Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 593/2022

Αριθμός  593/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 3ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου (ΟΤΑ) με την επωνυμία «ΔΗΜΟΣ ΑΙΓΙΝΑΣ», το οποίο εδρεύει στην Αίγινα και εκπροσωπείται νόμιμα από το Δήμαρχο αυτού, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του δικηγόρο Αλεξάνδρα Τσάμη.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ-ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ:   ………..ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου του δικηγόρου Αθανασίου Χαλδαίου.

Ο εφεσίβλητος-εκκαλών κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 20.11.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2019) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 2126/2020 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που   δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου α)  το εναγόμενο ΝΠΔΔ και ήδη εκκαλούν-εφεσίβλητο με την από 1.2.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ κατάθεσης στο Πρωτοδικείο  ……../2022,  ΓΑΚ/ΕΑΚ προσδιορισμού στο Εφετείο ………../2022) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης και β) ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος-εκκαλών με την από  25.4.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ κατάθεσης στο Πρωτοδικείο………/2021, ΓΑΚ/ΕΑΚ προσδιορισμού στο Εφετείο ……../2021) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η 3η.3.2022, μετά δε από αναβολή, η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων,  αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου φέρονται προς κρίση: α) η από  01-02- 2022 (γεν.αριθμ.καταθ……./2022) έφεση του ΝΠΔΔ (ΟΤΑ) με την επωνυμία «ΔΗΜΟΣ ΑΙΓΙΝΑΣ» κατά του ……. και β) η από 25-04-2021 (γεν.αριθμ.καταθ………/2021) έφεση του ……. κατά  του ΝΠΔΔ (ΟΤΑ) με την επωνυμία «ΔΗΜΟΣ ΑΙΓΙΝΑΣ»

Οι υπό κρίση εφέσεις κατά της υπ΄αριθμ.2126/ 2020  απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρ.614 αρ.1 ΚΠολΔ), έχουν ασκηθεί  νομότυπα με την κατάθεση δικογράφου στην γραμματεία του δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση (αρ. 495§1, 511 επ. Κ.Πολ.Δ.) και εμπρόθεσμα, καθόσον από τα στοιχεία της δικογραφίας, δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ενώ εξάλλου δεν παρήλθε γι’ αυτό η καταχρηστική προθεσμία των δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της προσβαλλομένης απόφασης (04-06-2020) σύμφωνα με το άρθρο 518 § 2 ΚΠολΔ, ως ισχύει μετά  την αντικατάσταση της ανωτέρω παραγράφου από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015, που εφαρμόζεται για τα κατατεθειμένα από την 1.1.2016 ένδικα μέσα, όπως στην προκειμένη περίπτωση (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 498, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 και 147 παρ. 2 του ΚΠολΔ).

Πρέπει, επομένως, να γίνουν τυπικά δεκτές (άρθρο 532 ΚΠολΔ) και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρ. 533 παρ.1του ίδιου Κώδικα),από το παρόν Δικαστήριο, το οποίο είναι καθ` ύλην αρμόδιο για την εκδίκασή τους (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως αυτό ισχύει μετά την τροποποίησή του με την παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. 3994/2011), αφου συνεκδικασθούν, λόγω της μεταξύ τους πρόδηλης συνάφειας, επειδή  επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρα 31, 246, 524 ΚΠολΔ), δοθέντος ότι για το παραδεκτό της συζήτησης της υπο στοιχ. β΄ (δεύτερης έφεσης) έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα το σχετικό παράβολο κατ΄άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ ως ισχύει κατά το χρόνο άσκησης της ένδικης έφεσης, λαμβανομένου υπόψη ότι κατά τη διάταξη του άρθρου 276 παρ. 1 εδ. β` του ν. 3463/2006 το εκκαλούν στην υπο στοιχ.α΄ (πρώτη έφεση) ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου απαλλάσσεται από την κατά το άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ υποχρέωση καταβολής του παραβόλου της εφέσεως. Σημειώνεται δε ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση τυγχάνουν εφαρμογής οι νέες διατάξεις του ν. 4335/2015, κατά το μέρος που τροποποίησαν τις διατάξεις του τρίτου βιβλίου του ΚΠολΔ (άρθρα 495 – 590 ΚΠολΔ), οι οποίες αφορούν και τα ένδικα, μέσα, δεδομένου ότι, κατά την μεταβατική διάταξη του άρθρου 1 άρθρου ένατου παρ. 2 του ως άνω νόμου, οι διατάξεις αυτές τυγχάνουν εφαρμογής για τα ένδικα μέσα τα κατατιθέμενα από την 1.1.2016 και εφεξής, όπως συμβαίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση.

Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων και ήδη εκκαλών (στην υπο στοιχ. β΄έφεση) και ήδη εφεσίβλητος (στην υπο στοιχ. α΄έφεση), με την από 20-11-2019 (γεν.αριθμ. καταθ………../2019) αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, στρεφόμενος κατά του ΝΠΔΔ με την επωνυμία «Δήμος Αίγινας» και ήδη εκκαλούντος (στην υπο στοιχ. α΄έφεση) και ήδη εφεσίβλητου (στην υπο στοιχ. β΄έφεση) εξέθεσε τα ακόλουθα: Ότι με το από 31-7-2017 ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης γεώτρησης νομίμως θεωρημένου από την αρμόδια ΔΟΥ και σύμφωνα με την υπ΄αριθμ.97/2017 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του εναγομένου Δήμου, εγκρίθηκε η εκ μέρους του ενάγοντος εκμίσθωση γεώτρησής του με ολόκληρο τον σχετικό τεχνικό εξοπλισμό του αντλιοστασίου που τη συνοδεύει, η οποία βρίσκεται σε ακίνητο (οικόπεδο) κυριότητάς του, κείμενο στην εδαφική περιφέρεια της Τοπικής Κοινότητας ….. Αίγινας και ειδικότερα στη θέση «….», έκτασης 2.105,40 τμ, προκειμένου ο μισθωτής να αντλεί από αυτήν (γεώτρηση) πόσιμο νερό για να καλύψει τις ανάγκες ύδρευσης των κατοίκων των περιοχών …. και ……. του Δ.Δ …… και Δήμου Αίγινας και το νερό της οποίας (γεώτρησης) έχει κριθεί από τις αρμόδιες υπηρεσίες κατάλληλο από μικροβιολογικής άποψης. Ότι η χρονική διάρκεια της ως ανω μίσθωσης καθορίστηκε για 2 μήνες και δη από 1-8-2017 έως 30-9-2017 και με τον ρητά αναγραφόμενο στο σχετικό μισθωτήριο όρο ότι οι συμβαλλόμενοι θα μπορούσαν, εφόσον το επιθυμούσαν, να παρατείνουν τη διάρκεια της σύμβασης για ένα ακόμη δίμηνο με το ίδιο ακριβώς μηνιαίο μίσθωμα. Ότι αυτό (μίσθωμα) συμφωνήθηκε σε μηνιαία βάση, στο ποσό των 3.000,00 ευρώ το οποίο θα καταβαλλόταν από τον εναγόμενο Δήμο εντος του πρώτου δεκαημέρου του επόμενου μήνα της χρήσης της γεώτρησης, με έκδοση σχετικού χρηματικού εντάλματος πληρωμής υπερ του ενάγοντα. Οτι επίσης συμφωνήθηκε ρητά ότι ο μισθωτής Δήμος βαρύνεται με το κόστος κατανάλωσης ρεύματος του αντλιοστασίου γεώτρησης, ενώ με τη σχετική δαπάνη συντήρησης του σχετικού μηχανισμού (εξοπλισμού) βαρύνεται ο εκμισθωτής – ενάγων. Ότι σε εκτέλεση της ανωτέρω συμφωνίας παραχώρησε την αποκλειστική χρήση της γεώτρησης καθώς και του αντλιοστασίου αυτής.

