Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 414/2022

Αριθμός 414/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 4ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

Α. ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1. Ελληνικού Δημοσίου, όπως νομίμως εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, 2. Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), όπως νόμιμα εκπροσωπείται από τον Διοικητή της και εν προκειμένω και από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Α΄ Πειραιά, οι οποίοι αμφότεροι, εκπροσωπήθηκαν από την Δικαστική Πληρεξούσια Ν.Σ.Κ. Δέσποινα Ντουρντουρέκα (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).

Α. ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1. Ανώνυμης εταιρείας …………….., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της Δικηγόρο Δημήτριο Παυλή (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).  2. Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ)», ως καθολικού διαδόχου του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «ΙΚΑ-ΕΤΑΜ» που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα και εν προκειμένω και από το Περιφερειακό Κ.Ε.Α.Ο. Πειραιά, το οποίο εδρεύει στον Πειραιά, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του Δικηγόρο Ιφιγένεια Μάνθου (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).

Β. ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Ηλεκτρονικός Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (e-Ε.Φ.Κ.Α.)», πρώην με την επωνυμία «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α.)», που εδρεύει στην Αθήνα, νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Διοικητή του και εν προκειμένω και από τον Διευθυντή του e-Ε.Φ.Κ.Α. -Περιφερειακού Κ.Ε.Α.Ο. Πειραιά- ως οιονεί καθολικού διαδόχου, του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ – ΕΝΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΜΙΣΘΩΤΩΝ» (Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ.), το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του Δικηγόρο Ιφιγένεια Μάνθου (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).

Β. ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης εταιρείας ……………., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της Δικηγόρο Δημήτριο Παυλή (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).

Οι Α εκκαλούντες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 14-6-2019 (αρ. κατ. ……/2019) ανακοπή. Το Β εκκαλούν άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 10-6-2019 (αρ. καταθ. …../2019) ανακοπή. Επί των ανακοπών αυτών, που συνεκδικάσθηκαν, εκδόθηκε η υπ΄ αρ. 2941/2020 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου που απέρριψε αυτές (ανακοπές).

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου οι ανακόπτοντες της από 14-6-2019 (αρ. κατ. …./2019) ανακοπής, ήδη Α εκκαλούντες, με την από 1-10-2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2020) έφεσή τους, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς ………../2020) αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Επίσης την ως άνω απόφαση προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου το ανακόπτον της από 10-6-2019 (αρ. καταθ. ……../2019) ανακοπής, ήδη Β εκκαλούν, με την από 16-10-2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2020) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς ………../2021) αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Η  Δικαστική Πληρεξουσία Νομικού Συμβουλίου του Κράτους των Α εκκαλούντων και οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των λοιπών διαδίκων, που παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ενώπιον του Δικαστηρί­ου τούτου εκκρεμούν οι 1) από 1-10-2020 (αρ. καταθ. …./2020) και 2) από 16-10-2020 (αρ. καταθ. …../2020) εφέσεις κατά της υπ΄ αρ. 2941/2020 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Διαδικασία Μισθωτικών Διαφορών). Οι εφέσεις αυτές, πρέπει να συνεκδικασθούν, καθόσον είναι συναφείς, υπάγονται στην ίδια διαδικασία και κατά την κρίση του Δικαστηρίου διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης (άρθρα 31 παρ. 3, 246 και 524 του ΚΠολΔ).

Από τις διατάξεις των άρθρων 972 παρ. 1 και 974 έως 979 του ΚΠολΔ [όπως η παράγραφος 1 του άρθρου 972, τα άρθρα 975, 977 και 978 και η παράγραφος 2 του άρθρου 979 ίσχυαν πριν αντικατασταθούν με το άρθρο όγδοο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α 87) και  εφαρμόζονται εν προκειμένω, δεδομένου ότι η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργήθηκε πριν την 1-1-2016 (παράγραφος 3 άρθρου ένατου του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015)], προκύπτει ότι με την ανακοπή που ασκείται κατά του πίνακα κατάταξης προβάλλονται αιτιάσεις που αφορούν στην ορθότητα του πίνακα κατάταξης, που μπορούν να στηρίζονται είτε στο ουσιαστικό δίκαιο, αναγόμενες στη γένεση ή την ύπαρξη της απαίτησης του καθ΄ ου η ανακοπή η οποία έχει αναγγελθεί, είτε στο δικονομικό δίκαιο και να αναφέρεται στον προνομιούχο χαρακτήρα και την τάξη της κατάταξης. Έννομο συμφέρον, για άσκηση ανακοπής κατά πίνακα κατάταξης, έχει όποιος αμφισβητεί την ύπαρξη της απαίτησης εκείνου, κατά του οποίου στρέφει την ανακοπή του, ή προβάλλει ότι προηγείται του τελευταίου, που κατετάγη στον πίνακα, και επιδιώκει την αποβολή του και την κατάταξη στη θέση του, στρέφεται δε κατά των δανειστών των οποίων προσβάλλεται η κατάταξη. Το Δικαστήριο, που δικάζει την ανακοπή, περιορίζεται μέσα στα όρια του αιτήματος αυτής και ερευνά την προσβαλλόμενη απαίτηση και την κατάταξη του καθ΄ ου η ανακοπή, δεδομένου δε ότι η διαδικασία της κατάταξης είναι ενιαία, όχι όμως και αδιαίρετη, η ισχύς και το δεδικασμένο της αποφάσεως περιορίζεται μεταξύ των διαδίκων και δεν επιδρά στους μη μετασχόντες της δίκης άλλους δανειστές. Εάν ευδοκιμήσει η ανακοπή, στο αποδεσμευόμενο ποσό θα καταταγεί ο ανακόπτων, χωρίς να ωφελείται άλλος δανειστής που δεν άσκησε ανακοπή (ΑΠ 1229/2008). Κατά συνέπεια όταν ασκείται ανακοπή κατά πλειόνων αναγγελθέντων και καταταγέντων δανειστών, η οποία εν τοις πράγμασι αποτελεί υποκειμενική σώρευση ανακοπών με την μορφή της παθητικής ομοδικίας (άρθρο 74 περ. 1 του ΚΠολΔ), έναντι των οποίων προβάλλεται το υπαρκτό και η προνομιακή κατάταξη της απαίτησης του ανακόπτοντος, οι τελευταίοι, ως καθ΄ ων η ανακοπή, συνδέονται με τον δεσμό της απλής ομοδικίας (άρθρο 74 περ. 2 του ΚΠολΔ) και τούτο για τον λόγο ότι το υπαρκτό της απαίτησης του ανακόπτοντος και ο προνομιακός της χαρακτήρας κατά την κατάταξη συγκρίνεται ως προς καθένα από τους καθ΄ ων, χωρίς να επηρεάζονται από αυτό οι μεταξύ τους σχέσεις αναφορικά με το ποσό της κατάταξης, δοθέντος ότι, όπως προαναφέρθηκε, στο αποδεσμευόμενο ποσό θα καταταγεί μόνο ο ανακόπτων, χωρίς να ωφελούνται οι καθ΄ ων, ώστε να παρίσταται ανάγκη σύγκρισης μεταξύ τους ως προς τις απαιτήσεις τους για τις οποίες αναγγέλθηκαν και κατατάχθηκαν (ΑΠ 2117/2014). Στην περίπτωση κατά την οποία περισσότεροι του ενός μη καταταγέντες δανειστές βάλλουν με συνεκδικαζόμενες ανακοπές κατά της κατάταξης του ίδιου δανειστή για την αποβολή του, θα υπολογισθούν οι απαιτήσεις των περισσοτέρων ανακοπτόντων, και αν η απαίτηση του αποβαλλόμενου δανειστή δεν καλύπτει το σύνολο των απαιτήσεων των ανακοπτόντων που νικούν, θα γίνει σύγκριση μεταξύ των τελευταίων από το Δικαστήριο και προτίμηση των δανειστών εκείνων που έχουν ισχυρότερο προνόμιο ή ανάλογη μεταξύ των ισοβάθμων κατάταξη. Στο πλαίσιο της εν λόγω συνεκδικάσεως των περισσοτέρων ανακοπών και της επιβαλλόμενης κατά τα ανωτέρω συγκρίσεως των απαιτήσεων των ανακοπτόντων, οι οποίες δεν ικανοποιούνται πλήρως με την  αποβολή του καθ΄ ου η ανακοπή δανειστή, διαμορφώνεται επιγενομένη αναγκαστική ομοδικία μεταξύ των περισσοτέρων ανακοπτόντων (άρθρο 76 παρ. 1 περ. δ του ΚΠολΔ) διότι η από την ακύρωση της κατατάξεως του καθ΄ ου κατάταξή τους επιδέχεται μόνο ενιαία ρύθμιση (ΑΠ 189/2016, ΑΠ 175/2011, ΑΠ 1229/2008 ΝΟΜΟΣ), αφού για την ύπαρξη ή την ανυπαρξία της απαίτησης, η κατάταξη της οποίας προσβάλλεται, δεν είναι λογικό να εκδοθούν αντίθετες αποφάσεις, υπάρχει δε, όπως αναφέρθηκε, και ανάγκη αντιπαραβολής και σύγκρισης των απαιτήσεων των περισσότερων ανακοπτόντων μεταξύ τους και με τις απαιτήσεις των περισσότερων από τους καθ΄ ων οι ανακοπές (ΑΠ 1226/2006, ΕφΠειρ 229/2020). Στην προκειμένη περίπτωση, η κρινόμενη από 1-10-2020 (αρ. καταθ. …../2020) έφεση, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου αυτής, του ηττηθέντος ανακόπτοντος, ήδη εκκαλούντος, Ελληνικού Δημοσίου, όπως νόμιμα εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών, και ήδη από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, όπως νόμιμα εκπροσωπείται από τον Διοικητή αυτής και στην προκειμένη περίπτωση και από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Α΄ Πειραιά, κατά της ως άνω υπ΄ αρ. 2941/2020 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των μισθωτικών διαφορών κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων, αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011), στρεφομένη, παραδεκτώς σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, κατά των δύο καθ΄ ων η ανακοπή, ήδη εφεσιβλήτων. Περαιτέρω, η έφεση έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 533 παρ. 1 και 591 παρ. 7 του ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι για το παραδεκτό της εφέσεως δεν απαιτείται η κατάθεση από το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο του προβλεπόμενου από το άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ παραβόλου (άρθρο 19 παρ. 1 του Διατάγματος της 26-6/10-7-1944 «Περί κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου»).

Η κρινόμενη από 16-10-2020 (αρ. καταθ. ……/2020) έφεση του ανακόπτοντος [Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ)», και ήδη «Ηλεκτρονικός Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (e-ΕΦΚΑ)», ως οιονεί καθολικός διάδοχος του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ-ΕΝΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΜΙΣΘΩΤΩΝ (ΙΚΑ-ΕΤΑΜ)»] κατά της υπ΄ αρ. 2941/2020 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των μισθωτικών διαφορών, αντιμωλία των διαδίκων, αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011), στρεφομένη, παραδεκτώς σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, κατά της καθ΄ ης η ανακοπή, ήδη εφεσίβλητης. Περαιτέρω, η έφεση έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, (άρθρα 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι για το παραδεκτό της ένδικης εφέσεως το εκκαλούν, κατ΄ άρθρο 62 παρ. 3 περ. Θ΄ του Ν. 4387/2016, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 31 του Ν. 4445/2016, σε συνδυασμό με το άρθρο 19 παρ. 1 του ως άνω Διατάγματος της 26-6/10-7-1944 «Περί κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου», δεν υποχρεούται σε κατάθεση παραβόλου εφέσεως (άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ).

