Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 404/2022

Αριθμός        404/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ)

Β΄ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία – Αλεξάνδρα Ζήκου, Εφέτη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Δικαστηρίου τούτου, και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ : 1. ……….., 2. ……….. 3. ……….. 4. ………… και 5. …………., από τους οποίους οι δεύτερος και τρίτος εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους Κωνσταντίνο – Ευάγγελο Παπαευγαλλέλου (ΑΜ Δ.Σ. Αθηνών …..) και Αικατερίνη Ήμελλου (ΑΜ Δ.Σ. Αθηνών ….), οι πρώτος και πέμπτη από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο – Ευάγγελο Παπαευγαλλέλου (ΑΜ Δ.Σ. Αθηνών 9178), και ο τέταρτος αυτοπροσώπως με την ιδιότητά του ως δικηγόρου.

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ : …………, τον οποίο εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρου του Φραντσέσκα Αναστασίου (ΑΜ Δ.Σ. Αθηνών …..),

Οι ενάγοντες – εκκαλούντες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την τακτική διαδικασία, την από 6-6-2019, με ΓΑΚ…….. και ΕΑΚ……../2019, αγωγή τους, κατά του εναγόμενου – εφεσίβλητου. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε, ερήμην των εναγόντων, η με αριθμό 2866/2020 οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε η ανωτέρω αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής οι εκκαλούντες – ενάγοντες άσκησαν την από 29-9-2020 έφεσή τους, η οποία κατατέθηκε, στις 29-9-2020, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά, με ΓΑΚ……. και ΕΑΚ………./2020, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, την ίδια ημερομηνία, με ΓΑΚ…… και ΕΑΚ………./2020 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής, και γράφηκε στο οικείο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, αφού αυτή εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους εκτός από τον τέταρτο εκκαλούντα που εμφανίστηκε αυτοπροσώπως, και αφού έλαβαν το λόγο από τη Δικαστή, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις, που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 528 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 44 παρ. 2 του νόμου 3994/2011, «αν ασκηθεί έφεση από τον διάδικο που δικάστηκε ερήμην, η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, αν ασκηθεί έφεση από ενάγοντα που δικάστηκε ερήμην, με συνέπεια να απορριφθεί η αγωγή του λόγω του τεκμηρίου παραίτησής του από αυτή, η εκκαλουμένη απόφαση με μόνη την, κατ` άρθρο 532 ΚΠολΔ, τυπικά παραδεκτή άσκηση της έφεσης εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους τυχόν πρόσθετους αυτής λόγους, προκειμένου να ανατραπεί το σε βάρος του ενάγοντος τεκμήριο παραίτησης. Επομένως αν στην έφεση περιέχεται η αγωγή, η απόφαση εξαφανίζεται στο σύνολό της, χωρίς να απαιτείται να γίνει προηγουμένως δεκτός κάποιος λόγος έφεσης και η υπόθεση συζητείται εκ νέου στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, στο οποίο ο εκκαλών – ενάγων μπορεί να προβάλει όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς, που είχε προβάλλει με την αγωγή του και θα μπορούσε να είχε προτείνει στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αν είχε παραστεί (ΑΠ 229/2020, ΑΠ 579/2018, ΑΠ 1906/2008, ΑΠ 1140/2008) (ΑΠ 368/2021, ΤΝΠ Νόμος).

