Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 516/2022

Αριθμός  516/2022

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 3ο

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Ζωή Καραχάλιου, Προεδρεύουσα Εφέτη (κωλυομένων των υπηρετούντων Προέδρων Εφετών), Μαρία Κωττάκη, Εφέτη και Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη-Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Ε.Τ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την ………..,  για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

ΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΜΕΝΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΕ» και το διακριτικό τίτλο «ΟΛΠ ΑΕ», η οποία εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, εκπροσωπήθηκε δε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Κίμωνα Γκιουλιστάνη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΚΑΘ΄ ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ-ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ:    1) …….. και 2) ……….., οι οποίοι δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Οι καθ΄ ων η κλήση-εφεσίβλητοι-εκκαλούντες άσκησαν ενώπιον του  Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  14.6.2007 (αριθμ. εκθ. καταθ. ………./2007) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 282/2009 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου α) το εναγόμενο ΝΠΙΔ και ήδη καλούσα-εκκαλούσα-εφεσίβλητη ανώνυμη εταιρία με την από  30.4.2009 (αριθμ. εκθ. καταθ  …/2009) έφεσή του και β) οι ενάγοντες και ήδη καθ΄ ων η κλήση-εφεσίβλητοι-εκκαλούντες με την από  12.4.2009 (αριθμ. εκθ. καταθ.  …./2009) έφεσή τους. Δικάσιμος των ως άνω εφέσεων ορίσθηκε η 3η.12.2009, οπότε συζητήσεως γενομένης, εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ.  178/2010  απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, που  δέχθηκε τις ως άνω εφέσεις κατά τύπους και εν μέρει κατ΄ ουσίαν.

Την αναίρεση της ως άνω εφετειακής απόφασης αιτήθηκε η ήδη καλούσα-εκκαλούσα-εφεσίβλητη με την από  25.7.2011 σχετική αίτησή της ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, το οποίο εξέδωσε την υπ΄ αριθμ.  120/2019 απόφασή του, με την οποία  αναίρεσε την υπ΄αριθμ. 178/2010 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς και παράπεμψε την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο συγκροτούμενο από άλλους δικαστές.

