Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 472/2022

Αριθμός 472/2022

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Αποτελούμενο από τη δικαστή Φωτεινή Μάμαλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις ……….. χωρίς τη σύμπραξη Γραμματέως, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΑΙΤΟΥΝΤΟΣ : …………..

ΚΑΘΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ :  Της Ανώνυμης Εταιρείας …………..

Ο αιτών κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά, την από 21.7.2022 (αριθμ. κατάθ. ……../2022) αίτησή του, για την αναστολή αναγκαστικής κατάσχεσης της ακίνητης περιουσίας του που επιβλήθηκε με την υπ’ αριθμ. …../22.12.2021 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών, ………, και του προγραμματισμένου αναγκαστικού πλειστηριασμού για την 29 του μηνός Ιουλίου 2022, ημέρα Παρασκευή, ώρα 10:00 π.μ. – 14:00 μ.μ., ενώπιον της πιστοποιημένης για τη διενέργεια ηλεκτρονικών πλειστηριασμών Συμβολαιογράφου Πειραιά, ………….

Δικάσιμος για την εκδίκαση της ως άνω αίτησης ορίσθηκε η 25η Ιουλίου 2022.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ο αιτών, με την υπό κρίση αίτησή του, κατ’ ορθή νομική έκταση του δικογράφου αυτής, επικαλούμενος ανεπανόρθωτη βλάβη, ζητεί την αναστολή του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού, που ορίσθηκε για την 29.7.2022, μέχρι να εκδοθεί απόφαση επί της από 8.7.2022 (αριθμ. κατάθ. …………/8.7.2022) έφεσης που νομότυπα και εμπρόθεσμα άσκησε κατά της υπ’ αριθμ. 1839/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών), δυνάμει της οποίας απορρίφθηκε η υπ’ αριθμ. κατάθ. ………/4.2.2022 στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά, ανακοπή του κατά της επισπευδόμενης σε βάρος του αναγκαστική κατάσχεση.

Η κρινόμενη αίτηση αρμοδίως εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου (άρθρ. 937 παρ. 1 περ. β΄ ΚΠολΔ), κατά την ειδική διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρ. 686 επ. ΚΠολΔ).  Έχει δε ασκηθεί παραδεκτά, δεδομένου ότι η έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (προ πάσης επιδόσεως), ενώ η κρινόμενη αίτηση κατατέθηκε την 21.7.2022, ήτοι εντός πέντε (5) εργασίμων ημερών πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού (29.7.2022), άρθρ. 937 παρ. 1 περ. β΄ ΚΠολΔ).  Πρέπει, συνεπώς η υπό κρίση αίτηση να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.

Από τη διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι τρίτος μπορεί να ασκήσει μεταξύ άλλων δίκη πρόσθετη παρέμβαση για την υποστήριξη κάποιου διαδίκου, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, περιοριζόμενος, προκειμένου για δίκη ενώπιον δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, σε μόνη την υποστήριξη ή αντίκρουση των λόγων της έφεσης, εφόσον έχει έννομο συμφέρον.  Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 81 παρ. 1 και 215 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την αγωγή, δηλαδή με κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται, που είναι αναγκαίο στοιχείο της προδικασίας και ολοκληρώνεται με την κοινοποίηση αυτής στους διαδίκους, στην ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, τουλάχιστον δέκα (10) ημέρες πριν από την συζήτηση (άρθρο 591 παρ. 1 περ. α΄ ΚΠολΔ).  Έννομο συμφέρον για την άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης υφίσταται, όταν με την πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης, που είτε απειλούνται από τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της αποφάσεως που θα εκδοθεί είτε υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειές της.  