Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 556/2022

  ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός     556/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή, Χαρίκλεια Σαραμαντή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ  :         

 Της ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Της εταιρίας ……………., την οποία εκπροσώπησε το ακροατήριο του Δικαστηρίου ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Αλέξανδρος Ελευθερίου παρασταθείς με δήλωση  σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ .       

Των ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1] της εταιρίας …………….., 2] της εταιρίας ………….. αμφότερες δε τις εταιρίες   εκπροσώπησε στο ακροατήριο ο  πληρεξούσιος δικηγόρος τους, Πάρις Καραμήτσιος, παρασταθείς, ομοίως, με δήλωση  σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.

H εκκαλούσα  άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 4-12-2014  (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2014) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 1824/2018 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου που την απέρριψε.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η ενάγουσα  με την από 16-5-2018 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ στο Πρωτοδικείο ………/21-5-2018  και αντίστοιχα στο Εφετείο ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2-7-2019,  έφεσή της η οποία προσδιορίστηκε να συζητηθεί στη δικάσιμο της 20-2-2020 οπότε και αναβλήθηκε η συζήτησή της για την δικάσιμο της 19-11-2020 κατά την οποία αυτή ματαιώθηκε λόγω της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργία των Δικαστηρίων από 7-11-2020 έως 7-1-2021 εξαιτίας της πανδημίας κόβιντ-19. Με την 6/2021 Πράξη της αρμόδιας Προέδρου Εφετών, Σπυριδούλας Μακρή, η συζήτηση της ανωτέρω έφεσης προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 23-9-2021 κατά την οποία αναβλήθηκε  εκ νέου για εκείνη της 5-5-2022, κατά την οποία οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις προτάσεις που κατέθεσαν.  

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Φέρεται  προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος, αρμόδιου, Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ)  η από 16-5-2018 έφεση με την οποία πλήττεται η με αριθμό 1824/2018 οριστική απόφαση του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων με την τακτική διαδικασία και απέρριψε την από 4-12-2014 αγωγή της, ήδη, εκκαλούσας εταιρίας. Η έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ. 1 και 2, 511, 513 παρ. 1 στοιχ. β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 2 ΚΠολΔ, καθώς δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης ενώ  από τη δημοσίευσή της στις 17-4-2018 μέχρι την κατάθεση της έφεσης στις 21-5-2018  δεν παρήλθε η προβλεπόμενη διετής προθεσμία και, επομένως, δεδομένου ότι έχει κατατεθεί  το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 ΚΠολΔ παράβολο, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια όπως και πρωτοδίκως διαδικασία.

Η ενάγουσα εταιρία με την ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου αγωγή της ισχυρίστηκε ότι δραστηριοποιείται επιχειρηματικά στον τομέα του εφοδιασμού πλοίων με καύσιμα δυνάμει συμβάσεων που καταρτίζει, είτε απευθείας με τους πλοιοκτήτες, εφοπλιστές ή ναυλωτές αυτών, είτε μέσω ανεξάρτητων ενδιάμεσων εμπόρων που ενεργούν με σκοπό τη μεταπώλησή τους στους με οποιονδήποτε τρόπο  εκμεταλλευόμενους τα πλοία και ότι συμβάλλεται πάντοτε υπό γενικούς όρους συναλλαγών, κατά τους οποίους, τα καύσιμα πωλούνται με τον όρο διατήρησης της κυριότητάς τους από την ενάγουσα μέχρι την εξόφληση του τιμήματος αγοράς τους,  η παράδοσή τους σε κάθε πλοίο τελεί υπό τον όρο ανάληψης ευθύνης για την αποπληρωμή του τιμήματος τους και από τον εκμεταλλευόμενο αυτό, που οφείλει να συνάψει με την ενάγουσα σύμβαση, χαρακτηριζόμενη στην αγωγή ως συμφωνία εγγυοδοσίας και, τέλος, κάθε διαφορά από τις εν λόγω πωλήσεις θα υπάγεται στα Δικαστήρια του Πειραιώς και θα επιλύεται κατ’ εφαρμογή του ελληνικού δικαίου. Ότι ένας εκ των ενδιάμεσων, ανεξάρτητων,  εμπόρων υπήρξε ο όμιλος εταιριών «…………» με μέλος του οποίου και συγκεκριμένα την «……………..» που έδρευε στην Μ. Βρετανία,  κατάρτισε στις 16-10-2014 σύμβαση πώλησης 250 ΜΤ καυσίμου παραδοτέων στο πλοίο «M/V VWN» μεταξύ της 21 και 23 Οκτωβρίου 2014 και ενώ το πλοίο θα βρισκόταν στο λιμάνι του Βανκούβερ στον Καναδά αντί τιμήματος 504,50 δολαρίων ΗΠΑ ανά μετρικό τόνο, πληρωτέου εντός 30 ημερών από την παράδοση του καυσίμου. Στη συνέχεια ότι διατηρεί απαίτηση από την παράδοση της αναφερόμενης ποσότητας καυσίμου στο άνω πλοίο,  ποσού 135.125 δολαρίων ΗΠΑ στο οποίο περιλαμβάνεται και το ποσό των 9.000 δολαρίων που αφορά τα έξοδα του εφοδιαστικού πλοίου, το οποίο πιστώθηκε μέχρι την 19η-11-2014 και  δεν της καταβλήθηκε. Την ως άνω απαίτησή της η ενάγουσα δεν έστρεψε  κατά της αντισυμβαλλόμενής της αλλοδαπής, εταιρίας που ενεργούσε ως ενδιάμεσος έμπορος με την οποία κατάρτισε την επίμαχη αγοραπωλητήρια σύμβαση αλλά κατά των εναγομένων, από τις οποίες, κατά τον κρίσιμο χρόνο, η πρώτη ήταν η πλοιοκτήτρια και η δεύτερη η ναυλώτρια του «M/V VWN». Για τη  θεμελίωση της ένδικης απαίτησής της η ενάγουσα επικαλέστηκε κυρίως μεν συμβατική ευθύνη των εναγομένων, οι οποίες με την υπογραφή του, ενεργούντος στο όνομα και για λογαριασμό αμφοτέρων αυτών, πλοιάρχου του ανεφοδιασθέντος πλοίου, που τέθηκε επί της από 23-10-2014 και με αριθμό ……….  