Με την, κατατεθείσα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, από  27.2.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2020) κλήση  της καλούσας –εκκαλούσας-εφεσίβλητης η προκειμένη υπόθεση επανεισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον αυτού στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της καλούσας-εκκαλούσας-εφεσίβλητης, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Ι.  Κατά  τη διάταξη του άρθρου 579 παρ. 1 ΚΠολΔ, αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πριν από την απόφαση αυτή ακυρώνεται μόνον εφόσον στηρίζεται στην παράβαση, για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση, ενώ κατά  τη διάταξη του άρθρου 581 παρ. 2 του ίδιου κώδικα, στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 580 παρ. 3 του ΚΠολΔ αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παρ. 1 και 2 (δηλαδή για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή παράβαση των διατάξεων, των σχετικών με την αρμοδιότητα), παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση σε άλλο δικαστήριο ισόβαθμο και ομοειδές προς εκείνο, το οποίο εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε ή και στο ίδιο, αν είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι η αναίρεση της απόφασης και επομένως και η εξαφάνισή της μπορεί να είναι ολική ή μερική. Αυτό θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο έχουν προσβληθεί όλα ή κάποιο από τα περισσότερα κεφάλαια αυτής (ΑΠ 975/2000 ΕλΔ 42.81). Ειδικότερα, η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο παραδοχής της αναιρέσεως, δηλαδή κατά τα κεφάλαια (αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας), τα οποία αφορά ο δεκτός γενόμενος λόγος αναιρέσεως, καθώς και εκείνα που συνάπτονται αρρήκτως προς τα αναιρεθέντα. Η έκταση αυτή της αναιρέσεως προκύπτει από το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αναιρετικής αποφάσεως, κατισχύει κάθε αντίθετης γενικής διατυπώσεως αυτής και μάλιστα του τυχόν χαρακτηρισμού της από αυτήν της εκτάσεως της αναιρέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως ως ολικής (ΑΠ 570/2005 Ηλεκτρονική Συλλογή «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1308/2004 ΕλΔ 46.84). Επομένως, στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση, μετά από κλήση και αφού κατατεθούν προτάσεις κατά το άρθρο 524 παρ. 1 εδάφιο β ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 7/2007 ΝοΒ 2007.1830, ΑΠ 43/2005 ΕλΔ  46.1402 ΑΠ 137/2004 Ηλεκτρονική Συλλογή «ΝΟΜΟΣ», ΕφΘεσ 2518/2000 Αρμ 2001.46), ενώ οι προτάσεις που υποβλήθηκαν κατά τη συζήτηση αυτή, όταν ανάγονται σε διατάξεις για τις οποίες εχώρησε η αναίρεση, δεν λαμβάνονται υπόψη από το εφετείο. Οι διάδικοι κατά τη συζήτηση στο δικαστήριο της παραπομπής μπορούν να προτείνουν τους πραγματικούς ισχυρισμούς που θα μπορούσαν να προταθούν παραδεκτά κατά τη συζήτηση που εκδόθηκε η απόφαση που αναιρέθηκε (ΑΠ 707/2006 Ηλεκτρονική Συλλογή «ΝΟΜΟΣ»), ειδικότερα δε ο ενάγων, ως εφεσίβλητος, μπορεί να προτείνει με τις προτάσεις του της νέας, μετά την αναίρεση, συζητήσεως της εφέσεως νέους πραγματικούς ισχυρισμούς, που δεν είχαν προταθεί πρωτοδίκως, υπό τους περιορισμούς των άρθρων 527 ΚΠολΔ (ΑΠ 1220/2007 Ηλεκτρονική Συλλογή «ΝΟΜΟΣ») και υπό τους ορισμούς του άρθρου 240 ΚΠολΔ. Αν η απόφαση αναιρεθεί μερικώς, ως προς ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης, τότε μόνο ως προς αυτά εξαφανίζεται η απόφαση και η εξουσία του δικαστηρίου της παραπομπής δεν εκτείνεται στα άλλα κεφάλαια, ως προς τα οποία διατηρείται το δεδικασμένο της απόφασης, το οποίο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (ΑΠ 659/1988 ΕλΔ 30.310, ΑΠ 1279/1983 Δ 15.421, ΑΠ 1042/1975 ΝοΒ 24.387, ΕφΠειρ 68/1994 ΕλλΔνη 35.1385), εκτός από τα κεφάλαια που συνδέονται αρρήκτως με τα αναιρεθέντα, οπότε συναναιρούνται (ΑΠ 1717/2002 ΕλΔ 44.1563). Συνεπώς, αν η απόφαση αναιρεθεί μερικώς ως προς κάποιο μόνο κεφάλαιο της όλης δίκης, το δικαστήριο της παραπομπής δεν μπορεί να εξετάσει λόγους εφέσεως που αναφέρονται στα λοιπά κεφάλαια, ως προς τα οποία δεν αναιρέθηκε η απόφαση, διότι διαφορετικά θα προσέβαλε το δεδικασμένο, το οποίο κατά το άρθρο 322 ΑΚ λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, αν δε αναιρεθεί στο σύνολό της, αποβάλλει την ισχύ της, οι διάδικοι επανέρχονται στην πριν από αυτήν κατάσταση. Στο σύνολό της θεωρείται ότι αναιρείται μια απόφαση όταν η αναιρούσα αυτήν απόφαση δεν περιορίζει με σχετική διάταξη την αναίρεση σε ορισμένο ή ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης ή ως προς μερικούς από τους διαδίκους (ΟλΑΠ 7/2007 ο.π, ΑΠ 845/2010 Ηλεκτρονική Συλλογή «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 43/2005 ΕλΔ 46,1401, ΑΠ 380/1999 ΝοΒ 2000.949, ΑΠ 674/1998 ΝοΒ 1999.1415). Ειδικότερα, ως προς ολόκληρο το αναιρεθέν κεφάλαιο η απόφαση αποβάλλει την ισχύ της και παύει να αποτελεί δεδικασμένο (ΑΠ 1899/2005 Ηλεκτρονική Συλλογή «ΝΟΜΟΣ»), ενώ ως προς τα μη αναιρεθέντα κεφάλαια της απόφασης διατηρείται το δεδικασμένο της (ΕφΘεσ 2518/2000 Αρμ 2001.46, ΕφΘεσ 1287/1999 ΕπισκΕΔ 1999.1177). Με την αναίρεση της απόφασης, κατά το μέτρο παραδοχής της αντίστοιχης αίτησης, κατά το σύνολο του ενός ενιαίου κεφαλαίου ή των πλειόνων κεφαλαίων, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από τη συζήτηση επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεθείσα, δηλαδή αναβιώνει η αίτηση παροχής έννομης προστασίας, έφεση, αγωγή κ.λπ. Έτσι, αν αναιρεθεί η απόφαση του εφετείου, και δεν πρόκειται για τις περιπτώσεις του άρθρου 580 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, δηλαδή για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή παράβαση των διατάξεων, των σχετικών με την αρμοδιότητα, αναβιώνει η πρωτόδικη απόφαση και η κατ’ αυτής έφεση, που θα κριθεί πάλι από το εφετείο. Το εφετείο, ως δικαστήριο της παραπομπής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 580 παρ. 3, 581 παρ. 2 και 3, 579 παρ. 1 ΚΠολΔ, επανεκδικάζει την έφεση ως προς το κεφάλαιο στο οποίο αναφέρεται η παράβαση για την οποία η αναίρεση και δεν περιορίζεται στο νομικό ζήτημα περί του οποίου ο γενόμενος δεκτός λόγος αναιρέσεως, λαμβανομένου υπόψη ότι η αναίρεση επέρχεται για ορισμένη παράβαση, αλλά η υπόθεση επανεκδικάζεται κατά το εκκληθέν, επί του οποίου με την απόφασή του αποφαίνεται το δικαστήριο της παραπομπής. Το τελευταίο δεσμεύεται μόνο ως προς το νομικό ζήτημα που έλυσε η παραπεμπτική απόφαση (ΑΠ 137/2004 Δ 35.1171) και όχι ως προς την ουσία της διαφοράς (ΑΠ 1614/2008, ΑΠ 1397/2008, ΑΠ 806/2008, ΑΠ 548/2008 Ηλεκτρονική Συλλογή «ΝΟΜΟΣ»), ούτε από τις διαπιστώσεις της απόφασης που αναιρέθηκε ως προς τα πραγματικά γεγονότα, δυνάμενο να εκτιμήσει διαφορετικά τις αποδείξεις από ό,τι η αναιρεθείσα, εφόσον επιδέχονται διαφορετική νομική λύση (ΑΠ  79/1998 Δ 29.660) και αν δεν εθίγησαν με την αναίρεση, μη δεσμευόμενο ούτε ως προς το σημείο αυτό από εκείνη (ΑΠ 1614/2008 ο.π., ΑΠ 129/2004 Δ 35.804). Επίλυση νομικών ζητημάτων δεν υπάρχει, εφόσον η αναιρετική απόφαση αναίρεσε την προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη νόμιμης βάσης  κατ’ άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, όπως είναι η μη αιτιολόγηση και η ανεπάρκεια αιτιολογιών αυτής (ΑΠ 988/2006, ΑΠ 896/2006 Ηλεκτρονική Συλλογή «ΝΟΜΟΣ»). Αν η απόφαση που αναιρέθηκε είναι εφετείου, δεν ακυρώνεται και η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ακόμα και αν αυτή στηρίζεται στο ίδιο ελάττωμα, διότι με την αναίρεση της απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου αναβιώνει η εκκρεμοδικία της έφεσης κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (ΑΠ 963/1999 ΕλΔ 41,51), ως προς την οποία θα αποφανθεί το δικαστήριο της παραπομπής, το οποίο είτε θα δεχθεί την έφεση και θα εξαφανίσει την απόφαση, είτε θα απορρίψει αυτή, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση (ΑΠ 1421/2002 ΧρΙΔ 2003. 145). Το εφετείο, ως δικαστήριο της παραπομπής, εφόσον η αναιρετική απόφαση δεν ασχολήθηκε με το διαδικαστικό ζήτημα του εμπροθέσμου της εφέσεως ως προϋποθέσεως του παραδεκτού της, θα επανεξετάσει την εν λόγω διαδικαστική προϋπόθεση (ΕφΝαυπλ 66/2008 ΕφΑΔ 2008.968). Τέλος, επί αναιρέσεως εφετειακής αποφάσεως στο σύνολο της α) οι προτάσεις που υποβλήθηκαν κατά τη συζήτηση αυτής (αναιρεθείσας αποφάσεως) δεν λαμβάνονται υπόψη από το Εφετείο (ΑΠ 778/2004, ΑΠ 434/2009, ΑΠ 352/2004 δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ), β) δεν λαμβάνεται υπόψη η ασκηθείσα με τις προτάσεις αυτές αντέφεση αν ανάγεται σε κεφάλαιο για το οποίο εχώρησε η αναίρεση (ΑΠ 1070/2008 ΕλΔνη 49.731, ΑΠ 1606/2007 δημοσιευμένη στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 107/1987 ΕλΔνη 20 294, ΕφΠειρ 1181/1995 ΕλΔνη 37.1414) και είναι επιτρεπτή από τον εφεσίβλητο η άσκηση αντεφέσεως, κατά τη συζήτηση της μετ` αναίρεση εφέσεως (ΑΠ 1606/2007), γ) είναι επιτρεπτή από τον εκκαλούντα η άσκηση πρόσθετων λόγων εφέσεως (ολΑΠ 27/2007) και δ) είναι επιτρεπτή από τον εναγόμενο ως εφεσίβλητο, μετά την αναίρεση, η πρόταση με τις προτάσεις του στη νέα συζήτηση της εφέσεως, νέων πραγματικών ισχυρισμών, με τις προϋποθέσεις του άρθρου 527 του ΚΠολΔ (ΑΠ 778/2009, ΑΠ 434/2009, ΑΠ 352/2004). Τέλος κατά το άρθρο 524 § 2ΚΠολΔ σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος η έφεση απορρίπτεται. Η απόρριψη της έφεσης στην περίπτωση αυτή γίνεται κατ’ ουσίαν και όχι κατά τύπους. Διότι παρότι οι λόγοι της εφέσεως στην πραγματικότητα δεν εξετάζονται ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα τους, θεωρείται κατά πλάσμα του νόμου ότι είναι αβάσιμοι και για την αιτία αυτή απορρίπτονται, αφού δεν δίδεται στο δικαστήριο η δυνατότητα εκδόσεως αντίθετης αποφάσεως περί παραδοχής τους (βλ. ΑΠ 840/2004 ΕλΔ 45.1604, ΑΠ 507/1998 ΕΕργΔ 1999.548).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 27.2.2020 κλήση της εναγομένης-εκκαλούσας-εφεσίβλητης, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος δικαστηρίου με αριθμό ………./2020, νομίμως επαναφέρονται προς συζήτηση οι από 12-4-2009 και από 30-4-2009 και με αριθμ.έκθ.κατάθ. …./2009 και …./2009 εφέσεις, αντίστοιχα, των εναγόντων και της εναγόμενης κατά της υπ΄αριθμ. 282/2009  οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, μετά την αναίρεση της υπ’αριθμ.178/2010 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, που, αφού συνεκδίκασε τις ανωτέρω εφέσεις, δέχθηκε αυτές, εξαφάνισε την εκκαλουμένη και δέχθηκε εν μέρει την από 14-6-2007 αγωγή (με αριθμ.κατάθ……/14-6-2007 των εναγόντων. Η προαναφερόμενη 178/2010 απόφαση αναιρέθηκε με την υπ’αριθμ. 120/2019 απόφαση του  Αρείου Πάγου, η οποία και παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, υπό άλλη σύνθεση.