Ως τρίτος δε, κατά την έννοια της ίδιας διατάξεως του άρθρου 80 ΚΠολΔ, νοείται εκείνος ο οποίος δεν είχε προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου με οποιοδήποτε τρόπο στην αρχική δίκη ή σε στάδιο προηγούμενης δίκης επί της υποθέσεως (ΑΠ 1329/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 611/2013, ΑΠ 1171/2012, ΧρΙΔ 2013.34).  Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 83 ΚΠολΔ, αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 μέχρι 78 του ίδιου κώδικα.  Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αποφασιστικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας αυτής στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του.  Το δικονομικό δικαίωμα της άσκησης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης παρέχεται όχι λόγω της πιθανής εκδήλωσης δυσμενών ενεργειών της απόφασης σε βάρος τρίτου, αλλά λόγω της δεσμευτικότητας αυτών που θα κριθούν στην ήδη εκκρεμή δίκη, όσον αφορά στις σχέσεις του παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικό του, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άλλης διαδικασίας. Με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη μια νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας επισύρει την επέκταση της ισχύος της απόφασης.  Η ασκούμενη κατά το άρθρο 83 ΚΠολΔ, αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με τον διάδικο υπέρ του οποίου η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνων θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου ως αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου (ΑΠ 368/2019, ΕΠολΔ 2019.423).  Ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να θεωρηθεί και εκείνη, την οποία ασκεί αυτός που έγινε διάδοχος του διαδίκου όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το πέρας αυτής (άρθρο 225 παρ. 2 ΚΠολΔ), αφού το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατά αυτού κατά το άρθρο 325 αριθμ. 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 763/2019, ΕΠολΔ 2019, 604 με σχόλιο Π. Γιαννόπουλου, ΑΠ 368/2019, ό.π., ΑΠ 1564/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 727/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Περαιτέρω, η εκχώρηση σε νέο δανειστή μπορεί να γίνει με διατήρηση του δικαιώματος είσπραξης από τον εκχωρητή ή με συμφωνία εξουσίας διαχείρισης και είσπραξης της απαίτησης από διαφορετικό πρόσωπο σε σύγκριση με τον εκδοχέα, οπότε ο δανειστής είναι διαφορετικό πρόσωπο από το πρόσωπο που έχει εξουσιοδοτηθεί να διαχειρίζεται το χρέος και να εισπράττει τις εξοφλήσεις. Τέτοιο είδος εκχώρησης είναι και η τιτλοποίηση απαιτήσεων κατά το άρθρο 10 Ν. 3156/2003. Στην πιο απλή μορφή της, η τιτλοποίηση συνίσταται στην εκχώρηση (μεταβίβαση λόγω πωλήσεως) απαιτήσεων από έναν ή περισσότερους τομείς δραστηριότητας μιας εταιρείας προς μια άλλη εταιρεία, η οποία έχει ως ειδικό σκοπό την αγορά των εν λόγω απαιτήσεων έναντι τιμήματος.  Το τίμημα καταβάλλεται από το προϊόν της διάθεσης σε επενδυτές ομολογιών, στο πλαίσιο ομολογιακού δανείου που η λήπτρια εταιρεία εκδίδει για το σκοπό αυτό.  Οι απαιτήσεις που μεταβιβάζονται με σκοπό την τιτλοποίηση μπορεί να είναι απαιτήσεις κατά οποιοδήποτε τρίτου, ακόμη και καταναλωτών, υφιστάμενες ή μελλοντικές, εφόσον αυτές προσδιορίζονται ή είναι δυνατόν να προσδιοριστούν με οποιονδήποτε τρόπο (άρθρο 10 παρ. 6 Ν. 3156/2006).  