Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 441/2022

Αριθμός    441/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ)

Β΄ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία – Αλεξάνδρα Ζήκου, Εφέτη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Δικαστηρίου τούτου, και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ : ………., την οποία εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος της Σταυρούλα Κοκλιώτη (ΑΜ ………. Δ.Σ. Πειραιώς) με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ.

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ – ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ : .. ……….., τον οποίο εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος του Μαρία Παπαστάθη (ΑΜ ………… Δ.Σ. Αθηνών).

Ο ενάγων – εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την τακτική διαδικασία, την από 16-10-2018, με ΓΑΚ…….. και ΕΑΚ………., αγωγή του, κατά τεσσάρων εναγόμενων μεταξύ των οποίων η εκκαλούσα (δεύτερη εναγόμενη). Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε, ερήμην των πρώτης, τρίτου και τέταρτου εναγόμενων και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, η με αριθμό 3642/2019 οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία έγινε μερικά δεκτή η ανωτέρω αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής η εκκαλούσα – δεύτερη εναγόμενη άσκησε την από 23-12-2019 έφεσή της, η οποία κατατέθηκε, στις 27-12-2019, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με ΓΑΚ…….. και ΕΑΚ……../2019, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, στις 30-1-2020, με ΓΑΚ……… και ΕΑΚ………/2020 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 18ης Φεβρουαρίου 2021, κατά την οποία η συζήτησή της ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων για την προστασία της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού COVID-19 (από 11-2-2021 έως 22-3-2021), και στη συνέχεια, προσδιορίστηκε αυτεπαγγέλτως για τη δικάσιμο της 3ης-6-2021 με τη με αριθμό 93/16-4-2021 πράξη της ορισθείσας από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Ισιδώρας Πόγκα, Προέδρου Εφετών, κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης, και γράφηκε στο οικείο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, αφού αυτή εκφωνήθηκε από το πινάκιο, η εκκαλούσα εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ, που ανέπτυξε τις απόψεις της με τις έγγραφες προτάσεις, που είχε προκαταθέσει, και ο εφεσίβλητος από την πληρεξούσια δικηγόρο του, η οποία, αφού έλαβε το λόγο από τη Δικαστή, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις, που κατέθεσε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 23-12-2019 έφεση, που κατατέθηκε, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, στις 27-12-2019, με ΓΑΚ…….. και ΕΑΚ……, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου, στις 30-1-2020, με ΓΑΚ…….. και ΕΑΚ……./2020, κατά της με αριθμό 3642/5-11-2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 16-10-2018, με ΓΑΚ…… και ΕΑΚ………./2018 αγωγής του εφεσίβλητου εναντίον μεταξύ άλλων και της εκκαλούσας, μετά από συζήτηση ερήμην των πρώτης, τρίτου και τέταρτου εναγόμενων και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, στις 10-4-2019, έχει ασκηθεί από την ηττηθείσα (δεύτερη) εναγόμενη νόμιμα με την κατάθεση δικογράφου στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (άρθρα 495 § 1, 511 επ. ΚΠολΔ), στις 27-12-2019, και εμπρόθεσμα, εφόσον η προσβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε στην τελευταία στις 26-11-2019, όπως αποδεικνύεται από τη με αριθμό ……./26-11-2019 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών …………, και η 26η-12-2019 περιλαμβάνεται στις νόμιμες αργίες και επομένως η προθεσμία για την άσκηση της έφεσης έληγε στις 27-12-2019, και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις, εφόσον η εκκαλούσα έχει καταβάλει το παράβολο ποσού 100 ευρώ με κωδικό …………. σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 §§ 1, 2 και 3 Α περ. β΄, 511, 513 § 1 εδ. β, 516 § 1, 517, 518 § 1 και 520 ΚΠολΔ. Επομένως, η κρινόμενη έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί από το Δικαστήριο αυτό, το οποίο είναι αρμόδιο, κατά το άρθρο 19 ΚΠολΔ, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ).