ΙΙ. ΄Οπως προκύπτει από τις υπ’ αριθμ. …..΄/12-3-2020 και …..΄/16-3-2020 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά, …………….., που επικαλείται και προσκομίζει η καλούσα-εκκαλούσα-εφεσίβλητη-εναγομένη, αντίγραφο της προαναφερόμενης κλήσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την  αναφερομένη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στους καθ’ων η κληση-εκκαλούντες-εφεσίβλητους-ενάγοντες. Οι τελευταίοι, ωστόσο, δεν παραστάθηκαν στη δικάσιμο αυτή, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του πινακίου και  συνεπώς θα δικασθούν ερήμην και θα απορριφθεί η  από 12-4-2009 (αριθμ.έκθ. κατ……../2009) έφεσή τους, ως ανυποστήρικτη, χωρίς να επακολουθήσει περαιτέρω έρευνα  αυτής (αρθ. 272 παρ. 2, 271 παρ. 1, 2 σε συνδυασμό με 524 παρ. 1 ΚΠολΔ), η, δε, συζήτηση της από 30-4-2009 (αριθμ.έκθ.κατ.476/2009) έφεσης της καλούσας-εναγόμενης θα χωρήσει σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι (άρθρ. 524 παρ. 4. εδ. α΄ ΚΠολΔ), οριζομένου παραβόλου ερημοδικίας, για την περίπτωση άσκησης κατ’αυτής ανακοπής ερημοδικίας (άρθρ. 501, 502, 505 ΚΠολΔ). Η τελευταία αυτή έφεση κατά της υπ΄αριθμ. 282/2009 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε την ένδικη διαφορά αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα και συνεπώς πρέπει να γίνει τυπικώς δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (αρθρ. 495 επ., 511, 513, 516, 517, 518, 520 § 1, 532, 533 ΚΠολΔ).

ΙΙΙ. Α. Από την διαπνέουσα ολόκληρο το εργατικό δίκαιο γενικότερη αρχή της προστασίας των μισθωτών, με την εφαρμογή της οποίας αποτρέπεται η σύγκρουση των όρων εργασίας που διαμορφώνονται από περισσότερες πηγές διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας, συνάγεται ότι η αποτελούσα ειδική μορφή αυτής αρχή της εύνοιας υπέρ των μισθωτών, προβλεπομένη ήδη από το άρθρο 680 ΑΚ και τη διάταξη του άρθρου  7 παρ. 2 Ν. 1876/1990, κατά την οποία οι ευνοϊκότεροι για τους εργαζομένους όροι των ατομικών συμβάσεων εργασίας υπερισχύουν των δυσμενέστερων όρων των συλλογικών συμβάσεων, εφαρμόζεται όχι μόνο στην σχέση συλλογικής και ατομικής σύμβασης εργασίας, αλλά και στην σχέση περισσοτέρων πηγών (νόμου, συλλογικής σύμβασης εργασίας, κανονισμού, ατομικής σύμβασης) διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας (ΟλΑΠ 26/2007 ΕλλΔνη 2007.1010, ΑΠ 378/2012 ΔΕΕ 2013.399). Για την εφαρμογή, όμως, της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών κατά την συσχέτιση Σ.Σ.Ε. ή άλλης πηγής, ως ρυθμιστικού παράγοντος της εργασιακής σχέσης, και ατομικής σύμβασης εργασίας και γενικότερα κατά την συσχέτιση διαφόρων πηγών μεταξύ τους οι αποδοχές συγκρίνονται ως μία ενότητα, αφού (εκτός αντίθετης ειδικής ρύθμισης) δεν είναι δυνατή η επιλεκτική αναζήτηση τμήματος αποδοχών από τη μία πηγή και άλλου από διαφορετική πηγή, γιατί δεν είναι επιτρεπτή η σύγχρονη εφαρμογή όλων των πηγών αυτών ως προς την έννοια των αποδοχών (τούτο ειδικά ως προς την συσχέτιση περισσοτέρων Σ.Σ.Ε, αποτυπώνεται ρητά στο άρθρο 10 παρ. 1 του Ν. 1876/1990). Κατά την συσχέτιση, όμως, περισσοτέρων πηγών της αυτής ιεραρχικής βαθμίδας δεν εφαρμόζεται η ως άνω αρχή της εύνοιας, ούτε η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 3 του Ν. 1876/1990 (που ρυθμίζει την σχέση νόμου και Σ.Σ.Ε.), αλλά οι νεότεροι και ειδικοί κανόνες αποκλείουν την εφαρμογή των παλαιοτέρων και γενικών και αυτοί εφαρμόζονται, όταν ρυθμίζουν το ίδιο γενικά θέμα κατά τρόπο αντίθετο και σε κάθε περίπτωση διαφορετικό και ασυμβίβαστο προς την ρύθμιση των παλαιοτέρων κανόνων, είτε ευνοϊκότερο είτε δυσμενέστερο σε σχέση με αυτούς (άρθρο 2 ΑΚ). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1 §§ 1, 2 και 2 §§ 1, 2 του Ν.Δ 3789/1957 (το οποίο δεν κατάργησαν οι Ν. 1876/1990 και 1767/1988, περιόρισαν, όμως, σημαντικά το πεδίο εφαρμογής του) προκύπτει, ότι οι Κανονισμοί Εργασίας, που καταρτίσθηκαν υπό την ισχύ του ως άνω Ν.Δ, με το οποίο το θέμα των Κανονισμών Εργασίας ρυθμίζεται με τρόπο ενιαίο για όλες τις επιχειρήσεις κλπ. ανεξάρτητα από τη νομική μορφή τους ή από το σε ποιόν ανήκουν (Δημόσιο, νομικά πρόσωπα ιδιωτικού ή δημόσιου δικαίου κλπ., το δίκαιο δηλαδή που εισάγεται με αυτό είναι γενικό και αποκλειστικό για τις επιχειρήσεις, εκμεταλλεύσεις κλπ. που υπάγονται στις διατάξεις του) έχουν κανονιστική νομική φύση, δηλαδή ισχύ ουσιαστικού (όχι, όμως, και τυπικού) νόμου και η θέσπισή τους αποτελεί άσκηση «νομοθετικής» εξουσίας από την πλευρά του εργοδότη που απορρέει από την εξουσιοδότηση του Ν.Δ 3789/1957. Σκοποί δε του ως άνω Ν.Δ, σύμφωνα και με την εισηγητική έκθεσή του, είναι η εξασφάλιση δίκαιων όρων, ομοιομορφίας, ενιαίας κατεύθυνσης, δίκαιης πειθαρχικής εξουσίας και ίσης μεταχείρισης για τους μισθωτούς, οι σκοποί δε αυτοί μπορούν να επιτευχθούν μόνο με γενικές κανονιστικές διατάξεις, η ισχύς των οποίων δεν μπορεί να εξαρτάται από επιμέρους συμβατικούς ορισμούς. Όμως, οι αναγκαστικού δικαίου διατάξεις της κοινής (γενικής) εργατικής νομοθεσίας υπερισχύουν, εφόσον περιέχουν ρυθμίσεις, στο σύνολό τους λαμβανόμενες, ευνοϊκότερες για τους εργαζομένους ως διατάξεις ανώτερης βαθμίδας, των διατάξεων των εχόντων ισχύ ουσιαστικού νόμου διατάξεων Κανονισμών Εργασίας που καταρτίσθηκαν και κυρώθηκαν υπό την ισχύ και κατά την διαδικασία του Ν.Δ 3789/1957, ανεξάρτητα από την τυχόν πρόβλεψη παλαιοτέρων αυτού νόμων της δυνατότητας της κατ` εξουσιοδότηση αυτών κατάρτισης τέτοιων κανονισμών. Αντίθετα, υπερισχύουν οι διατάξεις των Κανονισμών Εργασίας, εάν, με την αυτή προϋπόθεση, είναι ευνοϊκότερες των αντιστοίχων της κοινής εργατικής νομοθεσίας (ΟλΑΠ 5/2011 ΕλλΔνη 2011.684).

