Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 557/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός    557/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή, Χαρίκλεια Σαραμαντή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα  Τ.Λ..            Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ  :         

Α. Της ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Της εταιρίας ………….., την οποία εκπροσώπησε στο ακροατήριο ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Παρασκευάς Ζουρντός.       

Του ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: …………..,  τον οποίο εκπροσώπησε στο ακροατήριο η  πληρεξούσια δικηγόρος του, Ειρήνη Κοντοσέα  με δήλωση σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ. .    

Β. Του ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: …………, τον οποίο εκπροσώπησε στο ακροατήριο η  πληρεξούσια δικηγόρος του Ειρήνη Κοντοσέα  με δήλωση σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.     

Της ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Της εταιρίας …………., την οποία εκπροσώπησε στο ακροατήριο ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Παρασκευάς Ζουρντός.

Ο  εκκαλών  άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 25-11-2019 και με αριθ. έκθ. κατάθ. ………./2019 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 630/2021 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου τόσο η εναγομένη  με την από 28-7-2021 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ στο Πρωτοδικείο ………./28-7-2021  έφεσή της   όσο και ο ενάγων με την  από 9-9-2021 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ στο Πρωτοδικείο ……………./9-9-2021  έφεσή του. Αμφότερες οι εφέσεις προσδιορίστηκαν στην άνω αναφερόμενη δικάσιμο κατά την οποία ο πληρεξούσιος δικηγόρος της  εκκαλούσας αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε και η πληρεξουσία δικηγόρος του εκκαλούντος ανέπτυξε τις απόψεις της με τις προτάσεις που κατέθεσε.  

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

 ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Φέρονται  προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος, αρμόδιου, Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ) α) η από 28-7-2021 έφεση της ηττηθείσας, εν μέρει, εναγόμενης εταιρίας,  και β) η από 9-9-2021 του, εν μέρει, νικήσαντος ενάγοντος  στρεφόμενες αμφότερες κατά της  630/2021 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  που δίκασε αντιμωλία τους διαδίκους, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών και δέχθηκε εν μέρει την από 25-11-2019 αγωγή. Οι εφέσεις έχουν ασκηθεί εμπρόθεσμα  και παραδεκτά σύμφωνα με τα άρθρα 495, 511, 513, 516, 517, 518 παρ. 2 ΚΠολΔ σε συνδ. με άρθρα 591 και 622  ΚΠολΔ, αφού από τα έγγραφα της δικογραφίας  προκύπτει ότι αυτές ασκήθηκαν μέσα στη νόμιμη, καταχρηστική προθεσμία από την δημοσίευση της εκκαλουμένης, στις 17-3-2021, ενώ δεν αποδεικνύεται επίδοση της εκκαλουμένης. Δεδομένου δε ότι για το παραδεκτό τους, δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου της παρ. 3 Α εδ. β του άρθρου 495 ΚΠολΔ, λόγω της φύσης της διαφοράς ως εργατικής, πρέπει οι εφέσεις    να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 παρ. 1 εδαφ. α και 591 παρ. 1 εδαφ. α ΚΠολΔ,  πρέπει να εξεταστούν περαιτέρω, κατά την ίδια (ειδική) διαδικασία, προκειμένου να ελεγχθούν, το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 522, 533 παρ. 1 και 591 παρ. 1 εδαφ. α ΚΠολΔ, μέσα στα διαγραφόμενα από αυτούς όρια.      Ο ενάγων ισχυρίζεται με την προαναφερόμενη αγωγή του ότι   κατάρτισε με την εναγόμενη, πλοιοκτήτρια εταιρία του με ελληνική σημαία ε/γ-ο/γ πλοίου «BSP», 5.664,10 κ.ο.χ.  σύμβαση ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου στις 12-9-2017 και ναυτολογήθηκε αυθημερόν με την ειδικότητα του ναύτη στο άνω πλοίο στο οποίο και παρέμεινε έως την απόλυσή του, στις 7-11-2019, κατόπιν αμοιβαίας συμφωνίας με τον πλοίαρχο του πλοίου, εκτελώντας τα αντίστοιχα με την ειδικότητά του καθήκοντα, είτε ως ημερεργάτης είτε σε βάρδιες, παρέχοντας κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή εργασία 16 ωρών καθημερινά.  Ότι διατηρεί κατά της  εναγομένης απαιτήσεις καταβολής αμοιβής υπερωριακής εργασίας, διαφοράς επιδομάτων εορτών και αμοιβής δρομολογίων εξπρές και ζητά, κατόπιν επιτρεπτής, μερικής,  μετατροπής του αιτήματος της  αγωγής σε αναγνωριστικό, με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου του που καταχωρήθηκε στα πρακτικά συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου  και συμπεριελήφθη και στις προτάσεις που κατέθεσε σ’ αυτό (άρθρο 223, 294, 295 πα.1 εδ. β, 297 και 591 ΚΠολΔ),  να υποχρεωθεί η εναγομένη  να του καταβάλει το ποσό των  30.841,56 ευρώ για  αμοιβή της υπερωριακής εργασίας  του και να αναγνωριστεί η υποχρέωσή της να του καταβάλει 31.706,45 ευρώ για τις λοιπέ απαιτήσεις, νομιμότοκα από την απόλυσή του άλλως από την επίδοση της αγωγής.             Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε κατά ένα μέρος την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη και συγκεκριμένα ότι ο ενάγων παρείχε καθ’ όλο το διάστημα της ναυτολόγησής του στο άνω πλοίο εργασία 12 ωρών, καθημερινά, και, αφού δέχθηκε, μερικά, την από μέρους της εναγομένης υποβληθείσα ένσταση εξόφλησης και συμψηφισμού του χαρακτηρισθέντος ως επιμισθίου ποσού που καταβαλλόταν στον ενάγοντα, υποχρέωσε αυτήν να του καταβάλει το  ποσό των 10.116,12 ευρώ  και αναγνώρισε την υποχρέωσή της να του καταβάλει το ποσό των 9.005,49. Ήδη με τις κρινόμενες εφέσεις τους οι διάδικοι επικαλούμενοι εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και εφαρμογή του νόμου, ζητούν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης προς το σκοπό ο μεν ενάγων να γίνει, πλήρως, δεκτή η αγωγή του, η δε εναγομένη να απορριφθεί αυτή. Ειδικότερα ο ενάγων  παραπονείται για τον αριθμό των ωρών υπερωριακής εργασίας του που δέχθηκε η  εκκαλουμένη, για τον συμψηφισμό του επιμισθίου και τον τρόπο υπολογισμού των επιδομάτων εορτών και των δρομολογίων εξπρές. Αντίστοιχα η εναγομένη με τον πρώτο λόγο της έφεσής της, επικαλούμενη εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, παραπονείται για τις ώρες υπερωριακής εργασίας που δέχθηκε  η εκκαλουμένη ότι παρείχε ο ενάγων, οι οποίες και επαυξάνουν την αμοιβή του για τα δώρα εορτών όπως παραπονείται με το δεύτερο λόγο της έφεσής της χωρίς περαιτέρω  να αμφισβητεί τα υπό του πλοίου εκτελούμενα δρομολόγια, όπως αυτά περιγράφονται στην αγωγή, ισχυριζόμενη ότι το πλοίο είχε πλήρως καλυμμένη την προβλεπόμενη οργανική του σύνθεση και ότι ο ενάγων έχει υπογράψει ανεπιφύλακτα τους λογαριασμούς της  μισθοδοσίας του, όπως και τους μηνιαίους πίνακες ωρών αναπαύσεως και επομένως τίθεται σε αμφιβολία και η αξιοπιστία του μάρτυρα απόδειξης. Με τον τρίτο λόγο της έφεσής της  για την επιδικασθείσα με την εκκαλουμένη αμοιβή για τα δρομολόγια εξπρές  και τέλος με τον τέταρτο και τελευταίο λόγο παραπονείται για την απόρριψη του ισχυρισμού της περί καταχρηστικής άσκησης της αγωγής.