έγγραφης απόδειξης που εκδόθηκε για την παραλαβή των πωληθέντων καυσίμων, προσχώρησαν στους γενικούς όρους συναλλαγών της ενάγουσας και αποδέχθηκαν τους εκεί περιλαμβανόμενους όρους, κατά τους οποίους «οι πλοιοκτήτες ή/και οι εκμεταλλευόμενοι ή/και οι ναυλωτές του πλοίου είναι από κοινού και έκαστος κεχωρισμένως υπεύθυνοι για την πληρωμή όλων των καυσίμων που παραδόθηκαν με αυτήν και μέχρις της αποπληρωμής του οφειλόμενου ποσού του τιμολογίου για αυτά. Η κυριότητα των καυσίμων αυτών παραμένει στους προμηθευτές. Όλες οι διαφορές οι οποίες είναι ενδεχόμενο να αναφυούν από τον παρόντα ανεφοδιασμό με καύσιμα θα επιλυθούν από τα ελληνικά δικαστήρια». Ισχυρίστηκε ειδικότερα ότι με την κατά τα άνω υπογραφή της απόδειξης, οι εναγόμενες, εκπροσωπούμενες από τον πλοίαρχο του πλοίου, συνομολόγησαν την κατάρτιση με την ίδια σύμβασης εγγυοδοσίας με την οποία ανέλαβαν από κοινού και σ’ ολόκληρον αυτοτελή και ανεξάρτητη υποχρέωση καταβολής του τιμήματος της πωληθείσας ποσότητας καυσίμων για την περίπτωση που δεν κατέβαλε αυτό ο ενδιάμεσος έμπορος («…………….»).   Στη συνέχεια η ενάγουσα για τη στοιχειοθέτηση της ευθύνης των εναγομένων επικαλέστηκε επικουρικά και άλλες νόμιμες βάσεις της απαίτησής της, για την περίπτωση που θα κρινόταν ότι οι εναγόμενες δεν ευθύνονται συμβατικά και συγκεκριμένα, επικαλούμενη ότι με την ανάμειξη και την κατανάλωση των πωληθέντων καυσίμων οι εναγόμενες, οι οποίες δια της υπογραφής της απόδειξης παραλαβής καυσίμων από τον πλοίαρχο έλαβαν γνώση της παρακράτησης της κυριότητας αυτών, προσέβαλαν την εν λόγω παρακρατηθείσα κυριότητά της και έτσι ανέκυπτε ευθύνη τους κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις και στη συνέχεια, κατά τη δεύτερη επικουρική βάση της αγωγής της, ισχυρίστηκε ότι οι εναγόμενες κατέστησαν αδικαιολόγητα πλουσιότερες από την περιουσία της, αφού κατανάλωσαν καύσιμα για τα οποία δεν καταβλήθηκε τίμημα. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε η ενάγουσα να υποχρεωθούν οι εναγόμενες ως ευθυνόμενες σε ολόκληρον, να της καταβάλλουν το ανωτέρω ποσό  δολαρίων ΗΠΑ, νομιμότοκα από την επομένη της παρόδου της τριακονθήμερης, από την παράδοση των καυσίμων, προθεσμίας πίστωσης του τιμήματος που χορηγήθηκε και παρήλθε από 23-11-2014, οπότε αυτό κατέστη ληξιπρόθεσμο άλλως από την επίδοση της αγωγής ή το ισόποσο σε ευρώ του ως άνω χρηματικού ποσού κατά την ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατά την ημερομηνία της πληρωμής άλλως κατά την ημέρα συζήτησης της αγωγής και, σε κάθε περίπτωση, κατά την ημέρα άσκησής της. Για τη θεμελίωση, τέλος, της διεθνούς δικαιοδοσίας του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου η ενάγουσα επικαλέστηκε τη ρήτρα παρέκτασης αυτής, που συμπεριελήφθη στην προαναφερθείσα απόδειξη παραλαβής καυσίμων και, επιπλέον, το γεγονός ότι ο τόπος της εγκατάστασής της (Πειραιάς) αποτελεί τόσο τον τόπο όπου έπρεπε να καταβληθεί η χρηματική παροχή των εναγομένων όσο και τον τόπο επέλευσης των αποτελεσμάτων της αδικοπραξίας των τελευταίων, καθώς οι επικουρικές βάσεις της αγωγής, τόσο η αδικοπρακτική όσο και η στηριζόμενη στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις του ΑΚ, συμπαρασύρονται στην αποκλειστική του δικαιοδοσία λόγω της συνάφειάς τους με την κύρια αγωγική βάση, της, από τη σύμβαση, ευθύνης. Στη συνέχεια οι εναγόμενες με την ως άνω αγωγή εταιρίες, με την από 28-7-2015 ανακοίνωση δίκης (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2015)  η οποία στράφηκε κατά της ενδιαμέσου εμπόρου …..……. και της τραπεζικής εταιρίας «………….» και κοινοποιήθηκε στην εδώ ενάγουσα, ισχυρίστηκαν ότι η πρώτη εξ αυτών ήταν κατά τον ένδικο χρόνο πλοιοκτήτρια του υπό σημαία Χονγκ Κόνγκ πλοίου  «M/V VWN»  το οποίο κατά τον ίδιο χρόνο είχε υπο-χρονοναυλώσει η δεύτερη από προηγούμενη, άλλη,  εκναυλώτρια εταιρία αυτού. Ότι η τελευταία (υποναυλώτρια) απευθύνθηκε στην εταιρία – ενδιάμεσο έμπορο (………………) προκειμένου να προμηθευτεί καύσιμα για το πλοίο και αποδεχόμενη σχετική προσφορά της, κατάρτισαν σύμβαση πώλησης 250 ΜΤ, η δε πετρέλευση του πλοίου πραγματοποιήθηκε από την ενάγουσα και προς ην η ανακοίνωση δίκης, ως προστηθείσα από την πωλήτρια, η οποία (ενάγουσα) και εξέδωσε το από 23-10-2014 δελτίο παράδοσης καυσίμων στο οποίο υπέγραψε ο πρώτος μηχανικός του πλοίου βεβαιώνοντας την παράδοση και μόνο των καυσίμων. Ότι ακολούθως η αντισυμβαλλομένη τους εταιρία – ενδιάμεσος έμπορος εξέδωσε  το …………./23-10-2014 τιμολόγιο σε χρέωση της δεύτερης εναγομένης,  ποσού 136.125 δολαρίων ΗΠΑ πληρωτέο το αργότερο στις 22-11-2014 σε λογαριασμό που τηρείτο στην τραπεζική εταιρία και δεύτερη καθ’ ης η ανακοίνωση της δίκης, αλλά στο χρονικό διάστημα της πίστωσης η πρώτη εξ αυτών πτώχευσε και ότι στη συνέχεια η δεύτερη τους απέστειλε δυο έγγραφες ειδοποιήσεις σύμφωνα με τις οποίες είχε καταστεί εκδοχέας μιας σειράς απαιτήσεων από τιμολόγια της πτωχεύσασας, την πληρωμή των οποίων ζητούσε, χωρίς ωστόσο σ’ αυτά να  συμπεριλαμβάνεται το ως άνω τιμολόγιο. Επειδή δε η ίδια η υποναυλώτρια δεν είχε συμβληθεί στην ένδικη σύμβαση πώλησης με την ενάγουσα, η οποία επίσης απαιτούσε από αμφότερες τις εναγόμενες την πληρωμή του τιμήματος και βρέθηκε ενώπιον αμφισβήτησης ως προς τον πραγματικό δικαιούχο της απαίτησης, προτίμησε να μην καταβάλει το τίμημα μέχρι να συμφωνήσουν τα εμπλεκόμενα μέρη ή να λυθεί δικαστικά το ζήτημα του δικαιούχου. Ενόψει αυτής της εξέλιξης ζήτησε από τις καθ’ ων η ανακοίνωση εταιρίες να παρέμβουν στην ανοιγείσα με την  ένδικη αγωγή δίκη ως έχουσες έννομο συμφέρον εφόσον αντιποιούνται το αντικείμενό της και να υποστηρίξουν ότι οι ίδιες δικαιούνται στην είσπραξη του