Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 413/2022

Αριθμός 413/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 4ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου (ΟΤΑ) με την επωνυμία «ΔΗΜΟΣ ΑΓΚΙΣΤΡΙΟΥ», που εδρεύει στο Αγκίστρι, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο του Στυλιανό Μανουσάκη.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου (ΟΤΑ) με την επωνυμία «ΔΗΜΟΣ ΑΙΓΙΝΑΣ», που εδρεύει στην Αίγινα, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια Δικηγόρο του Αλεξάνδρα Τσάμη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).

Το εφεσίβλητο άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 21-2-2013 (αρ. κατ. ………/2013) ανακοπή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 2686/2020 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε την ανακοπή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου  το καθ΄ ου η ανακοπή και ήδη εκκαλούν με την από 24.9.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ……../2020) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς …………/2020) αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Ο πληρεξούσιος Δικηγόρος του εκκαλούντος, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε και η πληρεξούσια Δικηγόρος του εφεσιβλήτου, που παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις της με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 24-9-2020 (αρ. καταθ. ……/2020) έφεση του ηττηθέντος καθ΄ ου η ανακοπή, ήδη εκκαλούντος, κατά της υπ΄ αρ. 2686/2020 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011) και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 1 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ).

Με την από 21-2-2013 (αρ. καταθ. ……./2013) ανακοπή, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου αυτής, και για τους επικαλούμενους με αυτή (ανακοπή), λόγους, το ανακόπτον, ήδη εφεσίβλητο, ζήτησε να ακυρωθεί η υπ΄ αρ. …../24-12-2012 ατομική ειδοποίηση και ο δι΄ αυτής γνωστοποιηθείς υπ΄ αριθ. …. χρηματικός κατάλογος με α/α 1 και ημερομηνία λήξης την 24-1-2013 της Ταμειακής Υπηρεσίας του καθ΄ ου, ήδη εκκαλούντος, που του κοινοποιήθηκε την 27-12-2012, με την οποία το τελευταίο (καθ΄ ου) του γνωστοποίησε, μέσω των συγκοινοποιηθέντων εγγράφων, ότι χρεώθηκε στο ταμείο του, καλώντας το να φροντίσει για την καταβολή του, συνολικό ποσό 488.691,06 ευρώ, το οποίο (ποσό), προέρχεται από οφειλές παρελθόντων ετών (2001, 2002, 2003, 2004 και 2005), οι οποίες προέκυψαν από τη λήψη ύδατος εκ μέρους του (ανακόπτοντος) από τον υδρομετρητή του (καθ΄ ου). Τέλος, ζήτησε να καταδικασθεί το καθ΄ ου η ανακοπή στην καταβολή των δικαστικών του εξόδων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ΄ αρ. 2686/2020 οριστική απόφασή του, αφού έκρινε ότι η ανακοπή αρμοδίως εισήχθη ενώπιον αυτού, κατά την τακτική διαδικασία και ότι είναι παραδεκτή και αφού δέχθηκε τον πρώτο λόγο αυτής (ανακοπής) και ως βάσιμο κατ΄ ουσίαν, έκρινε ότι παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων της (ανακοπής), δέχθηκε την ανακοπή, ακύρωσε α) την υπ΄ αρ. ……/24-12-2012 ατομική ειδοποίηση και β) τον δι΄ αυτής γνωστοποιηθέντα υπ΄ αρ. ……. χρηματικό κατάλογο με α/α 1 και ημερομηνία λήξης την 24-1-2013 της Ταμειακής Υπηρεσίας του Δήμου Αγκιστρίου και καταδίκασε το καθ΄ ου στην καταβολή των δικαστικών εξόδων του ανακόπτοντος, τα οποία όρισε στο ποσό των 100 ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται με την προαναφερόμενη έφεση το ηττηθέν καθ΄ ου η ανακοπή και με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτή (έφεση) λόγους, οι οποίοι κατά τη συνολική τους εκτίμηση ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ζητεί να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανιστεί και επικουρικά να μεταρρυθμιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, να απορριφθεί η ένδικη ανακοπή και ο επικυρωθεί ο προσβαλλόμενος χρηματικός κατάλογος, ο οποίος γνωστοποιήθηκε στο εφεσίβλητο δια της υπ΄ αρ. ……/24-12-2012 ατομικής ειδοποίησης, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα σ΄ αυτήν (έφεση).

Κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 2 του Ν.Δ. 356/1974 (Κ.Ε.Δ.Ε.), όπως ίσχυε πριν αντικατασταθεί με την παρ. 2 του άρθρου 7 του Ν. 4224/2013 με έναρξη ισχύος την 1-1-2014, νόμιμο τίτλο για την είσπραξη των δημοσίων εσόδων αποτελούν: α) Η βεβαίωση κατά το νόμο και ο προσδιορισμός από τις αρμόδιες διοικητικές ή άλλες αρχές του εισπρακτέου ποσού, του είδους του εσόδου και της αιτίας για την οποία αυτό οφείλεται, δηλαδή η πράξη καταλογισμού χρηματικού ποσού σε βάρος διοικουμένου με δημόσιο έγγραφο, το οποίο εκδίδεται από αρμόδια αρχή και ενσωματώνει την ατομική διοικητική πράξη, β) Τα δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα, από τα οποία αποδεικνύεται η οφειλή, γ) Τα δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα, από τα οποία πιθανολογείται η οφειλή, ως προς την ύπαρξη και το ποσό αυτής, κατά την έννοια του άρθρου 347 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 73 παρ. 1, 2 του Ν.Δ. 356/1974: «1. Η προ της ενάρξεως της εκτελέσεως ανακοπή του οφειλέτου ασκείται: α) κατά της εκδοθείσης ατομικής ειδοποιήσεως, β) κατά του εκδοθέντος και μη εκτελεσθέντος εντάλματος προσωπικής κρατήσεως και γ) κατά του νομίμου τίτλου, εκδικάζεται δε υπό των καθ΄ ύλην αρμοδίων δικαστηρίων κατά τας διατάξεις των άρθρων 583-585 του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας. Διά ταύτης επιτρέπεται η προβολή πάσης αντιρρήσεως ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου ως και η αμφισβήτησις του κατ΄ ουσίαν βασίμου της απαιτήσεως του Δημοσίου, εφ΄ όσον ο προσδιορισμός ταύτης δεν έχει ανατεθή εις δικαστήρια ή εις διοικητικάς επιτροπάς αποφαινομένας μετά δυνάμεως δεδικασμένου. 2. Η κατά της αρξαμένης εκτελέσεως ανακοπή του οφειλέτου ασκείται ενώπιον πάντοτε του Μονομελούς Πρωτοδικείου του τόπου της εκτελέσεως και διά τους κάτωθι περιοριστικώς αναφερομένους λόγους: α) Εάν η εκτέλεσις εχώρησε βάσει ακύρου τίτλου προς είσπραξιν. β) Εάν το χρέος απεσβέσθη διά καταβολής ή διά συμψηφισμού κατά τας διατάξεις του άρθρου 83 του παρόντος Ν. Διατάγματος ή συνεπεία διαγραφής, αποδεικνυομένων εγγράφως. γ) Εάν επιγενομένως απεσβέσθη άλλως το χρέος του οφειλέτου, της αποσβέσεως αποδεικνυομένης εγγράφως. δ) Εάν το χρέος παρεγράφη. ε) Εάν ο διωκόμενος ως διάδοχος του υποχρέου δεν είναι ό νόμω υπόχρεως. στ) Εάν ο διωκόμενος δεν υπόκειται εις προσωπικήν κράτησιν και ζ) Εάν κατά την εκτέλεσιν εχώρησαν παραλείψεις ή ακυρότητες, τηρουμένων των εν άρθρω 75 του παρόντος Ν. Διατάγματος οριζομένων. Αμφισβήτησις άλλη περί της υπάρξεως της οφειλής προς το Δημόσιον είναι απαράδεκτος εν τη διαδικασία ταύτη». Εξάλλου, το άρθρο 4 παρ. 1 του Κ.Ε.Δ.Ε., όπως ίσχυε πριν αντικατασταθεί με την παρ. 5 του άρθρου 7 του Ν. 4224/2013 με έναρξη ισχύος την 1-1-2014, ορίζει: «Άμα τη βεβαιώσει ποσού τινός εις το Δημόσιον Ταμείον ως δημοσίου εσόδου ο Διευθυντής του Δημοσίου Ταμείου υποχρεούται να αποστείλει προς τον οφειλέτην ατομικήν ειδοποίησιν περιέχουσαν τα στοιχεία του οφειλέτου, το είδος και το ποσόν του χρέους, το οικονομικόν έτος εις ο ανήκει τούτο, τον αριθμόν και την χρονολογίαν του τριπλοτύπου βεβαιώσεως και την χρονολογίαν πληρωμής του χρέους ή εκάστης δόσεως εις περίπτωσιν καταβολής εις δόσεις». Περαιτέρω, κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 55 του π.