Με βάση τις ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου προσκομισθείσες αποδείξεις, οι οποίες επανεκτιμώνται από το παρόν Δικαστήριο  και συγκεκριμένα το σύνολο των με επίκληση προσκομισθέντων εγγράφων, είτε προς άμεση, είτε προς έμμεση, για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων απόδειξη σε συνδυασμό με την …../25-5-2020 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά …………… που προσκομίζει επικαλούμενος ο ενάγων, δοθείσα μετά από νομότυπη (άρθρα 421 και 422, 591 ΚΠολΔ) κλήτευση της αντιδίκου του (σχετ. η ……/13-5-2020 έκθεση επίδοσης της αρμόδιας δικαστικής επιμελήτριας ……..), της …../29-5-2020 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά …………  που προσκομίζει η εναγομένη και η οποία δόθηκε ομοίως μετά από νομότυπη κλήτευση του ενάγοντος (σχετ. η …………../26-5-2020 έκθεση επίδοσης του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή …………) τέλος, σε συνδυασμό με τις ομολογίες των διαδίκων που συνάγονται από τα δικόγραφά τους και εκτιμώνται σύμφωνα με τα άρθρα 261 εδ.β, 352 παρ.1 και 591 παρ.1 ΚΠολΔ καθώς και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα  πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων σ’ εκτέλεση σύμβασης ναυτικής εργασίας που σύναψε με την εναγομένη εταιρία στις 12-9-2017 ναυτολογήθηκε την ίδια ημέρα στο υπό ελληνική σημαία  ε/γ-ο/γ πλοίο «BSP», 5.664,10 κ.ο.χ.,   που ανήκει στην πλοιοκτησία της εναγομένης και απασχολήθηκε σ’ αυτό ως ναύτης,  κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή χρονικά διαστήματα που δεν αμφισβητούνται από την εναγομένη, όπως και η ναυτολόγησή του και η συμφωνία να αμείβεται με την ισχύουσα κάθε φορά οικεία ΣΣΝΕ, δηλαδή των πληρωμάτων ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων καθώς και η λήξη της ναυτολόγησής του με αμοιβαία συμφωνία αυτού και του πλοιάρχου, στις 7-11-2019. Συγκεκριμένα ο ενάγων εργάσθηκε από 12-9-2017 και ειδικότερα από 1-1-2018 που συμπίπτει η έναρξη του επίδικου χρόνου  έως 5-2-2018, από 10-3-2018 έως 12-8-2018, από 12-9-2018 έως 11-2-2019, από  13-3-2019 έως 12-8-2019 και από 21-9-2019 έως 7-11-2019, καθόσον έληγε η ναυτολόγησή του προκειμένου να του χορηγηθεί άδεια ανάπαυσης από 5-2-2018 έως 9-3-2018, από 13-8-2018 έως 11-9-2018 από 12-2-2019 έως 12-3-2019 και από 13-8-2019 έως 20-9-2019. Κατά τη διάρκεια της ναυτολόγησής του στο πλοίο της εναγομένης ήταν ναυτολογημένοι συνολικά εννέα ναύτες, όσους προέβλεπε και η πλήρης οργανική σύνθεση  αυτού, η εργασία των οποίων κατανεμόταν έτσι ώστε  έξι ναύτες να απασχολούνται, ανά δυο στις φυλακές γέφυρας, προβλεπόμενης διάρκειας τεσσάρων ωρών  η κάθε μία από τις έξι στις οποίες διαιρείτο το 24ωρο ενώ  οι υπόλοιποι τρεις  να απασχολούνται ως ημερεργάτες. Όπως  έχει παγίως, σταθερά και απαρέγκλιτα,  νομολογηθεί, κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου, συναγόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174 και 679 του Αστικού Κώδικα, 8 του ν. 2112/1920, 5§1 του α.ν. 539/1945 και 8§4 του ν.δ. 4020/1959, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, δεν συγχωρείται και άρα είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενόμενη, η παραίτηση του εργαζομένου,  ακόμα και  με την μορφή της άφεσης χρέους κατ’ άρθρο 454 ΑΚ, από το δικαίωμα λήψης των κατά νόμο ελάχιστων ορίων των αποδοχών του, καθώς και η παραίτηση από άλλα δικαιώματά του που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξης (ΑΠ 1554/2011, 495/2006) έστω και αν αυτή (η παραίτηση) έλαβε χώρα μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας  (ΑΠ 1635/2012, ΑΠ 1554/2011, ΑΠ 587/2006, ΑΠ 495/2006, ΑΠ 1013/2003, ΕφΠειρ 361/2013, ΕφΠειρ 501/2012, ΕφΠειρ 185/2012, ΕφΠειρ 506/2011, ΕφΠειρ 377/2011, ΕφΠειρ 795/2010, ΕφΠειρ 34/2008, ΕφΠειρ 1/2003 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).  Συνακόλουθα το ότι ο ενάγων υπέγραφε χωρίς επιφύλαξη ή με κάποια παρατήρηση στους λογαριασμούς μισθοδοσίας του ακόμα  και  στο  βιβλίο υπερωριών ή στις καταστάσεις με τις ώρες ανάπαυσής του, δεν μπορεί αυτό να αποτελέσει δικαστικό τεκμήριο σε βάρος των συναφών αντίθετων ισχυρισμών  του – περί υπερωριακής εργασίας – (ΕΠ 716/2014 δημ στην τνπ ΝΟΜΟΣ, ΕΠ 526/2012, ΕΝαυτΔ 2012/381, ΕΠ 452/2010 δημ στην τνπ  ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ), καθώς συμβαίνει συχνά οι εργαζόμενοι να υπογράφουν προκειμένου να μην αντιμετωπίζουν προβλήματα με τους εργοδότες τους και να μην τίθεται σε κίνδυνο η εργασιακή τους  σχέση ενώ, εξάλλου, η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των μισθοδοτικών του καταστάσεων ή του βιβλίου υπερωριών δεν σημαίνει,  χωρίς άλλο, παραίτησή του  από τα ως άνω νόμιμα δικαιώματά του. Σε κάθε περίπτωση, ακόμα και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των ως άνω δελτίων μισθοδοσίας και του βιβλίου υπερωριών το οποίο τηρούσε η εναγόμενη, μέσω του πλοίαρχου του πλοίου και προεστημένου οργάνου της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων, 107 του Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επιβατηγών πλοίων και 19 κάθε μιάς  των οικείων ΣΣΝΕ για τα πληρώματα των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων, ενέχει παραίτηση από τις επίδικες αξιώσεις του από την προσφορά της εργασίας του, η παραίτηση αυτή, όπως προαναφέρεται, (νοούμενη ως άφεση χρέους) δεν έχει έννομη επιρροή, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα νόμιμα δικαιώματά του, που πηγάζουν είτε από το νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτερα όρια προστασίας, έστω και αν αυτή (παραίτηση) λαμβάνει χώρα μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας, είναι άκυρη (ΑΠ 166/2016, ΑΠ 1635/2012, ΑΠ 1554/2011, ΝΟΜΟΣ, EΠ 698/2014, Δνη 2015/504, ΕΠ 361/2013, ΕΝαυτΔ 2013/208).  Επομένως ο πρώτος λόγος έφεσης  της εναγομένης κατά το σκέλος αυτού που αφορά τους ισχυρισμούς της περί  ανεπιφύλακτης υπογραφής των λογαριασμών μισθοδοσίας και του βιβλίου ωρών ανάπαυσης από τον ενάγοντα είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Κατά τα ένδικα χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησης του ενάγοντος στο άνω πλοίο της εναγομένης αυτό εκτελούσε τα ακόλουθα δρομολόγια:

Ι. Με βάση τα εκτελούμενα ως άνω δρομολόγια που περιλάμβαναν διαδοχικές  προσεγγίσεις σε πολλά λιμάνια, γεγονός που απαιτεί σε κάθε περίπτωση την απασχόληση του κατώτερου προσωπικού καταστρώματος ως μέλος του οποίου απασχολήθηκε ο ενάγων, στις εργασίες πρόσδεσης, απόδεσης του πλοίου, φορτοεκφόρτωσης των οχημάτων και πρόσδεσης αυτών και  ασχέτως του αριθμού των επιβαινόντων και των μεταφερομένων οχημάτων, αφού οι κινήσεις που πραγματοποιεί το πλοίο για την προσέγγιση και την απομάκρυνση από ένα λιμάνι είναι ίδιες, ενώ ο μεγαλύτερος ή μικρότερος αριθμός των αποβιβαζόμενων  ή επιβιβαζόμενων επιμηκύνει περαιτέρω και  ανάλογα το χρόνο παραμονής του πλοίου στο λιμάνι, (με βάση)  στη συνέχεια του συνομολογούμενου από την εναγομένη αριθμού των εννέα έως δέκα  ωρών εργασίας καθημερινά του ενάγοντος αλλά και την συνομολογούμενη συμμετοχή του ναυτικού σε εργασίες καθαριότητας του πλοίου όταν αυτό κατέπλεε στο λιμάνι προορισμού ή αφετηρίας (Πειραιά ή Ρόδου) με την ολοκλήρωση του δρομολογίου, διάρκειας δυο ωρών περίπου, την ανάληψη των καθηκόντων του από ώρα 6.00 έως 18.00 ως ημερεργάτης, αλλά και την παράταση του ωραρίου ανάλογα των αναγκών του πλοίου και των εκτελούμενων σ’ αυτό εργασιών,  αποδεικνύεται ότι ο ενάγων απασχολείτο επί 13 ώρες καθημερινά. Τον ίδιο αριθμό ωρών διαρκούσε η εργασία του και κατά το διάστημα που απασχολούνταν με βάρδιες, καθώς αυτές προβλέπονταν ως  δυο τετράωρες ανά εικοσιτετράωρο, ωστόσο διαρκούσαν πλέον των έξι ωρών έως και οκτώ η κάθε μία.   Ειδικότερα αποδεικνύεται ότι οι εν λόγω βάρδιες παρατείνονταν συστηματικά τουλάχιστον κατά μία ώρα πριν και μετά την τετράωρη διάρκειά τους όταν το πλοίο επρόκειτο να προσεγγίσει λιμάνι καθώς οι ναύτες όφειλαν να εκτελέσουν συγκεκριμένες εργασίες ίδιες πάντα και  ανεξάρτητα του αριθμού των αποβιβαζόμενων ή επιβιβαζόμενων προσώπων και οχημάτων ευρισκόμενοι σε συγκεκριμένες θέσεις εργασίας στο πλοίο, είτε στη γέφυρα είτε στο επίστεγο ή πρόστεγο αυτού, συμμετέχοντες ενδεικτικά στην πρόσδεση-απόδεση των κάβων, πόντιση και άπαρση της άγκυρας, άνοιγμα και κλείσιμο καταπέλτη, επιτήρηση των χώρων όπου κινούνται επιβάτες και οχήματα, ασφάλιση των οχημάτων, παράδοση και παραλαβή δεμάτων και αποσκευών, φορτοεκφόρτωση ασυνόδευτων οχημάτων. Εργασίες στις οποίες δεν αρκούσε η συμμετοχή μόνο των δυο ναυτών που είχαν κατά τον αντίστοιχο χρόνο βάρδια και των τριών ημερεργατών, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται  η εναγομένη.  Η κρίση του Δικαστηρίου για τον αριθμό των ωρών απασχόλησης του ενάγοντος στηρίζεται στα προσκομισθέντα από τον ίδιο αποδεικτικά μέσα, ιδίως στην ένορκη βεβαίωση του συναδέλφου του Δημητρίου Τούντα, τα οποία  δεν αντικρούονται πειστικά από τα αποδεικτικά μέσα που προσκόμισε η εναγομένη. Η δε μαρτυρία του ανωτέρω ναυτικού δεν καθίσταται αναξιόπιστη, από το γεγονός και μόνο ότι και αυτός έχει επιδιώξει δικαστικά  την ικανοποίηση παρόμοιων  με του ενάγοντος αξιώσεων, αφού δεν προβλέπεται η εξαίρεση ή η μειωμένη αξιοπιστία ενός τέτοιου μάρτυρα, είναι δε απολύτως αναμενόμενο και λογικό να καταθέτει για τον συνάδελφό του  έχοντας άμεση και προσωπική αντίληψη για τα βεβαιούμενα από τον ίδιο  πραγματικά περιστατικά, εξάλλου και η εναγομένη προσκόμισε ένορκη βεβαίωση ομοίως μέλους πληρώματος του ίδιου πλοίου και επί σειρά ετών εργαζόμενου στην εναγομένη, ο οποίος τόσο κατά τον επίδικο χρόνο όσο  και εκείνον της λήψης της ένορκης βεβαίωσης, τελούσε σε εργασιακή εξάρτηση από την τελευταία. Τέλος το γεγονός ότι κατά τον ανωτέρω χρόνο το πλοίο εκτελούσε τα δρομολόγια του με πλήρως καλυμμένη την οργανική του σύνθεση, με την ναυτολόγηση του προβλεπόμενου αριθμού μελών κατώτερου πληρώματος καταστρώματος, δεν αναιρεί την κρίση του Δικαστηρίου περί των ωρών καθημερινής απασχόλησης του ενάγοντος διότι   ο αριθμός αυτός συνέχεται με την ασφαλή πλεύση του πλοίου  καθώς σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 87, 88 και 89 του ΝΔ 187/1973 «Περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου» (ΚΔΝΔ, ΦΕΚ Α 261/3.10.1973), η πληρότητα ως προς την οργανική σύνθεση του πληρώματος του πλοίου αποσκοπεί στην ασφάλεια αυτού κατά τη διάρκεια των πλόων του και δεν υποδηλώνει ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία (ΜονΕφΠειρ. 23/2014, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 180/2008, ΕΝαυτΔ 2008/308 = ΠειρΝομ. 2009/197, ΕφΠειρ. 1/2003, ΕΝαυτΔ 2003/124). Ενόψει όλων αυτών ο πρώτος λόγος της έφεσης της εναγομένης είναι και ως προς τα υπόλοιπα σκέλη αυτού απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Στη συνέχεια όπως ο ενάγων ισχυρίστηκε στην αγωγή του  και δεν αμφισβητήθηκε από την εναγομένη η οποία συνομολογεί και τα διαστήματα κατά τα οποία ο ναυτικός λάμβανε την άδειά του, το πλοίο της από 10-3-2018 έως 17-3-2018 και από 8-4-2019 έως 21-4-2019 δεν εκτέλεσε πλόες και ο ενάγων απασχολήθηκε εκτελώντας 12ωρης διάρκεια βάρδια ως φύλακας του πλοίου. Επομένως επί 2 Σάββατα και 6 καθημερινές του πρώτου χρονικού διαστήματος και επί 2 Σάββατα 2 αργίες και 10 καθημερινές ημέρες και Κυριακές του δεύτερου χρονικού διαστήματος ο ενάγων πραγματοποίησε τις μεν καθημερινές υπερωριακή εργασία 4 ωρών κάθε φορά, πλέον του νομίμου οκταώρου του και τις λοιπές ημέρες υπερωριακή εργασία 12 ωρών κάθε μια εξ  αυτών, ενώ επί 52 Σάββατα και αργίες του συνόλου της ναυτολόγησής του το έτος 2018 πραγματοποίησε υπερωριακή εργασία 13 ωρών και, αντίστοιχα, επί 240 καθημερινές ημέρες και Κυριακές πραγματοποίησε υπερωριακή εργασία 5 ωρών. Επομένως δικαιούται με βάση το προβλεπόμενο στις οικείες ΣΣΝΕ  ωρομίσθιο για την εν λόγω εργασία τα ακόλουθα ποσά : Α] έτος 2018 1] 52 Σάββατα και αργίες χ 13 ώρες χ 10,25 ευρώ = 6.929 ευρώ, 2] 2 Σάββατα  χ 12 ώρες χ 10,25 = 246 ευρώ   3]  240 καθημερινές και Κυριακές χ 5 ώρες χ 8,54 ευρώ= 10.248 ευρώ 4] 6 καθημερινές και Κυριακές χ 4 ώρες χ 8,54 ευρώ = 204,96 ευρώ. Συνολικά δικαιούται το ποσό των 17.627,96 ευρώ για την άνω αιτία για το έτος 2018. Το επόμενο έτος ο ενάγων ναυτικός εργάστηκε 33 Σάββατα και 7 αργίες πραγματοποιώντας κάθε φορά υπερωριακή εργασία 13 ωρών, 188 καθημερινές και Κυριακές πραγματοποιώντας υπερωριακή εργασία 5 ωρών κάθε μία εκ των ημερών αυτών, ενώ το χρονικό διάστημα που εργάστηκε ως φύλακας πραγματοποίησε με βάση το αίτημα της αγωγής του (άρθρο 106 ΚΠολΔ) υπερωριακή εργασία 12 ωρών επί 2 Σάββατα και υπερωριακή εργασία 4 ωρών επί 12 καθημερινές και Κυριακές. Δικαιούται κατά συνέπεια με βάση το προβλεπόμενο ωρομίσθιο, τα ακόλουθα ποσά: Β] έτος 2019, 1] 40 Σάββατα και αργίες χ 13 ώρες χ 10,44 ευρώ = 5.428,8 ευρώ , 2] 2 Σάββατα χ 12 ώρες χ 10,44 ευρώ= 250,56 ευρώ , 3] 188 καθημερινές και Κυριακές χ 5 ώρες χ 8,70 ευρώ = 8.178 ευρώ, 4] 12 καθημερινές και Κυριακές χ 4 ώρες χ 8,70 ευρώ = 417,60 ευρώ. Συνολικά δικαιούται 14.274,96 ευρώ. Από το ποσό των (17.627,96 + 14.274,96=) 31.902,92 ευρώ που δικαιούται ο ενάγων για την άνω αιτία για όλο τον επίδικο χρόνο  απομένει, μετά την αφαίρεση 15.208,77 ευρώ που  καταβλήθηκαν για την ίδια αιτία ποσού από την εναγομένη, ποσό 16.694,15 ευρώ ως οφειλόμενο υπόλοιπο.  Περαιτέρω και ενόψει των ποσών αυτών ο ενάγων για το έτος 2018 δικαιούται μέσο όρο αμοιβής υπερωριακής εργασίας  κάθε μήνα το ακόλουθο ποσό: 17.627,96 ευρώ συνολική αμοιβή : 300 ημέρες διάρκεια της ναυτολόγησής του χ 30 ημέρες = 1.762,79 ευρώ. Αντίστοιχα για το έτος 2019 δικαιούται : 14.274,96 ευρώ συνολική αμοιβή : 242  ημέρες διάρκεια της ναυτολόγησής του χ 30 ημέρες = 1.769,62 ευρώ.