Στη συνέχεια εκθέτει ότι ο εναγόμενος Δήμος κατόπιν σχετικής απόφασης του ΔΣ πριν τη λήξη της μίσθωσης, πρότεινε στον ενάγοντα την παράτασή της για άλλο ένα ακόμη δίμηνο, ήτοι από 1-10-2017 έως 30-11-2017 με το ίδιο ως ανω μηνιαίο μίσθωμα, πρόταση την οποία αποδέχθηκε ο ενάγων. Ότι η ένδικη μίσθωση δεν παρατάθηκε μετα τη λήξη της (30-11-2017) και παρα ταύτα ο εναγόμενος εξακολουθούσε να χρησιμοποιεί παρανόμως το μίσθιο, αντλώντας μεγάλες ποσότητες νερού, καταναλώνοντας για το σκοπό αυτό και μεγάλες ποσότητες ηλεκτρικής ενέργειας. Ότι ενόψει της κατάστασης αυτής, απευθύνθηκε στον εναγόμενο με την υπ΄αριθμ. ……/26-1-2018 αίτηση-πρόσκληση,καλώντας τον αρχικά μεν να παραταθεί η διάρκεια της μισθωτικής σχέσης υπογράφοντας νέο μισθωτήριο για δύο τουλάχιστον μήνες ή και για παραπάνω χρόνο, εφόσον ήθελε ο Δήμος, και επίσης να του καταβάλει, λόγω παράνομης παρακράτησης του μίσθιου, ως αποζημίωση χρήσης για τους μήνες Δεκέμβριο 2017 και Ιανουάριο 2018 το συνολικό ποσό των 6.000,00 ευρώ (ήτοι 3.000,00 Χ2), αλλά και να του εξοφλήσουν άμεσα τον λογαριασμό κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος για τους ανωτέρω μήνες (Δεκέμβριο 2017, Ιανουάριο 2018) οι οποίοι εκδίδονταν στο όνομά του (ενάγοντος).

Ότι ο εναγόμενος εξακολουθούσε να κάνει χρήση παράνομα του μισθίου και τον Φεβρουάριο του έτους 2018, αναγκάζοντάς τον να διαμαρτυρηθεί εκ νέου, επανερχόμενος με νέα αίτηση με την οποία αξίωσε αποζημίωση χρήσης για το χρονικό διάστημα των μηνών Δεκεμβρίου 2017 έως και Φεβρουαρίου 2018 ποσού 9.000,00 ευρώ (ήτοι 3.000,00 Χ 3 μήνες) καθώς και τις δαπάνες κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος για το χρονικό διάστημα από 1-8-2017 έως και 28-2-2018,ύψους 9.306,00 ευρώ τις οποίες και αποπλήρωσε με δικά του εν τέλει χρήματα, προκειμένου να αποφύγει πιθανή διακοπή ηλεκτροδότησης.

Περαιτέρω εξέθεσε ότι στις 29-6-2018 υπογράφηκε νέο μισθωτήριο συμφωνητικό, με τους ίδιους όρους με το προηγούμενο, διάρκειας δύο μηνών, ήτοι από 1-7-2018 έως 30-8-2018. Ότι ο εναγόμενος Δήμος, κατόπιν σχετικής δήλωσής του προς τον ενάγοντα, παρέτεινε τη διάρκεια της σύμβασης για ακόμη δύο μήνες, ήτοι από 1-9-2018 έως 31-10-2018.Οτι την εκ μέρους του εναγομένου ανενόχλητη και αποκλειστική χρήση του μισθίου, ο τελευταίος, αν και κατέβαλε τα οφειλόμενα για την παραπάνω περίοδο μισθώματα, δεν κατέβαλε στον ενάγοντα τις αναλογούσες δαπάνες κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος και ειδικότερα για το χρονικό διάστημα από 1-7-2018 έως 16-7-2018, ποσού 1.773,00 ευρώ, το οποίο αναγκάσθηκε να πληρώσει με ίδια μέσα ξανα αυτός (ενάγων), προκειμένου να αποφύγει μία ενδεχόμενη διακοπή ηλεκτροδότησης, με δυσάρεστες επιπτώσεις για την υδροδότηση των κατοίκων της περιοχής. Επίσης αυτός (ενάγων) αναφέρει ότι με το ημερομηνία 28-6-2019 ιδιωτικό μισθωτήριο συμφωνητικό, συμφωνήθηκε η εκ νέου εκμίσθωση του ίδιου μισθίου στον εναγόμενο με τους ίδιους και πάλι όρους, για χρονικό διάστημα δύο μηνών (ήτοι από 1-7-2019 έως 31-8-2019) και ότι στη συνέχεια, κατόπιν πρότασης του εναγομένου, παρατάθηκε η διάρκειά της για δύο ακόμη μήνες, ήτοι από 1-9-2019 έως 31-10-2019. Ότι ο εναγόμενος δεν κατέβαλε ένα μέρος από τις οφειλόμενες δαπάνες κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος για την περίοδο από 1-7-2019 έως και 16-9-2019, ποσού 1.529,00 ευρώ (ήτοι 3.750,00 ευρώ – 2.041,00 ευρώ που κατέβαλε), το οποίο αναγκάστηκε εκ νέου να εξοφλήσει με δικά του οικονομικά μέσα προκειμένου και πάλι να αποφευχθεί πιθανή διακοπή παροχής ρεύματος.

Με βάση το ιστορικό αυτό, ο ενάγων ζήτησε με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει : α) το ποσό των 9.000,00 ευρώ ως οφειλόμενη αποζημίωση χρήσης (αρθρ.601 ΑΚ) για το διάστημα των μηνών Δεκεμβρίου 2017, Ιανουαρίου, Φεβρουαρίου 2018 κατά το οποίο ο εναγόμενος παρανόμως παρακράτησε το μίσθιο (ήτοι 3.000,00 ευρώ Χ 3 μήνες), νομιμοτόκως από τότε που κάθε επιμέρους «μίσθωμα» θα καθίστατο ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση, β) το ποσό των 9.306,00 ευρώ που αφορά δαπάνη κατανάλωσης ρεύματος για το διάστημα από 1-8-2017 εως και 28-2-2018,νομιμοτόκως από τότε που προέβη στην πληρωμή του προς τη ΔΕΗ, άλλως από την επίδοση της αγωγής εως την πλήρη εξόφληση, γ) το ποσό των 1.773,00 ευρώ για την ίδια ως ανω αιτία που αφορά την περίοδο από 1-7-2018 έως και 16-7-2018,νομιμοτόκως από τότε που προέβη στην πληρωμή του προς τη ΔΕΗ, άλλως από την επίδοση της αγωγής έως και την πλήρη εξόφληση και δ) το ποσό των 1.529,00 ευρώ για την ίδια αιτία (δαπάνη κατανάλωσης ρεύματος ) που αφορά την περίοδο από 1-7-2019 εως και 16-9-2019, νομιμοτόκως από τότε που προέβη στην πληρωμή του προς τη ΔΕΗ, άλλως από την επίδοση της αγωγής έως και την πλήρη εξόφληση, δηλαδή συνολικά για όλες τις ανωτέρω αιτίες, ο ενάγων ζήτησε την επιδίκαση του συνολικού ποσού των 21.608,00 ευρώ και τέλος, να καταδικασθεί ο εναγόμενος στην εν γένει δικαστική του δαπάνη.

Τις ως ανω αγωγικές του αξιώσεις ο ενάγων στηρίζει κυρίως στις προαναφερόμενες διαδοχικές συμβάσεις μίσθωσης (άρθρ.361,574,591,608 παρ.1, 601 ΑΚ), άλλως επικουρικώς στις περι αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις (άρθρ.904 επ. ΑΚ) αν για οιονδήποτε λόγο ήθελε κριθεί ότι η ένδικη σύμβαση είναι άκυρη, οπότε τα αιτούμενα με την κρινόμενη αγωγή ποσά, συνιστούν αποδοτέα ωφέλεια.