δ. 16/1989 «Κανονισμός λειτουργίας Δ.Ο.Υ.» «Για κάθε οικονομικό έτος και έσοδο, συντάσσονται από τις αρμόδιες Αρχές και στέλνονται στις Δ.Ο.Υ. τίτλοι είσπραξης, στους οποίους πρέπει να περιέχονται: α) …, ε). Το είδος του εσόδου, το οφειλόμενο ποσό αναλυμένο σε κωδικούς αριθμούς εσόδου ή εκτός προϋπολογισμού λογαριασμούς, σε ακέραιες μονάδες, κατά δε το άρθρο 61 του ιδίου π.δ/τος η βεβαίωση πραγματοποιείται με την καταχώριση των στοιχείων του τίτλου είσπραξης στις αντίστοιχες ενδείξεις των στηλών του διπλότυπου βιβλίου παραλαβής και βεβαίωσης εισπρακτέων εσόδων, από το οποίο παίρνει τον αύξοντα αριθμό και τη χρονολογία, η οποία είναι και της βεβαίωσης». Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτουν τα εξής: Στη δίκη που ανοίγεται με την ανακοπή του άρθρου 73 παρ. 1 ΝΔ 356/1974 «Περί Κώδικος Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων» σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 583-585 ΚΠολΔ, η οποία μπορεί να ασκείται τόσο κατά του «νομίμου τίτλου» όσο και κατά της ταμειακής βεβαίωσης, εφόσον αποτελεί και αυτή εκτελεστή διοικητική πράξη, ο μεν ανακόπτων επέχει κατ΄ αρχήν θέση εναγομένου, το δε καθού (Δημόσιο) θέση ενάγοντος, και έτσι το τελευταίο βαρύνεται με την επίκληση των γεγονότων, της οποίας το βάρος θα έφερε, αν ασκούσε το δικαίωμά του με αγωγή. Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 2 του Κ.Ε.Δ.Ε. νόμιμο τίτλο αποτελεί η πράξη καταλογισμού χρηματικού ποσού εις βάρος διοικουμένου που εντοπίζεται σε δημόσιο έγγραφο, το οποίο εκδίδεται από την αρμόδια αρχή και ενσωματώνει την ατομική διοικητική πράξη, από αυτόν δε (τον τίτλο), με τη συνδρομή των δημοσίων ή ιδιωτικών εγγράφων που τον συνοδεύουν, αποδεικνύεται ή πιθανολογείται βεβαία και εκκαθαρισμένη απαίτηση. Στο νόμιμο τίτλο πρέπει να αναφέρεται η ακριβής αιτία της οφειλής, ώστε, σε περίπτωση αμφισβητήσεως, να είναι δυνατός ο δικαστικός έλεγχος. Τούτο δε, διότι με βάση το «νόμιμο τίτλο» είναι δυνατόν να επισπευσθεί αναγκαστική εκτέλεση, χωρίς να έχει προηγηθεί διαγνωστική δίκη και έκδοση δικαστικής απόφασης, που θα καθιστούσε σαφείς την αιτία ή τις επιμέρους αιτίες του (φερόμενου ως) οφειλόμενου συνολικού χρέους. Η ανάγκη αυτή καθίσταται εντονότερη, όταν ο ουσιαστικός καθορισμός του χρέους δεν έγινε από το Ελληνικό Δημόσιο (η δράση του οποίου διέπεται από την αρχή και το τεκμήριο της νομιμότητας), αλλά από τρίτο πρόσωπο, όπως είναι ο αρχικός δανειστής, προς τον οποίο το Δημόσιο είχε παράσχει εγγύηση και στη θέση του οποίου αυτό υποκαταστάθηκε, λόγω μη εξοφλήσεως του δανείου από τον οφειλέτη, αναλόγως δε και στην περίπτωση που το Δημόσιο ενεργεί ως εκδοχέας απαιτήσεων. Από τη βεβαίωση, ως νόμιμο τίτλο εισπράξεως (βεβαίωση υπό ευρεία έννοια), διακρίνεται η ταμειακή βεβαίωση (βεβαίωση υπό στενή έννοια), που είναι αναγκαία για να μπορεί να επιδιωχθεί η είσπραξη της απαιτήσεως του Δημοσίου, δηλαδή συνιστά αυτή τίτλο εκτελέσεως. Ο νόμιμος τίτλος δεν συμπίπτει με την ταμειακή βεβαίωση, πλην μεταξύ τους υφίσταται στενή αιτιακή σχέση, ώστε σε περίπτωση που η ταμειακή βεβαίωση δεν στηρίζεται σε νόμιμο τίτλο, όπως σε τίτλο στον οποίο δεν προσδιορίζεται επαρκώς το χρέος, να είναι αυτή ακυρωτέα. Και ναι μεν στον Κ.