Η εν λόγω σύμβαση μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων επιχειρηματικών απαιτήσεων καταχωρίζεται σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν. 2844/2000 (άρθρο 10 παρ. 8 Ν. 3156/2003), οπότε και επέρχεται η μεταβίβαση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων.  Η καταχώρηση αυτή γίνεται με δημοσίευση (κατάθεση εντύπου, η μορφή του οποίου καθορίστηκε εμ την 161337/2003 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης) στο ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντος, ως ενεχυροφυλακεία δε έως την ίδρυσή τους με π.δ. ορίζονται τα κατά τόπους λειτουργούντα σήμερα υποθηκοφυλακεία ή κτηματολογικά γραφεία της έδρας των Πρωτοδικείων.  Η καταχώρηση της μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000, επέχει κατά νόμο θέση αναγγελίας.  Πρόκειται δηλαδή για πλασματική αναγγελία ανεξαρτήτως αν ο οφειλέτης λαμβάνει ή όχι πραγματική γνώμη της μεταβολής του προσώπου του πιστωτή, μη έχουσας εν προκειμένω πεδίο εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 460 ΑΚ, διότι ο Ν. 3156/2003 περιέχει τις προμνησθείσες ειδικότερες διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 8, που αποκλείουν ως γενικότερες τις διατάξεις του ΑΚ, όπως και αυτή του άρθρου 460 ΑΚ, όταν αυτές αντίκεινται στις διατάξεις του Ν. 3156/2003, κατά τη ρητή διατύπωση του άρθρου 10 παρ. 6 του νόμου αυτού.  Εξάλλου, κατά το άρθρο 10 παρ. 14 του Ν. 3156/2003, με το οποίο ρυθμίζεται η μεταβίβαση επιχειρηματικών απαιτήσεων λόγω πώλησης με σύμβαση, δηλαδή η τιτλοποίηση απαιτήσεων «Με σύμβαση που συνάπτεται εγγράφως η είσπραξη και εν γένει διαχείριση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων μπορεί να ανατίθεται σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα που παρέχει νομίμως υπηρεσίες σύμφωνα με το σκοπό του στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, στον μεταβιβάζοντα ή και σε τρίτο, εφόσον ο τελευταίος είτε είναι εγγυητής των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων, είτε ήταν επιφορτισμένος με τη διαχείριση ή την είσπραξη των απαιτήσεων πριν τη μεταβίβασή τους στον αποκτώντα.  Αν η εταιρεία ειδικού σκοπού δεν εδρεύει στην Ελλάδα και οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις είναι απαιτήσεις κατά καταναλωτών πληρωτέες στην Ελλάδα, τα πρόσωπα στα οποία ανατίθεται η διαχείριση πρέπει να έχουν εγκατάσταση στην Ελλάδα. Σε περίπτωση υποκατάστασης του διαχειριστή, ο υποκατάστατος ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρο με τον διαχειριστή».  Επιπλέον, στην παρ. 16 του ιδίου άρθρου ορίζεται ότι «Στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000 της έδρας του μεταβιβάζοντος σημειώνεται η συμφωνία με την παρ. 14 ανάθεση της διαχείρισης και κάθε σχετική μεταβολή».  Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι στην περίπτωση που ο εκδοχέας, είναι εταιρεία εδρεύουσα εκτός Ελλάδας, και οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις είναι απαιτήσεις κατά καταναλωτών πληρωτέες στην Ελλάδα, τότε, εφόσον η διαχείριση των απαιτήσεων ανατεθεί σε τρίτα (φυσικά ή νομικά) πρόσωπα, τα τελευταία πρέπει υποχρεωτικά να έχουν κατοικία ή έδρα στην Ελλάδα.  Μάλιστα τόσο η ανάθεση της διαχείρισης όσο και κάθε μεταβολή σχετική με αυτήν, είναι τυπικές, ώστε να χρειάζεται σημείωσή τους στο οικείο δημόσιο βιβλίο του ενεχυροφυλακείου (ΕφΠειρ 655/2005 ΔΕΕ 2005.1073, ΕφΔυτΜακ 63/2013 Αρμ 2014.489).  