Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 549/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός     549/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ……… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Α. ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ……………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στέφανο Λύρα, με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Εταιρίας ……………., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παρασκευά Ζουρντό.

Β. ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Εταιρίας ……………., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παρασκευά Ζουρντό.

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ……….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στέφανο Λύρα, με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.

Ο εκκαλών στην Α έφεση – εφεσίβλητος στη Β έφεση άσκησε την από 10-12-2019 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …../13-12-2019 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, απευθυνόμενη κατά της εφεσίβλητης στην Α έφεση – εκκαλούσας στη Β έφεση. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η με αριθ. 650/2021 οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή. Την ανωτέρω απόφαση προσέβαλαν: Α) Ο ενάγων με την από 15-7-2021 και με ΓΑΚ ….. και ΕΑΚ …../16-7-2021 έφεσή του και Β) Η εναγόμενη με την από 21-7-2021 και με ΓΑΚ ….. και ΑΚ ……/21-7-2021 έφεσή της, οι οποίες ορίστηκαν να συζητηθούν κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (17-3-2022), κατά την οποία εκφωνήθηκαν με τη σειρά τους από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκαν.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος στην Α έφεση – εφεσίβλητου στη Β έφεση, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε και ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας στη Β έφεση – εφεσίβλητης στην Α έφεση, αφού έλαβε το λόγο από το Δικαστή, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑΣ

ΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

1. Οι υπό κρίση: α) από 15-7-2021 και με ΓΑΚ ….. και ΕΑΚ …../16-7-2021 έφεση του ενάγοντος ………… (στο εξής Α έφεση) και β) από 21-7-2021 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …./21-7–2021 έφεση της εναγόμενης εταιρίας «………..» (δ.τ. «………») (στο εξής Β έφεση), οι οποίες στρέφονται κατά της ίδιας πρωτόδικης απόφασης (και δη κατά της με αριθ. 650/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, επί της από 10-12-2019 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …../13-12-2019 αγωγής του εκκαλούντος στην Α έφεση κατά της εκκαλούσας στη Β έφεση, είναι συναφείς και πρέπει να συνεκδικαστούν, γιατί έτσι διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επιτυγχάνεται μείωση των εξόδων (άρθρα 31 και 246 του Κ.Πολ.Δ). Οι άνω εφέσεις έχουν ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα, ενόψει του ότι δεν επικαλείται κάποιος διάδικος την επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ούτε προκύπτει αυτή από κάποιο στοιχείο (άρθρα 19, 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 και 591 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ, όπως τα άρθρα 495, 518 και 591 ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο τρίτο και τέταρτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, αντίστοιχα). Επομένως, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση. Σημειώνεται ότι δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου εκ μέρους των εκκαλούντων, λόγω της φύσης της προκείμενης διαφοράς ως εργατικής (άρθρο 495 παρ. 3 εδάφ. τελευτ. Κ.Πολ.Δ. – Εφ.Δωδ. 225/2018, Εφ.Πειρ. 166/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

2. Ο ενάγων και ήδη εκκαλών στην Α έφεση / εφεσίβλητος στη Β έφεση με την προαναφερθείσα αγωγή του, όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε με τις πρωτόδικες προτάσεις του και με προφορική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, εξέθεσε ότι, με συμβάσεις  ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν στον Πειραιά στις 15-12-2017, 29-3-2018 και 17-12-2018 μεταξύ του ιδίου και της εναγόμενης εταιρίας και ήδη εκκαλούσας στη Β έφεση / εφεσίβλητης στην Α έφεση, προσλήφθηκε από την τελευταία και ναυτολογήθηκε στο υπό ελληνική σημαία Ε/Γ-Ο/Γ πλοίο «ΝΜ», αριθ. νηολ. Πειραιά ……, κ.ο.χ. 8128,98, με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου και με τους όρους και τις αποδοχές που καθορίζονταν στην ισχύουσα κάθε φορά Σ.Σ.Ε. πληρωμάτων ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων. Ότι υπηρέτησε στο άνω πλοίο δυνάμει της πρώτης άνω σύμβασης έως τις 6-2-2018, οπότε και απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά «αμοιβαία συναινέσει», δυνάμει της δεύτερης άνω σύμβασης έως τις 14-9-2018, οπότε απολύθηκε στο άνω λιμάνι «αμοιβαία συναινέσει» και δυνάμει της τρίτης άνω σύμβασης έως τις 9-4-2019, οπότε απολύθηκε στο άνω λιμάνι «αμοιβαία συναινέσει». Ότι στο άνω πλοίο, το οποίο ανήκε κατά πλοιοκτησία στην εναγόμενη και εκτελούσε τα ακτοπλοϊκά δρομολόγια που καταγράφονται στους επισυναπτόμενους στην αγωγή πίνακες, παρείχε υπερωριακή εργασία, κατόπιν σχετικής εντολής του πλοιάρχου, απασχολούμενος, κατά τις γενόμενες διακρίσεις, τις καθημερινές, τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες επί 14, 15 και 16  ώρες κατά μέσον όρο ημερησίως, χωρίς να λαμβάνει τη νόμιμη προς τούτο αμοιβή, αλλά μέρος μόνον αυτής. Ότι, επιπλέον, του οφείλονται οι αναφερόμενες διαφορές πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων εξπρές για τα περιγραφόμενα κυκλικά δρομολόγια που πραγματοποίησε το πλοίο, διάρκειας μεγαλύτερης των 12 ωρών, καθώς και για τα περιγραφόμενα δρομολόγια κατά τα οποία απέπλευσε από το λιμένα αφετηρίας του πριν τη συμπλήρωση 6 ωρών από τον κατάπλου του σ’ αυτόν. Ότι, ακόμη, του οφείλονται οι αναφερόμενες διαφορές επί των καταβαλλομένων δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ετών 2018 και 2019, καθώς και επί των επιδομάτων άγονων γραμμών Δημόσιας Υπηρεσίας που έλαβε κατά τα αντίστοιχα έτη. Με βάση το ιστορικό αυτό, κατόπιν παραδεκτού μερικού περιορισμού του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε έντοκο αναγνωριστικό, με δήλωση του πληρεξούσιου Δικηγόρου του που καταχωρίσθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και επαναλήφθηκε στις  πρωτόδικες προτάσεις του (άρθρα 223, 295 παρ. 1, 297 Κ.Πολ.Δ.), ζήτησε, επικαλούμενος τις άνω συμβάσεις ναυτικής εργασίας του Α) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει, για διαφορές αμοιβής υπερωριών Σαββάτων και αργιών έτους 2018, αμοιβής υπερωριών έτους 2019, αναλογίας δώρων εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων ετών 2018 και 2019, αμοιβής πρόσθετων δρομολογίων εξπρές ετών 2018 και 2019 και επιδομάτων άγονης γραμμής των ιδίων ετών, το συνολικό ποσό των 19.632,54 ευρώ και Β) να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη οφείλει να του καταβάλει υπόλοιπο ποσό 10.300,94 ευρώ για διαφορές αμοιβή υπερωριών καθημερινών και Κυριακών έτους 2018, τα δε άνω ποσά με το νόμιμο τόκο από το χρόνο της τελευταίας απόλυσής του (9-4-2019), άλλως από την επίδοση της αγωγής.

3. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, δέχθηκε την αγωγή ως παραδεκτή, νόμιμη και εν μέρει βάσιμη κατ’ ουσία και αφού δέχθηκε και την ένσταση συμψηφισμού που πρόβαλε η εναγόμενη για ποσό 4.048,13 ευρώ που του είχε καταβάλλει ως έκτακτες αμοιβές, υποχρέωσε την τελευταία να του καταβάλει για τις άνω αιτίες το συνολικό ποσό των 8.495,54 ευρώ, με διάταξη που κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή για ποσό 4.000,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της ημερομηνίας της τελευταίας απόλυσης του ενάγοντος, ήτοι από τις 9-4-2019, πλην των κονδυλίων για επιδόματα εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων 2018 και 2019, τα οποία του επιδίκασε με το νόμιμο τόκο από 1-5-2018 και 1-5-2019 αντίστοιχα έως την πλήρη εξόφληση.

4. Κατά της άνω απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου παραπονούνται τόσο ο ενάγων όσο και η εναγόμενη με τους λόγους των εφέσεών τους, που συνιστούν παράπονα για κακή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και για κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ώστε να αναδικαστεί η αγωγή από το Δικαστήριο τούτο και να γίνει εν όλω δεκτή ή να απορριφθεί στο σύνολό της αντίστοιχα. Επιπλέον, η εκκαλούσα της Β έφεσης υποβάλλει αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη της εκτέλεσης κατάσταση, κατ’ άρθρο 914 Κ.Πολ.Δ, επειδή κατέβαλε στον αντίδικό της το χρηματικό ποσό των τεσσάρων χιλιάδων (4.000,00 ευρώ) που η εκκαλουμένη του επιδίκασε προσωρινά.

