128/1975 συνεπάγεται ακυρότητα του αντιστοιχου μέρους και όχι ολόκληρης της σύμβασης. Ο λόγος αυτός  ενόψει του ότι  η επιβάρυνση του επιτοκίου του δανείου με την εισφορά του άρθρου 1 παρ 3 του ν 128/1975 δεν προσκρούει σε απαγορευτικές διατάξεις του νόμου, όπως προαναφέρθηκε  και ως εκ τούτου   ο σχετικός όρος της σύμβασης  είναι έγκυρος,  καθίσταται  πλέον αλυσιτελής. Με τον τρίτο λόγο της έφεσης  οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δεν έλαβε υπόψη του, αυτεπαγγέλτως,  ότι  η απαίτηση της εφεσίβλητης – καθ΄ης η ανακοπή δεν είναι εκκαθαρισμένη  λόγω παράλειψης αναγραφής στην διαταγή πληρωμής  των κεφαλαιοποιημένων τόκων  και της δικαστικής δαπάνης καθώς η συμπλήρωση του εκκαθαρισμένου της απαίτησης από στοιχεία ή έγγραφα εκτός του εκτελεστού τίτλου δεν είναι επιτρεπτή, μολονότι το Δικαστήριο  υπείχε υποχρέωση  αυτεπάγγελτης έρευνας της καταχρηστικότητας των γενικών όρων των συναλλαγών (ΓΟΣ). Ο λόγος αυτός ως προς το πρώτο σκέλος αυτού περί μη εκκαθαρισμένης απαίτησης  είναι απαράδεκτος καθώς προβάλλεται το  πρώτον ενώπιον του Εφετείου, δοθέντος ότι η μη εκκαθαρισμένη απαίτηση δεν καθιστά ευθέως  άκυρη την διαταγή πληρωμής,  αλλά  θεμελιώνει λόγο ανακοπής. Ως προς το δεύτερο σκέλος αυτού περί αυτεπάγγελτης έρευνας της καταχρηστικότητας των ΓΟΣ είναι απορριπτέος ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος καθόσον  το  περιεχόμενο  της  διαταγής  πληρωμής  δεν διαμορφώνεται από τους ΓΟΣ  και ως εκ τούτου δεν δύναται ο έλεγχος της καταχρηστικότητας αυτών να οδηγήσει σε ακύρωση της διαταγής πληρωμής  χωρίς σχετικό  λόγο ανακοπής. Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε τον πρώτο λόγο ανακοπής ως αόριστο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και όλα όσα αντίθετα υποστηρίζονται με τους λόγους έφεσης είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι δυνάμει της υπ΄αριθμόν …./2005 σύμβασης τοκοχρεολυτικού στεγαστικού δανείου που συνήφθη ανάμεσα στην «……………»  και στην  ………….. (πρώτη των εκκαλούντων) η πρώτη παρείχε στην δεύτερη τοκοχρεολυτικό δάνειο 90.000 ευρώ για να το χρησιμοποιήσει για την ανέγερση ισόγειας κατοικίας 70,16 τμ με υπόγειο επι οικοπέδου 183,76 τμ στη Σαλαμίνα επί της οδού Αιγάλεω, στο ΟΤ ….. και  στη θέση «……….» με κυμαινόμενο επιτόκιο 3,70% πλέον της εισφοράς του ν 128/1975, η οποία κατά το χρόνο υπογραφής της σύμβασης  ανερχόταν σε 0,12%. Συμφωνήθηκε δε, να εξοφληθεί σε 240 συνεχείς μηνιαίες δόσεις, ενώ ορίστηκε και  ότι οι τόκοι θα κεφαλαιοποιούνται με την έναρξη της τοκοχρεολυτικής εξυπηρέτησης  του δανείου και θα αποτελούν μαζί με το αρχικό κεφάλαιο ενιαίο δάνειο. Την τήρηση των όρων της σύμβασης και των υποχρεώσεων της οφειλέτριας εγγυήθηκε ο ………..  (δεύτερος των εκκαλούντων). Μετά πάροδο ετών  με την υπ΄αριθμόν 46/27-7-2012 απόφαση της Επιτροπής  Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας  της Ελλάδας (ΦΕΚ Β  2208/27-7-2012) τέθηκε υπό ειδική εκκαθάριση η «……….» και με την υπ΄αριθμόν 4/27-7-2012 Απόφαση της Επιτροπής Μέτρων Εξυγίανσης της Τράπεζας της Ελλάδας (ΦΕΚ Β 2209/27-7-2012) μεταβιβάστηκαν στοιχεία του ενεργητικού και παθητικού της  «…………..»   