Ο διαχειριστής δεν αποκτά ο ίδιος την απαίτηση, αλλά απλώς δικαιούται να την ασκήσει, όπως δηλαδή μόνο να την εισπράξει.  Γι’ αυτόν δε ακριβώς το λόγο, γίνεται δεκτό ότι ο οφειλέτης έχει δικαίωμα και μετά την κατά τα ως άνω εξουσιοδότηση να καταβάλει όχι στον διαχειριστή (εξουσιοδοτούμενο), αλλά στο δανειστή (εξουσιοδοτήσαντα).  Ο διαχειριστής (εκχωρητής ή τρίτος) ενεργεί ως άμεσος αντιπρόσωπος του εκδοχέα και επ’ ονόματι και για λογαριασμό του τελευταίου αυτού, όχι δε στο δικό του  όνομα, ούτε και για δικό του λογαριασμό (άρθρο 211 ΑΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 417 ΑΚ).  Υποκείμενο των δια των ενεργειών του αντιπροσώπου – διαχειριστή δημιουργούμενων σχέσεων είναι ο αντιπροσωπευόμενος – εκδοχέας, ο οποίος και μόνο νομιμοποιείται να ενάγει και να ενάγεται.  Η ως άνω λύση εναρμονίζεται απολύτως και προς τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 15 του Ν. 3156/2003, η οποία καθιερώνει την υποχρέωση του διαχειριστή να καταθέτει, αμέσως με την είσπραξή τους, το προϊόν των τιτλοποιημένων απαιτήσεων, σε χωριστή έντοκη κατάθεση που τηρείται στον ίδιο, εφόσον είναι πιστωτικό ίδρυμα, διαφορετικά σε πιστωτικό ίδρυμα που δραστηριοποιείται στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό χώρο, με την μνεία στην κατάθεση ότι αυτή αποτελεί χωριστή περιουσία διακριτή από την περιουσία του διαχειριστή και του πιστωτικού ιδρύματος στο οποίο κατατίθεται (ΕφΑθ 9544/1998 ΕΕμπΔ 199.773).  Σημειώνεται δε ότι οι ανωτέρω διατάξεις δεν θίχτηκαν από τον μεταγενέστερο Ν. 4354/2015 (βλ. Λ. Κιτσαρά, Κτήση και διαχείριση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις κατά τον Ν. 4354/2015, Ένωση Αστικολόγων/Δικηγορικός Σύλλογος Σύρου, Οργάνωση Περιουσιακών Σχέσεων και Αστικό Δίκαιο, 2020, παρ. 70 – 71), στις ρυθμίσεις του οποίου καθιερώνονται δύο ειδικές μορφές ανωνύμων εταιρειών, ήτοι :  α) Εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις (ΕΔΑΔΠ άρθρο 1 παρ. 1 στ. α΄ του Ν. 4354/2015) και  β) Εταιρείες απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις (ΕΑΑΔΠ άρθρο 1 παρ. 1 στ. β΄ του Ν. 4354/2015, (βλ. Π. Γιαννόπουλο, Η εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις ως μη δικαιούχος διάδικος στη διαγνωστική δίκη και στο στάδιο της αναγκαστικής εκτέλεσης, Κριτική επισκόπηση των ρυθμίσεως του Ν. 4354/2015 και de lege ferenda προτάσεις, Αρμ. 2019, σελ. 233 – 264, τον ίδιο, Ζητήματα ως προς τον χαρακτήρα της νομιμοποίησης της εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις του Ν. 4354/2015 κατά τη δικαστική άσκηση υπό διαχείριση απαιτήσεων τραπεζικού ιδρύματος, γνμδ, Αρμ 2018, σελ. 1924 – 1932).  Αμφότεροι δε οι ως άνω νόμοι δεν καθιερώνουν νέες δικονομικές οδούς συμμετοχής στις δίκες, πλέον των ήδη οριζόμενων στον ΚΠολΔ.  Επομένως, οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων, για να λάβουν μέρος σε δίκες με σκοπό την υπεράσπιση των δικαιωμάτων και τη διαχείριση των τραπεζικών απαιτήσεων, τις οποίες απέκτησαν αλλοδαπές εταιρείες δυνάμει σύμβασης τιτλοποίησης απαιτήσεων από τράπεζα, πρέπει να ασκήσουν πρόσθετη παρέμβαση κατά τις διατάξεις των άρθρων 80 και 83 ΚΠολΔ και όχι να παρασταθούν στο ακροατήριο και να καταθέσουν δικόγραφο προτάσεων στο δικό τους όνομα, διότι, όπως  διαλαμβάνεται ανωτέρω, το δικονομικό δίκαιο δεν επιτρέπει την εκούσια αντιπροσώπευση για τη διεξαγωγή της δίκης.  