Επι της αγωγής αυτής εκδόθηκε από το πρωτοβάθμιο ως ανω Δικαστήριο η εκκαλουμένη υπ΄αριθμ. 2126/ 2020  απόφαση η οποία : α)  απέρριψε ως μη νόμιμη την αγωγή κατά την κύρια βάση της που στηρίζεται στη σύμβαση μίσθωσης ήτοι στην αξίωση για αποζημίωση χρήσης κατ΄άρθρο 601 ΑΚ και στην καταβολή δαπανών κατ΄άρθρο 361 ΑΚ, β) απέρριψε ως μη νόμιμο το αγωγικό αίτημα καταβολής των δαπανών κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος οι οποίες βάρυναν, με βάση τους όρους της άκυρης μισθωτικής σύμβασης, τον εναγόμενο «μισθωτή» Δήμο, γ) ως προς την επικουρική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, απέρριψε αυτήν (αγωγή) ως μη νόμιμη σε σχέση με το υπο στοιχ. α΄κονδύλιο ύψους 9.000,00 ευρώ που αφορά την «αποζημίωση χρήσης» για το διάστημα των μηνών Δεκεμβρίου 2018, Ιανουαρίου, Φεβρουαρίου 2019 και  δ) αφου δέχθηκε ως νόμιμη την αγωγή ως προς το σκέλος που αφορά την επιδίκαση, βάσει των διατάξεων του αδικαιολόγητου πλουτισμού, των δαπανών κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος που κατέβαλε ο ενάγων, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 3,174,180.904,908 παρ.1,301 παρ.1 ΑΚ και 176 ΚΠολΔ, δέχθηκε εν μέρει αυτή (αγωγή) ως προς το εν λόγω κεφάλαιο ως και κατ΄ουσίαν βάσιμη και υποχρέωσε τον εναγόμενο Δήμο να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 12.608,00 ευρώ νομιμοτόκως από τις ημερομηνίες πληρωμής των εν λόγω δαπανών (κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην εκκαλουμένη) και τέλος συμψήφισε τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων κατ΄άρθρο 179 ΚΠολΔ.

Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται ήδη οι εκκαλούντες με τις κρινόμενες εφέσεις τους για τους λόγους που αναφέρονται σ` αυτές, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε στη συνέχεια, ως προς το εκκαλούν ΝΠΔΔ στην πρώτη έφεση, να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της, ως προς δε τον εκκαλούντα στη δεύτερη έφεση, να γίνει δεκτή στο σύνολό της η αγωγή.

Ως συστατικό του ακινήτου θεωρείται, κατά τη διάταξη του άρθρου 955 περ.3 ΑΚ και το νερό που βρίσκεται κάτω από το έδαφος του. δηλαδή μέσα στον υπόγειο χώρο που προσδιορίζεται από τη νοητή κατά βάθος προέκταση των ορίων του ακινήτου. Ειδικά για τα υπόγεια νερά, χωρίς διάκριση αν βρίσκονται κάτω από ιδιωτικά ή δημόσια ακίνητα, προβλέπει το άρθρο 18 παρ. 1 του Συντάγματος, ότι ειδικοί νόμοι ρυθμίζουν τα σχετικά με την ιδιοκτησία και τη διάθεση τους. Τέτοιος ειδικός νόμος είναι ο ν. 1739/1987 «διαχείριση των υδατικών πόρων και άλλες διατάξεις» ο οποίος, καταργώντας κάθε προηγούμενη διάταξη που είναι αντίθετη στις διατάζεις του ή ανάγεται σε θέματα που ρυθμίζονται απ” αυτόν (άρθρο 16 παρ. 1), θεωρεί ως υδατικούς πόρους και τα υπόγεια νερά, χωρίς διάκριση στην ποιότητα, προέλευση και δυνατή χρήση τους (άρθρο 1 παρ. 1 περιπτ. α) και ορίζει: α) Το νερό αποτελεί φυσικό αγαθό για την ικανοποίηση κοινωνικών αναγκών και η διαχείρισή του ασκείται, όπως ορίζεται στο νόμο αυτό (άρθρο 2 παρ. 1), β) Η διαχείριση των υδατικών πόρων μέχρι την απόδοση τους σε άλλη αρχή, ασκείται από το Υπουργείο Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας (άρθρο 3 παρ. 1), γ) Τα φυσικά (όπως και τα νομικά) πρόσωπα μπορούν να εκτελούν έργα αξιοποίησης υδατικών πόρων για δική τους παραγωγική χρήση μέχρι να καλυφθούν οι πραγματικές ανάγκες τους ή, ύστερα από απόφαση του αρμοδίου νομάρχη, μπορούν να εκτελέσουν έργα αξιοποιήσεως για ανάγκες πέρα από τις δικές τους, που εξυπηρετούν τη δημόσια ωφέλεια (άρθρο 8 παρ. 1), δ) κάθε φυσικό πρόσωπο έχει δικαίωμα χρήσης του νερού, το οποίο ασκείται μετά από άδεια της αρμόδιας αρχής και περιορίζεται στο ανώτατο όριο των πραγματικών αναγκών του, ενώ το πλεονάζον υπόλοιπο διατηρείται σε εφεδρεία από την αρμόδια υπηρεσία διαχείρισης υδατικών πόρων για την απόδοση του σε άλλο πρόσωπο, για την ίδια ή άλλη χρήση (άρθρο 9 παρ.1 και 2), ε) Δεν απαιτείται άδεια για χρήση νερού προς ικανοποίηση αποκλειστικά ατομικών ή οικογενειακών αναγκών, με τον απαραίτητο όρο, ότι η χρήση αυτή δεν επεκτείνεται οπωσδήποτε σε παραγωγική δραστηριότητα για διάθεση ή εκμετάλλευση προϊόντων ή υπηρεσιών (άρθρο 9 παρ.4 ), στ) Η διαδικασία και οι μέθοδοι κοστολόγησης νερού σε υφιστάμενες και νέες χρήσεις, ο φορέας καθορισμού τιμής και ο φορέας είσπραξης καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας και του κατά περίπτωση συναρμόδιου Υπουργού, ύστερα από γνωμοδότηση της Διυπουργικής Επιτροπής Υδάτων (άρθρο 10 παρ.4), ζ) Τα δικαιώματα χρήσης υδατικών πόρων που στηρίζονται σε νόμο ή σε έθιμο διατηρούνται (άρθρο 13 παρ. 1). Από τις διατάξεις του νόμου αυτού προκύπτει, ότι καθιερώθηκε, νέο σύστημα ορθολογικής διαχείρισης των υδατικών πόρων της χώρας και σύστημα ελέγχου της χρήσης των νερών, με την πρόβλεψη της λήψης άδειας από κάθε πρόσωπο που θέλει να κάνει χρήση νερού, αλλά και με εξαίρεση για την πιο πάνω περίπτωση χρήσης για ατομικές ή οικογενειακές ανάγκες, που και αυτή υπόκειται σε άλλης φύσεως περιορισμό. Το σύστημα αυτό καταργεί το προηγούμενο του ν. 439/1945 που προέβλεπε την κατ” αρχήν ελεύθερη χρήση των νερών και επιβάλλει περιορισμούς στην ιδιοκτησία, οι οποίοι προβλέπονται από συνταγματική διάταξη και υπερισχύουν όλων των διατάξεων του Αστικού Κώδικα ή άλλου ειδικού (προηγούμενου) νόμου για τα υπόγεια νερά.