Η από 29-9-2020 έφεση, που κατατέθηκε, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με ΓΑΚ…….. και ΕΑΚ………/29-9-2020, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου, με ΓΑΚ…… και ΕΑΚ……../29-9-2020, κατά της με αριθμό 2866/2-9-2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 6-6-2019, με ΓΑΚ……. και ΕΑΚ……../2019, αγωγής των εκκαλούντων εναντίον του εφεσίβλητου, μετά από συζήτηση ερήμην των εναγόντων στις 20-2-2020, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα από τους ηττηθέντες ενάγοντες, εφόσον οι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης στους εκκαλούντες και δεν παρήλθε διετία από τη δημοσίευση αυτής, στις 2-9-2020, μέχρι την κατάθεση της έφεσης, στις 29-9-2020, στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 §§ 1 και 2, 511, 513 § 1 εδ. β, 516 § 1, 517, και 518 § 2 ΚΠολΔ, ενώ έχει κατατεθεί από τους εκκαλούντες στο δημόσιο ταμείο το με κωδικό ……….. παράβολο των εκατό (100) ευρώ για την άσκηση αυτής (άρθρο 495 § 3 Α περ. β΄ ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά και ουσιαστικά δεκτή και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη στο σύνολό της, σύμφωνα με την ανωτέρω νομική σκέψη, ανεξαρτήτως της ουσιαστικής βασιμότητας ή μη των λόγων της, με τους οποίους προβάλλεται εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, να κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό και να ερευνηθεί περαιτέρω η από 6-6-2019, με ΓΑΚ…….. και ΕΑΚ………., αγωγή των εκκαλούντων, με την παρουσία των διαδίκων, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε και η εκκαλούμενη απόφαση, το παράβολο, δε, ποσού 100 ευρώ, που οι εκκαλούντες προκατέβαλαν κατά την κατάθεση της έφεσής τους, πρέπει να αποδοθεί σε αυτήν (άρθρο 495 § 3 εδ. 5 ΚΠολΔ).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 303 ΑΚ, όποιος έχει τη διαχείριση μιας ολικά ή μερικά ξένης υπόθεσης, εφόσον η διαχείριση συνεπάγεται εισπράξεις και δαπάνες, έχει υποχρέωση να λογοδοτήσει. Για το σκοπό αυτόν οφείλει να ανακοινώσει στο δεξίλογο λογαριασμό που να περιέχει αντιπαράθεση των εσόδων και των εξόδων, καθώς και ό,τι προκύπτει από την αντιπαράθεση αυτή και να επισυνάψει τα δικαιολογητικά, εφόσον συνηθίζονται. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι, εκ μόνου του γεγονότος ότι από κάποια έννομη σχέση (όπως η εντολή), κάποιος προέβη σε διαχείριση εν όλω ή εν μέρει ξένης περιουσίας, δηλαδή σε ενέργειες συνεπιφέρουσες εισπράξεις και δαπάνες, υποχρεούται να παράσχει λόγο αυτής της διαχείρισής του. Ο δε δοσίλογος οφείλει να ανακοινώσει στο δεξίλογο έγγραφο λογαριασμό για τις διαχειριστικές πράξεις και για το χρόνο, για τον οποίο ζητείται η λογοδοσία, όπου πρέπει να αναγράφονται λεπτομερώς τα έσοδα και έξοδα που έχουν πραγματοποιηθεί κατά το χρόνο της διαχείρισης, καθώς και το κατάλοιπο που προκύπτει από τη διαφορά των δύο σκελών του λογαριασμού, προσέτι δε να επισυνάψει και τα δικαιολογητικά έγγραφα, εφόσον συνηθίζονται. Εάν ο δοσίλογος δεν προβαίνει εξωδίκως σε ανακοίνωση προς το δεξίλογο λογαριασμού ή εάν ο λογαριασμός, που ανακοίνωσε ο δοσίλογος, δεν είναι σύμφωνος με τους όρους και τον τύπο που αναφέρθηκαν, δεν εκπληρώνεται η ως άνω υποχρέωση του δοσίλογου, ο δε δεξίλογος δικαιούται να επιδιώξει την εκπλήρωση της υποχρέωσης του δοσίλογου περί ανακοίνωσης του λογαριασμού με αγωγή, στην οποία εφαρμόζονται οι ειδικές διατάξεις των άρθρων 473-477 ΚΠολΔ. Για την πληρότητα της ιστορικής βάσης της αγωγής αυτής αρκεί το γεγονός ότι ο δοσίλογος διαχειρίστηκε υπόθεση ολικώς ή μερικώς του δεξίλογου με βάση οποιαδήποτε μεταξύ τους έννομη σχέση. Η έγερση της αγωγής αυτής αποκλείεται, εάν ο δοσίλογος έχει προβεί σε εξώδικη λογοδοσία ή εάν ο δεξίλογος έχει αποδεχθεί και εγκρίνει το λογαριασμό που έδωσε ο δοσίλογος, αφού έτσι συνάπτεται μεταξύ αυτών σύμβαση με την οποία δηλώνεται αμοιβαίως η θέλησή τους ότι εφεξής θα ισχύσει μόνο το αποτέλεσμα του εγκριθέντος λογαριασμού και ότι οι συμβαλλόμενοι δεν θα επανέλθουν στο μέλλον στα επί μέρους κονδύλια του λογαριασμού. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 474 ΚΠολΔ, η απόφαση που διατάσσει λογοδοσία ή παράδοση καταλόγου των στοιχείων ομάδας αντικειμένων ορίζει προθεσμία μέσα στην οποία ο λογαριασμός ή ο κατάλογος πρέπει να κατατεθεί με τα δικαιολογητικά στη γραμματεία του δικαστηρίου. Κατά δε το άρθρο 477 παρ. 1 και 2 εδ. α` του ίδιου Κώδικα, αν δεν κατατεθούν μέσα στην προθεσμία που όρισε η απόφαση ο λογαριασμός ή ο κατάλογος, η απόφαση γίνεται οριστική ως προς την υποχρέωση λογοδοσίας ή την υποβολή του καταλόγου. Αν ζητήθηκε με την αγωγή για λογοδοσία κατά το άρθρο 473 να καταβληθεί ορισμένο έλλειμμα, για την περίπτωση που δεν θα κατατεθεί ο λογαριασμός και το έλλειμμα πιθανολογείται, το δικαστήριο με την απόφαση που διατάσσει τη λογοδοσία μπορεί να καταδικάσει τον εναγόμενο, για την περίπτωση που δεν θα καταθέσει εμπρόθεσμα το λογαριασμό ή τον κατάλογο με τα δικαιολογητικά, να καταβάλει το κατά την κρίση του έλλειμμα. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνη του πιο πάνω άρθρου 473 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι, αν ο εναγόμενος-δοσίλογος δεν συμμορφώθηκε προς την απόφαση που διέταξε τη λογοδοσία και δεν κατέθεσε εμπρόθεσμα το λογαριασμό, με τη μορφή που παραπάνω προσδιορίστηκε, η απόφαση γίνεται οριστική, ως προς την υποχρέωσή του για λογοδοσία. Αν δε ζητήθηκε η καταβολή ορισμένου ελλείμματος και το δικαστήριο καταδίκασε το δοσίλογο στην καταβολή του ελλείμματος αυτού, για την περίπτωση που ο δοσίλογος δεν καταθέσει το λογαριασμό μέσα στην προθεσμία που ορίστηκε, η απόφαση γίνεται οριστική και ως προς την υποχρέωση προς καταβολή του ελλείμματος με την πάροδο άπρακτης της προθεσμίας αυτής, μετά δε την τελεσιδικία της είναι εκτελεστή και ως προς τα με αυτή διατασσόμενα κατά το άρθρο 946 παρ. 1 ΚΠολΔ εξαναγκαστικά μέτρα. Ειδικότερα, ως προς την τελευταία διάταξη για την καταβολή του πιθανολογούμενου (εικαζόμενου) ελλείμματος, σημειώνεται ότι τούτο αποτελεί κατά τα ως άνω ιδιότυπο (πρόσθετο) μέσο εξαναγκασμού, το οποίο επιβάλλεται για την περίπτωση άρνησης κατάθεσης του λογαριασμού κατά τον χρόνο που η επιβάλλουσα τη σχετική υποχρέωση απόφαση καταστεί εκτελεστή (ΑΠ 1318/2014, ΑΠ 1896/2014, ΑΠ 437/2012) (ΑΠ 475/2020, ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 1113 ΑΚ, οι διατάξεις για την κοινωνία (άρθρα 785 επ. Α.Κ.) εφαρμόζονται και στην περίπτωση της συγκυριότητας, όταν δηλαδή η κυριότητα του πράγματος ανήκει σε περισσότερους εξ αδιαιρέτου κατ’ ιδανικά μερίδια. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 789 ΑΚ., προκειμένου για την άσκηση πράξεων τακτικής διοίκησης και εκμετάλλευσης του κοινού αντικειμένου, απαιτείται απόφαση της πλειοψηφίας των κοινωνών, η οποία (πλειοψηφία) υπολογίζεται αποκλειστικά με βάση το μέγεθος των μερίδων και όχι των προσώπων των κοινωνών, με αποτέλεσμα να είναι δυνατόν να ληφθεί απόφαση σχετική με την τακτική διοίκηση του κοινού και από έναν μόνον κοινωνό, εφόσον η μερίδα του είναι μεγαλύτερη από το άθροισμα των μερίδων των λοιπών κοινωνών (Α. Γεωργιάδη, «Εμπράγματο Δίκαιο», τόμος I, 1991, σελ. 652, αρ. 58). Εξάλλου, ως πράξη τακτικής διοίκησης νοείται η λήψη κάθε μέτρου, το οποίο κατ’ αντικειμενική εκτίμηση αρμόζει στην ιδιοσυστασία του συγκεκριμένου κοινού αντικειμένου και επιβάλλεται λογικά, με βάση τα δεδομένα της ατομικής περίπτωσης, κατά το χρόνο που λαμβάνεται η απόφαση (I. Δεληγιάννη, «Κοινωνία δικαιώματος», 2002, σελ. 104, Σκούρα, σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου «Αστικός Κώδιξ», άρθρο 789, αρ. 9, σελ. 168), μεταξύ δε αυτών περιλαμβάνεται και η σύμβαση μίσθωσης του κοινού αντικειμένου, καθώς και κάθε άλλη πράξη, η οποία τείνει στη διατήρηση ή άρση των συνεπειών της μίσθωσης, όπως η παράταση, η ανανέωση – αναμίσθωση, η τροποποίηση της μισθωτικής σύμβασης ή η καταγγελία αυτής. Η απόφαση της πλειοψηφίας, που λήφθηκε μέσα στα πλαίσια του άρθρου 789 ΑΚ, δεν αφορά μόνο τις εσωτερικές σχέσεις των κοινωνών, αλλά ενέχει και εξουσία αντιπροσώπευσης και, συνακόλουθα, είναι έγκυρη και δεσμεύει όλους τους κοινωνούς, δηλαδή και εκείνους που διαφώνησαν και μειοψήφησαν (ΑΠ 635/2018, ΑΠ 302/2014, ΤΝΠ Νόμος). Για τη λήψη απόφασης της πλειοψηφίας δεν απαιτείται συνταγμένη σύσκεψη όλων των κοινωνών ούτε άλλη τυπική διαδικασία (ΕφΠατρ 992/2006 ΑχΝομ 2007/123). Η γνώμη της μειοψηφίας πρέπει να ακούγεται, εάν όμως ληφθεί απόφαση χωρίς να ζητηθεί η γνώμη της, αυτή δεν θα είναι εκ του λόγου αυτού άκυρη, αλλά μπορεί να θεμελιώσει ευθύνη της πλειοψηφίας προς αποζημίωση κατά το άρθρο 788 § 1 εδ. β ΑΚ ή να αποτελέσει σπουδαίο λόγο, κατά το άρθρο 797 εδ. α ΑΚ, για την πρόωρη δικαστική λύση της κοινωνίας (ΕφΠειρ 845/2004 ΕΔικΠολ 2006/292). (ΕφΠατρ 147/2021, ΤΝΠ Νόμος).