Εάν λάβουν χώρα τέτοιες πράξεις, είναι αυτοδικαίως άκυρες και δεν λαμβάνονται υπόψιν, όπως προαναφέρθηκε. Επισημαίνεται τέλος ότι είναι διαφορετική η περίπτωση που κάποια τράπεζα ανάθεσε δυνάμει σύμβασης διαχείρισης, τη διαχείριση μόνο των απαιτήσεών της έναντι καταναλωτών, χωρίς να μεταβιβάσει τις απαιτήσεις της αυτές σε τρίτη εταιρεία, οπότε στην πρώτη περίπτωση η διαχειρίστρια εν αμφιβολία έχει συντρέχουσα νομιμοποίηση με την τράπεζα  (ΑΠ 763/2019, ΕΠολΔ 2019, 604 με σχόλιο Π. Γιαννόπουλου, ό.π., Π. Γιαννόπουλο, γνμδ. ό.π. σελ. 1030, Π. Κολοτούρα ΧρΙΔ 2019.464 επ., πρβλ. ΑΠ 368/2019, κατά την οποία κρίθηκε παραδεκτή η άσκηση παρέμβασης που χαρακτηρίστηκε αυτοτελής από την εταιρεία διαχείρισης υπέρ της τράπεζας που είχε μεταβιβάσει όμως τις απαιτήσεις της υπέρ εταιρείας ειδικού σκοπού (βλ. ΕφΠειρ 349/2021, Ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιά, ΕφΘεσ 2103/2021 ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΑθ 996/2022 αδημ.). και Γ. Αποστολάκης, «Ζητήματα από την κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση των εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων από τραπεζικά δάνεια «………  Είναι σαφές ότι η ως άνω εταιρεία διαχειρίσεως ενεργεί πράξεις διαχειρίσεως ως αντιπρόσωπος και για λογαριασμό της εταιρείας ειδικού σκοπού (απαιτήσεως).  Ο νόμος, στην περίπτωση της μεταβίβασης απαιτήσεων με σκοπό την τιτλοποίηση κατά τους ορισμούς του Ν. 3156/2003, δεν απονέμει την εταιρεία διαχειρίσεως (με την οποία συμβάλλεται η εταιρεία απαιτήσεως) την ιδιότητα του μη δικαιούχου ή μη υπόχρεου διάδικου, έστω και έμμεσα χωρίς πανηγυρική διατύπωση ώστε η τελευταία να ασκεί ως μη δικαιούχος διάδικος, κατά παραχώρηση του νομοθέτη, αγωγές και άλλα ένδικα βοηθήματα ενώπιον των δικαστηρίων για τα δικαιώματα της εταιρείας αποκτήσεως αιτούμενη έννομη προστασία στο όνομά του.  Με άλλα λόγια δεν της απονέμει ενεργητική κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση ……..» (ΕΠΑΚ 4/2021 σελ. 69 – 70, βλ. και ΕΠολΔ 2018 σελ. 232 επ., Ο δικαστικός έλεγχος της νομιμοποίησης ως διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης).

Α) Από τις διατάξεις των άρθρ. 924/904, 916, 918, 919 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η επιταγή προς εκτέλεση, με την οποία αρχίζει η αναγκαστική εκτέλεση, πρέπει να περιέχει σύντομη αναφορά του ποσού που οφείλεται, δεν είναι όμως αναγκαία η αναφορά του ιστορικού κάθε κονδυλίου.  Ειδικότερα, αρκεί να προκύπτει από την επιταγή η αιτία της απαίτησης και η οφειλή κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα (βλ. ΑΠ 72/95 Δνη 38.585, ΑΠ 194/95 Δνη 37,101).  Εφόσον γίνει αυτός ο διαχωρισμός, η επιταγή παρουσιάζει πληρότητα και απόκειται πλέον στον οφειλέτη να αποδείξει στην απόσβεση της απαίτησης ή την ανακρίβεια των κονδυλίων ή τον εσφαλμένο υπολογισμό των τόκων (ΕφΑθ 2535/98).  Εφόσον η επιταγή δεν περιέχει τα πιο πάνω αναγκαία στοιχεία, επέρχεται ακυρότητα αυτής, η οποία κηρύσσεται από το δικαστήριο, εφόσον προκαλείται δικονομική βλάβη στον οφειλέτη, η οποία δεν μπορεί να επανορθωθεί με άλλο τρόπο (ΕφΘεσ 154/2017, ΕφΠειρ 399/2020 Ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιά, ΕφΘεσ 154/2017, ΕφΛαρ 255/2012, ΝΟΜΟΣ, Χ. Απαλαγάκη, ΚΠολΔ Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 6η έκδοση, άρθρο 924 σελ. 2855  αριθμ. 3, Κεραμέας/Κονδύλης/Νίκας Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρο 924 σελ. 1757 αριθμ. 9).