5. Με τον τέταρτο λόγο της έφεσής της η εναγόμενη επαναφέρει τον ισχυρισμό που πρόβαλε πρωτόδικα και απορρίφθηκε ως μη νόμιμος, ότι είναι καταχρηστική η άσκηση της αγωγής, επειδή ο ενάγων με θετικές ενέργειές του της προκάλεσε την εύλογη βεβαιότητα ότι δεν θα διεκδικήσει τις ένδικες περιουσιακές αξιώσεις του, που είναι υπέρογκες και της δημιουργούν τεράστιο οικονομικό βάρος. Ειδικότερα, υποστηρίζει ότι ο ενάγων παρέμεινε στην υπηρεσία της επί πολλά χρόνια χωρίς να ισχυριστεί ποτέ ότι δεν αμειβόταν κανονικά, αντίθετα, λάμβανε τις οικειοθελείς παροχές της ως εργοδότριας, καθώς και αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης πέραν της νόμιμης και ποτέ δεν ήγειρε θέμα άλλων αξιώσεων, παραλάμβανε δε και υπέγραφε ανεπιφύλακτα όλες τις αναλυτικές αποδείξεις πληρωμής του, χωρίς να εκφράζει αντίρρηση ως προς το ύψος των βασικών ή πρόσθετων αποδοχών του και υπέγραφε χωρίς επιφύλαξη και τις μηνιαίες καταστάσεις της υπερωριακής του απασχόλησης, δια της οποίας (υπογραφής του) αναγνώριζε κατ’ ουσία και τη διαβεβαίωνε ότι δεν υφίσταται απαίτησή του για υπερωριακή απασχόληση πέραν των εκεί αναφερομένων. Ο ισχυρισμός της αυτός δεν είναι νόμιμος, προεχόντως διότι η διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ. δεν εφαρμόζεται όταν ο εναγόμενος αρνείται το αγωγικό δικαίωμα (Εφ.Πειρ. 464/2021, Εφ.Πειρ. 593/2021, www.efeteio-peir.gr), όπως συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση κατά την οποία η εναγόμενη – εκκαλούσα, παρότι επικαλείται καταχρηστικότητα κατά την ενάσκηση του επιδίκου δικαιώματος του ενάγοντος, αμφισβητεί ταυτόχρονα την ύπαρξη οποιουδήποτε δικαιώματος του τελευταίου που απορρέει από σύμβαση εξαρτημένης ναυτικής εργασίας, υποστηρίζοντας ότι τον έχει εξοφλήσει πλήρως. Κι αν ακόμα γινόταν όμως δεκτό ότι ο ισχυρισμός αυτός προβάλλεται επικουρικά, κατά την έννοια του άρθρου 219 Κ.Πολ.Δ, για την περίπτωση δηλαδή που ήθελε κριθεί ότι οι αγωγικές αξιώσεις πράγματι γεννήθηκαν, τα επικαλούμενα περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, δεν δύνανται κατά νόμο να συγκροτήσουν το πραγματικό της διάταξης του άρθρου 281 Α.Κ, αφού ο ενάγων δεν μπορούσε να στερηθεί του δικαιώματός του στη δικαστική επιδίωξη των νόμιμων απαιτήσεών του από την παροχή της εργασίας του. Τούτο διότι, κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, είναι άκυρη η παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμα να λάβει τα κατά νόμο, τις Σ.Σ.Ε. και άλλες κανονιστικές διατάξεις ελάχιστα όρια των αποδοχών του, έστω και υπό τη μορφή της άφεσης χρέους, καθώς και η παραίτησή του από άλλα δικαιώματά του που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξης, όπως είναι το δικαίωμά του για την καταβολή της νόμιμης αμοιβής του από την υπερωριακή του απασχόληση και άλλες πρόσθετες αμοιβές που αποδεικνύονται (Α.Π. 1569/2017, Α.Π. 1554/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 1089/2006, Δ.Ε.Ε. 2006, 1178, Α.Π. 75/2003, Τ.Ν.Π. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Λαρ. 245/2019, Εφ.Πειρ. 54/2017, Εφ.Πειρ. 218/2016, Εφ.Πειρ. 442/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Ι. Ληξουριώτη, «Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις», σ. 66). Εξάλλου, μόνη η ανοχή του εργαζομένου ως προς την καταβολή μειωμένων αποδοχών δεν καθιστά καταχρηστική την άσκηση της αξίωσής του για την καταβολή σ’ αυτόν των νομίμων ελαχίστων αποδοχών του (Α.Π. 1158/2009, Α.Π. 1203/2000, Εφ.Πειρ. 48/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 670/2019, Εφ.Πειρ. 397/2020, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 218/2016, 441/2015, 71/2013, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, η περιγραφόμενη στάση του ενάγοντος συνιστά αδράνεια και όχι θετική συμπεριφορά του, ώστε να αρκεί για τη δημιουργία στην εργοδότρια της εύλογης πεποίθησης ότι δεν πρόκειται να ασκηθούν αξιώσεις για υπερωριακή αμοιβή. Θετική συμπεριφορά, που θα μπορούσε να στηρίξει ισχυρισμό περί κατάχρησης δικαιώματος της εναγόμενης, θα συνιστούσε η υπογραφή του σε μηνιαίες καταστάσεις υπερωριακής του απασχόλησης, αν τις σχετικές καταστάσεις συνέτασσε ο ίδιος και τις υπέβαλε προς έγκριση στην εργοδότριά του εναγόμενη, η οποία θα τις ενέκρινε και εν συνεχεία εκείνος αμφισβητούσε τον αριθμό των υπερωριών που ο ίδιος υποστήριξε εξαρχής ότι πραγματοποίησε. Σε κάθε άλλη περίπτωση, η μη αμφισβήτηση της ορθότητας των εγγραφών στις μηνιαίες καταστάσεις υπερωριών ή στις αποδείξεις πληρωμής του εργαζόμενου ναυτικού συνιστά απλή ανοχή προς αποφυγή του κινδύνου λύσης της εργασιακής σχέσης με πρωτοβουλία του εργοδότη (Εφ.Πειρ. 593/2021, 464/2021, ό.α.). Εξάλλου, μόνο το οικονομικό κόστος που θα προκαλέσει στην εναγόμενη η ευδοκίμηση της αγωγής δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του επίσης απέρριψε ως μη νόμιμη την άνω ένσταση της εναγόμενης κατ’ άρθρο 281 Α.Κ, έστω με πιο συνοπτική αιτιολογία, που αντικαθίσταται με αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ.), δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ο τέταρτος λόγος της έφεσής της, με τον οποίον υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.

6. Από την εκτίμηση της από 5-10-2020 ένορκης βεβαίωσης (κατ’ άρθρο 74 παρ. 6 Ν. 4690/2020) του μάρτυρος του ενάγοντος …………… ενώπιον του Δικηγόρου Πειραιά ………………., που λήφθηκε μετά από προηγούμενη νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση της εναγόμενης, κατά τα άρθρα 421 και 422 Κ.Πολ.Δ. σε συνδ. με άρθρο 591 αριθ. 1 του ιδίου κώδικα (βλ. την υπ’ αριθ. …../30-9-2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά, …..), των υπ’ αριθ. …./6-10-2020 και …../7-10-2020 ενόρκων βεβαιώσεων των μαρτύρων της εναγόμενης ……….. και …………… ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά ……, που λήφθηκαν μετά από προηγούμενη νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση του ενάγοντος κατά τα άρθρα 421 και 422 Κ.Πολ.Δ. σε συνδ. με άρθρο 591 αριθ. 1 του ιδίου κώδικα (βλ. την υπ’ αριθ. …./30-9-2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ……..), οι οποίες (ένορκες βεβαιώσεις) εκτιμώνται κατά το λόγο γνώσης και το βαθμό της αξιοπιστίας του κάθε μάρτυρα, χωρίς το γεγονός ότι ο εξ αυτών …….. τυγχάνει αντίδικος της εναγομένης επειδή έχει ασκήσει εναντίον της άλλη, δική του, αγωγή με το ίδιο αντικείμενο, να αποκλείει μόνον αυτό την αποδεικτική αξία των λεγομένων του (Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 196/2020, Εφ.Αθ. 3879/2012, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 421/2021, www.efeteio-peir.gr) (απορριπτομένων ως αβάσιμων των αντίθετων υποστηριζόμενων από την εναγόμενη με τον πρώτο λόγο της έφεσής της, κατά το σχετικό μέρος του), όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, για να ληφθούν υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, σε μερικά των οποίων θα γίνει παρακάτω ειδική μνεία, σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ.), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Με σύμβαση ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίστηκε στις 15-12-2017 στον Πειραιά μεταξύ του ενάγοντος, ο οποίος τυγχάνει Έλληνας απογεγραμμένος ναυτικός και του νόμιμου εκπροσώπου της εναγόμενης εταιρίας, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία Ε/Γ-Ό/Γ πλοίου «ΝΜ», αριθ. νηολ. Πειραιά ……, κ.ο.χ. 8.128,98, ο ενάγων προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε αυθημερόν στο λιμάνι του Πειραιά στο ως άνω πλοίο με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, αντί των προβλεπόμενων μηνιαίων αποδοχών από την εκάστοτε ισχύουσα Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων. Ο ενάγων απασχολήθηκε στο άνω πλοίο έως τις 6-2-2018, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά «αμοιβαία συναινέσει». Με νέα σύμβαση ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου. που καταρτίστηκε στον Πειραιά στις 29-3-2018, ο ενάγων προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε αυθημερόν στον Πειραιά στο άνω πλοίο, με την ίδια ειδικότητα και τους αυτούς εργασιακούς όρους, απολύθηκε δε στις 14-9-2018 στο ίδιο άνω λιμάνι «αμοιβαία συναινέσει». Ακολούθως, με νέα σύμβαση ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίστηκε στον Πειραιά στις 17-12-2018 ο ενάγων προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε αυθημερόν στον Πειραιά στο ως άνω πλοίο, με την ίδια ειδικότητα και τους αυτούς εργασιακούς όρους, απολύθηκε δε στις 9-4-2019 στον Πειραιά «αμοιβαία συναινέσει». Οι δυο πρώτες άνω συμβάσεις ναυτικής εργασίας υπάγονται στους όρους της ΣΣΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2017, που κυρώθηκε με την Υ.Α. 2242.5-1.5/77056/2017 (Φ.Ε.Κ. Β’ 4005/17-11-2017) και η τρίτη σύμβαση ναυτικής εργασίας υπάγεται στους όρους της όμοιας ΣΣΕ του έτους 2018, που κυρώθηκε με την Υ.Α. 2242.5-1.5/8030/2018 (Φ.Ε.Κ. Β’ 5084/14-11-2018). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα, κατόπιν σχετικών αποφάσεων του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, το άνω Ε/Γ-Ό/Γ πλοίο εκτελούσε ακτοπλοϊκά δρομολόγια, τα οποία αφορούσαν τα Δωδεκάνησα και τις Κυκλάδες. Ειδικότερα, εκτελούσε τακτικά τα εξής δρομολόγια: (ακολουθούν πίνακες δρομολογίων)Στις 6-2-2018 και στις 29-3-2018 το άνω πλοίο δεν εκτέλεσε δρομολόγια επειδή γίνονταν σ’ αυτό εργασίες ετήσιας επιθεώρησης. Τα ανωτέρω περιστατικά και η εφαρμογή των ανωτέρω Σ.Σ.Ε, των οποίων γίνεται επίκληση από τον ενάγοντα, δεν αμφισβητούνται από την εναγόμενη και ως εκ τούτου θεωρείται ότι συνομολογούνται απ’ αυτήν (άρθρα 261 και 591 Κ.Πολ.Δ.).

7. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 11 και 13 παρ. 1 των προαναφερθεισών Σ.Σ.Ν.Ε, οι ώρες της υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμάνι ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως, δηλαδή οκτώ (8) ώρες την ημέρα από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, της εργασίας του Σαββάτου αμειβομένης υπερωριακώς. Κάθε εργασία που εκτελείται από τους ναυτικούς εν πλω και στο λιμάνι, πέραν των κανονικών εργασίμων ημερών και ωρών, περιλαμβανομένων και των εργασιών κατάπλου και απόπλου, θεωρείται πρόσθετη (υπερωριακή) και καταβάλλεται στους απασχολούμενους ναυτικούς πρόσθετη αμοιβή. Σημειωτέον ότι, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 3 των προαναφερθεισών Σ.Σ.Ν.Ε, η προβλεπόμενη σ’ αυτό ιδιαίτερη αμοιβή για τη μέχρι της οκταώρου εργασίας την Κυριακή καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής εκ μέρους αυτού υπηρεσίας, μάλιστα, η παρασχεθείσα εντός του οκταώρου εργασία κατά την ημέρα αυτή δεν θεωρείται υπερωριακή, αλλά μόνον η πλέον του οκταώρου. Εξάλλου, τα γενικά καθήκοντα των θαλαμηπόλων στα υπό ελληνική σημαία επιβατηγά πλοία προβλέπονται από το ΒΔ 683/1960 «Περί εγκρίσεως και θέσεως εις εφαρμογήν Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επί Ελληνικών επιβατηγών πλοίων πεντακοσίων κ.ο.χ. και άνω» (Φ.Ε.Κ. Α’ 158/4-10-1960), κατά τις διατάξεις των άρθρων 116 και 118 του οποίου οι θαλαμηπόλοι, οι οποίοι ανάλογα με την εκτελούμενη από αυτούς ειδική υπηρεσία, διακρίνονται σε θαλαμηπόλους ενδιαιτημάτων, εστιατορίων και κυλικείων, τελούν υπό τις άμεσες διαταγές και τον έλεγχο του αρχιθαλαμηπόλου της θέσεως στην οποία ανήκουν και βοηθούν αυτόν στην εκτέλεση των καθηκόντων του, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 117, στα ειδικότερα καθήκοντά τους περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων η επιμέλεια της απόλυτης καθαριότητας, της καλής συντηρήσεως και της ευπρέπειας των ανατιθεμένων σε αυτούς ενδιαιτημάτων των θέσεων, η καταβολή ιδιαίτερης μέριμνας προς εξυπηρέτηση των επιβατών και η εκτέλεση φυλακών αναλόγως των προσεγγίσεων του εκτελούμενου δρομολογίου. Στην προκείμενη περίπτωση, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, κατά τα ως άνω χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησής του, κατ’ εντολή του Αρχιθαλαμηπόλου και του Προϊστάμενου Αρχιθαλαμηπόλου του άνω πλοίου, απασχολούνταν σε καθήκοντα που αφορούσαν την προαναφερθείσα ειδικότητά του (άρθρο 117 του ΒΔ 683/1960) και συγκεκριμένα ως διαμεριστής θαλαμηπόλος. Ειδικότερα, εκτελούσε εργασίες καθαρισμού διαμερισμάτων (καμπινών επιβατών), συνέδραμε τους επιβάτες κατά την επιβίβαση και την αποβίβαση στη μετακίνησή τους μεταξύ του χώρου των διαμερισμάτων (καμπινών) τους και του χώρου επιβίβασης – αποβίβασης, καθώς και στη διευθέτηση των αποσκευών τους [απασχολούμενος για την εκτέλεση της τελευταίας εργασίας (συνδρομής επιβατών) στους λιμένες επιβίβασης], ενώ απασχολούνταν και στο εστιατόριο «σελφ σέρβις» (στο μάζεμα των δίσκων και στην καθαριότητα). Σημειωτέον ότι ο ενάγων εκτελούσε τις ως άνω εργασίες, καθημερινά (συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων και Κυριακών) και μάλιστα πέραν της ως άνω καθορισμένης οκτάωρης διάρκειας της εργασίας του, αφού αυτή δεν επαρκούσε, λόγω της προαναφερθείσας φύσης των δρομολογίων που διενεργούσε το άνω πλοίο. Έτσι, πραγματοποιούσε υπερωριακή εργασία πέραν του κανονικού οκταώρου της ημερήσιας απασχόλησής του, προκειμένου να ανταποκριθεί στα καθήκοντα, που αφορούν τις ως άνω εργασίες, για την εκτέλεση των οποίων, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, δεν επαρκεί απασχόληση μόνον οκτώ ωρών. Κατά τα επίδικα άνω χρονικά διαστήματα ήταν ναυτολογημένοι στο πλοίο ως «προσωπικό γενικών υπηρεσιών» ένας Προϊστάμενος Αρχιθαλαμηπόλος, ένας Αρχιθαλαμηπόλος, πέντε Θαλαμηπόλοι, αυξανόμενοι κατά δυο τη χρονική περίοδο από 1.4 έως 30.9 και πέντε επίκουροι, ενώ κατά τη χειμερινή περίοδο (1.10 έως 31.3) η ανωτέρω Οργανική Σύνθεση μειωνόταν κατά το ½, όπως προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 6 Π.Δ. 177/1974 «Περί οργανικής συνθέσεως των πληρωμάτων των επιβατηγών (ακτοπλοϊκών – μεσογειακών – τουριστικών) πλοίων» (ΦΕΚ  64/13-3-1974). Όμως, η ανάγκη παροχής εργασίας πέραν των ως άνω καθορισμένων ορίων δεν αποκλείεται από το γεγονός ότι στο πλοίο υπήρχε πλήρης οργανική σύνθεση του πληρώματος, καθόσον αυτή (η πληρότητα ως προς την οργανική σύνθεση), σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 87, 88 και 89 Κ.Δ.Ν.Δ, αποσκοπεί στην ασφάλεια του πλοίου κατά τη διάρκεια των πλόων του και όχι στην ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία (Εφ.Πειρ. 166/2022, Εφ.Πειρ. 54/2022, www.efeteio-peir.gr). Από τα προαναφερθέντα, που αφορούν τις συνθήκες που επικρατούσαν κατά την απασχόληση του ενάγοντος επί του άνω πλοίου, το οποίο κάθε εβδομάδα εκτελούσε πολύωρα ταξίδια, προσέγγιζε μεγάλο αριθμό λιμένων και εκτελούσε και νυχτερινούς πλόες, σε συνδυασμό και με τη φύση και το αντικείμενο της απασχόλησής του, αλλά και με το γεγονός της σταθερής καταβολής κάθε μήνα προς αυτόν χρηματικών ποσών για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, η διάρκεια της οποίας, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ήταν μεγαλύτερη κατά τη θερινή περίοδο και μικρότερη τη χειμερινή, συνάγεται ότι ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος, κατά τα ως άνω χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησής του, ήταν δώδεκα (12) ώρες και όχι δεκατέσσερις (14), δεκαπέντε (15) ή δεκαέξι (16) ώρες, όπως καθ’ υπερβολή ισχυρίζεται ο τελευταίος με τον πρώτο λόγο της έφεσής του, ούτε οκτώ (8) και κατ’ εξαίρεση εννέα (9) ώρες, όπως επίσης καθ’ υπερβολή ισχυρίζεται η εναγόμενη με τον πρώτο λόγο της έφεσής της. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τις ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε, ο ενάγων παρείχε, κατά τις καθημερινές και Κυριακές τέσσερις (4) ώρες υπερωριακής εργασίας και κατά τα Σάββατα και αργίες δώδεκα (12) ώρες τέτοιας εργασίας. Σημειωτέον ότι οι ώρες ευθύνης ή ετοιμότητας του ενάγοντος στο πλοίο δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως χρόνος υπερωριακής εργασίας, εφόσον ο ναυτικός, λόγω της φύσης του επαγγέλματός του, βρίσκεται εκ των πραγμάτων σε διαρκή ετοιμότητα παροχής υπηρεσιών, υπακούοντας στις διαταγές των προϊσταμένων του κατ’ άρθρον 57 παρ 1 του Κ.Ι.Ν.Δ. (Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 284/2020, Εφ.Πειρ. 397/2020, Εφ.Πειρ. 699/2020, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 218/2016, Εφ.Πειρ. 45/2010, Εφ.Πειρ. 231/2013, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Ι. Ληξουριώτη «Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις», έκδ. 3η, σ. 160). Η κρίση αυτή δεν αναιρείται από τα σχετικώς αναφερόμενα στην από 5-10-2020 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρος του ενάγοντος ……. (θαλαμηπόλου στο άνω πλοίο κατά τα χρονικά διαστήματα από 15-12-2017 έως 6-2-2018, από 19-3-2018 έως 14-9-2018 και από 21-12-2018 έως 22-3-2019), ενόψει του ότι, τις ως άνω εργασίες δεν εκτελούσε αποκλειστικά ο ενάγων, αλλά και τα υπόλοιπα άνω πρόσωπα που ήταν ναυτολογημένα ως «προσωπικό γενικών υπηρεσιών» στο πλοίο αυτό κατά τα άνω χρονικά διαστήματα, έτσι, δεν απαιτείτο προς τούτο ημερήσια απασχόληση πλέον των δώδεκα ωρών (κατά μέσο όρο). Επίσης, δεν αναιρείται η ως άνω κρίση περί του μέσου όρου διάρκειας της ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος από την κατάθεση των μαρτύρων της εναγόμενης …… (Προϊσταμένου Αρχιθαλαμηπόλου στο άνω πλοίο από το έτος 2015 έως το Φεβρουάριο 2019) και ………. (Αρχιθαλαμπόλου στο άνω πλοίο κατά το Φεβρουάριο και το Μάρτιο 2018), ενόψει του ότι οι μάρτυρες αυτοί δεν απέκλεισαν τη διενέργεια υπερωριών από τον ενάγοντα (αφού κατέθεσαν ότι οι εργασίες του ολοκληρώνονταν συνήθως εντός του οκταώρου και επ’ ουδενί δεν διαρκούσαν επί 14, 15 και 16 ώρες ημερησίως) και δεν κατέθεσαν ότι τηρούνταν το προβλεπόμενο από το άρθρο 19 των άνω Σ.Σ.Ν.Ε. βιβλίο ημερήσιων υπερωριών, συνεκτιμημένου και του ότι και η ίδια η εναγόμενη αναγνωρίζει ότι για τις ανάγκες του άνω επιβατηγού – οχηματαγωγού πλοίου δεν αποκλείονταν η παροχή εργασίας του ενάγοντος καθ’ υπέρβαση του οκταώρου λόγω αυξημένης κίνησης επιβατών ή όταν ο ενάγων συμμετείχε στις βάρδιες πυρασφάλειας (βλ. σ. 10, στιχ. 14 και σ. 12, στιχ. 5 της έφεσής της). Όσον αφορά δε τις έγγραφες καταστάσεις μηνιαίων υπερωριών πληρώματος και τα εκκαθαριστικά σημειώματα αποδοχών που προσκομίζει η εναγόμενη, από τα ως άνω στοιχεία προέκυψε ότι οι σχετικές επ’ αυτών εγγραφές δεν είναι ακριβείς, όπως βάσιμα ισχυρίζεται ο ενάγων, ο οποίος πράγματι εργαζόταν υπερωριακά, όπως προεκτέθηκε και η τήρηση αυτών είχε μόνον τυπικό χαρακτήρα. Το γεγονός δε ότι ο ενάγων υπέγραφε ανεπιφύλακτα τις άνω καταστάσεις και τα άνω εκκαθαριστικά σημειώματα που του χορηγούσε η εργοδότριά του, όπου επίσης αναφέρεται ο αριθμός ωρών υπερωριακής απασχόλησης και οι επιμέρους αποδοχές, δεν συνιστά πλήρη σε βάρος του  απόδειξη, με βάση και τα διδάγματα της κοινής πείρας, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εκκαλούσα – εναγόμενη με τον πρώτο λόγο έφεσής της, κατά το σχετικό μέρος του, αλλά η διάρκεια της υπερωριακής του απασχόλησης μπορεί να προκύψει από την εκτίμηση όλων των εισφερόμενων ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου αποδεικτικών μέσων, καθώς αντίθετη παραδοχή θα συνιστούσε ανεπίτρεπτη παραίτηση του εργαζόμενου από τα νόμιμα δικαιώματά του. Ακόμα κι αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η υπογραφή των παραπάνω εγγράφων έγινε για να δηλωθεί παραίτηση (άφεση χρέους) εκ μέρους του ναυτικού, τούτο είναι χωρίς έννομη επιρροή, γιατί κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου, συναγόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, 679 Α.Κ, 8 του ν. 2112/1920, 5 παρ.1 α.ν. 539/1945, 8 παρ.4 του ν.δ. 4020/1959, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, δεν συγχωρείται και άρα είναι άκυρη η παραίτηση του εργαζόμενου από το δικαίωμα να λάβει τα νόμιμα ελάχιστα όρια των αποδοχών του, όπως και η παραίτηση από άλλα δικαιώματά του που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζεται από κανόνες δημόσιας τάξης, όπως το δικαίωμά του για την καταβολή της νόμιμης αμοιβής του από την υπερωριακή του απασχόληση, ανεξαρτήτως αν η οικεία αξίωση έχει ή δεν έχει ακόμη γεννηθεί (Α.Π. 1569/2017, Α.Π. 1554/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 48/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 397/2020, www.efeteio-peir.gr). Με βάση τα προαναφερθέντα, σύμφωνα με τις ρυθμίσεις των οικείων Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών πλοίων ετών 2017 και 2018, οι οποίες, ως προς τους όρους εργασίας και αμοιβής, καταλαμβάνουν και τον ενάγοντα, ο τελευταίος εργάστηκε υπερωριακά (πέραν του οχταώρου, τις καθημερινές και τις Κυριακές και καθ’ όλη της διάρκεια της εργασίας του, κατά τα Σάββατα και τις αργίες). Για την υπερωριακή εργασία του που παρασχέθηκε κατά την τελευταία εργασιακή περίοδο του έτους 2018, δηλαδή από 17-12-2018 έως 31-12-2018, ισχύει η ΣΣΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2018, ενώ για τις προγενέστερες εργασιακές περιόδους ισχύει η αντίστοιχη ΣΣΕ του έτους 2017, όπως κρίθηκε πρωτόδικα και δεν αμφισβητείται με λόγο έφεσης. Μετά ταύτα,  κατά το έτος 2018: Α) Με βάση τη ΣΣΕ του έτους 2017: α) για 159 καθημερινές ημέρες και Κυριακές (159 ημέρες Χ 4 ώρες), που αντιστοιχούν σε 636 ώρες υπερωριακής εργασίας, ο ενάγων δικαιούται το ποσό των (8,37 Χ 636=) 5.323,32 ευρώ, β) για 30 Σάββατα και 7 Αργίες (37 ημέρες Χ 12 ώρες), που αντιστοιχούν σε 444 ώρες υπερωριακής εργασίας, ο ενάγων δικαιούται το ποσό των 4.457,76 ευρώ (10,04 Χ 444) και Β) Με βάση τη ΣΣΕ του έτους 2018: α) για 11 καθημερινές και 2 Κυριακές (13 ημέρες Χ 4 ώρες), που αντιστοιχούν σε 52 ώρες υπερωριακής εργασίας, ο ενάγων δικαιούται το ποσό των 444,80 ευρώ (52 Χ 8,54), β) για 2 Σάββατα και 2 αργίες (4 ημέρες Χ 12 ώρες), που αντιστοιχούν σε 48 ώρες υπερωριακής εργασίας, ο ενάγων δικαιούται το ποσό των 492,00 ευρώ (48 Χ 10,25). Εξάλλου, κατά το έτος 2019, ο ενάγων πραγματοποίησε, με βάση τη ΣΣΕ του έτους 2018: α) σε 68 καθημερινές και 13 Κυριακές (81 ημέρες Χ 4 ώρες) =324 ώρες υπερωριακής εργασίας, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των 2.766,96 ευρώ (324 Χ 8,54), β) για 14 Σάββατα πραγματοποίησε 10 ώρες και σε 4 αργίες 12 ώρες υπερωριακής εργασίας ημερησίως και συνολικά 188 ώρες, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των 1.927,00 ευρώ (188 Χ 10,25). Έναντι των ποσών αυτών, συνολικού ύψους (5.323,32 + 4.457,76 + 444,80 + 492,00 + 2.766,96 + 1.927,00) 15.411,84 ευρώ, έλαβε από την εναγόμενη το έτος 2018: α) το ποσό των 900,92 ευρώ ως αμοιβή για την υπερωριακή του απασχόληση τις καθημερινές και τις Κυριακές και β) το ποσό των 3.348,98 ευρώ ως αμοιβή για την υπερωριακή του απασχόληση τα Σάββατα και τις αργίες, ενώ το έτος 2019 έλαβε: α) το ποσό των 790,41 ευρώ ως αμοιβή για την υπερωριακή του απασχόληση τις καθημερινές και τις Κυριακές και β) το ποσό των 1.573,97 ευρώ ως αμοιβή για την υπερωριακή του απασχόληση τα Σάββατα και τις αργίες. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτή εν μέρει ως κατ’ ουσίαν βάσιμη η ένσταση εξόφλησης λόγω καταβολής (άρθρο 416 Α.Κ.) που πρόβαλε η εναγόμενη και να αφαιρεθεί το συνολικό ποσό των 6.614,28 (900,92 + 3.348,98 + 790,41 + 1.573,97) ευρώ που κατέβαλε για υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος. Μετά ταύτα η εναγόμενη εξακολουθεί να οφείλει στον ενάγοντα υπόλοιπο ποσό (15.662,41 – 6.614,28) 8.797,56 ευρώ, όπως κρίθηκε πρωτόδικα και δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους (πέραν της άνω αμφισβήτησης απ’ αυτούς του πραγματικού χρόνου υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος).