τιμήματος ώστε να δεσμευτούν από το δεδικασμένο της απόφασης που θα εκδοθεί. Στην πρωτοβάθμια δίκη οι καθ’ ων η ανακοίνωση εταιρίες δεν παραστάθηκαν και  επομένως εφόσον δεν συμμετείχαν στη δίκη, δεν απέκτησαν την ιδιότητα διαδίκου και κατά συνέπεια δεν απαιτείται κλήτευσή τους στην παρούσα δίκη. Κατά τα λοιπά η δίκη διεξήχθη αντιμωλία των διαδίκων και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε κατά πρώτον τον ισχυρισμό της ενάγουσας σύμφωνα με τον οποίο συνάγεται σιωπηρή συμφωνία παρέκτασης της διεθνούς δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου από την μην επικουρική άσκηση της άνω ανακοίνωσης δίκης με το σκεπτικό ότι τέτοια συμφωνία τεκμαίρεται μόνο σε περίπτωση που ασκηθεί ανταγωγή και όχι ανακοίνωση δίκης  στη συνέχεια ότι  η ουδέποτε καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων σύμβαση παρέκτασης της διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών Δικαστηρίων να επιληφθούν της ένδικης πώλησης καυσίμου, όπως και  σύμβαση εγγυοδοσίας που ισχυρίζεται η ενάγουσα εκ της οποίας θα μπορούσε να θεμελιωθεί δικαιοδοσία λόγω της ιδιότητας της τελευταίας ως δικαιούχου της ένδικης απαίτησης με βάση την πραγματική της έδρα στην Ελλάδα και,  πλεοναστικά, ούτε με βάση τον τόπο καταβολής του τιμήματος ο οποίος προσδιοριζόταν από τις εδρεύουσες στην αλλοδαπή τράπεζες στις οποίες διατηρούσε λογαριασμούς η ενάγουσα.  Περαιτέρω έκρινε  ότι η φερόμενη ως αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων είχε εκδηλωθεί συνολικά στον Καναδά, όπου τελέστηκε η ανάμειξη ή η κατανάλωση των επίμαχων καυσίμων και όπου επήλθε το παράνομο αποτέλεσμά της (προσβολή της επ’ αυτών κυριότητας της ενάγουσας), ενώ για τη σωρευθείσα δεύτερη επικουρική βάση της αγωγής (από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό) τοπική αρμοδιότητα και εντεύθεν διεθνή δικαιοδοσία έκρινε ότι είχαν τα δικαστήρια της γενικής δωσιδικίας των εναγομένων, από τις οποίες η δεύτερη έδρευε στον Καναδά, ενώ η πρώτη στο Χόνγκ Κόνγκ, όπως αναγραφόταν στο καταστατικό της, χωρίς ταυτόχρονα να αποδεικνύεται ότι διατηρούσε πραγματική έδρα στην Ελλάδα, από όπου ασκείται η διοίκησή της, αφού δεν προέκυψε ότι αυτή διενεργούσε από την ημεδαπή συναλλαγές ή οποιαδήποτε ναυτιλιακή δραστηριότητα απασχολώντας προς τούτο εδώ υπαλληλικό προσωπικό ούτε ότι στην ημεδαπή λαμβάνονται οι βασικές για τη λειτουργία της και την οικονομική απόδοσή της αποφάσεις, χωρίς να ασκεί επιρροή το γεγονός του εντοπισμού της πραγματικής έδρας της διαχειρίστριας του πλοίου της εταιρίας ενόψει της  ετερότητας των νομικών προσώπων της εταιρίας αυτής αφενός και των εναγομένων εταιριών αφετέρου. Με τις προαναφερόμενες αιτιολογίες η εκκαλουμένη δέχθηκε ως νομικά και ουσιαστικά βάσιμη σχετική ένσταση των εναγομένων και απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη, επειδή διαπίστωσε την έλλειψη της διεθνούς δικαιοδοσίας του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Κατά της απόφασης αυτής βάλλει ήδη με την έφεσή της η ηττηθείσα ενάγουσα και για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού ζητεί την εξαφάνισή της, προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή της.

Ι. Συγκεκριμένα η ενάγουσα με τον με στοιχείο ΙΙΙ. λόγο της έφεσής της παραπονείται για την απόρριψη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο του ισχυρισμού της ότι αυτό έχει διεθνή  δικαιοδοσία να επιληφθεί της ενώπιον του εισαχθείσας προς επίλυση διαφοράς με την άσκηση της αγωγής της, συναγόμενη από την παράλειψη των εναγομένων να την αρνηθούν και να ασκήσουν την ανακοίνωση δίκης επικουρικά, με την προϋπόθεση δηλαδή ότι το Δικαστήριο θα αποδεχόταν την ύπαρξη της εν λόγω δικαιοδοσίας του.

Σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ.1 του ΚΠολΔ στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων υπάγονται ημεδαποί και αλλοδαποί, εφόσον υπάρχει αρμοδιότητα ελληνικού δικαστηρίου, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 4 ΚΠολΔ σ’ αυτήν την περίπτωση  τα δικαστήρια ερευνούν  αυτεπάγγελτα την έλλειψη δικαιοδοσίας αν ο εναγόμενος δεν παρίσταται στη συζήτηση. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται, ότι καθιερώνεται διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών Δικαστηρίων να κρίνουν ιδιωτικές διαφορές, εφόσον αυτές συνδέονται με την ελληνική Πολιτεία με κάποιο στοιχείο, που θεμελιώνει δωσιδικία, και δη αρμοδιότητα ελληνικού Δικαστηρίου (ΑΠ  8/2015 δημοσ ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στη συνέχεια το άρθρο 42 ΚΠολΔ ορίζει ότι «πρωτοβάθμιο τακτικό δικαστήριο που δεν είναι κατά τόπον αρμόδιο μπορεί, με ρητή ή σιωπηρή συμφωνία των διαδίκων, να γίνει αρμόδιο, εκτός αν πρόκειται για διαφορές που δεν έχουν περιουσιακό αντικείμενο. Η συμφωνία πρέπει να είναι ρητή, όταν πρόκειται για διαφορές για τις οποίες ισχύει αποκλειστική αρμοδιότητα ενώ θεωρείται ότι υπάρχει σιωπηρή συμφωνία, αν ο εναγόμενος παρίσταται στο ακροατήριο στη συζήτηση και δεν προτείνει έγκαιρα την ένσταση αναρμοδιότητας». Από τις ανωτέρω διατάξεις  συνάγεται κατ’ αρχάς ότι η συμφωνία παρέκτασης είναι άτυπη και μπορεί να είναι και σιωπηρή, συναγόμενη από την συμπεριφορά του διαδίκου   και το σύνολο των πραγματικών περιστατικών. Σε κάθε περίπτωση ωστόσο όταν ο εναγόμενος παρίσταται στη συζήτηση και δεν προτείνει έγκαιρα (άρθρο 42 παρ.2 και 263 στοιχ. α΄του ΚΠολΔ) και συγκεκριμένα  πριν από την επί της ουσίας απάντησή του στην αγωγή, ένσταση αναρμοδιότητας,  τότε τεκμαίρεται αμάχητα ότι υπάρχει αρμοδιότητα και συνακόλουθα διεθνής δικαιοδοσία του επιληφθέντος Δικαστηρίου, (σχετ. σε Νικολάου Νίκα, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, Β΄έκδοση, 2016, παρ.18, I, υπ’αριθμ.5, σελ.134).  