Βάσει όσων προαναφέρθηκαν, τα νερά που βρίσκονται κάτω από το έδαφος ενός ακινήτου και μάλιστα σε τέτοιο βάθος, ώστε να υπάγονται σε υδροφόρο ορίζοντα που εκτείνεται σε μεγάλες αποστάσεις και καλύπτει πολλές ιδιοκτησίες και από το οποία αντλούνται μεγάλες ποσότητες που καλύπτουν τις υδρευτικές ανάγκες μιας πόλης, ή αγροτικών ιδιοκτησιών, δεν μπορούν να θεωρηθούν προϊόντα του ακινήτου, από το οποίο γίνεται άντληση, που παράγονται λόγω της φύσης ή του προορισμού του, δεδομένου άλλωστε, ότι μπορούν να αντληθούν στις ίδιες ακριβώς ποσότητες και από άλλο, γειτονικό ή όχι ακίνητο που βρίσκεται πάνω από τον ίδιο υδροφόρο ορίζοντα. Αλλά ούτε και συστατικά του ακινήτου μπορούν να θεωρηθούν με την έννοια του άρθρου 954 παρ. 1 περ. 3 ΑΚ, γιατί το συστατικό περιορίζεται μέσα στα φυσικά όρια του ακινήτου, κάτι που δε συμβαίνει με τα αντλούμενα υπόγειο νερά από εκτεταμένο υδροφόρο ορίζοντα. Αντίθετα, είναι φυσικό αγαθό, το οποίο σύμφωνα με το Σύνταγμα και τον πιο πάνω ειδικό νόμο, δικαιούται να διαχειρίζεται και διαθέτει μόνο το Κράτος, ενώ ο ιδιοκτήτης του ακινήτου έχει μόνο περιορισμένο δικαίωμα χρήσης των υπόγειων νερών για τις ανάγκες του ακινήτου του, μετά από άδεια, όχι όμως και εκμετάλλευσης του. Αλλά και από τους περιορισμούς που επιβάλλει για τα υπόγεια νερά το άρθρο 18 παρ.1 του Συντάγματος και ο ν. 1739/1987, που εκδόθηκε κατά ρητή πρόβλεψη του, συνάγεται ότι ο κύριος ακινήτου, κάτω από το οποίο βρίσκονται υπόγεια νερά, όπως αυτά που προαναφέρθηκαν, έχει περιορισμένο δικαίωμα χρήσης (μόνο) του νερού, ύστερα από άδεια της αρχής ή και χωρίς αυτήν, κατά περίπτωση, όχι όμως και δικαίωμα διάθεσης ή εκμετάλλευσης των νερών με χρηματικό ή άλλο αντάλλαγμα, οπότε δεν θεωρούνται τα υπόγεια νερά ως περιουσιακό του στοιχείο (AΠ 48/1999 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ΣτΕ 389/1999, ΣτΕ 4531/1998 και ΣτΕ 3235/1993). Εφόσον λοιπόν, υπό το, κατ` επιταγή του Συντάγματος, νυν ισχύον ως άνω νομικό καθεστώς, τα υπόγεια ύδατα δεν αποτελούν ιδιοκτησία του κυρίου του ακινήτου, κάτω από το οποίο διέρχονται, δεν είναι δεκτικά διαθέσεως σε τρίτους, η οποία άλλωστε απαγορεύεται ρητώς από τις ανωτέρω, αναγκαστικού δικαίου, όπως λέχθηκε, διατάξεις, ο ιδιοκτήτης, δε, του ακινήτου στο οποίο διενεργήθηκε η ανόρυξη της γεώτρησης, έχει απλώς δικαίωμα χρήσεως αυτών και μάλιστα περιορισμένης, κατά τους όρους της οικείας νομαρχιακής αποφάσεως, που του παρέχει το δικαίωμα αυτό. Η απαγορευμένη, δε, από το νόμο διάθεση του ύδατος σε τρίτους, συνεπάγεται αδυναμία κατά νόμο παραχώρησης οποιουδήποτε εμπραγμάτου ή ενοχικού δικαιώματος επ` αυτών καθώς και νομής ή οιονεί νομής που μπορούν, με συνδρομή και των λοιπών κατά νόμο προϋποθέσεων, να οδηγήσουν σε απόκτηση δικαιώματος κυριότητος ή πραγματικής ή περιορισμένης προσωπικής δουλείας αντλήσεως και χρήσεως αυτού με χρησικτησία (άρθρα 974, 975, 1041, 1045, 1121 και 1191 ΑΚ., ΑΠ 48/1999 ο.α., ΕφΑθ 4326/2006, Εφ Λαρ 67/ 2019, ΕφΛαρ 121/2003  ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Περαιτέρω, η  διάταξη του άρθρου 601 ΑΚ ρυθμίζει τις σχέσεις μεταξύ εκμισθωτή και μισθωτή του πράγματος από τη σύμβαση της μισθώσεως  (βλ. Φίλιου, Μίσθωση πράγματος εκδ. β` σελίς 379 επομ. 384 και 410), ήτοι η αποζημίωση  που προβλέπεται απο αυτή τη διάταξη γενεσιουργό αιτία έχει την παράβαση της υποχρεώσεως του μισθωτή προς απόδοση του πράγματος μετά  τη λήξη της μισθώσεως κατα το άρθρ. 599 ΑΚ (βλ. Ζέπου, Ειδ. Ενοχ. δίκαιον, Εκδ. β` παρ. 7 σελίς 193, 197 και 214-215, Τούση, Ειδ.Ενοχ. Δίκαιον.Ημιτ. Α` σελίς 255 σημ. 2, ΑΠ 650/1966 ΝοΒ 15.577). Συνεπώς, εάν η σύμβαση της μισθώσεως είναι άκυρη, δηλαδή κατά το νόμο ανύπαρκτη  (αρθ. 180 ΑΚ), είναι πρόδηλο ότι δεν  υπάρχει  και  υποχρέωση  από τη σύμβαση  της  μισθώσεως είναι  άκυρη, δηλαδή  κατά το νόμο ανύπαρκτη (αρθρ. 180 ΑΚ), είναι πρόδηλο ότι δεν υπάρχει  και  υποχρέωση  από  τη σύμβαση  προς  απόδοση του μισθίου, ούτε δε και αποζημίωση νοείται για τη μη εκπλήρωση αυτής της υποχρέωσης κατά το αρθ. 601 ΑΚ ή αξίωση προς εκπλήρωση  οποιασδήποτε  άλλης  συμβατικής  υποχρεώσεως (ΕφΑθ 3219/ 1987 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, βλ.καιΒαθρακοκοίλη σε ΕρΝομΑΚ,άρθρ.601,σελ.744, Ι.Ν. Κατράς σε Αστικές και Εμπορικές Μισθώσεις,εκδ.2η 2019, σελ.511).

Κατά το άρθρο 904 παρ.1 ΑΚ, όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης ή παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή αιτία παράνομη ή ανήθικη. Κατά δε το άρθρο 908 εδ. α του ίδιου Κώδικα ο λήπτης οφείλει να αποδώσει το πράγμα που έλαβε ή το αντάλλαγμα που τυχόν έλαβε από αυτό. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει, ότι, σε περίπτωση που εκτελείται και παραδίδεται έργο ή παρέχονται υπηρεσίες ή εργασίες με άκυρη σύμβαση, “ο αντισυμβαλλόμενος” του παρέχοντος, που δέχεται το έργο ή τις υπηρεσίες στο πλαίσιο της άκυρης σύμβασης, η οποία συνιστά τη βασική προϋπόθεση της έλλειψης νόμιμης αιτίας, υποχρεούται να αποδώσει την ωφέλεια την οποία απέκτησε χωρίς νόμιμη αιτία και που συνίσταται, σε περίπτωση αδυναμίας αυτούσιας απόδοσης της παροχής που έλαβε χώρα χωρίς νόμιμη αιτία, στη χρηματική αποτίμηση του παρασχεθέντος έργου ή της παρασχεθείσας εργασίας ή υπηρεσίας και στη δαπάνη που εξοικονόμησε, στην οποία θα υποβαλλόταν, αν την εκτέλεση του ίδιου έργου ή της εργασίας ανέθετε, με έγκυρη σύμβαση, σε άλλο πρόσωπο, το οποίο θα διέθετε τα ίδια επαγγελματικά προσόντα και ικανότητες. Ο παραπάνω γενικός κανόνας του άρθρου 904 ΑΚ, που απορρέει από τις κοινωνικές αντιλήψεις περί ισότητας και επιείκειας, έχει εφαρμογή και για το Δημόσιο και τα Ν.Π.Δ.Δ., αφού για αυτά δεν καθιερώνεται εξαίρεση με τη διάταξη αυτή ή με κάποια άλλη διάταξη (ΑΠ 1462/2012, ΑΠ 1387/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην ένδικη υπόθεση, η υπό κρίση αγωγή με το ως ανω περιεχόμενο και αιτήματα ως προς την κύρια βάση της που στηρίζεται στη σύμβαση μίσθωσης, ήτοι στην αξίωση για αποζημίωση χρήσης κατ΄άρθρο 601 του ΑΚ και στην καταβολή δαπανών κατ΄άρθρο 361 του ΑΚ, απορριπτέα τυγχάνει ως μη νόμιμη και τούτο καθόσον, ως αναφέρθηκε και στη μείζονα σκέψη της παρούσας, τα υπόγεια ύδατα δεν αποτελούν στοιχείο το οποίο εντάσσεται στην περιουσιακή σφαίρα των ιδιωτών και ως εκ τούτου δεν μπορεί να αποτελέσει ούτε και αντικείμενο μίσθωσης.