Με την από 14-6-2019 (αρ. καταθ. ……/2019) ανακοπή, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου αυτής, το Ελληνικό Δημόσιο, όπως νόμιμα εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών, και ήδη από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, όπως νόμιμα εκπροσωπείται από τον Διοικητή αυτής και στην προκειμένη περίπτωση και από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Α΄ Πειραιά, ήδη εκκαλούν με την από 1-10-2020 (αρ. καταθ. ……/2020) έφεση, ισχυρίσθηκε ότι με επίσπευση της πρώτης των καθ΄ ων, ήδη πρώτης των εφεσιβλήτων, σε εκτέλεση του πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ΄ αρ. ……./2015 διαταγής απόδοσης χρήσης μισθίου και πληρωμής μισθωμάτων του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και δυνάμει της αναφερόμενης έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης κινητών του Δικαστικού Επιμελητή εκπλειστηριάσθηκαν, την 25-1-2017, τα κινητά πράγματα ιδιοκτησίας του οφειλέτη ………., ατομικά, αλλά και λόγω της ιδιότητάς του ως ομορρύθμου εταίρου της οφειλέτριάς του ομόρρυθμης εταιρείας με το αναφερόμενο Α.Φ.Μ., αντί επιτευχθέντος πλειστηριάσματος ποσού 15.404 ευρώ. Ότι το ίδιο (ανακόπτον), δια του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Α΄ Πειραιά, με την υπ΄ αρ. πρωτ. …/3/18-1-2017 αναγγελία του προς τον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο, Συμβολαιογράφο Πειραιά ………., μη διάδικο στην παρούσα δίκη, μετά του συνημμένου σ΄ αυτήν πίνακα χρεών, ανήγγειλε εμπρόθεσμα, ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις του κατά του καθ΄ ου η εκτέλεση, μέχρι την ημέρα του πλειστηριασμού, συνολικού ποσού 31.561,84 ευρώ, για κεφάλαιο και προσαυξήσεις και συγκεκριμένα για «ΧΡΕΩΣΤΙΚΕΣ ΔΗΛΩΣΕΙΣ ΦΠΑ», «ΕΙΣΟΔΗΜΑ Φ.Π. & ΕΙΔ. ΕΙΣΦ.», «Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε./Ε.Ε.Τ.Α.»,  «ΠΡΟΣΤΙΜΟ Φ.Π.Α.», «ΕΙΣΟΔΗΜΑ Ν.Π.  ΠΡΟΣΩΡ.ΒΕ», «ΕΙΣΦΟΡΕΣ & ΤΕΛΟΣ ΕΠΙΤΗΔ/Τ» και «ΔΗΛ. ΦΟΡΟΥ ΕΙΣΟΔ. Ν.Π. (αρθ), μέρος των οποίων, ποσού 11.301,33 ευρώ, αφορούσε απαιτήσεις από Φ.Π.Α., όπως λεπτομερώς αναφέρεται σ΄ αυτή (ανακοπή) με τη συνημμένη αναγγελία και το συνημμένο πίνακα χρεών, ζήτησε δε την προνομιακή και οριστική κατάταξή του. Ότι στον προσβαλλόμενο υπ΄ αρ. ……/21-5-2019 πίνακα κατάταξης δανειστών που συντάχθηκε από τον ως άνω επί του πλειστηριασμού υπάλληλο, καθόσον το πλειστηρίασμα δεν επαρκούσε για την πλήρη ικανοποίηση της επισπεύδουσας και των αναγγελθέντων δανειστών του ως άνω οφειλέτη, αφού προαφαιρέθηκαν τα έξοδα της εκτέλεσης, που υπολογίσθηκαν στο συνολικό ποσό των 2.245,36 ευρώ, στο εναπομείναν προς διανομή πλειστηρίασμα, ποσού 13.158,64 ευρώ, κατετάγησαν το δεύτερο των καθ΄ ων, ήδη δεύτερο των εφεσιβλήτων, προνομιακά και οριστικά (ως γενικός προνομιούχος δανειστής 3ης τάξης) για το ποσό των 4.386,21 ευρώ στο 1/3 του διανεμητέου εκπλειστηριάσματος και η πρώτη των καθ΄ ων, ήδη πρώτη των εφεσιβλήτων, προνομιακά και υπό την αίρεση της τελεσιδικίας της απαίτησής της για το ποσό των 8.772,43 ευρώ, ήτοι στο 2/3 του εναπομείναντος εκπλειστηριάσματος. Με βάση τα ανωτέρω, το Ελληνικό Δημόσιο ζήτησε, επικαλούμενο έννομο συμφέρον υπό την ιδιότητα του αναγγελθέντος δανειστή, να μεταρρυθμιστεί ο προσβαλλόμενος πίνακας κατάταξης, ώστε να καταταγεί αυτό για το ως άνω ποσό των 11.301,33 ευρώ, προνομιακά και οριστικά, σε πλήρη και ολοσχερή εξόφληση των αναγγελθεισών απαιτήσεών του από Φ.Π.Α., με ταυτόχρονη και ισόποση αποβολή των καθ΄ ων η ανακοπή και συγκεκριμένα της πρώτης των καθ΄ ων από το ποσό των 7.534,22 ευρώ και του δεύτερου των καθ΄ ων από το ποσό των 3.767,11 ευρώ. Τέλος, ζήτησε να καταδικασθούν οι καθ΄ ων η ανακοπή στην πληρωμή των δικαστικών του εξόδων.

Με την από 10-6-2019 (αρ. καταθ. …../2019) ανακοπή, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου αυτής, το Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ)», και ήδη «Ηλεκτρονικός Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (e-ΕΦΚΑ)», ως οιονεί καθολικός διάδοχος του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ-ΕΝΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΜΙΣΘΩΤΩΝ (ΙΚΑ-ΕΤΑΜ)», ήδη εκκαλούν με την από 16-10-2020 (αρ. καταθ. ……./2020) έφεση, ισχυρίσθηκε ότι με επίσπευση της καθ΄ ης, ήδη  εφεσίβλητης, σε εκτέλεση του πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ΄ αρ. …../2015 διαταγής απόδοσης χρήσης μισθίου και πληρωμής μισθωμάτων του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και δυνάμει της αναφερόμενης έκθεσης αναγκαστικού πλειστηριασμού εκπλειστηριάσθηκαν, την 25-1-2017, τα κινητά πράγματα ιδιοκτησίας του οφειλέτη ……….., αφενός ατομικά και αφετέρου υπό την ιδιότητά του ως ομόρρυθμος εταίρος της οφειλέτριάς του αναφερόμενης ομόρρυθμης εταιρείας, αντί επιτευχθέντος πλειστηριάσματος ποσού 15.404 ευρώ. Ότι το ίδιο (ανακόπτον), με την υπ΄ αρ. πρωτ. …/1-2-2017, αριθ. αναγγ. …, αναγγελία του Διευθυντή του Περιφερειακού Κ.Ε.Α.Ο. Πειραιά του ΕΦΚΑ, προς τον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο, Συμβολαιογράφο Πειραιά ………., μη διάδικο στην παρούσα δίκη, αναγγέλθηκε, κατ΄ άρθρο 55 του ΚΕΔΕ, για ληξιπρόθεσμες και προνομιακές απαιτήσεις ποσού 2.944,45 ευρώ και συγκεκριμένα οφειλόµενες ασφαλιστικές εισφορές χρονικού διαστήµατος από 1-9-2012 έως 30-6-2013 της εταιρείας με την επωνυμία «………….», για τις οποίες ευθύνεται προσωπικά ο ανωτέρω ως οµόρρυθµος εταίρος αυτής. Επιπροσθέτως, ότι και με την υπ΄ αρ. πρωτ. …./1-2-2017, αριθ. αναγγ. ……., αναγγελία του Διευθυντή του Περιφερειακού Κ.Ε.Α.Ο. Πειραιά του ΕΦΚΑ, προς τον ίδιο επί του πλειστηριασμού υπάλληλο, Συμβολαιογράφο Πειραιά ……….., αναγγέλθηκε (το ανακόπτον), κατ΄ άρθρο 55 του ΚΕΔΕ, για ληξιπρόθεσμες και προνομιακές απαιτήσεις ποσού 16.369,08 ευρώ και συγκεκριμένα οφειλόµενες ασφαλιστικές εισφορές χρονικού διαστήµατος από 1-8-2010 έως 31-12-2014 του ως άνω οφειλέτη  ……………, ήτοι συνολικά ποσού 19.313,53 ευρώ. Ότι στον προσβαλλόμενο υπ΄ αρ. ……/21-5-2019 πίνακα κατάταξης δανειστών που συντάχθηκε από τον ως άνω επί του πλειστηριασμού υπάλληλο, καθόσον το πλειστηρίασμα δεν επαρκούσε για την πλήρη ικανοποίηση της επισπεύδουσας και των αναγγελθέντων δανειστών του ως άνω οφειλέτη, αφού προαφαιρέθηκαν τα έξοδα της εκτέλεσης, που υπολογίσθηκαν στο συνολικό ποσό των 2.245,36 ευρώ, στο εναπομείναν προς διανομή πλειστηρίασμα, ποσού 13.158,64 ευρώ, κατετάγησαν το ίδιο (ανακόπτον), ήδη εκκαλούν, προνομιακά και οριστικά στο 1/3 του διανεμητέου εκπλειστηριάσματος, ήτοι στο ποσό των 4.386,21 ευρώ και η καθ΄ ης, ήδη εφεσίβλητη, προνομιακά και υπό την αίρεση της τελεσιδικίας της απαίτησής της στα 2/3 του διανεμητέου εκπλειστηριάσματος, ήτοι στο ποσό των 8.772,43 ευρώ, σε μερική εξόφληση της επιταχθείσας ενεχυρούχου απαιτήσεώς της, συνολικού ποσού 105.217,60 ευρώ, λαμβανουμένου υπόψη ότι πρόκειται για απαίτηση από καθυστερούμενα μισθώματα, η οποία υπάγεται στο προνόμιο της περ. 2 του άρθρου 976 του ΚΠολΔ, δεδομένου ότι, κατ΄ άρθρο 604 του ΑΚ, ο εκμσθωτής, σε περίπτωση μη καταβολής των μισθωμάτων, έχει νόμιμο ενέχυρο επί των εισκομισθέντων στο μίσθιο κινητών πραγμάτων. Ότι µη νόµιµα κατετάγη η καθ΄ ης η ανακοπή στο ποσό των 8.772,43 ευρώ, καθόσον η απαίτησή του (ανακόπτοντος) εξοπλιζόταν µε προνόµιο εκ του άρθρο 975 του ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε µε το άρθρο 56 του Ν. 3994/2011 και 19 παρ. 10 του Ν. 4055/2012 και ισχύει εν προκειµένω βάσει του οποίου η διαίρεση του πλειστηριάσµατος σε ποσοστά κατά το άρθρο 977 του ΚΠολΔ, γίνεται µετά την ικανοποίηση των απαιτήσεων της τάξης αυτής. Δεδοµένου δε, ότι κατά τη σύνταξη του προσβαλλόµενου πίνακα ο επί του πλειστηριασµού υπάλληλος εφάρµοσε τις διατάξεις των άρθρων 975, 976 και 977 του ΚΠολΔ, όπως αυτές ίσχυαν πριν την τροποποίησή τους µε τις διατάξεις του Ν. 4335/2015 αφού η επιταγή προς εκτέλεση επιδόθηκε πριν την 1-1-2016, όφειλε οµοίως να εφαρµοστεί το άρθρο 975 του ΚΠολΔ αναφορικά και µε το προνόµιό του, ως ίσχυε µετά την τροποποίησή του µε το άρθρο 56 του Ν. 3994/2011 και 19 παρ. 10 του Ν. 4055/2012 και να καταταγεί το ίδιο (ανακόπτον) για τις άνω απαιτήσεις του πριν την διανοµή του πλειστηριάσµατος σε ένα τρίτο και δύο τρίτα. Με βάση τα ανωτέρω, το ανακόπτον ζήτησε, επικαλούμενο έννομο συμφέρον υπό την ιδιότητα του αναγγελθέντος δανειστή, να μεταρρυθμιστεί ο προσβαλλόμενος πίνακας κατάταξης, ώστε να καταταγεί αυτό για το ως άνω ποσό των 8.772,43 ευρώ, προνομιακά και οριστικά, σε μερική εξόφληση των αναγγελθεισών απαιτήσεών του από ασφαλιστικές εισφορές, με ταυτόχρονη και ισόποση αποβολή της καθ΄ ης η ανακοπή. Τέλος, ζήτησε να καταδικασθεί η καθ΄ ης η ανακοπή στην πληρωμή των δικαστικών του εξόδων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ΄ αρ. 2941/2020 οριστική απόφασή του, αφού συνεκδίκασε τις ένδικες ανακοπές, έκρινε ότι αυτές είναι ορισμένες, αναφορικά όμως με το μοναδικό λόγο τους (ανακοπών), έκρινε ότι πρέπει να απορριφθούν ως μη νόμιμες, με την αιτιολογία ότι ο χαρακτηρισμός των προνομίων ως ύλης του δικονομικού δικαίου, επιβάλλει να κρίνεται η ύπαρξη και η έκτασή τους µε βάση το δίκαιο που ισχύει όταν συντάσσεται ο πίνακας κατάταξης. Κατόπιν, απέρριψε την από 14-6-2019 (αρ. καταθ. …./2019) ανακοπή στο σύνολό της, συμψήφισε τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων, απέρριψε την από 10-6-2019 (αρ. καταθ. …../2019) ανακοπή και συμψήφισε τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται με τις προαναφερόμενες εφέσεις οι ηττηθέντες διάδικοι και με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτές (εφέσεις) αντίστοιχα λόγους, οι οποίοι κατά τη συνολική τους εκτίμηση ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ζητούν 1) με την από 1-10-2020 (αρ. καταθ. …./2020) έφεση το ηττηθέν ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση και να γίνει δεκτή καθ΄ ολοκληρία η από 14-6-2019 (αρ. καταθ. …../2019) ανακοπή του και 2) με την από 16-10-2020 (αρ. καταθ. …../2020) έφεση το ηττηθέν ανακόπτον, ΝΠΔΔ, να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση και να γίνει δεκτή στο σύνολό της η από 10-6-2019 (αρ. καταθ. …./2019) ανακοπή του, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα σ΄ αυτήν (έφεση).

