Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 569/2022

 ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός   569/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ………….., τον οποίο στο ακροατήριο εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος του Ελένη Καλογιάννη – Κοντοσέα με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ και

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ – ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: μονοπρόσωπης ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας ……………. την οποία στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Παρασκευάς Ζουρντός.

Ο εκκαλών – εφεσίβλητος ……… άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 15.11.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………/29.11.2019 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 288/2021 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που τη δέχθηκε εν μέρει ως και ουσιαστικά βάσιμη.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αμφότερες οι αντίδικες πλευρές και, συγκεκριμένα, ο ενάγων με την από 21.5.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …./21.5.2021 έφεση και η εναγόμενη ναυτιλιακή εταιρία με την από 20.7.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …../20.7.2021 έφεση, δικάσιμος για την εκδίκαση αμφοτέρων των οποίων ορίστηκε αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας – εφεσίβλητης, αφού έλαβε τον λόγο από τον Δικαστή, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε, ενώ η πληρεξούσια δικηγόρος του εκκαλούντος – εφεσίβλητου, η οποία παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΙΣ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΕΣ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Οι κρινόμενες αντίθετες α) από 21.5.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …../21.5.2021 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …../24.5.2021 έφεση του εκκαλούντος – ενάγοντος [Α΄ έφεση] και β) από 20.7.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …./20.7.2021 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …../22.7.2021 έφεση της εκκαλούσας – εναγομένης [Β΄ έφεση], που στρέφονται κατά της υπ’ αριθμ. 288/2021 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αρ. 3, 621 ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) και δέχθηκε εν μέρει ως και ουσιαστικά βάσιμη την από 15.11.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……../29.11.2019 αγωγή του πρώτου κατά της δεύτερης, ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα κατ’ άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ. α, 518 § 2 και 520 § 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως ούτε παρήλθε η νόμιμη καταχρηστική προθεσμία από την δημοσίευσή της στις 3.2.2021, ενώ για το παραδεκτό τους, μολονότι ασκήθηκαν μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν. 4055/2012, δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου, λόγω της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής. Εφόσον δε οι ένδικες εφέσεις αρμοδίως φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011), πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ, πρέπει να εξεταστούν περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ.

ΙΙ. Με την αγωγή του ο ενάγων ισχυρίστηκε ότι ναυτολογήθηκε διαδοχικά τέσσερις [4] φορές με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου και απασχολήθηκε κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή χρονικά διαστήματα εντός της χρονικής περιόδου από 10.1.2018 έως και 30.8.2019 στο υπό ελληνική σημαία επιβατηγό – οχηματαγωγό [Ε/Γ – Ο/Γ] πλοίο ΝΣ, ολικής χωρητικότητας δεκατριών χιλιάδων εννιακοσίων δύο κόρων και τεσσάρων εκατοστών (13.902,04 κ.ο.χ.), της πλοιοκτησίας της εναγόμενης ναυτιλιακής εταιρίας, αντί των προβλεπόμενων από τις οικείες Συλλογικές Συμβάσεις Ναυτικής Εργασίας (στο εξής ΣΣΝΕ) των ετών 2018 και 2019 μηνιαίου μισθού και επιδομάτων, παρείχε δε τις υπηρεσίες του στο εν λόγω πλοίο, που εκτελούσε καθημερινά δρομολόγια μεταξύ του Πειραιώς και λιμένων του βορείου Αιγαίου Πελάγους, μεταξύ των οποίων και τα αναλυτικώς αναφερόμενα στην αγωγή δρομολόγια εξπρές, εργαζόμενος ημερησίως επί δεκαπέντε [15] ώρες μέχρι τη λύση της τελευταίας συμβάσεώς του με την εναγόμενη. Με βάση τα περιστατικά αυτά και υποστηρίζοντας περαιτέρω ότι απασχολήθηκε χωρίς να λάβει το σύνολο των δεδουλευμένων αποδοχών του και των αποδοχών του που αντιστοιχούσαν στις ώρες υπερωριακής εργασίας του κατά τις καθημερινές ημέρες, τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες και χωρίς να συνυπολογιστούν αυτές στο σύνολό τους για τον προσδιορισμό και την καταβολή της αναλογίας των επιδομάτων δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα των ετών 2018 και 2019, τα οποία δικαιούται ούτε πλήρη την πρόσθετη αμοιβή του για την εκτέλεση των δρομολογίων εξπρές, που εκτέλεσε το πλοίο κατά τα ένδικα χρονικά διαστήματα, ζητούσε ο ενάγων, με την επίκληση των εργασιακών του συμβάσεων και όπως το αρχικώς συνολικά καταψηφιστικό αίτημά του παραδεκτώς περιορίστηκε πρωτοδίκως σε εν μέρει αναγνωριστικό, να του επιδικαστεί το συνολικό χρηματικό ποσό των τριάντα πέντε χιλιάδων διακοσίων τριάντα τριών ευρώ και εξήντα τριών λεπτών (35.233,63 €) και, συγκεκριμένα, αφενός μεν αναγνωριστικώς, επτακόσια πενήντα δύο ευρώ και σαράντα εννέα λεπτά (752,49 €) για διαφορές αποδοχών, έξι χιλιάδες τριακόσια ενενήντα εννέα ευρώ και ένα λεπτό (6.399,01 €) για διαφορές εορταστικών επιδομάτων και δύο χιλιάδες τετρακόσια εξήντα δύο ευρώ και εξήντα επτά λεπτά (2.462,67 €) για διαφορές πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων εξπρές και, αφετέρου καταψηφιστικώς, είκοσι πέντε χιλιάδες εξακόσια δεκαεννέα ευρώ και σαράντα έξι λεπτά (25.619,46 €) για διαφορές αποδοχών υπερωριακής απασχόλησης, με το νόμιμο τόκο από την ημέρα της τελευταίας αποναυτολογήσεώς του άλλως από την επίδοση της αγωγής. Με την εκκαλούμενη απόφαση η αγωγή αυτή κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη και, ακολούθως, με την παραδοχή, μεταξύ άλλων, ότι η ημερήσια απασχόληση του ενάγοντος ανερχόταν σε δώδεκα [12] ώρες, έγινε κατά ένα μέρος δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη και, συγκεκριμένα, αφενός, υποχρεώθηκε η εναγόμενη, με διάταξη που κηρύχθηκε προσωρινώς εκτελεστή για μέρος του καταψηφιστικά επιδικασθέντος ποσού, στην καταβολή δεκατριών χιλιάδων τετρακοσίων επτά ευρώ και εβδομήντα επτά λεπτών (13.407,77 €), ως υπόλοιπο αμοιβής για την υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος  και, αφετέρου, αναγνωρίστηκε η υποχρέωσή της στην προς αυτόν καταβολή τριών χιλιάδων τετρακοσίων εξήντα ευρώ και εβδομήντα τεσσάρων λεπτών (3.460,74 €), ως υπόλοιπο δώρων εορτών και πρόσθετης αμοιβής για τα δρομολόγια εξπρές του πλοίου, με το νόμιμο τόκο από τις 30.8.2019 και μέχρι την εξόφληση, ενώ απορρίφθηκαν ως αβάσιμες οι ενστάσεις της εναγομένης περί συμψηφισμού στις αξιώσεις του ενάγοντος από την υπερωριακή του απασχόληση χρηματικού ποσού τριών χιλιάδων τριακοσίων εξήντα τριών ευρώ και ογδόντα τεσσάρων λεπτών (3.363,84 €), που του είχαν καταβληθεί συνολικά ως έκτακτες αμοιβές του κατά το επίδικο χρονικό διάστημα και περί καταχρηστικής ασκήσεως της αγωγής, η μεν πρώτη κατ’ ουσίαν και η δεύτερη κατά το νόμο. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη με τις ένδικες εφέσεις τους αμφότεροι οι διάδικοι και, αποδίδοντάς της εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και κακή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητούν την ουσιαστική παραδοχή των εφέσεών τους, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, την αναδίκαση της υποθέσεως από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω παραδοχή ή απόρριψη της αγωγής αντιστοίχως, ενώ η εκκαλούσα της Β΄ έφεσης υποβάλλει και αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη της εκτέλεσης κατάσταση, κατ’ άρθρο 914 ΚΠολΔ, επειδή κατέβαλε στον αντίδικό της το χρηματικό ποσό των επτά χιλιάδων ευρώ (7.000 €) που η εκκαλουμένη του επιδίκασε προσωρινά.