Β. Ειδικότερα σε σχέση με τις αποδοχές και το επίδομα αδείας των εργαζομένων, πρέπει να αναφερθούν τα ακόλουθα: 1) Γενικά και ως προς όλους καταρχήν τους εργαζομένους, τον κεντρικό κορμό και τον πυρήνα του ρυθμιστικού καθεστώτος του θεσμού των αδειών αποτελεί ο Α.Ν. 539/1945 «περί χορηγήσεως κατ` έτος εις τους μισθωτούς αδειών μετ` αποδοχών», όπως έχει κατά καιρούς τροποποιηθεί. Οι ρυθμίσεις που περιλαμβάνει διασφαλίζουν τις ελάχιστες υπέρ όλων των εργαζομένων εγγυήσεις, λόγω δε του εντόνως προστατευτικού χαρακτήρα τους και του στενού δεσμού τους με την ικανοποίηση και προστασία του γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος, αποτελούν μονομερώς αναγκαστικό δίκαιο και, κατά συνέπεια, απόκλιση από τις σχετικές διατάξεις αυτού επιτρέπεται μόνο για την εφαρμογή ευμενέστερων για τον εργαζόμενο διατάξεων άλλων πηγών, με την προαναφερθείσα έννοια της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών. Με το άρθρο 3 παρ. 1 του ως άνω Α.Ν. 539/1945 ορίζεται ότι κατά την διάρκεια της άδειας ανάπαυσής του ο μισθωτός δικαιούται τις συνήθεις αποδοχές, τις οποίες θα εδικαιούτο, εάν απασχολείτο στην «υπόχρεη» (με τον όρο αυτόν αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 2 Ν. 1346/1983 ο αρχικός όρος «υποκείμενη») επιχείρηση κατά τον αντίστοιχο χρόνο της αδείας του ή τις τυχόν για την περίπτωση αυτήν καθορισμένες με συλλογική σύμβαση, ενώ κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου (όπως αυτή ισχύει μετά την απάλειψη φράσης με το άρθρο 1 παρ. 2 Ν. 4547/1966) στην έννοια των αποδοχών περιλαμβάνονται και οι κάθε είδους πρόσθετες ή συμπληρωματικές τακτικές παροχές (αντίτιμο τροφής, επιδόματα κλπ.). Επίσης, κατά την παρ. 2 του ίδιου ως άνω άρθρου, για τον κατ` αποκοπή ή κατ` άλλο σύστημα κυμαινομένων αποδοχών αμειβόμενο μισθωτό, οι αποδοχές, τις οποίες δικαιούται κατά τη διάρκεια της αδείας του, εξευρίσκονται πολλαπλασιαζομένων των κατά μέσο όρο από της λήξεως της αδείας του προηγουμένου έτους ημερήσιων αποδοχών του επί  τον αριθμόν των εργασίμων ημερών που περιλαμβάνονται στην χορηγηθείσα σ’ αυτόν άδεια. Τέλος, κατά το άρθρο 3 παρ. 16 του Ν. 4504/1966 «οι επί σχέσει εργασίας του ιδιωτικού δικαίου απασχολούμενοι, παρ` οιωδήποτε εργοδότη, μισθωτοί δικαιούνται κατ’ έτος “επιδόματος αδείας” ίσου προς το σύνολον των αποδοχών των υπό του α.ν. 539/1945 ή άλλων διατάξεων καθοριζομένων ημερών αδείας αναπαύσεως μετ` αποδοχών, ων δικαιούται έκαστος μισθωτός, υπό τον περιορισμόν ότι το επίδομα τούτο δεν δύναται να υπερβαίνει τας αποδοχάς ενός 15νθημέρου, διά τους επί μηνιαίω μισθώ αμειβόμενους, των 13 δε εργασίμων ημερών δια τους επί ημερομίσθια ή κατά μονάδα εργασίας ή επί ποσοστοίς ή κατ` άλλον τρόπον αμειβόμενους μισθωτούς. Το ως άνω επίδομα καταβάλλεται ομού μετά των αποδοχών της αδείας αναπαύσεως του μισθωτού…». Από τον συνδυασμό των ως άνω διατάξεων με τις διατάξεις των άρθρων 648, 653, 666, 679 ΑΚ, της κυρωθείσας με το Ν. 3248/1955 υπ’ αριθ. 95/1949 Διεθνούς Σύμβασης «περί προστασίας του ημερομισθίου», 2 της κυρωθείσας με το Ν. 133/1975 από 26-2-1975 ΕΓΣΣΕ, 1 παρ. 1 Ν. 435/1976, 1 παρ. 2 Ν. 1082/1980 και 2 των κατά καιρούς εκδοθεισών Υπουργικών Αποφάσεων «περί χορηγήσεως δώρων για τις εορτές του Πάσχα και των Χριστουγέννων», προκύπτει ότι ως «συνήθεις αποδοχές», με βάση τις οποίες υπολογίζονται οι αποδοχές και το ισούμενο προς αυτές, υπό τον ως άνω χρονικό περιορισμό, επίδομα αδείας, ταυτίζονται δε προς τις «τακτικές αποδοχές» που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό των επιδομάτων εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων, και είναι ίσες με τις αποδοχές που θα εδικαιούτο ο μισθωτός, αν είχε απασχοληθεί κατά τον αντίστοιχο χρόνο της αδείας του, νοούνται ο συμβατικός ή ο νόμιμος μισθός ή το ημερομίσθιο, καθώς και οποιαδήποτε άλλη πρόσθετη εργοδοτική παροχή, σε χρήμα ή σε είδος, που καταβάλλεται κατά τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας, με την προϋπόθεση ότι η παροχή αυτή δίδεται σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας. Έτσι, εφόσον παρέχονται τακτικά και σταθερά, περιλαμβάνονται στις τακτικές αποδοχές, μεταξύ άλλων η αμοιβή για υπερεργασία και για νόμιμη υπερωριακή απασχόληση, καθώς και οι προσαυξήσεις για την παροχή εργασίας κατά τη νύκτα, τις Κυριακές και τις αργίες και γενικά κάθε προσαύξηση του βασικού μισθού ή ημερομισθίου. Ενόψει των ανωτέρω και δη της εννοίας των «τακτικών» ή «συνήθων» αποδοχών (που περιλαμβάνουν, όπως προαναφέρθηκε, τον συμβατικό ή νόμιμο μισθό ή ημερομίσθιο, καθώς και όλες γενικά τις ως άνω προσαυξήσεις, επιδόματα κλπ.), με βάση τις οποίες υπολογίζονται οι αποδοχές και το επίδομα αδείας, για τον προσδιορισμό αυτών λαμβάνονται υπόψη, πέραν του βασικού μισθού ή ημερομισθίου, οι πρόσθετες ως άνω παροχές του χρονικού διαστήματος από την λήψη της προηγουμένης αδείας (ΟλΑΠ 16/2011 ΕλλΔνη 2011.1329, ΑΠ 378/2012 ΔΕΕ 2013.399, ΕφΑθ 702/2008 ΕλλΔνη 2008.555). 2) Με την 45058/7/1971 Κ.Υ.Α. των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Εμπορικής Ναυτιλίας και Εργασίας (ΦΕΚ Β΄ 579) εγκρίθηκε ο Κανονισμός Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς, με τον οποίο ρυθμίζονται οι όροι εργασίας και αμοιβής του εργατικού προσωπικού, που συνδέεται (μόνιμο και έκτακτο) με τον ΟΛΠ (και ήδη την εταιρία Ο.Λ.Π. Α.Ε) πάντοτε με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου (άρθ. 10), καθώς και οι συνθήκες και ο τρόπος διεξαγωγής των φορτοεκφορτωτικών εργασιών στην περιοχή του Λιμένος Πειραιώς (άρθρο 1 παρ. 1). Ο Κανονισμός αυτός, καταρτισθείς και εγκριθείς υπό την ισχύ και κατά την διαδικασία των άρθρων 1 και 2 του Ν.Δ 3789/1957, όπως και στο προοίμιό του αναφέρεται, έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου, με την προαναφερθείσα έννοια, με αυτόν δε ορίζονται ειδικότερα τα εξής και δη σε σχέση με τον τρόπο υπολογισμού των αποδοχών και του επιδόματος αδείας του ως άνω προσωπικού σε συνάρτηση και με το είδος και τις κατηγορίες των εργασιών αυτών, ενώ το εκάστοτε ύψος του βασικού ημερομισθίου των διαφόρων κατηγοριών (ειδών) φορτοεκφορτωτικών εργασιών ορίζεται με τις οικείες Σ.Σ.Ε : (i) Σύμφωνα με το άρθ. 35 παρ. 1 οι αποδοχές αδείας (και κατ` επέκταση και το μαζί μ` αυτές καταβαλλόμενο επίδομα) ισούνται προς το γινόμενο των ημερών αδείας που δικαιούται κάθε μισθωτός επί το βασικό ημερομίσθιο της απασχόλησής του, όπως δε διευκρινίζεται στην συνέχεια ως «βασικό ημερομίσθιο» για τον υπολογισμό των αποδοχών αδείας των (μονίμων) εργατών (με τον αυτό τρόπο υπολογίζονται οι αποδοχές αυτές και για τους εκτάκτους) λογίζεται αυτό της επικρατέστερης απασχόλησής τους κατά το τελευταίο πριν από την χορήγηση της αδείας τρίμηνο (και προκειμένου για εργάτες που απασχολούνται σε φορτοεκφορτωτικές εργασίες δημητριακών και γαιανθράκων το βασικό ημερομίσθιο που καθορίζεται για τις εργασίες αυτές). Ως «επικρατέστερη απασχόληση» νοείται κατά την διάταξη αυτή η επικρατέστερη κατά χρόνο, δηλαδή εκείνη η οποία είχε συνολικά την μεγαλύτερη διάρκεια και στην οποία ο εργαζόμενος πραγματοποίησε τα περισσότερα ημερομίσθια κατά το τελευταίο πριν από την λήψη της αδείας τρίμηνο. Βάση, επομένως, υπολογισμού των αποδοχών αδείας είναι το βασικό ημερομίσθιο και όχι η τελική αμοιβή που προκύπτει από τυχόν προσαυξήσεις λόγω αποδόσεως (για τους εργαζομένους «επί αποδόσει») ή λόγω τριπλασιασμού του βασικού ημερομισθίου (για τους απασχολουμένους στις γερανογέφυρες) ή λόγω άλλων προβλεπομένων προσαυξήσεων, οι προκύπτουσες δε και καταβαλλόμενες με τον υπολογισμό αυτόν αποδοχές αδείας προσαυξάνονται για όλους τους εργάτες κατά ποσοστό 25%. (ii) Το ύψος του βασικού ημερομισθίου των (μονίμων κλπ.) εργατών του ΟΛΠ, το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, λαμβάνεται ως βάση για τον υπολογισμό των αποδοχών κλπ. αδείας, ορίζεται ειδικά στο άρθρο 23 παρ. 1 του Κανονισμού (αναπροσαρμοζόμενο εκάστοτε με τις οικείες ΕΣΣΕ) ανάλογα και σε αντιστοιχία με το είδος της απασχόλησης τους κατά τις διακρίσεις του άρθρων 12 παρ. 1 του Κανονισμού (στο οποίο ρητά παραπέμπει το άρθρο 23 παρ. 1), είναι δε αυτές α) η απασχόληση σε φορτοεκφορτώσεις γενικά χύδην φορτίων δημητριακών, γαιανθράκων κλπ., β) η απασχόληση σε φορτοεκφορτώσεις επί πλοίων γενικά και επί παντός είδους πλωτών ναυπηγημάτων και γ) η απασχόληση σε κομιστικές εργασίες (μεταφοράς των εμπορευμάτων από τον τόπο της οριστικής εναπόθεσής τους στα μεταφορικά μέσα των παραληπτών και αντίστροφα), σε εργασίες μεταφοράς των αποσκευών των επιβατών, σε εργασίες κάλυψης και αποκάλυψης των υπαιθρίων εμπορευμάτων και σε λοιπές βοηθητικές εργασίες σχετιζόμενες με την φορτοεκφόρτωση. Στις κατηγορίες αυτές απασχόλησης, ειδικότερα, δεν προβλέπεται και δεν περιλαμβάνεται στο ως άνω άρθρο, ως είδος απασχόλησης η «επί αποδόσει», αφού αυτή κατά το άρθρο 20 του Κανονισμού, που έχει ακριβώς τον τίτλο «τρόπος διεξαγωγής της εργασίας», προβλέπεται ως τρόπος εργασίας και όχι ως κατηγορία (διάκριση) απασχόλησης. Η αμοιβή δε για την «επί αποδόσει» εργασία έχει προβλεφθεί (άρθ. 27) και καταβάλλεται και στις τρεις περιπτώσεις απασχόλησης του άρθ. 12 παρ. 1 επιπρόσθετα του βασικού ημερομισθίου του άρθ. 23 παρ. 1 (iii) Κατ` άρθρο 30 παρ. 1 το «ασφαλιστικό ημερομίσθιο» που καταβάλλεται στους μόνιμους εργάτες για όσες εργάσιμες ημέρες δεν διατίθενται σε φορτοεκφορτωτικές εργασίες του λιμένος λόγω έλλειψης εργασίας είναι ίσο προς αυτό που καταβάλλεται στους μονίμους εργάτες που απασχολούνται σε κομιστικές εργασίες του άρθρου 23 παρ. 1 εδ. β΄, μετά των συντρεχόντων επιδομάτων εμπειρίας, ειδικών συνθηκών και γάμου, δεν αποτελεί δηλαδή το «ασφαλιστικό» ημερομίσθιο το κατώτερο ημερομίσθιο, αλλ’ αυτό καθορίζεται ίσο προς το καταβαλλόμενο ημερομίσθιο για τις κομιστικές εργασίες. Τέλος, με τα άρθρα τέταρτο παράγραφος 3 και πέμπτο εδ. ε` του Ν. 2668/1999, με τον οποίο το μέχρι τότε ΝΠΔΔ με την επωνυμία Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς (που ιδρύθηκε με το Ν. 4748/1930 και αναμορφώθηκε με τον Α.Ν. 1559/1950 κλπ.) μετετράπη σε ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς Ανώνυμη Εταιρία» (Ο.Λ.Π Α.Ε), ο ως άνω Κανονισμός Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς διατηρήθηκε, καταρχάς, σε ισχύ και μετά την μετατροπή αυτήν, ενώ με την 5115.01/02/2004 απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών-Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, και Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ Β΄ 390/20-6-2004) εγκρίθηκε και δημοσιεύθηκε ο καταρτισθείς στο πλαίσιο και κατ` εξουσιοδότηση των άρθρων τετάρτου, δωδεκάτου και δεκάτου τρίτου του ως άνω Ν. 2688/1999 Γενικός Κανονισμός Προσωπικού της Ο.Λ.Π Α.Ε (που άρχισε να ισχύει 10 ημέρες μετά την δημοσίευσή του στην ΕτΚ, άρθ. 83 αυτού) για την ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων των εργαζομένων σ` αυτήν, σύμφωνα δε με αυτόν το προσωπικό της εν λόγω εταιρίας (τακτικό, έκτακτο και δόκιμο), στο οποίο υπάγεται ως ιδιαίτερη υπηρεσιακή κατηγορία το λιμενεργατικό προσωπικό και δη οι λιμενεργάτες (άρθ. 5§§1α, 2, 4α), δικαιούται ετήσιας άδειας με αποδοχές, καθώς και επιδόματος αδείας, σύμφωνα με την εργατική νομοθεσία (γίνεται δηλαδή παραπομπή και στον Α.Ν. 539/1945) σε συνδυασμό με τις διατάξεις της εκάστοτε ισχύουσας ΕΓΣΣΕ, τις ειδικότερες συλλογικές συμβάσεις εργασίας που εφαρμόζονται στην εταιρία αυτή και τις διατάξεις του ως άνω Κανονισμού (ΟλΑΠ 5/2011 ό.π.).