Ι. Όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 147, 149, 150, 151, 152 ΑΚ, όποιος παρασύρθηκε με απάτη σε δήλωση βουλήσεως ή εξαναγκάστηκε σε δήλωση βούλησης με απειλή, που ασκήθηκε παράνομα ή αντίθετα προς τα χρηστά ήθη από τον άλλο ή από τρίτο, έχει δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας και παράλληλα την ανόρθωση κάθε άλλης ζημίας του, σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες (αρθρ.914 επ. ΑΚ), εφόσον η απάτη ή απειλή περιέχει και τους όρους της αδικοπραξίας, είτε να αποδεχθεί τη δικαιοπραξία και να ζητήσει μόνο την ανόρθωση της ζημίας του, θετικής και αποθετικής, δηλαδή να απαιτήσει αποζημίωση, κατά την έκταση που δικαιούται σε κάθε αδικοπραξία (ΑΠ 715/2011). Από τις προαναφερόμενες διατάξεις η απάτη και απειλή αντιμετωπίζονται στο δίκαιο υπό δύο έννοιες, ήτοι: α) ως λόγος που καθιστά ελαττωματική τη βούληση του απατηθέντος ή απειληθέντος, εξαιτίας της οποίας δικαιούται να ζητήσει την ακύρωση της δήλωσής του και β) ως αδικοπρακτική συμπεριφορά του απατήσαντος ή απειλήσαντος, η οποία γεννά σε βάρος του υποχρέωση αποζημίωσης, κατά το άρθρο 914 του ΑΚ, που ορίζει ότι όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Δεν ενδιαφέρει αν η πλάνη που δημιουργήθηκε συνεπεία της απάτης είναι συγγνωστή ή μη, ουσιώδης ή επουσιώδης, καθώς και αν αναφέρεται αποκλειστικά στα παραγωγικά της βούλησης αίτια, αρκεί αυτή να υφίσταται κατά το χρόνο της δήλωσης της βούλησης του απατηθέντος. Ειδικότερα απάτη, κατά την έννοια του άρθρου 147 ΑΚ αποτελεί κάθε συμπεριφορά από πρόθεση, που τείνει να παράγει, ενισχύσει ή διατηρήσει πεπλανημένη αντίληψη ή εντύπωση, με σκοπό να οδηγηθεί κάποιος σε δήλωση βούλησης, συνίσταται δε η απατηλή συμπεριφορά, είτε σε παράσταση ανύπαρκτων γεγονότων ως υπαρκτών, κατά παράβαση του καθήκοντος αληθείας, είτε στην απόκρυψη ή αποσιώπηση ή ατελή ανακοίνωση υπαρκτών γεγονότων, των οποίων η αποκάλυψη σ` αυτόν, που τα αγνοούσε, επιβαλλόταν από το καθήκον διαφώτισης του με βάση την καλή πίστη ή την υπάρχουσα ιδιαίτερη σχέση μεταξύ αυτού και εκείνου, προς τον οποίο απηύθυνε τη δήλωση του, η συμπεριφορά δε αυτή αποσκοπεί στην πρόκληση δήλωσης βουλήσεως του απατηθέντος, η οποία προκλήθηκε πράγματι από την απάτη (ΑΠ 1756/2011). Ως λόγος μεν η απάτη, που καθιστά ελαττωματική τη βούληση, αποκτά σημασία, μόνο στο πλαίσιο της δικαιοπραξίας, αφού αποτελεί αρνητική προϋπόθεση του κύρους της, και θεμελιώνει, ανάλογα προς το εάν ο απατηθείς επιδιώκει την ακύρωση της δικαιοπραξίας ή την αποδέχεται παρά το ελάττωμά της, παράλληλες αξιώσεις αντίστοιχα αποζημίωσης από αδικοπραξία, για αρνητικό διαφέρον στην πρώτη, που μπορεί να περιλαμβάνει και περαιτέρω θετική ζημία σαν αποτέλεσμα της κατάρτισης της απατηλής δικαιοπραξίας και για θετικό διαφέρον στη δεύτερη. Ως αδικοπρακτική δε συμπεριφορά δόλια και αντικείμενη στα χρηστά ήθη, σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των άρθρων 197, 198, 147, 148, 281, 288 και 919 του ΑΚ, ιδρύει αυτοτελή και πρωτογενή υποχρέωση αποζημίωσης, εφόσον συντρέχουν και οι λοιποί όροι αυτής, δηλαδή η ζημία, και ο αιτιώδης σύνδεσμος της με την απατηλή (δόλια) συμπεριφορά του υπαιτίου, στοιχεία που κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 εδ.ά και β` ΚΠολΔ πρέπει να εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής  (ΑΠ 247/2018, ΑΠ 631/2015)   (ΑΠ 745/2020, ΤΝΠ Νόμος).