στην «………..» (καθ΄ης η ανακοπή),  η οποία έκτοτε κατέστη   ειδική διάδοχος των στοιχείων αυτών στα οποία περιλαμβάνεται και η επίδικη απαίτηση (βλ ΦΕΚ Β 2209/27-72012). Λόγω δε του ότι η πρωτοφειλέτρια επαυσε  από 4-2-2013   την καταβολή  των  μηνιαίων  δόσεων  η «…………» κατήγγειλε την σύμβαση  και στις 24-2-2017 επέδωσε σ΄αυτήν και τον εγγυητή  εξώδικη δήλωση – καταγγελία της σύμβασης, όπως προκύπτει από τις υπ΄αριθμούς …./2017 και …../2017 εκθέσεις επίδοσης  του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ………, αντίστοιχα,  καλώντας  αυτούς να καταβάλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ο καθένας   το ποσό των  81.447 ευρώ  πλέον τόκων από 25-2-2017 ανατοκιζομένων ανά εξάμηνο μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως. Οι ανωτέρω δεν ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα αυτό  και η  «…………»  ζήτησε από τον Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  με την με αριθμό καταθ. ……./2018 αίτησή της  την έκδοση διαταγής πληρωμής και  εξεδόθη η  με αριθμό …../2018 διαταγή πληρωμής  με την οποία υποχρεώθηκαν αμφότεροι να καταβάλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ο καθένας στην αιτούσα το ποσό αυτό πλέον τόκων από 25-2-2017 με επιτόκιο υπερημερίας  το συβατικό επιτόκιο πλέον 2,5 εκατοστιαίων μονάδων ανατοκιζομένων των τόκων ανά εξάμηνο  μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως του ποσού. Ακολούθως, οι καθ΄ων η αίτηση άσκησαν την κρινόμενη ανακοπή διώκοντας την  ακύρωση της εκδοθείσας  διαταγής πληρωμής.  Επί της ανακοπής  εξεδόθη  η εκκαλουμένη απόφαση με την οποία απορρίφθηκε η ανακοπή και επικυρώθηκε η διαταγή πληρωμής. Μη αποδεχόμενοι την απόφαση αυτή οι ανακόπτοντες άσκησαν την με αριθμό  καταθεσης στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς …../2019  έφεσή διώκοντας την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την παραδοχή της ανακοπής τους. Μετά  την άσκηση της έφεσης   δυνάμει της από 12-9-2019 συμφωνίας  μεταξύ της «…….»  και της αλλοδαπής εταιρίας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………» με έδρα το ….. Ιρλανδίας (………..) με αριθμό μητρώου …… μεταβιβάστηκε από την πρώτη στην δεύτερη μέσω τιτλοποίησης απαιτήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις  των άρθρων 10 και 14 και 13 του ν 3156/2003 χαρτοφυλάκιο απαιτήσεων από χορηγήσεις δανείων ή και πιστώσεων  προς οφειλέτες  των οποίων οι οφειλές ή κάποιες οφειλές είχαν καταστεί ληξιπρόθεσμες  ή ειχαν καταγγελθεί ή είχαν ρυθμιστεί. Η συμφωνία αυτή καταχωρήθηκε την 16-9-2019 στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου  Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου … στον τόμο … και με αριθμό …. σύμφωνα με το άρθρο 10 του ν 3156/2003. Αυθημερόν με την  από 12-9-2019 σύμβαση  διαχείρισης  επιχειρηματικών απαιτήσεων διεπομένη  από το ελληνικό δίκαιο και  δημοσιευθείσα  σε περίληψη με αριθμό πρωτ. …./16-9-2019 στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνων στον τόμο …. και με αριθμό …., η «………» ανέθεσε κατ΄αρθρο 10 παρ 14 και άρθρο 16  του ν 3156/2003 την είσπραξη και διαχείριση των τιτλοποιουμενων απαιτήσεων  στην «………..». Λίγες ημέρες αργότερα με την από 18-9-2019  συμφωνία μεταξύ της «……….,  της «………» και της «……… . … .»  