ΙV. Στην προκειμένη περίπτωση,  με την από 14-6-2007 (αριθμ.έκθ.κατ……./2007)  αγωγή,  οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι εκθέτουν  ότι δυνάμει συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου απασχολούνται ως λιμενεργάτες στην εναγομένη εταιρεία με την επωνυμία «ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΜΕΝΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.» (ήδη εκκαλούσα), και ότι οι όροι εργασίας, οι αμοιβές, οι συνθήκες και ο τρόπος διεξαγωγής των φορτοεκφορτωτικών εργασιών τους ως λιμενεργατών, ρυθμίζονται από τον Κανονισμό Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς (από δε 1-3-2004 ισχύει ο Γενικός Κανονισμός Προσωπικού της ΟΛΠ ΑΕ), οι ειδικότεροι, δε, όροι εργασίας ρυθμίζονται με ΕΣΣΕ. Ότι ως λιμενεργάτες εκτελούν στο λιμάνι του Πειραιά κάθε λιμενεργατική δραστηριότητα που σχετίζεται με τη φορτοεκφόρτωση και διακίνηση φορτίων (όπως επίσης και άλλες εργασίες εντός του λιμανιού), στις εργασίες δε αυτές, που παρουσιάζουν ιδιομορφίες, απασχολούνται εκ περιτροπής όλοι οι λιμενεργάτες, δηλ. ορισμένες ημέρες στα χύδην φορτία, άλλες στις γερανογέφυρες, άλλες στην απόδοση και άλλες χωρίς απόδοση, η κύρια, δε, απασχόλησή τους είναι στις γερανογέφυρες κατά ποσοστό 75-80%. ΄Οτι για να προσδιορισθεί το βασικό ημερομίσθιο που προκύπτει από την απόδοσή τους, αθροίζονται όλοι οι τόνοι που εκφορτώθηκαν από τον καθένα, πολλαπλασιάζονται επί το ημερομίσθιο το προβλεπόμενο από τις ΕΣΣΕ  και διαιρούνται δια των ημερών που εργάσθηκαν και έτσι ο τρόπος αμοιβής τους ποικίλλει, αφού αμοίβονται είτε με απόδοση (όταν εργάζονται στις φορτοεκφορτώσεις χύδην φορτίων και λοιπών εν γένει εμπορευμάτων) είτε με συγκεκριμένο ποσό (τρία βασικά ημερομίσθια λιμενεργάτη και επί πλέον διορθωτικό ποσό από 1-12-2005, όταν εργάζονται στις γερανογέφυρες) είτε με το ασφαλιστικό ημερομίσθιο όταν βρίσκονται σε εργασιακή ετοιμότητα. ΄Οτι αφού προσδιορισθεί το βασικό ημερομίσθιο, που είναι κυμαινόμενο, υπολογίζονται επ’ αυτού όλα τα επιδόματα, πλην η εναγομένη ενώ υπολόγιζε επί του διαμορφωμένου βασικού ημερομισθίου με την απόδοση όλα τα επιδόματα, τις αποδοχές αδείας και το επίδομα αδείας υπολόγιζε μόνο επί του ημερομισθίου βάσης των ΕΣΣΕ κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων του Κανονισμού, των ΕΣΣΕ και της Εργατικής Νομοθεσίας. Ακολούθως παραθέτουν αυτούσιο το άρθρο 35 παρ. 1β του Κανονισμού και τον καθοριζόμενο με αυτό τρόπο υπολογισμού  των αποδοχών και του επιδόματος αδείας που δικαιούται κάθε μόνιμος εργάτης, σύμφωνα με τον οποίο οι αποδοχές αδείας ισούνται με το γινόμενο των ημερών αδείας που δικαιούται ο καθένας επί το βασικό ημερομίσθιο της απασχόλησής του, ως τέτοιο δε (βασικό ημερομίσθιο) λογίζεται εκείνο της επικρατέστερης απασχόλησής του κατά το τελευταίο τρίμηνο πριν τη χορήγηση της αδείας. Εκθέτουν δε ότι ο Κανονισμός για  τον υπολογισμό των αποδοχών και του επιδόματος αδείας δεν θεωρεί ως βασικό ημερομίσθιο το εκάστοτε προβλεπόμενο από τις ΕΣΣΕ αλλά εκείνο της επικρατέστερης απασχόλησης. ΄Οτι σε κάθε περίπτωση σύμφωνα με τις διατάξεις του ΑΝ 539/1945, όπως ισχύει και Ν. 4504/1966, οι αποδοχές και το επίδομα αδείας υπολογίζονται με βάση τις τακτικές αποδοχές του μισθωτού, δηλαδή με το ημερομίσθιο και κάθε άλλη παροχή που καταβάλλεται τακτικά και σταθερά από τον εργοδότη, ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας του. Με βάση τα ανωτέρω, παραθέτουν αριθμητικά τις καταβληθείσες μηνιαίες αποδοχές κατά τα αναφερόμενα επί μέρους χρονικά διαστήματα, τις οποίες, καθόσον αφορά τις αποδοχές αδείας, διαιρούν δια του 3 και εξευρίσκουν έτσι μέσο όρο αποδοχών του τελευταίου τριμήνου, καθόσον δε αφορά το επίδομα αδείας παραθέτουν τις καταβληθείσες μηνιαίες αποδοχές  του τελευταίου 12μήνου, τις οποίες διαιρούν δια 10,9 για τα έτη 2001 έως και 2004 και δια 10,366 για το έτος 2005, το δε πηλίκον αναφέρουν ότι είναι ο μηνιαίος μέσος όρος αποδοχών του τελευταίου τριμήνου. Ζητούν δε να υποχρεωθεί η εναγόμενη να τους καταβάλει τα σε αυτή αναφερόμενα ποσά που αντιστοιχούν στις διαφορές των αποδοχών αδείας και του επιδόματος αδείας μεταξύ αυτών που έπρεπε να καταβληθούν και αυτών που τους καταβλήθηκαν κατά τα έτη 2001 έως και 2005, με το νόμιμο τόκο από την ημέρα που κάθε μερικότερο κονδύλιο κατέστη απαιτητό, άλλως από την επομένη της επιδόσεως της αναφερόμενης προγενέστερης όμοιας αγωγής τους, άλλως από την επίδοση της υπό κρίση αγωγής. Επικουρικώς, οι ενάγοντες ζητούν τα ανωτέρω ποσά κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού.