ΙΙ. Εξάλλου, από τα άρθρα 247, 251, 298, 914 και 937 ΑΚ συνάγεται ότι σε περίπτωση αδικοπραξίας που έλαβε χώρα με πράξη ή παράλειψη άπαξ τελεσθείσα, αφότου εκδηλώθηκε το ζημιογόνο γεγονός (πράξη ή παράλειψη), γεννάται υπέρ του ζημιωθέντος αξίωση αποζημιώσεως για την όλη θετική και αποθετική ζημία, παρούσα ή μέλλουσα, αν είναι προβλεπτή κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων και εφόσον η δικαστική της επιδίωξη είναι δυνατή, η δε παραγραφή της αξιώσεως αυτής είναι πενταετής και αρχίζει για όλες τις ζημίες ενιαίως από τότε που ο ζημιωθείς έλαβε γνώση των πρώτων επιζήμιων συνεπειών και του υπόχρεου προς αποζημίωση (ΟλΑΠ 24/2003). Διαφορετικά όμως έχουν τα πράγματα όταν η γενεσιουργός της ζημίας παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του υπόχρεου δεν έλαβε χώρα άπαξ, αλλά συνεχίζεται, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση που ο δράστης υπαιτίως παραλείπει να άρει δημιουργηθείσα από αυτόν επιζήμια κατάσταση, από τη διατήρηση της οποίας προκαλείται ζημία σε άλλον. Στην περίπτωση αυτή η ζημία που προκαλείται σε άλλον από την υπαίτια παράλειψη του δράστη να άρει τη γενεσιουργό της ζημίας κατάσταση δεν είναι άμεση συνέπεια της άπαξ τελεσθείσης και ολοκληρωθείσης πράξεως του δράστη, με την οποία δημιουργήθηκε η κατάσταση, αλλά της διατηρήσεως και μη άρσεως της ζημιογόνου αυτής καταστάσεως, γεννάται δε όσο χρόνο διαρκεί η κατάσταση αυτή και όχι άπαξ με την τέλεση της πράξεως με την οποία η κατάσταση αυτή δημιουργήθηκε. Επομένως, η κατά το άρθρο 937 ΑΚ πενταετής ως άνω παραγραφή της αξιώσεως του ζημιωθέντος προς αποζημίωση για τη ζημία που υφίσταται από την διατήρηση της καταστάσεως αυτής και την παράλειψη του δράστη να ενεργήσει προς άρση της, δεν αρχίζει από τον χρόνο που αυτός έλαβε γνώση της αρχικής ζημιογόνου συμπεριφοράς του δράστη με την οποία δημιουργήθηκε η ζημιογόνος κατάσταση αλλά από τα μεταγενέστερα χρονικά σημεία που εξακολουθεί να υφίσταται η κατάσταση αυτή και να προκαλεί ζημία σε άλλον (ΑΠ 1954/2014, ΑΠ 1604/2014, ΑΠ 1367/2012, ΑΠ 1730/2010, ΑΠ 832/2008) (ΑΠ 846/2021, ΤΝΠ Νόμος).