Σε περίπτωση δε που παρα την ως ανω απαγόρευση συναφθεί μίσθωση, αυτή είναι άκυρη, ως αντιβαίνουσα σε απαγορευτική διάταξη νόμου (άρθρ.3,174,180 ΑΚ).

Ετσι λόγω της αυτοδίκαιης ακυρότητας (αρθρ.180 ΑΚ), δεν γεννώνται δικαιώματα και υποχρεώσεις από μία τέτοια μίσθωση. Αυτό σημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι ο « εκμισθωτής» δεν δύναται να απαιτήσει από τον «μισθωτή» ούτε και την κατά το άρθρο 601 ΑΚ αποζημίωση χρήσης όταν ο τελευταίος «παρανόμως παρακρατεί το μίσθιο». Και τούτο διότι η κατά την εν λόγω διάταξη αποζημίωση χρήσης, αποτελούσα κατά τη νομική της φύση, μορφή κατ΄αποκοπή αποζημίωσης χρήσης για την περίπτωση κατά την οποία μετα τη λήξη της μίσθωσης ο μισθωτής εξακολουθεί να κάνει χρήση του μισθίου, εν είδει μετενέργειας της ενοχικής σχέσης, προϋποθέτει έγκυρη σύμβαση. Από τη στιγμή όμως που ο νόμος με διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, ενόψει των προστατευομένων δικαιωμάτων υψίστης σημασίας για το κοινωνικό σύνολο, απαγορεύει την καθ΄οιονδήποτε τρόπο εκμετάλλευση των υπογείων υδάτων ήτοι και την εκμίσθωση, τότε δεν μπορεί να γίνεται λόγος όχι μόνο για καταβολή μισθώματος, αλλά ούτε και για αποζημίωση χρήσης. Επίσης για τον ίδιο λόγο απορριπτέο ως μη νόμιμο τυγχάνει και το αγωγικό αίτημα περι καταβολής των δαπανών κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος οι οποίες βάρυναν, με βάση τους όρους της άκυρης μισθωτικής σύμβασης, τον εναγόμενο «μισθωτή» Δήμο, και τούτο διοτι η εν λόγω αξίωση στηρίζεται σε καθαρά συμβατική βάση (άρθρ.361,574,591 ΑΚ), η οποία όμως στην προκειμένη περίπτωση λόγω της αυτοδίκαιης ακυρότητας της μίσθωσης, δεν υφίσταται.

Επομένως η εκκαλουμένη, η οποία ως προς την κύρια βάση της αγωγής και τα σχετικά με αυτήν αγωγικά αιτήματα, δέχθηκε τα ίδια ως ανωτέρω, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και οι περι του αντιθέτου ισχυρισμοί του εκκαλούντος στη δεύτερη έφεση – ενάγοντος, που αποτελούν σχετικούς λόγους έφεσης πρέπει ν΄απορριφθούν ως αβάσιμοι.

Περαιτέρω, ως προς την επικουρική, κατ΄άρθρο 904 ΑΚ περι αδικαιολογήτου πλουτισμού βάση της κρινόμενης αγωγής, αυτή είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη σε σχέση με το υπο στοιχ.α) κονδύλιο ποσού 9.000,00 ευρώ που αφορά την «αποζημίωση χρήσης» για το χρονικό διάστημα των μηνών Δεκεμβρίου 2018, Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου 2019, κονδύλιο που στην πραγματικότητα αποτελεί την κατά το άρθρο 904 ΑΚ αποδοτέα ωφέλεια από την εν προκειμένω, χωρις συμβατική σχέση εκμετάλλευση του «μισθίου», και τούτο, κατά τα αναφερόμενα και στην προηγηθείσα νομική σκέψη, για να γεννηθεί η αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, θα πρέπει η αποδοτέα από τον λήπτη αυτού ωφέλεια, να προέρχεται από την περιουσία ή με ζημία του δότη. Δηλαδή το όφελος να προέρχεται από την ανευ νομίμου χρήση ή ανάλωση των περιουσιακών μέσων και εν γένει δυνάμεων του δότη του πλουτισμού ή και με ζημία (θετική ή αποθετική) της περιουσίας του τελευταίου. Δεν μπορεί όμως να γίνεται λόγος για αδικαιολόγητο πλουτισμό όταν η ωφέλεια του λήπτη δεν προέρχεται από την περιουσία του δότη ή με ζημία του τελευταίου, για τον λόγο ότι αυτός δεν είναι φορέας αυτής της περιουσίας. Στην προκειμένη περίπτωση πράγματι η φερόμενη ωφέλεια του εναγομένου Δήμου, δηλ. η άντληση ύδατος και στη συνέχεια διοχέτευσή του για την εξυπηρέτηση των υδρευτικών αναγκών της Κοινότητας, προέρχεται από ένα αγαθό (υπόγειο νερό) το οποίο δεν ανήκει στην ιδιωτική περιουσιακή σφαίρα του ενάγοντα, φερομένου ως δότη του πλουτισμού, αφου κατά τα ήδη αναφερθέντα, ο νόμος επιτρέπει μεν την, εντος των εκάστοτε καθοριζομένων ορίων, χρήση του ύδατος, πλην όμως δεν χορηγεί ιδιωτικά δικαιώματα στους ιδιοκτήτες των ακινήτων κάτωθι των οποίων υφίσταται αυτό, δηλαδή η επιβαλλόμενη από το νόμο απαγόρευση εκμετάλλευσης του υπόγειου ύδατος ισχύει ακόμη και όταν αυτή στηρίζεται σε κάποια ενοχική σύμβαση (όπως πχ μίσθωση). Ακόμη και όταν κάποιος χωρις νόμιμο δικαιολογητικό λόγο, άλλως χωρις νόμιμη αιτία, χρησιμοποιεί τα υπόγεια ύδατα, δηλαδή είτε χωρις καν να προϋπάρχει σύμβαση (άκυρη πάντως), είτε σε περίπτωση που υπάρχει τέτοια κάνει χρήση και για τον μετά τη λήξη αυτής χρόνο, όπως εν προκειμένω συμβαίνει με τον εναγόμενο Δήμο, τότε δεν μπορεί ο εκάστοτε κύριος του υπερκείμενου αυτών ακινήτου, να αναζητήσει έστω και μέσω των διατάξεων των άρθρων 904 επ. ΑΚ, την προκύπτουσα σε χρήμα ωφέλεια. Εξάλλου, αυτό που ο νόμος ρητά απαγορεύει δηλ. την εκμετάλλευση ύδατος μέσω λχ μίας μισθωτικής σχέσης, δεν μπορεί να καταστρατηγείται μέσω των διατάξεων του αδικαιολόγητου πλουτισμού.