Στη συνέχεια, σύμφωνα με τις οικείες ΣΣΝΕ,  σύμφωνα με όσα οι διάδικοι συνομολογούν και δεν αμφισβητούν, αλλά και τις καταβαλλόμενες κάθε μήνα, κατά τρόπο πάγιο και σταθερό,  αποδοχές του ενάγοντος, όπως αποτυπώνονται στις (μη αμφισβητούμενες) αποδείξεις πληρωμής που προσκομίζουν οι διάδικοι, αυτές, διαμορφώνονται ως εξής: Α] έτος 2018: 1.181,15 ευρώ μισθός ενέργειας + 259,86 ευρώ επίδομα Κυριακών + 35,92 ευρώ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 587,70 ευρώ αντίτιμο τροφής  + 425,45 ευρώ επίδομα αδείας + 1.762,79 ευρώ μέσος όρος αμοιβής υπερωριακής εργασίας + 367,55 ευρώ μέσος όρος αμοιβής για την έχμαση οχημάτων + 103,94 ευρώ μέσος όρος αμοιβής έκτακτων εργασιών = 4.724,36 ευρώ. Β] έτος 2019: 1.204,77 ευρώ μισθός ενέργειας + 265,05 ευρώ επίδομα Κυριακών + 36,64 ευρώ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 587,70 ευρώ αντίτιμο τροφής  + 433,95 ευρώ επίδομα αδείας + 1.769,62 ευρώ μέσος όρος αμοιβής υπερωριακής εργασίας + 391,44 ευρώ μέσος όρος αμοιβής για την έχμαση οχημάτων + 110,59 ευρώ μέσος όρος αμοιβής έκτακτων εργασιών = 4.799,76 ευρώ.

Σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 3239/1955 η ατομική σύμβαση εργασίας, που καταρτίζεται από πρόσωπο δεσμευόμενο από συλλογική σύμβαση εργασίας, θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους θεσπισθέντες με  την τελευταία όρους, οι δε αντίθετες ατομικές συμφωνίες είναι άκυρες.  Ωστόσο, όροι ατομικής εργασιακής σύμβασης ευνοϊκότεροι για το μισθωτό από εκείνους  της συλλογικής σύμβασης είναι επικρατέστεροι.  Επομένως, αν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπόμενων από τη συλλογική σύμβαση και περιελήφθη όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις πέραν των νομίμων καταβαλλόμενες, ο όρος είναι ισχυρός. Αυτό μάλιστα  ισχύει όχι μόνο για τις αποδοχές που υφίστανται κατά το χρόνο σύναψης της ατομικής εργασιακής σύμβασης αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες που θα θεσπιστούν μετά την κατάρτιση της ατομικής σύμβασης. Τα ανωτέρω ισχύουν ομοίως και για αξιώσεις από ναυτική εργασία, που θεμελιώνονται σε ειδικές διατάξεις (ΑΠ 516/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕΠ 465/2009, ΕΝαυτΔ 2009/276). Μάλιστα, στη ναυτική πρακτική, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, στον οποίο περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές που προβλέπονται από την οικεία ΣΣΝΕ, ονομάζεται «κλειστός μισθός» και είναι έγκυρη κατ’ άρθρο 361 ΑΚ, με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον συμβατικό «κλειστό» μισθό, διαφορετικά, αν δηλαδή ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η σχετική συμφωνία δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΜονΕφΠειρ 361/2013 ΕΝαυτΔ 2013/208, ΕφΠειρ 391/2009 ΕΝαυτΔ 2009/283, ΕφΠειρ 429/2008, ΕΝαυτΔ 2008/284, ΕφΠειρ 30/2008, ΕΝαυτΔ 2008/106). Η έννοια του «κλειστού» μισθού, που προϋποθέτει υφιστάμενο ένα νόμιμα καθοριζόμενο όριο ελάχιστων αποδοχών του εργαζομένου, περιλαμβάνει και τη συμφωνία ότι οι υπέρτερες αποδοχές καταλογίζονται στα τυχόν ήδη καταβαλλόμενα ή και μελλοντικά επιδόματα, χωρίς ανάγκη άλλου ειδικού καθορισμού αυτών των τελευταίων (ΜονΕφΠειρ. 369/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, εάν συμφωνηθεί στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται στο ναυτικό, κατά τρόπο τακτικό και πάγιο, κατά τη διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπόμενου από την οικεία σσνε μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του, της δραστηριότητας και του ζήλου του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, χωρίς πρόβλεψη περί καταλογισμού αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο αυτό ποσόν αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του εργοδότη,  ελεύθερα  ανακλητή ή δυνάμενη να καταλογιστεί μονομερώς προς άλλες συμβατικές αξιώσεις του ναυτικού. Το εν λόγω  πρόσθετο χρηματικό ποσό («επιμίσθιο») μπορεί να συμψηφιστεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικείες σσνε αποδοχές  μόνο στην περίπτωση,  κατά την οποία υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί καταλογισμού του στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. Σε διαφορετική περίπτωση, αν δηλαδή δεν έχει κάτι τέτοιο συμφωνηθεί, ειδικά και ορισμένα, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον εν λόγω συμψηφισμό, γιατί με τον τρόπο αυτό θα περιόριζε μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 213/2016, ΜονΕφΠειρ. 50/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ΜονΕφΠειρ. 322/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 221/2015, Δνη 2016/1405, ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΕφΠειρ 185/2012, ΕΝαυτΔ 2012/397, ΕφΠειρ 471/2011, ΕΝαυτΔ 2011/257, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 205).  Επομένως με βάση τις άνω σκέψεις η συμφωνία περί κλειστού μισθού που αποτυπώνεται στις προσκομιζόμενες τέσσερις έγγραφες συμβάσεις εργασίας μεταξύ των διαδίκων με ημερομηνίες 10-3-2018,18-3-2018, 13-3-2019 και 22-4-2019 και προβλέπει αντίστοιχα τα ποσά των 2.825,41 ευρώ 2.938,37 ευρώ, 2.997,11 ευρώ και 3.189,13 ευρώ ως μηνιαίο μισθό του ενάγοντος δεν είναι έγκυρη αφού υπολείπεται σημαντικά των ελαχίστων νομίμων αποδοχών του. Περαιτέρω με τον δεύτερο λόγο της έφεσής του ο ενάγων  παραπονείται επειδή το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο  δέχθηκε τον νομότυπα προβληθέντα ισχυρισμό της εναγομένης περί καταλογισμού στο ποσό της υπερωριακής αμοιβής που ο ίδιος αξιώνει, των  καταβληθέντων σε αυτόν  ποσών   ως «έκτακτες αμοιβές». Στις  προαναφερόμενες  έγγραφες συμβάσεις εμπεριέχεται παράγραφος με τον τίτλο «συμπληρωματικοί όροι που περιλαμβάνονται όπως τυχόν αμοιβαίως συμφωνήθηκαν από τα μέρη». Στο δε ακόλουθο κείμενο αναγράφεται ότι κάθε ποσό που καταβάλει η Εταιρία στο Ναυτικό  πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές, μπορεί να συμψηφίζεται  με τυχόν πραγματοποιούμενες από τον Ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της Εταιρίας σχετικά με την  παρούσα σύμβαση. Όπως αποδείχθηκε με βάση τις μη αμφισβητούμενες αποδείξεις πληρωμής που αφορούν τα επίδικα χρονικά διαστήματα η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα κάθε μήνα αμοιβή για  εργασία τα Σάββατα  και αργίες καθώς και αμοιβή υπερωριών  ενώ κατέβαλε επίσης κάθε μήνα ένα πολύ μικρότερο ποσό υπό την ένδειξη «έκτακτες αμοιβές». Όμως, σύμφωνα και πάλι με όσα αναλύθηκαν παραπάνω, ο συμβατικός αυτός όρος, ερμηνευόμενος κατά τις υποδείξεις των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, δεν επιτρέπει οποιονδήποτε συμψηφισμό και αυτό διότι στο άνω κείμενο δεν προσδιορίζονται ειδικά και ορισμένα οι υπέρτερες αποδοχές του ενάγοντος, που θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με πραγματοποιούμενες υπερωρίες του ή με άλλες συμβατικές υποχρεώσεις της εργοδότριας και επομένως δεν συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις του επιτρεπτού συμβατικού συμψηφισμού, αφού δεν προσδιορίσθηκαν ειδικά κατά ποιόν και ποσόν οι υπέρτερες αποδοχές (ως επιμίσθιο, τακτικά και παγίως καταβαλλόμενο) του ενάγοντος, που θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με μελλοντικές υποχρεώσεις της εναγομένης προς αυτόν, προερχόμενες από οποιαδήποτε νόμιμη αιτία. Αντίθετα, η διατύπωση της εν λόγω συμφωνίας  είναι μη εξειδικευμένη, είναι αόριστη και  δεν μπορεί να θεμελιώσει δυνατότητα συμβατικού συμψηφισμού των εν λόγω «εκτάκτων αμοιβών», όπως, αντιθέτως, θα μπορούσε να συμβεί αν  στον επίμαχο όρο προβλεπόταν ρητά ότι οι συγκεκριμένες παροχές, με την ένδειξη «έκτακτες αμοιβές», θα καλύπτουν την οφειλόμενη υπερωριακή αμοιβή του ενάγοντος (ΕφΠειρ 464/2021, 196/2020, 465/2009  δημ  στην τνπ ΝΟΜΟΣ). Μάλιστα σύμφωνα με την ένορκη βεβαίωση του συναδέλφου ναυτικού του ενάγοντος η εναγομένη εταιρία κατέβαλε ποσά υπό την ως άνω ένδειξη στα μέλη του πληρώματος καταστρώματος όχι ως αμοιβή για την υπερωριακή τους εργασία αλλά για εργασίες συντήρησης και επισκευής του πλοίου που εκτελούσαν τα ίδια , αντί από εξωτερικό συνεργείο. Επομένως εσφαλμένα ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας το νόμο η εκκαλουμένη δέχθηκε τον ισχυρισμό της εναγομένης περί συμψηφισμού των έκτακτων αμοιβών που κατέβαλε η εναγομένη στον ενάγοντα ναυτικό, όπως ο τελευταίος βάσιμα  παραπονείται με τον οικείο δεύτερο λόγο της έφεσής του.