ΙΙΙ. Από την επανεκτίμηση των υπ’ αριθμ. …./29.1.2020 και …../30.1.2020 δύο [2] ενόρκων ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς βεβαιώσεων του ………. και του ………., αντίστοιχα, που με τη ειδικότητα του Γ΄ μάγειρα ο πρώτος και του Β΄ μάγειρα ο δεύτερος απασχολήθηκαν στο πλοίο της εναγομένης εντός του επιδίκου χρονικού διαστήματος, οι οποίες ελήφθησαν με την επιμέλεια του ενάγοντος και κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κατ’ άρθρα 421 και 422 ΚΠολΔ κλητεύσεως της αντιδίκου του, όπως προκύπτει από τη με αριθμό ………/20.1.2020 επιδοτήρια έκθεση της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιώς …….), της με αριθμό …./6.11.2020 όμοιας, ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ………, του …………, που ως προϊστάμενος αρχιθαλαμηπόλος συνυπηρέτησε με τον ενάγοντα στο ίδιο πλοίο κατά το χρονικό διάστημα των ετών 2018 και 2019, η οποία ελήφθη με την επιμέλεια της εναγομένης και κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κατ’ άρθρα 421 και 422 ΚΠολΔ κλητεύσεως του αντιδίκου της (βλ. την υπ’ αριθμ. ……../3.11.2020 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……..) και της από 15.2.2022 ένορκης βεβαιώσεως του ……….., που απασχολήθηκε στο ίδιο πλοίο ως αρχιθαλαμηπόλος επί διετία από το μήνα Απρίλιο του έτους 2018, η οποία με την επιμέλεια του ενάγοντος, που κλήτευσε προς τούτο την αντίδικό του (βλ. τη με αριθμό ………/9.2.2022 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ………..), δόθηκε στο δικηγόρο Πειραιώς  ……… και έλαβε την υπ’ αριθμ. ΔΣΠ – ΕΒ – ……… ηλεκτρονική απόδειξη λήψης της από τον Δικηγορικό Σύλλογο Πειραιώς, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 421 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το Ν. 4842/2021 και η οποία παραδεκτώς προσκομίζεται για πρώτη φορά στο δεύτερο βαθμό (ΑΠ 3/2022, ΑΠ 81/2020, ΑΠ 484/2019, πρώτη δημοσίευση όλων σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ, Ν. Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, 2018, § 114, αρ. 80, σελ. 729, Π. Γιαννόπουλος, Οι ένορκες βεβαιώσεις μετά τον ν. 4842/2021, σε ΕΠολΔ 2021/521 επομ. [524]), οι οποίες άπασες εκτιμώνται κατά το μέτρο της γνώσεως και το βαθμό της αξιοπιστίας εκάστου μαρτυρούντος, χωρίς το γεγονός ότι οι ενόρκως υπέρ του ενάγοντος βεβαιούντες τυγχάνουν αντίδικοι της εναγομένης, επειδή καθένας τους έχει ασκήσει εναντίον της άλλη, δική του, αγωγή με το ίδιο αντικείμενο να αποκλείει μόνον αυτό την αποδεικτική αξία των λεγομένων τους (ΜονΕφΠειρ. 509/2022, αδημ.), καθώς και από το σύνολο των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, προκειμένου να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα θα γίνει ειδική αναφορά πιο κάτω, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα παρακάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα αποδείξεως και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 261 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Με διαδοχικές συμβάσεις εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν όλες στον Πειραιά, μεταξύ του ενάγοντος ……….., που γεννήθηκε στις 9.3.1968, Έλληνα απογεγραμμένου ναυτικού, κατόχου του με αριθμό ….. ναυτικού φυλλαδίου της ΝΒ ναυτικής περιφέρειας και των νομίμων εκπροσώπων της εναγόμενης ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού (Ε/Γ – Ο/Γ) ακτοπλοϊκού πλοίου ΝΣ, νηολογημένου στο λιμένα του Πειραιώς με αύξοντα αριθμό εγγραφής …….., ολικής χωρητικότητας δεκατριών χιλιάδων εννιακοσίων δύο κόρων και τεσσάρων εκατοστών [13.902,04 κ.ο.χ.] κόρων, υπό το διεθνές διακριτικό σήμα …. και αριθμό ΙΜΟ ……, ο απασχολούμενος σ’ αυτό με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου ήδη από το έτος 2016 ενάγων ναυτολογήθηκε εκ νέου με την ίδια ειδικότητα. Η πρώτη από τις ένδικες συμβάσεις καταρτίστηκε στις 10.1.2018 και δυνάμει αυτής ο ενάγων παρείχε τις υπηρεσίες του στο εν λόγω πλοίο μέχρι την 26η.2.2018, οπότε και απολύθηκε στο Πέραμα Αττικής με αμοιβαία συναίνεση αυτού και του πλοιάρχου. Επαναπροσλήφθηκε δε την 1η.4.2018 και απασχολήθηκε στο ίδιο πλοίο και με την ίδια ειδικότητα έως την 1η.11.2018, οπότε και απολύθηκε στο λιμένα της Μυτιλήνης για τον ίδιο λόγο. Ακολούθησαν δύο [2] ακόμα ναυτολογήσεις του στο ίδιο πλοίο και με την αυτή ειδικότητα, που διήρκεσαν η πρώτη από τις 3.12.2018 έως τις 24.4.2019 και η δεύτερη από τις 19.6.2019 έως τις 30.8.2019 και λύθηκαν και αυτές με κοινή συναίνεση. Για την πρώτη και τις δύο [2] τελευταίες από τις ένδικες συμβάσεις ναυτικής εργασίας και, συγκεκριμένα, για τις από 10.1.2018, 3.12.2018 και 19.6.2019 τηρήθηκε έγγραφος τύπος, ενώ της τρίτης η γραπτή συμφωνία επαναλήφθηκε, διαρκούσης αυτής, την 1η.1.2019. Από το αντίγραφο της από 10.1.2018 σύμβασης, που προσκομίζει η εναγόμενη, προκύπτει ότι οι πάσης φύσεως αποδοχές του ενάγοντος καθορίστηκαν με βάση τη «Συλλογική Σύμβαση Εργασίας» της κατηγορίας του πλοίου. Κατά το χρόνο της σύναψής της δεν υπήρχε σε ισχύ ΣΣΝΕ της ακτοπλοΐας, δεδομένου ότι η ισχύς της τελευταίας, δηλαδή της από 17.8.2017 ΣΣΝΕ για τα Πληρώματα των Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2017, που κυρώθηκε αρμοδίως και, έτσι, κατέστη γενικά υποχρεωτική με την υπ’ αριθμ. 2242.5-1.5/77056/2017 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 4005/17.11.2017), είχε λήξει ήδη στις 31.12.2017, σύμφωνα με το ακροτελεύτιο άρθρο της. Όμως, οι ρυθμίσεις της ως προς τους όρους εργασίας και αμοιβής των ναυτικών εξακολούθησαν, λόγω της παραπομπής της στις συλλογικές ρυθμίσεις, να διέπουν τη συγκεκριμένη ατομική σύμβαση ναυτικής εργασίας καθ’ όλη τη χρονική διάρκειά της [περί του ότι, επί παραπομπής με την ατομική σύμβαση ναυτικής εργασίας στις διατάξεις της εκάστοτε ισχύουσας ΣΣΝΕ, την εργασιακή σχέση που συνάπτεται μετά τη λήξη της οικείας ΣΣΝΕ, διέπει, ελλείψει νεότερης, η τελευταία ισχύσασα βλ. ΜονΕφΠειρ. 98/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), δεδομένου ότι μέχρι τη λύση της στις 26.2.2018 δεν είχε υπογραφεί διάδοχη ΣΣΝΕ, καθώς τέτοια υπογράφηκε στις 4.9.2018, κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 2242.5-1.5/80350/2018 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 14.11.2018 (ΦΕΚ Β 5084). Και τούτο ανεξαρτήτως του ότι η ΣΣΝΕ για το έτος 2018 περιέλαβε διάταξη (στα άρθρο 39 αυτής) περί αναδρομικής ισχύος της από την 1η.1.2018, καθόσον κατά την υπογραφή της (4.9.2018) η εν λόγω εργασιακή σύμβαση του ενάγοντος είχε, όπως δεν αμφισβητείται, λυθεί [περί του ότι η αναδρομική ισχύς που εγκύρως δίδεται στις ΣΣΝΕ κατά τη σύναψή τους καταλαμβάνει μόνον όσες ατομικές συμβάσεις καταρτίστηκαν πριν την υπογραφή τους και δεν είχαν λυθεί ή λήξει μέχρι τότε βλ. ΜονΕφΠειρ. 543/2022, αδημ., ΜονΕφΠειρ. 371/2016, 376/2016, 719/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 1132/2005, ΕΝαυτΔ 2005/425, ΕφΠειρ. 457/2000, ΔΕΕ 2000/895]. Αντιθέτως, η ΣΣΝΕ του έτους 2018 κατέλαβε την δεύτερη σύμβαση ναυτικής εργασίας του ενάγοντος, για την οποία δεν τηρήθηκε έγγραφος τύπος, δεδομένου ότι ναι μεν κατά την κατάρτισή της δεν είχε ακόμα υπογραφεί, όμως, κατά την υπογραφή της η ατομική σύμβαση δεν είχε λυθεί, με αποτέλεσμα να διέπεται αναδρομικά από τη σύναψή της και καθ’ όλη τη χρονική της διάρκειας (από την 1η.4.2018 έως την 1η.11.2018) από τις [νεότερες] συλλογικές ρυθμίσεις, στις οποίες δεν αμφισβητείται ότι έγινε [άτυπη] παραπομπή. Τέτοια παραπομπή έγινε και στο κείμενο της επόμενης (από 3.12.2018) ατομικής σύμβασης ναυτολόγησης του ενάγοντος, καθώς και εκεί οι μηνιαίες αποδοχές του καθορίστηκαν με αναφορά στη «Συλλογική Σύμβαση Εργασίας», δηλαδή στη ΣΣΝΕ του έτους 2018, που εξακολουθούσε να ισχύει, καθώς, σύμφωνα με το άρθρο 39 αυτής, η χρονική διάρκειά της εκτεινόταν μέχρι την 31η.12.2018. Μολονότι η εν λόγω ατομική σύμβαση εργασίας συνομολογείται ότι καταρτίστηκε ως αορίστου χρόνου και η ναυτολόγηση του ενάγοντος δεν διακόπηκε, εντούτοις την 1η.1.2019 αποδεικνύεται ότι καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων άλλη (νέα) έγγραφη σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, με την οποία ο μηνιαίος μισθός του ενάγοντος, με την ειδικότητα πάντοτε του θαλαμηπόλου, συνομολογήθηκε κλειστός, ανερχόμενος στο συνολικό [μικτό] χρηματικό ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων εβδομήντα έξι ευρώ και είκοσι έξι λεπτών (2.776,26 €), ενώ σ’ αυτήν περιελήφθησαν και όροι κατά τους οποίους «Ο βασικός μισθός ορίζεται από την εκάστοτε ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας της κατηγορίας που υπάγεται το Πλοίο», «…στον εν λόγω κλειστό μηνιαίο μισθό συμπεριλαμβάνονται: βασικός μισθός, επίδομα Κυριακών, επίδομα Σαββάτων και αργιών, επίδομα άδειας και τροφοδοσίας, επίδομα υπερωριών, τυχόν επίδομα εταιρίας καθώς και όλα τα διάφορα επιδόματα που προβλέπονται από την εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση εργασίας. Ο Ναυτικός δεν θα δικαιούται οποιαδήποτε άλλη πληρωμή πέραν του κατά του ως άνω ποσού του κλειστού μισθού του» και «Εφαρμοστέα τυγχάνει η εκάστοτε Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών επιβατηγών Πλοίων». Πανομοιότυπες ρυθμίσεις περιέλαβε και η τελευταία από τις επίδικες ατομική σύμβαση εργασίας του ενάγοντος, που καταρτίστηκε εγγράφως στις 19.6.2019 και καθόρισε το μηναίο μισθό του στο πιο πάνω «κλειστό» ποσό (των 2.776,26 €), παραπέμποντας ταυτόχρονα στην εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΝΕ της κατηγορίας του πλοίου. Εφαρμοστέα, καθ’ όλη τη χρονική διάρκεια της ατομικής αυτής σύμβασης, κατέστη η από 8.7.2019 ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019, που κυρώθηκε στις 24.7.2019 με την υπ’ αριθμ. 2242.5-1.5/56040/2019 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 12.8.2019 (ΦΕΚ Β 3170), επειδή οι φορείς της συλλογικής αυτονομίας που την συνομολόγησαν περιέλαβαν σ’ αυτήν ρήτρα (την ακροτελεύτια) περί αναδρομικής από 1.1.2019 ισχύος της, με αποτέλεσμα οι ρυθμίσεις της ως προς τους όρους εργασίας και αμοιβής των ναυτικών να καταλάβουν και τους διαδίκους για το χρονικό διάστημα από 19.6.2019 έως 30.8.2019, όχι όμως και για το χρονικό διάστημα από 1.1.2019 έως 24.4.2019, επειδή μέχρι τότε η (νεότερη) ΣΣΝΕ δεν είχε υπογραφεί, με συνέπεια οι αμοιβές του ενάγοντος για το διάστημα αυτό (της τρίτης ναυτολόγησής του) να καθορίζονται σε σχέση με την προηγούμενη ΣΣΝΕ (του έτους 2018), αφού οι μεταγενέστερες συλλογικές ρυθμίσεις, ακόμα και αν είναι ευμενέστερες για τον εργαζόμενο, δεν μπορούν να αλλοιώσουν αναδρομικά το καθεστώς ατομικής συμβάσεως εργασίας, που κατά την εισαγωγή τους δεν βρίσκεται σε ισχύ, επειδή έχει λυθεί ή λήξει. Με βάση όσα προαναφέρθηκαν, οι ελάχιστες (νόμιμες) αποδοχές του ενάγοντος καθορίζονταν: Α] για το χρονικό διάστημα από 10.1.2018 έως 26.2.2018 από τη ΣΣΝΕ της ακτοπλοΐας του έτους 2017 και, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 1, 3, 6, 8 § 6 αρ. 13, 10 § 4, 13 και 15 §§ 1, 2 αυτής, ανέρχονταν σε δύο χιλιάδες τετρακόσια σαράντα ένα ευρώ και τριάντα επτά λεπτά (2.441,37 €) συνολικά, καθώς ο μηνιαίος μισθός ενέργειας του θαλαμηπόλου ορίστηκε σε χίλια εκατόν πενήντα επτά ευρώ και ενενήντα εννέα λεπτά (1.157,99 €), το επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενέργειας, δηλαδή σε διακόσια πενήντα τέσσερα ευρώ και εβδομήντα έξι λεπτά (254,76 €), το αντίτιμο της σε είδος παρεχόμενης τροφοδοσίας σε δεκαεννέα ευρώ και είκοσι ένα λεπτά (19,21 €) την ημέρα, δηλαδή σε πεντακόσια εβδομήντα έξι ευρώ και τριάντα λεπτά (19,21 € Χ 30 ημέρες = 576,30 €) το μήνα, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας σε τριάντα πέντε ευρώ και είκοσι δύο λεπτά (35,22 €) και οι αποδοχές της άδειας μετά τροφοδοσίας σε τετρακόσια δεκαεπτά ευρώ και δέκα λεπτά {[(1.157,99 € + 254,76 € : 22) = 64,21 € + 19,21 € =] 83,42 € Χ 5 ημέρες = 417,10 €}, το δε ωρομίσθιο του θαλαμηπόλου καθορίστηκε στο χρηματικό ποσό των έξι ευρώ και εξήντα εννέα λεπτών (6,69 €) και με τις προσαυξήσεις 25% και 50% σε οκτώ ευρώ και τριάντα επτά λεπτά (8,37 €) και σε δέκα ευρώ και τέσσερα λεπτά (10,04 €) αντίστοιχα, Β] για τα χρονικά διαστήματα από 1.4.2018 έως 1.11.2018 και από 3.12.2018 έως 24.4.2019 από τη ΣΣΝΕ της ακτοπλοΐας του έτους 2018, με την οποία οι μηνιαίοι μισθοί ενέργειας των αξιωματικών και των κατωτέρων πληρωμάτων, όπως και τα προβλεπόμενα πάσης φύσεως επιδόματά τους, αυξήθηκαν, έναντι των αντιστοίχων της προηγούμενης ΣΣΝΕ (του έτους 2017) κατά ποσοστό 2% για τη χρονική περίοδο από 1.1 έως 31.12.2018  και, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 1, 3, 6, 8 § 6 αρ. 13, 10 § 4, 13 και 15 §§ 1, 2 αυτής, ανέρχονταν σε δύο χιλιάδες τετρακόσια ενενήντα ευρώ και οκτώ λεπτά (2.490,08 €), καθώς ο μηνιαίος μισθός ενέργειας του θαλαμηπόλου ορίστηκε πλέον σε χίλια εκατόν ογδόντα ένα ευρώ και δεκαπέντε λεπτά (1.181,15 €), το επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενέργειας, δηλαδή σε διακόσια πενήντα εννέα ευρώ και ογδόντα έξι λεπτά (259,86 €), το αντίτιμο της σε είδος παρεχόμενης τροφοδοσίας σε δεκαεννέα ευρώ και πενήντα εννέα λεπτά (19,59 €) την ημέρα, δηλαδή σε πεντακόσια ογδόντα επτά ευρώ και εβδομήντα λεπτά (19,59 € Χ 30 ημέρες = 587,70 €) το μήνα, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας σε τριάντα πέντε ευρώ και ενενήντα δύο λεπτά (35,92 €) και οι αποδοχές της άδειας μετά τροφοδοσίας σε τετρακόσια είκοσι πέντε ευρώ και σαράντα πέντε λεπτά {[(1.181,15 € + 259,86 € : 22) = 65,50 € + 19,59 € =] 85,09 € Χ 5 ημέρες = 425,45 €}, το δε ωρομίσθιο του θαλαμηπόλου καθορίστηκε στο χρηματικό ποσό των έξι ευρώ και ογδόντα τριών λεπτών (6,83 €) και με τις προσαυξήσεις 25% και 50% σε οκτώ ευρώ και πενήντα τέσσερα λεπτά (8,54 €) και σε δέκα ευρώ και είκοσι πέντε λεπτά (10,25 €) αντίστοιχα και Γ] για το χρονικό διάστημα από 19.6.2019 έως και 30.8.2019 από τη ΣΣΝΕ της ακτοπλοΐας του έτους 2019, με την οποία οι μηνιαίοι μισθοί ενέργειας των αξιωματικών και των κατωτέρων πληρωμάτων, όπως και τα προβλεπόμενα πάσης φύσεως επιδόματά τους, αυξήθηκαν, έναντι των αντιστοίχων της προηγούμενης ΣΣΝΕ (του έτους 2018) κατά ποσοστό 2% για τη χρονική περίοδο από 1.1 έως 31.12.2019  και, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 1, 3, 6, 8 § 6 αρ. 13, 10 § 4, 13 και 15 §§ 1, 2 αυτής, ανέρχονταν σε δύο χιλιάδες πεντακόσια τριάντα εννέα ευρώ και ογδόντα ένα λεπτά (2.539,81 €), καθώς ο μηνιαίος μισθός ενέργειας του θαλαμηπόλου ορίστηκε πλέον σε χίλια διακόσια τέσσερα ευρώ και εβδομήντα επτά λεπτά (1.204,77 €), το επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενέργειας, δηλαδή σε διακόσια εξήντα πέντε ευρώ και πέντε λεπτά (265,05 €), το αντίτιμο της σε είδος παρεχόμενης τροφοδοσίας σε δεκαεννέα ευρώ και ενενήντα οκτώ λεπτά (19,98 €) την ημέρα, δηλαδή σε πεντακόσια ενενήντα εννέα ευρώ και σαράντα λεπτά (19,98 € Χ 30 ημέρες = 599,40 €) το μήνα, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας σε τριάντα έξι ευρώ και εξήντα τέσσερα λεπτά (36,64 €) και οι αποδοχές της άδειας μετά τροφοδοσίας σε τετρακόσια τριάντα τρία ευρώ και ενενήντα πέντε λεπτά {[(1.204,77 € + 265,05 € : 22) = 66,81 € + 19,98 € =] 86,79 € Χ 5 ημέρες = 433,95 €}, το δε ωρομίσθιο του θαλαμηπόλου καθορίστηκε στο χρηματικό ποσό των έξι ευρώ και ενενήντα έξι λεπτών (6,96 €) και με τις προσαυξήσεις 25% και 50% σε οκτώ ευρώ και εβδομήντα λεπτά (8,70 €) και σε δέκα ευρώ και σαράντα τέσσερα λεπτά (10,44 €) αντίστοιχα. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι ο συμβατικός μισθός του ενάγοντος, που αναφέρεται στις από 1.1.2019 και 19.6.2019 ατομικές του συμβάσεις, υπερτερούσε των νομίμων αποδοχών που καθόριζαν οι ΣΣΝΕ των ετών 2018 και 2019 και, υπό την έννοια αυτή, ήταν πράγματι «κλειστός» μισθός και συνομολογήθηκε εγκύρως (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, Δνη 2003/160 = ΔΕΝ 2002/1314, ΜονΕφΠειρ. 48/2021, ΜονΕφΠειρ. 202/2021, ΜονΕφΠειρ. 464/2021, ΜονΕφΠειρ. 218/2020, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 361/2013, ΕΝαυτΔ 2013/208, ΕφΠειρ 391/2009, ΕΝαυτΔ 2009/283, ΕφΠειρ 429/2008, ΕΝαυτΔ 2008/284, ΕφΠειρ 30/2008, ΕΝαυτΔ 2008/106, Ι. Πιτσιρίκος, Η σύμβαση ναυτικής εργασίας, 2006, § 9, σελ. 69). Εξάλλου, στα άρθρα 5 §§ 1 – 3 και 20 των ΣΣΝΕ των πληρωμάτων των ακτοπλοϊκών πλοίων παγίως ορίζεται ότι «Εις τα μέλη του κατωτέρου πληρώματος καταβάλλεται πλέον του μισθού και ιδιαίτερο επίδομα για την αντιμετώπιση των δαπανών του ειδικού ιματισμού που πρέπει να φέρουν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους… [άρθρο 5 § 1 εδαφ. α΄]. Σε αντιστάθμισμα της ανωτέρω παροχής όλοι πρέπει να προμηθεύονται και να φέρουν τον ιματισμό εργασίας τους και τη στολή που προβλέπεται από το άρθρο 20 της παρούσης σύμβασης, σε αντίθετη δε περίπτωση τούτο αποτελεί λόγο καταγγελίας της σύμβασης από μέρους του Πλοιάρχου [άρθρο 5 § 2]. Εάν ο πλοιοκτήτης παρέχει στα κατώτερα πληρώματα εξ ιδίων τον εν λόγω ιματισμό δεν καταβάλλεται εις αυτά το ανωτέρω επίδομα [ άρθρο 5β § 3]» και ότι «Οι Αξιωματικοί και τα μέλη του κατωτέρου πληρώματος υποχρεούνται να φέρουν κατά τις ώρες εκτέλεσης των καθηκόντων τους την καθιερωμένη στολή του Εμπορικού Ναυτικού μετά των διακριτικών για κάθε κλάδο προσωπικού κατά βαθμό ή ειδικότητα (άρθρο 20)». Ίδιες προβλέψεις περιέχουν και οι προαναφερόμενες ΣΣΝΕ, που εφαρμόζονται στις ένδικες ναυτολογήσεις, με το εδαφ. β΄ της § 1 του άρθρου 5 καθεμιάς από τις οποίες το επίδομα ιματισμού καθορίστηκε μηνιαίως στο χρηματικό ποσό των πενήντα έξι ευρώ και πενήντα λεπτών (56,50 €) για το έτος 2017, των πενήντα επτά ευρώ και εξήντα τριών λεπτών (57,63 €) για το έτος 2018 και των πενήντα οκτώ ευρώ και εβδομήντα δύο λεπτών (58,72 €) για το έτος 2019. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται, πρώτον, ότι το μηνιαίως καταβαλλόμενο στα μέλη του κατώτερου πληρώματος των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων, στα οποία κατ’ άρθρο 1 § 3 περ. Θ αρ. 3 των εν λόγω ΣΣΝΕ συγκαταλέγονται οι θαλαμηπόλοι, χρηματικό ποσό, ως επίδομα ιματισμού τους για την αντιμετώπιση των δαπανών προμήθειας της καθιερωμένης στολής του Εμπορικού Ναυτικού, την οποία υποχρεούνται να φέρουν, δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως συμβατικό αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας τους, αφού αιτία της χορηγήσεώς του αποτελεί η εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών του πλοίου (ΑΠ 774/2003, ΕΕΔ 2005/237 = ΔΕΝ 59/1300 = Δνη 2005/123, ΑΠ 226/2003, ΕΕΔ 2004/790 = ΔΕΝ 59/1138, ΤριμΕφΠειρ. 177/2012, ΠειρΝ 2012/354, ΤριμΕφΠειρ. 377/2011, ΕΝαυτΔ 2011/262, ΕφΠειρ. 283/2009, ΕΝαυτΔ 2009/102, ΜονΕφΠειρ. 394/2020, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο, ΜονΕφΠειρ. 347/2016, αδημ. ΜονΕφΠειρ. 671/2015, ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΜονΕφΠειρ. 605/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 434/2013, ΕΝαυτΔ 2013/204) και, δεύτερον, ότι το συγκεκριμένο επίδομα επιδικάζεται μόνον όταν ο πλοιοκτήτης δεν παρέχει σε είδος τον απαιτούμενο ρουχισμό καλύπτοντας εξ ιδίας δαπάνης το κόστος της προμήθειάς του (ΜονΕφΠειρ. 56/2015, 412/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 434/2013, ΕΝαυτΔ 2013/204, ΤριμΕφΠειρ. 177/2012, ΠειΝ 2012/354), εφόσον βέβαια και ο ενάγων αποδείξει ότι, επειδή η εναγόμενη πλοιοκτήτρια δεν του παρείχε τον ιματισμό σε είδος, υποχρεώθηκε να προβεί ο ίδιος στην αγορά του και υποβλήθηκε στην αντίστοιχη δαπάνη, προς αντιμετώπιση της οποίας το επίμαχο επίδομα καταβάλλεται (ΜονΕφΠειρ. 542/2022, αδημ., ΜονΕφΠειρ. 671/2015, ΜονΕφΠειρ. 56/2015, ΜονΕφΠειρ. 412/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 434/2013, ο.π.), διότι μόνον τότε το επίδομα αυτό συνιστά συμβατικό αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας (ΜονΕφΠειρ. 259/2022, αδημ.).  Σε κάθε άλλη περίπτωση το επίδομα ιματισμού δεν συμπεριλαμβάνεται στις νόμιμες τακτικές αποδοχές του ναυτικού και δεν συνυπολογίζεται για τον καθορισμό  ούτε των επιδομάτων εορτών (ΤριμΕφΠειρ. 66/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 254/2022, αδημ., ΜονΕφΠειρ. 366/2016, ΜονΕφΠειρ. 57/2015, ΜονΕφΠειρ. 739/2015, ΜονΕφΠειρ. 676/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 377/2011, ΕΝαυτΔ 2011/262) ούτε της πρόσθετης αμοιβής για την πραγματοποίηση δρομολογίων εξπρές (ΜονΕφΠειρ. 543/2022, ο.π.). Εν προκειμένω, ο ενάγων ισχυρίστηκε ότι κατά τις ναυτολογήσεις του λάμβανε το μεν έτος 2018 τις αμοιβές που προέβλεπε η ΣΣΝΕ του προηγουμένου έτους (2017), το δε έτος 2019 τις αμοιβές της προηγούμενης ΣΣΝΕ (του έτους 2018) και υποστήριξε ότι του οφείλονται διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών για τα έτη αυτά, τις οποίες υπολόγισε, συμπεριλαμβάνοντας και το χρηματικό αντάλλαγμα του επιδόματος ιματισμού, μολονότι γι’ αυτό ανέφερε ότι η εναγόμενη του το κατέβαλε σε είδος, για μεν ολόκληρο το έτος 2018 στο ποσόν των τετρακοσίων τριάντα ευρώ και τριών λεπτών (430,03 €), για δε ολόκληρο το έτος 2019 στο ποσόν των τριακοσίων είκοσι δύο ευρώ και σαράντα έξι λεπτών (322,46 €), θέτοντας ως βάση των υπολογισμών του τη ΣΣΝΕ εκάστου αντίστοιχου έτους. Σύμφωνα, όμως, με όσα προαναφέρθηκαν, ο ισχυρισμός του αυτός ήταν εν μέρει μόνον νόμιμος, καθώς, πρώτον, εφαρμογής τύγχαναν η μεν ΣΣΝΕ του έτους 2018 μόνον κατά τη χρονική περίοδο της δεύτερης ναυτολόγησής του (από 1.4.2018 έως 1.11.2018), η δε ΣΣΝΕ του έτους 2019 μόνον κατά την τελευταία ναυτολόγησή του (από 19.6.2019 έως 30.8.2019) και, δεύτερον, επειδή, με δεδομένη τη συνομολογούμενη λήψη του ιματισμού του σε είδος, το αντίστοιχο επίδομα δεν μπορούσε να συνυπολογιστεί στις τακτικές αποδοχές του. Η εκκαλουμένη, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 39 των εν λόγω ΣΣΝΕ περί της αναδρομής της ισχύος τους, έκρινε τους σχετικούς ισχυρισμούς νόμιμους στο σύνολό τους θεωρώντας ότι υπήρχε «συμφωνία των διαδίκων» για την αναδρομική εφαρμογή τους, χωρίς όμως τέτοια συμφωνία να έχει επικαλεστεί ο ενάγων. Το σφάλμα αυτό ανάγεται στη νομική βασιμότητα της αγωγής και ελέγχεται αυτεπαγγέλτως από το παρόν Δικαστήριο στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος. Όφειλε, επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο να ερευνήσει τη βασιμότητα του συγκεκριμένου κονδυλίου της αγωγής μόνον για τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεων του ενάγοντος, οπότε αυτός φέρεται να λάμβανε τις αποδοχές της προηγούμενης ΣΣΝΕ, ενώ εφαρμογή είχε η εκάστοτε νεότερη. Κατά τα προαναφερθέντα, ο ενάγων έπρεπε να λαμβάνει α) κάθε μήνα του χρονικού διαστήματος από 1.4.2018 έως 1.11.2018 δύο χιλιάδες τετρακόσια ενενήντα ευρώ και οκτώ λεπτά (2.490,08 €) και, επομένως, συνολικά για το χρονικό διάστημα των επτά [7] αυτών μηνών και μιας [1] ημέρας έπρεπε να λάβει δεκαεπτά χιλιάδες πεντακόσια δεκατρία ευρώ και πενήντα έξι λεπτά (2.490,08 € Χ 7,03 μήνες = 17.513,56 €) και β) κάθε μήνα του χρονικού διαστήματος από 19.9.2019 έως 30.8.2019 δύο χιλιάδες πεντακόσια τριάντα εννέα ευρώ και ογδόντα ένα λεπτά (2.539,81 €) και, επομένως συνολικά για το χρονικό διάστημα δύο [2] μηνών και δεκατριών [13] ημερών  έξι χιλιάδες εκατόν εβδομήντα ένα ευρώ και εβδομήντα τέσσερα λεπτά (2.539,81 € Χ 2,43 μήνες = 6.171,74 €). Αντιστοίχως, από τις αποδείξεις της μισθοδοσίας του προκύπτει ότι ο ενάγων έλαβε α) κατά το χρονικό διάστημα από 1.4.2018 έως 1.11.2018, αμειβόμενος με τις αποδοχές της ΣΣΝΕ του έτους 2017 και χωρίς συνυπολογισμό του επιδόματος ιματισμού, που του καταβαλλόταν σε είδος, το συνολικό χρηματικό ποσόν των δεκαεπτά χιλιάδων εκατόν εβδομήντα ενός ευρώ και δεκαοκτώ λεπτών (17.171,18 €) και β) κατά το χρονικό διάστημα από 19.6.2019 έως 30.8.2019, αμειβόμενος με τις αποδοχές της ΣΣΝΕ του έτους 2018 και χωρίς συνυπολογισμό του επιδόματος ιματισμού, που του καταβαλλόταν σε είδος, συνολικά έξι χιλιάδες πενήντα ευρώ και ενενήντα λεπτά (6.050,90 €), με αποτέλεσμα να του οφείλονται ως διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών τριακόσια σαράντα δύο ευρώ και τριάντα οκτώ λεπτά (17.513,56 € – 17.171,18 € = 342,38 €) για το έτος 2018 και εκατόν είκοσι ευρώ και ογδόντα τέσσερα λεπτά (6.171,74 € – 6.050,90 € = 120,84 €) για το έτος 2019 και, συνολικώς, τετρακόσια εξήντα τρία  ευρώ και είκοσι δύο λεπτά (342,38 € + 120,84 € = 463,22 €). Έναντι αυτών έλαβε αναδρομικώς, με καταβολή στον τηρούμενο στον Εθνική Τράπεζα λογαριασμό του, α) στις 17.1.2019 εκατόν ογδόντα πέντε ευρώ και ενενήντα πέντε λεπτά (117,24 € + 68,71 € = 185,95 €) για μισθό ενέργειας, σαράντα ευρώ και ογδόντα έξι λεπτά (25,76 € + 15,10 € = 40,86 €) για επίδομα Κυριακών, πέντε ευρώ και εξήντα ένα λεπτά (3,54 € + 2,07 € = 5,61 €) για επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, εξήντα δύο ευρώ και εξήντα πέντε λεπτά (28,89 € + 8,58 € + 19,54 € + 5,64 € = 62,65 €) για επίδομα άδειας μετά τροφοδοσίας και δώδεκα ευρώ και πενήντα τέσσερα λεπτά (12,54 €) για αντίτιμο τροφής και συνολικά τριακόσια επτά ευρώ και εξήντα ένα λεπτά (307,61 €), όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα δύο [2] έγγραφα ανάλυσης μισθοδοσίας με τις ενδείξεις «Αναδρομικά Δεκεμβρίου 2018 (1)» και «Αναδρομικά Δεκεμβρίου 2018 (2), που περιλαμβάνει και άλλα ποσά καταβληθέντα αναδρομικώς για άλλες αιτίες (λ.χ. πρόσθετες αμοιβές για δρομολόγια εξπρές και ειδικό επίδομα γραμμών δημόσιας υπηρεσίας) και  β) στις 22.10.2019 εκατόν σαράντα έξι ευρώ και σαράντα πέντε λεπτά (146,45 €) για μισθό ενέργειας, τριάντα δύο ευρώ και είκοσι τέσσερα λεπτά (32,24 €) για επίδομα Κυριακών, τέσσερα ευρώ και σαράντα έξι λεπτά (4,46 €) για επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας και πενήντα δύο ευρώ και εβδομήντα λεπτά (40,61 € + 12,09 € = 52,70 €) για επίδομα άδειας μετά τροφοδοσίας και συνολικά διακόσια τριάντα πέντε ευρώ και ογδόντα πέντε λεπτά (235,85 €), όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη έγγραφη απόδειξη πληρωμής με την ένδειξη «Αναδρομικά 01/01/2019 – 30/08/2019», που περιλαμβάνει και άλλα ποσά καταβληθέντα αναδρομικώς για άλλες αιτίες, όπως αυτές που προαναφέρθηκαν. Συνεπώς, μετά τις αναδρομικές καταβολές της εναγομένης, που συμποσούνται σε πεντακόσια σαράντα τρία ευρώ και σαράντα έξι λεπτά (307,61 € + 235,85 € = 543,46 €), υπερκαλύφθηκε η συνολική απαίτηση του ενάγοντος για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών του (ύψους 463,22 €) και το σχετικό αγωγικό κονδύλι είναι απορριπτέο ως ουσιαστικά αβάσιμο. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που παρά την εσφαλμένη ερμηνεία των ως άνω διατάξεων και τον καταλογισμό στις αξιώσεις του ενάγοντος όλων των ποσών που αυτός έλαβε αναδρομικά, ακόμα και αν του καταβλήθηκαν για άλλες αιτίες, απέρριψε τελικά την ερευνώμενη απαίτηση ως εξοφλημένη, κατά παραδοχή σχετικής ενστάσεως της εναγόμενης, σε ορθό αποτέλεσμα κατέληξε και, αφού αντικατασταθούν οι αιτιολογίες της απορριπτικής κρίσεώς του με αυτές της παρούσας (άρθρο 534 ΚΠολΔ), θα απορριφθεί ο πρώτος λόγος της ένδικης Α΄ έφεσης, με τον οποίο ο ενάγων αιτιάται την εκκαλουμένη για εσφαλμένη παραδοχή της ένστασης εξόφλησης ως αποτέλεσμα πλημμελούς εκτίμησης των αποδείξεων. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προκύπτει ότι κατά τη διάρκεια των ναυτολογήσεων του ενάγοντος το Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο ΝΣ διενεργούσε πολύωρους τακτικούς ακτοπλοϊκούς πλόες, οι οποίοι επεκτείνονταν και κατά τις νυκτερινές ώρες, με αφετηρία τον λιμένα του Πειραιώς και προορισμό τη Νήσο Μυτιλήνη του Βορείου Αιγαίου δια μέσου της Νήσου Χίου και περιστασιακά των Ψαρών και των Οινουσσών και επιστροφή μέσω των ίδιων ενδιάμεσων λιμένων στον Πειραιά. Συγκεκριμένα, τα δρομολόγια του πλοίου είχαν ως εξής: Α] Κατά το χρονικό διάστημα από 10.1.2018 έως 25.1.2018 το πλοίο αναχωρούσε κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή από τον Πειραιά στις 21:00, για να καταπλεύσει διαδοχικά στη Χίο και στη Μυτιλήνη στις 04:50 και στις 08:00 το πρωινό της επόμενης ημέρας αντίστοιχα, δηλαδή μετά από ταξίδι ένδεκα [11] ωρών έχοντας παραμείνει στον ενδιάμεσο λιμένα επί ημίωρο. Από τη Μυτιλήνη αναχωρούσε στις 20:00 το βράδυ εκάστης Τρίτης, Πέμπτης και Κυριακής και κατέπλεε στον Πειραιά στις 07:10 της Τετάρτης, της Παρασκευής και της Δευτέρας αντίστοιχα, έχοντας ενδιαμέσως πραγματοποιήσει αποεπιβιβάσεις επιβατών στο λιμένα της Χίου στις 22:40, όπου παρέμενε επί τριάντα [30] πρώτα λεπτά της ώρας. Σημειώνεται ότι μετά την άφιξη του πλοίου στη Μυτιλήνη κάθε Σάββατο στις 08:00 το πλοίο παρέμενε ελλιμενισμένο εκεί, όπου και διανυκτέρευε, το δε επόμενο δρομολόγιό του αναχωρούσε μετά από τριάντα έξι [36] ώρες στις 20:00 της Κυριακής. Κατά το χρονικό διάστημα από 26.1.2018 έως και 31.3.2018 το πλοίο παρέμενε αργό και υπό δεξαμενισμό στο λιμάνι του Περάματος Αττικής, λόγω της διενέργειας σ’ αυτό εργασιών επισκευής, ενόψει της ετήσιας επιθεώρησής του. Β] Κατά τα χρονικά διαστήματα από 1.4.2018 έως 10.6.2018 και από 17.9.2018 έως 1.1.2018 το πλοίο εκτελούσε τα ίδια δρομολόγια σε εβδομαδιαία βάση με τις ακόλουθες διαφοροποιήσεις: η αναχώρηση από τον Πειραιά ήταν προγραμματισμένη στις 20:30 κάθε Δευτέρας, Τετάρτης και Παρασκευής και η άφιξη στη Μυτιλήνη στις 07:40 εκάστης επόμενης ημέρας, με την ενδιάμεση προσέγγιση στη Χίο να διαρκεί από 04:15 έως 04:45, ενώ και η αναχώρηση από τη Μυτιλήνη γινόταν στις 19:00 Τρίτης και της Πέμπτης και στις 22:00 της Κυριακής. Στον Πειραιά το πλοίο επέστρεφε στις 06:30 της Δευτέρας, της Τετάρτης και της Παρασκευής, ενώ κατά το δρομολόγιο της επιστροφής το πλοίο παρέμενε στη Χίο από τις 22:00 έως τις 22:30 το βράδυ της Τρίτης, της Πέμπτης και της Κυριακής. Κατά τα χρονικά διαστήματα από 1.6.2018 έως 10.6.2018 και από 17.9.2018 έως 1.11.2018 το πλοίο προσέγγιζε και στις Οινούσσες κατά τον πλου από τη Μυτιλήνη στις 22:30 της Τρίτης και κατά τον πλου της επιστροφής στις 05:15 κάθε Σαββάτου, οπότε πιο πριν είχε ελλιμενιστεί και στα Ψαρά. Στους λιμένες αυτούς παρέμενε επί δεκάλεπτο κάθε φορά. Σημειώνεται ότι τις Κυριακές 8.4.2018 και 27.5.2018 δεν εκτελέστηκε το προγραμματισμένο δρομολόγιο των 19:00 από τη Μυτιλήνη αλλά το πλοίο διανυκτέρευσε εκεί και αναχώρησε στις 08:00 της επομένης για τον Πειραιά, όπου αφίχθη στις 20:15 για να αναχωρήσει εκ νέου άμεσα στις 21:30. Δρομολόγιο από τη Μυτιλήνη δεν εκτελέστηκε ούτε και την Τρίτη 1.5.2018. Γ] Το ίδιο δρομολόγιο ακολουθούσε κατά βάση το πλοίο και κατά το χρονικό διάστημα από 11.6.2018 έως 9.9.2018, οπότε όμως πύκνωσαν λόγω της θερινής περιόδου οι πλόες του. Συγκεκριμένα, αναχωρούσε από τον Πειραιά κάθε Δευτέρα και Τετάρτη στις 20:00, κάθε Παρασκευή στις 08:00 και κάθε Σάββατο στις 11:00, για να καταπλεύσει στη Μυτιλήνη στις 07:40 της τρίτης, στις 08:50 της Πέμπτης, στις 19:20 της Παρασκευής και στις 23:50 το βράδυ του Σαββάτου και να αναχωρήσει από εκεί στις 18:00 της Τρίτης, της Πέμπτης και της Κυριακής και στις 21:00 της Παρασκευής, προκειμένου να αφιχθεί στην αφετηρία του, δηλαδή στον Πειραιά, στις 06:55 το πρωί της Δευτέρας και της Τετάρτης, στις 05:30 της Παρασκευής και στις 08:25 του Σαββάτου. Η διαφορά στις ώρες αφιξαναχωρήσεως οφείλεται στο ότι κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα το πλοίο πραγματοποιούσε αποεπιβιβάσεις επιβατών και στα ενδιάμεσα λιμάνια των Οινουσσών και των Ψαρών, όπου προσέγγιζε κατά μεν τον πλου προς Μυτιλήνη κατά το δρομολόγιο της Τετάρτης και του Σαββάτου και κατά τον πλου της επιστροφής κατά το δρομολόγιο της Τρίτης και της Κυριακής. Παρόμοιο παρέμεινε το δρομολόγιο και κατά το διάστημα από 10.9.2018 έως 16.9.2018, με τη διαφορά ότι περιορίστηκαν οι προσεγγίσεις στις Οινούσσες και τα Ψαρά μόνο στους πλόες του Σαββάτου από Πειραιά και της Τρίτης από Μυτιλήνη, ενώ το δρομολόγιο της Τετάρτης από την αφετηρία αναχωρούσε στις 20:30. Δ] Τα δρομολόγια της περιόδου 17.9.2018 έως 1.11.2018 τηρήθηκαν κατά βάση και κατά το χρονικό διάστημα από 3.12.2018 έως 24.4.2019, με τη διαφορά ότι το πλοίο αναχωρούσε από τον Πειραιά στις 20:00 κάθε Δευτέρας, Τετάρτης και Παρασκευής και είχε άφιξη στη Μυτιλήνη στις 07:45 της Τρίτης και της Πέμπτης και στις 08:50 το πρωί του Σαββάτου και τούτο συνέβαινε επειδή κατά το δρομολόγιο αυτό (της Παρασκευής από τον Πειραιά) προσέγγιζε, εκτός της Χίου και στα Ψαρά και τις Οινούσσες. Να σημειωθεί ότι την Παρασκευή 11.1.2019 το πλοίο κατέπλευσε στον Πειραιά στις 21:45 και αναχώρησε εκ νέου στις 23:59 και ότι την Δευτέρα 11.3.2019 μετά την άφιξή του στον Πειραιά στις 21:15 αναχώρησε άμεσα για τη Μυτιλήνη στις 23:30. Τέλος, Ε] κατά το χρονικό διάστημα από 19.6.2019 έως 30.8.2019 το πλοίο εκτελούσε το ίδιο δρομολόγιο Πειραιάς – Χίος – Μυτιλήνη, αναχωρώντας από τον Πειραιά κάθε Δευτέρα και Τετάρτη στις 20:00, κάθε Παρασκευή στις 08:00 και κάθε Σάββατο στις 11:00, για να καταπλεύσει στη Μυτιλήνη στις 07:45 της Τρίτης, στις 08:50 της Πέμπτης, στις 19:20 της Παρασκευής και στις 23:50 το βράδυ του Σαββάτου και να αναχωρήσει από εκεί στις 18:00 της Τρίτης, της Πέμπτης και της Κυριακής και στις 21:00 της Παρασκευής, προκειμένου να αφιχθεί στην αφετηρία του, δηλαδή στον Πειραιά, στις 06:55 το πρωί της Δευτέρας και της Τετάρτης, στις 05:45 της Παρασκευής και στις 08:25 του Σαββάτου, έχοντας προσεγγίσει, εκτός της Χίου και στις Οινούσσες και στα Ψαρά στα δρομολόγια της Δευτέρας, της Τετάρτης και του Σαββάτου από τον Πειραιά και στα δρομολόγια της Τρίτης, της Πέμπτης και της Κυριακής από τη Μυτιλήνη. Τα ανωτέρω προκύπτουν από τους ενσωματωμένους στο αγωγικό δικόγραφο πίνακες δρομολογίων και δεν αμφισβητούνται από την εναγόμενη, επιβεβαιώνονται άλλωστε από τις προσκομιζόμενες διοικητικές πράξεις δρομολόγησης του πλοίου. Εξάλλου, κατά τις ένδικες χρονικές περιόδους στο Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο ΝΣ και στην υπηρεσία ενδιαιτημάτων αυτού απασχολούταν προσωπικό που, όπως ομοίως δεν αμφισβητείται, αριθμούσε δεκαέξι [16] θαλαμηπόλους, πέντε [5] επίκουρους θαλαμηπόλους και έναν [1] αρχιθαλαμηπόλο, των οποίων προΐστατο ο μοναδικός προϊστάμενος αρχιθαλαμηπόλος. Κατά τη θερινή περίοδο (1.4 έως και 30.9), λόγω της αυξημένης επιβατικής κίνησης, προστίθεντο δύο [2] ακόμη θαλαμηπόλοι, ενώ κατά τη χειμερινή περίοδο (1.10 έως και 31.3) η ανωτέρω οργανική σύνθεση μειωνόταν σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία. Ο ενάγων ισχυρίζεται ότι καθ’ άπαντα τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα εργαζόταν επί δεκαπέντε [15] ώρες ημερησίως επί του πλοίου εκτελώντας κατά κύριο λόγο καθήκοντα αποθηκάριου στην αποθήκη ιματισμού και παρέχοντας εργασία στο εστιατόριο στο εστιατόριο self service και απασχολούμενος επιβοηθητικά στο χώρο υποδοχής, συμμετέχοντας επίσης και σε εργασίες γενικής καθαριότητας στους λιμένες αφετηρίας και προορισμού. Η εναγομένη, αντιθέτως, υποστηρίζει ότι η πραγματική απασχόληση του αντιδίκου της δεν υπερέβαινε σε ημερήσια βάση τις οκτώ [8] ώρες, αφού απασχολήθηκε αποκλειστικά ως ημερήσιος διαμεριστής – αποθηκάριος και ως ταμίας στο εστιατόριο self service, χωρίς ποτέ να εργαστεί μετά τις 23:00 και πριν τις 07:00, ενώ το ωράριό του επεκτεινόταν και πέραν του οκταώρου μόνον κατ’ εξαίρεση, όταν, ιδίως κατά τους θερινούς μήνες, λόγω της αυξημένης επιβατικής κίνησης, παρίστατο ανάγκη υπερωριακής εργασίας του, η διάρκεια της οποίας, όμως, ουδέποτε υπερέβη τη μία [1] ώρα ημερησίως. Από όσα προαναφέρθηκαν προκύπτει καταρχήν ότι η διάρκεια της καθημερινής απασχόλησης του ενάγοντος δεν ήταν εκ των προτέρων επακριβώς καθορισμένη, διότι τελούσε σε συνάρτηση με την ιδιαιτερότητα εξωγενών παραγόντων, συνδεόμενων με τη φύση της ναυτικής αποστολής του πλοίου, την εξυπηρέτηση της συγκεκριμένης ακτοπλοϊκής γραμμής αλλά και τον όγκο της επιβατικής κινήσεως αυτής ανάλογα με τη θερινή ή την χειμερινή περίοδο του έτους. Αποδεικνύεται, όμως, περαιτέρω ότι για την εκτέλεση των καθηκόντων του ο ενάγων εργαζόταν, κατ’ εντολή του προϊστάμενου αρχιθαλαμηπόλου, πέραν του νόμιμου ωραρίου του, γεγονός, άλλωστε, που συνομολογεί εμμέσως και η εναγόμενη, η οποία παραδέχεται ότι του κατέβαλε, τουλάχιστον κατά το έτος 2018, αμοιβή για την υπερωριακή απασχόλησή του. Ειδικότερα υποστηρίζει ότι του κατέβαλε το χρηματικό ποσόν των τετρακοσίων πενήντα πέντε ευρώ και δεκατριών λεπτών (455,13 €) για κάθε μήνα πλήρους απασχολήσεώς του για υπερωριακή εργασία κατά τα Σάββατα και τις αργίες ή αναλογία αυτών για τους μήνες που δεν απασχολούταν πλήρως. Οι αποδοχές αυτές αντιστοιχούν σε εργασία εννέα [9] ωρών κατά τις ημέρες εκείνες, η οποία παρέχεται (και αμείβεται) εξ ολοκλήρου υπερωριακώς [(455,13 € ÷ 10,04 € το προσαυξημένο κατά ποσοστό 50% ωρομίσθιο της ΣΣΝΕ του έτους 2017, που εφάρμοζε τότε η εναγόμενη =)  45,33 ώρες/μήνα ÷ 5 ημέρες Σαββάτου και αργιών ανά μήνα κατά μέσο όρο =  9,06 ώρες/ημέρα]. Υπερωριακή αμοιβή κατέβαλε η εναγόμενη στον ενάγοντα και για την εργασία του κατά τις καθημερινές ημέρες και τις Κυριακές του έτους 2018, ουσιωδώς όμως ελαττωμένη κατά τους χειμερινούς μήνες και ανερχόμενη σε εκατόν εξήντα επτά ευρώ και σαράντα λεπτά (167,40 €) για τους θερινούς μήνες. Οι αποδοχές αυτές, υπολογιζόμενες με βάση το απλό ωρομίσθιο της ΣΣΝΕ του έτους 2017, αντιστοιχούν επίσης σε εργασία μίας [1] ώρας πέραν του οκταώρου [(167,40 € ÷ 25 καθημερινές και Κυριακές κατά μέσο όρο ανά μήνα =) 6,69 ώρες/ημέρα ÷ 6,69 € το ωρομίσθιο = 1 ώρα υπερωρίας ημερησίως]. Όπως, όμως, προαναφέρθηκε, αμφισβήτηση ως προς την επικαλούμενη από τον ενάγοντα ημερήσια διάρκεια της απασχόλησής του και ως προς το ύψος της αξιούμενης από την αιτία αυτή απαίτησής του εγείρεται εκ μέρους της εναγομένης, η οποία  υποστηρίζει ότι οι ώρες της υπερωριακής απασχόλησής του ήσαν λιγότερες και από τις επικαλούμενες αλλά και από αυτές που δέχθηκε η εκκαλουμένη, έχουν δε εξοφληθεί πλήρως με την καταβολή των ποσών που έλαβε για την αιτία αυτή ο ενάγων. Ως προς το ζήτημα της χρονικής διάρκειας της ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος, από τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία προέκυψε ότι αυτός κατά τις ναυτολογήσεις του στο πλοίο ΝΣ ήταν επιφορτισμένος κυρίως με τα καθήκοντα του αποθηκάριου, ενώ κατά τους πλόες απασχολούταν στο εστιατόριο self service ως ταμίας και κατά την παραμονή του πλοίου στην αφετηρία ή στο λιμένα του προορισμού του εκτελούσε υπηρεσία (βάρδια) στο χώρο της υποδοχής του πλοίου (reception), για την αντιμετώπιση εκτάκτων αναγκών. Ειδικότερα, ο ενάγων αναλάμβανε εργασία κάθε πρωί με την άφιξη του πλοίου στο λιμένα του Πειραιώς ή της Μυτιλήνης, οπότε κενώνονταν οι κοιτωνίσκοι των επιβατών και παρίστατο ανάγκη παραλαβής των χρησιμοποιημένων κλινοσκεπασμάτων για καθαρισμό και παραδόσεως καθαρών κλινοσκεπασμάτων στους θαλαμηπόλους και τους επίκουρους που ήταν επιφορτισμένοι με τον ευπρεπισμό τους, ώστε να είναι έτοιμοι για το επόμενο δρομολόγιο. Η απασχόλησή του στην αποθήκη διαρκούσε περίπου δύο [2] ώρες και περιελάμβανε καταμέτρηση του ιματισμού που παραλάμβανε (μετά την πλύση του), τακτοποίησή του στην αποθήκη και διακίνηση ειδών καθαριότητας και αναλωσίμων (χαρτικών, ειδών υγιεινής κλπ), που φυλάσσονταν εκεί. Στη συνέχεια, από τις 09:00 περίπου ο ενάγων εκτελούσε μία [1] τρίωρη βάρδια στο χώρο υποδοχής του πλοίου και αναλάμβανε ξανά υπηρεσία δύο [2] ώρες πριν τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο απασχολούμενος στην υποδοχή των επιβιβαζόμενων επιβατών. Μετά τον απόπλου και από τις 20:00 περίπου απασχολούταν στο εστιατόριο self service του πλοίου μέχρι το πέρας της λειτουργίας του στις 23:00. Τα ανωτέρω προκύπτουν από τις ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων των διαδίκων, οι οποίες σταθμίζονται ως προς την αξιοπιστία τους, δεδομένου ότι εξ αυτών οι υπέρ του ενάγοντος μαρτυρούντες διεκδικούν την ικανοποίηση παρομοίων αξιώσεων από την εναγομένη, έχοντας ήδη αποχωρήσει από την υπηρεσία της, ενώ ο υπέρ της καταθέτων εξακολουθεί να απασχολείται στα πλοία της και να μισθοδοτείται από αυτήν. Με βάση όσα προεκτέθηκαν και ενόψει ιδίως α) των συνθηκών και περιστάσεων που επικρατούσαν στο εν λόγω πλοίο, που εκτελούσε κυρίως νυκτερινούς πλόες και το οποίο ήταν δρομολογημένο στην ως άνω ακτοπλοϊκή γραμμή, με λίγες προσεγγίσεις σε ενδιάμεσα λιμάνια, με αποτέλεσμα οι επιβάτες να μην εναλλάσσονται στους κοιτώνες, που δε χρειαζόταν έτσι να ευπρεπιστούν εντός του ιδίου δρομολογίου, β) της σταθερής καταβολής κάθε μήνα του ενδίκου χρονικού διαστήματος χρηματικών ποσών για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, τόσον κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές, όσον και κατά τα Σάββατα και τις αργίες, γ) της ειδικότητας του ενάγοντος και εντεύθεν της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησής του, δ) του γεγονότος ότι το πλοίο της εναγομένης διατηρούσε πάντοτε πλήρη την ανά περίοδο αναγκαία κατά νόμο σύνθεση πληρώματος και ε) της αυξημένης επιβατικής κίνησης ιδίως κατά τις θερινές περιόδους, κρίνεται ότι κατέστη απαραίτητο, προς εξυπηρέτηση των αναγκών που δημιουργούνταν από τις ως άνω συνθήκες λειτουργίας του πλοίου ΝΣ και στα πλαίσια εκτέλεσης των καθηκόντων της ειδικότητάς του, ο ενάγων να εργαστεί υπερωριακώς, κατά μέσο όρο, τις μεν καθημερινές και τις Κυριακές επί δύο (2) ώρες ημερησίως, τα δε Σάββατα και τις αργίες επί δέκα (10) ώρες την ημέρα. Ο αγωγικός ισχυρισμός περί απασχολήσεως του επί δεκαπέντε (15) ώρες καθημερινώς, που επαναφέρεται με το δεύτερο λόγο της Α΄ έφεσης, δεν κρίνεται, ενόψει των προεκτεθέντων, πειστικός για το πέραν των ως άνω ωρών καθημερινής απασχόλησης σκέλος του. Ομοίως και ο ισχυρισμός της εναγομένης, που επαναφέρεται με τον δεύτερο λόγο της Β΄ έφεσής της, ότι ο ενάγων δεν απασχολείτο υπερωριακώς παρά μόνο για το χρόνο που αναγράφεται στις μισθοδοτικές της καταστάσεις και ότι έχουν εξοφληθεί οι συναφείς απαιτήσεις του, κρίνεται ενόψει όλων των ανωτέρω ομοίως ουσιαστικά αβάσιμος και πρέπει κατά το σκέλος του αυτό να απορριφθεί. Το γεγονός, εξάλλου, ότι το πλοίο κατά το επίδικο χρονικό διάστημα ταξίδευε με πλήρη σύνθεση πληρώματος δεν αναιρεί την παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου ως προς την πραγματοποιούμενη καθημερινά υπερωριακή εργασία του ενάγοντος, δεδομένου μάλιστα ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 87, 88 και 89 του ΝΔ 187/1973 «Περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου» (ΚΔΝΔ, ΦΕΚ Α 261/3.10.1973), η πληρότητα ως προς την οργανική σύνθεση του πληρώματος του πλοίου αποσκοπεί στην ασφάλεια αυτού κατά τη διάρκεια των πλόων του και δεν υποδηλώνει ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία (ΜονΕφΠειρ. 23/2014, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 180/2008, ΕΝαυτΔ 2008/308 = ΠειρΝομ. 2009/197, ΕφΠειρ. 1/2003, ΕΝαυτΔ 2003/124), ενώ και το γεγονός ότι η παραπάνω υπερωριακή εργασία του ενάγοντος δεν αναγραφόταν στο βιβλίο υπερωριών και ιδιαίτερων αμοιβών του πληρώματος, το οποίο τηρούσε η εναγόμενη, διά του προεστημένου οργάνου της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 107 του Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επιβατηγών πλοίων και 19 εκάστης των ως άνω ΣΣΝΕ, καθώς και το ότι ο ενάγων υπέγραφε στο εν λόγω βιβλίο χωρίς επιφύλαξη, δεν μπορούν να αποτελέσουν δικαστικό τεκμήριο σε βάρος των συναφών αντίθετων ισχυρισμών αυτού (ΜονΕφΠειρ. 716/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 526/2012, ΕΝαυτΔ 2012/381, ΕφΠειρ. 452/2010, ΤΝΠ ΔΣΑ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Αλλά και η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των μισθοδοτικών του καταστάσεων δεν ενέχει, άνευ άλλου τινός, παραίτηση αυτού από τα ως άνω νόμιμα δικαιώματά του. Σε κάθε περίπτωση και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των ως άνω δελτίων μισθοδοσίας και του βιβλίου υπερωριών ενέχει παραίτηση από τις επίδικες αξιώσεις του από την προσφορά της εργασίας του, η παραίτηση αυτή (νοούμενη ως άφεση χρέους) είναι άνευ εννόμου επιρροής, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα δικαιώματά του που πηγάζουν είτε από το νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτερα όρια προστασίας, έστω και αν αυτή (παραίτηση) λαμβάνει χώρα μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας, είναι άκυρη (ΑΠ 166/2016, ΑΠ 1635/2012, ΑΠ 1554/2011, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 495/2006, ΔΕΕ 2006/948, ΜονΕφΠειρ. 739/2015, ο.π., ΜονEφΠειρ. 698/2014, Δνη 2015/504, ΜονΕφΠειρ. 626/2014, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 361/2013, ΕΝαυτΔ 2013/208), απορριπτομένων συνεπώς ως αβασίμων των περί του αντιθέτου ειδικότερων ισχυρισμών της εναγομένης, που επαναφέρονται στα πλαίσια του δεύτερου λόγου της έφεσής της. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, που δέχθηκε ότι ο ενάγων εργαζόταν καθημερινά, καθώς και τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες επί δώδεκα (12) ώρες, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει να γίνει δεκτός ο δεύτερος λόγος της Β΄ έφεσης, κατά το σκέλος του, που βάλλει κατά της παραδοχής αυτής. Συνεπώς, με βάση το χρόνο εργασίας του στο πιο πάνω πλοίο και τις ρυθμίσεις εκάστης εφαρμοζόμενης εν προκειμένω ΣΣΝΕ, ο ενάγων έπρεπε να λάβει ως αμοιβή υπερωριακής εργασίας: Α) για την απασχόλησή του με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου κατά το χρονικό διάστημα από 10.1.2018 έως 24.1.2018 και α] επί δύο [2] Σάββατα (13 και 20.1.2018) και συνολικώς επί είκοσι (2 Χ 10 = 20) ώρες το χρηματικό ποσόν των διακοσίων ευρώ και ογδόντα [20 ώρες Χ 10,04 € το ωρομίσθιο υπερωριακής αμοιβής της ΣΣΝΕ 2017 (προσαυξημένο κατά 50%) = 200,8 €] και β] επί δεκατρείς [13] συνολικά ημέρες τις καθημερινές (10 ημέρες) και τις Κυριακές (3 ημέρες) και συνολικώς επί είκοσι έξι (13 Χ 2 = 26) ώρες το χρηματικό ποσό των διακοσίων δεκαεπτά ευρώ και εξήντα δύο λεπτών [26 ώρες Χ 8,37 € το ωρομίσθιο της ως άνω ΣΣΝΕ (προσαυξημένο κατά 25%) = 217,62 €]  και, συνολικά, τετρακόσια δεκαοκτώ ευρώ και σαράντα δύο λεπτά (200,80 € + 217,62 € = 418,42 €), Β) για την απασχόλησή του με την ίδια ειδικότητα κατά τα χρονικά διαστήματα από 1.4.2018 έως 1.11.2018 και από 3.12.2018 έως 24.4.2019 και α] επί δέκα [10] ώρες υπερωριακώς τα Σάββατα και τις αργίες των εν λόγω χρονικών διαστημάτων, συνολικώς δε επί εξήντα τέσσερις (64) ημέρες, δηλαδή πενήντα (50) Σάββατα και δεκατέσσερις (14) αργίες και, συγκεκριμένα, στις 6.4, 9.4, 23.4, 17.5, 15.8, 14.9, 28.10, 6.12, 25.12, 26.12.2018 και 1.1, 6.1, 11.3 και 25.3.2019, συνολικά δε επί εξακόσιες σαράντα (64 ημέρες Χ 10 ώρες = 640) ώρες, το χρηματικό ποσόν των έξι χιλιάδων πεντακοσίων εξήντα ευρώ [640 ώρες Χ 10,25 € το ωρομίσθιο της ΣΣΝΕ 2018 (προσαυξημένο κατά ποσοστό 50%) = 6.560 €] και β] επί διακόσιες ογδόντα εννέα (289) καθημερινές ημέρες και Κυριακές και επί πεντακόσιες εβδομήντα οκτώ (289 ημέρες Χ 2 ώρες = 578) συνολικά ώρες, το χρηματικό ποσόν των τεσσάρων χιλιάδων εννιακοσίων τριάντα έξι ευρώ και δώδεκα λεπτών [578 ώρες Χ 8,54 € το ωρομίσθιο της ως άνω ΣΣΝΕ (προσαυξημένο κατά 25%) = 4.936,12 €], συνολικώς δε ένδεκα χιλιάδες τετρακόσια ενενήντα έξι ευρώ και δώδεκα λεπτά (6.560 € + 4.936,12 € = 11.496,12 € και Γ) για την απασχόλησή του με την αυτή ειδικότητα κατά το χρονικό διάστημα από 19.6.2019 έως και 30.8.2019 και α] επί δέκα (10) Σάββατα και μία (1) αργία (στις 15.8.2019), συνολικώς δε επί εκατόν δέκα (11 ημέρες Χ 10 ώρες) ώρες, το χρηματικό ποσόν των χιλίων εκατόν σαράντα οκτώ ευρώ και σαράντα λεπτών [110 ώρες Χ 10,44 € το ωρομίσθιο της ΣΣΝΕ 2019 (προσαυξημένο κατά 50%) = 1.148,40 €] και β] επί εξήντα τέσσερις (64) καθημερινές και Κυριακές και επί εκατόν είκοσι οκτώ (64 ημέρες Χ 2 ώρες = 128) συνολικά ώρες, το χρηματικό ποσόν των χιλίων εκατόν δεκατριών ευρώ και εξήντα λεπτών [128 ώρες Χ 8,70 € το ωρομίσθιο της ως άνω ΣΣΝΕ (με την απλή προσαύξηση 25%) = 1.113,60 €], συνολικώς δε δύο χιλιάδες διακόσια εξήντα δύο ευρώ (1.148,40 € + 1.113,60 € = 2.262 €). Έναντι του συνολικού ποσού των δεκατεσσάρων χιλιάδων εκατόν εβδομήντα έξι ευρώ και πενήντα τεσσάρων λεπτών (418,42 € + 11.496,12 € + 2.262 € = 14.176,54 €), που δικαιούται ο ενάγων για την αιτία αυτή, η εναγόμενη του κατέβαλε κατά τη διάρκεια των ναυτολογήσεών του αλλά και αναδρομικώς το συνολικό χρηματικό ποσόν των οκτώ χιλιάδων τριακοσίων εξήντα δύο ευρώ και ενενήντα έξι λεπτών (8.362,96 €), όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη και δεν αμφισβητεί ο ενάγων και, συνεπώς, εξακολουθούν οφειλόμενα πέντε χιλιάδες οκτακόσια δεκατρία ευρώ και πενήντα οκτώ λεπτά (14.176,54 € – 8.362,96 € = 5.813,58 €). Στο ποσό της υπερωριακής αμοιβής του ενάγοντος η εναγομένη ζήτησε με τις προτάσεις της στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο να καταλογιστούν χίλια οκτακόσια τριάντα τέσσερα ευρώ και πενήντα τρία λεπτά (1.834,53 €) και χίλια πεντακόσια είκοσι εννέα ευρώ και τριάντα ένα λεπτά (1.529,31 €), που εκείνος έλαβε ως «έκτακτες αμοιβές» του κατά τα έτη 2018 και 2019 αντίστοιχα με τη συμφωνία να συμψηφίζονται με τις υπερωρίες που πραγματοποιούσε και το αίτημά της αυτό, απορριφθέν ήδη πρωτοδίκως, επαναφέρει ήδη με τον πρώτο λόγο της Β΄ έφεσής της. Ο ισχυρισμός της αυτός πάσχει πολλαπλώς. Καταρχάς, τέτοια συμφωνία δεν περιελήφθη στις από 10.1.2018, 1.4.2018 και 3.12.2018 συμβάσεις ναυτολόγησης του ενάγοντος, παρά μόνον στις επόμενες από 1.1.2019 και 19.6.2019. Κατά δεύτερον, μόνον με αυτές τις τελευταίες η εναγόμενη ανέλαβε την υποχρέωση να του καταβάλει αποδοχές υπέρτερες της οικείας ΣΣΝΕ, κατά τα προαναφερθέντα, με αποτέλεσμα για το έτος 2018 να μη μπορεί να γίνει λόγος περί καταλογισμού ή συμψηφισμού, γιατί η σχετική συμφωνία προϋποθέτει καταβαλλόμενες αποδοχές υπέρτερες των ελαχίστων, δηλαδή των νόμιμων (ΜονΕφΠειρ. 464/2021, ΜονΕφΠειρ. 196/2020, ΜονΕφΠειρ. 369/2016, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τον με αριθμό 1 συμπληρωματικό όρο καθεμιάς από τις προσκομιζόμενες ως άνω δύο [2] συμβάσεις ναυτικής εργασίας του ενάγοντος, που καταρτίστηκαν εγγράφως, με αυτόν ρητά συμφωνήθηκε ότι «Κάθε ποσό που καταβάλει η Εταιρία στο Ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από το Ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της Εταιρίας σχετικές με την παρούσα σύμβαση. Ως ελάχιστες αποδοχές νοούνται οι προβλεπόμενες από την εκάστοτε εφαρμοστέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας». Όμως, ο συμβατικός αυτός όρος, ερμηνευόμενος κατά τις υποδείξεις των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, δεν επιτρέπει οποιονδήποτε συμψηφισμό, εφόσον δι’ αυτού δεν προσδιορίζονται ειδικά και ορισμένα οι υπέρτερες αποδοχές του ενάγοντος, που θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με πραγματοποιούμενες υπερωρίες του ή με άλλες συμβατικές υποχρεώσεις της εργοδότριας. Δεν συνέτρεξαν, επομένως, εν προκειμένω οι νόμιμες προϋποθέσεις του επιτρεπτού συμβατικού συμψηφισμού, αφού δεν προσδιορίσθηκαν ειδικά κατά ποιόν και ποσόν οι υπέρτερες αποδοχές του ενάγοντος, που θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με μελλοντικές υποχρεώσεις της εναγομένης προς αυτόν, προερχόμενες από οποιαδήποτε νόμιμη αιτία. Πράγματι, η αόριστη διατύπωση της εν λόγω συμφωνίας («κάθε ποσό … πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές …») δεν δύναται να θεμελιώσει δυνατότητα συμβατικού συμψηφισμού των εν λόγω «εκτάκτων αμοιβών», όπως, αντιθέτως, θα μπορούσε να συμβεί στην περίπτωση κατά την οποία στον επίμαχο όρο προβλεπόταν ρητώς ότι οι συγκεκριμένες παροχές, υπό την ένδειξη «έκτακτες αμοιβές», θα καλύπτουν την οφειλόμενη υπερωριακή αμοιβή του ενάγοντος (ΜονΕφΠειρ. 120/2019, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο). Και τούτο ανεξαρτήτως του ότι τα ποσά των επίμαχων «πρόσθετων αμοιβών» δεν προκύπτει ότι καταβλήθηκαν από την εναγόμενη αλλά από τρίτον και, συγκεκριμένα, από την εταιρία ………, στην οποία είχε παραχωρηθεί η εκμετάλλευση των κυλικείων του πλοίου και η οποία εισέπραττε το τίμημα της πωλήσεως από αυτά αγαθών στους επιβάτες και κατέβαλε ποσοστό από τις εισπράξεις αυτές στα μέλη του πληρώματος ενδιαιτήσεως (που το εισέπρατταν ως «έκτακτες αμοιβές» τους μέσω της μισθοδοσίας τους από την εναγομένη), ως αντάλλαγμα για την αρωγή τους στην προώθηση των πωλήσεών της επί του πλοίου, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να γίνει λόγος για συμψηφισμό κατ’ άρθρο 440 ΑΚ, ελλείψει της αμοιβαιότητας των απαιτήσεων, που έχει την έννοια ότι ο οφειλέτης δύναται να συμψηφίσει μόνο δικές του ανταπαιτήσεις και όχι ξένες (ΑΠ 1703/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 955/1995, ΝοΒ 1997/1112, ΜονΕφΠειρ. 543/2022, αδημ., Ι. Καρακατσάνης, Ο συμψηφισμός με μονομερή δικαιοπραξία, 1980, § 7, σελ. 106, Ι. Καράκωστας, Αστικός Κώδικας, Ερμηνεία – Νομολογία – Σχόλια, τόμος 3, Γενικό Ενοχικό, 2006, άρθρο 440, ΙΙ, αρ. 1489, σελ. 794). Το συμπέρασμα τούτο επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι το ποσό της έκτακτης μηνιαίας αμοιβής του ενάγοντος δεν ήταν σταθερό αλλά κυμάνθηκε, κατά πλήρη μήνα απασχόλησής του, από εκατόν σαράντα έξι ευρώ και είκοσι οκτώ λεπτά (146,28 €), τον Οκτώβριο του έτους 2018, έως και πεντακόσια είκοσι επτά ευρώ και δεκατέσσερα λεπτά (527,14 €) τον Αύγουστο του έτους 2019. Η διακύμανση αυτή του ύψους της έκτακτης αμοιβής υποδηλώνει ότι δεν αποτελούσε, όπως υποστηρίζει η εναγόμενη, «επιμίσθιο», αντάλλαγμα δηλαδή της δραστηριότητας και του ζήλου του ενάγοντος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, που κατά τα διδάγματα της λογικής δεν μεταβάλλεται ανά μήνα, αλλά τελούσε σε συνάρτηση προς εξωγενή παράγοντα, μεταβαλλόμενο στο χρόνο, όπως τα έσοδα από την εκμετάλλευση των κυλικείων του πλοίου, που, κατά την κοινή πείρα, εξαρτώνται από την αυξομείωση της επιβατικής κίνησης κατά τη θερινή ή τη χειμερινή περίοδο. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, που κατέληξε στο ίδιο (απορριπτικό της ένστασης) συμπέρασμα, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και, αφού συμπληρωθούν οι αιτιολογίες της εκκαλουμένης με αυτές της παρούσας (άρθρο 534 ΚΠολΔ), θα απορριφθεί ως αβάσιμος ο ερευνώμενος λόγος της ένδικης Β΄ έφεσης.