Οι νόμοι που ρυθμίζουν τη συνδρομή των δανειστών στη διαδικασία της κατάταξης δεν αφορούν, κυρίως τα ίδια τα δικαιώματα, αλλά κανονίζουν τον τρόπο της ενάσκησής τους επί της ομάδας περιουσίας που υπάρχει σε ορισμένο χρόνο. Επομένως και τα καθιερούμενα από τους νόμους αυτούς προνόμια κρίνονται όχι σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο της γένεσης του δικαιώματος ή της έναρξης της αναγκαστικής εκτέλεσης, αλλά σύμφωνα με αυτόν που ισχύει κατά το χρόνο της κατάταξης, αφού η λόγω του προνομίου προτίμηση δεν αποτελεί στοιχείο της απαίτησης, αλλά αφορά τη σχέση των απαιτήσεων μεταξύ τους, λόγω της συνδρομής περισσοτέρων δανειστών. Το αντίθετο δεν συνάγεται από τη διάταξη του άρθρου 50 παρ. 1 του ΕισΝΚΠολΔ που ορίζει, ότι οι σχετικές με την αναγκαστική εκτέλεση διατάξεις του ΚΠολΔ εφαρμόζονται στις εκτελέσεις που αρχίζουν από την εισαγωγή του και ότι η αναγκαστική εκτέλεση θεωρείται ότι άρχισε από την επίδοση της επιταγής, γιατί η διάταξη αυτή δεν εισάγει γενικό κανόνα διαχρονικού δικαίου για όλες τις πράξεις της αναγκαστικής εκτέλεσης, αλλά ρυθμίζει ειδικώς την εφαρμογή του ΚΠολΔ σε θέματα αναγκαστικής εκτέλεσης σε σχέση προς το προγενέστερο αυτού δικονομικό δίκαιο (ΟλΑΠ 21/1994, ΑΠ 1056/2020, ΑΠ 1441/2017, ΑΠ 1404/2007, ΑΠ 1340/2004). Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου ένατου παρ. 3 του Ν. 4335/2015 «Μεταβατικές και άλλες διατάξεις» ορίζεται ότι οι διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση εφαρμόζονται όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά την 1-1-2016. Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 43 του Ν. 4715/2020 «Ρυθμίσεις για τη διασφάλιση της πρόσβασης σε ποιοτικές υπηρεσίες υγείας κλπ», το οποίο φέρει τον τίτλο «Ερμηνευτική διάταξη ως προς τον χρόνο εφαρμογής των νόμων 4335/2015 και 4336/2015 σε εκκρεμείς διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης και ήδη κηρυχθείσες πτωχεύσεις» ορίζεται, μεταξύ άλλων, στο εδ. α΄ αυτού ότι κατά την αληθή τους έννοια οι διατάξεις του άρθρου ογδόου του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (δηλαδή οι τροποποιήσεις που επέφερε ο νόμος αυτός στο δίκαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης) δεν έχουν εφαρμογή σε διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης που βρίσκονταν ήδη σε εξέλιξη και σε πτωχεύσεις που είχαν ήδη κηρυχθεί μέχρι την έναρξη ισχύος του παραπάνω νόμου, στο δε εδ. β΄ ότι για την κατάταξη των πιστωτών στην παραπάνω περίπτωση λαμβάνεται υπόψη το δίκαιο που ίσχυε κατά τον χρόνο επίδοσης της επιταγής προς εκτέλεση και της υποβολής της αίτησης για την κήρυξη της πτώχευσης. Σύμφωνα με την ως άνω διάταξη του άρθρου 43 του Ν. 4715/2020, που είναι γνήσια ερμηνευτική και ως εκ τούτου έχει αναδρομική δύναμη, το προϊσχύσαν δίκαιο θα εφαρμόζεται σε όλα τα ζητήματα αναγκαστικής εκτέλεσης, περιλαμβανομένου και του ζητήματος της κατάταξης των δανειστών στο σχετικό πίνακα, όταν η επιταγή με βάση την οποία άρχισε η εκτέλεση, είχε επιδοθεί πριν την 1-1-2016. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι η ως άνω σαφής βούληση του νομοθέτη αναφέρεται μόνο στο ως άνω συγκεκριμένο ζήτημα και δεν αναιρεί τα πιο πάνω γενικώς ισχύοντα για τα προνόμια, ενόψει της απόλυτης ειδικότητας της σχετικής ρύθμισης. Περαιτέρω, ως επιταγή νοείται εκείνη που στηρίζει την περαιτέρω κύρια εκτελεστική διαδικασία, η οποία αρχίζει με την επιβολή κατάσχεσης επί χρηματικών απαιτήσεων, όχι δε τυχόν προηγούμενες επιταγές, κατόπιν των οποίων δεν επακολούθησε κατάσχεση εντός έτους ή και άλλες περαιτέρω πράξεις της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, με αποτέλεσμα την αποδυνάμωση των δικονομικών τους συνεπειών (άρθρο 926 παρ. 2 του ΚΠολΔ), ή, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, εκείνες από τις οποίες εγκύρως παραιτήθηκε ο επισπεύδων (ΑΠ 1151/2021, ΕφΠατρ 32/2022). Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 979 παρ. 2 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 216 παρ. 1 και 217 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το δικόγραφο της ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία που αναφέρονται στα άρθρα 118 και 120 του ίδιου Κώδικα και τους λόγους αυτής, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στον καθ΄ ου να αμυνθεί και στο Δικαστήριο να ελέγξει τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της απαίτησης, καθώς και την ύπαρξη του προνομίου της. Ειδικότερα, η ανακοπή, ως εισαγωγικό δικόγραφο της περί την εκτέλεση δίκης, πρέπει να περιέχει ακριβή περιγραφή της απαίτησης, της οποίας ζητείται η κατάταξη και του προνομίου της, δηλαδή παράθεση των πραγματικών περιστατικών, τα οποία κατά νόμο θεμελιώνουν την ενεργητική νομιμοποίηση του ανακόπτοντος, αλλά και τη συγκεκριμένη έννομη σχέση από την οποία πηγάζει η απαίτησή του και το προνόμιό της. Η ελλιπής παράθεση των περιστατικών τούτων καθιστά την ανακοπή αόριστη και ως εκ τούτου απορριπτέα, η αοριστία δε αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί με τις προτάσεις ή με την αναφορά σε άλλα έγγραφα (ΑΠ 405/2020, ΑΠ 1281/2011). Επιπροσθέτως, κατά τη διάταξη του άρθρου 972 παρ. 1 του ΚΠολΔ, [όπως ίσχυε, όπως προαναφέρθηκε, πριν αντικατασταθεί η παράγραφος 1 με το άρθρο όγδοο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 και εφαρμόζεται εν προκειμένω, δεδομένου ότι η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργήθηκε πριν την 1-1-2016 (παράγραφος 3 άρθρου ένατου του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015), εφαρμόζεται δε και στην κατάσχεση ακινήτων (άρθρο 999 παρ. 5 του ΚΠολΔ, όπως το άρθρο αυτό ίσχυε πριν καταργηθεί με το άρθρο όγδοο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, και εφαρμόζεται εν προκειμένω, για τον προαναφερόμενο λόγο)], οι δανειστές εκείνου κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση έχουν το δικαίωμα να αναγγείλουν την απαίτησή τους με έγγραφη αναγγελία. Η αναγγελία, ως πράξη που αποσκοπεί στην παροχή έννομης προστασίας με τη μορφή της συμμετοχής του αναγγελλόμενου δανειστή στη διαδικασία διανομής του πλειστηριάσματος και στην ικανοποίηση της απαίτησής του απ΄ αυτό, αποτελεί διαδικαστική πράξη και αντίστοιχα το αναγγελτήριο έχει το χαρακτήρα δικογράφου κατά την έννοια του άρθρο 118 του ΚΠολΔ (ΑΠ 1349/2011). Ειδικότερα η αναγγελία αποτελεί την πρώτη επιθετική, εξώδικη διαδικαστική πράξη και το αρχικό δικόγραφο, με το οποίο εισάγεται στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, και συγκεκριμένα στη διαδικασία της κατάταξης, η απαίτηση του αναγγελλόμενου δανειστή. Στο περιεχόμενο του αναγγελτηρίου οφείλουν να απαντήσουν με τις παρατηρήσεις τους, κατά το άρθρο 974 του ΚΠολΔ, αλλά και την ανακοπή του άρθρου 979 του ΚΠολΔ, ο οφειλέτης, ο επισπεύδων και οι άλλοι δανειστές που αναγγέλθηκαν, με βάση δε το περιεχόμενο αυτό ο υπάλληλος του πλειστηριασμού και το Δικαστήριο της ανακοπής οφείλουν να προβούν στην κατάταξη ή στην απόρριψη της απαίτησης που αναγγέλθηκε. Συνεπώς, το αναγγελτήριο πρέπει να παρέχει στον μεν οφειλέτη και στους άλλους δανειστές τα απαραίτητα για την άμυνά τους στοιχεία, στον δε υπάλληλο του πλειστηριασμού τις προϋποθέσεις για να μπορεί να ελέγξει τη νομιμότητα και βασιμότητα της απαίτησης. Στις προϋποθέσεις αυτές συγκαταλέγεται και η ύπαρξη του τυχόν προνομίου της απαίτησης, τα πραγματικά περιστατικά του οποίου πρέπει να περιέχει το αναγγελτήριο, εκτός αν αυτά συμπίπτουν με εκείνα που στηρίζουν την απαίτηση. Για το σκοπό αυτό η αναγγελία πρέπει να περιέχει, πλην άλλων, και περιγραφή της απαίτησης του δανειστή που αναγγέλλεται, καθώς και του προνομίου της. Το δικόγραφο δε αυτής είναι άκυρο, σε συνδυασμό προς τη διάταξη του άρθρου 159 αρ. 3 του ΚΠολΔ, λόγω αοριστίας της αναφερόμενης σε αυτό απαίτησης και του προνομίου της, όταν η αοριστία, που αποτελεί παράβαση διάταξης που ρυθμίζει τον τύπο κάποιας διαδικαστικής πράξης, προκαλεί σ΄ αυτόν που την προτείνει βλάβη που δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας. Αυτό συμβαίνει μόνον όταν η περιγραφή της απαίτησης στο αναγγελτήριο, καθώς και του τυχόν προνομίου της, είναι τόσον ελλιπής, ώστε να μη μπορούν ο μεν οφειλέτης και οι λοιποί δανειστές να αντικρούσουν την αναγγελία κατά την άσκηση του δικαιώματος της υπεράσπισής τους κατά τα άρθρα 974 και 979 του ΚΠολΔ, ο δε υπάλληλος του πλειστηριασμού να ελέγξει τη βασιμότητα της απαίτησης και να προβεί στην κατάταξή της συγκριτικά και με τις λοιπές αναγγελλόμενες απαιτήσεις. Δεν είναι όμως αναγκαία η εξειδίκευση στο βαθμό που αυτή απαιτείται, κατά το άρθρο 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όταν πρόκειται για αγωγή η ανακοπή, διότι το αναγγελτήριο δεν αποτελεί προδικασία κύριας ή παρεμπίπτουσας αίτησης για παροχή δικαστικής προστασίας κατά την έννοια του άρθρου 111 του ΚΠολΔ (ΑΠ 119/2003, ΑΠ 387/2001, ΑΠ 1783/2001, ΑΠ 196/1999), αφού αφενός μεν η αναγκαστική εκτέλεση είναι διαδικασία και όχι δίκη, αφετέρου δε με την αναγγελία, το δικόγραφο της οποίας απλώς επιδίδεται στον υπάλληλο (Συμβολαιογράφο) του πλειστηριασμού, δεν γίνεται παράσταση ενώπιον δικαστικής αρχής, αλλά ανακοίνωση της σχετικής με την κατάταξή του βούλησης του αναγγελλόμενου δανειστή ενώπιον του υπαλλήλου του πλειστηριασμού. Αντίστοιχα αυτός δεν αποτελεί δικαστική αρχή ούτε ειδικό δικαιοδοτικό όργανο, αλλά ενεργεί ως βοηθητικό όργανο κατά τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, συντάσσοντας εν τέλει τον πίνακα κατάταξης των δανειστών στους οποίους θα διανεμηθεί το πλειστηρίασμα (άρθρο 974 του ΚΠολΔ), χωρίς όμως δεσμευτική διάγνωση των σχετικών απαιτήσεών τους, γι΄ αυτό και η κατάταξή τους υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο με την προβλεπόμενη στο άρθρο 979 του ΚΠολΔ ανακοπή κατά του πίνακα (ΟλΑΠ 1 και 2/2010, ΑΠ 1349/2011). Κατά συνέπεια, για την πληρότητα της περιγραφής της αναγγελλόμενης απαίτησης, αρκεί η μορφολογική εξατομίκευσή της ως προς το είδος και το προνόμιο κατάταξής της, μπορεί δε να συμπληρώνεται νομίμως από δημόσια έγγραφα (ή δικαστική απόφαση) που είναι εμπρόθεσμα, μέσα στη νόμιμη ως άνω προθεσμία, κατατεθειμένα στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, με τα οποία αναγνωρίζεται η απαίτηση του αναγγελόμενου δανειστή ή το προνόμιό του και το οποίο αναφέρεται στο αναγγελτήριο, και τα οποία είναι προσιτά σε όλους (ΑΠ 2068/2013, ΑΠ 1580/2013, ΑΠ 1087/2013, ΑΠ 545/2006). Επίσης, η συμπλήρωση του ελλιπούς και εκ τούτου αόριστου αναγγελτηρίου μπορεί να γίνει μόνο με νέο αναγγελτήριο μέσα στη νόμιμη προθεσμία (ΑΠ 1788/2002). Εάν ο αναγγελλόμενος δανειστής δεν ανταποκρίνεται στην επιβαλλομένη από τη διάταξη του άρθρου 972 του ΚΠολΔ υποχρέωσή του να καταθέσει μέσα στη νόμιμη προθεσμία στον υπάλληλο του πλειστηριασμού τα έγγραφα που αποδεικνύουν την απαίτηση και το τυχόν προνόμιο που την ασφαλίζει, αποκλείεται να τα καταθέσει μεταγενέστερα (άρθρο 151 του ΚΠολΔ) και μπορεί να καταταγεί τυχαία από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού. Η πάροδος όμως άπρακτης της προθεσμίας του άρθρου 972 του ΚΠολΔ, δεν επιφέρει έκπτωση από το δικαίωμα προσκομιδής των εγγράφων ενώπιον του Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης, το οποίο είναι υποχρεωμένο, να λάβει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλούνται και προσκομίζουν ενώπιόν του οι διάδικοι για την απόδειξη των ισχυρισμών τους, οι οποίοι ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 949/2011, ΑΠ 31/2010, ΑΠ 1340/2006, ΑΠ 472/2005). Επιπροσθέτως, από το ως άνω άρθρο 61 παρ. 1 του Ν.Δ. 356/1974 «Κώδικας Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων (ΚΕΔΕ)», καθώς και από το άρθρο 55 παρ. 1 εδ. α΄ και β΄ του ίδιου Κώδικα, που ορίζει ότι «Ο Διευθυντής οιουδήποτε Δημοσίου Ταμείου λαβών γνώσιν, είτε εκ κοινοποιήσεως του προγράμματος πλειστηριασμού, είτε καθ΄ οιονδήποτε άλλον τρόπον, επισπευδομένου πλειστηριασμού, υποχρεούται να αναγγείλη το Δημόσιον διά τα βεβαιωμένα εις το Ταμείον του χρέη του καθ΄ ου ο πλειστηριασμός, δι΄ αναγγελίας κοινοποιουμένης μόνον εις τον επί του πλειστηριασμού υπάλληλον και συνοδευομένης υπό πίνακος εμφαίνοντος τα ως άνω χρέη. Ο πίναξ ούτος περιλαμβάνει το ονοματεπώνυμον του οφειλέτου, το είδος, το ποσόν των χρεών, το οικονομικό έτος εις ο ανήκουν ως και την χρονολογίαν βεβαιώσεως τούτων, προς δε και μνείαν της δι΄ έκαστον των χρεών τούτων τυχόν υπαρχούσης ασφαλείας» σαφώς προκύπτει, ότι ο Διευθυντής του Δημόσιου Ταμείου, σε περίπτωση πλειστηριασμού που επισπεύδεται από τρίτο, υποχρεούται να αναγγείλει το Δημόσιο για βεβαιωμένα στο Ταμείο και ήδη Δ.Ο.Υ. χρέη του καθ΄ ου ο πλειστηριασμός, με αναγγελία που κοινοποιείται στον υπάλληλο του πλειστηριασμού και συνοδεύεται από πίνακα, στον οποίο εμφαίνονται τα χρέη. Ο πίνακας αυτός περιλαμβάνει το ονοματεπώνυμο του οφειλέτη, το είδος και το ποσό των χρεών, το οικονομικό έτος στο οποίο ανήκουν, τη χρονολογία της βεβαίωσής τους, καθώς και μνεία της τυχόν υπάρχουσας για κάθε χρέος ασφάλειας (ΑΠ 1087/2013). Σύμφωνα επίσης με τις ίδιες διατάξεις, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού οφείλει, με βάση τα αποστελλόμενα στοιχεία και χωρίς άλλη σύμπραξη του αναγγελλόμενου Διευθυντή του Δημόσιου Ταμείου να προβεί στην κατά νόμο κατάταξη του Δημοσίου. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό και με τις αναφερόμενες ανωτέρω, προκύπτει ότι για το ορισμένο των απαιτήσεων του ανακόπτοντος Ελληνικού Δημοσίου, αρκεί να προσδιορίζονται αυτές με βάση τα στοιχεία που είναι αναγκαία για την αναγγελία των ίδιων απαιτήσεων, μπορεί δε η περιγραφή της απαίτησης που περιέχεται στην αναγγελία του Δημοσίου να συμπληρωθεί νόμιμα από τον πίνακα ή άλλο δημόσιο έγγραφο που είναι κατατεθειμένο από αυτό ή άλλον στον υπάλληλο του πλειστηριασμού και είναι προσιτό σε όλους (ΑΠ 679/2016, ΑΠ 1353/2015, ΑΠ 575/2005, ΑΠ 1636/2002, ΑΠ 630/2002), ή σύμφωνα με τα προαναφερόμενα με νέο, εντός της νόμιμης προθεσμίας, αναγγελτήριο. Δεν είναι παραδεκτή η συμπλήρωση της αόριστης αναγγελίας με την προσκόμιση τέτοιων εγγράφων στο Δικαστήριο κατά τη συζήτηση της ανακοπής. Τούτο διότι, το δημόσιο, έχει μεν τη δυνατότητα να προσκομίσει στο Δικαστήριο κατά τη συζήτηση της ανακοπής και έγγραφα τα οποία δεν προσκόμισε εντός της νόμιμης προθεσμίας στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, μόνο, όμως, για την απόδειξη της απαίτησής του και του προνομίου της, η οποία, λόγω της μη προσκομιδής τούτων στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, κατατάχθηκε τυχαία, όχι για τη θεραπεία της αοριστίας της αναγγελίας (ΑΠ 519/2020). Επιπροσθέτως, κατά τη διάταξη του άρθρου 61 παρ. 1 του Ν.Δ. 356/1974 «Κώδικας Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων (ΚΕΔΕ)», όπως ίσχυε μετά την προσθήκη του δεύτερου εδαφίου με την παράγραφο 2 του άρθρου 33 του Ν. 4141/2013 (ΦΕΚ Α 81/5-4-2013), «Το Δημόσιον κατατάσσεται εν αναγκαστική εκτελέσει κινητού ή ακινήτου διά τας ληξιπρόθεσμους μέχρι της ημέρας του πλειστηριασμού απαιτήσεις αυτού εκ πάσης αιτίας, μετά των πάσης φύσεως προσαυξήσεων και τόκων και εν τη υπ΄ αριθ. 5 σειρά του άρθρου 975 του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας. Κατ΄ εξαίρεση, για τις ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις του από φόρο προστιθέμενης αξίας, με τις πάσης φύσεως προσαυξήσεις, το Δημόσιο κατατάσσεται στην υπ΄ αριθ. 2 σειρά του ίδιου άρθρου και πριν από την ικανοποίηση των απαιτήσεων του άρθρου 976 ΚΠολΔ. Διά τας μη ληξιπροθέσμους εκ πάσης αιτίας απαιτήσεις του, το Δημόσιον κατατάσσεται συμμέτρως μετά των λοιπών δανειστών. Ως ημέρα του πλειστηριασμού θεωρείται η ημέρα κατά την οποία διενεργήθηκε ο πλειστηριασμός, ανεξάρτητα από την ημέρα του πλειστηριασμού που ορίσθηκε αρχικά. 3. Αι μη ληξιπρόθεσμοι απαιτήσεις δι΄ ας κατετάγη το Δημόσιον, θεωρούνται ληξιπρόθεσμοι ως προς την διανομήν του πλειστηριάσματος και μόνον. 4. Άμεσοι φόροι νοούνται οι υπό του προϋπολογισμού του Κράτους χαρακτηριζόμενοι ως τοιούτοι. 5. Σε περίπτωση πτώχευσης οφειλέτη του, το Δημόσιο κατατάσσεται στη σειρά της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου για όλες τις απαιτήσεις του που γεννήθηκαν ή ανάγονται σε χρόνο πριν από την πτώχευση, ανεξαρτήτως του χρόνου βεβαίωσής τους». Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι με τη νέα νομοθετική ρύθμιση προβλέπεται ειδικά για τις ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις του Δημοσίου από Φ.Π.Α. η αναβάθμιση της προνομιακής κατάταξης του Δημοσίου στη δεύτερη σειρά του άρθρου 975 του ΚΠολΔ (γενικά προνόμια) και η ικανοποίηση αυτών πριν από την ικανοποίηση των απαιτήσεων του άρθρου 976 (ειδικά προνόμια), κατά παρέκκλιση των προβλεπόμενων στην παράγραφο 1 του άρθρου 977 του ΚΠολΔ (συρροή γενικών και ειδικών προνομίων), ενώ οι λοιπές ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις του εξακολουθούν να ικανοποιούνται στην πέμπτη σειρά. Η ανωτέρω νομοθετική ρύθμιση, με την οποία αναβιβάσθηκε το προνόμιο του Δημοσίου μόνο για τις ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις του από Φ.Π.Α., όχι όμως και από άλλες αιτίες, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του Ν. 4141/2013 θεωρήθηκε αναγκαία, καθόσον κρίθηκε ότι παρά τις μεγάλες δημοσιονομικές ανάγκες της χώρας, η ικανοποίηση των απαιτήσεων του Δημοσίου κατά τη ρευστοποίηση των περιουσιακών στοιχείων των οφειλετών του, ιδίως κατά τα τελευταία χρόνια κινείται σε πολύ χαμηλά επίπεδα, διότι προηγούντο της κατατάξεως των απαιτήσεων του Δημοσίου απαιτήσεις άλλων πιστωτών με ισχυρότερο προνόμιο, όπως ασφαλιστικών ταμείων, Δικηγόρων, εργαζομένων, ενυποθήκων κ.λ.π. (ΑΠ 1056/2020). Περαιτέρω, η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 61 του Ν.Δ. 356/26-3-1974, όπως είχε τροποποιηθεί και συμπληρωθεί, αντικαταστάθηκε με το άρθρο 404 παρ. 13 Ν. 4512/2018 (ΦΕΚ Α 5/17-1-2018), ως ακολούθως «1. Σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης κινητού ή ακινήτου κατά οφειλέτη του, το Δημόσιο κατατάσσεται για τις μέχρι την ημέρα του πλειστηριασμού απαιτήσεις του από κάθε αιτία, με τις κάθε φύσης προσαυξήσεις, τόκους και πρόστιμα εκπρόθεσμης καταβολής που επιβαρύνουν τις απαιτήσεις αυτές, σύμφωνα με τα άρθρα 975 έως 977Α και 1007 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. 2. Ως ημέρα του πλειστηριασμού θεωρείται η ημέρα κατά την οποία διενεργήθηκε ο πλειστηριασμός, ανεξάρτητα από την ημέρα του πλειστηριασμού που ορίσθηκε αρχικά. 3. Οι μη ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις, για τις οποίες κατατάχθηκε το Δημόσιο, θεωρούνται ληξιπρόθεσμες ως προς τη διανομή του πλειστηριάσματος. 4. Σε περίπτωση πτώχευσης οφειλέτη του, το Δημόσιο κατατάσσεται, σύμφωνα με τα άρθρα 154 έως 160 του Πτωχευτικού Κώδικα (Ν. 3588/2007, Α΄ 153), για όλες τις απαιτήσεις του που γεννήθηκαν ή ανάγονται σε χρόνο πριν από την πτώχευση, ανεξαρτήτως του χρόνου βεβαίωσής τους.». Κατά τη μεταβατικού δε δικαίου διάταξη του άρθρου 405 παρ. 4 εδ. α΄ του Ν. 4512/2018 ορίζεται ότι «Οι διατάξεις του άρθρου 61 του ΚΕΔΕ, όπως αντικαθίστανται με την παράγραφο 13 του προηγούμενου άρθρου εφαρμόζονται ως εξής: α. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 έως και 3 εφαρμόζονται σε διαδικασίες διοικητικής και αναγκαστικής εκτέλεσης, όταν η κατάσχεση ή η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση αντίστοιχα διενεργείται μετά την 1η Ιανουάριου 2016, με εξαίρεση την παραπομπή στο άρθρο 977Α του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, η οποία εφαρμόζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού.».