Από τη διάταξη του άρθρου 14 των εφαρμοστέων σσνε σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 2, 3 και 7 της με  αριθμό 70109/8008/14-12-1982 Απόφασης του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς του δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ B 1/07-01-1982), προκύπτει ότι οι ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα μηνιαίο μισθό και μισθό 15 ημερών αντίστοιχα, εφόσον  η σχέση εργασίας διήρκησε καθ’ όλο το διάστημα από την 1η Μαΐου μέχρι την 31η Δεκεμβρίου και από την 1η Ιανουαρίου μέχρι την 30η Απριλίου αντίστοιχα, ή, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε καθ’ όλο το αντίστοιχο χρονικό διάστημα, τα 2/25 του μηνιαίου μισθού για κάθε δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του μισού (μηνιαίου) μισθού για κάθε  οκταήμερο χρονικό διάστημα αντίστοιχα ή ανάλογο κλάσμα σε περίπτωση χρονικού διαστήματος μικρότερο του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου. Για τον υπολογισμό των επιδομάτων  λαμβάνεται υπόψη ο πράγματι καταβαλλόμενος μισθός την 10η Δεκεμβρίου και την 15η ημέρα προ του Πάσχα αντίστοιχα, ενώ ως καταβαλλόμενος μισθός νοείται το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού. Τακτικές αποδοχές για την εφαρμογή των διατάξεων της εν λόγω Υπουργικής Απόφασης θεωρούνται ο μισθός καθώς και κάθε άλλη παροχή εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη σαν συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης από το μισθωτό εργασίας, τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά, κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα του χρόνου. Ως τέτοιες αποδοχές προσδιορίζονται ενδεικτικά στην ανωτέρω Υπουργική Απόφαση : α) η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίνεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα σαν τακτικό αντάλλαγμα για την παροχή εργασίας κατά τις ανωτέρω ημέρες τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στο μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον η υπερωριακή αμοιβή για παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος πάγια και τακτικά ανά  μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικά, γ) οι λοιπές, τακτικά και πάγια, καταβαλλόμενες  παροχές στις οποίες συμπεριλαμβάνονται, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας και η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας (ΜονΕφΠειρ. 18/2016, 19/2016, , 371/2016, 73/2016, ΜονΕφΠειρ. 160/2014, ΜονΕφΠειρ. 36/2014, ΜονΕφΠειρ. 647/2014, 412/2014, 71/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 506/2011, ΕΝαυτΔ 2011/387), η τροφοδοσία είτε καταβάλλεται αυτούσια είτε σε χρήμα  (ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 861/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕΠ 500/2012, αδημ.,  46/2011, ΕΝαυτΔ 2011/97,  343/2009, αδημ.) διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (ΑΠ 1013/2003, ΔΕΕ 2004/212 = ΕΝαυτΔ 2003/345, ΜονΕφΠειρ. 430/2014, ΜονΕφΠειρ. 361/2014, ΜονΕφΠειρ. 56/2014, ΜονΕφΠειρ. 83/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 587/2011, ΕΝαυτΔ 2012/19, ΕφΠειρ. 521/2009, ΕΝαυτΔ 2009/273), όπως και το επίδομα άγονης γραμμής του άρθρου 7 της ως οικείας σσνε. Μάλιστα συνυπολογιστέα δεν είναι καταρχήν η πρόσθετη αμοιβή για τα δρομολόγια εξπρές, αφού αυτή, όταν δεν καταβάλλεται σταθερά και μόνιμα, δεν έχει το χαρακτήρα τακτικής παροχής (ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 164/2014, τνπ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 328/2014, ο.π., ΕφΠειρ. 177/2012 δημ στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 517/2011, αδημ.) ωστόσο συνυπολογίζεται και η εν λόγω αμοιβή στην περίπτωση που πραγματοποιούνται τακτικά δρομολόγια εξπρές και η αντίστοιχη προς αυτά πρόσθετη αμοιβή καταβάλλεται αδιαλείπτως (ΕΠ 66/2013, ΜονΕφΠειρ. 590/2014, αμφότερες σε τνπ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 364/2012 αδημ.). Τέλος, το κατά τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1 και 20 των οικείων σσνε, μηνιαίως καταβαλλόμενο στα μέλη του κατώτερου πληρώματος των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων, στα οποία ανήκουν και τα μέλη του πληρώματος καταστρώματος (ναύκληρος και ναύτες),  χρηματικό ποσό ως επίδομα ιματισμού τους για την αντιμετώπιση των δαπανών προμήθειας της καθιερωμένης στολής του Εμπορικού Ναυτικού, την οποία υποχρεούνται να φέρουν, δεν λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό των δώρων εορτών (ΜΕφΠειρ 196/2020, 117/2016, 676/2014 δημοσ σε τνπ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 434/2013, ΕΝαυτΔ 2013/204, ΜΕφΠειρ 377/2011, ΕΝαυτΔ 2011/262), για το λόγο ότι δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως συμβατικό αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, αφού, όπως σαφώς από τις προαναφερόμενες διατάξεις συνάγεται, αιτία της χορήγησής του αποτελεί η εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών του πλοίου (ΑΠ 774/2003, ΕΕΔ 2005/237  226/2003, ΕΕΔ 2004/790, ΕφΠειρ 177/2012, ΠειρΝ 2012/354, 377/2011, ΕΝαυτΔ 2011/262, ΕφΠειρ283/2009, ΕΝαυτΔ 2009/102, ΜΕφΠειρ 671/2015,  647/2014, 605/2014, σε τνπ ΝΟΜΟΣ και ΜΕφΠειρ 434/2013, ΕΝαυτΔ 2013/204).  Περαιτέρω, όπως και ανωτέρω και το επίδομα έχμασης αποτελεί πρόσθετη αμοιβή προβλεπόμενη από τις ανωτέρω ΣΑΝΕ (άρθρο 30) ειδικά για το κατώτερο προσωπικό του καταστρώματος που απασχολείται στη φορτοεκφόρτωση και έχμαση των οχημάτων, όπως ο ενάγων, το οποίο υπολογίζεται και καταβάλλεται στους δικαιούχους αναλογικά κατά μήνα. Έτσι  με βάση τα παραπάνω αναλυθέντα ανωτέρω, στις αποδοχές  του ενάγοντος για τον υπολογισμό των δώρων εορτών δεν θα συνυπολογιστεί το επίδομα ιματισμού και  με βάση τις μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος ναυτικού, όπως υπολογίσθηκαν παραπάνω, αυτός δικαιούται τα ακόλουθα ποσά ως δώρα εορτών:   1] δώρο Πάσχα 2018: 4.724,36 ευρώ μηνιαίες αποδοχές:2:15 χ (86 ημέρες διάρκεια της εργασίας:8=) 10,75 = 1.692,89 ευρώ, 2]  Χριστούγεννα 2018: 4.724,36 ευρώ αποδοχές : 2/25 χ (214 ημέρες διάρκεια της εργασίας : 19=) 11,26   δεκαεννεαήμερα = 4.255,70 ευρώ, 3 ] για δώρο Πάσχα 2019: 4.799,76 ευρώ μηνιαίες αποδοχές:2:15 χ (90 ημέρες διάρκεια εργασίας:8=) 11,25 = 1.799,91 ευρώ. 4] για δώρο Χριστουγέννων 2019 : 4.799,76 ευρώ : 2/25 χ (150 ημέρες διάρκεια της εργασίας :19=)7,89 δεκαεννεαήμερα = 3.029,60.  Συνολικά για δώρα εορτών  δικαιούται το ποσό  των 10.778,10 ευρώ  και μετά την αφαίρεση των καταβληθέντων  για την ίδια αιτία ποσών (809,64 + 2.074,47 + 858,88 + 1.478,57) απομένει ανεξόφλητο υπόλοιπο 5.556,54 ευρώ (:10.778,10-5.221,56)