Εξάλλου και ο εφαρμοστέος στην υπό κρίση περίπτωση Κανονισμός (ΕΚ) 44/2001 της 22-12-2000 του Συμβουλίου «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις» (ΚανΒριΙ) ο οποίος ρυθμίζει τη διεθνή δικαιοδοσία του φόρουμ επί διαφορών ιδιωτικού δικαίου που εισάγονται προς εκδίκαση σε ελληνικό δικαστήριο και έχουν σημεία επαφής με περισσότερες έννομες τάξεις (στοιχεία αλλοδαπότητας), ιδίως όταν οι αντιδικούντες έχουν κατοικία ή έδρα σε διαφορετικές χώρες, καθιερώνει με τις διατάξεις των άρθρων του, 2 παρ. 1, 4 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 60, ως θεμελιώδη βάση διεθνούς δικαιοδοσίας την κατοικία του εναγομένου και επί νομικών προσώπων την έδρα αυτών, για τον καθορισμό των οποίων  εφαρμόζονται οι κανόνες ιδιωτικού δικαίου του δικάζοντος δικαστή. Εξάλλου στο  άρθρο 24 του  ΚανΒριΙ  ορίζεται ότι: «Πέραν των περιπτώσεων όπου η διεθνής δικαιοδοσία απορρέει από άλλες διατάξεις του παρόντος κανονισμού, το δικαστήριο κράτους μέλους, ενώπιον του οποίου ο εναγόμενος παρίσταται, αποκτά διεθνή δικαιοδοσία. Ο κανόνας αυτός δεν εφαρμόζεται, αν η παράσταση έχει ως σκοπό την αμφισβήτηση της διεθνούς δικαιοδοσίας ή αν υπάρχει άλλο δικαστήριο με αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσίας, σύμφωνα με το άρθρο 22». Επομένως με βάση τη διάταξη αυτή ο εναγόμενος παριστάμενος ενώπιον αναρμόδιου δικαστηρίου έχει τη δυνατότητα να θεμελιώσει τη δικαιοδοσία αυτού με την απλή συγκατάθεσή του να δικαστεί επί της ουσίας από το τελευταίο. Η παράλειψη αμφισβήτησης της διεθνούς δικαιοδοσίας του δικαστηρίου ενώπιον του οποίου  ενάγεται, δημιουργεί τεκμήριο σιωπηρής παρέκτασης η οποία θεμελιώνει διεθνή δικαιοδοσία ακόμα και στη περίπτωση που προϋπήρξε ρητή παρέκταση με συμφωνία που καθόριζε άλλο αρμόδιο δικαστήριο κατά το άρθρο 23 του ίδιου Κανονισμού. Σύμφωνα δε με τη νομολογία του ΔΕΕ ο εναγόμενος, ακόμα και αν θέλει να αποκλείσει τη διεθνή δικαιοδοσία του επιληφθέντος δικαστηρίου, μπορεί να μην αρκεστεί μόνο στην αμφισβήτησή της, αλλά να προβάλει ισχυρισμούς για την ουσία της υπόθεσης, όταν συγκεκριμένα για την πληρότητα της άμυνάς του προβάλει επικουρικά τους εν λόγω ισχυρισμούς   υπό τον όρο ωστόσο ότι η αμφισβήτηση της αρμοδιότητας, εφόσον δεν προηγηθεί οιασδήποτε πράξης άμυνας επί της ουσίας, δεν έπεται χρονικά της ενέργειας, με την οποία λογίζεται από το εθνικό δικονομικό δίκαιο ως η πρώτη πράξη άμυνας ενώπιον του επιληφθέντος δικαστηρίου (σχετ. η ΔΕΚ 14-7-1983 C-201/82,  …………. κατά …………., συλλογή 1983.2503, σκέψη 21, ΔΕΚ 24-6-1981 C-150/90 ………….. κατά ……….., συλλογή 1981.1671, σκέψεις 14-17 , εκδοθείσα υπό την ισχύ του άρθρου 18 της προϊσχύσασας Δ/Σύμβασης των Βρυξελλών, ΑΠ 1542/2014, 1697/2013 δημοσ ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Έχει ακόμα κριθεί ότι ο κανόνας του άρθρου 24 του ΚανΒριΙ υποχωρεί και στην περίπτωση που από το σύνολο των ισχυρισμών του εναγομένου  τόσο ο ενάγων όσο και το επιληφθέν της αντιδικίας δικαστήριο έχουν την ευχέρεια να  αντιληφθούν ότι η πρώτη πράξη άμυνας αυτού αποσκοπεί στην αμφισβήτηση της αρμοδιότητας του δικαστηρίου (ΔΕΕ 27-2-2014 C-1/13, ……………….. curia.europa.eu, σκέψη 37, ΔΕΕ 13-6-2013 C-144/12, ………. κατά ……….. curia.europa.eu, σκέψη 37). ΑΠ 1697/2013 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΧρΙΔ 2014.371). Όταν επομένως ο εναγόμενος υποβάλλει  ισχυρισμό περί έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας του δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται, για να θεωρηθεί ότι αυτός αμφισβητεί την διεθνή δικαιοδοσία του, δεν θα πρέπει να προβάλει προγενέστερα άλλον  ισχυρισμό που αναφέρεται στην ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής και φανερώνει το ενδιαφέρον του για το ουσιαστικό δεδικασμένο από την απόφαση που θα εκδοθεί καθώς πλέον δεν είναι πρωταρχικός σκοπός του η εν λόγω αμφισβήτηση.  Η αξιολόγηση της συμπεριφοράς του εναγομένου, ως αποδοχή της διεθνούς δικαιοδοσίας του επιληφθέντος δικαστηρίου, αποτελεί ζήτημα που πρέπει καταρχήν να ερμηνεύεται αυτόνομα, αρκεί δε σ’ αυτήν την περίπτωση να διαπιστώνεται προσπάθεια άμυνας του εναγομένου, που αποβλέπει σε απόρριψη της αγωγής για κάθε άλλο λόγο, πλην της έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας. Επομένως η αποδοχή μπορεί να συνάγεται και από την όλη συμπεριφορά του εναγομένου. Εν κατακλείδι, το άρθρο 42 παρ.2 του ΚΠολΔ και το άρθρο 24 του ΚανΒριΙ δεν εφαρμόζονται, όταν ο ενάγων και το επιληφθέν δικαστήριο είναι σε θέση να αντιληφθούν, από την πρώτη πράξη άμυνας του εναγομένου, ότι η άμυνα αποσκοπεί στην αμφισβήτηση της αρμοδιότητας και, εάν, αντίθετα, προηγηθεί η  κατ’ ουσίαν αντίκρουση της αγωγής, η μεταγενέστερη αμφισβήτηση της διεθνούς δικαιοδοσίας δεν αποτρέπει τη θεμελίωση της διεθνούς δικαιοδοσίας του αναρμόδιου δικαστηρίου. Έτσι η άσκηση ανταγωγής ενώπιον  διεθνώς αναρμόδιου δικαστηρίου μπορεί να θεωρηθεί σιωπηρή αποδοχή της διεθνούς του δικαιοδοσίας, όταν δεν γίνεται επικουρικά και αντίθετα η διεθνής δικαιοδοσία να μην θεμελιωθεί όταν η ανταγωγή ασκείται μόνον για την περίπτωση, που το επιληφθέν δικαστήριο θεωρήσει εαυτόν αναρμόδιο (σχετ. Νίκα – Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκή Πολιτική Δικονομία, 2016, σελ. 432, 435, σε Κεραμέα – Κονδύλη Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, 2000, τόμος I, υπό άρθρο 42, αριθμ.4, σελ.100, σε Νίκα, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, Β΄έκδοση, ό.