Με την από 6-6-2019 αγωγή του οι ενάγοντες εκθέτουν, όπως ορθά εκτιμάται από το Δικαστήριο το περιεχόμενό της, ότι με τον εναγόμενο, τις θυγατέρες του και τον αδελφό του, είναι συγκύριοι, συννομείς και συγκάτοχοι οικοπέδου και του επ’ αυτού κτιρίου, που βρίσκεται στην οδό ………… στον Ταύρο Αττικής, όπως ειδικότερα περιγράφεται, με τα αναφερόμενα στην αγωγή ποσοστά ο καθένας, ότι με το από 24-5-1975 πρακτικό μεταξύ του εναγόμενου, τη χήρα του αρχικού κυρίου του ακινήτου, τον αδελφό του εναγόμενου, και των δικαιοπαρόχων των εναγόντων, ο εναγόμενος ανέλαβε την εκμετάλλευση, όχι μίσθωση, του εργοστασίου και του εξοπλισμού του, που λειτουργούσε στον ισόγειο και πρώτο ορόφους του κτιρίου, για λογαριασμό του για τρία έτη μέχρι 31-12-1977, ότι με το από 1-6-1976 ιδιωτικό συμφωνητικό επαγγελματικής μίσθωσης οι δικαιοπάροχοι των εναγόντων εκμίσθωσαν στον εναγόμενο τα ποσοστά συγκυριότητάς τους του ανωτέρω κοινού ακινήτου επί των δευτέρου και τρίτου ορόφων για τη λειτουργία βιοτεχνίας παιγνιδιών για 19 μήνες μέχρι 30-12-1977, η οποία παρατάθηκε αναγκαστικά και έληξε αυτοδίκαια στις 31-8-1997, με ρητή απαγόρευση της υπεκμίσθωσης από τον εναγόμενο, μετά δε την αγορά, στις 10-6-1976, του ποσοστού της χήρα του αρχικού κυρίου 50% εξ αδιαιρέτου του κοινού ακινήτου ο τελευταίος απέκτησε ποσοστό 56,25% εξ αδιαιρέτου αυτού, ότι παρά την αντίθετη συμφωνία ο εναγόμενος από 1-7-1989 υπεκμίσθωσε το κοινό ακίνητο στην εταιρία ………… και από 20-12-1999, με μεταγενέστερες τροποποιήσεις, στην εταιρία …………., από τις οποίες ο εναγόμενος εισέπραττε το μίσθωμα και απέδιδε αρχικά στους δικαιοπαρόχους τους και στη συνέχεια στους ίδιους κατά τα ποσοστά τους κάθε μήνα, όπως αναλύεται στην αγωγή, ότι από το μήνα Ιανουάριο του έτους 2019 και μέχρι την άσκηση της αγωγής ο εναγόμενος παρά την είσπραξη των μισθωμάτων δεν αποδίδει στους ενάγοντες την αναλογία τους, αλλά μη νόμιμα παρακρατεί τους καρπούς του κοινού ακινήτου τους αποκλειστικά για τον εαυτό του, ενώ, δε, έχουν ζητήσει από τον τελευταίο τα αντίγραφα των συμφωνητικών υπεκμίσθωσης, αρνείται να τους τα παραδώσει. Επιπλέον, ισχυρίζονται ότι το μήνα Οκτώβριο του έτους 2018, πληροφορήθηκαν, από δημοσίευση στον τύπο το ύψος του ετήσιου μισθώματος για το έτος 2015 ανέρχεται στο ποσό των 132.124 ευρώ, και σύμφωνα με τα ποσοστά συγκυριότητας καθενός από τους ενάγοντες, μετά την αφαίρεση των ήδη καταβληθέντων ποσών, για το ως άνω έτος ο εναγόμενος έπρεπε να τους καταβάλει στον πρώτο το ποσό των 10.355,54 ευρώ και συνολικά 51.777,70 ευρώ, και σε καθένα από τους λοιπούς το ποσό των 5.177,83 ευρώ και συνολικά 25.889,15 ευρώ, ότι κατόπιν αυτού επανειλημμένα ζήτησαν λογοδοσία για τους καρπούς του κοινού ακινήτου για τα έτη 2014, 2015, 2016, 2017, 2018, και 2019 με αναλυτικό πίνακα των εισπραχθέντων μισθωμάτων με αντίγραφα των παραστατικών, δαπανών και κατάλοιπο του λογαριασμού, ο εναγόμενος, όμως αρνείται την υποβολή έκθεσης λογοδοσίας και την καταβολή του κατάλοιπο σε καθένα από τους ενάγοντες. Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, οι ενάγοντες ζήτησαν την παροχή λογοδοσίας από τον εναγόμενο, ο οποίος ασκούσε τη διοίκηση και διαχείριση του κοινού ακινήτου, για τα έτη 2014, 2015, 2016, 2017, 2018 και 2019, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος στην καταβολή στους ενάγοντες του καταλοίπου του λογαριασμού που θα προκύψει κατά το ποσοστό συγκυριότητας καθενός από αυτούς µε το νόμιμο τόκο υπερημερίας από 28-12-2018, εξώδικη όχληση, άλλως από την επίδοση της αγωγής, να απειληθεί κατά του εναγόμενου χρηματική ποινή υπέρ για κάθε ενάγοντα ποσού 5.000 ευρώ σε περίπτωση µη συμμόρφωσης του τελευταίου με το διατακτικό της απόφασης, που θα εκδοθεί, ενώ για την περίπτωση που ο εναγόμενος δεν καταθέσει εμπρόθεσμα τον λογαριασμό, κατόπιν νόμιμου περιορισμού, με τις προτάσεις τους ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, του καταψηφιστικού τέταρτου αιτήματός τους, να αναγνωρισθεί ότι ο εναγόμενος οφείλει να τους καταβάλει το κατάλοιπο που προκύπτει από την από την υπ’ αυτού ασκηθείσα διαχείριση του ανωτέρω κοινού ακινήτου, κατά τα ως άνω έτη, το οποίο προσδιορίζουν στο ποσό των 51.777,70 ευρώ για τον πρώτο ενάγοντα, στο ποσό των 25.889,15 για καθένα από τους δεύτερο, τρίτο, τέταρτο και πέμπτη των εναγόντων, όλα, δε, τα ανωτέρω ποσά µε το νόμιμο τόκο υπερημερίας από 28-12-2018, εξώδικη όχληση, άλλως από την επίδοση της αγωγής, καθώς και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης τους.