Με την ένδικη από 1-10-2020 (αρ. καταθ. …../2020) έφεση, το εκκαλούν, Ελληνικό Δημόσιο, με το μοναδικό λόγο εφέσεως, παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του εσφαλμένως απέρριψε το μοναδικό λόγο της ανακοπής περί εσφαλμένης εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 975 και 977 του ΚΠολΔ, για τον αναφερόμενο σ΄ αυτήν (έφεση) λόγο.

Με το μοναδικό δε λόγο της από 14-6-2019 (αρ. καταθ. …../2019) ανακοπής, κατ΄ εκτίμηση αυτού, το ανακόπτον, Ελληνικό Δημόσιο, ισχυρίσθηκε ότι εσφαλμένως ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος δεν κατέταξε το ίδιο (ανακόπτον) για την νομίμως αναγγελθείσα απαίτησή του από Φ.Π.Α., (που, κατά τους ισχυρισμούς του,  είναι προνομιακή κατά το άρθρο 61 του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 33 παρ. 2 του Ν. 4141/2013 σε συνδυασμό με το άρθρο 975 παρ. 2 του ΚΠολΔ), προνομιακά και οριστικά για το ποσό των 11.301,33 ευρώ, στο οποίο κατετάγησαν συνολικά οι καθ΄ ων, καθώς κατατάσσεται στη δεύτερη τάξη των γενικών προνομίων και προηγείται της ικανοποίησης των απαιτήσεων των καθ΄ ων. Ειδικότερα ότι δεδομένου ότι κατά τη σύνταξη του προσβαλλόμενου πίνακα ο επί του πλειστηριασμού Συμβολαιογράφος εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 975, 976 και 977 του ΚΠολΔ, όπως αυτές ίσχυαν πριν την τροποποίησή τους με τις διατάξεις του Ν. 4335/2015 αφού η επιταγή προς εκτέλεση επιδόθηκε πριν την 1-1-2016, όφειλε ομοίως να εφαρμοστεί το άρθρο 975 του ΚΠολΔ αναφορικά και με το προνόμιό του, ως ίσχυε μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 56 του Ν. 3994/2011 και 19 παρ. 10 του Ν. 4055/2012 σε συνδυασμό με το ανωτέρω άρθρο 61 παρ. 1 του ΚΕΔΕ και να καταταγεί το ίδιο (ανακόπτον) πριν τη διανομή του πλειστηριάσματος σε ένα τρίτο και δύο τρίτα. Ότι, συνεπώς, μετά την αφαίρεση από το πλειστηρίασμα, ύψους 15.404 ευρώ, του ποσού των 2.245,36 ευρώ, που αφορά σε έξοδα εκτέλεσης, πρέπει στη δεύτερη τάξη του άρθρου 975 του ΚΠολΔ και προ οιασδήποτε κατάταξης των καθ΄ ων η ανακοπή, να καταταγεί αυτό (ανακόπτον) οριστικά και προνομιακά στο σύνολο της αναγγελθείσας απαίτησής του από Φ.Π.Α., ήτοι για το ποσό των 11.301,33 ευρώ, σε πλήρη και ολοσχερή εξόφληση των αναγγελθεισών απαιτήσεών του κατά του ως άνω οφειλέτη του από Φ.Π.Α., με την ισόποση και ταυτόχρονη αποβολή των εν λόγω διαδίκων και συγκεκριμένα της πρώτης των καθ΄ ων από το ποσό των 7.534,22 ευρώ και του δεύτερου των καθ΄ ων από το ποσό των 3.767,11 ευρώ.

Σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 41 παρ. 1 του Ν. 3863/2010 με τίτλο «Κατάταξη απαιτήσεων Οργανισμών και Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης» (ΦΕΚ Α 115/15-7-2010), με το οποίο τροποποιήθηκε η παρ. 3 του άρθρου 975 του ΚΠολΔ, ορίζονται τα εξής: «Στις διατάξεις της περίπτωσης 3 του άρθρου 975 ΚΠολΔ, όπως έχει συμπληρωθεί με το άρθρο 31 του ν. 1545/1985 (ΦΕΚ 91 Α΄), υπάγονται και οι απαιτήσεις των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης αρμοδιότητας Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων εφόσον προέκυψαν έως την ημέρα του πλειστηριασμού ή την κήρυξη της πτώχευσης. Η περίπτωση 6 του ίδιου άρθρου του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση της με το άρθρο 16 του ν. 2972/2001 (ΦΕΚ 291 Α΄), καταργείται, αναριθμουμένων των επομένων περιπτώσεων». Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 76 του Ν. 3863/2010, η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από την ημερομηνία της δημοσίευσής του στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, ήτοι από τις 15-7-2010, εκτός αν ορίζεται άλλως στις επιμέρους διατάξεις. Με το άρθρο 56 του Ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α 165/25-7-2011), που άρχισε να ισχύει από 25-7-2011, αντικαταστάθηκε η περίπτωση 3 του άρθρου 975 του ΚΠολΔ, η οποία πλέον, ενσωματώνοντας όλες τις μέχρι τότε τροποποιήσεις της, περιλαμβανομένης και της προαναφερομένης του άρθρου 41 παρ. 1 του Ν. 3863/2010, ορίζει ότι: «Οι απαιτήσεις που έχουν ως βάση τους την παροχή εξαρτημένης εργασίας, οι απαιτήσεις των δασκάλων, καθώς και οι απαιτήσεις από αμοιβές, έξοδα και αποζημιώσεις των δικηγόρων είτε αμείβονται κατά υπόθεση είτε με πάγια περιοδική αμοιβή, εφόσον προέκυψαν μέσα στην τελευταία διετία πριν από την ημερομηνία ορισμού του πρώτου πλειστηριασμού. Οι αποζημιώσεις λόγω καταγγελίας της σχέσης εργασίας, καθώς και οι απαιτήσεις των δικηγόρων για αποζημίωση λόγω λύσης της σύμβασης έμμισθης εντολής κατατάσσονται στην τάξη αυτή ανεξαρτήτως του χρόνου στον οποίο προέκυψαν. Στην ίδια τάξη υπάγονται και οι απαιτήσεις των φορέων κοινωνικής ασφάλισης αρμοδιότητας γενικής γραμματείας κοινωνικών ασφαλίσεων, εφόσον προέκυψαν έως την ημέρα του πλειστηριασμού ή την κήρυξη της πτώχευσης. Η διαίρεση του πλειστηριάσματος σε ποσοστά κατά το άρθρο 977 γίνεται μετά την ικανοποίηση των απαιτήσεων της τάξεως αυτής». Εξάλλου με τη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 10 του Ν. 4055/2012 (ΦΕΚ Α 51/12-3-2012) που άρχισε να ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο 113 του αυτού νόμου, από την 2-4-2012, το τρίτο εδάφιο της περίπτωσης 3 του άρθρου 975 του ΚΠολΔ αντικαταστάθηκε ως εξής: «Στην ίδια τάξη υπάγονται και οι απαιτήσεις των φορέων κοινωνικής ασφάλισης αρμοδιότητας γενικής γραμματείας κοινωνικών ασφαλίσεων, οι απαιτήσεις αποζημίωσης σε περίπτωση θανάτου του υπόχρεου προς διατροφή, καθώς και οι απαιτήσεις αποζημίωσης λόγω αναπηρίας ποσοστού εξήντα επτά τοις εκατό (67%) και άνω, εφόσον προέκυψαν έως την ημέρα του πλειστηριασμού ή την κήρυξη της πτώχευσης.». Με τις διατάξεις του άρθρου 975 του ΚΠολΔ καθορίζονται οι ασφαλιζόμενες με γενικό προνόμιο απαιτήσεις, οι οποίες υποδιαιρούνται σε περισσότερες τάξεις, των οποίων η απαρίθμηση γίνεται με φθίνουσα σειρά αξιολόγησης, στην τρίτη δε τάξη περιλαμβάνονται, όπως προαναφέρθηκε, κατά ρητή επιταγή του άρθρου 41 παρ. 1 του Ν. 3863/2010 και οι απαιτήσεις Οργανισμών και Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης και μάλιστα χωρίς χρονικό περιορισμό, οποτεδήποτε δηλαδή και αν έχουν γεννηθεί έως την ημέρα του πλειστηριασμού ή της κήρυξης της πτώχευσης και χωρίς η προνομιακή τους κατάταξη να επηρεάζεται από την ύπαρξη άλλης απαίτησης που πρέπει να ικανοποιηθεί από το πλειστηρίασμα κι αν ακόμη αυτή έχει γεννηθεί σε προγενέστερο χρόνο. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι οι απαιτήσεις των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης, εφόσον προέκυψαν μέχρι την ημέρα του πλειστηριασμού ή την κήρυξη της πτώχευσης, κατατάσσονται στην τρίτη τάξη των γενικών προνομίων από την έκτη τάξη, που κατατάσσονταν μέχρι τότε και η διαίρεση του πλειστηριάσματος σε ποσοστά (1/3 και 2/3), κατά το άρθρο 977 του ΚΠολΔ, όταν δηλαδή συντρέχουν με απαιτήσεις εξοπλισμένες με εμπράγματη ασφάλεια επί του αντικειμένου της εκτέλεσης, γίνεται μετά την ικανοποίηση της τάξης αυτής. Επίσης ότι αν κατά την κατάταξη συντρέχουν απαιτήσεις του ΙΚΑ, εφόσον προέκυψαν έως την ήμερα του πλειστηριασμού ή την κήρυξη της πτώχευσης, με απαιτήσεις των ειδικών προνομιούχων πιστωτών του άρθρου 976 και 1007 του ΚΠολΔ ή άλλων γενικών προνομιούχων πιστωτών, των οποίων, όμως, οι απαιτήσεις ανήκουν σε επόμενες τάξεις σε σειρά κατάτα­ξης, ικανοποιούνται κατά προτεραιότητα οι πρώτες. Διευρύνθηκε έτσι, με τη συγκεκριμένη πρόβλεψη, διπλά το προνόμιο των ως άνω απαιτήσεων, κατά το προ του Ν. 3994/2011 καθεστώς (ΑΠ 1291/2017,  ΑΠ 487/2015, ΑΠ 1641/2014, ΕφΑιγ 22/2019, ΕφΒορΑιγ 28/2018, ΕφΔωδ 201/2017, ΕφΑθ 2374/2016 ΝΟΜΟΣ).