Συνεπώς η εκκαλουμένη, η οποία ως προς την επικουρική ως ανω βάση της αγωγής και το σχετικό μ΄αυτήν υπο στοιχ. α΄αγωγικό κονδύλιο, δέχθηκε τα ίδια ως ανωτέρω, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και οι περι του αντιθέτου ισχυρισμοί του εκκαλούντος στη δεύτερη έφεση – ενάγοντος, που αποτελούν σχετικούς λόγους έφεσης πρέπει ν΄απορριφθούν ως αβάσιμοι.

Από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ορισμένα εκ των οποίων αναφέρονται ειδικότερα κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς (μη λαμβανομένων υπόψη των υπ΄αριθμ…… και …./ 5-2-2020 ένορκων βεβαιώσεων του μάρτυρα του ενάγοντος, ………. ενώπιον της Συμβ/φου Αίγινας ……… ………, καθόσον δεν ελήφθησαν νομότυπα δεδομένου ότι ο ενάγων δεν προσκόμισε σχετικές εκθέσεις επίδοσης της σχετικής κλήσης προς παράσταση του εναγομένου κατά τη διαδικασία λήψης αυτών κατ΄άρθρ.421,422,424 ΚΠολΔ, από τις ομολογίες των διαδίκων που συνάγονται από τα δικόγραφά τους (άρθρα 261, 352 του ΚΠολΔ), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρ.336 παρ.4 ΚΠολΔ βλ. ΑΠ 48/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Με το από 31-7-2017 ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης γεώτρησης, νομίμως θεωρημένου από την αρμόδια ΔΟΥ και σύμφωνα με την υπ΄αριθμ.97/2017 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του εναγομένου Δήμου Αίγινας, εγκρίθηκε η εκ μέρους του ενάγοντος εκμίσθωση ιδιόκτητης γεώτρησής του με ολόκληρο τον σχετικό εξοπλισμό του αντλιοστασίου που τη συνοδεύει, η οποία βρίσκεται σε ακίνητο (οικόπεδο) κυριότητάς του που βρίσκεται στην εδαφική περιφέρεια της Τοπικής Κοινότητας ……. Αίγινας και ειδικότερα στη θέση «…..», έκτασης 2.105,40 τ.μ., προκειμένου ο μισθωτής να αντλεί από αυτήν (γεώτρηση) πόσιμο νερό για να καλύψει τις ανάγκες ύδρευσης των κατοίκων των περιοχών …. και ………. του ΔΔ ……. και Δήμου Αίγινας, το νερό της οποίας έχει κριθεί από τις αρμόδιες αρχές κατάλληλο από μικροβιολογικής άποψης.

Η χρονική διάρκεια της εν λόγω μίσθωσης καθορίστηκε για δύο μήνες και δη από 1-8-2017 έως 30-9-2017 και με τον ρητά αναγραφόμενο στο μισθωτήριο συμφωνητικό όρο ότι οι συμβαλλόμενοι θα μπορούσαν εάν το επιθυμούσαν, να παρατείνουν τη διάρκεια της σύμβασης για ένα ακόμη δίμηνο με το ίδιο ακριβώς μηνιαίο μίσθωμα.

Το μίσθωμα δε συμφωνήθηκε μηνιαίως στο ποσό των 3.000,00 ευρώ, το οποίο και θα καταβαλλόταν (όπως και καταβλήθηκε πράγματι) από τον εναγόμενο Δήμο εντος του πρώτου δεκαημέρου του επόμενου μήνα της χρήσης της γεώτρησης, με έκδοση σχετικού χρηματικού εντάλματος πληρωμής υπερ του ενάγοντα. Επίσης συμφωνήθηκε ρητά πως ο μισθωτής Δήμος βαρύνεται με το κόστος κατανάλωσης ρεύματος του αντλιοστασίου γεώτρησης, ενώ με τη σχετική δαπάνη συντήρησης του σχετικού μηχανήματος (εξοπλισμού) βαρύνεται ο εκμισθωτής – ενάγων.

Σύμφωνα δε με όσα αναφέρθηκαν στην αρχική σκέψη της παρούσας, για τους προαναφερόμενους λόγους, η ένδικη μίσθωση ήταν άκυρη, ως μηδέποτε επιφέρουσα έννομα αποτελέσματα και έτσι ούτε ο εκμισθωτής είχε αξίωση για παραχώρηση της χρήσης του μισθίου έναντι ανταλλάγματος. Βέβαια, σε «εκτέλεση» της παραπάνω άκυρης συμφωνίας, ο ενάγων, εν τοις πράγμασι, παραχώρησε την αποκλειστική χρήση της επίδικης γεώτρησης καθώς και του αντλιοστασίου αυτής και η εν λόγω άκυρη μίσθωση λειτούργησε για χρονικό διάστημα περίπου δύο ετών και δύο μηνών. Ετσι, εκτος συμβατικού πεδίου (δηλ. εν τοις πράγμασι) ο εναγόμενος Δήμος έκανε χρήση του « μισθίου» ήτοι της γεώτρησης, για χρονικό διάστημα από τον Ιούλιο του 2017 έως και τον Σεπτέμβριο του 2019 και όπως ήταν αναμενόμενο η χρήση του μισθίου και δη η λειτουργία της γεώτρησης για την άντληση ύδατος προς όφελος των κατοίκων της ανωτέρω Κοινότητας, συνεπαγόταν την κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος και τη σχετική δαπάνη έναντι της ΔΕΗ έφερε ο ενάγων καθόσον οι σχετικοί λογαριασμοί εκδίδονταν στο όνομά του, ενώ αποτελεί διαφορετικό ζήτημα ο τελικός καταλογισμός αυτών στο πρόσωπο του εναγομένου, δοθέντος ότι η πληρωμή αυτών, λειτούργησε προς όφελος αυτού, αφου έστω και δυνάμει άκυρης σύμβασης, εν τοις πράγμασι αποκλειστική χρήση της γεώτρησης έκανε μόνο ο εναγόμενος Δήμος.

Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο ενάγων κατέβαλε προς τη ΔΕΗ τα εξής ποσά : Α) Από τον με ημερομηνία 29-5-2018 εκκαθαριστικό λογαριασμό ηλεκτρικού ρεύματος της ΔΕΗ με αριθμό : ………… τιμολόγιο Γ21 επαγγελματικό παροχής ηλεκτρικού ρεύματος, καταλογίσθηκε σε βάρος του ενάγοντα το ποσό των 9.306 ευρώ το οποίο αφορούσε περίοδο κατανάλωσης από 17-1-2018 έως 17-5-2018. Το ποσό αυτό το κατέβαλε ο ενάγων, όπως τούτο αποδεικνύεται από το με ημερομηνία 21-6-2018 αποδεικτικό ηλεκτρονικής πληρωμής από τον με στοιχεία GR ………… τραπεζικό λογαριασμό του (πληρωμή μέσω εφαρμογής webbanking της AlphaBank) και μάλιστα το ποσό αυτό καταβλήθηκε εκ των πραγμάτων ενόψει του ότι η ΔΕΗ είχε προηγουμένως αποστείλει σχετική προειδοποιητική επιστολή για διακοπή παροχής ρεύματος αν δεν εξοφλούντο τα οφειλόμενα. Στον λογαριασμό δε αυτό περιλαμβάνεται προηγούμενο ανεξόφλητο υπόλοιπο ύψους 6.759 ευρώ το οποίο προφανώς αφορά και την περίοδο του 2017.