Β) Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 904, 915 και 916 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η δυνάμει εκτελεστού τίτλου, μεταξύ των οποίων και η διαταγή πληρωμής, αναγκαστική εκτέλεση, προϋποθέτει να είναι «βέβαιη» και «εκκαθαρισμένη» η απαίτηση.  Εκκαθαρισμένη είναι η απαίτηση όταν από τον εκτελεστό τίτλο προκύπτει η ποσότητα και η ποιότητα της παροχής (ΑΠ 1016/2018 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1543/2014 ΧρΙΔ 2015.203).  Εκκαθαρισμένη είναι η χρηματική απαίτηση, ακόμη και όταν το ποσό αυτής δεν είναι επακριβώς καθορισμένο, αλλά μπορεί να εξευρεθεί με τη διενέργεια μαθηματικών πράξεων (ΑΠ 1016/2018, ΑΠ 1543/2014 ό.π., ΑΠ 653/2013, ΧΡΗΔΙΚ 2013.546).  Στην αντίθετη περίπτωση η με έγγραφο διαπιστουμένη αξίωση του επισπεύδοντος δεν είναι επιδεκτική εκτελέσεως.  Αναγκαία, συνεπώς, προϋπόθεση της εγκυρότητας της αναγκαστικής εκτέλεσης είναι ο πλήρης προσδιορισμός στον ίδιο τον εκτελεστό τίτλο της εκτάσεως, του είδους και του περιεχομένου της αξιώσεως που ενσωματώνει.  Κατά δε την απολύτως κρατούσα άποψη αναγκαστική εκτέλεση με τίτλο, από τον οποίο δεν προκύπτει απαίτηση εκκαθαρισμένη είναι άκυρη, χωρίς να χρειάζεται να αποδεικνύεται βλάβη (ΑΠ 758/2014, ΑΠ 905/2011, ΑΠ 1124/2010 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).  Εκκαθαρισμένη, ωστόσο, είναι η χρηματική απαίτηση, ακόμη και όταν το ποσό αυτής δεν είναι ακριβώς καθορισμένο, αλλά μπορεί να εξευρεθεί με τη διενέργεια μαθηματικών πράξεων (ΑΠ 1543/2014 ό.π., ΑΠ 653/2013 ΧΡΗΔΙΚ 2013.546).  Εξάλλου, η κατάσχεση δεν πάσχει, επειδή αυτή επιβλήθηκε για ποσό μικρότερο από το πράγματι οφειλόμενο λόγω περιορισμού της απαίτησης, εφόσον βεβαίως ο περιορισμός είναι ορισμένος και δεν επιφέρει μετάπτωση της παροχής σε ανεκκαθάριστη, αφού, όπως προκύπτει από το άρθρο 904, 915, 916 και 924 του ΚΠολΔ, ακυρότητα δεν υπάρχει και αν ακόμα η κατάσχεση έχει επιβληθεί για ποσό μεγαλύτερο του πράγματι οφειλομένου (ΕφΑθ 4901/2000, ΕλλΔνη 2001.776, Β. Βαθρακοκοίλης «Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση (κατ΄ άρθρο)», τόμος Ε, σελ. 708 αριθμ. 11).  Ο περιορισμός αυτός δεν προσβάλλει τα συμφέροντα του οφειλέτη, αφού συνεπάγεται τη μείωση των εξόδων που τον βαρύνουν.  Για την αποτροπή, όμως, του κινδύνου προβολής μεταγενέστερα του ισχυρισμού του, ότι χώρησε παραίτηση του δανειστή από το υπόλοιπο μέρος της απαίτησής του, καθώς και επίσης και του κινδύνου προσβολής της εκτέλεσης για αοριστία, σε σχέση με το ζήτημα, για ποια κονδύλια της απαίτησης διενεργήθηκε, θα πρέπει να γίνεται, αφενός μεν ειδική αναφορά σε συγκεκριμένα κονδύλια για τα οποία αυτή επισπεύδεται έκτοτε και αφετέρου ρητή επιφύλαξη και για το  υπόλοιπο μέρος της απαίτσης (Β. Βαθρακοκοίλης ό.π., ΕφΠειρ 399/2020 ό.π.).