Με το παραπάνω περιεχόμενο και αίτημα και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην ως άνω υπό στοιχείο ΙΙΙ σκέψη, η υπό κρίση αγωγή είναι απορριπτέα  ως μη νόμιμη στο σύνολό της. Ειδικότερα, ως προς το αιτούμενο από τους ενάγοντες (πρώτο) κονδύλιο των διαφορών αποδοχών αδείας, οι ενάγοντες κατά τον προσδιορισμό του εν λόγω κονδυλίου, ζητούν μη νομίμως την επιλεκτική εφαρμογή και της ρύθμισης του άρθρου 3 του Α.Ν. 539/1945 και της διάταξης του άρθρου 35 του Κανονισμού Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς, δηλαδή υπολογίζουν τις αποδοχές αδείας, που ισχυρίζονται ότι τους οφείλονται, με βάση τις πλήρεις αποδοχές τους (ήτοι τις αποδοχές τις προκύπτουσες από την κυμαινόμενη και ανώτερη του βασικού ημερομισθίου αμοιβή απόδοσης), αλλά μόνο του τελευταίου τριμήνου πριν από τη λήψη της αδείας και όχι του τελευταίου δωδεκαμήνου, προβαίνοντας έτσι, κατά την σύγκριση των αποδοχών αδείας ως μίας ενότητας, σε ανεπίτρεπτη επιλεκτική αναζήτηση τμήματος αποδοχών από τη μία πηγή (ήτοι από τη γενική εργατική νομοθεσία και συγκεκριμένα από τη διάταξη του άρθρου 3 του Α.Ν. 539/1945) και άλλου τμήματος αποδοχών από διαφορετική πηγή (ήτοι από τον Κανονισμό Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς και συγκεκριμένα από τη διάταξη του άρθρου 35 αυτού). Όμως, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην ως άνω  νομική σκέψη, για την εφαρμογή της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών κατά την συσχέτιση, μεταξύ τους, περισσότερων πηγών (ως ρυθμιστικών παραγόντων της εργασιακής σχέσης) διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας (και, στην προκειμένη περίπτωση,  η διάταξη του άρθρου 3 του Α.Ν. 539/1945, ως αναγκαστικού δικαίου διάταξη της κοινής εργατικής νομοθεσίας, είναι ανώτερης βαθμίδας, σε σχέση με την έχουσα ισχύ ουσιαστικού νόμου διάταξη του άρθρου 35 του Κανονισμού Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς), οι αποδοχές συγκρίνονται ως μία ενότητα, αφού δεν είναι δυνατή η επιλεκτική αναζήτηση τμήματος αποδοχών από τη μία πηγή και άλλου από διαφορετική πηγή, γιατί δεν είναι επιτρεπτή η σύγχρονη εφαρμογή όλων των πηγών αυτών ως προς την έννοια των αποδοχών. Περαιτέρω, ως προς το δεύτερο κονδύλιο των διαφορών του επιδόματος αδείας, η αγωγή κρίνεται επίσης μη νόμιμη γιατί ναι μεν ζητούν οι ενάγοντες να υπολογισθεί αυτό μόνο με βάση τις διατάξεις τις γενικής εργατικής νομοθεσίας (αρθρ. 3 παρ. 16 του Ν. 4504/1966, 3 του Α.Ν. 539/1945 και 1 παρ. 3 Ν. 4547/1966),  όμως τα ποσά που αναφέρονται στην αγωγή ως μηνιαίες αποδοχές του τελευταίου δωδεκαμήνου πριν τη λήψη της ετήσιας άδειας και με βάση τα οποία γίνεται ο υπολογισμός του εν λόγω επιδόματος, δεν εμπίπτουν στο σύνολό τους στην ως άνω υπό στοιχείο ΙΙΙ Β εκτεθείσα έννοια των “τακτικών-συνήθων” αποδοχών καθόσον περιέχουν, κατά τα ιστορούμενα στην αγωγή, και έκτακτες αποδοχές ενόψει του  ότι πρόκειται μια μισθωτούς αμοιβόμενους με κυμαινόμενο ημερομίσθιο αφενός και αφετέρου ο ρηθείς Κανονισμός προβλέπει για την “επί αποδόσει” και “επί ημερομισθίω” αμοιβή και έκτακτες αμοιβές, για δε το “ασφαλιστικό ημερομίσθιο”  προβλέπει επίσης και βασικό ημερομίσθιο για την περίπτωση ματαιώσεως προγραμματισθείσας εργασίας (ουδόλως διευκρινίζουν οι ενάγοντες εάν οι αναφερόμενες στην αγωγή αμοιβές τους επί των οποίων υπολογίζουν το ένδικο επίδομα είναι τακτικές-συνήθεις υπό την ανωτέρω έννοια, δηλαδή ότι καταβάλλονται σταθερά κάθε μήνα). Είναι δε διαφορετικό το ζήτημα εάν προκειμένου περί τακτικών-συνήθων αποδοχών, αυτές διαφέρουν μόνο κατά ποσό από μήνα σε μήνα ώστε να χωρήσει επ’ αυτών η εξεύρεση του μέσου όρου από τη λήξη της άδειας του προηγούμενου έτους μέχρι την έναρξη της νέας άδειας. ΄Ετσι δηλαδή όπως οι αιτούμενες από τους ενάγοντες αξιώσεις των διαφορών επιδόματος αδείας είναι υπολογισμένες σύμφωνα με την εργατική μεν νομοθεσία αλλά με βάση υπολογισμού την τελική αμοιβή που προκύπτει “από την απόδοση” και την “επικρατέστερη απασχόληση” κατά τα οριζόμενα από τον Κανονισμό, προβαίνουν οι ενάγοντες σε σύγχρονη επιλεκτική εφαρμογή όλων των πηγών (και του Κανονισμού και της εργατικής νομοθεσίας), το οποίο είναι ανεπίτρεπτο, όπως προεκτέθηκε.