IV. Περαιτέρω, από την διάταξη του άρθρου 14 εκάστης προαναφερθείσας ΣΣΝΕ, σε συνδυασμό προς εκείνες των §§ 1, 2, 3 και 7 της με αριθμό 70109/8008/14.12.1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «Περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β 1/7.1.1982), με τις οποίες εφαρμόζεται η όμοια με αυτήν με αριθμό 19040/1981 Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας «Χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της Χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου» (ΦΕΚ Β 742/9.12.1981), προκύπτει ότι οι ναυτικοί, τις ατομικές συμβάσεις εργασίας των οποίων αυτή διέπει, δικαιούνται επιδόματος εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα [1] μηνιαίο μισθό και προς μισθό δεκαπέντε [15] ημερών αντιστοίχως, εάν η σχέση εργασίας διήρκεσε καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως ή, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε ολόκληρα τα αντίστοιχα ως άνω χρονικά διαστήματα, αναλογία 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του ημίσεως του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα αντιστοίχως ή, επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, ανάλογο κλάσμα. Επιπλέον, για τον υπολογισμό των προαναφερόμενων επιδομάτων λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικά καταβαλλόμενος μισθός την 10η Δεκεμβρίου και την 15η ημέρα πριν από το Πάσχα, αντιστοίχως, δηλαδή το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού, στις οποίες περιλαμβάνονται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας που παρέχει ο ναυτικός τακτικώς, κάθε μήνα ή περιοδικώς, κατ’ επανάληψη και καθ’ ορισμένα διαστήματα χρόνου (ΜονΕφΠειρ. 603/2015, ΜονΕφΠειρ. 86/2014, ΜονΕφΠειρ. 23/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μάλιστα, ως τέτοιες αποδοχές προσδιορίζονται ενδεικτικώς στην πιο πάνω Υπουργική Απόφαση: α) η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής αμοιβής της εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίδεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα για την παροχή της εργασίας του κατά τις ημέρες αυτές τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στον μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον η πρόσθετη αυτή αμοιβή για την παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, γ) το επίδομα αδείας και το αντίτιμο τροφής είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως, διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (ΑΠ 1013/2003, ΔΕΕ 2004/212 = ΕΝαυτΔ 2003/345, ΜονΕφΠειρ. 403/2021, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο, ΜονΕφΠειρ. 55/2017, ΜονΕφΠειρ. 430/2014, ΜονΕφΠειρ. 361/2014, ΜονΕφΠειρ. 56/2014, ΜονΕφΠειρ. 83/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 587/2011, ΕΝαυτΔ 2012/19, ΕφΠειρ. 521/2009, ΕΝαυτΔ 2009/273), καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας (ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΜονΕφΠειρ. 412/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας (ΜονΕφΠειρ. 18/2016, ΜονΕφΠειρ. 19/2016, ΜονΕφΠειρ. 371/2016, ΜονΕφΠειρ. 73/2016, ΜονΕφΠειρ. 160/2014, ΜονΕφΠειρ. 36/2014, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 506/2011, ΕΝαυτΔ 2011/387), όπως και το επίδομα άγονης γραμμής του άρθρου 7 της ως άνω ΣΣΝΕ (ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 861/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 500/2012, αδημ., ΕφΠειρ. 46/2011, ΕΝαυτΔ 2011/97, ΕφΠειρ. 343/2009, αδημ.). Συνυπολογιστέα δεν είναι καταρχήν η πρόσθετη αμοιβή για τα δρομολόγια εξπρές, αφού αυτή, όταν δεν καταβάλλεται σταθερά και μόνιμα, δεν έχει το χαρακτήρα τακτικής παροχής (ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 164/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 328/2014, ο.π., ΕφΠειρ. 177/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 517/2011, αδημ.) και συνυπολογίζεται μόνον αν πραγματοποιούνται τακτικά δρομολόγια εξπρές και η αντίστοιχη προς αυτά πρόσθετη αμοιβή καταβάλλεται αδιαλείπτως (ΤριμΕφΠειρ. 66/2013, ΜονΕφΠειρ. 590/2014, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 364/2012, αδημ.). Αντιθέτως, το επίδομα ιματισμού, όταν καταβάλλεται σε είδος, δεν λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό των επιδομάτων δώρων εορτών, σύμφωνα με όσα ήδη ανωτέρω υπό στοιχ. ΙΙΙ της παρούσας εκτέθηκαν.

Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο κατά τον, επί σκοπώ καθορισμού των επιδομάτων δώρων εορτών που εδικαιούτο ο ενάγων, προσδιορισμό των τακτικών σε μηνιαία κλίμακα καταβαλλόμενων αποδοχών του συνάθροισε μαζί με τα άλλα επιδόματα και το επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας, με τη σαφώς υπονοούμενη παραδοχή της σταθερής καταβολής του από την εργοδότρια εναγομένη, χωρίς, όμως, να συνυπολογίσει και το επίδομα ιματισμού, όπως ζητούσε ο ενάγων, με τη ρητή παραδοχή ότι αυτό δεν αποτελούσε παροχή καταβαλλόμενη ως αντάλλαγμα της εργασίας του, ορθώς το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες οι συναφείς αιτιάσεις που εκατέρωθεν προβάλλονται με τα αντίστοιχα σκέλη του τρίτου λόγου καθεμιάς από τις ένδικες εφέσεις, όπου υποστηρίζονται τα αντιστοίχως ενάντια. Αντιθέτως, σφάλματα της εκκαλουμένης αποτελούν, πρώτον, κατά παραδοχή της βασιμότητας του ίδιου λόγου της Α΄ έφεσης, κατά το συναφές σκέλος του, ο για τον ίδιο σκοπό μη συνυπολογισμός του μηνιαίου αντιτίμου της παρεχόμενης σε είδος τροφής, μολονότι συνιστούσε συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ενάγοντος και, δεύτερον, κατά παραδοχή ως βάσιμου του συναφούς σκέλους του ταυτάριθμου λόγου της Β΄ έφεσης, η παραδοχή λανθασμένου μέσου όρου αμοιβών του ενάγοντος για την παροχή υπερωριακής εργασίας. Αντιθέτως, με βάση όσα προαναφέρθηκαν, ο ενάγων δικαιούται: Α] για αναλογία επιδόματος δώρου εορτής Πάσχα του έτους 2018 το ποσόν των χιλίων σαράντα τριών ευρώ και ογδόντα επτά λεπτών [(2.441,37 € οι νόμιμες αποδοχές + 814,03 € ο μέσος όρος υπερωριακής αμοιβής του =) 3.255,40 € οι μηνιαίες τακτικές αποδοχές του ÷ 2 = 1.627,70 € ÷ 15 = 108,51 € Χ 9,62 οκταήμερα (77 ημέρες ÷ 8) = 1.043,87 €], έναντι του οποίου η εναγόμενη του έχει, όπως δεν αμφισβητείται, καταβάλει πεντακόσια ογδόντα έξι ευρώ και πενήντα πέντε λεπτά (586,55 €), με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά των τετρακοσίων πενήντα επτά ευρώ και τριάντα δύο λεπτών (1.043,87 € – 586,55 € = 457,32 €), Β] για αναλογία επιδόματος δώρου εορτών Χριστουγέννων του έτους 2018 το ποσόν των τριών χιλιάδων ενενήντα ενός ευρώ και ογδόντα τριών λεπτών [(2.490,08 € οι νόμιμες αποδοχές + 957,55 € ο μέσος όρος υπερωριακής αμοιβής του =) 3.447,63 € οι μηνιαίες τακτικές αποδοχές του Χ 2/25 = 275,81 € Χ 11,21 δεκαεννεαήμερα (213 ημέρες εργασίας ÷ 19) = 3.091,83 €], έναντι του οποίου η εναγόμενη του έχει, όπως ο ίδιος συνομολογεί, καταβάλει χίλια πεντακόσια είκοσι εννέα ευρώ και είκοσι πέντε λεπτά (1.529,25 €), με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά των χιλίων πεντακοσίων εξήντα δύο ευρώ και πενήντα οκτώ λεπτών (3.091,83 € – 1.529,25 € = 1.562,58 €), Γ] για αναλογία επιδόματος δώρου εορτής Πάσχα του έτους 2019 το ποσόν των χιλίων εξακοσίων τριάντα εννέα ευρώ και εξήντα λεπτών [2.490,08 € οι νόμιμες αποδοχές + 961,98 € ο μέσος όρος της υπερωριακής αμοιβής του =) 3.452,06 € οι μηνιαίες τακτικές αποδοχές του ÷ 2 = 1.726,03 € ÷ 15 = 115,06 € Χ 14,25 οκταήμερα (114 ημέρες ÷ 8) = 1.639,60 €], έναντι του οποίου η εναγόμενη, όπως ο ίδιος καθ’ υποφοράν με την αγωγή του συνομολογεί, του έχει καταβάλει εννιακόσια εβδομήντα πέντε ευρώ και δεκαεννέα λεπτά (975,19 €), με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά των εξακοσίων εξήντα τεσσάρων ευρώ και σαράντα ενός λεπτών (1.639,60 € – 975,19 € = 664,41 €) και Δ] για αναλογία επιδόματος δώρου εορτών Χριστουγέννων του έτους 2019 το ποσόν των χιλίων εξήντα έξι ευρώ και δεκαεπτά λεπτών [(2.539,81 οι νόμιμες αποδοχές + 930,86 € ο μέσος όρος της υπερωριακής αμοιβής του =) 3.470,67 € οι μηνιαίες τακτικές αποδοχές του Χ 2/25 = 277,65 € Χ 3,84 δεκαεννεαήμερα (73 ημέρες εργασίας ÷ 19) =  1.066,17 €], έναντι του οποίου η εναγόμενη του έχει, όπως ο ίδιος συνομολογεί, καταβάλει εξακόσια δεκαοκτώ ευρώ και δεκαεννέα λεπτά (618,19 €), με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά των τετρακοσίων σαράντα επτά ευρώ και ενενήντα οκτώ λεπτών (1.066,17 € – 618,19 € = 447,98 €). Συνολικώς δε για την αιτία αυτή οφείλεται στον ενάγοντα το χρηματικό ποσόν των τριών χιλιάδων εκατόν τριάντα δύο ευρώ και είκοσι εννέα λεπτών (457,32 € + 1.562,58 € + 664,41 € + 447,29 € = 3.132,29 €).