η οποία συνεστήθη  με την υπ΄αριθμόν ……/16-9-2019 πράξη σύστασης ανώνυμης εταιρίας της συμβολαιογράφου Πειραιά …….. και αργότερα  μετονομάσθηκε σε «……………..»,  η τελευταία ανέλαβε την είσπραξη και διαχείριση των  ανωτερω τιτλοποιουμένων απαιτήσεων. Η συμφωνία αυτή δημοσιεύτηκε  σε περίληψη με αριθμό πρωτ. ……/23-9-2019 στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνων στον τόμο …. και με αριθμό …… Στη συνέχεια, στις 13-7-2020 η «…………» προέβη σε επανεκχώρηση προς την «…………….» μέρους των απαιτήσεων που είχαν μεταβιβασθεί σ΄αυτήν  με την από 12-9-2019  σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης,  περίληψη της οποίας  δημοσιεύτηκε στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 3 του ν 2844/2000  του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών  με αριθμό πρωτοκόλλου …./13-7-2020 στον τόμο …. και με αριθμό ….. σε συνδυασμό με το με αριθμό πρωτ. …. αντίγραφο  εξ αποσπάσματος  του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών που προσαρτήθηκε  ως Παράρτημα στην με αριθμό πρωτ. …./2020 ως άνω περίληψη. Περαιτέρω,  με την από 21-7-2020 σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης  απαιτήσεων μεταξύ της « ………..»   και της εταιρίας   « …………» που εδρεύει στο Δουβλίνο Ιρλανδίας    η πρώτη μεταβίβασε στην δεύτερη σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 του ν 3156/2003 και των άρθρων 455 επ. ΑΚ  χαρτοφυλάκιο απαιτήσεων από χορηγήσεις  δανείων ή και πιστώσεων προς οφειλέτες των οποίων οι οφειλές  ή κάποιες εξ αυτών είχαν  καταστεί ληξιπρόθεσμες  ή και είχαν  καταγγελθεί ή ρυθμιστεί. Η σύμβαση αυτή καταχωρήθηκε την 22-7-2020 σε περίληψη στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 3 του ν 2844/2000 της έδρας της «………..» που τηρείται στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών στον τόμο … και με αριθμό …. και με αριθμό πρωτ. …./22-7-2020 σύμφωνα με τις διατάξεις του ν 3156/2003, όπως και το με αριθμό …./22-7-2020 παράρτημα στο οποίο εμφανίζονται οι απαιτήσεις της «……….»   που μεταβιβάστηκαν στην « ……….» η οποία ως εκ τούτου κατέστη ειδική διάδοχος της «……….».

Περαιτέρω, δυνάμει της από 21-7-2020 σύμβασης διαχείρισης κατ΄αρθρο 10 παρ 14 και 16 του ν 3156/2003    που δημοσιεύτηκε  στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών στον τομο ….. και με αριθμό ….. η  εταιρία  «……….» ανέθεσε κατ΄αρθρο 10 παρ 14 του ν 3156/2003 την είσπραξη και διαχείριση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων στην εταιρία «………………»  η οποία αρχικά είχε την επωνυμία «………», όπως προαναφέρθηκε   με έδρα την Αθήνα, οδός ………. η οποία αποτελεί εταιρεία παροχής υπηρεσιών διαχείρισης  απαιτήσεων κατα το νόμο 4354/2015 σύμφωνα με την υπ΄αριθμόν 326/2019 απόφαση της  Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος (ΦΕΚ Β΄3533/20-9-2019).Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι στις 30-12-2020  εγκρίθηκε και καταχωρίσθηκε στο ΓΕΜΗ η διάσπαση  της τραπεζικής εταιρείας  «………..» με αριθμό ΓΕΜΗ  …….. δι΄αποσχίσεως του κλάδου της τραπεζικής δραστηριότητας και εισφοράς του στη νεοσυσταθείσα τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «…………»  με έδρα την Αθήνα, οδός ………… με αριθμό ΓΕΜΗ …….. σύμφωνα με τις διατάξεις  της κείμενης νομοθεσίας σε συνδυασμό με την με αριθμό  ……/18-12-2020 σύμβαση διάσπασης  και σύστασης νέας εταιρείας  του συμβολαιογράφου Πειραιά ………… Η διάσπαση αυτή εγκρίθηκε με την υπ΄αριθμόν πρωτ. 139241/30-12-2020 απόφαση του Τμήματος Εταιρειών του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων που καταχωρήθηκε στο ΓΕΜΗ και δημοσιεύτηκε στα στοιχεία της Διασπώμενης Τράπεζας και της Τράπεζας Πειραιώς με τις υπ΄αριθμούς πρωτ. …../2020 και ……./2020 ανακοινώσεις αντίστοιχα. Συνεπεία