Ε.Δ.Ε. δεν προβλέπεται κοινοποίηση της ταμειακής βεβαιώσεως στον οφειλέτη, ούτε επιβάλλεται να συνοδεύεται αυτή από τα έγγραφα που συγκροτούν το νόμιμο τίτλο, πλην όμως λόγω της στενής αιτιακής της σχέσεως με το νόμιμο τίτλο, αν ούτε η ταμειακή βεβαίωση της οφειλής ούτε η ατομική ειδοποίηση, -που εκδίδει κατά το άρθρο 4 παρ. 1 Κ.Ε.Δ.Ε. η αρμόδια φορολογική αρχή και κοινοποιείται επίσης στον οφειλέτη-, δεν περιέχει τα καθοριζόμενα στην ως άνω διάταξη στοιχεία, προκειμένου ο οφειλέτης να λάβει επαρκή και ασφαλή γνώση για το είδος του χρέους, το ύψος του, τη χρονολογία βεβαίωσης και γενικά να κατατοπίζεται επαρκώς για την οφειλή του, τότε η έλλειψη αυτή μπορεί να οδηγήσει, κατόπιν ασκήσεως ανακοπής κατά το άρθρο 73 παρ. 1 Κ.Ε.Δ.Ε., στην ακύρωση αυτών, αλλά μόνο με τη συνδρομή των όρων και προϋποθέσεων του άρθρου 75 Κ.Ε.Δ.Ε. σχετικά με το στοιχείο της βλάβης του οφειλέτη του Δημοσίου, δηλαδή, αν και εφόσον η έλλειψη αυτή επέφερε στον οφειλέτη αδυναμία ουσιαστικής ή δικονομικής προστασίας των δικαιωμάτων του, η οποία δύναται να επανορθωθεί μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας της προσβαλλόμενης πράξεως, ιδίως ενόψει της υπάρξεως περισσοτέρων χρεών με διαφορετικές το καθένα συνέπειες για τον οφειλέτη. Ωστόσο, βλάβη με την ανωτέρω έννοια δεν υφίσταται ο οφειλέτης τόσο στην περίπτωση που η επίδοση της ταμειακής βεβαιώσεως και της ατομικής ειδοποιήσεως συνοδεύεται από τα αναγκαία έγγραφα (δημόσια ή ιδιωτικά), που προσδιορίζουν επαρκώς την οφειλή, όσο και στην περίπτωση που γνωστοποιούνται αυτά στον οφειλέτη με οποιονδήποτε τρόπο, με ή χωρίς αίτησή του, αλλά πάντως πριν από τη λήξη της προθεσμίας ανακοπής κατά της εκτελέσεως, έτσι ώστε να είναι σε θέση να προβάλλει αυτός με δικονομικά παραδεκτό τρόπο τους ισχυρισμούς του κατά της οφειλής, και για το λόγο αυτό δεν αρκεί να προσκομίσει το Δημόσιο τα έγγραφα του νόμιμου τίτλου προς απόδειξη της απαιτήσεώς του κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο (ΟλΑΠ 5/2019). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 167 παρ. 1 του Ν. 3463/2006  «1. Με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων του παρόντος, για την είσπραξη των εσόδων των Δήμων και των Κοινοτήτων εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κώδικα Eισπράξεως Δημοσίων Εσόδων, όπως αυτές κάθε φορά ισχύουν.» (ΕφΠατρ 162/2019).

Με τον πρώτο λόγο της από 21-2-2013 (αρ. καταθ. ……./2013) ανακοπής, το ανακόπτον ισχυρίσθηκε ότι η προσβαλλόμενη ατομική ειδοποίηση, όπως και ο προσβαλλόμενος χρηματικός κατάλογος στον οποίο αυτή (προσβαλλόμενη ατομική ειδοποίηση) στηρίζεται, πρέπει να ακυρωθούν, διότι ουδεμία εξ αυτών των πράξεων περιέχει προσδιοριστικά του επιδίκου χρέους στοιχεία, και ειδικότερα δεν αναφέρεται αναλυτικά η αιτία καταβολής, δεν γίνεται διαχωρισμός κατά κεφάλαιο, νόμιμους τόκους, τόκους υπερημερίας, και λοιπά έξοδα, ώστε να δυνηθεί να αμυνθεί εναντίον τους. Ο λόγος αυτός είναι νόμιμος, όπως ορθώς έκρινε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, στηριζόμενος στις διατάξεις που αναφέρονται στη νομική σκέψη της παρούσας, και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ΄ ουσίαν.