Επιπροσθέτως, η αγωγή είναι απορριπτέα και για τον περαιτέρω λόγο ότι προκειμένου να ανευρεθεί η εφαρμοστέα ευνοϊκότερη για τους εργαζομένους ρύθμιση ενόψει του ότι πρόκειται περί μισθωτών αμοιβομένων με σύστημα κυμαινόμενων αποδοχών πρέπει πρώτα να ανευρεθούν οι ρυθμιζόμενες από τις δύο προαναφερόμενες πηγές αποδοχές αδείας και επίδομα αδείας και μετά να γίνει μεταξύ τους σύγκριση ώστε να κριθεί ποια είναι η ευνοϊκότερη ρύθμιση. Δηλαδή, πρέπει πρώτα να παραθέσουν οι ενάγοντες στην αγωγή τους  αφενός τα ποσά που θα προέκυπταν από τις επιταγές του άρθρου 35 του ρηθέντος Κανονισμού, ήτοι να παραθέσουν τις αξιώσεις τους με βάση το “βασικό ημερομίσθιο” λογιζομένου ως τοιούτου εκείνου της “επικρατέστερης απασχολήσεως αυτών” κατά το τελευταίο προ της χορηγήσεως της αδείας τρίμηνο κατά τα οριζόμενα από τον Κανονισμό και τις ισχύουσες κατά το ένδικο διάστημα ΕΣΣΕ προσαυξανόμενο κατά 25% και πολλαπλασιαζόμενο επί 13, αφετέρου δε να παραθέσουν τα ποσά που θα προέκυπταν από τις επιταγές της εργατικής νομοθεσίας (υπολογιζόμενα με βάση τις τακτικές αποδοχές τους υπό την έννοια που προεκτέθηκε στην αμέσως προηγούμενη παράγραφο) και αντιπαραβάλλοντας αυτά μεταξύ τους να ανευρεθεί η ευνοϊκότερη για τους εργαζομένους ρύθμιση που θα ήταν και η εφαρμοστέα (βλ. ΑΠ  1171/2-6-2014, 1172/2014, 1173/2014).  Τέλος, μη νόμιμη και συνακόλουθα απορριπτέα είναι η αγωγή κατά την επικουρική βάση της του αδικαιολόγητου πλουτισμού γιατί στηρίζεται στα ίδια περιστατικά με αυτά που θεμελιώνουν την κύρια βάση της από τη σύμβαση (ΑΠ 907/03, 222/03, 104/03, 16/2008 – “Νόμος”).