Με την ένδικη από 16-10-2020 (αρ. καταθ. ……/2020) έφεση, το εκκαλούν, [Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ)», και ήδη «Ηλεκτρονικός Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (e-ΕΦΚΑ)», ως οιονεί καθολικός διάδοχος του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «ΊΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ-ΕΝΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΜΙΣΘΩΤΩΝ (ΙΚΑ-ΕΤΑΜ)»], με το μοναδικό λόγο εφέσεως, παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του εσφαλμένως απέρριψε το μοναδικό λόγο της ανακοπής περί εσφαλμένης εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 975 και 977 του ΚΠολΔ, για τον αναφερόμενο σ΄ αυτήν (έφεση) λόγο.

Με το μοναδικό δε λόγο της από 10-6-2019 (αρ. καταθ. ……/2019) ανακοπής, κατ΄ εκτίμηση αυτού, όπως προαναφέρθηκε, το ανακόπτον, e-ΕΦΚΑ, ισχυρίσθηκε ότι εσφαλμένως κατετάγη η καθ΄ ης η ανακοπή στο ποσό των 8.772,43 ευρώ, καθόσον η απαίτησή του εξοπλιζόταν µε προνόµιο εκ του άρθρο 975 του ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε µε το άρθρο 56 του Ν. 3994/2011 και 19 παρ. 10 του Ν. 4055/2012 και ισχύει εν προκειµένω βάσει του οποίου η διαίρεση του πλειστηριάσµατος σε ποσοστά κατά το άρθρο 977 του ΚΠολΔ, γίνεται µετά την ικανοποίηση των απαιτήσεων της τάξης αυτής. Δεδοµένου δε, ότι κατά τη σύνταξη του προσβαλλόµενου πίνακα ο επί του πλειστηριασµού υπάλληλος εφάρµοσε τις διατάξεις των άρθρων 975, 976 και 977 του ΚΠολΔ, όπως αυτές ίσχυαν πριν την τροποποίησή τους µε τις διατάξεις του Ν. 4335/2015 αφού η επιταγή προς εκτέλεση επιδόθηκε πριν την 1-1-2016, όφειλε οµοίως να εφαρµοστεί το άρθρο 975 του ΚΠολΔ αναφορικά και µε το προνόµιό του, ως ίσχυε µετά την τροποποίησή του µε το άρθρο 56 του Ν. 3994/2011 και 19 παρ. 10 του Ν. 4055/2012 και να καταταγεί το ίδιο (ανακόπτον) για τις άνω απαιτήσεις του πριν την διανοµή του πλειστηριάσµατος σε ένα τρίτο και δύο τρίτα.

Οι ως άνω λόγοι των από 14-6-2019 (αρ. καταθ. …./2019) και από 10-6-2019 (αρ. καταθ. …../2019) ανακοπών είναι νόμιμοι. Τούτο δε διότι κρίσιμος χρόνος για την ύπαρξη και την έκταση των προνομίων, στο πλαίσιο του πίνακα κατάταξης, είναι ο χρόνος επίδοσης της επιταγής προς εκτέλεση, ήτοι με βάση το δίκαιο που ισχύει κατά τον χρόνο αυτό. Στην προκειμένη περίπτωση, η επιταγή προς εκτέλεση που στηρίζει την περαιτέρω κύρια εκτελεστική διαδικασία, με τη σύνταξη και του ένδικου πίνακα κατάταξης, είναι αυτή (επιταγή) που επιδόθηκε στον οφειλέτη την 9-11-2015, δεδομένου ότι εντός έτους από αυτή, επακολούθησαν και άλλες πράξεις της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης. Συγκεκριμένα από την επιταγή που επιδόθηκε στον οφειλέτη την 9-11-2015 δεν είχε περάσει έτος μέχρι την γραπτή εντολή αναγκαστικής εκτέλεσης προς τον Δικαστικό Επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά ……………, ορισθέντος ως επί της εκτελέσεως Δικαστικού Επιμελητή, ενώ ακολούθησε η ένδικη κατάσχεση που έγινε την 6-12-2016 με την υπ΄ αρ. …./2016  έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, με έδρα στο Πρωτοδικείο Πειραιά, ………….., και άρα αυτή δεν είχε αποβάλλει την ισχύ της και μπορούσε να στηρίξει περαιτέρω πράξεις εκτέλεσης. Επομένως, αυτή είναι η κρίσιμη επίδοση επιταγής προς εκτέλεση στη συγκεκριμένη περίπτωση για το ζήτημα της ισχύος των διατάξεων των άρθρων 975 και 977 του ΚΠολΔ και γενικότερα του διαχρονικού δικαίου των προνομίων ως προς τον ένδικο πίνακα κατάταξης. Με βάση δε τα παραπάνω και τη διάταξη του άρθρου 43 του Ν. 4715/2020, η οποία είναι γνήσια ερμηνευτική με αναδρομική δύναμη, εφόσον η κρίσιμη επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση στην παρούσα περίπτωση έγινε πριν την 1-1-2016, ως προς το ζήτημα της κατάταξης των δανειστών, τυγχάνουν εφαρμογής οι ως άνω διατάξεις, όπως ίσχυαν πριν την αντικατάστασή τους με το άρθρο όγδοο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015. Επομένως, ορθά η υπάλληλος του πλειστηριασμού εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 975 και 977 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν την αντικατάστασή τους με το ως άνω άρθρο όγδοο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015. Εξάλλου, ως προς το ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο, η διάταξη του άρθρου 61 παρ. 1 του Ν.Δ. 356/1974, όπως ίσχυε μετά την προσθήκη του δεύτερου εδαφίου με την παράγραφο 2 του άρθρου 33 του Ν. 4141/2013, ήταν εφαρμοστέα στην προκειμένη περίπτωση, όπως βάσιμα ισχυρίζεται το ανακόπτον. Συνεπώς, οι ως άνω λόγοι είναι νόμιμοι, στηριζόμενοι στις προαναφερόμενες διατάξεις. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε τον ως άνω μοναδικό λόγο των ένδικων [από 14-6-2019 (αρ. καταθ. …./2019) και από 10-6-2019 (αρ. καταθ. …../2019)] ανακοπών, αντίστοιχα, ως μη νόμιμο, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, δεκτού γενομένου ως κατ΄ ουσίαν βάσιμου του σχετικού λόγου των ένδικων [από 1-10-2020 (αρ. καταθ. …./2020) και από 16-10-2020 (αρ. καταθ. …./2020)] εφέσεων, ο οποίος πρέπει να γίνει δεκτός ως κατ΄ ουσίαν βάσιμος, αντίστοιχα. Πρέπει, επομένως, κατά παραδοχή των ένδικων εφέσεων, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη οριστική απόφαση, να κρατηθούν οι από 14-6-2019 (αρ. καταθ. …./2019) και από 10-6-2019 (αρ. καταθ. …./2019) ανακοπές, κατ΄ άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ, από το Δικαστήριο αυτό, να δικασθεί ο μοναδικός λόγος των ως άνω ανακοπών και να ερευνηθεί, αντίστοιχα, περαιτέρω κατ΄ ουσίαν.