Με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση ανακοπής ο αιτών τον οποίο επαναφέρει με τον δεύτερο λόγο της έφεσης επικαλείται ακυρότητα της προσβαλλόμενης κατάσχεσης λόγω αοριστίας περιορισμού του ποσού της επιδικασθείσας με τον εκτελεστό τίτλο απαίτησης της καθής η ανακοπή, ισχυριζόμενος ότι μολονότι με την από 20.9.2021 επιταγή προς πληρωμή επιτάχθηκε να καταβάλει στην καθής η ανακοπή το χρηματικό ποσό των 128.273,70 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων, εν τούτοις η καθής η ανακοπή περιόρισε την κατάσχεσή της την απαίτησή της στο ποσό των 100.000 ευρώ χωρίς να προσδιορίζει ειδικότερα τα συγκεκριμένα κονδύλια της απαίτησης για τα οποία επιβάλλεται η κατάσχεση.

Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση των εγγράφων που προσκομίζονται, και, μεταξύ αυτών της υπ’ αριθμ. …./22.12.2021 Έκθεσης Αναγκαστικής Κατάσχεσης Ακίνητης Περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών, ……., πιθανολογείται καταρχήν ότι το ποσό που ο αιτών επιτάχθηκε να καταβάλει στην καθής, ως διαχειρίστριας της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού – απόκτησης απαιτήσεων (εκδοχέα)   «………..», εδρεύουσας στο ……. Ιρλανδίας, η οποία είναι ειδική διάδοχος της ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας «………….», λόγω μεταβίβασης στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003, με την από 20.9.2021 επιταγή προς πληρωμή, κάτω από το επικυρωμένο αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ’ αριθμ. …../2020 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, αναλύεται σε : Α) 124.267.70 ευρώ για κεφάλαιο πλέον του συμβατικού επιτοκίου υπερημερίας από την 9.1.2020 και με εξαμηνιαίο ανατοκισμό των τόκων, πλέον τυχόν εξόδων μέχρις ολοσχερούς εξόφλησης, το οποίο συντίθεται από : 1) 102.907,05 ευρώ (υπόλοιπο ανεξόφλητου ποσού), οπότε και έκλεισε ο τηρούμενος λογαριασμός,  2) για χρεωλύσια και δεδουλευμένους τόκους, που συμπεριλαμβάνονται στις παραπάνω δόσεις, το ποσό των 20.425,06 ευρώ,  3) για δεδουλευμένους τόκους περιόδου μεταφοράς, το ποσό των 40,19 ευρώ,  4) για οφειλόμενους τόκους υπερημερίας, το ποσό των 1.485,59 ευρώ,  Β) το ποσό των 3.960 ευρώ για επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη,  Γ) έξι (6) ευρώ για την έκδοση και επικύρωση αντιγράφου,  Δ) 40 ευρώ για τη σύνταξη της επιταγής προς πληρωμή,  Ε) για τα έξοδα και αμοιβή του δικαστικού επιμελητή για την επίδοση της υπ’ αριθμ,. ……./2020 διαταγής πληρωμής μετά της επιταγής προς πληρωμή, ως προβλέπονται στην υπ’ αριθμ. 21798/11.3.2016 απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων – Οικονομικών (ΦΕΚ Β΄ 709/16.3.2016) και συνολικά το ποσό των 128.273,70 ευρώ πλέον εξόδων αμοιβής και επίδοσης, εντόκως, μέχρις πλήρους και ολοσχερούς εξοφλήσεως.  Η απαίτηση, κατά τα ανωτέρω, για την ικανοποίηση της οποίας επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση συντίθεται από κεφάλαιο και έξοδα, εντόκως, με διαφοροποίηση του ποσού και της χρονικής αφετηρίας του ποσού των τόκων, ανά είδος.  