V. Εξάλλου, σε σχέση προς το κεφάλαιο της αγωγής με το οποίο επιδιώχθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 33 των ως άνω ΣΣΝΕ, η καταβολή στον ενάγοντα πρόσθετης αμοιβής για την εκτέλεση 12,925 και 6,096 δρομολογίων εξπρές κατά τα έτη 2018 και 2019 αντίστοιχα, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο θεώρησε συνομολογημένους τους αγωγικούς ισχυρισμούς περί εκτελέσεως 12,925 το έτος 2018 και 6 το έτος 2019 δρομολογίων εξπρές και επιδίκασε στον ενάγοντα τριακόσια ογδόντα ευρώ και είκοσι δύο λεπτά (380,22 €) ως υπόλοιπο της πρόσθετης αμοιβής του για το έτος 2018, ενώ απέρριψε ως εξοφλημένη την ανερχόμενη σε εξακόσια ογδόντα έξι ευρώ και σαράντα λεπτά (686,40 €) αντίστοιχη απαίτησή του για το έτος 2019. Το κεφάλαιο αυτό της εκκαλουμένης πλήττουν ήδη οι εκκαλούντες με τον τέταρτο λόγο της έφεσής του ο καθένας, επικαλούμενοι, αφενός αμφότεροι, εσφαλμένο υπολογισμό των ωρών της υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος και, αφετέρου, ο μεν ενάγων εσφαλμένο μη συνυπολογισμό στο ποσό των συνολικών μηνιαίων αποδοχών του του επιδόματος ιματισμού και της μέσης αναλογίας του δώρου εορτών, ως και του μηνιαίου αντιτίμου τροφής, η δε εναγόμενη εσφαλμένο συνυπολογισμό του επιδόματος άδειας μετά τροφοδοσίας, ενώ, επιπλέον, ο ενάγων υποστηρίζει ότι ο αληθής αριθμός των δρομολογίων εξπρές του έτους 2019 ήταν 6,096 και μέμφεται την εκκαλουμένη για σφάλμα ως προς την διαπίστωση του ποσού που θεώρησε καταβληθέν και καταλόγισε στην απαίτησή του για το έτος 2018. Επ’ αυτών πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα: Α] Όπως πράγματι συνομολογήθηκε, κατά το χρονικό διάστημα από 6.4.2018 μέχρι 14.9.2018 το Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο ΝΣ είχε 103,4 ώρες πρόωρης αναχώρησης από τον Πειραιά και εκτέλεσε (103,4 ÷ 8 =) 12,925 δρομολόγια εξπρές, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 33 § 4 της ΣΣΝΕ του έτους 2018. Για τα κυκλικά αυτά δρομολόγια, που είχαν το καθένα διάρκεια μεγαλύτερη των δώδεκα [12] ωρών, ο ενάγων δικαιούται πρόσθετη αμοιβή ίση προς το γινόμενο του πολλαπλασιασμού τους επί το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών του. Για τον προσδιορισμό των αποδοχών αυτών συνυπολογίζεται ο μέσος όρος της υπερωριακής αμοιβής του και το επίδομα άδειας μετά τροφοδοσίας (ΜονΕφΠειρ. 317/2018, αδημ., ΜονΕφΠειρ. 265/2016, ΜονΕφΠειρ. 51/2016, ΤριμΕφΠειρ. 53/2013, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), όπως και το μηνιαίο αντίτιμο τροφής είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως, διότι, όπως ήδη εκτέθηκε, αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα της εργασίας του ναυτικού, όχι όμως, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, το επίδομα ιματισμού ούτε η μηνιαία αναλογία των εορταστικών επιδομάτων, καθόσον αυτά δεν περιλαμβάνονται στην έννοια των τακτικών μηνιαίων αποδοχών, αφού κατά το άρθρο 14 της ως άνω ΣΣΝΕ δεν καταβάλλονται τακτικά κάθε μήνα αλλά «επ’ ευκαιρία των εορτών Χριστουγέννων, Νέου έτους και Πάσχα» (ΜονΕφΠειρ. 423/2021, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο), απορριπτομένων και δεκτών γενομένων αντιστοίχως των σχετικών ως άνω αιτιάσεων των εκκαλούντων. Με συνυπολογισμό λοιπόν του μέσου όρου της υπερωριακής αμοιβής του για τους μήνες του ερευνώμενου χρονικού διαστήματος στις νόμιμες αποδοχές του, οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος ανήλθαν σε τρεις χιλιάδες τετρακόσια εννέα ευρώ και πενήντα οκτώ λεπτά (3.409,58 €) και, επομένως, δικαιούται αυτός ως πρόσθετη αμοιβή του για την εκτέλεση δρομολογίων εξπρές κατά το έτος 2018 το χρηματικό ποσό των χιλίων τετρακοσίων εξήντα οκτώ ευρώ και ενενήντα τριών λεπτών [(3.409,58 € Χ 1/30 =) 113,65 € Χ 12,925 = 1.468,93 €], έναντι του οποίου έχει εισπράξει, κατά την ίδια χρονική περίοδο, όπως αποδεικνύεται από τις αποδείξεις της πληρωμής του και όπως ο ενάγων βασίμως υποστηρίζει οκτακόσια ενενήντα έξι ευρώ και σαράντα τρία λεπτά (896,43 €), με αποτέλεσμα να εξακολουθεί οφειλόμενο για την αιτία αυτή το χρηματικό ποσόν των πεντακοσίων εβδομήντα δύο ευρώ και πενήντα λεπτών (1.468,93 € – 896,43 € = 572,50 €). Β] Όπως πράγματι δεν αμφισβητήθηκε, προκύπτει άλλωστε και από τα δρομολόγιά του, όπως αυτά ανωτέρω υπό στοιχ. ΙΙΙ της παρούσας εκτέθηκαν, το ίδιο πλοίο κατά την εβδομάδα από 7.1.2019 έως 13.1.2019 είχε 3,766 ώρες πρόωρης αναχώρησης από την αφετηρία του για το ίδιο κυκλικό δρομολόγιο προς Μυτιλήνη με επιστροφή, καθώς την Παρασκευή 11.1.2019 απέπλευσε από τον Πειραιά στις 23:59 δηλαδή δύο [2] ώρες και δεκατέσσερα [14] πρώτα λεπτά μετά τον κατάπλου του εκεί στις 21:45. Εκείνη την εβδομάδα, συνεπώς, το πλοίο πραγματοποίησε (3,766 ÷ 8 =) 0,47 δρομολόγια εξπρές, ενώ και κατά την εβδομάδα από 11.3.2019 έως 17.3.2019 είχε 3,75 ώρες πρόωρης αναχώρησης, αφού τη Δευτέρα 11.3.2019 απέπλευσε από τον Πειραιά στις 23:30, δηλαδή δύο [2] ώρες και δεκαπέντε [15] λεπτά μετά τον κατάπλου του εκεί στις 21:15. Συνεπώς, εκείνη την εβδομάδα το πλοίο πραγματοποίησε (3,75 ÷ 8 =) 0,468 δρομολόγια εξπρές, ενώ συνολικά κατά τις δύο αυτές εβδομάδες εκτέλεσε (0,47 + 0,468 =) 0,938 δρομολόγια εξπρές. Επομένως, ο ενάγων δικαιούται ως πρόσθετη αμοιβή του το χρηματικό ποσόν των εκατόν έξι ευρώ και εξήντα λεπτών [(3.408,58 € Χ 1/30 =) 113,65 € Χ 0,938 = 106,60 €). Περαιτέρω, κατά το χρονικό διάστημα της τελευταίας ναυτολόγησης του ενάγοντος (από 19.6.2019 έως 30.8.2019) το πλοίο είχε, όπως συνομολογείται, 41,25 ώρες πρόωρης αναχώρησης από τον Πειραιά και εκτέλεσε (41,25 ÷ 8 =) 5,15 δρομολόγια εξπρές, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 33 § 4 της ΣΣΝΕ του έτους 2019. Για τα δρομολόγια αυτά ο ενάγων δικαιούται πρόσθετη αμοιβή ανερχόμενη σε πεντακόσια ενενήντα πέντε ευρώ και εβδομήντα πέντε λεπτά {[(2.539,81 οι νόμιμες αποδοχές + 930,86 € ο μέσος όρος της υπερωριακής αμοιβής του =) 3.470,67 € οι μηνιαίες τακτικές αποδοχές του Χ 1/30 = ] 115,68 € Χ 5,15 = 595,75 €}. Συνολικώς δε για πρόσθετη αμοιβή του κατά το έτος 2019 ο ενάγων δικαιούται επτακόσια δύο ευρώ και τριάντα πέντε λεπτά (106,60 € + 595,75 € = 702,35 €). Έναντι αυτών έχει λάβει, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη και ήδη δεν αμφισβητεί ο ενάγων, επτακόσια ευρώ και ογδόντα δύο λεπτά (700,82 €), με αποτέλεσμα να εξακολουθεί οφειλόμενο το ποσόν του ενός ευρώ και πενήντα τριών λεπτών (702,35 € – 700,82 € = 1,53 €). Επομένως, για την αιτία αυτή ο ενάγων δικαιούται συνολικά πεντακόσια εβδομήντα τέσσερα ευρώ και τρία λεπτά (572,50 € + 1,53 € = 574,03 €) και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε διαφορετικά έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων.