π., σελ.134, αριθμ.5). Με βάση τις ανωτέρω σκέψεις θα πρέπει να θεωρηθεί ότι ο εναγόμενος αποδέχεται την τοπική αρμοδιότητα, και συνακόλουθα και  τη διεθνή δικαιοδοσία του τοπικά και διεθνώς αναρμοδίου δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί προς εκδίκαση η σε βάρος του ασκηθείσα αγωγή, όταν ο ίδιος ασκεί προηγουμένως στο δικαστήριο αυτό, εκτός από την ανταγωγή και οποιοδήποτε άλλο ένδικο βοήθημα, που αποσκοπεί στην επί της ουσίας κρίση της ένδικης διαφοράς. Μεταξύ αυτών  και η οριζόμενη στο άρθρο 91 ΚΠολΔ ανακοίνωση της κύριας δίκης σε τρίτο μη διάδικο, με την οποία ο εναγόμενος αποβλέπει συνήθως στην παρακίνηση του τρίτου να παρέμβει στη δίκη υπέρ αυτού  και δεν αμφισβητεί την αρμοδιότητα και δικαιοδοσία του δικαστηρίου, στο οποίο την απευθύνει, να επιληφθεί αυτής, κυρίως και όχι επικουρικώς, δηλαδή όχι μόνον για την περίπτωση, που το δικαστήριο θεωρήσει εαυτόν αναρμόδιο προς εκδίκαση της υπόθεσης. Στην περίπτωση αυτή, η άσκηση μη επικουρικής ανακοίνωσης δίκης στο δικαστήριο της κύριας δίκης, συνιστά σιωπηρή παρέκταση της διεθνούς δικαιοδοσίας  αυτού καθόσον  η κατά τόπον αρμοδιότητά του θεμελιώνεται από τον εναγόμενο, κατά νομική αναγκαιότητα στην επίκληση της διάταξης του άρθρου 31 του ΚΠολΔ, με την οποία καθιερώνεται στο εθνικό δίκαιο  αποκλειστική τοπική αρμοδιότητα του δικαστηρίου της κύριας δίκη και για τις δίκες που συναρτώνται με αυτήν, είτε ως παρεπόμενες είτε ως συναφείς, κύριες δίκες. Αυτό ανεξάρτητα του ότι το εν λόγω ένδικο βοήθημα δεν περιέχει αίτημα παροχής έννομης προστασίας μεν,  ωστόσο, όμως, επιτρέπει τη συμμετοχή του τρίτου στην κύρια δίκη με σκοπό τη δέσμευσή του  από το αποτέλεσμα αυτής καθώς ο τελευταίος στερείται τη δυνατότητα να αμφισβητήσει μεταγενέστερα την εκδοθησόμενη επί της ουσίας απόφαση με την άσκηση τριτανακοπής, δεσμευόμενος με τρόπο που προσομοιάζει στην αρνητική λειτουργία του ουσιαστικού δεδικασμένου.

Στην υπό κρίση περίπτωση από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δικογραφίας, κυρίως των κοινών ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου προτάσεων των εναγομένων και της ανακοίνωσης της δίκης, προκύπτει ότι  στις προτάσεις τους οι εναγόμενες και μετά από δυο παραγράφους, με τίτλο η πρώτη «εισαγωγικά», με την οποία γνωστοποιούν στο άνω Δικαστήριο την από μέρους τους άσκηση ανακοίνωσης δίκης καθώς και το σκοπό που αποβλέπουν με την ενέργεια τους αυτή και με τίτλο η δεύτερη «αναφορικά με τις επιδόσεις της ανακοίνωσης δίκης», παρέθεσαν στην με στοιχείο ΙΙΙ παράγραφο σύντομο, όπως το χαρακτηρίζουν ιστορικό, «πριν την αναφορά των κατ’ ιδίαν θεμάτων που θα αναδείξουν την έλλειψη βασιμότητας της  υπό κρίση αγωγής». Προχωρούν δε σε μία σύντομη αναδρομή των πραγματικών περιστατικών που προηγήθηκαν της ανάμιξής τους στην υπόθεση με σκοπό να αποσαφηνιστεί ευθύς εξ αρχής η θέση τους και να καταδειχθεί η «έλλειψη βασιμότητας των ισχυρισμών» της αντιδίκου τους ενώ περαιτέρω με τον τρόπο αυτό, την παράθεση του ιστορικού, οι εν συνεχεία προβληθησόμενες ενστάσεις τους θα γίνουν κατανοητές και θα κριθούν με βάση προκριματικά ζητήματα που θα προκύψουν από το πραγματικό υπόβαθρο της υπόθεσης, όπως, ενδεικτικά, αν υφίσταται οποιαδήποτε σύμβαση ή άλλη έννομη σχέση με την αντίδικό τους. Κατόπιν, επικαλούνται προς απόδειξη των ως άνω περιστατικών, δυο ένορκες βεβαιώσεις από τις οποίες και σε συνδυασμό με ορισμένα από τα προσκομιζόμενα έγγραφα,  προκύπτουν ορισμένα συμπεράσματα και κυρίως  ότι ουδεμία συμβατική δέσμευση έναντι της ενάγουσας (φυσικού προμηθευτή των πωληθέντων καυσίμων) είχαν, αμφότερες, αναλάβει, ότι η δεύτερη και μόνο εξ αυτών είχε  συμβληθεί με την πτωχεύσασα εταιρία-ενδιάμεσο πωλητή των καυσίμων και ότι η ίδια δεν εξοφλεί το τίμημα λόγω της αμφιβολίας που διατηρεί ως προς την δικαιούχο της ένδικης απαίτησης. Ενημερώνουν δε το Δικαστήριο του πρώτου βαθμού ότι με χωριστό δικόγραφό τους έχουν ανακοινώσει την ενώπιον του δίκη στις  καθ’ ων η ανακοίνωση με σκοπό να προκαλέσουν τη συμμετοχή τους στη δίκη, προκειμένου να δεσμευτούν από το δεδικασμένο της απόφασης που αυτό θα εκδώσει. Μετά από όλα τα ανωτέρω αναφερόμενα, οι εναγόμενες προέβαλαν ένσταση έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου  επικαλούμενες ότι η ρήτρα παρέκτασης που περιελήφθη στην απόδειξη παραλαβής της επίμαχης ποσότητας καυσίμων, δεν τις δεσμεύει και για άλλους λόγους αλλά, κυρίως, επειδή υπογράφηκε από τον πρώτο μηχανικό του πλοίου και όχι τον πλοίαρχό του που δεν είχε εξουσιοδότηση ούτε από την πλοιοκτήτρια ούτε από τη ναυλώτριά του να αναλαμβάνει για λογαριασμό τους συμβατικές υποχρεώσεις, είτε ουσιαστικής, είτε δικονομικής φύσης. Από την κατά τα άνω επισκόπηση προκύπτει ακόμα ότι η ασκηθείσα (το 2015), πριν τη συζήτηση της αγωγής (στις 17-10-2017), ανακοίνωση δίκης δεν εμπεριέχει σε κανένα σημείο του δικογράφου της ισχυρισμό περί επικουρικότητας αυτής, ούτε οι εναγόμενες υποστήριξαν ότι το Δικαστήριο θα έπρεπε να ασχοληθεί με αυτήν μόνον μετά την ενδεχόμενη κατάφαση της διεθνούς δικαιοδοσίας του. Από τις περιγραφόμενες δικονομικές ενέργειές τους συνάγεται  ότι οι  εναγόμενες προέταξαν την απόρριψη της ένδικης σε βάρος τους αγωγής  για άλλους, πλην της έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας, λόγους και μάλιστα ουσιαστικούς. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε  ότι από τη δικονομική συμπεριφορά των εναγομένων και ιδίως την άσκηση της ανακοίνωσης δίκης, δεν μπορεί να συναχθεί σιωπηρή συμφωνία παρέκτασης της διεθνούς δικαιοδοσίας του, για το λόγο ότι τέτοια συμφωνία τεκμαίρεται μόνον αν ασκηθεί ανταγωγή και όχι ανακοίνωση δίκης και με την παραδοχή αυτή απέρριψε, όπως προαναφέρθηκε, την αγωγή ως απαράδεκτη για έλλειψη της συγκεκριμένης διαδικαστικής προϋπόθεσης της ενώπιον του δίκης. Για όσους, όμως, λόγους προαναφέρθηκαν, με την κρίση του αυτή,  εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 24 του ΚανΒρΙ και 42, 91 – 92 ΚΠολΔ και κατά συνέπεια, κατόπιν παραδοχής του ως άνω λόγου της ένδικης έφεσης ως ουσιαστικά βάσιμου, πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη στο σύνολό της, χωρίς έρευνα των υπόλοιπων λόγων της έφεσης, η εξέταση των οποίων πλέον παρέλκει και να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου που κατατέθηκε για την άσκηση της έφεσης στην εκκαλούσα (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με τα άρθρα 35 παρ. 2 και 45 του Ν. 4446/2016), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.  Στη συνέχεια, πρέπει να κρατηθεί από το παρόν Δικαστήριο η από 4-12-2014 αγωγή, προκειμένου να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητά της, τόσο από νομική όσο και ουσιαστική άποψη (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ).

ΙΙ.  Από τις διατάξεις  των άρθρων 84, 85, 105 και 106 ΚΙΝΔ σε συνδ με εκείνες των άρθρων 914 και 922 Α.Κ. προκύπτει ότι ο πλοιοκτήτης ευθύνεται από τις δικαιοπραξίες, που ο πλοίαρχος συνάπτει, στα πλαίσια της εκτέλεσης των καθηκόντων του αλλά και από τις αδικοπραξίες, που αυτός διαπράττει κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που του έχουν ανατεθεί και εφόσον η αδικοπραξία βρίσκεται σε εσωτερική αιτιώδη σχέση με αυτά. ΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 61, 65, 67, 68 και 70 Α.Κ. συνάγεται ότι για να υποχρεωθεί το νομικό πρόσωπο από δικαιοπραξία, πρέπει αυτή να έχει συναφθεί είτε από το όργανο που το διοικεί, το οποίο να ενεργεί μέσα στα όρια της εξουσίας του, κατά τους όρους της συστατικής πράξης ή του καταστατικού του, είτε από φυσικό πρόσωπο στο οποίο παρέσχε σχετική εξουσία το όργανο που διοικεί το νομικό πρόσωπο. Δικαιοπραξία που έχει καταρτιστεί επ’ ονόματι νομικού προσώπου από φυσικό πρόσωπο, το οποίο δεν έχει εξουσία εκπροσώπησής του, δεν το δεσμεύει. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι επί αγωγής κατά νομικού προσώπου, η οποία έχει ως αντικείμενο την εκπλήρωση ανειλημμένης με σύμβαση υποχρέωσής του, ο ενάγων δεν υποχρεούται ν’ αναφέρει στην αγωγή του το όνομα του φυσικού προσώπου, το οποίο το εκπροσώπησε κατά τη σύναψη της σύμβασης, μόνο δε σε περίπτωση αμφισβήτησης από το εναγόμενο νομικό πρόσωπο του κύρους αυτής, πρέπει ο ενάγων, συμπληρώνοντας παραδεκτά την αγωγή με τις προτάσεις του της πρώτης πρωτόδικης συζήτησης, να προτείνει και ακολούθως να αποδείξει τη συνδρομή των στοιχείων επί των οποίων θεμελιώνεται η αντιπροσωπευτική εξουσία του ενεργήσαντος αντιπροσώπου του, νομίμου ή εκούσιου. ( σχετ. ΑΠ 630/2019, ΑΠ 1552/2018, ΑΠ 682/2015, AΠ 2064/2014, ΑΠ 1187/2000 δημοσιευμ στην τνπ ΝΟΜΟΣ).  Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 211, 216, 217, 218, 222, 223 και 361 ΑΚ συνάγεται ότι η πληρεξουσιότητα αποτελεί δικαιοπραξία, που έχει ως αποτέλεσμα την παροχή από τον αντιπροσωπευόμενο σε τρίτο, δηλαδή τον πληρεξούσιο, της εξουσίας αντιπροσώπευσής του και ότι, όταν δοθεί πληρεξουσιότητα για χρόνο αόριστο, η εξουσία αντιπροσώπευσης διατηρείται μέχρι να συμβεί κάποιο γεγονός καταλυτικό της σχέσης μεταξύ αντιπροσωπευομένου και πληρεξουσίου, όπως είναι η ανάκληση ή η παύση της πληρεξουσιότητας. Ειδικότερα, από τις διατάξεις των άρθρων 221 και 224 του ΑΚ προκύπτει ότι σε ορισμένες περιπτώσεις, μολονότι δεν υπάρχει πληρεξουσιότητα, εν τούτοις κρίνεται άξια προστασίας η εμπιστοσύνη του τρίτου στην ύπαρξή της. Με βάση τις ανωτέρω διατάξεις, σε συνδυασμό και με εκείνες των άρθρων 173, 200, 281 ΑΚ, καθώς και την αρχή της εμπιστοσύνης, διαπλάστηκε η έννοια της «φαινομένης» πληρεξουσιότητας. Πρόκειται για την περίπτωση που ο αντιπροσωπευόμενος, δεν παρέσχε μεν πληρεξουσιότητα ή την είχε παράσχει κατά το παρελθόν, αλλά στη συνέχεια  την ανακάλεσε και ούτε ανέχθηκε, ούτε γνώριζε τη συμπεριφορά του φερόμενου «αντιπροσώπου» του, πλην όμως θα μπορούσε να την γνωρίζει και να την είχε εμποδίσει, αν επεδείκνυε την επιβαλλόμενη στις συναλλαγές επιμέλεια, ενώ από την άλλη πλευρά, ο συναλλαχθείς τρίτος δικαιούται, με βάση την καλή πίστη και τις αντιλήψεις των συναλλαγών, να πιστέψει ευλόγως, ότι στον εμφανιζόμενο ως αντιπρόσωπο, έχει παρασχεθεί πληρεξουσιότητα. Προς τούτο όμως απαιτείται διαρκής ή επαναλαμβανόμενη συμπεριφορά του φερόμενου «αντιπροσώπου» και καλή πίστη στο πρόσωπο του συναλλαγέντος τρίτου. Ο τελευταίος δε δεν προστατεύεται, αν γνώριζε την έλλειψη της πληρεξουσιότητας ή την αγνοούσε συνεπεία αμελείας. Εφόσον συντρέχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις, καταλογίζεται στον «αντιπροσωπευόμενο», ότι με τη συμπεριφορά του δημιούργησε στους τρίτους την εύλογη πεποίθηση για την ύπαρξη πληρεξουσιότητας και, αν πρόκειται για σύμβαση, αυτή θεωρείται καταρτισθείσα, μέσω του «κατά φαινόμενο πληρεξουσίου», ο συναλλαχθείς δε τρίτος, έχει στην περίπτωση αυτή κατά του αντιπροσωπευόμενου, τις αξιώσεις που πηγάζουν από τέτοια σύμβαση. Mε βάση τα παραπάνω συνάγεται ότι σιωπηρή (ή φαινομένη) είναι η πληρεξουσιότητα, η οποία συνάγεται από την έννομη σχέση που συνδέει τον εξουσιοδοτούντα και τον πληρεξούσιο, είτε από τη συμπεριφορά του εξουσιοδοτούντος που δημιουργεί στους τρίτους την εύλογη πεποίθηση ότι έχει χορηγήσει σε κάποιον πληρεξουσιότητα (ΑΠ 776/2013, ΑΠ 554/2013, ΑΠ 1509/2011, ΑΠ 639/2004, δημοσιευμ ομοίως ως άνω).

ΙΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 106, 111, 216 παρ. 1, 224, 335, 337, 338 και 559 αρ. 1 και 8 ΚΠολΔ συνάγεται ότι το δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη την ιστορική βάση της αγωγής και το υποβαλλόμενο αίτημα και εφαρμόζοντας αυτεπαγγέλτως το νόμο, προσδίδει στα περιστατικά, που επικαλούνται και αποδεικνύουν οι διάδικοι, τον κατάλληλο νομικό χαρακτηρισμό και υπάγει τον προβαλλόμενο ισχυρισμό στην, κατά την κρίση του, εφαρμοστέα διάταξη, για να διαγνώσει την ύπαρξη ή μη της επίδικης έννομης σχέσης ή έννομης συνέπειας (δικαιώματος ή  υποχρέωσης). Ως ιστορική βάση της αγωγής, σύμφωνα με το άρθρο 216 παρ. 1α’ ΚΠολΔ, νοείται το σύνολο των γεγονότων, τα οποία θεμελιώνουν την αγωγή και χωρίς την επίκληση των οποίων δεν είναι εφικτή η διάγνωση της επίδικης έννομης σχέσης, ενώ, όπως παγίως έχει νομολογηθεί, ενόψει των άρθρων 224 και 236 ΚΠολΔ, ο ενάγων μπορεί με τις προτάσεις να θεραπεύσει την ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, αλλά όχι και τη νομική αοριστία αυτής, η οποία υπάρχει όταν δεν περιέχεται στην αγωγή το βασικό περιστατικό που απαιτείται για τη νομική θεμελίωση του αγωγικού δικαιώματος ή της αγωγικής υποχρέωσης ή έννομης σχέσης. Επιπλέον, η απαγόρευση, κατά το άρθρο 224 ΚΠολΔ, της μεταβολής της ιστορικής βάσης της αγωγής αναφέρεται μόνο σε ουσιώδες πραγματικό περιστατικό αυτής, δηλαδή σε περιστατικό το οποίο, μόνο του ή από κοινού με άλλα, στηρίζει το αγωγικό αίτημα. Κατά συνέπεια, είναι απαράδεκτη η υποκατάσταση ή η προσθήκη με τις προτάσεις νέων ουσιωδών γεγονότων (οψιγενών ή μη), τα οποία συνιστούν προϋπόθεση, χωρίς τη συνδρομή της οποίας θα ήταν αδύνατη η γένεση της διαγνωστέας έννομης σχέσης ή συνέπειας ή τα οποία μπορούν, μόνο αυτά, να θεμελιώσουν νέα αγωγή. Αντίθετα, δεν συνιστά απαράδεκτη μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής η συγκεκριμενοποίηση αόριστης νομικής έννοιας (όπως η αμέλεια, ο δόλος κλπ.) από τον ενάγοντα με τις προτάσεις του ή από το δικαστήριο με βάση τα ειδικότερα περιστατικά που προκύπτουν από την αποδεικτική διαδικασία και θεμελιώνουν τη σχετική αόριστη νομική έννοια, ούτε η επίκληση από τον ενάγοντα και η παραδοχή από το δικαστήριο, για τη συναγωγή του αποδεικτικού πορίσματός του και νέων γεγονότων, τα οποία διασαφηνίζουν ουσιώδεις αγωγικούς ισχυρισμούς ή συνιστούν μη αυτοτελή παραλλαγή της αρχικής ιστορικής αιτίας και δεν αναιρούν την ταυτότητα του βασικού βιοτικού συμβάντος, που στηρίζει το αίτημα της αγωγής. Περαιτέρω,  από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 522, 525 παρ. 2 και 526 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι αντικείμενο της πολιτικής δίκης και στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας είναι η δικονομική αξίωση που έχει υποβληθεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και εκφράζεται με αίτηση παροχής δικαστικής προστασίας για την προβαλλόμενη ιστορική αιτία, με απόφαση του δικαστηρίου σύμφωνη προς το υποβαλλόμενο αίτημα. Η έφεση δεν δημιουργεί νέο αντικείμενο της δίκης, αλλά αποτελεί, ανάλογα με το εάν η πρωτοβάθμια απόφαση ήταν δυσμενής ή ευνοϊκή για όποιον ζήτησε τη δικαστική προστασία, μέσο τελικής επίτευξης ή ματαίωσης της ικανοποίησης της δικανικής πιο πάνω αξίωσης με την υποβολή της σε νέα, δευτεροβάθμια, δικαστική κρίση (ΟλΑΠ 2/1994, ΑΠ 1867/2017, ΑΠ 314/2015, ΑΠ 1087/2014, ΑΠ 821/2010).