Από την εκτίμηση των εγγράφων που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, εκτός από αυτά που επικαλείται το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο, μόνο ως κατωτέρω, ήτοι τα έγγραφα που προσκόμισε μετ΄ επικλήσεως με τις πρωτόδικες προτάσεις του, καθόσον η επίκληση αυτή δεν είναι νόμιμη (άρθρο 240 του ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με επίσπευση της πρώτης των καθ΄ ων της από 14-6-2019 (αρ. καταθ. …../2019) ανακοπής-καθ΄ ης της από 10-6-2019 (αρ. καταθ. …../2019)] ανακοπής και σε εκτέλεση της υπ΄ αρ. …./2015 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ποσού 105.217,60 ευρώ, εκπλειστηριάσθηκαν, την 25-1-2017, με την υπ΄ αρ. …./25-1-2017 έκθεση δημόσιου αναγκαστικού πλειστηριασμού κινητών του Συμβολαιογράφου Πειραιά ………… τα αναφερόμενα σ΄ αυτήν κινητά του οφειλέτη-καθ΄ ου η εκτέλεση ……….. …….., μη διαδίκου στην παρούσα δίκη, αντί του συνολικού ποσού των 15.404 ευρώ. Στον πλειστηριασμό αυτόν, αναγγέλθηκε, μεταξύ άλλων, την 18-1-2017, εμπροθέσμως, το ανακόπτον της από 14-6-2019 (αρ. καταθ. …../2019) ανακοπής, Ελληνικό Δημόσιο, δια του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Α΄ Πειραιά, με την υπ΄ αρ. πρωτ. …../18-1-2017 (αρ. ειδ. βιβλ. …/2017) αναγγελία αυτού (Προϊσταμένου Δ.Ο.Υ. Α΄ Πειραιά), συνοδευόμενη από πίνακα χρεών, με την οποία ζήτησε κατά τη διανομή του εκπλειστηριάσματος να ληφθεί υπόψη το Δημόσιο, σύμφωνα με το άρθρο 61 του ΚΕΔΕ και να καταταγεί στον πίνακα κατάταξης που θα συνταχθεί, στη νόμιμη σειρά για όλα τα οφειλόμενα (ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις) ως προνομιούχο, συνολικού ποσού 31.561,84 ευρώ, εκ του οποίου ποσό 11.301,33 ευρώ αφορούσε απαιτήσεις από Φ.Π.Α.. Η ως άνω αναγγελία ασκήθηκε νομότυπα και ήταν ορισμένη, δεδομένου ότι από αυτή προκύπτει ευχερώς το ποσό που αφορούσε σε Φ.Π.Α., ποσό που αφορά η από 14-6-2019 (αρ. καταθ. …./2019) ανακοπή και η από 1-10-2020 (αρ. καταθ. …./2020) έφεση. Συγκεκριμένα, η παραπάνω αναγγελία του ανακόπτοντος της από 14-6-2019 (αρ. καταθ. …./2019) ανακοπής, ήδη εκκαλούντος της από 1-10-2020 (αρ. καταθ. …./2020) εφέσεως, η οποία προσκομίζεται με επίκληση από αυτό, καθώς και ο συνημμένος σ΄ αυτήν πίνακας χρεών, που κατατέθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, είναι, όπως προαναφέρθηκε, πλήρως ορισμένη, καθόσον περιέχει πλήρη περιγραφή της αντίστοιχης συνολικής απαιτήσεως, ήτοι όλα τα στοιχεία, τα οποία είναι προσδιοριστικά της απαιτήσεως, που το εκκαλούν ανήγγειλε στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, εναντίον του καθ΄ ου η εκτέλεση-οφειλέτη του, κατ΄ είδος και ποσό, δηλαδή τις ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις του κατά του καθ΄ ου η εκτέλεση-οφειλέτη, το όνομα, την ιδιότητα με βάση την οποία οφείλει κάθε απαίτηση, όπως ατομικά ή ως νόμιμος εκπρόσωπος (μέλος) της ομόρρυθμης εταιρείας, των οποίων παρατίθενται οι Α.Φ.Μ., το συνολικό ποσό των απαιτήσεων, τον αριθμό και το έτος βεβαίωσης του κάθε χρέους, το οικονομικό έτος στο οποίο ανάγεται, το κεφάλαιο κάθε απαίτησης, τις προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής και το είδος κάθε απαίτησης, ώστε να παρέχεται στον υπάλληλο του πλειστηριασμού η δυνατότητα να προβεί στη σύγκριση της απαιτήσεως με τις άλλες που έχουν αναγγελθεί, προκειμένου να προβεί στην κατάταξή τους, σε περίπτωση κατά την οποία το πλειστηρίασμα δεν αρκεί για την ολοσχερή ικανοποίηση των απαιτήσεων όλων των αναγγελθέντων δανειστών, το Δικαστήριο να είναι σε θέση να προβεί στον έλεγχο της γενομένης κατάταξης και οι καθ΄ ων της από 14-6-2019 (αρ. καταθ. …./2019) ανακοπής [εφεσίβλητοι της από 1-10-2020 (αρ. καταθ. …../2020) εφέσεως] να προβούν στον ίδιο έλεγχο (ως προς τις απαιτήσεις και το προνόμιο του ανακόπτοντος-εκκαλούντος) και να προβάλουν ευχερώς την άμυνά τους. Το είδος δε του καθενός χρέους περιγράφεται μεν συντομογραφικώς και ειδικότερα στην αναγγελία του Προϊστάμενου της Δ.Ο.Υ. Α΄ Πειραιά με τη διατύπωση «ΧΡΕΩΣΤΙΚΕΣ ΔΗΛΩΣΕΙΣ ΦΠΑ», «ΕΙΣΟΔΗΜΑ Φ.Π. & ΕΙΔ. ΕΙΣΦ.», «Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε./Ε.Ε.Τ.Α.»,  «ΠΡΟΣΤΙΜΟ Φ.Π.Α.», «ΕΙΣΟΔΗΜΑ Ν.Π.  ΠΡΟΣΩΡ.ΒΕ», «ΕΙΣΦΟΡΕΣ & ΤΕΛΟΣ ΕΠΙΤΗΔ/Τ» και «ΔΗΛ. ΦΟΡΟΥ ΕΙΣΟΔ. Ν.Π. (αρθ), κατά τρόπο όμως ορισμένο και σαφή, μη δημιουργούντα οποιαδήποτε αμφιβολία ως προς το είδος αυτού (χρέους). Δεν ήταν δε αναγκαίο, να παρατίθενται η επωνυμία του νομικού προσώπου για τα χρέη του οποίου ευθύνεται ο οφειλέτης του Δημοσίου και καθ΄ ου η εκτέλεση, καθόσον παρατίθεται ο Α.Φ.Μ. του νομικού αυτού προσώπου, που είναι μοναδικός. Κατόπιν τούτων η αναγγελία του ανακόπτοντος είναι ορισμένη, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, αφού σ΄ αυτήν συμπεριελήφθησαν όλα τα στοιχεία που απαιτούνταν για το ορισμένο αυτής. Επιπλέον στον πλειστηριασμό αυτό αναγγέλθηκε και το ήδη δεύτερο των εφεσιβλήτων της από 1-10-2020 (αρ. καταθ. …./2020) εφέσεως-εκκαλούν της 16-10-2020 (αρ. καταθ. …../2020) εφέσεως-δεύτερο των καθ΄ ων της από 14-6-2019 (αρ. καταθ. …./2019) ανακοπής-ανακόπτον της από 10-6-2019 (αρ. καταθ. …../2019)] ανακοπής, Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ)», και ήδη «Ηλεκτρονικός Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (e-ΕΦΚΑ)», ως οιονεί καθολικός διάδοχος του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ-ΕΝΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΜΙΣΘΩΤΩΝ (ΙΚΑ-ΕΤΑΜ)», δια του Διευθυντή του Κ.Ε.Α.Ο. Πειραιά, 1) δυνάμει της υπ΄ αρ. πρωτ. …./1-2-2017 (αρ. ….) αναγγελίας του Περιφερειακού Κ.Ε.Α.Ο. Πειραιά για καθυστερούμενες ασφαλιστικές εισφορές της οφειλέτριας εταιρείας «………….», της οποίας ο καθ΄ ου η εκτέλεση είναι ομόρρυθμος εταίρος και αφορούν στην περίοδο από 1-9-2012 έως και 30-6-2013 και 2) δυνάμει της υπ΄ αρ. πρωτ. …./1-2-2017 (αρ. 6) αναγγελίας του Περιφερειακού Κ.Ε.Α.Ο. Πειραιά για καθυστερούμενες ασφαλιστικές εισφορές του καθ΄ ου η εκτέλεση που αφορούν στην περίοδο από 1-8-2010 έως και 31-12-2014, για τα ποσά αντίστοιχα των 2.944,45 ευρώ (από ασφαλιστικές εισφορές της περιόδου από 1-9-2012 έως 30-6-2013) και των 16.369,08 ευρώ (από ασφαλιστικές εισφορές της περιόδου από 1-8-2010 έως 31-12-2014), πλέον τελών, τόκων και λοιπών εξόδων μέχρι της τελεσιδικίας του πίνακα κατάταξης, κατά το άρθρο 55 του ΚΕΔΕ, όπως οι οφειλές αυτές αναλύονται στους αντίστοιχους πίνακες χρεών, προκειμένου να καταταγεί προνομιακά σύμφωνα με το άρθρο 975 του ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 41 του Ν. 3863/2010 και 56 του Ν. 3994/2011, όπως ισχύει με την προσθήκη δεύτερου εδαφίου στην παρ. 1 του άρθρου 61 του Ν.Δ. 356/1976 ΚΕΔΕ, με το άρθρο 33 του Ν. 4141/2013 (βλ σχ. αναγγελίες). Ακολούθως, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού, άνω Συμβολαιογράφος, λόγω του ότι το επιτευχθέν πλειστηρίασμα, ποσού, κατά τα προαναφερόμενα, 15.404 ευρώ, δεν επαρκούσε για την ικανοποίηση της απαίτησης της επισπεύδουσας δανείστριας και των λοιπών αναγγελθέντων δανειστών, προέβη στη σύνταξη του προσβαλλομένου υπ΄ αρ. ……/21-5-2019 πίνακα κατάταξης δανειστών, στον οποίο, αφού έκρινε ότι η αναγγελία του Ελληνικού Δημοσίου «τυγχάνει απορριπτέα πρωτίστως ως αόριστη και εν συνεχεία ως μη νόμιμη», ότι οι απαιτήσεις του ΕΦΚΑ είναι νόμιμες και ορισμένες και ότι υπάγονται στο προνόμιο της περ. 3 του άρθρου 975 του ΚΠολΔ, καθώς και ότι οι απαιτήσεις της επισπεύδουσας είναι νόμιμες και ορισμένες και ότι υπάγονται στο προνόμιο της περ. 2 του άρθρου 976 του ΚΠολΔ, δεδομένου ότι ο εκμισθωτής, σε περίπτωση μη καταβολής των μισθωμάτων, έχει νόμιμο ενέχυρο επί των εισκομισθέντων στο μίσθιο κινητών πραγμάτων, κατ΄ άρθρο 604 του ΑΚ καθώς επίσης ότι η κατάταξη των δανειστών θα γίνει σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 975, 976 περ. 1 και 2, 1007 παρ. και 977 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν προ της τροποποιήσεώς τους από το Ν. 4335/2015, δεδομένου ότι η επιταγή προς πληρωμή επιδόθηκε στον καθ΄ ου την 9-11-2015, προαφαίρεσε από το προς διανομή πλειστηρίασμα το συνολικό ποσό των 2.245,36 ευρώ, ως έξοδα εκτέλεσης. Ακολούθως, κατέταξε στο υπόλοιπο ποσό των 13.158,64 ευρώ, αφού διαίρεσε αυτό σε ένα τρίτο (1/3) για την ικανοποίηση των απαιτήσεων της περ. 3 του άρθρου 975 του ΚΠολΔ και σε δύο τρίτα (2/3) για την ικανοποίηση των απαιτήσεων της περ. 2 του άρθρου  976 του ΚΠολΔ, κατέταξε α) οριστικά το Περιφερειακό Κ.Ε.Α.Ο. Πειραιά, για το συνολικό ποσό των 4.386,21 ευρώ, σε μερική εξόφληση των αναγγελθεισών απαιτήσεών του από ασφαλιστικές εισφορές και 2) υπό την αίρεση τελεσιδικίας της απαιτήσεώς της την επισπεύδουσα για το συνολικό ποσό των 8.772,43 ευρώ σε μερική εξόφληση της επιταχθείσας ενεχυρούχου απαιτήσεώς της, καθώς επίσης σε περίπτωση που μειωθεί ή ματαιωθεί η κατάταξη της τυχαία καταταγείσας, επί του υπολοίπου που θα απομένει κατέταξε το Περιφερειακό Κ.Ε.Α.