8. Κατά το άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 3239/1955, ατομική σύμβαση εργασίας, καταρτιζόμενη από κάποιον που δεσμεύεται από Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (Σ.Σ.Ε.), θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους καθορισθέντες στη Σ.Σ.Ε. όρους, ακυρουμένων των τυχόν αντίθετων συμφωνιών. Όμως, όροι ατομικής σύμβασης εργασίας ευνοϊκότεροι για το μισθωτό από τους διαλαμβανόμενους σε Σ.Σ.Ε. είναι επικρατέστεροι. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπόμενων από τη Σ.Σ.Ε. και περιλήφθηκε όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις καταβαλλόμενες πέραν των νόμιμων, ο όρος είναι ισχυρός. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις αποδοχές που υφίστανται κατά το χρόνο της σύναψης της ατομικής εργασιακής σύμβασης, αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες οι οποίες θεσπίσθηκαν μετά την κατάρτιση της σχετικής σύμβασης. Επίσης, τα προαναφερθέντα ισχύουν και για τις αξιώσεις από ναυτική εργασία οι οποίες θεμελιώνονται σε ειδικές διατάξεις που καθορίζουν κατ’ αποκοπή το ποσό της δικαιούμενης αμοιβής για πρόσθετη υπερωριακή εργασία, διότι η διάταξη του άρθρου 8 παρ. 4 του ν.δ. 4020/1959, η οποία προβλέπει ακυρότητα της σύμβασης κάλυψης των υπερωριακών αμοιβών με τις πέραν των ελάχιστων ορίων συμβατικές αποδοχές στη χερσαία εργασία, δεν εφαρμόζεται στην πάγια κατ’ αποκοπή αμοιβή υπερωριών που προβλέπουν οι Συλλογικές Συμβάσεις Ναυτικής Εργασίας (Σ.Σ.Ν.Ε) για μερικές ειδικότητες ναυτικών, όπως, εν προκειμένω του θαλαμηπόλου, η οποία μάλιστα, φέρει το χαρακτήρα όχι αποζημίωσης, αλλά πρόσθετης αμοιβής. Συνεπώς, εάν συμφωνηθεί μεταξύ των συμβληθέντων στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται τακτικώς και παγίως στο ναυτικό κατά τη διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπόμενου από την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε. μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, της δραστηριότητος και του ζήλου τούτου στην εκτέλεση των καθηκόντων του, άνευ προβλέψεως «καταλογισμού» αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο τούτο ποσόν αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του πλοιοκτήτη, ελευθέρως ανακλητή ή δυναμένη μονομερώς να καταλογισθεί προς άλλες αξιώσεις του ναυτικού, απορρέουσες από τη σύμβαση. Όμως, το ως άνω πρόσθετο χρηματικό ποσό («επιμίσθιο») μπορεί να συμψηφισθεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικίες Σ.Σ.Ν.Ε. αποδοχές, μόνον τότε, όταν υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί του καταλογισμού αυτών στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. Σε διαφορετική περίπτωση, εάν δηλαδή δεν έχει συμφωνηθεί κάτι τέτοιο ορισμένως και ειδικώς μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον ως άνω συμψηφισμό, περιορίζοντας έτσι μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (Α.Π. 1013/2003, Α.Π. 225/2002,  Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 196/2020, Εφ.Πειρ. 464/2021, Εφ.Πειρ. 72/2019, Εφ.Πειρ. 588/2018, Εφ.Πειρ. 213/2016, Εφ.Πειρ. 441/2015, Εφ.Πειρ. 465/2009, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 471/2011, αδημ, Κοροτζή, «Ναυτικό Δίκαιο, τ. 1ος, υπ’ άρθρο 60, σ. 326).