VI. Περαιτέρω, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου, από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε, από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 16/2006, Δνη 2006/1331 = Δ 2006/1151 = ΝοΒ 2006/1716, ΟλΑΠ 1/1997, Δνη 1997/534 = ΕΕΝ 1997/389 = ΝοΒ 1998/17, ΟλΑΠ 17/1995, Δνη 1995/1531, ΟλΑΠ 62/1990, Δνη 1991/501 = ΕΕΝ 1991/320 = ΝοΒ 1991/389, ΟλΑΠ 2101/1984, ΝοΒ 1985/648, ΟλΑΠ 88/1980, ΝοΒ 1980/1437, ΑΠ 38/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τούτο συμβαίνει ιδίως όταν από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου έχει εύλογα δημιουργηθεί στον υπόχρεο η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του (ΟλΑΠ 7/2002, ΕΕΝ 2003/168 = ΝοΒ 2003/648, ΟλΑΠ 8/2001, ΝοΒ 49/1814 = Δνη 2001/382 = ΕπισκΕμπΔ 2002/392). Μόνη όμως η αδράνεια του δικαιούχου για μακρό χρόνο και πάντως μικρότερο απ’ αυτόν της παραγραφής δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μετέπειτα άσκηση του δικαιώματος, ακόμη και όταν δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπλέον ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από τη συμπεριφορά των μερών και σε αιτιώδη μεταξύ τους συνάφεια ευρισκόμενες, με βάση τις οποίες, καθώς και την αδράνεια του δικαιούχου, η μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και περιστάσεις και διατηρήθηκε για μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ (ΑΠ 2/2019, ΧρΙΔ 2019/504). Πάντως, η ανωτέρω διάταξη έχει εφαρμογή στην περίπτωση που ο δικαιούχος ασκεί το δικαίωμα επιδιώκοντας την παροχή έννομης προστασίας για να επιτύχει την πραγματοποίηση της κατάστασης που αρμόζει σ’ αυτό, το οποίο πράγματι υφίσταται, όχι δε και όταν ο αντίδικός του αρνείται, απλά ή αιτιολογημένα, να δεχθεί την ύπαρξη ή την άσκηση του επιδίκου δικαιώματος (ΑΠ 764/2001, ΔΕΕ 2001/1013, ΑΠ 950/1989, Δνη 1991/77, ΑΠ 84/1984, ΝοΒ 1985/239, ΜονΕφΔυτΣτερΕλ 34/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 2243/2012, ΔΕΕ 2012/1031, ΕφΑθ. 8263/2007, ΔΕΕ 2008/1115, ΕφΔωδ. 122/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 871/2002, ΠειρΝομ. 2002/472, ΕφΠειρ. 470/1992, ΕΝαυτΔ 1993/256) ή όταν επικαλείται απλώς νομική αβασιμότητα της αγωγής, αποκρούοντας το δικαίωμα ως μη αναγνωριζόμενο από το νόμο (ΑΠ 1119/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1255/1980, ΝοΒ 29/554, ΕφΔωδ. 171/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘρακ. 221/2000, DIGESTA 2003/36, ΕφΠειρ. 13/1995, Δνη 1996/423 = ΔΕΕ 1995/403), καθόσον, ειδικότερα, εάν μεν το δικαίωμα αυτό είναι νόμιμο, μπορεί να ενασκηθεί και εναντίον της βουλήσεως του υποχρέου, οπότε ελέγχεται βεβαίως ενδεχόμενη καταχρηστικότητα της ασκήσεώς του, εάν, όμως, είναι ανυπόστατο ή αντίκειται στο νόμο, δεν μπορεί εκ μέρους του αμφισβητούντος αυτό να γίνει λόγος περί καταχρήσεως (ΑΠ 1417/1984, ΝοΒ 1985/1002, ΕφΘεσ. 727/2000, Αρμ. 2000/806). Επομένως, ο ισχυρισμός του εναγομένου περί καταχρηστικής ασκήσεως «υποτιθέμενου» δικαιώματος, σε κάθε περίπτωση, δεν αποτελεί ένσταση από το άρθρο 281 ΑΚ, αλλά άρνηση της αγωγής (ΕφΑθ. 966/2010, Δνη 2012/188), η δε διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ δεν έχει εφαρμογή όταν ο διάδικος αρνείται την ύπαρξη του δικαιώματος του αντιδίκου του (ΑΠ 894/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ανεξαρτήτως, όμως, τούτου, από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, 679 ΑΚ, 8 Ν. 2112/1920, 5 § 1 ΑΝ 539/1945 και 8 § 4 Ν. 4020/1959 συνάγεται γενική αρχή του εργατικού δικαίου, κατά την οποία εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, δεν συγχωρείται και, επομένως, είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενομένη κάθε παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμα λήψης των προβλεπομένων από το νόμο, τη συλλογική σύμβαση εργασίας ή άλλες κανονιστικές διατάξεις ελαχίστων ορίων των αποδοχών, επιδομάτων ή άλλων από την εργασία του παροχών, έστω και αν γίνεται εκ των υστέρων υπό μορφή άφεσης χρέους κατ’ άρθρο 454 ΑΚ, όπως άκυρη είναι και  η παραίτησή του από άλλα δικαιώματά του, που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξης, όπως είναι το δικαίωμά του για την καταβολή της νόμιμης αμοιβής για την υπερωριακή του απασχόληση, ανεξαρτήτως μάλιστα αν η αξίωση αυτή έχει ή δεν έχει ακόμη γεννηθεί (ΑΠ 166/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1340/2014, ΧρΙΔ 2015/225, ΑΠ 1554/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 691/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εκ τούτου, επειδή δηλαδή η συμφωνία που περιορίζει τα ως άνω δικαιώματα του εργαζομένου είναι για λόγους δημοσίας τάξεως άκυρη, έπεται ότι η παρά την ύπαρξη τέτοιας συμφωνίας δικαστική επιδίωξή τους δεν μπορεί να αποκρουστεί με την επίκληση της από το άρθρο 281 ΑΚ καταχρηστικότητας (ΜονΕφΠειρ. 71/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 795/2010, ΕΝαυτΔ 2010/385, ΕφΠειρ. 901/2002, ΠειρΝ 2003/70). Τέλος, μόνη η ανοχή του εργαζομένου ως προς την καταβολή μειωμένων αποδοχών δεν καθιστά καταχρηστική την άσκηση της αξίωσής του για την καταβολή σ’ αυτόν των νομίμων ελαχίστων αποδοχών του (ΑΠ 1158/2009, Ε7/2012/996, ΜονΕφΠειρ. 48/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 397/2020, αδημ.).