Στην προκειμένη περίπτωση η ενάγουσα ισχυρίστηκε με την αγωγή της και προκειμένου να θεμελιώσει ευθύνη των εναγομένων για την καταβολή του τιμήματος από την επίδικη πώληση καυσίμων, ότι την υπογραφή της από 23-10-2014 απόδειξης παραλαβής αυτών που η ίδια εξέδωσε με το περιγραφόμενο παραπάνω περιεχόμενο, υπέγραψε ο πλοίαρχος του πλοίου ενεργώντας για αμφότερες τις εναγόμενες και έτσι συνομολογήθηκε η προβλεπόμενη από την σύμβαση πώλησης μεταξύ ενάγουσας και ενδιαμέσου εμπόρου, σύμβαση εγγυοδοσίας μεταξύ της ενάγουσας και των εναγομένων. Με τις ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και από 17-10-2017 προτάσεις της η ενάγουσα ισχυρίστηκε ότι οι εναγόμενες υποχρεούνται να της καταβάλουν το αιτηθέν με την αγωγή ποσό με βάση τη συνομολογηθείσα από τις ίδιες δια του πλοιάρχου άλλως του πρώτου μηχανικού του πλοίου σύμβαση εγγυοδοσίας και στη συνέχεια ότι ο πλοίαρχος άλλως ο πρώτος μηχανικός παρέλαβε την πωληθείσα ποσότητα καυσίμων και υπέγραψε την  …………/23-10-2014 απόδειξη παραλαβής. Τέλος με την από 20-1-2017 προσθήκη των προτάσεών της και ενόψει της άρνησης από μέρους των εναγομένων ότι την απόδειξη είχε υπογράψει ο πλοίαρχος και του ισχυρισμού τους ότι αυτή υπογράφηκε από τον πρώτο μηχανικό ο οποίος στερείτο αντιπροσωπευτικής εξουσίας για αμφότερες τις εναγόμενες, η ενάγουσα, εγκαταλείποντας πλήρως τον αγωγικό ισχυρισμό της περί εκπροσώπησής τους από τον πλοίαρχο κατά την επίμαχη πετρέλευση και υπογραφή της απόδειξης παραλαβής καυσίμων, προβάλει πλέον τη θέση ότι αυτήν την υπέγραψε ο πρώτος μηχανικός ο οποίος μάλιστα είχε από την ιδιότητά του την φαινόμενη ή σιωπηρή πληρεξουσιότητα να συνομολογεί στο όνομα και για λογαριασμό των εναγομένων τις επίδικες συμβάσεις. Από τα προαναφερόμενα προκύπτει ότι η ενάγουσα ενώ επιχειρεί να θεμελιώσει την αγωγή της και συνακόλουθα την ευθύνη των εναγομένων στην κατάρτιση σύμβασης σωρευτικής αναδοχής χρέους με την ενάγουσα αποκλειστικά λόγω της υπογραφής της άνω απόδειξης παραλαβής καυσίμων από τον πλοίαρχο του πλοίου, η ευθύνη του οποίου καθορίζεται στο άρθρο 84 ΚΙΝΔ, όπως αναλύεται στη με στοιχ. Ι σκέψη, με την μετά τη συζήτηση της αγωγής προσθήκη των προτάσεών της αναφέρει ότι οι εναγόμενες εκπροσωπήθηκαν από τον πρώτο μηχανικό ο οποίος είχε προς τούτο φαινομένη ή σιωπηρή πληρεξουσιότητα να συνομολογεί στο όνομά τους και για λογαριασμό τους, εγκαταλείποντας πλήρως την αγωγική βάση αλλά και την επικουρική αναφορά της εκπροσώπησης των εναγομένων  από τον πρώτο μηχανικό στις προτάσεις τους. Η εν λόγω όμως συμπεριφορά της ενάγουσας δεν συνιστά την επιτρεπτή κατά το άρθρο 224 εδ. β ΚΠολΔ διευκρίνιση ή συγκεκριμενοποίηση των  ισχυρισμών της αγωγής της που αφορούν την σε βάρος των εναγομένων θεμελίωση αυτής τόσο κατά την ενδοσυμβατική βάση όσο και κατά την αδικοπρακτική βάση της αλλά ανεπίτρεπτη μεταβολή αυτών καθώς προσθέτει νέα κρίσιμα και ουσιώδη περιστατικά τα οποία θεμελιώνουν αυτήν σε διαφορετικές διατάξεις σύμφωνα με όσα αναλύονται στη με στοιχείο ΙΙΙ. σκέψη. Συγκεκριμένα η δέσμευση των εναγομένων σύμφωνα με την αγωγή θεμελιώνεται στη διάταξη του άρθρου 84 ΚΙΝΔ ενώ κατά την μεταβληθείσα βάση της αγωγής θεμελιώνεται στις αναφερόμενες στην άνω σκέψη διατάξεις των άρθρων 211επ., 281, 171 και 200 Α.Κ. Ομοίως ανεπίτρεπτα σύμφωνα με το άρθρο 526 ΚΠολΔ επιχειρεί με την υπό κρίση έφεση να πλήξει την εκκαλουμένη ως προς την κρίση της για μη κατάρτιση των συμβάσεων εγγυοδοσίας και παρέκτασης λόγω έλλειψης εξουσιοδότησης του πρώτου μηχανικού να τις υπογράψει, ισχυριζόμενη ότι αυτός είχε πληρεξουσιότητα λόγω της συναγόμενης από τη θέση του φαινομένης ή σιωπηρής πληρεξουσιότητας. Ενόψει αυτών, της ανεπίτρεπτης μεταβολής της ιστορικής  βάσης της αγωγής, απαγόρευση που θεσπίστηκε με το εδ. α του άρθρου 224 ΚΠολΔ προς προστασία του δημοσίου συμφέροντος και η παράβασή της ερευνάται αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο, η αγωγή είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη τόσο κατά την ενδοσυμβατική της βάση όσο και κατά την αδικοπρακτική η οποία προϋποθέτει την κατάρτιση της σύμβασης σωρευτικής αναδοχής χρέους συνεπεία της οποίας έλαβαν γνώση οι εναγόμενες της δικής τους ευθύνης για την αποπληρωμή του τιμήματος και της παρακράτησης της κυριότητας των καυσίμων από την ενάγουσα την οποία στη συνέχεια κατά την αγωγή προσέβαλαν.  Απορριπτέα ωστόσο είναι και η έτερη επικουρικότερη βάση με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού πρωτίστως ως αόριστη και αυτό διότι όταν σωρεύεται  κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 ΚΠολΔ), για την περίπτωση που απορριφθεί η κύρια βάση της αγωγής που θεμελιώνεται στην ενδοσυμβατική ευθύνη ή εκείνη από αδικοπραξία, τότε για την πληρότητα της επικουρικής αυτής αγωγής, πρέπει, αν  η κύρια βάση στηρίζεται στη σύμβαση,  να γίνεται στο αγωγικό δικόγραφο απλή επίκληση της ακυρότητάς της (σύμβασης), στοιχείο το οποίο δεν μνημονεύεται στο αγωγικό δικόγραφο. Σε κάθε  περίπτωση ωστόσο η άνω, επιβοηθητικού χαρακτήρα, αγωγή, είναι  απορριπτέα ως μη νόμιμη διότι στηρίζεται στα ίδια περιστατικά, στα οποία θεμελιώνεται  η βάση της αγωγής από σύμβαση  και η πρώτη επικουρική από αδικοπραξία (ΟλΑΠ 2/2019, ΑΠ 61/2022, ΕφΘεσσ 542/2021, ΑΠ 1325/2019 δημοσ ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατόπιν αυτών θα πρέπει η αγωγή να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα των εναγομένων σε βάρος της ενάγουσας κατά την έκταση της ήττας της, σύμφωνα με το άρθρο 178 ΚΠολΔ κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της απόφασης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την από  16-5-2018 έφεση κατά της με αριθμό 1824/2018 οριστική απόφαση του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων με την τακτική διαδικασία.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ουσιαστικά την έφεση.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στην εκκαλούσα-ενάγουσα εταιρία του ……………. ηλεκτρονικού παραβόλου.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη απόφαση.

ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ την από 4-12-2014 αγωγή.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγομένων στην ενάγουσα κατά την έκταση της ήττας της και τα ορίζει σε τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων του στις   15     Σεπτεμβρίου 2022.

             Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                              Η  ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