Στην προκείμενη περίπτωση, από τις αποδείξεις πληρωμής μηνιαίας μισθοδοσίας του ενάγοντος αποδείχθηκε ότι, κατά τη διάρκεια της ναυτολόγησής του, η εναγόμενη, κατά το σχετικό ισχυρισμό της (ένσταση), κατέβαλε σ’ αυτόν διάφορα χρηματικά ποσά με την αιτιολογία «bonus» ή «έκτακτες αμοιβές», συνολικού ύψους 3.302,66 ευρώ κατά το έτος 2018 (163,33 ευρώ τον Ιανουάριο + 104,60 ευρώ το Φεβρουάριο + 304,78 ευρώ το Μάρτιο + 33,91 ευρώ τον Απρίλιο + 290,40 ευρώ το Μάιο + 378,51 ευρώ τον Ιούνιο + 669,63 τον Ιούλιο + 758,41 ευρώ τον Αύγουστο + 513,04 ευρώ το Σεπτέμβριο) και 745,47 ευρώ κατά το έτος 2019 (228,15 ευρώ τον Ιανουάριο + 183,04 ευρώ το Φεβρουάριο + 250,32 ευρώ το Μάρτιο + 83,96 ευρώ τον Απρίλιο). Δεν αποδείχθηκε όμως ότι συντρέχουν οι αναφερόμενες στην άνω νομική σκέψη προϋποθέσεις επιτρεπτού συμβατικού συμψηφισμού των καταβαλλόμενων κάθε φορά στον ενάγοντα διαφορετικών άνω πρόσθετων ποσών με την οφειλόμενη προς αυτόν αμοιβή για υπερωριακή απασχόληση. Ειδικότερα, δεν αποδείχθηκε ορισμένη και ειδική συμφωνία μεταξύ των συμβληθέντων μερών περί καταλογισμού των πρόσθετων αυτών ποσών στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές του ενάγοντος που προβλέπονταν από την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε, αφού δεν υπήρχε τέτοια πρόβλεψη στις δυο πρώτες συμβάσεις ναυτικής εργασίας του, ενώ η αόριστη διατύπωση του υπ’ αριθ. 1 συμπληρωματικού όρου της τρίτης και τελευταίας σύμβασης: «Κάθε ποσό που καταβάλει η εταιρία στο ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από το ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της εταιρίας σχετικές με την παρούσα σύμβαση. Ως ελάχιστες νόμιμες αποδοχές νοούνται οι προβλεπόμενες από την εκάστοτε εφαρμοστέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας», ερμηνευμένου κατά τα άρθρα 173, 200 Α.Κ, δεν επιτρέπει το συμψηφισμό των ως άνω πρόσθετων ποσών που χορηγούσε η εναγόμενη εξ ελευθεριότητας προς τον ενάγοντα με την οφειλόμενη προς αυτόν αμοιβή για υπερωριακή εργασία, αφού στον ως άνω συμβατικό όρο δεν προσδιορίζονται ειδικά και ορισμένα (κατά ποιόν και ποσόν), οι υπέρτερες αποδοχές οι οποίες θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με μελλοντικές υποχρεώσεις της εναγόμενης προς τον ενάγοντα. Άλλως, βέβαια, θα τίθετο το ζήτημα εάν στις συμβάσεις εργασίας του ενάγοντος προβλεπόταν ρητά ότι συγκεκριμένες παροχές, υπό την ένδειξη «bonus» ή «έκτακτες αμοιβές», ως υπέρτερες των νόμιμων, θα καλύπτουν την υπερωριακή αμοιβή, οπότε, όπως εκτέθηκε στην ανωτέρω νομική σκέψη, η εργοδότρια εναγόμενη θα είχε τη δυνατότητα να προβεί στο συμψηφισμό αυτών με τις υπόλοιπες αμοιβές του, περιορίζοντας μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του. Επομένως, η εκκαλούμενη απόφαση που δέχθηκε τον ως άνω ισχυρισμό (ένσταση) της εναγόμενης, ως παραδεκτά προβληθέντα και ακολούθως δέχθηκε αυτόν ως ουσιαστικά βάσιμο, με το σκεπτικό ότι προέκυψε ότι τα συμβληθέντα μέρη συμφώνησαν ώστε να συμψηφίζονται τα ως άνω χορηγούμενα ποσά (έκτακτες αμοιβές) με την πρόσθετη αμοιβή από υπερωριακή εργασία του ενάγοντος, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο (άρθρα 361 και 440 Α.Κ. και 262 Κ.Πολ.Δ.) και εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις (συμβάσεις ναυτικής εργασίας ενάγοντος), κατά το βάσιμο σχετικό τέταρτο λόγο της έφεσής του.  Συνεπώς, η έφεση του ενάγοντος πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσία ως προς το λόγο της αυτό και στη συνέχεια να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση κατά το ανωτέρω κεφάλαιό της, να κρατηθεί η υπόθεση προς εκδίκαση και κατ’ ουσία από το Δικαστήριο τούτο (άρθρο 535 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.) και να απορριφθεί η άνω ένσταση ως αβάσιμη κατ’ ουσία.

9. Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 33 των Σ.Σ.Ε. Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατικών Πλοίων ετών 2017 και 2018, υπό τον τίτλο «Δρομολόγια Εξπρές», προκύπτει ότι: α) σε κάθε περίπτωση, κατά τον καθορισμό, την έγκριση και την εκτέλεση δρομολογίων πρέπει να προνοείται από την αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Ναυτιλίας και Αιγαίου και από τους πλοιοκτήτες η παραμονή των πλοίων στο λιμάνι αφετηρίας τουλάχιστον 6 ώρες πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο, προκειμένου να παρασχεθεί στον πλοίαρχο και το πλήρωμα ο αναγκαίος χρόνος ανάπαυσης καθώς και προετοιμασίας του πλοίου για το επόμενο δρομολόγιο, εάν δε αυτό, κατ’ εξαίρεση, δεν καθίσταται δυνατό, καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή, όπως αυτή καθορίζεται στις επόμενες παραγράφους του άρθρου αυτού, β) ως δρομολόγια, για τα οποία καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα η πρόσθετη αυτή αμοιβή θεωρούνται εκείνα για την εκτέλεση των οποίων το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, κατά περίπτωση, πριν περάσουν τουλάχιστον 6 ώρες από τον κατάπλου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, γ) η πρόσθετη αυτή αμοιβή προβλέπεται για όλα τα «εξπρές» δρομολόγια, με την ως άνω έννοια, που αναφέρονται σε ακτοπλοϊκά – επιβατηγά πλοία που δεν έχουν τακτικές καθημερινές, τουλάχιστον έξι αναχωρήσεις (δρομολόγια) την εβδομάδα από το λιμάνι αφετηρίας, και υπολογίζεται κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στις παραγράφους 4 και 7 του ως άνω άρθρου, βάσει των ωρών πρόωρης αναχωρήσεως του πλοίου εβδομαδιαίως, τακτικά δε θεωρούνται τα δρομολόγια εκείνα, κατά τα οποία το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας σε προκαθορισμένη κάθε ημέρα ώρα, έστω και αν η ώρα απόπλου δεν είναι η ίδια κάθε ημέρα, σε εκτέλεση τακτικού δρομολογίου, δ) ειδικώς, προκειμένου περί πλοίων τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας, η πρόσθετη αυτή αμοιβή καταβάλλεται για τα πέραν των πέντε δρομολόγια την εβδομάδα (παρ. 5, που αποτελεί διάταξη ειδικότερη εκείνης της παρ. 3), ε) τέλος, κατ’ εξαίρεση, που εισάγεται με την παράγραφο 6 του αυτού άρθρου, οι διατάξεις του δεν ισχύουν και δεν εφαρμόζονται, έτσι, οι ναυτικοί δεν δικαιούνται την πρόσθετη αυτή αμοιβή για δρομολόγια «εξπρές» σε ημερόπλοια, δηλαδή σε πλοία που εκτελούν πλόες κατά τις ώρες από 07.00 έως 23.00, και σε πλοία τοπικών γραμμών, εκτός εάν, κατ’ εξαίρεση, δηλαδή της εξαίρεσης αυτής (επάνοδο στον κανόνα), τα πλοία αυτά εκτελούν δρομολόγια ή επεκτείνουν τα δρομολόγιά τους τις νυκτερινές ώρες, δηλαδή κατά τις ώρες από 23.00 μέχρι 07.00 της επομένης ημέρας. Ειδικότερα, οι ναυτικοί, οι οποίοι διέπονται από τις διατάξεις των ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε., δικαιούνται πρόσθετης αμοιβής για εξπρές δρομολόγια. Για τον υπολογισμό της αθροίζονται οι ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, δηλαδή προ της συμπληρώσεως 6 ωρών από της αφίξεως στο λιμάνι και το άθροισμα διαιρείται διά του αριθμού 8, το δε πηλίκο αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή (παρ. 4). Ακολούθως, η πρόσθετη αυτή αμοιβή υπολογίζεται ως εξής (παρ. 7): Εφόσον η διάρκεια του κυκλικού ταξιδιού (δηλαδή μετάβαση στο λιμένα ή τους λιμένας προορισμού και επιστροφή στο λιμένα αφετηρίας) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, η αμοιβή είναι ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών. Εάν είναι μικρότερη των 12 ωρών, είναι ίση προς το ήμισυ της προβλεπόμενης αμέσως παραπάνω αμοιβής. Εάν είναι μικρότερη των 6 ωρών η αμοιβή είναι ίση προς το ήμισυ της προβλεπόμενης από το παραπάνω εδάφιο. Σημειωτέον ότι στις άνω τακτικές αποδοχές (βάσει των οποίων υπολογίζονται, εκτός της πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων «εξπρές», και τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα), συμπεριλαμβάνεται κάθε παροχή καταβαλλόμενη παγίως και σταθερώς ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του ναυτικού τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικώς σε ορισμένα χρονικά διαστήματα (Α.Π. 1224/2019, Α.Π. 1013/2003, Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 200/2016, Εφ.Πειρ. 442/2015, Εφ.Πειρ. 618/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 368/2019, www.efeteio-peir.gr).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την εκκαλουμένη απόφαση έγινε δεκτό ότι το πλοίο ΝΜ εκτέλεσε κατά τα ένδικα χρονικά διαστήματα από 1-1-2018 έως 6-2-2018, από 16-4-2018 έως 29-4-2018, από 7-5-2018 έως 10-6-2018 και από 17-12-2018 έως 31-12-2018 4,67 δρομολόγια εξπρές και κατά το ένδικο χρονικό διάστημα από 1-1-2019 έως 9-4-2019 4,38 δρομολόγια εξπρές και με βάση ότι οι συνολικές τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος έφθαναν τις 3.997,73 ευρώ για το έτος 2018 και τις 4.048,71 ευρώ για το έτος 2019, η εκκαλουμένη δέχθηκε περαιτέρω ότι η κατ’ άρθρο 33 των πιο πάνω ΣΣΝΕ πρόσθετη αμοιβή του ενάγοντος για τα δρομολόγια αυτά ανερχόταν στο συνολικό χρηματικό ποσό των 1.186,77,  έναντι του οποίου αυτός είχε ήδη λάβει 1.282,10 ευρώ μέχρι την άσκηση της αγωγής, με αποτέλεσμα να έχει εξοφληθεί πλήρως η σχετική αξίωσή του.

Κατά της κρίσης αυτής της εκκαλουμένης διαμαρτύρεται ο ενάγων, αιτιώμενος πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων. Συγκεκριμένα, επικαλείται ότι λανθασμένα υπολογίστηκε για τον προσδιορισμό της πρόσθετης αμοιβής για την πραγματοποίηση δρομολογίων εξπρές ετών 2018 και 2019 ο μέσος όρος της υπερωριακής εργασίας του με βάση 12ωρη καθημερινή του απασχόληση, ενώ έπρεπε να υπολογιστεί με βάση την επικαλούμενη απ’ αυτόν στην αγωγή του μεγαλύτερης διάρκειας απασχόλησή του (έως και 16 ώρες), γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα η εκκαλούμενη να του επιδικάσει μικρότερο ποσό απ’ αυτό που δικαιούταν. Η αιτίαση αυτή είναι αβάσιμη, διότι, σύμφωνα με όσα ανωτέρω έγιναν δεκτά ως αποδειχθέντα (βλ. σχετ. την παρ. 7 της παρούσας), ο ενάγων απασχολούνταν κατά μέσον όρο επί 12 ώρες ημερησίως κατά την εκτέλεση των ως άνω καθηκόντων του ως θαλαμηπόλου. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, δεν έσφαλε κατά τον υπολογισμό του μέσου όρου της υπερωριακής αμοιβής του ενάγοντος στις μηνιαίες τακτικές αποδοχές του, απορριπτόμενου ως ουσιαστικά αβάσιμου, του σχετικού λόγου (δεύτερου) της έφεσης του ενάγοντος, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα. Να σημειωθεί εδώ ότι η εκκαλουμένη δεν πλήττεται κατά τα λοιπά ως προς το αποδεικτικό της πόρισμα επί του συγκεκριμένου κονδυλίου.