ΙΙΙ. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 450 § 2 και 451 § 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι κάθε διάδικος υποχρεούται να επιδείξει τα έγγραφα, τα οποία κατέχει και που μπορούν να χρησιμεύσουν για απόδειξη, ο δε αντίδικος του κατέχοντος το έγγραφο, εφόσον δικαιολογεί έννομο συμφέρον, μπορεί να ζητήσει την επίδειξη του εγγράφου με τις προτάσεις του ακόμη και για πρώτη φορά ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου (ΑΠ 782/2017). Για να είναι, όμως, το σχετικό αίτημα παραδεκτό και σύννομο πρέπει να γίνεται επίκληση της κατοχής του εγγράφου από τον αντίδικο και να προσδιορίζεται σαφώς το έγγραφο και με ακρίβεια το περιεχόμενο του (ΑΠ 1180/2017, ΑΠ 348/2019, ΤΝΠ Νόμος).

Με την από 16-10-2018 αγωγή του ο ενάγων εκθέτει ότι από το έτος 2007 μέχρι το έτος 2010 υπήρξε ομόρρυθμος εταίρος, με ποσοστό 40%, στην πρώτη εναγομένη, υπό την αρχική επωνυμία της, η οποία άλλαξε όταν μεταβίβασε το ποσοστό του ισομερώς στους δεύτερη και τρίτο εναγόμενους, από τους οποίους η δεύτερη εναγόμενη αποχώρησε από την εταιρία, στις 26-4-2013, μεταβιβάζοντας το ποσοστό της στον τρίτο εναγόμενο, με αντίστοιχη τροποποίηση του καταστατικού και της επωνυμίας της πρώτης εναγομένης. Ότι πριν την αποχώρησή του η πρώτη εναγομένη σύναψε με την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος σύμβαση πίστωσης αλληλόχρεου λογαριασμού προς εξυπηρέτηση των εταιρικών αναγκών, στην οποία ο ενάγων είχε συμβληθεί ως ομόρρυθμος εταίρος και νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης εναγομένης, και ατομικά ως εγγυητής, όπως και ο πρώτος εξάδελφός του, ενώ κατά τη μεταβίβαση του εταιρικού μεριδίου του οι αγοραστές αυτού, δεύτερη και τρίτος εναγόμενοι, αναγνώρισαν και αποδέχθηκαν να αποπληρώσουν τα χρέη που είχαν δημιουργηθεί σε βάρος της πρώτης εναγομένης μέχρι την αποχώρησή του, μεταξύ άλλων και την αποπληρωμή της ανωτέρω δανειακής σύμβασης αλληλόχρεου λογαριασμού, με τη ρητή προφορική διαβεβαίωση όλων μελών της πρώτης εναγόμενης ότι θα προέβαιναν στις απαραίτητες ενέργειες ώστε να τροποποιηθεί η αρχική δανειακή σύμβαση με αναδοχή χρέους από τα νέα μέλη και απεμπλοκή του ενάγοντος και του πρώτου εξαδέλφου του. Ότι από τις 28-11-2010, δημοσίευση της τροποποίησης (αποχώρηση του ενάγοντος) του καταστατικού της πρώτης εναγόμενης, οι εναγόμενοι δεν προέβησαν σε οποιαδήποτε ενέργεια για την τήρηση των ανωτέρω υποσχέσεών τους, αντίθετα στις ερωτήσεις του φρόντιζαν να τον καθησυχάζουν μέχρι το μήνα Απρίλιο του έτους 2011, οπότε ζήτησαν από αυτόν και τον εξάδελφό του να συμπράξουν εκ νέου, ο ενάγων ως νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης εναγομένης και ως εγγυητής και ο εξάδελφός του ως εγγυητής για την αύξηση πιστωτικού ορίου της ανωτέρω σύμβασης πίστωσης, κατά το ποσό των 3.000 ευρώ, και