Ο δε εναγόμενος Δήμος με σχετική ένσταση καταβολής (άρθρ.416,417 παρ.2 ΑΚ) ισχυρίστηκε ότι αφενός μεν δεν αντιστοιχεί όλο το ως ανω ποσό σε δική του κατανάλωση, αφετέρου δε ότι έχει καταβάλει προς εξόφλησή του απευθείας στη ΔΕΗ ένα μεγαλύτερο ποσό και δη 17.892 ευρώ στο οποίο περιλαμβάνεται και το επίδικο και ότι το οφειλόμενο επομένως ποσό του λογαριασμού του έτους 2017 (4.135 ευρώ – 600) = 3.535 ευρώ, έχει εξοφληθεί μέσω του εν λόγω χρηματικού εντάλματος. Ο ισχυρισμός αυτός του εναγομένου απορριπτέος τυγχάνει ως αβάσιμος και τούτο διότι το ως ανω ένταλμα πληρωμής και δη η αιτιολογία αυτού είναι παντελώς αόριστη, ασαφής και γενικόλογη αφου δεν μπορεί να εξαχθεί με ασφάλεια το συμπέρασμα αν μέρος του ποσού αυτού αφορούσε και το ρεύμα της γεώτρησης του ενάγοντα και μάλιστα σε ποιο ακριβώς ποσό.

Συγκεκριμένα, αναγράφεται στη σχετική στήλη : «αιτία πληρωμής»: αντίτιμο ηλεκτρικού ρεύματος για φωτισμό οδών, πλατειών και κοινόχρηστων χώρων και παραγωγικής διαδικασίας / πρωτογενές αίτημα …../ 7-11-2017 της Οικονομικής Υπηρεσίας – Αντίτιμον ρεύματος μισθωμάτων γεωτρήσεων». Από τη γενικόλογη όμως αυτή αναφορά χωρις εξειδίκευση του τι ακριβώς αφορά το ποσό αυτό και χωρις επίσης να αναφέρεται το όνομα του εκμισθωτή, δεδομένου ότι ο εναγόμενος μίσθωνε και άλλες γεωτρήσεις από ακίνητα άλλων, πλην του ενάγοντα, δεν δύναται να εξαχθεί με ασφάλεια το συμπέρασμα ότι στο συνολικό αυτό ποσό περιλαμβάνεται και η καταβολή του επίδικου ως ανω κονδυλίου. Το γεγονός δε αυτό της αποδεικτικής ανεπάρκειας του εν λόγω χρηματικού εντάλματος ενισχύεται και από το ότι εάν αυτό αντιπαραβληθεί με το με αριθμό 01308 Β με ημερομηνία 1-11-2019 χρηματικό ένταλμα πληρωμής ποσού 2.019,26 ευρώ (υπερ της ΔΕΗ) όπου στην αιτιολογία του αναφέρεται με σαφήνεια εδώ, ότι το ποσό αυτό αφορά αντίτιμο ηλεκτρικού ρεύματος για λειτουργία γεώτρησης υπερ ……. (δηλ. του ενάγοντα), την καταβολή του οποίου (ανω ποσού) συνομολογεί και ο ίδιος ο ενάγων. Εξάλλου, σε όλο αυτό το χρονικό διάστημα των σχεδόν δύο ετών (Ιούλιος 2017 έως Οκτώβριος 2019) μόνο ο εναγόμενος έκανε χρήση της γεώτρησης και άρα η κατανάλωση ρεύματος αντιστοιχεί σε δική του χρήση.

Επομένως η εκκαλουμένη, που δέχθηκε τα ίδια και απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την ως ανω ένσταση του εναγομένου, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και τα περι του αντιθέτου υποστηριζόμενα από το εναγόμενο – εκκαλούν στην πρώτη έφεση, απορριπτέα τυγχάνουν ως αβάσιμα.  Β) Από τον με ημερομηνία 18-7-2018 λογαριασμό ηλεκτρικού ρεύματος της ΔΕΗ με αριθμό:……… και με τιμολόγιο Γ21, ο ενάγων κατέβαλε το ποσό των 1.773 ευρώ για την περίοδο κατανάλωσης από 18-5-2018 έως 19-7-2018. Η εν λόγω καταβολή αποδεικνύεται από την με ημερομηνία 23-10-2018 ηλεκτρονική πληρωμή από τον με στοιχεία GR ……….. τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος (πληρωμή μέσω εφαρμογής webbanking της AlphaBank), ενώ και αυτή τη φορά ο ενάγων κατέβαλε το ως ανω ποσό προκειμένου να αποτρέψει διακοπή της ηλεκτροδότησης, προς όφελος του εναγομένου Δήμου και εμμέσως και των κατοίκων της περιοχής. Ο εναγόμενος Δήμος και πάλι προσκόμισε και επικαλέστηκε το με αριθμό …… με ημερομηνία 10/10/2018 ένταλμα πληρωμής, συνολικού ποσού 9.889 ευρώ (υπερ της ΔΕΗ), πλην όμως, όπως και στην προηγούμενη περίπτωση του από έτους 2017 εντάλματος, η αιτιολογία που αναγράφεται σ΄αυτό είναι και πάλι αόριστη και ασαφής και δεν αποδεικνύεται αν το συνολικό αυτό ποσό που κατέβαλε στη ΔΕΗ αφορά την συγκεκριμένη γεώτρηση του ενάγοντα αφου στη σχετική στήλη με την ένδειξη : «αιτία πληρωμής» αναγράφεται γενικά και αόριστα πάλι: «αντίτιμο ηλεκτρικού ρεύματος για φωτισμό οδών, πλατειών  και κοινόχρηστων χώρων και παραγωγικής διαδικασίας ….ΡΕΥΜΑ ΓΕΩΤΡΗΣΕΩΝ». Ετσι όμως δεν αποδεικνύεται ποιών γεωτρήσεων αφορά το εν λόγω ρεύμα [καθόσον όπως προκύπτει από τη χρήση πληθυντικού αριθμού (γεωτρήσεων) ο εναγόμενος ,κατά τον ίδιο τρόπο, μίσθωνε γεωτρήσεις και από άλλους ιδιοκτήτες για να εξασφαλίσει νερό για τους δημότες του], ποιες περιόδους κατανάλωσης αφορά και ποια είναι τα ακριβή χρηματικά ποσά που αντιστοιχούν σ΄αυτές.

Γ ) Ο ενάγων επίσης κατέβαλε το οφειλόμενο προς τη ΔΕΗ ποσό των 1.529 ευρώ που αφορά ανέξοφλητο υπόλοιπο του από 19-9-2019  εκκαθαριστικού λογαριασμού με αριθμό …………. Τιμολόγιο Γ21.

Από δε το συνολικά αναγραφόμενο ποσό των 3.570 ευρώ, ο ενάγων συνομολογεί ότι ο εναγόμενος κατέβαλε το ποσό των 2.041 ευρώ. Η καταβολή δε του ποσού των 1.529 ευρώ εκ μέρους του εναγομένου αποδεικνύεται από το προσκομιζόμενο και επικαλούμενο με ημερομηνία 31-10-2019 αποδεικτικό ηλεκτρονικής πληρωμής (μέσω εφαρμογής webbanking της Alpha Bank), πληρωμή η οποία για άλλη μία φορά έλαβε χώρα προς όφελος του εναγομένου και προς αποφυγή του ενδεχομένου διακοπής της ηλεκτροδότησης. Όπως δε αποδείχθηκε, καμία άλλη καταβολή πλην της προαναφερόμενης για το έτος 2019, δεν έλαβε χώρα εκ μέρους του εναγομένου και ως εκ τούτου ο σχετικός ισχυρισμός του (ένσταση) περι καταβολής απορριπτέος τυγχάνει ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Συνεπώς, η εκκαλουμένη, που δέχθηκε τα ίδια και απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την ως ανω ένσταση του εναγομένου, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και τα περι του αντιθέτου υποστηριζόμενα από το εναγόμενο – εκκαλούν στην πρώτη έφεση, απορριπτέα τυγχάνουν ως αβάσιμα.

Περαιτέρω, όπως αποδείχθηκε κατά τα ανωτέρω, όλες οι προαναφερόμενες καταβολές που πραγματοποίησε ο ενάγων έναντι της ΔΕΗ (ήτοι δαπάνες ηλεκτρικού ρεύματος), απέβησαν προς όφελος του εναγομένου Δήμου καθόσον ο τελευταίος εξοικονόμησε τη σχετική δαπάνη την οποία, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, θα αποπλήρωνε αν χρησιμοποιούσε οποιαδήποτε γεώτρηση (ακόμη και χωρις αντάλλαγμα σε ιδιοκτήτη για τη χρήση αυτή), καταστάς έτσι αδικαιολογήτως (ήτοι χωρις νόμιμη αιτία) πλουσιότερος κατά τα εν λόγω ποσά.