10.  Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 14 των προαναφερθεισών Σ.Σ.Ν.Ε, σε συνδυασμό προς εκείνες των παραγράφων 1, 2, 3 και 7 της υπ’ αριθ. 70109/8008/14-12-1982 απόφασης του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (Φ.Ε.Κ. Β’ 1/7-1-1982), προκύπτει ότι οι ως άνω ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα μηνιαίο μισθό και μισθό 15 ημερών, αντιστοίχως, εάν η σχέση εργασίας διήρκησε καθ’ όλο το διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως, ή 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του ημίσεως του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα, αντιστοίχως ή ανάλογο κλάσμα επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκησε καθ’ όλο το ως άνω διάστημα, αντιστοίχως. Επίσης, για τον υπολογισμό των προαναφερθέντων επιδομάτων λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικά καταβαλλόμενος μισθός τη 10η Δεκεμβρίου και τη 15η ημέρα πριν από το Πάσχα, αντιστοίχως, δηλαδή το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού, στις οποίες περιλαμβάνονται κάθε παροχή καταβαλλόμενη παγίως και σταθερώς ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του ναυτικού τακτικώς κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικώς σε ορισμένα χρονικά διαστήματα (Α.Π. 1224/2019, ό.α, Α.Π. 1013/2003, Δ.Ε.Ε. 2004, 214, Εφ.Πειρ. 284/2020, ό.α, Εφ.Πειρ. 218/2016, ό.α.). Μάλιστα, ως τέτοιες, προσδιορίζονται ενδεικτικώς στην ως άνω Υπουργική Απόφαση: α) η προσαύξηση της νομίμου και τακτικής εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίνεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα σαν τακτικό αντάλλαγμα για την παροχή εργασίας κατά τις ανωτέρω ημέρες τακτικά κάθε μήνα, β) η πρόσθετη αμοιβή για την παροχή υπερωριακής εργασίας, η οποία, εφόσον δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς και γ) το επίδομα αδείας με το αντίτιμο τροφής, είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως, διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (Α.Π. 1013/2003, Εφ.Πειρ. 430/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 464/2021, Εφ.Πειρ. 423/2021, Εφ.Πειρ. 397/2020, Εφ.Πειρ. 368/2019, ό.α), καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας (Εφ.Πειρ. 464/2021, ό.α, Εφ.Πειρ. 647/2014, Εφ.Πειρ. 412/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), η αποζημίωση μη πραγματοποίησης αδείας (Εφ.Πειρ. 196/2020, Εφ.Πειρ. 18/2016, Εφ.Πειρ. 19/2016, Εφ.Πειρ. 160/2014, Εφ.Πειρ. 36/2014, Εφ.Πειρ. 55/2017, Εφ.Πειρ. 71/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) και το επίδομα άγονης γραμμής του άρθρου 7 των ως άνω ΣΣΝΕ (Εφ.Πειρ. 196/2020, Εφ.Πειρ. 673/2015, Εφ.Πειρ. 496/2015, Εφ.Πειρ. 861/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 500/2012, αδημ, Εφ.Πειρ. 46/2011, Ε.Ν.Δ. 2011, 97, Εφ.Πειρ. 343/2009, αδημ.), όχι όμως το επίδομα ιματισμού, αφού τούτο δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, καθόσον, κατά τα προλεχθέντα, η κύρια και βασική αιτία χορηγήσεώς του είναι η εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών του πλοίου – Α.Π. 774/2003, Α.Π. 226/2003, Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 235/2020, Εφ.Πειρ. 603/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), ούτε, καταρχήν, η πρόσθετη αμοιβή για τα δρομολόγια εξπρές, αφού αυτή, όταν δεν καταβάλλεται σταθερά και μόνιμα, δεν έχει το χαρακτήρα τακτικής παροχής (Εφ.Πειρ. 496/2015, ό.α, Εφ.Πειρ. 164/2014, Εφ.Πειρ. 328/2014, ό.α, Εφ.Πειρ. 177/2012, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 422/2021, Εφ.Πειρ. 423/2021, www.efeteio-peir.gr) και συνυπολογίζεται μόνον αν πραγματοποιούνται τακτικά δρομολόγια εξπρές και η αντίστοιχη προς αυτά πρόσθετη αμοιβή καταβάλλεται αδιαλείπτως (Εφ.Πειρ. 422/2021, ό.α, Εφ.Πειρ. 423/2021, ό.α, Εφ.Πειρ. 66/2013, ό.α, Εφ.Πειρ. 590/2014, ό.α, Εφ.Πειρ. 364/2012, αδημ.). Σημειωτέον ότι όσες τυχόν πρόσθετες αμοιβές («έκτακτες αμοιβές», κ.λ.π.), ο ενάγων, κατά το σχετικό υπολογισμό στην αγωγή, δεν συμπεριλαμβάνει στις μηνιαίες αποδοχές του, θεωρείται ότι έτσι συνομολογεί το γεγονός ότι οι παροχές αυτές δεν καταβάλλονταν σ’ αυτόν παγίως και σταθερώς ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του (Εφ.Πειρ. 207/2021, Εφ.Πειρ. 48/2021,  Εφ.Πειρ. 235/2020, Εφ.Πειρ. 177/2016, Εφ.Πειρ. 218/2016, Εφ.Πειρ. 442/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, κατά τον προσδιορισμό των τακτικών σε μηνιαία κλίμακα καταβαλλόμενων αποδοχών του ενάγοντος με σκοπό τον καθορισμό των επιδομάτων δώρων εορτών που αυτός δικαιούταν, έθεσε ως βάση το χρηματικό ποσό που αποτελούσε το σύνολο των ελαχίστων νόμιμων αποδοχών του με βάση τη ΣΣΕ Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων 2017 για τις δυο πρώτες περιόδους ναυτολόγησής του και με βάση την αντίστοιχη ΣΣΕ έτους 2018 για την τρίτη και τελευταία ναυτολόγησή του, ανερχομένων αυτών σε 4.108,64 ευρώ και 4.159,62 ευρώ αντίστοιχα [ήτοι, με βάση τη ΣΣΕ έτους 2017: μισθός ενεργείας 1.157,99 ευρώ + επίδομα Κυριακών 254,76 ευρώ + αντίτιμο τροφοδοσίας σε είδος 576,30 ευρώ + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 35,22 ευρώ + επίδομα αδείας 452,05  ευρώ (1.157,99 μισθός ενεργείας + 254,76 ευρώ επίδομα Κυριακών + 576,30 ευρώ μηνιαίο αντίτιμο τροφής = 1.989,05 ευρώ / 22=90,41 Χ 5 ημέρες = 452,05 ευρώ) + επίδομα αγόνων γραμμών 81,06 ευρώ (ενόψει του ότι το πλοίο δραστηριοποιούνταν τακτικά σε γραμμές για τις οποίες είχε συναφθεί σύμβαση δημόσιας υπηρεσίας αγόνων) + 1.440,35 ευρώ μέσος όρος αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης (15.411,84 ευρώ καθ’ όλη τη χρονική περίοδο των ναυτολογήσεών του τα έτη 2018, 2019 / 321 ημέρες Χ 30 ημέρες) + 110,91 ευρώ μέσος όρος αδιαλείπτως καταβαλλόμενης πρόσθετης αμοιβής τακτικών δρομολογίων εξπρές (των οποίων η πραγματοποίηση, ως έγινε δεκτή πρωτοδίκως, δεν αμφισβητείται, κατά τα προεκτεθέντα) = 4.108,64 ευρώ και με βάση τη ΣΣΕ έτους 2018:  μισθός ενεργείας 1.181,15 ευρώ + επίδομα Κυριακών 259,86 ευρώ + αντίτιμο τροφοδοσίας σε είδος 587,70 ευρώ + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 35,92 ευρώ + επίδομα αδείας 461,05 ευρώ (1.181,15 ευρώ μισθός ενεργείας + 259,86 ευρώ επίδομα Κυριακών + 587,70 ευρώ μηνιαίο αντίτιμο τροφής = 2.028,71 ευρώ / 22=92,21 Χ 5 ημέρες = 461,05 ευρώ) + επίδομα αγόνων γραμμών 82,68 ευρώ (ενόψει του ότι το πλοίο δραστηριοποιούνταν τακτικά σε γραμμές για τις οποίες είχε συναφθεί σύμβαση δημόσιας υπηρεσίας αγόνων) + 1.440,35 ευρώ μέσος όρος αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης + 110,91 ευρώ μέσος όρος αδιαλείπτως καταβαλλόμενης πρόσθετης αμοιβής τακτικών δρομολογίων εξπρές (των οποίων η πραγματοποίηση, ως έγινε δεκτή πρωτοδίκως, δεν αμφισβητείται, κατά τα προεκτεθέντα) = 4.159,62 ευρώ] και έτσι συνάθροισε μαζί με τα άλλα επιδόματα, το επίδομα αδείας, το μέσο όρο της αμοιβής του ενάγοντος για την παροχή υπερωριακής εργασίας με 12ωρη ημερήσια απασχόληση και την αναλογία της μέσης αμοιβής του για τη συμμετοχή του σε δρομολόγια εξπρές, με τη ρητή παραδοχή της σταθερής καταβολής τους από την εργοδότρια εναγόμενη, χωρίς, όμως, να συνυπολογίσει και το επίδομα ιματισμού, όπως ζητούσε ο ενάγων, με τη σαφώς υπονοούμενη παραδοχή ότι αυτό δεν αποτελούσε παροχή καταβαλλόμενη ως αντάλλαγμα της εργασίας του, ορθώς το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες οι συναφείς αιτιάσεις που εκατέρωθεν προβάλλονται με τα αντίστοιχα μέρη του τρίτου λόγου της έφεσης του ενάγοντος και του δεύτερου λόγου της έφεσης της εναγόμενης, όπου υποστηρίζονται τα αντιστοίχως ενάντια. Αντιθέτως, σφάλμα της εκκαλουμένης αποτελεί, κατά παραδοχή ως βάσιμου του τρίτου λόγου της έφεσης του ενάγοντος κατά το συναφές τελευταίο μέρος του, ο υπολογισμός του δώρου Χριστουγέννων 2018 με βάση τις αποδοχές που προέβλεπε η οικεία ΣΣΕ Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2017, αντί να υπολογιστεί με βάση τις αποδοχές που προέβλεπε η αντίστοιχη ΣΣΕ έτους 2018, την οποία, άλλωστε, προηγουμένως η ίδια η εκκαλουμένη την έκρινε εφαρμοστέα (βλ. σελ. 20, στιχ. 9-10 αυτής), αλλά ακολούθως δεν την εφάρμοσε και συνακόλουθα πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση ως προς τη διάταξή της περί υπολογισμού του Δώρου Χριστουγέννων 2018. Ακολούθως, με βάση τις πιο πάνω παραδοχές, ο ενάγων δικαιούται: Α)  για αναλογία επιδόματος δώρου εορτής Πάσχα του έτους 2018 το ποσόν των 1.198,35 ευρώ [4.108,64 ευρώ πάγιες τακτικές αποδοχές  / 2 = 2.054,32 ευρώ / 15 = 136,95 Χ 8,75 οκταήμερα (70 ημέρες εργασίας {οι χρονικές περίοδοι από 1-1-2018 έως και 6-2-2018 και από 29-3-2018 έως και 30-4-2018}) = 1.198,35 ευρώ] και Β] για αναλογία επιδόματος δώρου εορτών Χριστουγέννων του έτους 2018 το ποσόν των 2.662,16 ευρώ [4.159,62 ευρώ πάγιες τακτικές αποδοχές Χ 2/25 = 332,77 ευρώ Χ 8 δεκαεννεαήμερα {152 ημέρες εργασίας (οι χρονικές περίοδοι από 1-5-2018 έως 14-9-2018 και από 17-12-2018 έως 31-12-2018} / 19) = 2.662,16 ευρώ]. Έναντι των ποσών αυτών, συνολικού ύψους (1.198,35 + 2.662,16) 3.860,51 ευρώ, η εναγόμενη του κατέβαλε, όπως κρίθηκε πρωτόδικα και δεν αμφισβητείται, το ποσό των 1.299,36 ευρώ, με αποτέλεσμα να του οφείλει υπόλοιπο 2.561,15 ευρώ, και Γ] για αναλογία επιδόματος δώρου εορτής Πάσχα του έτους 2019 το ποσό των 1.715,14 ευρώ [4.159,62 ευρώ πάγιες τακτικές αποδοχές  / 2 = 2.079,81 ευρώ / 15 = 138,65 Χ 12,37 οκταήμερα (99 ημέρες εργασίας {η χρονική περίοδος από 1-1-2019 έως και 9-4-2019}) = 1.715,14 ευρώ]. Έναντι του ποσού αυτού η εναγόμενη του κατέβαλε, όπως κρίθηκε πρωτόδικα και δεν αμφισβητείται, το ποσό των 917,38 ευρώ, με αποτέλεσμα να του οφείλει υπόλοιπο 797,76 ευρώ. Συνολικά δε για δώρα των άνω εορτών η εναγόμενη οφείλει στον ενάγοντα το χρηματικό ποσό των (1.198,35 + 2.561,15 + 797,76) 4.557,26 ευρώ.