συνολικής ρύθμισης της νέας οφειλής, ώστε να διευκολυνθούν στην αποπληρωμή του δανείου με διετή περίοδο χάριτος, αφού αδυνατούσαν να αποπληρώσουν κατά ποσοστό 30% την υφιστάμενη οφειλή για να αποδεχθεί η ανωτέρω τράπεζα την αλλαγή των υπόχρεων, πρώτου ενάγοντος και του εξαδέλφου του, και για να ανταπεξέλθουν στη λειτουργία του καταστήματος, με τη ρητή διαβεβαίωση των εναγόμενων αφενός ότι θα αποπληρώνουν εμπρόθεσμα τις δόσεις και θα εκπληρώνουν όλες τις υποχρεώσεις της δανειακής σύμβασης, αφετέρου ότι ο ίδιος και ο εξάδελφός του δεν θα επιβαρυνθούν οικονομικά και δεν αναλαμβάνουν οποιονδήποτε κίνδυνο με την υπογραφή της νέας σύμβασης, ενώ με το πέρας της περιόδου χάριτος θα υποβάλλουν νέο αίτημα αναδοχής χρέους προς απεμπλοκή του ενάγοντος και του εξαδέλφου του· τα ανωτέρω, δε, εξέφρασαν οι εναγόμενοι και ενώπιον των οργάνων – υπαλλήλων της τράπεζας, οι οποίοι τα επιβεβαίωσαν ως καθαρά τυπικό θέμα για την τράπεζα, με σκοπό να πείσουν τον ενάγοντα και τον εξάδελφό του να υπογράψουν την πρόσθετη πράξη της αρχικής σύμβασης πίστωσης. Στη συνέχεια, εκθέτει ότι, αφού πείσθηκε για το αληθές των διαβεβαιώσεων των εναγόμενων, θεωρώντας τους άξιους της εμπιστοσύνης του, και πιστεύοντας ότι ήταν ο μόνος τρόπος για να απεμπλακούν από τις υποχρεώσεις της ανωτέρω σύμβασης πίστωσης, ο ίδιος και ο εξάδελφός του υπέγραψαν πρόσθετη πράξη στην αρχική δανειακή σύμβαση πίστωση, με αύξηση του ορίου πίστωσης και ρύθμιση της χρηματοδότησης με ημερομηνία καταβολής πρώτης δόσης στις 28-5-2013. Ότι οι εναγόμενοι ουδέν ποσό κατέβαλαν προς εξόφληση της σύμβασης πίστωσης, και στις επανειλημμένες οχλήσεις του, μέχρι την άσκηση της αγωγής, τον καθησύχαζαν και τον διαβεβαίωναν ψευδώς ότι θα τακτοποιηθεί το θέμα, ενώ τα στοιχεία του είχαν καταχωρηθεί δυσμενώς στο αρχείο δεδομένων «Τειρεσίας» δημιουργώντας του προβλήματα στους συνεταιρισμούς και στις συνεργασίες του σε περίοδο μεγάλης οικονομικής κρίσης, δυσχεραίνοντας τη χρηματοδότηση της δικής του επιχείρησης από πιστωτικά ιδρύματα, αλλά και στις σχέσεις του με τον εξάδελφό του και το στενό οικογενειακό περιβάλλον του επιβαρύνοντάς τον ψυχολογικά. Ότι από τα τέλη του έτους 2015 έμαθε ότι η πρώτη εναγόμενη έχει και άλλες ληξιπρόθεσμες οφειλές, ο τέταρτος εναγόμενος συνέχισε να τον παραπλανά ότι θα τακτοποιηθεί το θέμα, και από τα τέλη του έτους 2017 ο ενάγων αντιλήφθηκε ότι οι διαβεβαιώσεις των εναγομένων ήταν ψεύτικες και ότι δεν είχαν σκοπό να επιλύσουν το ζήτημα της τροποποίησης της σύμβασης πίστωσης, αφού δεν προέβαιναν σε οποιαδήποτε πράξη επί τετραετία. Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά ο ενάγων ζήτησε, για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, που υπέστη από τις άδικες πράξεις των εναγόμενων, να υποχρεωθούν οι τελευταίοι να του καταβάλουν, αλληλέγγυα και σε ολόκληρο, το ποσό των 30.