. Με τον τέταρτο λόγο της έφεσής του ο ενάγων παραπονείται για τον αριθμό των δρομολογίων εξπρές και το ύψος των αποδοχών που έλαβε υπόψη του το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο για να του επιδικάσει το αντίστοιχο επίδομα ενώ η εναγομένη παραπονείται με τον έβδομο λόγο ισχυριζόμενη ότι το Δικαστήριο αυτό εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και επιδίκασε αμοιβή για την εν λόγω  αιτία αφού το  πλοίο της είναι ημερόπλοιο ενώ εσφαλμένα υπολόγισε τις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος τις οποίες έλαβε υπόψη για τον καθορισμό του επιδικασθέντος ποσού. Σύμφωνα με το άρθρο 33 των εφαρμοστέων σσνε η παραμονή των πλοίων στο λιμάνι αφετηρίας τουλάχιστον έξη (6) ώρες πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο, προκειμένου να παρασχεθεί στον Πλοίαρχο και το πλήρωμα ο αναγκαίος χρόνος ανάπαυσης καθώς και προετοιμασίας του πλοίου για το επόμενο δρομολόγιο. 2. Αν κατ΄ εξαίρεση αυτό δεν καθίσταται δυνατόν ή αποφασίζεται και εκτελείται έκτακτο δρομολόγιο κατά τη διαδικασία του ν. 2932/2001 ή του Κ.Δ.Ν.Δ. η περί εγκρίσεως του οποίου απόφαση κοινοποιείται στην Π.Ν.Ο., καταβάλλεται στον Πλοίαρχο και το πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή όπως καθορίζεται στις επόμενες παραγράφους αυτού του άρθρου. 3. Δρομολόγια για τα οποία καταβάλλεται στον Πλοίαρχο και το πλήρωμα του πλοίου η κατά την επομένη παράγραφο 7 πρόσθετη αμοιβή, θεωρούνται εκείνα για την εκτέλεση των οποίων το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού κατά περίπτωσιν πριν περάσουν τουλάχιστον έξη (6) ώρες από τον κατάπλου του πλοίου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού. 4. Για τον υπολογισμό της πρόσθετης αμοιβής αθροίζονται οι ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, δηλαδή προ της συμπληρώσεως 6 ωρών από της αφίξεως στο λιμάνι και το άθροισμα διαιρείται δια του αριθμού 8, το δε πηλίκο αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή. 5. Ειδικά, προκειμένου περί πλοίων τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή για τα πέραν των (5) δρομολογίων κάθε εβδομάδα ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα του κατά την προηγούμενη παράγραφο 2 προσδιορισμού. 6. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν ισχύουν και δεν εφαρμόζονται σε ημερόπλοια καθώς και σε πλοία τοπικών γραμμών, εκτός εάν τα πλοία αυτά εκτελούν δρομολόγια ή επεκτείνουν τα δρομολόγια τους τις νυκτερινές ώρες, δηλ. 23.00 μέχρι 07.00 ώρας. 7. Για την πρόσθετη αυτή απασχόληση καταβάλλεται στον Πλοίαρχο και το πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή υπολογιζόμενη ως εξής: α. Εφ όσον η διάρκεια του κυκλικού ταξιδιού (δηλαδή μετάβαση στον λιμένα ή τους λιμένας προορισμού και επιστροφή στο λιμένα αφετηρίας) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, η αμοιβή είναι ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών. β. Εάν είναι μικρότερη των 12 ωρών είναι ίση προς το ήμισυ της προβλεπόμενης αμέσως παραπάνω αμοιβής. γ. Εάν είναι μικρότερη των 6 ωρών η αμοιβή είναι ίση προς το ήμισυ της προβλεπομένης από το παραπάνω εδάφιο β.»  Σύμφωνα επομένως με τις διατάξεις 1, 3, 4 και 7  δρομολόγια εξπρές θεωρούνται εκείνα για την εκτέλεση των οποίων το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού κατά περίπτωση πριν περάσουν τουλάχιστον έξι (6) ώρες από τον κατάπλου του πλοίου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού. Τα δρομολόγια αυτά, σε αντίθεση με εκείνα που προβλέπονται από τη διάταξη της παραγράφου 5 του άρθρου 33 των ως άνω σσνε που είναι ειδική σε σχέση προς την ως άνω διάταξη της παραγράφου 3 που είναι γενική, αναφέρονται σε ακτοπλοϊκά επιβατηγά πλοία που δεν έχουν τακτικές καθημερινές τουλάχιστον έξι αναχωρήσεις (δρομολόγια) την εβδομάδα από το λιμάνι αφετηρίας γι` αυτό και προβλέπεται πρόσθετη αμοιβή για όλα τα εξπρές δρομολόγια. Τακτικά θεωρούνται τα δρομολόγια εκείνα κατά τα οποία το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι της αφετηρίας σε προκαθορισμένη κάθε ημέρα ώρα (έστω και αν η ώρα κάθε ημέρα δεν είναι η ίδια, αρκεί να είναι προκαθορισμένη), σε εκτέλεση τακτικού δρομολογίου, χωρίς να ασκεί επιρροή, για τον χαρακτηρισμό του δρομολογίου ως τακτικού η ύπαρξη τυχόν καθυστερήσεων κατά την εκτέλεση του ( Εφ.Πειρ.111/2007 δημ.τνπ ΝΟΜΟΣ, 855/2002 αδημ., ΕΠ 1/2003 ΕΝΔ 31.123, Εφ.Πειρ. 1056/2000 αδημ., Εφ.Πειρ. 471/2000 αδημ.). Για τον υπολογισμό της πρόσθετης αμοιβής αθροίζονται οι ώρες της πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, δηλαδή πριν τη συμπλήρωση 6 ωρών από την άφιξη στο λιμάνι και το άθροισμα διαιρείται με τον αριθμό 8, το δε πηλίκο αποτελεί τον αριθμό δρομολογίων για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή στον Πλοίαρχο και το πλήρωμα υπολογιζόμενη εφόσον η διάρκεια του κυκλικού ταξιδίου (δηλαδή η μετάβαση στο λιμένα προορισμού και επιστροφής στο λιμένα αφετηρίας) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών με το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών του ενδιαφερομένου, το 1/2 του ποσού αυτού αν η διάρκεια αυτή είναι από 6 έως 12 ώρες και το 1/4 αυτού αν η εν λόγω διάρκεια είναι μικρότερη από 6 ώρες ( ΕφΠειρ. 855/2002 αδημ., ΕφΠειρ. 1056/1997 Νομολ. Ναυτ. Τμημ. Εφετ. Πειραιά 1996-97 σελ. 27, ΕφΠειρ. 20/1999 αδημ., ΕφΠειρ. 953/1998 αδημ.). Αντίθετα κατά τη διάταξη της παραγράφου 5 του εν λόγω άρθρου της ως άνω σσνε, που ως προελέχθη είναι ειδικότερη της διάταξης της παραγράφου 3 με αποτέλεσμα να κατισχύει της παραγράφου αυτής, στις περιπτώσεις επιβατηγών ακτοπλοϊκών που έχουν τακτικές σε καθημερινή βάση αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας, δηλαδή αναχωρήσεις τουλάχιστον τις έξι ημέρες της εβδομάδας προβλέπεται ειδικός τρόπος υπολογισμού της πρόσθετης αμοιβής για την εκτέλεση των δρομολογίων αυτών ο οποίος συνίσταται στο ότι ο αριθμός των δρομολογίων για τα οποία καταβάλλεται αυτή ισούται με τον αριθμό των πέρα των πέντε πραγματοποιούμενων δρομολογίων εβδομαδιαία. Δηλαδή, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, οι ναυτικοί που εργάζονται σε πλοία που εκτελούν καθημερινά περισσότερα από πέντε (τουλάχιστον έξι) κυκλικά δρομολόγια την εβδομάδα είτε παραμένουν στο λιμάνι αφετηρίας έξι ώρες είτε όχι, λαμβάνουν την πρόσθετη αμοιβή που προβλέπεται στην παράγραφο 7, η οποία δεν υπολογίζεται κατά την παράγραφο 4 αλλά όπως ορίζεται στην παράγραφο 5 του εν λόγω άρθρου 33 της ως άνω ΣΑΝΕ (ΜονΕφΠειρ 630/2014 δημτνπ ΝΟΜΟΣ).