Με τα ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα, η κρινόμενη αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη, και πρέπει να απορριφθεί ο σχετικός ισχυρισμός του εναγόμενου, καθόσον περιέχονται σ’ αυτή όλα τα απαιτούμενα από το νόμο στοιχεία, σύμφωνα και με την ανωτέρω νομική σκέψη, για την πληρότητα της ιστορικής βάσης της αγωγής λογοδοσίας και καταβολής του ελλείμματος, αφού ιστορείται ότι ο εναγόμενος – δοσίλογος διαχειρίσθηκε υπόθεση των εναγόντων – δεξίλογων με βάση τη μεταξύ τους έννομη σχέση της κοινωνίας δικαιώματος επί ακινήτου, αναφέροντας συγκεκριμένο ποσό ως εικαζόμενο έλλειμμα από την περιγραφόμενη διαχείριση του εναγόμενου, ενώ δεν απαιτείται η παράθεση επιμέρους στοιχείων του λογαριασμού, δηλαδή των κατ’ ιδίαν εισπράξεων και δαπανών, με δεδομένο ότι είναι άγνωστα στους ενάγοντες και θα προκύψουν από το λογαριασμό που θα υποβληθεί και τις σχετικές παρατηρήσεις επ’ αυτού. Είναι, επιπλέον, νόμιμη η ένδικη αγωγή, στηρίζεται, δε, στις διατάξεις των 303, 785 επ., 1033, 1113, 1167, 1192 επ, 1846 ΑΚ, 218 § 1, 473 επ., 946 και 176 ΚΠολΔ, και επομένως, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητα αυτής. Πρέπει να σημειωθεί ότι με το ρητό περιορισμό του τέταρτου αιτήματός τους της καταβολής του εικαζόμενου υπολοίπου, με τις προτάσεις τους ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό οι ενάγοντες παραιτήθηκαν από το αίτημα αυτό, αφού έχει το χαρακτήρα μέσου εξαναγκασμού, που ορίστηκε εκ του νόμου ως συντρέχον με τα μέσα αναγκαστικής εκτέλεσης που προβλέπονται στο άρθρο 946 § 1 ΚΠολΔ, και δεν δύναται να διατυπωθεί ως αναγνωριστικό (Γ. Ορφανίδης, σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ I, 2000, άρθρο 473, αρ. 3, σελ. 838, και Κρητικός, σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλο, Αστικός Κώδικας, άρθρο 303, αρ. 26).

Κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Τούτο συμβαίνει, ιδίως, όταν από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Μόνη δε η αδράνεια του δικαιούχου ή του δικαιοπαρόχου του για μακρό χρόνο και πάντως μικρότερο απ` αυτόν της παραγραφής, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μετέπειτα άσκηση του δικαιώματος, ακόμη και όταν δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπλέον ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από τη συμπεριφορά των μερών και σε αιτιώδη μεταξύ τους συνάφεια ευρισκόμενες, με βάση τις οποίες, καθώς και την αδράνεια του δικαιούχου, η μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης, που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και περιστάσεις και διατηρήθηκε για μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Δεν είναι πάντως απαραίτητο η επιχειρούμενη από το δικαιούχο ανατροπή της διαμορφωμένης αυτής κατάστασης να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες συνέπειες στον οφειλέτη, αλλά αρκεί να έχει και απλώς δυσμενείς επιπτώσεις στα συμφέροντά του (Ολ ΑΠ 7/2002, ΟλΑΠ 8/2001) (ΟλΑΠ 2/2019, ΤΝΠ Νόμος).

Ο εφεσίβλητος εναγόμενος, τόσο με τις προτάσεις του στον πρώτο βαθμό όσο και με αυτές ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ισχυρίζεται ότι με τους δικαιοπαρόχους των εναγόντων υπέγραψε σύμβαση εμπορικής μίσθωσης των ποσοστών τους εξ αδιαιρέτου στο κοινό ακίνητο προ 43 ετών, και λάμβαναν το εκάστοτε συμφωνηθέν μίσθωμα ενώ είχαν συναινέσει, εγκρίνει και αποδεχθεί αδιαμαρτύρητα την υπομίσθωση αρχικά στην εταιρία ………… και στη συνέχεια στην εταιρία ………….., μετά, δε, από 42 έτη συνεχούς μίσθωσης και 19 έτη υπομίσθωσης, το έτος 2018, ενώ οι ενάγοντες εισέπρατταν τα ποσοστά τους από το μίσθωμα και δεν είχαν διαμαρτυρηθεί ούτε στον ίδιο ούτε στη μισθώτρια εταιρία, ήγειραν αξιώσεις για καρπούς από την υπομίσθωση κατά το ποσοστό τους, με συνέπεια η κρινόμενη αγωγή να είναι παράνομη και καταχρηστική.