Επομένως η αγωγή καθό μέρος κρίθηκε νόμιμη πρέπει να γίνει δεκτή εν μέρει ως και κατ΄ουσίαν  βάσιμη και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος Δήμος να καταβάλει στον ενάγοντα για τις ανωτέρω αιτίες το συνολικό ποσό των 12.608,00 ευρώ (ήτοι, 9.306,00 ευρώ + 1.773,00 ευρώ + 1.529,00 ευρώ).

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 21 του Κ.Δ. της 26-06/10-07-1944 περί του «Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου»: «Ο νόμιμος και ο της υπερημερίας τόκος πάσης του Δημοσίου οφειλής ορίζεται εις 6% ετησίως, πλην αν άλλως ωρίσθη διά συμβάσεως ή ειδικού νόμου. Ο ειρημένος τόκος άρχεται από της επιδόσεως της αγωγής». Ακολούθως, με τη διάταξη του άρθρου 45 Ν. 4607/2019 (ΦΕΚ Α` 65/24-04-2019) ορίσθηκε ότι: «Το ύψος του νόμιμου επιτοκίου και του επιτοκίου υπερημερίας κάθε οφειλής του Δημοσίου ισούται προς το επιτόκιο των πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (MRO), που ισχύει κατά την ημερομηνία άσκησης του ένδικου βοηθήματος, πλέον τριών (3,00) εκατοστιαίων μονάδων ετησίως. Το επιτόκιο του προηγούμενου εδαφίου δεν μεταβάλλεται, κατά το μέρος που αφορά το επιτόκιο των πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (MRO), πριν από την εκάστοτε σωρευτική μεταβολή αυτού κατά μία (1,00) εκατοστιαία μονάδα, με σχετική βάση υπολογισμού του το επιτόκιο που ισχύει κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος…Με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων αυτών, όπου στην κείμενη νομοθεσία γίνεται αναφορά ή παραπομπή στο ύψος του οφειλόμενου από το Δημόσιο νόμιμου επιτοκίου ή και του επιτοκίου υπερημερίας, νοείται το επιτόκιο του παρόντος (παρ. 1) Στην περίπτωση των ένδικων βοηθημάτων κατά του Δημοσίου, τόκος οφείλεται, σε κάθε περίπτωση, μόνο από την επίδοση των σχετικών δικογράφων από τον διάδικο στον Υπουργό Οικονομικών ή στο αρμόδιο όργανο του Δημοσίου ή της Αρχής που προβλέπεται από τον νόμο σε ειδικές κατηγορίες υποθέσεων… (παρ. 2)».

Από τις ανωτέρω διατάξεις σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345 και 346 ΑΚ προκύπτει ότι επί χρηματικής οφειλής του Δημοσίου, μοναδικό γενεσιουργό λόγο της υποχρέωσης αυτού προς πληρωμή τόκων υπερημερίας αποτελεί η επίδοση αντιγράφου αγωγής καταψηφιστικής ή και αναγνωριστικής (ΑΕΔ 7/2011, ΑΠ 19/2020, ΑΠ 1630/2017, ΑΠ 163/2013, ΑΠ 241/2013, ΕφΑθ 16/2022 ΤΝΠ  ΝΟΜΟΣ). Τέλος, με την παρ. 3 του άρθρου 45 ως του Ν. 4607/2019 ορίζεται ότι: «Οι παράγραφοι 1 και 2 εφαρμόζονται και σε όλες τις εκκρεμείς υποθέσεις, σε οποιοδήποτε βαθμό και στάδιο, για το μέρος κατά το οποίο οι αξιώσεις για τόκο ανάγονται και υπολογίζονται σε χρόνο μετά την πρώτη του επόμενου μήνα από την έναρξη ισχύος του παρόντος». Από την τελευταία ως άνω διάταξη και δεδομένου ότι το άρθρο 45 αλλά και όλο το νομοθέτημα δημοσιεύθηκε την 24η Απριλίου 2019 (ΦΕΚ Α` αριθμός 65), συνάγεται ότι στις υποθέσεις, οι οποίες είναι εκκρεμείς κατά την 24η Απριλίου 2019, το επιτόκιο οφειλών του Δημοσίου μέχρι και 30-04-2019 θα υπολογίζεται σε ποσοστό 6% ετησίως, σύμφωνα με την προϊσχύουσα διάταξη του άρθρου 21 του Δ/τος της 26-06/10-07-1944 και από 01-05-2019 θα υπολογίζεται σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 45 του Ν. 4607/2019.

Στην προκειμένη περίπτωση, με την εκκαλουμένη απόφαση, επιδικάσθηκαν τα επιμέρους οφειλόμενα ποσά στον ενάγοντα, ήτοι 9.306 ευρώ + 1.773 ευρώ + 1.529 ευρώ = 12.608 ευρώ, νομιμοτόκως από τις ημερομηνίες πληρωμής των ανωτέρω δαπανών, ήτοι από 22-6-2018, 24-10-2018 και 1-11-2019 αντίστοιχα για τις περιόδους των ετών 2017, 2018 και 2019 αντίστοιχα μέχρι και την πλήρη εξόφληση, με επιτόκιο 3% ετησίως κατ΄άρθρο 45 Ν.4607/ 2019, δοθέντος ότι η αγωγή επιδόθηκε στις 29-11-2019 (βλ.σχετ.υπ΄αριθμ…………….΄/ 29-11-2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά ………..).

Κρίνοντας έτσι όμως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έσφαλε εν μέρει ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς έπρεπε το οφειλόμενο από τον εναγόμενο Δήμο στον ενάγοντα συνολικό ποσό των 12.608,00 ευρώ να καταβληθεί νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση (με επιτόκιο 3% ετησίως).

Συνεπώς ο σχετικά υποστηρίζων λόγος έφεσης είναι βάσιμος και συνακόλουθα η έφεση τυγχάνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν και πρέπει για την ενότητα του εκτελεστού τίτλου να εξαφανισθεί στο σύνολό της η εκκαλουμένη απόφαση, να κρατηθεί η αγωγή προς εκδίκαση και να γίνει αυτή εν μέρει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη ώστε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στον ενάγοντα το ανωτέρω ποσό με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση, ο οποίος (νόμιμος τόκος) προσδιορίζεται σε 3% ετησίως.

Τέλος, η δικαστική δαπάνη των διαδίκων για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφισθεί ολικά, λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας στην ερμηνεία των νομικών κανόνων που εφαρμόσθηκαν (άρθρο 179 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει κατ΄αντιμωλίαν των διαδίκων :  α) την από  01-02- 2022 (γεν.αριθμ.καταθ…../2022) έφεση και β) την από 25-04-2021 (γεν.αριθμ.καταθ. ……/2021) έφεση κατά της υπ΄αριθμ. 2126/2020  απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών).

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ουσίαντην από 25-04-2021 (υπο στοιχ. β΄) έφεση.

Δέχεται τυπικά και εν μέρει κατ’ ουσίαν την από 01-02-2022 (υπο στοιχ.α΄) έφεση.

Εξαφανίζει την ως άνω εκκαλουμένη απόφαση κατά το μέρος που αφορά τον εναγόμενο και ήδη εκκαλούντα Δήμο Αίγινας.

Κρατεί την αγωγή ως προς το σκέλος αυτό.

Δέχεται εν μέρει αυτήν.

Υποχρεώνει τον εναγόμενο Δήμο να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των δώδεκα χιλιάδων εξακοσίων οκτώ (12.608,00) ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα από την επίδοση της αγωγής έως και την πλήρη εξόφληση με 3% ετησίως. Και

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα ολικά μεταξύ των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  30 Σεπτεμβρίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