Με τον πέμπτο και τελευταίο λόγο της Β΄ έφεσής της η εναγόμενη – εκκαλούσα επαναφέρει τον και πρωτοδίκως προβληθέντα και απορριφθέντα αμυντικό ισχυρισμό της ότι η άσκηση της αγωγής, με την οποία επιδιώκεται η ικανοποίηση περιουσιακών αξιώσεων που είναι υπέρογκες και της δημιουργούν τεράστιο οικονομικό βάρος, είναι καταχρηστική, καθόσον, ειδικότερα, ο ενάγων με θετικές ενέργειές του της προκάλεσε την εύλογη βεβαιότητα ότι δεν θα διεκδικήσει τις αξιώσεις αυτές. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι ο εφεσίβλητος παρέμεινε στην υπηρεσία της επί μακρό χρονικό διάστημα χωρίς ουδέποτε να ισχυριστεί ότι υποαμείβεται, αντιθέτως, λάμβανε τις οικειοθελείς παροχές της εργοδότριας καθώς και αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης πέραν της νόμιμης, χωρίς ουδέποτε να εγείρει θέμα άλλων αξιώσεων, παραλάμβανε και υπέγραφε ανεπιφύλακτα όλες τις αναλυτικές αποδείξεις πληρωμής του, χωρίς να εκφράσει αντίρρηση ως προς το ύψος των βασικών ή πρόσθετων αποδοχών του και υπέγραφε άνευ επιφυλάξεως τις μηνιαίες καταστάσεις της υπερωριακής του απασχόλησης, δια της οποίας (υπογραφής του) κατ’ ουσίαν αναγνώριζε και διαβεβαίωνε την εναγόμενη ότι δεν υφίσταται απαίτησή του για υπερωριακή απασχόληση πέραν των εκεί αναφερομένων. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός δεν είναι νόμιμος προεχόντως διότι η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ δεν εφαρμόζεται όταν ο εναγόμενος αρνείται το αγωγικό δικαίωμα, όπως συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση κατά την οποία η εναγόμενη – εκκαλούσα παρότι επικαλείται καταχρηστικότητα κατά την ενάσκηση του επιδίκου δικαιώματος του ενάγοντος αμφισβητεί ταυτόχρονα την ύπαρξη οποιουδήποτε δικαιώματος αυτού του τελευταίου απορρέοντος από σύμβαση εξαρτημένης ναυτικής εργασίας υποστηρίζοντας ότι τον έχει εξοφλήσει πλήρως. Και αν όμως γινόταν δεκτό ότι ο ισχυρισμός προβάλλεται επικουρικά, κατά την έννοια του άρθρου 219 ΚΠολΔ, για την περίπτωση δηλαδή που ήθελε κριθεί ότι οι αγωγικές αξιώσεις πράγματι γεννήθηκαν, τα επικαλούμενα περιστατικά, στα οποία επιχειρείται να θεμελιωθεί ένσταση καταχρηστικότητας, και αληθή υποτιθέμενα, δεν δύνανται κατά νόμο να συγκροτήσουν το πραγματικό της ιδίας διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, αφού ο ενάγων, για όσους λόγους προαναφέρθηκαν, δεν μπορούσε να στερηθεί του δικαιώματός του στη δικαστική επιδίωξη των νομίμων απαιτήσεών του από την παροχή της εργασίας του. Άλλωστε, η περιγραφόμενη στάση του εναγομένου συνιστά αδράνεια και όχι θετική συμπεριφορά του, ώστε να αρκεί για τη δημιουργία στην εργοδότρια της εύλογης πεποίθησης ότι δεν πρόκειται να ασκηθούν αξιώσεις για υπερωριακή αμοιβή. Θετική συμπεριφορά που θα μπορούσε να στηρίξει ισχυρισμό περί κατάχρησης δικαιώματος του μισθωτού θα συνιστούσε η υπογραφή του σε μηνιαίες καταστάσεις υπερωριακής απασχόλησης, αν τις σχετικές καταστάσεις συνέτασσε ο ίδιος ο ναυτικός και τις υπέβαλε προς έγκριση στην εργοδότρια, η οποία θα τις ενέκρινε και εν συνεχεία εκείνος αμφισβητούσε τον αριθμό των υπερωριών που ο ίδιος υποστήριξε εξαρχής ότι πραγματοποίησε. Σε κάθε άλλη περίπτωση η μη αμφισβήτηση της ορθότητας των εγγραφών στις μηνιαίες καταστάσεις υπερωριών ή στις αποδείξεις πληρωμής του ναυτικού συνιστά απλή ανοχή προς αποφυγή του κινδύνου λύσης της εργασιακής σχέσης με πρωτοβουλία του εργοδότη. Εξάλλου, μόνον το οικονομικό κόστος που θα προκαλέσει στην εναγόμενη η ευδοκίμηση της αγωγής δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά απέρριψε τον επίμαχο ισχυρισμό της εναγομένης και, αφού συμπληρωθούν οι αιτιολογίες της απορριπτικής κρίσεως της εκκαλουμένης κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ, ο ερευνώμενος λόγος θα απορριφθεί ως αβάσιμος.