Με το περιεχόμενο αυτό, ο ισχυρισμός (ένσταση) του εναγόμενου, ήδη εφεσίβλητου, πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος, καθόσον από τα πραγματικά περιστατικά, που επικαλείται, και αληθή υποτιθέμενα, δεν δύνανται να θεμελιώσουν την καταλυτική της αγωγής ένσταση του άρθρου 281 ΑΚ, αφού δεν συγκροτούν τη νομική έννοια της καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος των εναγόντων. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την ανωτέρω μείζονα σκέψη, μόνη η μακροχρόνια αδράνεια των εναγόντων ως δικαιούχων, και αν ακόμη δημιούργησε στον εναγόμενο, ως υπόχρεο, την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον αυτό να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκησή του, αλλά απαιτείται να συντρέχουν, επιπρόσθετα, ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από την προηγούμενη συμπεριφορά τόσο των εναγόντων, όσο και του εναγόμενου, ενόψει των οποίων, σε συνδυασμό με την αδράνεια των πρώτων, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος τους, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που τίθενται με την παραπάνω διάταξη της ΑΚ 281, συνθήκες και περιστάσεις, οι οποίες ουδόλως αναφέρονται στο συγκεκριμένο ισχυρισμό του εναγόμενου.

Από την εκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που νόμιμα προσάγουν και επικαλούνται οι διάδικοι, και τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ορισμένα εκ των οποίων αναφέρονται ειδικότερα κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, των με αριθμούς ……/18-11-2021 και ……./22-11-2021 ενόρκων βεβαιώσεων των μαρτύρων ………………., και ………….. αντίστοιχα, ενώπιον των συμβολαιογράφων Βόλου ………. και Αθηνών …………. αντίστοιχα, που λήφθηκαν με επιμέλεια των εναγόντων εκκαλούντων κατόπιν νομότυπης κλήτευσης του εναγόμενου εφεσίβλητου, όπως αποδεικνύεται από τη με αριθμό ……./15-11-2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών …….., των με αριθμούς ……/18-10-2019 και ……./24-11-2021 ενόρκων βεβαιώσεων των μαρτύρων ………….., και ……………… αντίστοιχα, ενώπιον των συμβολαιογράφων Αθηνών …………….. και ………….. αντίστοιχα, που λήφθηκαν με επιμέλεια του εναγόμενου εφεσίβλητου κατόπιν νομότυπης κλήτευσης των εναγόντων εκκαλούντων, όπως αποδεικνύεται από τις με αριθμούς …../15-10-2019 και ……./15-10-2019 εκθέσεις επίδοσης των δικαστικών επιμελητών της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ……….. και ………. για την πρώτη, και με αριθμούς ………./19-11-2021 και ……/19-11-2021 εκθέσεις επίδοσης των δικαστικών επιμελητών της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών …………… και Λάρισας …………. αντίστοιχα για τη δεύτερη, των ομολογιών των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους (άρθρα 261 και 352 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά :   Οι διάδικοι, όπως άπαντες συνομολογούν, είναι συγκύριοι, συννομείς και συγκάτοχοι κατά τα ακόλουθα ποσοστά εξ αδιαιρέτου : α) οι ενάγοντες κατά πλήρη κυριότητα i) 12,5% (1/8) ο πρώτος ενάγων από γονική παροχή από τον πατέρα του ………, ii) 6,25% (1/16) ο δεύτερος ενάγων από γονική παροχή από τον πατέρα του …………., iii) 6,25% (1/16) ο τρίτος ενάγων από δωρεά εν ζωή από τον πάππο του ………….., iv) 6,25% (1/16) ο τέταρτος ενάγων από κληρονομία των γονέων του ………, και …………, και v) 6,25% (1/16) η πέμπτη ενάγουσα από κληρονομία των γονέων της ………., και …………, και β) ο εναγόμενος συνολικά 56,25% (9/16), αρχικά κατά πλήρη κυριότητα από κληρονομία του θείου του, ……….., (αδελφού του πατέρα του ….), ποσοστού 6,25%, και με αγορά από την ……………. ποσοστού 50%, και στη συνέχεια κατ’ επικαρπία με γονική παροχή της ψιλής κυριότητάς του κατ’ ισομοιρία εξ αδιαιρέτου προς τις θυγατέρες του ……. και ………, ενός ακινήτου – οικοπέδου, αρχικού εμβαδού 1.387τμ, ήδη, δε, 1.343τμ, περιφραγμένου με τα επ’ αυτού κτίσματα, ισόγειο και τρεις ορόφους, ήδη τέσσερις, εργοστάσιο συνολικού εμβαδού 2.242τμ, και κατόπιν τακτοποίησης επιπλέον 895,32τμ, που βρίσκεται στη θέση «….» ή «……», της περιφέρειας του τέως δήμου Αθηναίων, τέως κοινότητας Μοσχάτου και ήδη της κτηματικής περιφέρειας του δήμου Ταύρου Αττικής, στη συμβολή των οδών …, με αριθμό …, ….. και …., το οποίο συνορεύει νότια µε την οδό …., βόρεια με την οδό …., ανατολικά με την οδό ….., και δυτικά µε άγνωστη ιδιοκτησία, ενώ οικοδομήθηκε µε βάση τις οικοδομικές άδειες με αριθμούς …./28-1-1950 του Πολεοδομικού Γραφείου Αθηνών – Προαστείων, …/1963, …/31-7-1963 και …./1965 προσθήκη της τελευταίας του Πολεοδομικού Γραφείου Πειραιώς, και …./7-8-1970 της Πολεοδομίας Πειραιώς, και με τις με αριθμούς …./2011 και …../22-1-2014 δηλώσεις στο Υπουργείο Περιβάλλοντος Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής πραγματοποιήθηκαν τακτοποιήσεις των αυθαιρέτων κατασκευών στο ανωτέρω κτίσμα, και συγκεκριμένα άλλαξε η χρήση του από εργοστάσιο σε κατάστημα και νομιμοποιήθηκαν επιπλέον 895,32τμ οικοδομήματος. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι με το από 24-5-1974 πρακτικό, που συντάχθηκε και υπογράφηκε από τους 1. ………., 2. δικαιοπαρόχους των εναγόντων, και δη ……. (τέταρτου και πέμπτης), ………. (δεύτερου και τρίτου), ……… … (πρώτου), 3. ……….. (αδελφό του εναγομένου), και 4. εναγόμενο, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του αποβιώσαντος,   …., στις 3-2-1972, αρχικού κυρίου του ανωτέρω ακινήτου, εντός του οποίου ο τελευταίος λειτουργούσε εργοστάσιο παιδικών παιγνιδιών, συμφωνήθηκε ότι ο εναγόμενος αναλάμβανε αυτοπροσώπως την εκμετάλλευση του εργοστασίου και του εξοπλισμού του, που λειτουργούσε στο ισόγειο και στον πρώτο όροφο του ανωτέρω ακινήτου, στο όνομά του και με δική του ευθύνη για χρονικό διάστημα τριών (3) ετών και επτά (7) μηνών, από 24-5-1974 μέχρι 31-12-1977, με την υποχρέωση να καταβάλει κατ’ έτος σε καθένα των ανωτέρω συγκυρίων και κατά το ποσοστό του καθενός το συνολικό ποσό των 400.000 δραχμών σε δώδεκα μηνιαίες δόσεις, ενώ με την υπογραφή προκαταβλήθηκε από τον εναγόμενο στους λοιπούς συγκυρίους, κατά τα ποσοστά τους, το ποσό των 300.000 δραχμών, το οποίο θα συμψηφιζόταν στις τελευταίες μηνιαίες δόσεις της λήξης της συμφωνίας. Σημειώνεται, δε, ότι συμφωνήθηκε ρητά μεταξύ των ανωτέρω συμβαλλόμενων στο πρακτικό ότι αυτή η σύμβαση εκμετάλλευσης δεν αποτελούσε μίσθωση. Πριν τη λήξη του ανωτέρω πρακτικού, μεταξύ των δικαιοπαρόχων των εναγόντων, …………, που