Στη συνέχεια με τη προσβαλλόμενη κατασχετήρια έκθεση επιβλήθηκε αναγκαστική κατάσχεση στο περιγραφόμενο σε αυτή ακίνητο πλήρους κυριότητας του αιτούντος, για το ποσό των 100.000 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων που αποτελεί μέρος του κεφαλαίου με τη μνεία ότι το υπόλοιπο ποσό «των απαιτήσεων, παντός υπολοίπου επιταχθέντος ποσού με άλλη αναγκαστική εκτέλεση ή αναγγελία, στον ίδιο ή άλλο πλειστηριασμό» παραμένει απαιτητό, χωρίς ωστόσο να προσδιορίζεται σε τι αφορά ο περιορισμός, ώστε να καθίσταται σαφές για ποια ακριβώς κονδύλια διενεργείται έκτοτε η εκτέλεση, έτσι ώστε η απαίτηση καθίσταται αβέβαιη και ανεκκαθάριστη αναφορικά με συγκεκριμένο κονδύλιο για το οποίο επισπεύδεται η αναγκαστική κατάσχεση.  Επομένως, πρέπει να ακυρωθεί η επίμαχη υπ’ αρθρ. ……/2021 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών, .. ….., κατά παραδοχή ως βάσιμου του πρώτου λόγους της με αριθμ. κατάθ. ………../4.2.2022 ανακοπής, ενώ παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων αυτής (ανακοπής).  Επομένως, πιθανολογείται η ευδοκίμηση του σχετικού λόγους της υπό κρίση εφέσεως (δεύτερος) και άρα της εξαφάνισης της εκκαλούμενης απόφασης και εκδίκασης της ανακοπής από το Εφετείο και εν συνεχεία η αποδοχή ως βάσιμου του λόγου αυτού της ανακοπής (πρώτος).  Περαιτέρω, πιθανολογείται, ότι η ενέργεια και η συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει στον αιτούντα ανεπανόρθωτη βλάβη, ο οποίος θα απωλέσει το επίδικο ακίνητο, χωρίς πιθανολογούμενο ίδιο όφελος για την καθής, ενόψει της ρύθμισης και εξόφλησης της οφειλής αυτού (αιτούντα).  Πρέπει, επομένως, η κρινόμενη αίτηση να γίνει δεκτή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη, παρελκόμενης της εξέτασης των λοιπών λόγων αναγκαστικής εκτέλεσης, έως την έκδοση οριστικής απόφασης επί της ασκηθείσας έφεσης του αιτούντος.  Τέλος, πρέπει να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων, διότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρ. 179 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Αναστέλλει τον ηλεκτρονικό πλειστηριασμό που επισπεύδεται σε βάρος του αιτούντος την 29.7.2022 ημέρα Παρασκευή και ώρα 10:00 π.μ. έως 14: 00μ.μ., που επισπεύδεται σε βάρος του με την υπ’ αριθμ. …./22.12.2021 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών, ………., μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της υπ’ αριθμ. κατάθ. ………./8.7.2022 έφεσης, που άσκησε ο αιτών κατά της υπ’ αριθμ. 1839/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών).

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, στις 27 Ιουλίου 2022 χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, με παρούσα τη Γραμματέα Γ.Λ. (για τη δημοσίευση).

       Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

(Για τη δημοσίευση)