Περαιτέρω  στις άνω αποδοχές με βάση τις οποίες υπολογίζεται η πρόσθετη αμοιβή των εν λόγω δρομολογίων, συμπεριλαμβάνεται, όπως  και στα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, κάθε παροχή καταβαλλόμενη πάγια και σταθερά ως  συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του ναυτικού τακτικά, κάθε μήνα ή, κατ’ επανάληψη, περιοδικά σε ορισμένα χρονικά διαστήματα (ΑΠ 1224/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 1013/2003, Δ.Ε.Ε. 2004.214, ΕΠ 284/2020,  200/2016, 117/2016,  442/2015, 23/2014,  618/2014 δημοσ  στην Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Έτσι, στις εν λόγω αποδοχές συμπεριλαμβάνονται η αμοιβή για την υπερωριακή εργασία, οι αποδοχές αδείας με το αντίτιμο τροφής  και το ημερήσιο αντίτιμο τροφής, το οποίο αποτελεί μέρος των παγίων και σταθερών αποδοχών του ναυτικού, ανεξαρτήτως αν παρέχεται σε χρήμα ή αυτούσια (ΕΠ. 265/2016 και  51/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ΕΠ 231/2013, Ε.Ν.Δ. 2013. 220, ΕΠ 377/2011, Ε.Ν.Δ. 2011. 262, ΤριμΕΠ 53/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕΠ 1/2003, ΕΝαυτΔ 2003/124 ).  Στην προκειμένη περίπτωση ο ενάγων παραπονείται με τον τελευταίο λόγο της έφεσής του για τις αποδοχές που έλαβε ως βάση το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και υπολόγισε την αμοιβή του για τα δρομολόγια εξπρές χωρίς να βάλει κατά του αριθμού των πραγματοποιηθέντων δρομολογίων, η δε εναγομένη, αντίστοιχα, παραπονείται για τον συνυπολογισμό μέσου όρου αμοιβής υπερωριακής  εργασίας 12 ωρών   Σύμφωνα με την  έννοια του άρθρου 281 Α.Κ. για να θεωρηθεί καταχρηστική η άσκηση δικαιώματος, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου, από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε, από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς να εμποδίζουν, κατά νόμο, την γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 16/2006, Δνη 2006/1331, ΟλΑΠ 1/1997, Δνη 1997/534 ΟλΑΠ 17/1995, Δνη 1995/1531, ΟλΑΠ 62/1990, Δνη 1991/501, ΑΠ 38/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αυτό συμβαίνει ιδίως όταν από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου έχει δημιουργηθεί, εύλογα, στον υπόχρεο η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του (ΟλΑΠ 7/2002, ΝοΒ 2003/648, ΟλΑΠ 8/2001 Δνη 2001/382). Μόνη όμως η αδράνεια του δικαιούχου για μακρό χρόνο και πάντως μικρότερο απ’ αυτόν της παραγραφής δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μετέπειτα άσκηση του δικαιώματος, ακόμη και όταν δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπλέον ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από τη συμπεριφορά των μερών και σε αιτιώδη μεταξύ τους συνάφεια ευρισκόμενες, με βάση τις οποίες, καθώς και την αδράνεια του δικαιούχου, η μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και περιστάσεις και διατηρήθηκε για μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ.(ΑΠ 2/2019, ΧρΙΔ 2019/504). Ανεξάρτητα ωστόσο από τα ανωτέρω θα πρέπει να επισημανθεί ότι από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, 679 ΑΚ, 8 Ν. 2112/1920, 5 § 1 ΑΝ 539/1945 και 8 § 4 Ν. 4020/1959 συνάγεται γενική αρχή του εργατικού δικαίου, όπως επανειλημμένα και σταθερά έχει νομολογηθεί,  κατά την οποία εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, δεν συγχωρείται και, επομένως, είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενόμενη κάθε παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμα λήψης των προβλεπομένων από το νόμο, τη συλλογική σύμβαση εργασίας ή άλλες κανονιστικές διατάξεις ελαχίστων ορίων των αποδοχών, επιδομάτων ή άλλων από την εργασία του παροχών, έστω και αν γίνεται εκ των υστέρων υπό μορφή άφεσης χρέους κατ’ άρθρο 454 ΑΚ, όπως άκυρη είναι και η παραίτησή του από άλλα δικαιώματά του, που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξης, όπως είναι το δικαίωμά του για την καταβολή της νόμιμης αμοιβής για την υπερωριακή του απασχόληση, ανεξαρτήτως μάλιστα αν η αξίωση αυτή έχει ή δεν έχει ακόμη γεννηθεί (ΑΠ 166/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1340/2014, ΧρΙΔ 2015/225, ΑΠ 1554/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 691/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξ αυτού επομένως,  επειδή δηλαδή η συμφωνία που περιορίζει τα ως άνω δικαιώματα του εργαζομένου είναι για λόγους δημόσιας τάξης άκυρη, έπεται ότι η παρά την ύπαρξη τέτοιας συμφωνίας δικαστική επιδίωξή τους δεν μπορεί να αποκρουστεί με την επίκληση της από το άρθρο 281 Α.Κ. καταχρηστικότητας (ΜονΕφΠειρ. 71/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 795/2010, ΕΝαυτΔ 2010/385, ΕφΠειρ. 901/2002, ΠειρΝ 2003/70). Άλλωστε, μόνη η ανοχή του εργαζομένου ως προς την καταβολή μειωμένων αποδοχών δεν καθιστά καταχρηστική την άσκηση της αξίωσής του για την καταβολή σ’ αυτόν των νομίμων ελαχίστων αποδοχών του (ΑΠ 1158/2009, Ε7/2012/996, ΜονΕφΠειρ 48/2021 τνπ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 397/2020, αδημ.). Με τον έκτο και τελευταίο λόγο της  έφεσής της η εναγόμενη – εκκαλούσα εταιρία επαναφέρει τον και πρωτοδίκως προβληθέντα και  απορριφθέντα αμυντικό ισχυρισμό της ότι η άσκηση της αγωγής, με την οποία επιδιώκεται η ικανοποίηση περιουσιακών αξιώσεων που είναι υπέρογκες και της δημιουργούν τεράστιο οικονομικό βάρος, είναι καταχρηστική, καθόσον, ειδικότερα, ο ενάγων με θετικές ενέργειές του της προκάλεσε την εύλογη βεβαιότητα ότι δεν θα διεκδικήσει τις αξιώσεις αυτές. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι ο εφεσίβλητος παρέμεινε στην υπηρεσία της επί πολλά χρόνια χωρίς ουδέποτε να διαμαρτυρηθεί, αντίθετα, λάμβανε τις οικειοθελείς παροχές της εργοδότριας καθώς και αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης πέραν της νόμιμης, χωρίς ουδέποτε να εγείρει θέμα άλλων αξιώσεων, παραλάμβανε και υπέγραφε ανεπιφύλακτα όλες τις αναλυτικές αποδείξεις πληρωμής του, χωρίς να εκφράσει αντίρρηση ως προς το ύψος των βασικών ή πρόσθετων αποδοχών του και υπέγραφε άνευ επιφυλάξεως τις μηνιαίες καταστάσεις της υπερωριακής του απασχόλησης, δια της οποίας (υπογραφής του) κατ’ ουσίαν αναγνώριζε και διαβεβαίωνε την εναγόμενη ότι δεν υφίσταται απαίτησή του για υπερωριακή απασχόληση πέραν των εκεί αναφερομένων δημιουργώντας με τη συμπεριφορά του την εύλογη πεποίθηση στην ίδια ότι δεν υφίστανται και δεν θα ασκήσει απαιτήσεις όπως οι ένδικες. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός δεν είναι νόμιμος, όπως ορθά έκρινε και η εκκαλουμένη, προεχόντως διότι η διάταξη του άρθρου 281ΑΚδεν εφαρμόζεται όταν ο εναγόμενος αρνείται το αγωγικό δικαίωμα, όπως συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση κατά την οποία η εναγόμενη – εκκαλούσα παρότι επικαλείται καταχρηστικότητα κατά την ενάσκηση του επιδίκου δικαιώματος του ενάγοντος,  αμφισβητεί ταυτόχρονα την ύπαρξη οποιουδήποτε δικαιώματος  του τελευταίου απορρέοντος από σύμβαση εξαρτημένης ναυτικής εργασίας υποστηρίζοντας ότι τον έχει εξοφλήσει πλήρως. Όμως και αν ακόμα  γινόταν δεκτό ότι ο ισχυρισμός προβάλλεται επικουρικά, κατά την έννοια του άρθρου 219ΚΠολΔ, για την περίπτωση δηλαδή που ήθελε κριθεί ότι οι αγωγικές αξιώσεις πράγματι γεννήθηκαν, τα επικαλούμενα περιστατικά, στα οποία επιχειρείται να θεμελιωθεί ένσταση καταχρηστικότητα, και αληθή υποτιθέμενα, δεν μπορούν να συγκροτήσουν, σύμφωνα με το νόμο, το πραγματικό της  διάταξης  του άρθρου 281 ΑΚ, αφού ο ενάγων, για όσους λόγους προαναφέρθηκαν, δεν μπορούσε να στερηθεί του δικαιώματός του στη δικαστική επιδίωξη των νομίμων απαιτήσεών του από την παροχή της εργασίας του. Άλλωστε, η περιγραφόμενη στάση του ενάγοντος ναυτικού συνιστά αδράνεια και όχι θετική συμπεριφορά του, ώστε να αρκεί για τη δημιουργία στην εργοδότρια της εύλογης πεποίθησης ότι δεν πρόκειται να ασκηθούν αξιώσεις για υπερωριακή αμοιβή. Θετική συμπεριφορά που θα μπορούσε να στηρίξει τον ένδικο ισχυρισμό της εναγομένης περί κατάχρησης δικαιώματος του μισθωτού θα συνιστούσε η υπογραφή του ίδιου σε μηνιαίες καταστάσεις υπερωριακής απασχόλησης, εφόσον τις σχετικές καταστάσεις συνέτασσε ο ίδιος ο ναυτικός και τις υπέβαλε προς έγκριση στην εργοδότρια, η οποία θα τις ενέκρινε και στη συνέχεια  εκείνος αμφισβητούσε τον αριθμό των υπερωριών που ο ίδιος υποστήριξε εξαρχής ότι πραγματοποίησε. Σε κάθε άλλη περίπτωση η μη αμφισβήτηση της ορθότητας των εγγραφών στις μηνιαίες καταστάσεις υπερωριών ή στις αποδείξεις πληρωμής του ναυτικού συνιστά απλή ανοχή προς αποφυγή του κινδύνου λύσης της εργασιακής σχέσης με πρωτοβουλία του εργοδότη. Ούτε τέλος υπό τα ανωτέρω εκτιθέμενα μπορεί  μόνον το οικονομικό κόστος που θα προκαλέσει στην εναγόμενη η ευδοκίμηση της αγωγής  να στοιχειοθετήσει ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος. Επομένως, ο άνω ερευνώμενος λόγος της έφεσης της εκκαλούσας – εναγομένης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