εκπροσωπούσε και τους ……….., ……….., και τον εναγόμενο υπογράφηκε το από 1-6-1976 ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης, που θεωρήθηκε από την αρμόδια Οικονομική Εφορία Ελευθερίων Επαγγελμάτων Αθηνών µε αριθμό ……./30-6-1976, με το οποίο εκμίσθωσαν στον τελευταίο τα ποσοστά, 1/8 εξ αδιαιρέτου για τον καθένα, συγκυριότητάς τους στους δεύτερο και τρίτο όροφο του προπεριγραφόμενου κοινού ακινήτου, για χρονική διάστημα δέκα εννέα (19) μηνών, 1-6-1976 μέχρι 30-12-1977, με μηνιαίο μίσθωμα το συνολικό ποσό των 7.500 δραχμών, 2.500 δραχμών για καθένα από τους εκμισθωτές, με σκοπό να χρησιμοποιηθεί από το μισθωτή (εναγόμενο) ως βιοτεχνία παιδικών παιγνιδιών, με ρητή απαγόρευση της σιωπηρής αναμίσθωσης και της υπομίσθωσης του ακινήτου. Στη συνέχεια, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος µε το με αριθμό ……./10-6-1976 πωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών ……….., που μεταγράφηκε νόμιμα στα οικεία βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Καλλιθέας, αγόρασε κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή από την ………….., το ποσοστό της από 50% εξ αδιαιρέτου του ανωτέρω κοινού ακινήτου, που είχε περιέλθει σ’ αυτή από κληρονομία εξ αδιαθέτου συζύγου της, ………….., αρχικού κυρίου του ιδίου ακινήτου, με αποτέλεσμα ο εναγόμενος να αποκτήσει την πλειοψηφία του ένδικου ακινήτου, ενώ με το με αριθμό ……./13-10-2009 συμβολαίου γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Αθηνών ………., που μεταγράφηκε νόμιμα στα οικεία βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Καλλιθέας, ο εναγόμενος μεταβίβασε την ψιλή κυριότητα του ανωτέρω ιδανικού μεριδίου του (56,25%) στο κοινό ακίνητο στις θυγατέρες του ………… και ……….. κοινά, αδιαίρετα και κατ’ ισομοιρία, παρακρατώντας την επικαρπία αυτού για όλη την υπόλοιπη ζωή του, διατηρώντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, την πλειοψηφία στην εκμετάλλευση του ένδικου ακινήτου, και κατά συνέπεια στη διοίκηση και διαχείριση αυτού. Ακολούθως, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος, παρά τη λήξη του χρόνου της εκμετάλλευσης του εργοστασίου και του εξοπλισμού του, που λειτουργούσε στον ισόγειο και στον πρώτο όροφο του κοινού ακινήτου, στο όνομά του και με δική του ευθύνη, στις 31-12-1977, συνέχισε, χωρίς σύμβαση αλλά με την ανοχή των δικαιοπαρόχων των εναγόντων, την εκμετάλλευση των ορόφων αυτών μέχρι και την 1η-7-1989, οπότε και υπογράφηκε από τον ίδιο, για τον εαυτό του και εκπροσωπώντας τον αδελφό του ……….., ως εκμισθωτές, αλλά και για λογαριασμό της μισθώτριας ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «………..», ως πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου αυτής, με το οποίο εκμίσθωσε τους ισόγειο και πρώτο όροφο του κοινού ακινήτου στην ανώνυμη εταιρία για εννέα έτη, με μίσθωμα για την πρώτη διετία όχι μικρότερο των 216.000 δραχμών, για την εξυπηρέτηση του εταιρικού σκοπού της, δηλώνοντας ότι από τους υπόλοιπους συνιδιοκτήτες, …………, έχει μισθώσει τα ποσοστά συνιδιοκτησίας τους (6/16) για χρονικό διάστημα εννέα ετών. Επιπλέον, αποδείχθηκε ότι η προαναφερόμενη μίσθωση από τον εναγόμενο των δεύτερου και τρίτου πάνω από το ισόγειο ορόφων του κοινού ακινήτου, που έληγε στις 30-12-1977, παρατάθηκε αυτοδικαίως, σύμφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 5 του Ν 2041/1992 όπως τροποποιήθηκε µε το άρθρο 2 § 2 του Ν 2235/1994 και κωδικοποιήθηκε με το άρθρο 58 ΠΔ 34/1995, μέχρι και την 31η-8-1997. Στη συνέχεια, αποδείχθηκε ότι με το από του από 20-12-1999 ιδιωτικό συμφωνητικό επαγγελματικής μίσθωσης, ο εναγόμενος ατομικά και εκπροσωπώντας τον αδελφό του, ……., δηλώνοντας ότι έχει δικαίωμα χρήσης και εκμετάλλευσης όλης της πολυώροφης οικοδομής (κοινό ακίνητο), εκμίσθωσε στην ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «………..» και διακριτικό τίτλο «……» τους ορόφους ισόγειο με πατάρι, πρώτο, δεύτερο και τρίτο πάνω από το ισόγειο, για να χρησιμοποιηθεί ως κατάστημα πώλησης, γραφεία και εκθετήριο παιδικών παιχνιδιών, βρεφικών, αθλητικών ειδών και συναφών παιδικών προϊόντων και γενικότερα για την άσκηση εμπορικής δραστηριότητας από τη μισθώτρια κατά τον εταιρικό σκοπό αυτής, από 1-1-1999 (αναδρομικά) μέχρι 31-12-2010, με μίσθωμα α) για το ισόγειο και τον πρώτο ορόφους 4% επί των ακαθάριστων εισπράξεων λιανικών πωλήσεων της μισθώτριας συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ, με ελάχιστο εγγυημένο μηνιαίο μίσθωμα για το πρώτο μισθωτικό έτος 1.451.137 δραχμών και από 1-1-2000 με προσαύξηση 100% του τιμαρίθμου του κόστους ζωής, όπως θα καθορίζεται από την Τράπεζα της Ελλάδος το αμέσως προηγούμενο έτος, και β) για τους δεύτερο και τρίτο ορόφους για το πρώτο μισθωτικό έτος 805.255 δραχμών και από 1-1-2000 με προσαύξηση 100% του τιμαρίθμου του κόστους ζωής, όπως θα καθορίζεται από την Τράπεζα της Ελλάδος το αμέσως προηγούμενο έτος. Το ανωτέρω από 20-12-1999 ιδιωτικό συμφωνητικό επαγγελματικής μίσθωσης τροποποιήθηκε µε τα από 14-2-2011, 5-10-2012, 28-1-2015 και 1-3-2017 ιδιωτικά συμφωνητικά τροποποίησης μίσθωσης, τα οποία, ωστόσο δεν προσκομίζει ούτε επικαλείται ο εναγόμενος, ενώ το περιεχόμενό τους δεν προκύπτει από άλλα έγγραφα. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι τόσο οι δικαιοπάροχοι των εναγόντων όσο και οι τελευταίοι περιέβαλαν τον εναγόμενο με απόλυτη εμπιστοσύνη, προερχόμενη από τη συγγενική σχέση που τους συνέδεε, και δεν αμφισβητούσαν τις όποιες καταβολές μισθωμάτων του ποσοστού του καθενός πραγματοποιούσε αυτός. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι αποδείξεις τραπεζικών καταθέσεων, που προσκομίζει και επικαλείται ο εναγόμενος, για τα επίδικα έτη από 2014 μέχρι και 2019, δεν είναι δυνατόν να αξιοποιηθούν από το Δικαστήριο, καθόσον δεν καταδεικνύεται σε όλες η αιτιολογία κατάθεσης και ο δικαιούχος, ενώ η αναφορά του εναγόμενου ότι κατέθεσε σε ένα συνιδιοκτήτη, ο οποίος διένειμε στους υπόλοιπους ανάλογα με το ποσοστό τους δεν αποδεικνύεται από κάποιο αποδεικτικό μέσο, αφού η κατάθεση της μάρτυρα του εναγόμενου, ……….., είναι αόριστη σχετικά με τις ημερομηνίες κατάθεσης, τα ποσά του μισθώματος, τη διάρκεια της μίσθωσης, και τους δικαιούχους, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι το μίσθωμα υπολογιζόταν σε ποσοστό των ακαθάριστων κερδών της μισθώτριας εταιρίας και δεν προκύπτει άμεσα από το από 20-12-1999 ιδιωτικό συμφωνητικό επαγγελματικής μίσθωσης. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι το μήνα Οκτώβριο του έτους 2018 οι ενάγοντες πληροφορήθηκαν, από τη δημοσίευση στον τύπο, ότι ο εναγόμενος για τη χρήση 2014/2005 έλαβε από την ανωτέρω μισθώτρια ανώνυμη εταιρία από μίσθωση ακινήτου στην εταιρία ως ετήσιο μίσθωμα το ποσό των 132.124 ευρώ, το οποίο αναγόμενο στα ποσοστά του καθενός συγκυρίου υπολείπεται κατά πολύ από τα ήδη καταβληθέντα σ’ αυτούς από τον εναγόμενο για το έτος 2015, και συγκεκριμένα για τον πρώτο ενάγοντα κατά το ποσό των 10.355,54 ευρώ [= (132.124 Χ 12,5% ) = 16.515,60 ευρώ – 6.159,96 ευρώ καταβληθέντα], και για καθένα από τους λοιπούς ενάγοντες κατά το ποσό των 5.177,83 ευρώ [= (132.124 Χ 6,25% ) = 8.257,75 ευρώ – 3.079,92 ευρώ καταβληθέντα]· κατόπιν αυτού ζήτησαν προφορικά από τον εναγόμενο να τους αποδώσει λογαριασμό για τη μίσθωση του ένδικου κοινού ακινήτου τους, και στη συνέχεια με την από 20-12-2018 εξώδικη όχλησή τους ζήτησαν από τον ίδιο τα αντίγραφα όλων των μισθωτηρίων συμβολαίων που έχει συνάψει με την προαναφερόμενη εταιρία, χωρίς, ωστόσο, ο εναγόμενος να απαντήσει ή να αποδώσει λογαριασμό, ενώ με την από 15-3-2019 εξώδικη δήλωση – πρόσκλησή του ο εναγόμενος κατήγγειλε την από 1-6-1976 επαγγελματική μίσθωση, ώστε τα αποτελέσματά της να επέλθουν στις 30-6-2019, και κάλεσε τους ενάγοντες να παραλάβουν το μίσθιο ακίνητο κενό και ελεύθερο, διαφορετικά η απόδοση του μισθίου και η παραλαβή του θα προχωρήσει ερήμην τους. Από όλα τα ανωτέρω, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος, έχοντας το δικαίωμα της πλειοψηφίας, αφού για τα επίδικα έτη από 2014 μέχρι και 2019 διατηρούσε την επικαρπία ποσοστού 56,25% του κοινού προπεριγραφόμενου ακινήτου, και προέβαινε στην εκμίσθωση αυτού, ασκώντας τη διοίκηση και διαχείριση αυτού, ενώ παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις των εναγόντων, πριν την άσκηση της κρινόμενης αγωγής, για λογοδοσία ο εναγόμενος δεν έχει προβεί σε σχετική εξώδικη λογοδοσία για τη διοίκηση της ένδικης κοινωνίας επί του ανωτέρω ακινήτου τους, καθώς δεν τους ενημέρωσε για τις κατά τα ένδικα έτη διαχειριστικές πράξεις του, δεν έχει παραδώσει σ’ αυτούς τους αναγκαίους λεπτομερείς λογαριασμούς επισυνάπτοντας τα σχετικά έγγραφα και δικαιολογητικά, ενώ οι ενάγοντες, παρά την επίδοση, στις 4-2-2019, της από 31-1-2019 εξώδικης όχλησης – δήλωσης στην ανωτέρω μισθώτρια εταιρία, δεν δύνανται να πληροφορηθούν με οποιονδήποτε άλλο τρόπο τις ενέργειες του εναγόμενου, ούτε έχουν προβεί στην έγκριση αυτών. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι δεν υποχρεούται σε λογοδοσία, διότι υπήρχε ενεργός μίσθωση, καθόσον α) η από 1-6-1976 μίσθωση των δεύτερου και τρίτου πάνω από το ισόγειο ορόφων του κοινού ακινήτου, που έληγε στις 30-12-1977, παρατάθηκε αυτοδίκαια με τους νόμους προστασίας των εμπορικών μισθώσεων, όπως προαναφέρεται, και τελικά έληξε την 31η-8-1997, αφού δεν προσκομίζεται με επίκληση κάποιο έγγραφο παράτασης ή ανανέωσης αυτής, β) η εκμετάλλευση του εργοστασίου και του εξοπλισμού του, που λειτουργούσε στους ισόγειο και πρώτο όροφο του κοινού ακινήτου, στο όνομα του εναγόμενου και με δική του ευθύνη έληξε στις 31-12-1977, χωρίς να προσκομίζεται με επίκληση κάποιο έγγραφο για νέα παραχώρηση εκμετάλλευσης ή μίσθωση. Πρέπει να σημειωθεί ότι από τα από 1-7-1989 και 20-12-1999 ιδιωτικά συμφωνητικά μίσθωσης, το πρώτο για τους ισόγειο και πρώτο όροφο στην εταιρία «………» και το δεύτερο για το σύνολο του κοινού ακινήτου στην εταιρία «………..» (………), αποδεικνύεται ότι μετά τη λήξη των πρώτων, από τα έτη 1974 και 1976, συμφωνητικών ο εναγόμενος προέβαινε στη διαχείριση και διοίκηση του κοινού ακινήτου έχοντας το δικαίωμα της πλειοψηφίας, όπως προαναφέρθηκε, για την οποία δεν έχει ακόμη παράσχει λογοδοσία. Συνεπώς, οι ενάγοντες δικαιούνται να αξιώσουν από τον εναγόμενο την απόδοση λογοδοσία, αφού συνιστούν τους φορείς της προαναφερόμενης κύριας έννομης σχέσης. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω αποδειχθέντων, πρέπει, αφού απορρίφθηκαν οι ενστάσεις και ισχυρισμοί του εναγόμενου, η κρινόμενη από 6-6-2019 αγωγή να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να παράσχει λογοδοσία προς τους ενάγοντες, καταθέτοντας στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου, εντός τριών μηνών από την επίδοση της απόφασης αυτής στον εναγόμενο, γραπτό λογαριασμό, ο οποίος θα περιέχει αφενός πλήρη αντιπαράθεση των εσόδων και των εξόδων από τη διαχείριση – διοίκηση του αναλυτικά ανωτέρω περιγραφόμενου κοινού ακινήτου, του οποίου οι διάδικοι είναι συγκύριοι κατά τα προαναφερόμενα ποσοστά εξ αδιαιρέτου ο καθένας από αυτούς, για τα έτη 2014, 2015, 2016, 2017, 2018 και 2019 μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής (14-6-2019), με πλήρη αιτιολογία, αφετέρου το αποτέλεσμα της αντιπαράθεσης αυτής με την επισύναψη των απαιτούμενων δικαιολογητικών με τη σύνταξη σχετικής έκθεσης κατάθεσής τους, για την περίπτωση, δε, μη συμμόρφωσης του εναγόμενου στο διατακτικό της απόφασης αυτής πρέπει να απειληθεί σε βάρος του η καταβολή χρηματικής ποινής ύψους 2.000 ευρώ για κάθε ενάγοντα. Το Δικαστήριο επιφυλάσσεται να αποφασίσει για το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής καταβολής καταλοίπου, το οποίο θα προκύψει από τη διαχείριση του ένδικου κοινού ακινήτου ενδεχομένως υπέρ των εναγόντων, δεδομένου ότι δεν έχει καταβληθεί ως προς αυτό το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου. Τέλος, εφόσον εξαφανίσθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, εξαφανίζεται και η διάταξη περί δικαστικής δαπάνης, και πρέπει ο εφεσίβλητος, σε περίπτωση, που δεν καταθέσει το λογαριασμό και τα δικαιολογητικά μέσα στην προθεσμία, που ορίζεται στο διατακτικό, να καταδικαστεί, εξαιτίας της ήττας του, στη δικαστική δαπάνη των εκκαλούντων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους (άρθρα 176 και 191 § 2 ΚΠολΔ), καθώς και να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου που κατατέθηκε για την άσκηση της έφεσης στους εκκαλούντες (άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ουσιαστικά την από 29-9-2020 (ΓΑΚ……. και ΕΑΚ…………/2020) έφεση κατά της με αριθμό 2866/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία).