της ανωτέρω διάσπασης δι΄απόσχισης κλάδου, η Τράπεζα …… υποκαταστάθηκε δυνάμει καθολικής διαδοχής στο σύνολο των περιουσιακών στοιχείων, εννόμων σχέσεων και εν γένει δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της διασπώμενης Τράπεζας  που σχετίζονται με τον αποσχισθέντα κλάδο τραπεζικής δραστηριότητας μεταξύ των οποιων και η έννομη σχέση από την ως άνω από 12-9-2019 σύμβαση πώλησης  και μεταβίβασης απαιτήσεων, δημοσιευθείσας της σχετικής μεταβολής που επήλθε για τον λόγο αυτό στην τελευταία στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 3 του ν 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών και συγκεκριμένα στον τόμο ….. , αριθμό …. και με αριθμό πρωτ. …../10-3-2021. Από τα προσκομισθέντα, ωστόσο, στοιχεία δεν αποδεικνύεται ότι οι απαιτήσεις εκ της επιδικης συμβάσεως  μεταβιβάστηκαν από την «……………»   στην «………..»  καθόσον στο με αριθμό …… αντίγραφο εκ του παραρτήματος με αριθμό πρωτ. …../2019, στο με αριθμό ….. αντίγραφο εκ του παραρτήματος με αριθμό …../2020 και στο με αριθμό …… αντίγραφο εκ του παραρτήματος με αριθμό …../2020   αναφέρεται ότι η σύμβαση που συνήψαν οι εκκαλούντες φέρει αριθμό …… ενώ η επίδικη σύμβαση  έχει  αριθμό …./2005, δίχως να δικαιολογείται η μεταβολή αυτή από την αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα, η οποία προσκομίζει τα ανωτέρω έγγραφα, ενώ πρέπει να σημειωθεί ότι στο υπ΄αριθμόν …… αντίγραφο εκ του παραρτήματος με αριθμό ……/2020 εμφανίζεται και δεύτερη σύμβαση με οφειλέτες τους εκκαλούντες η οποία φέρει   αριθμό …. . Ως εκ τούτου δεν αποδείχθηκε ότι η  αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα ανέλαβε την είσπραξη και διαχείριση και της επίδικης απαίτησης και επομένως η ασκηθείσα από μέρους της παρέμβαση πρέπει ν΄απορριφθεί ως αβάσιμη κατ΄ουσίαν. Συνακόλουθα, δεν πρέπει να περιληφθεί  στην απόφαση διάταξη περί δικαστικών εξόδων της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας ενόψει της ήττας αυτής (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), ούτε περί δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης καθόσον η τελευταία  δεν παραστάθηκε και ως εκ τούτου δεν υποβλήθηκε σε έξοδα. Πρέπει, επίσης, να ορισθεί και το παράβολο ερημοδικίας για την πε­ρίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας αποφάσεως από την εφεσίβλητη  (αρθρ. 501, 502 παρ.1 και 505 παρ. 2ΚΠολΔ) κατα τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος,   πρέπει να διαταχθεί και η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 ΚΠολΔ) λόγω της απόρριψης της έφεσης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την  με αριθμό κατάθεσης στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά   ……../2019 έφεση και την  με   αριθμό κατάθεσης στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά   …………//2021  αυτοτελή  πρόσθετη  παρέμβαση.

ΔΙΚΑΖΕΙ  ερήμην  της εφεσίβλητης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων

ΟΡΙΖΕΙ  το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ  την αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ   την έφεση.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο του κατατεθέντος παραβόλου άσκησης έφεσης.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  4 Ιουλίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων όσων εξ αυτών παραστάθηκαν.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