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, έσφαλε η εκκαλουμένη, που δέχθηκε την αγωγή εν μέρει ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη και επιδίκασε στους ενάγοντες για τις ανωτέρω αιτίες τα σε αυτή αναφερόμενα ποσά και πρέπει, δεκτής γενομένης της έφεσης, ως και κατ’ ουσίαν βάσιμης κατά τον τρίτο λόγο της περί κακής εφαρμογής του νόμου, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη και αφού κρατηθεί η υπόθεση και δικασθεί κατ΄ουσίαν, να απορριφθεί η αγωγή ως μη νόμιμη στο σύνολό της.

Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφισθούν, στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων, γιατί ήταν ιδιαίτερα δυσχερής η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρα 179 και 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει την από 12-4-2009 και με αριθμ.έκθ.κατάθ……/2009 έφεση ερήμην των εκκαλούντων και από 30-4-2009 και με αριθμ.έκθ.κατάθ. ……/2009 έφεση, ερήμην των εφεσιβλήτων.

Ορίζει το προκαταβλητέο παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ για καθέναν εκ των απολιπομένων εκκαλούντων.

Απορρίπτει την από 12-4-2009 (με αριθμ. έκθ. κατάθ…../2009) έφεση των εναγόντων.

Δέχεται τυπικά και κατ’ουσίαν την από  30-4-2009 (με αριθμ. έκθ. κατάθ……/2009) έφεση της εναγόμενης.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη, με αριθμ.282/2009 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει την από 14-6-2007 (υπ’αριθμ. έκθ. κατάθ. …../14-6-2007) αγωγή.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, στο σύνολό τους.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 27η Μαΐου 2022.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δημοσιεύθηκε δε στις   26 Αυγούστου 2022 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με άλλη σύνθεση, λόγω προαγωγής και αναχώρησης της Εφέτου, Μαρίας Κωττάκη, αποτελούμενο από τους Δικαστές, Ζωή Καραχάλιου, Πρόεδρο Εφετών, Ευαγγελία Πανταζή και Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, Εφέτες, και με Γραμματέα την Τριανταφυλλιά Λαμπροπούλου, λόγω αποσπάσεως και αναχωρήσεως της Γραμματέως, Ελένης Τσίτου, με απόντες τους διαδίκους και   τον πληρεξούσιο δικηγόρο της καλούσας-εκκαλούσας-εφεσίβλητης.

    Η   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