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα ………….., που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, και περιέχεται (η κατάθεση) στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του ίδιου (πρωτοβάθμιου) Δικαστηρίου, καθώς και από όλα τα έγγραφα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, μερικά από τα οποία μνημονεύονται ειδικότερα στη συνέχεια, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Την 27-12-2012 κοινοποιήθηκε από το καθ΄ ου στο ανακόπτον η υπ΄ αρ. ……/24-12-2012 ατομική ειδοποίηση και ο δι΄ αυτής γνωστοποιηθείς υπ΄ αρ. …… χρηματικός κατάλογος με α/α 1 και ημερομηνία λήξης την 24-1-2013, της Ταμειακής Υπηρεσίας του καθ΄ ου, με τη μνεία ότι αφορούν «οφειλές παρελθόντων ετών (2001, 2002, 2003, 2004 και 2005) Δήμου Αίγινας» συνολικού ποσού 488.691,06 ευρώ. Ταυτόχρονα με την ως άνω ατομική ειδοποίηση κοινοποιήθηκαν στο ανακόπτον α) το υπ΄ αρ. πρωτ. ……./6-6-2012 έγγραφο του Δήμου Αγκιστρίου με θέμα «Οφειλές νερού», με το οποίο, μεταξύ άλλων, το καθ΄ ου γνωστοποίησε στο ανακόπτον ότι η ΕΥΔΑΠ αξίωσε το ποσό των 727.012 ευρώ για υδροληψία, συν 724.122,17 ευρώ για προσαυξήσεις, β) το υπ΄ αρ. πρωτ. …../21-3-2012 έγγραφο του Δήμου Αγκιστρίου προς το ανακόπτον με θέμα «Αναγνώριση οφειλής προς ΕΥΔΑΠ», με την οποία ζητεί με απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του τελευταίου να αναγνωρίσει την οφειλή του, η οποία «προκύπτει από τη λήψη νερού από τον υδρομετρητή του Δήμου Αγκιστρίου κατά τα έτη 2001-2005», γ) το υπ΄ αρ. ……/10-8-2010 έγγραφο της (πρώην) Κοινότητας Αγκιστρίου και ήδη Δήμου Αγκιστρίου προς το Δήμο Αίγινας με θέμα «Φορτωτικές περιόδου 2001-2005» με το οποίο το καθ΄ ου ζητεί από το ανακόπτον να προσκομίσει «αντίγραφα των φορτωτικών νερού περιόδου 2001-2005, οι οποίες αναφέρονται στη λήψη από την παροχή ύδατος» της (πρώην) Κοινότητας στο Ικόνιο, δ) το υπ΄ αρ. πρωτ. ……/9-7-2010 έγγραφο της Κοινότητας Αγκιστρίου προς το Δήμο Αίγινας με θέμα «Οφειλή ύδρευσης» και με το οποίο, μεταξύ άλλων, γνωστοποιείται ότι υπάρχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δήμου Αγκιστρίου προς την ΕΥΔΑΠ και «οι οποίες βαρύνουν κατά το μεγαλύτερο μέρος» το Δήμο Αίγινας, ε) το υπ΄ αρ. πρωτ. ……/4-5-2009 έγγραφο της (πρώην) Κοινότητας Αγκιστρίου προς το Δήμο Αίγινας με θέμα «Οφειλή ύδρευσης», με το ίδιο με το αμέσως προηγούμενο έγγραφο περιεχόμενο, στ) το υπ΄ αρ. πρωτ. ……./8-7-2008 έγγραφο της (πρώην) Κοινότητας Αγκιστρίου προς το Δήμο Αίγινας με θέμα «Οφειλή ύδρευσης» με το οποίο ζητεί από το τελευταίο να τεθεί το θέμα της οφειλής ύδρευσης στο Δημοτικό Συμβούλιο, ζ) το υπ΄ αρ. πρωτ. ……./12-6-2008 έγγραφο της (πρώην) Κοινότητας Αγκιστρίου προς το Δήμο Αίγινας με θέμα «Οφειλή ύδρευσης» και αφορά λογαριασμό της ΕΥΔΑΠ προς την Κοινότητα Αγκιστρίου, ενώ ταυτόχρονα ζητεί το καθ΄ ου από το ανακόπτον να του αποστείλει απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου με την οποία να αποδέχεται την οφειλή που του αναλογεί, η) το υπ΄ αρ. πρωτ. ……/21-9-2007 έγγραφο της (πρώην) Κοινότητας Αγκιστρίου προς το Δήμο Αίγινας με θέμα «Οφειλή ύδρευσης προς Ε.