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη απόφαση.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου (με κωδικό αριθμό ……….., ποσού 100 ευρώ) στον καταθέσαντα για την άσκηση της έφεσης.

ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ επί της ουσίας την υπόθεση.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε απορριπτέο στο σκεπτικό.

ΔΕΧΕΤΑΙ την από 6-6-2019 (ΓΑΚ….. και ΕΑΚ……./2019) αγωγή.

ΑΝΑΒΑΛΛΕΙ την έκδοση οριστικής απόφασης.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εναγόμενο να παράσχει λογοδοσία προς τους ενάγοντες, καταθέτοντας στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου, εντός τριών (3) μηνών από την επίδοση της απόφασης αυτής στον εναγόμενο, γραπτό λογαριασμό, ο οποίος θα περιέχει αφενός πλήρη αντιπαράθεση των εσόδων και των εξόδων από τη διαχείριση – διοίκηση του αναλυτικά στο σκεπτικό περιγραφόμενου κοινού ακινήτου, του οποίου οι διάδικοι είναι συγκύριοι εξ αδιαιρέτου κατά τα ποσοστά 12,5% ο πρώτος και 6,25% καθένας από τους δεύτερο, τρίτο, τέταρτο και πέμπτη ενάγοντες, για τα έτη 2014, 2015, 2016, 2017, 2018 και 2019 μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής (14-6-2019), με πλήρη αιτιολογία, αφετέρου το αποτέλεσμα της αντιπαράθεσης αυτής με την επισύναψη των απαιτούμενων δικαιολογητικών, με την υποχρέωση να συνταχθεί σχετική έκθεση κατά την κατάθεσή τους.

ΑΠΕΙΛΕΙ σε βάρος του εναγομένου χρηματική ποινή ύψους δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ για κάθε ενάγοντα για την περίπτωση που αυτός δεν συμμορφωθεί προς την αμέσως ανωτέρω διάταξη της απόφασης αυτής.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εναγόμενο στη δικαστική δαπάνη των εναγόντων αμφότερων των βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των τεσσάρων χιλιάδων (4.000) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στον Πειραιά, στις 30-6-2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