IV. Με βάση τις ανωτέρω υπολογισθείσες μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος και των δώρων εορτών που αυτός δικαιούται, αποδεικνύεται στη συνέχεια ότι α] για τα 24,38 δρομολόγια εξπρές που συμμετείχε με την ειδικότητα του Ναύτη κατά το έτος 2017 δικαιούται : 4.578 ευρώ μηνιαίες αποδοχές + 426,14 ευρώ αναλογία δώρων εορτών που δικαιούται για το έτος αυτό : 30 χ 24,38 =4.066- το καταβληθέν 2.225,57 ευρώ απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο ποσού 841,12 ευρώ β] για τα 17,81 δρομολόγια εξπρές που εκτέλεσε το πλοίο, όπως βάσιμα ισχυρίζεται ο εκκαλών ναυτικός κατά το έτος 2018 και ενώ ο ίδιος είχε την ειδικότητα του Ναύτη δικαιούται : 4.662,40 ευρώ μηνιαίες αποδοχές + 186,12 ευρώ αναλογία δώρων εορτών : 30 χ 17,81 = 2.878,40 ευρώ – το καταβληθέν για την ίδια αιτία ποσό των 1.804,01 ευρώ =  οφειλόμενο υπόλοιπο 1.074,39 ευρώ. γ] για τα 2,24 δρομολόγια εξπρές του έτους 2017 στα οποία ο ενάγων συμμετείχε ως υποναύκληρος δικαιούται: 4.791,28 ευρώ μηνιαίες αποδοχές + 602,30 ευρώ αναλογία δώρων εορτών : 30 χ 2,24 = 402,72 ευρώ – του καταβληθέντος ποσού των 136,52 ευρώ απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο 266,20 ευρώ. Ενόψει της ως άνω αποδοχής του αγωγικού αιτήματος περί  οφειλόμενου υπόλοιπου για δώρα εορτών και δρομολόγια εξπρές, κατά παραδοχή ως ουσιαστικά βάσιμων των οικείων λόγων της  έφεσης του εκκαλούντος οι, δεύτερος και τρίτος, λόγοι της έφεσης  της εναγομένης με τους οποίους επικαλούμενη εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων παραπονείται αυτή για την επιδίκαση ποσών για τις άνω αιτίες, είναι απορριπτέοι ως ουσιαστικά αβάσιμοι.

Κατόπιν αυτών και αφού δεν υφίστανται άλλοι λόγοι προς έρευνα, θα πρέπει να γίνει δεκτή, μερικά, ως ουσιαστικά βάσιμη η έφεση του ενάγοντος, να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη η έφεση της εναγόμενης εταιρίας, ακολούθως να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη στο σύνολό της για την ενότητα του εκτελεστού τίτλου (ΕΠ 700/2011 τνπ ΝΟΜΟΣ) και αφού η υπόθεση κρατηθεί προς εκδίκαση κατ’ ουσίαν από το παρόν Δικαστήριο, να γίνει δεκτή η αγωγή κατά ένα μέρος ως ουσιαστικά βάσιμη  και να   υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 11.115,24 ευρώ  νομιμοτόκως από την επομένη ημέρα της λύσης της σύμβασης του ενάγοντος,  από 13-6-2018 μέχρι την εξόφληση και να αναγνωριστεί η υποχρέωση αυτής να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 7.970,46  (:925,25 + 1.791,01 + 925,72 + 305,50 + 350,81 + 220,63 + 267,56 + 2,27 ευρώ + 1.841,12 + 1.074,39 + 266,20 +) 5.034,08 ευρώ,  νομιμοτόκως ομοίως.  Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρα 106, 176, 178 αρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των εξόδων του ενάγοντος σε βάρος της εναγομένης, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΕΝΩΝΕΙ και ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων α) η από 29-4-2021 και με αριθμό κατάθεσης ………./29-4-2021 έφεση του, εν μέρει, νικήσαντος ενάγοντος  και β) η από 27-4-2021 και με αριθμό κατάθεσης …………./28-4-2021 έφεση της  ηττηθείσας, εν μέρει, εναγόμενης εταιρίας,  στρεφόμενες αμφότερες κατά της  326/2021 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  που δίκασε αντιμωλία τους διαδίκους, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών και δέχθηκε εν μέρει την από 4-12-2018 αγωγή.

ΔΕΧΕΤΑΙ τις εφέσεις τυπικά

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ’ ουσίαν την από 27-4-2021 έφεση

ΔΕΧΕΤΑΙ κατ’ ουσίαν την από 29-4-2021 έφεση

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη απόφαση.

ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ την από 4-12-2018 αγωγή.

ΔΕΧΕΤΑΙ μερικά κατ’ ουσίαν την αγωγή

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των ένδεκα χιλιάδων εκατόν δέκα πέντε  ευρώ και εικοσιτεσσάρων λεπτών (11.115,24),  νομιμοτόκως από τις 13-6-2018  μέχρι την εξόφληση.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η εναγομένη υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των επτά χιλιάδων εννιακοσίων εβδομήντα  ευρώ και σαράντα έξι λεπτών (7.970,46),  νομιμοτόκως από τις 13-6-2018  μέχρι την εξόφληση

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της  εναγομένης μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας το οποίο ορίζει στο ποσό των χιλίων τετρακοσίων (1.400) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων του στις     151-9- 2022.

             Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                              Η  ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