VII. Κατ’ ακολουθίαν όλων των προεκτεθέντων το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων. Επομένως, πρέπει να γίνουν δεκτές εν μέρει οι ένδικες εφέσεις ως και ουσιαστικά βάσιμες κατά τους ως άνω ευδοκιμήσαντες λόγους τους και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της, δηλαδή και κατά το μη πληγέν ή ανατραπέν μέρος της, για την ενότητα του τίτλου της αναγκαστικής εκτελέσεώς της (ΑΠ 748/1984, Δνη 26/642, ΜονΕφΠειρ. 605/2014, αδημ. ΕφΠειρ. 700/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 277/2005, ΔΕΕ 2005/685, ΕφΠειρ. 91/2004, Πειρ. Νομ. 2004/160) και, αφού η υπόθεση κρατηθεί προς κατ’ ουσίαν εκδίκαση από το παρόν Δικαστήριο, να γίνει δεκτή η αγωγή κατά ένα μέρος ως και ουσιαστικά βάσιμη και, κατά τις αγωγικές διακρίσεις, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα ως διαφορές αποδοχών υπερωριακής απασχόλησης το χρηματικό ποσόν των πέντε χιλιάδων οκτακοσίων δεκατριών ευρώ και πενήντα οκτώ λεπτών (5.813,58 €) και να αναγνωριστεί η υποχρέωσή της στην καταβολή τριών χιλιάδων επτακοσίων έξι ευρώ και τριάντα δύο λεπτών (3.132,29 € + 574,03 € = 3.706,32 €) συνολικά, ως διαφορές επιδομάτων δώρων εορτών και πρόσθετης αμοιβής για δρομολόγια εξπρές, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της λύσεως της τελευταίας συμβάσεως ναυτολόγησης του ενάγοντος (31.8.2019), που αποτελεί κατά νόμο δήλη ημέρα και μέχρι την πλήρη εξόφληση, εκτός από το χρηματικό ποσό των τετρακοσίων σαράντα επτά ευρώ και ενενήντα οκτώ λεπτών (447,98 €), που αντιστοιχεί στο επίδομα δώρου εορτών Χριστουγέννων του έτους 2019 και είναι τοκοφόρο από 1.1.2020 (περί του ότι για την πληρωμή του επιδόματος δώρου εορτών Χριστουγέννων ως δήλη ημέρα καταβολής ορίζεται από το νόμο η 31η Δεκεμβρίου του έτους για το οποίο οφείλεται και, συνεπώς, η τοκοφορία του δεν άρχεται σε προγενέστερο χρονικό σημείο βλ. ΜονΕφΠειρ. 48/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 265/2020, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου τούτου στο διαδίκτυο, όπου και περαιτέρω παραπομπές).

VIII. Κατόπιν αυτών παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση του υποβληθέντος με το δικόγραφο της Β΄ έφεσης στο Δικαστήριο τούτο αιτήματος της εκκαλούσας – εναγομένης για επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν από την εκ μέρους της καταβολή στον ενάγοντα του χρηματικού ποσού των επτά χιλιάδων ευρώ (7.000 €), ως προς το οποίο η εκκαλουμένη απόφαση κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή, το οποίο θεμελιώνεται στις διατάξεις των άρθρων 525 § 3 και 914 ΚΠολΔ, αφού το χρηματικό ποσό της τελεσίδικης επιδίκασης υπερβαίνει το καταβληθέν.

ΙΧ. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρα 106, 176, 178 αρ. 1, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των εξόδων του ενάγοντος σε βάρος της εναγομένης, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων τις εφέσεις.

Δέχεται αυτές τυπικώς και εν μέρει κατ’ ουσίαν.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση.

Κρατεί και δικάζει την αγωγή κατ’ ουσίαν.

Δέχεται αυτήν κατά ένα μέρος.

Υποχρεώνει την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το χρηματικό ποσόν των πέντε χιλιάδων οκτακοσίων δεκατριών ευρώ και πενήντα οκτώ λεπτών (5.813,58 €), με το νόμιμο τόκο από την 31η.8.2019 και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

Αναγνωρίζει ότι η εναγόμενη υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα το χρηματικό ποσόν των τριών χιλιάδων επτακοσίων έξι ευρώ και τριάντα δύο λεπτών (3.706,32 €), το νόμιμο τόκο από 31.8.2019, πλην κονδυλίου τετρακοσίων σαράντα επτά ευρώ και ενενήντα οκτώ λεπτών (447,98 €), για το οποίο νόμιμος τόκος οφείλεται από 1ης.1.2020.

Απορρίπτει αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων.

Επιβάλλει σε βάρος της εναγομένης μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο καθορίζει σε επτακόσια ευρώ (700 €).

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Σεπτεμβρίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

     Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