Υ.Δ.Α.Π.», με οποίο το καθ΄ ου γνωστοποιεί στο ανακόπτον ότι το συνολικά οφειλόμενο ποσό του ανακόπτοντος προς την ΕΥΔΑΠ είναι 488.691,16 ευρώ και ακόμη αναγράφονται οι χρεώσεις κατ΄ έτος και η τιμή χρέωσης και θ) το υπ΄ αρ. πρωτ. ……/17-7-2006 έγγραφο του Δημάρχου Αίγινας προς την (πρώην) Κοινότητα Αγκιστρίου, με το οποίο γνωστοποιείται από το ανακόπτον προς το καθ΄ ου ότι σύμφωνα με τα στοιχεία που έχει στην υπηρεσία του για το χρονικό διάστημα από 1-5-2001 μέχρι 30-9-2005 έχει προμηθευτεί από τον υπ΄ αρ. Ε …… υδρομετρητή της ΕΥΔΑΠ 1.438.985 κυβικά, τα οποία στη συνέχεια αναλύονται κατ΄ έτος. Στην ένδικη όμως, ατομική ειδοποίηση και στον δι΄ αυτής γνωστοποιηθέντα υπ΄ αρ. ….. χρηματικό κατάλογο με α/α 1 και ημερομηνία λήξης την 24-1-2013 της Ταμειακής Υπηρεσίας του Δήμου Αγκιστρίου  αναφέρεται μόνο η συνολική οφειλή χωρίς ειδικότερη αναφορά – ανάλυση του τρόπου με τον οποίο προήλθε το χρέος, ενώ δεν αναφέρεται και η αιτία της οφειλής, καθώς δεν προσδιορίζεται και δεν εξειδικεύεται η τυχόν μεταξύ τους (διαδίκων) νομίμως συναφθείσα σύμβαση υδροδότησης, ενώ δεν προκύπτει ότι πριν την άσκηση της κρινόμενης ανακοπής είχαν περιέλθει με οποιοδήποτε τρόπο στο ανακόπτον έγγραφα που να εξειδικεύουν στην οφειλή του, ούτε γίνεται ο διαχωρισμός κατά κεφάλαιο και τυχόν τόκους ή προσαυξήσεις ή έξοδα, ώστε να προκύπτει με σαφήνεια η σύνταξη του νομίμου τίτλου και της βεβαίωσης της οφειλής αυτής. Ειδικότερα, δεν συγκοινοποιείται τυχόν νομίμως συναφθείσα σύμβαση υδροδότησης ή αναγνώρισης χρέους, ενώ από τα συγκοινοποιούμενα έγγραφα δημιουργείται σύγχυση ως προς το ύψος της οφειλής. Πιο συγκεκριμένα ενώ από το υπ΄ αρ. πρωτ. …../17-7-2006 έγγραφο του Δήμου Αίγινας προκύπτει ότι ο τελευταίος προμηθεύτηκε το έτος 2001 συνολικά 282.591 κυβικά με τιμή χρέωσης 0,2582 ευρώ [όπως προκύπτει από το υπ΄ αρ. πρωτ. ……/21-9-2007 έγγραφο της (πρώην) Κοινότητας Αγκιστρίου], δηλαδή συνολικό οφειλόμενο ποσό 72.964 ευρώ, στο υπ΄ αρ. πρωτ. …./21-9-2007 έγγραφο της (πρώην) Κοινότητας Αγκιστρίου αναφέρεται οφειλή 79.679 ευρώ. Αντίστοιχα για το έτος 2002 ο Δήμος Αίγινας φαίνεται ότι προμηθεύτηκε 394.979 κυβικά με τιμή χρέωσης 0,2582 ευρώ, δηλαδή συνολικό οφειλόμενο ποσό 101.983,58 ευρώ, ενώ στο υπ΄ αρ. πρωτ. …../21-9-2007 έγγραφο της (πρώην) Κοινότητας Αγκιστρίου αναφέρεται οφειλή 111.345,66 ευρώ. Για το έτος 2003 ο Δήμος Αίγινας φαίνεται ότι προμηθεύτηκε 257.733 κυβικά με τιμή χρέωσης 0,3096 ευρώ, δηλαδή συνολικό οφειλόμενο ποσό 79.794,14 ευρώ, ενώ στο υπ΄ αρ. πρωτ. ……/21-9-2007 έγγραφο της (πρώην) Κοινότητας Αγκιστρίου αναφέρεται οφειλή 87.119,23 ευρώ. Για το έτος 2004 ο Δήμος Αίγινας φαίνεται ότι προμηθεύτηκε 291.154 κυβικά με τιμή χρέωσης 0,45 ευρώ, δηλαδή συνολικό οφειλόμενο ποσό 131.019,30 ευρώ, ενώ στο υπ΄ αρ. πρωτ. …../21-9-2007 έγγραφο της (πρώην) Κοινότητας Αγκιστρίου αναφέρεται οφειλή 143.046,86 ευρώ. Τέλος, για το έτος 2005 ο Δήμος Αίγινας φαίνεται