11. Περαιτέρω, στο άρθρο 7 παρ. 1 της ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε των ετών 2017 και 2018 ορίζεται: «Σε ολόκληρο το πλήρωμα περιλαμβανομένου του Πλοιάρχου και του Α’ Μηχανικού που εργάζεται σε πλοία που δραστηριοποιούνται σε γραμμές, για τις οποίες έχει συναφθεί Σύμβαση Δημόσιας Υπηρεσίας (αγόνων) χορηγείται ειδικό επίδομα εκ ποσοστού 7% (επτά τοις εκατό) επί του μισθού ενεργείας της παραγρ. 1 του άρθρου 1 για απασχόληση στις γραμμές αυτές επί επτά ημέρες. Για απασχόληση επί ολιγότερες ημέρες καταβάλλεται αναλογία των 7/7». Στην προκειμένη περίπτωση, το ως άνω πλοίο διενεργούσε καθημερινά τους πλόες που παρατίθενται αναλυτικά ανωτέρω, οι οποίοι συμπεριελάμβαναν τα προαναφερόμενα δρομολόγια με σύμβαση ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας με επιδότηση («άγονης γραμμής»), κατά το ένδικο χρονικό διάστημα της ναυτολόγησης του ενάγοντος. Σημειωτέον ότι τα προεκτεθέντα δρομολόγια του πλοίου δεν αμφισβητούνται από την εναγόμενη. Επομένως, ο ενάγων δικαιούται αντίστοιχα ως ειδικό επίδομα γραμμών δημόσιας υπηρεσίας (άγονων), για το χρονικό διάστημα των 220 ευρώ ημερών που εργάσθηκε το έτος 2018 και για το χρονικό διάστημα των 99 ημερών που εργάστηκε το έτος 2019, όπως αναλύεται ανωτέρω, τα ποσά των 594,91 ευρώ για το έτος 2018 [μισθός ενεργείας ΣΣΕ 2017 1.157,99 ευρώ Χ 7% = 81,05 ανά 30 ημέρες απασχόλησης Χ 6,83 μήνες (205 ημέρες από 1-1-2018 έως 6-2-2018 και από 29-3-2018 έως 14-9-2018) /30 = 553,57 ευρώ + μισθός ενεργείας ΣΣΕ 2018 1.181,15 ευρώ Χ 7% = 82,68 ευρώ ανά 30 ημέρες απασχόλησης Χ 0,5 μήνες (15 ημέρες από 17-12-2018 έως 31-12-2018) /30 = 41,34 ευρώ] και 272,84 ευρώ για το έτος 2019 [μισθός ενεργείας ΣΣΕ 2018 1.181,15 ευρώ Χ 7% = 82,68 ευρώ ανά 30 ημέρες απασχόλησης Χ 3,3 μήνες (99 ημέρες από 1-1-2019 έως 9-4-2019) /30 = 41,34 ευρώ]. Συνεπώς, η εκκαλουμένη, κρίνοντας διαφορετικά κατά τον υπολογισμό του επιδόματος άγονης γραμμής του έτους 2018, το οποίο υπολόγισε εσφαλμένα στο συνολικό ποσό των 594,09 ευρώ, λαμβάνοντας υπόψη και για το χρονικό διάστημα από 17-12-2018 έως 31-12-2018 το μισθό ενεργείας του ενάγοντος που προβλέπονταν στην άνω ΣΣΕ έτους 2017 αντί του μισθού ενεργείας που προβλέπονταν στην εφαρμοστέα για το διάστημα αυτό άνω ΣΣΕ έτους 2018, έσφαλε στην εφαρμογή του νόμου, κατά παραδοχή ως βάσιμου του σχετικού (πέμπτου) λόγου της έφεσης του ενάγοντος. Επομένως, με βάση τις πιο πάνω παραδοχές και ενόψει και του ότι, όπως κρίθηκε πρωτόδικα και δεν αμφισβητείται, η εναγόμενη έχει  καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 447,09 ευρώ έναντι της άνω οφειλής της για επιδόματα αγόνων γραμμών ετών 2018 και 2019, εξακολουθεί να του οφείλει υπόλοιπο (867,75 – 447,09) 420,66 ευρώ.  Να σημειωθεί εδώ ότι η εκκαλουμένη δεν πλήττεται κατά τα λοιπά ως προς το αποδεικτικό της πόρισμα επί του συγκεκριμένου κονδυλίου. Μετά απ’ αυτά, το σύνολο των αξιώσεων του ενάγοντος για την προαναφερθείσα απασχόλησή του στο άνω πλοίο ανέρχεται στο ποσό των (8.797,56 + 4.557,26 + 420,66) 13.775,48 ευρώ.

12. Κατόπιν όλων αυτών, μη υπάρχοντος άλλου λόγου των άνω εφέσεων προς εξέταση, πρέπει: Α) να απορριφθεί η Β έφεση της εναγόμενης ως ουσιαστικά αβάσιμη στο σύνολό της και να επιβληθούν σε βάρος της ανωτέρω εκκαλούσας, λόγω της ήττας της, τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή ως βάσιμου του νόμιμου σχετικού αιτήματός του (άρθρα 106, 178 παρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.) και Β) να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη η Α έφεση του ενάγοντος και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της και δη τόσο ως προς τα προσβαλλόμενα με την έφεση του ενάγοντος κονδύλια, όσο και ως προς τα λοιπά, επιδικασθέντα στον ενάγοντα κονδύλια που δεν προσβλήθηκαν με την έφεση, χάριν της ενότητας της εκτέλεσης (Α.Π. 748/1984, ΕλλΔνη 26, 642, Εφ.Πατρ. 50/2020, Τ.Ν.Π. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, Εφ.Πειρ. 155/2019, Εφ.Πατρ. 21/2019, Εφ.Δωδ. 309/2019, Εφ.Θεσ. 174/2018, Εφ.Πατρ. 279/2018, Εφ.Πειρ. 16/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Σ. Σαμουήλ, «Η έφεση», έκδ. Ε’, σ. 430-431, παρ. 1143), αναγκαίως δε και κατά τη διάταξη περί δικαστικής δαπάνης που θα καθοριστεί εξαρχής. Ακολούθως, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση προς εκδίκαση κατ’ ουσία στο Δικαστήριο τούτο (άρθρο 535 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ), να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσία η από 12-10-2019 και με ΓΑΚ ……… και ΕΑΚ ………./13-12-2019 αγωγή κατά τη μόνη βάση της από έγκυρες συμβάσεις ναυτικής εργασίας [κατά την οποία είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις που αναφέρθηκαν στις ανωτέρω νομικές σκέψεις, καθώς και σ’ αυτές των άρθρων 297 εδ. α’, 330 εδ. α’, 340, 341, 345 εδ. α’, 346 εδ. α’, 361, 648, 653, 655 εδ. α’, β’ Α.Κ, 1, 2, 53, 54, 60 εδ. α’, 84 παρ. 1 Κ.Ι.Ν.Δ, 1, άρθρο μόνο της Υ.Α. 70109/8008 (Εμπορικής Ναυτιλίας) της 14.12.81/7.1.82. «Προϋποθέσεις χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους δικαιουμένους ναυτικούς», στις διατάξεις των Σ.Σ.Ε. Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων ετών 2017 και 2018, καθώς επίσης και στα άρθρα 68, 70, 176 Κ.Πολ.Δ.] και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 13.775,48 ευρώ, με το νόμιμο τόκο, με βάση το αίτημα της αγωγής, για ποσό 12.977,72 ευρώ από την επομένη της ημερομηνίας της τελευταίας απόλυσης του ενάγοντος [ήτοι από την 9η-4-2019, η οποία από το νόμο τάσσεται ως δήλη ημέρα καταβολής του συμφωνηθέντος μισθού, με μόνη την πάροδο της οποίας καθίσταται υπερήμερος ο εργοδότης και οφείλει τόκους υπερημερίας (άρθρα 341 παρ. 1 και 345 εδ. α’ Α.Κ. – Α.Π. 493/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ)] και από 1-5-2019 για υπόλοιπο ποσό 797,76 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί σε αναλογία επιδόματος εορτών Πάσχα 2019 και το οποίο κατά το χρόνο της άνω τελευταίας απόλυσης του ενάγοντος δεν είχε ακόμα καταστεί απαιτητό [για την εκ του νόμου τασσόμενη ημέρα καταβολής των επιδομάτων δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, ώστε με μόνη την πάροδο της δήλης αυτής ημέρας να επέρχονται οι ανωτέρω συνέπειες, βλ. αντίστοιχα Ολ.Α.Π. 40/2002, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 265/2020, www.efeteio-peir.gr]. Το αίτημα του ενάγοντος περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής είναι απορριπτέο ως άνευ αντικειμένου, ενώ το αίτημα της εναγόμενης, κατ’ άρθρο 914 Κ.Πολ.Δ, περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη της εκτέλεσης κατάσταση είναι απορριπτέο ως αβάσιμο κατ’ ουσία, αφού το τελικά επιδικασθέν ποσό είναι μεγαλύτερο του ποσού των 4.000,00 ευρώ που καταβλήθηκε σε εκτέλεση της προσωρινά εκτελεστής διάταξης της εκκαλουμένης απόφασης. Τέλος, η εναγόμενη, λόγω της ήττας της και ανάλογα με την έκταση αυτής, πρέπει να καταδικασθεί σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατά μερική παραδοχή ως βάσιμου του νόμιμου σχετικού αιτήματός του (άρθρα 106, 178 παρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει τις Α και Β εφέσεις αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά αυτές.

Απορρίπτει τη Β έφεση κατ’ ουσία.

Καταδικάζει την εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε εξακόσια (600,00) ευρώ.

Δέχεται την Α έφεση κατ’ ουσία.

Εξαφανίζει τη με αριθ. 650/2021 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών.

Κρατεί και δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση που αφορά την αναφερθείσα στο σκεπτικό από 10-12-2019 και με ΓΑΚ ……… και ΕΑΚ …../13-12-2019 αγωγή.

Δέχεται εν μέρει αυτή.

Υποχρεώνει την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των δέκα τριών χιλιάδων, επτακοσίων εβδομήντα πέντε ευρώ και σαράντα οκτώ λεπτών (13.775,48), με το νόμιμο τόκο από 9-4-2019 για ποσό δώδεκα χιλιάδων εννιακοσίων εβδομήντα επτά ευρώ και εβδομήντα δυο λεπτών (12.977,72) και από 1-5-2019 για υπόλοιπο ποσό επτακοσίων ενενήντα επτά ευρώ και εβδομήντα έξι λεπτών (797,76).

Καταδικάζει την εναγόμενη στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων (1.000,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στις 13-9-2022, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.           

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