Ο. Πειραιά. Ωστόσο, από τις αναγγελθείσες απαιτήσεις του Ελληνικού Δημοσίου, εκείνες που προέρχονταν από φόρο προστιθέμενης αξίας με τις πάσης φύσεως προσαυξήσεις τους, ήτοι α) 693,26 ευρώ (κεφάλαιο-τόκοι) + 405,56 ευρώ (προσαυξήσεις-λοιπά συνεισπρ.) οικονομικού έτους 2011, συνολική απαίτηση βεβαιωθείσα με την υπ΄ αρ. …../26-1-2012 πράξη ταμειακής βεβαίωσης, β) 660,39 ευρώ (κεφάλαιο-τόκοι) + 352,38 ευρώ (προσαυξήσεις-λοιπά συνεισπρ.) οικονομικού έτους 2013, συνολική απαίτηση βεβαιωθείσα με την υπ΄ αρ. …./30-4-2014 πράξη ταμειακής βεβαίωσης, γ) 376,49 ευρώ (κεφάλαιο-τόκοι) + 200,90 ευρώ (προσαυξήσεις-λοιπά συνεισπρ.) οικονομικού έτους 2013, συνολική απαίτηση βεβαιωθείσα με την υπ΄ αρ. …../30-4-2014  πράξη ταμειακής βεβαίωσης, δ) 100 ευρώ (κεφάλαιο-τόκοι) + 26,49 ευρώ (προσαυξήσεις-λοιπά συνεισπρ.) οικονομικού έτους 2013, συνολική απαίτηση βεβαιωθείσα με την υπ΄ αρ. …./11-9-2014 πράξη ταμειακής βεβαίωσης, ε) 530,52 ευρώ (κεφάλαιο-τόκοι) + 50,35 ευρώ (προσαυξήσεις-λοιπά συνεισπρ.) οικονομικού έτους 2012, συνολική απαίτηση βεβαιωθείσα με την υπ΄ αρ. …../15-12-2015 πράξη ταμειακής βεβαίωσης, στ) 550,10 ευρώ (κεφάλαιο-τόκοι) + 52,20 ευρώ (προσαυξήσεις-λοιπά συνεισπρ.) οικονομικού έτους 2012, συνολική απαίτηση βεβαιωθείσα με την υπ΄ αρ. …../15-12-2015  πράξη ταμειακής βεβαίωσης, ζ) 1.831,38 ευρώ (κεφάλαιο-τόκοι) + 173,80 ευρώ (προσαυξήσεις-λοιπά συνεισπρ.) οικονομικού έτους 2011, συνολική απαίτηση βεβαιωθείσα με την υπ΄ αρ. …../15-12-2015  πράξη ταμειακής βεβαίωσης, η) 1.493,62 ευρώ (κεφάλαιο-τόκοι) + 141,74 ευρώ (προσαυξήσεις-λοιπά συνεισπρ.) οικονομικού έτους 2012, συνολική απαίτηση βεβαιωθείσα με την υπ΄ αρ. …./15-12-2015  πράξη ταμειακής βεβαίωσης, θ) 774,56 ευρώ (κεφάλαιο-τόκοι) + 73,51 ευρώ (προσαυξήσεις-λοιπά συνεισπρ.) οικονομικού έτους 2012, συνολική απαίτηση βεβαιωθείσα με την υπ΄ αρ. ……/15-12-2015  πράξη ταμειακής βεβαίωσης, ι) 1.661,95 ευρώ (κεφάλαιο-τόκοι) + 157,72 ευρώ (προσαυξήσεις-λοιπά συνεισπρ.) οικονομικού έτους 2011, συνολική απαίτηση βεβαιωθείσα με την υπ΄ αρ. ……/15-12-2015  πράξη ταμειακής βεβαίωσης, ια) 186,70 ευρώ (κεφάλαιο-τόκοι) + 14,99 ευρώ (προσαυξήσεις-λοιπά συνεισπρ.) οικονομικού έτους 2015, συνολική απαίτηση βεβαιωθείσα με την υπ΄ αρ. …../28-1-2016  πράξη ταμειακής βεβαίωσης, ιβ) 100 ευρώ (κεφάλαιο-τόκοι) + 20,65 ευρώ (προσαυξήσεις-λοιπά συνεισπρ.) οικονομικού έτους 2013, συνολική απαίτηση βεβαιωθείσα με την υπ΄ αρ. …../9-1-2015  πράξη ταμειακής βεβαίωσης, ιγ) 100 ευρώ (κεφάλαιο-τόκοι) + 20,65 ευρώ (προσαυξήσεις-λοιπά συνεισπρ.) οικονομικού έτους 2013, συνολική απαίτηση βεβαιωθείσα με την υπ΄ αρ. …./9-1-2015  πράξη ταμειακής βεβαίωσης, ιδ) 100 ευρώ (κεφάλαιο-τόκοι) + 10,43 ευρώ (προσαυξήσεις-λοιπά συνεισπρ.) οικονομικού έτους 2014, συνολική απαίτηση βεβαιωθείσα με την υπ΄ αρ. …../5-2-2016  πράξη ταμειακής βεβαίωσης, ιε) 100 ευρώ (κεφάλαιο-τόκοι) + 10,43 ευρώ (προσαυξήσεις-λοιπά συνεισπρ.) οικονομικού έτους 2015, συνολική απαίτηση βεβαιωθείσα με την υπ΄ αρ. ……/5-2-2016  πράξη ταμειακής βεβαίωσης, ιστ) 100 ευρώ (κεφάλαιο-τόκοι) + 10,43 ευρώ (προσαυξήσεις-λοιπά συνεισπρ.) οικονομικού έτους 2015, συνολική απαίτηση βεβαιωθείσα με την υπ΄ αρ. …../5-2-2016  πράξη ταμειακής βεβαίωσης, ιζ) 100 ευρώ (κεφάλαιο-τόκοι) + 10,43 ευρώ (προσαυξήσεις-λοιπά συνεισπρ.) οικονομικού έτους 2015, συνολική απαίτηση βεβαιωθείσα με την υπ΄ αρ. …../5-2-2016 πράξη ταμειακής βεβαίωσης και ιη) 100 ευρώ (κεφάλαιο-τόκοι) + 9,70 ευρώ (προσαυξήσεις-λοιπά συνεισπρ.) οικονομικού έτους 2013, συνολική απαίτηση βεβαιωθείσα με την υπ΄ αρ. ……./29-2-2016  πράξη ταμειακής βεβαίωσης, συνολικού ποσού 11.301,33 (= 693,26 + 405,56 + 660,39 + 352,38 + 376,49 + 200,90 + 100 + 26,49 + 530,52 + 50,35 + 550,10 + 52,20 + 1.831,38 + 173,80 + 1.493,62 + 141,74 + 774,56 + 73,51 + 1.661,95 + 157,72 + 186,70 + 14,99 + 100 + 20,65 + 100 + 20,65 + 100 + 10,43 + 100 + 10,43 + 100 + 10,43 + 100 + 10,43 + 100 + 9,70) ευρώ, και δεδομένου ότι είχαν καταστεί ληξιπρόθεσμες έως τη διενέργεια του πλειστηριασμού, θα έπρεπε να καταταγούν στη δεύτερη τάξη των γενικών προνομίων και να προηγηθούν της ικανοποίησης των απαιτήσεων φορέων κοινωνικής ασφάλισης, εκτός άλλου, του δεύτερου των καθ΄ ων, και της ενεχυρούχου απαιτήσεως, που ικανοποιούνται στην τρίτη τάξη των γενικών προνομίων, καθώς τα ως άνω προνόμια κρίνονται σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 61 του ΚΕΔΕ, όπως αυτό συμπληρώθηκε με το άρθρο 33 παρ. 2 του Ν. 4141/2013, που ίσχυε κατά τον προαναφερόμενο χρόνο της κατάταξης, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη νομική σκέψη της παρούσας. Τούτο, δε διότι, όπως εκτίθεται και στη νομική σκέψη της παρούσας, τα προνόμια των απαιτήσεων κρίνονται σύμφωνα με τον ισχύοντα κατά το χρόνο επίδοσης της επιταγής προς πληρωμή (εν προκειμένω, κατά τα εκτιθέμενα, η επιταγή προς πληρωμή επιδόθηκε στον καθ΄ ου-οφειλέτη την 9-11-2015). Στην προκειμένη περίπτωση, η αναγγελθείσα απαίτηση του Ελληνικού Δημοσίου, ποσού 11.301,33 ευρώ, που προερχόταν από φόρο προστιθέμενης αξίας, με τις πάσης φύσεως προσαυξήσεις της, και είχε καταστεί ληξιπρόθεσμη, κατατάσσεται στην υπ΄ αρ. 2 σειρά του άρθρου 975 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε κατά το χρόνο της επίδοσης της επιταγής προς πληρωμή, και του άρθρου 61 του ΚΕΔΕ, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 33 παρ. 2 του Ν. 4141/2013, κατά τα προαναφερόμενα, [προηγείται της ικανοποίησης των απαιτήσεων του άρθρου 975 παρ. 3 του ΚΠολΔ], ήτοι α) πριν την ικανοποίηση της απαιτήσεως του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ)», και ήδη «Ηλεκτρονικός Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (e-ΕΦΚΑ)», που κατατάσσεται στην υπ΄ αρ. 3 σειρά του άρθρου 975 του ΚΠολΔ, και β) πριν την ικανοποίηση της απαιτήσεως του άρθρου 976 του ΚΠολΔ της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………….». Εξάλλου η απαίτηση του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ)», και ήδη «Ηλεκτρονικός Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (e-ΕΦΚΑ)», που κατατάσσεται, όπως προαναφέρθηκε, στην υπ΄ αρ. 3 σειρά του άρθρου 975 του ΚΠολΔ, προηγείται της ικανοποίησης της απαιτήσεως της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………….», αφού η διαίρεση του πλειστηριάσματος σε ποσοστά, κατά το άρθρο 977 του ΚΠολΔ, γίνεται μετά την ικανοποίηση των απαιτήσεων της 3ης τάξεως του άρθρου 975 του ΚΠολΔ. Επομένως, πρέπει α) να γίνει δεκτή η από 14-6-2019 (αρ. καταθ. …./2019) ανακοπή ως και κατ΄ ουσίαν βάσιμη και β) να γίνει εν μέρει δεκτή η από 10-6-2019 (αρ. καταθ. ……/2019) ανακοπή ως και κατ΄ ουσίαν βάσιμη. Ακολούθως, πρέπει να μεταρρυθμιστεί ο προσβαλλόμενος πίνακας κατάταξης δανειστών του Συμβολαιογράφου Πειραιά ……………, ώστε Α) α) να αποβληθεί η πρώτη των καθ΄ ων της από 14-6-2019 (αρ. καταθ. …../2019) ανακοπής ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…………..» από το ποσό των 7.534,22 ευρώ και το δεύτερο των καθ΄ ων της από 14-6-2019 (αρ. καταθ. …./2019)-ανακοπής Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ)», και ήδη «Ηλεκτρονικός Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (e-ΕΦΚΑ)», από το ποσό των 3.767,11 ευρώ και β) να καταταγεί προνομιακά και οριστικά το ανακόπτον της από 14-6-2019 (αρ. καταθ. ……/2019) ανακοπής, Ελληνικό Δημόσιο, στο ως άνω συνολικό ποσό των 11.301,33 (= 7.534,22 + 3.767,11) ευρώ προς πλήρη ικανοποίηση της νομοτύπως αναγγελθείσας, δια του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Α΄ Πειραιά, απαίτησής του που προερχόταν από Φ.Π.Α. και Β) α) να αποβληθεί η καθ΄ ης της από 10-6-2019 (αρ. καταθ. ……/2019) ανακοπής ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «……………..» από το ποσό των 1.238,21 ευρώ και β) να καταταγεί προνομιακά και οριστικά το ανακόπτον της από 10-6-2019 (αρ. καταθ. ……/2019) ανακοπής στο ως άνω ποσό των 1.238,21 [= 8.772,43 (ποσό στο οποίο κατετάγη με τον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης δανειστών) – 7.534,22 (ποσό από το οποίο αποβάλλεται με την παρούσα απόφαση)] ευρώ προς μερική ικανοποίηση της νομοτύπως αναγγελθείσας, δια του Διευθυντή του υποκαταστήματος ΕΦΚΑ-Περιφερειακό Κ.Ε.Α.Ο. Πειραιά, απαίτησής του από ασφαλιστικές εισφορές, πλέον του ποσού των 691,10 ευρώ για το οποίο ήδη έχει καταταγεί με τον ως άνω πίνακα κατάταξης δανειστών {ήτοι, [4.386,21 ευρώ (ποσό στο οποίο κατετάγη με τον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης δανειστών) – 3.767,11 (ποσό από το οποίο αποβάλλεται με την παρούσα απόφαση =] 691,10 ευρώ}.  Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους, α) μεταξύ των διαδίκων της από 1-10-2020 (αρ. καταθ. …./2020) εφέσεως-από 14-6-2019 (αρ. καταθ. …./2019)  ανακοπής και β) μεταξύ των διαδίκων της από 16-10-2020 (αρ. καταθ. …./2020) εφέσεως-από 10-6-2019 (αρ. καταθ. …../2019) ανακοπής, λόγω του ότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου, που εφαρμόστηκαν, ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρα 106, 179, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ και άρθρο 22 του Ν. 3693/1957), όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων τις 1) από 1-10-2020 (αρ. καταθ. …../2020) και 2) από 16-10-2020 (αρ. καταθ. …../2020) εφέσεις κατά της υπ΄ αρ. 2941/2020 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Διαδικασία Μισθωτικών Διαφορών).