ότι προμηθεύτηκε 212.428 κυβικά με τιμή χρέωσης 0,46 ευρώ, δηλαδή συνολικό οφειλόμενο ποσό 97.716,88 ευρώ, ενώ στο υπ΄ αριθ. πρωτ. ……/21-9-2007 έγγραφο της (πρώην) Κοινότητας Αγκιστρίου αναφέρεται οφειλή 107.674,23 ευρώ. Ως εκ τούτου από τα συγκοινοποιούμενα έγγραφα προκύπτει οφειλή συνολικά 483.477,90 (= 72.964 + 101.983,58 + 79.794,14 + 131.019,30 + 97.716,88) ευρώ, ενώ, κατόπιν αφαίρεσης του ήδη καταβληθέντος ποσού των 40.174,72 ευρώ, η οφειλή που προκύπτει από τα συγκοινοποιούμενα έγγραφα ανέρχεται σε 443.303,18 ευρώ. Ωστόσο, στην υπ΄ αρ. …../24-12-2012 ατομική ειδοποίηση και τον δι΄ αυτής γνωστοποιηθέντα υπ΄ αρ. ……. χρηματικό κατάλογο με α/α 1 και ημερομηνία λήξης την 24-1-2013 της Ταμειακής Υπηρεσίας του καθ΄ ου (Δήμου Αγκιστρίου), αναγράφεται το ποσό των 488.691,06 ευρώ χωρίς να προκύπτει από ποια αιτία προέρχεται το υπολειπόμενο ποσό των 45.387,88 ευρώ, αν αυτό συνιστά νόμιμους τόκους, προσαυξήσεις, τόκους υπερημερίας ή έξοδα. Η προαναφερόμενη δε ασάφεια και αοριστία δεν αίρεται από το υπ΄ αρ. πρωτ. ……/8-8-2008 έγγραφο του ανακόπτοντος (Δήμου Αίγινας) που προσκομίζει και επικαλείται το καθ΄ ου (Δήμος Αγκιστρίου), που απευθύνεται προς το ίδιο [(πρώην) Κοινότητα Αγκιστρίου-Δήμο Αγκιστρίου], καθώς και την επισυναπτόμενη σ΄ αυτό αναλυτική κατάσταση, η οποία υπογράφεται από τον Πρόεδρο της (πρώην) Κοινότητας Αγκιστρίου-Δήμου Αγκιστρίου-καθ΄ ου, καθόσον στα έγγραφα αυτά αναγράφονται οι απόψεις των διαδίκων ως προς το ύψος του οφειλόμενου ποσού, και συγκεκριμένα κατά το ανακόπτον, κατά την 31-12-2005, όφειλε στο καθ΄ ου, σε ανοικτό λογαριασμό, 133.016,82 ευρώ, ενώ κατά το καθ΄ ου, το ποσό που του όφειλε το ανακόπτον ανερχόταν σε 488.691,06 ευρώ, χωρίς να διευκρινίζεται, όμως, εάν τα αναφερόμενα στο δεύτερο έγγραφο, μεταξύ άλλων, ποσά ΦΠΑ και Ν.Δ. 1068/1942, που συνιστούν επιμέρους ποσά του συνολικού ποσού των 488.691,06 ευρώ, συμφωνήθηκε να επιβαρύνουν, ή με ποιο άλλο νόμιμο τρόπο επιβαρύνουν, το ανακόπτον, κοινοποιώντας και το αντίστοιχο έγγραφο. Εξαιτίας των ως άνω παραλείψεων επήλθε δικονομική βλάβη του ανακόπτοντος – εφεσίβλητου, καθώς δεν έχει τη δυνατότητα να ελέγξει τη νομιμότητα, τη βασιμότητα και το πραγματικό ύψος της οφειλής του, ήτοι δεν δύναται να αμυνθεί αποτελεσματικά κατά του νομίμου τίτλου που την ενσωματώνει. Η εν λόγω δικονομική του βλάβη δεν μπορούσε να καλυφθεί με άλλον τρόπο, όπως με την προσκόμιση εγγράφων από το καθ΄ ου στο πρωτοβάθμιο ή δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, παρά μόνο με την ακύρωση των ως άνω αόριστων εγγράφων. Κατόπιν αυτών έπρεπε να γίνει δεκτός ο άνω λόγος ανακοπής και να ακυρωθεί η προσβαλλομένη υπ΄ αρ. …../24-12-2012 ατομική ειδοποίηση και ο προσβαλλόμενος δι΄ αυτής γνωστοποιηθείς χρηματικός κατάλογος της Ταμειακής Υπηρεσίας του καθ΄ ου (Δήμου Αγκιστρίου). Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια, δέχθηκε την ανακοπή και ακύρωσε α) την υπ΄ αρ. …../24-12-2012 ατομική ειδοποίηση και β) τον δι΄ αυτής γνωστοποιηθέντα υπ΄ αρ. ….. χρηματικό κατάλογο με α/α 1 και ημερομηνία λήξης την 24-1-2013 της Ταμειακής Υπηρεσίας του Δήμου Αγκιστρίου, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και επίσης ορθά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ΄ αυτές πραγματικά περιστατικά και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τους σχετικούς λόγους της εφέσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος εφέσεως προς έρευνα, πρέπει η ένδικη έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί το εκκαλούν, λόγω της ήττας του, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του οικείου αιτήματος του τελευταίου (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), μειωμένων όμως κατ΄ άρθρο 22 παρ. 1 του Ν. 3693/1957, σε συνδυασμό με το άρθρο 276 παρ. 1 του Ν. 3463/2006 «Κύρωση του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων», όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας. Σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, εκείνος που ασκεί το ένδικο μέσο της εφέσεως, κατά αποφάσεως Μονομελούς Πρωτοδικείου, υποχρεούται να καταθέσει παράβολο ποσού εκατό (100) ευρώ, το οποίο επισυνάπτεται στην έκθεση που συντάσσει ο Γραμματέας, διαφορετικά (σε περίπτωση, δηλαδή, μη κατάθεσης του αντίστοιχου παραβόλου) το ένδικο μέσο απορρίπτεται από το Δικαστήριο ως απαράδεκτο. Τα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, όμως, όπως στην προκειμένη περίπτωση το εκκαλούν, κατά το άρθρο 28 παρ. 4 του Ν. 2579/1998 απαλλάσσονται, όπως και το Ελληνικό Δημόσιο κατά το άρθρο 19 του Ν.Δ. της 26-6/10-7-1944 «Περί Κωδικός των Νόμων περί Δικών του Δημοσίου», σε συνδυασμό, ως προς το εκκαλούν, και με το άρθρο 276 παρ. 1 του Ν. 3463/2006, της σχετικής υποχρεώσεως για κατάθεση παραβόλου εφέσεως, κατ΄ άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ. Στην προκειμένη περίπτωση το εκκαλούν, αν και δεν υποχρεούταν, από προφανή παραδρομή, κατέθεσε, για το παραδεκτό της ασκηθείσας απ΄ αυτό ένδικης εφέσεως, παράβολο ποσού 100 ευρώ, όπως προκύπτει από τη βεβαίωση της αρμόδιας Γραμματέως στη συνταχθείσα απ΄ αυτήν σχετική έκθεση κατάθεσης του ένδικου αυτού μέσου, και επομένως πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του σ΄ αυτό (πρβλ. ΑΠ 504/2017, ΑΠ 609/2016, ΑΠ 2061/2014, ΑΠ 1125/2013, ΕφΛαρ 269/2016), όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ ουσίαν την από 24-9-2020 (αρ. καταθ. …../2020) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 2686/2020 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία).

Καταδικάζει το εκκαλούν στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των 300 ευρώ.

Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου ποσού 100 ευρώ, που κατατέθηκε με το e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ …./2020, ποσού 100 ευρώ και είδους παραβόλου: e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ, στο εκκαλούν.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, την 6η Ιουλίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