Δέχεται τυπικά και κατ΄ ουσίαν τις εφέσεις.

Εξαφανίζει την υπ΄ αρ. 2941/2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Διαδικασία Μισθωτικών Διαφορών.

Κρατεί και δικάζει τις 1) από 14-6-2019 (αρ. καταθ. …../2019) και 2) από 10-6-2019 (αρ. καταθ. ………./2019) ανακοπές.

Δέχεται την από 14-6-2019 (αρ. καταθ. …../2019) ανακοπή και εν μέρει την από 10-6-2019 (αρ. καταθ. …../2019) ανακοπή.

Μεταρρυθμίζει τον υπ΄ αρ. …./21-5-2019 πίνακα κατάταξης δανειστών του Συμβολαιογράφου Πειραιά ……………. ως ακολούθως:

Αποβάλλει την πρώτη των καθ΄ ων της από 14-6-2019 (αρ. καταθ. ……./2019) ανακοπής ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…………….» από το ποσό των 7.534,22 ευρώ και το δεύτερο των καθ΄ ων της από 14-6-2019 (αρ. καταθ. …../2019) ανακοπής Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ)» από το ποσό των 3.767,11 ευρώ.

Κατατάσσει προνομιακά και οριστικά το ανακόπτον της από 14-6-2019 (αρ. καταθ. ……/2019) ανακοπής, Ελληνικό Δημόσιο, στο ως άνω συνολικό ποσό των 11.301,33 (= 7.534,22 + 3.767,11) ευρώ προς πλήρη ικανοποίηση της νομοτύπως αναγγελθείσας, δια του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Α΄ Πειραιά, απαίτησής του που απορρέει από Φ.Π.Α..

Αποβάλλει την καθ΄ ης της από 10-6-2019 (αρ. καταθ. …../2019) ανακοπής ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…………..» από το ποσό των 1.238,21 ευρώ.

Κατατάσσει προνομιακά και οριστικά το ανακόπτον της από 10-6-2019 (αρ. καταθ. ……/2019) ανακοπής στο ως άνω ποσό των 1.238,21 ευρώ προς μερική ικανοποίηση της νομοτύπως αναγγελθείσας, δια του Διευθυντή του υποκαταστήματος ΕΦΚΑ-Περιφερειακό Κ.Ε.Α.Ο. Πειραιά, απαίτησής του από ασφαλιστικές εισφορές, πλέον του ποσού των 691,10 ευρώ για το οποίο ήδη έχει καταταγεί με τον ως άνω πίνακα κατάταξης.

Συμψηφίζει, στο σύνολό τους, τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων της από 1-10-2020 (αρ. καταθ. ……/2020) εφέσεως-από 14-6-2019 (αρ. καταθ. ……/2019)  ανακοπής,

Συμψηφίζει, στο σύνολό τους, τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων της από 16-10-2020 (αρ. καταθ. …../2020) εφέσεως-από 10-6-2019 (αρ. καταθ. ……/2019) ανακοπής.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, την 6 Ιουλίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων, της Δικαστικής Πληρεξουσίας Ν.Σ.Κ. και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