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, καθώς και να καταδικαστούν αυτοί στη δικαστική δαπάνη του. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, ερήμην των πρώτης, τρίτου και τέταρτου εναγόμενων και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η με αριθμό 3642/5-11-2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία έγινε μερικά δεκτή η αγωγή, και υποχρέωσε τους εναγόμενους να καταβάλουν, αλληλέγγυα και σε ολόκληρο, στον ενάγοντα το ποσό των 12.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, απορρίπτοντας το παρεπόμενο αίτημα της κήρυξης προσωρινής εκτελεστότητας, και καταδίκασε τους εναγόμενους στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος ύψους 500 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εκκαλούσα, με την κρινόμενη έφεσή της, για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί, δε, να γίνει δεκτή αυτή, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε να απορριφθεί η αγωγή, καθώς και να καταδικαστεί ο εφεσίβλητος στη δικαστική δαπάνη της.

Με το ως άνω περιεχόμενο και αιτήματα, η κρινόμενη αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη, και πρέπει να απορριφθεί ο πρώτος λόγος έφεσης της εκκαλούσας, καθόσον περιέχονται σ’ αυτή όλα τα απαιτούμενα από το νόμο στοιχεία, σύμφωνα και με την ανωτέρω (Ι) νομική σκέψη, για την πληρότητα της ιστορικής βάσης της αγωγής αποζημίωσης από αδικοπραξία· ειδικότερα, αναφέρεται ότι η συμπεριφορά των εναγόμενων να παράξουν και να ενισχύουν την πεπλανημένη εντύπωση του ενάγοντος, ότι τηρούν και θα τηρούν τις δανειακές υποχρεώσεις τους και θα προκαλέσουν την τροποποίηση της σύμβασης, με σκοπό να τον πείσουν να υπογράψει νέα ρύθμιση του δανείου, η διατήρηση της συμπεριφοράς αυτής με την καθησύχαση του ενάγοντος, κατά παράβαση του καθήκοντος αληθείας, η υπογραφή τελικά από τον ενάγοντα της πρόσθετης πράξης της αρχικής σύμβασης πίστωσης, η οποία προκλήθηκε πράγματι από τη συμπεριφορά των εναγόμενων, η ζημία του ενάγοντος ως ατόμου και επιχειρηματία, καθώς και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της διαρκούς συμπεριφοράς των εναγομένων, και της ζημίας του ενάγοντος.

Με τον πέμπτο λόγο της έφεσής της η εκκαλούσα παραπονείται ότι ενώ ζήτησε την επίδειξη της αναλυτικής κατάστασης λογαριασμού των μηνιαίων καταβολών πριν την είσοδό της στην εταιρία, τα στοιχεία αυτά δεν εισφέρθηκαν ποτέ. Με το ανωτέρω περιεχόμενο ο συγκεκριμένος λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί πρωτίστως ως αόριστος και επομένως απαράδεκτος, καθόσον δεν εκτίθεται η ταυτότητα του λογαριασμού, την επίδειξη του οποίου αιτείται η εκκαλούσα, δεύτερη εναγόμενη, με αναφορά του εκδότη αυτού και χρονικό προσδιορισμό του, το περιεχόμενο αυτού, καθώς ότι ο ενάγων κατέχει το συγκεκριμένο έγγραφο, όπως απαιτείται από το νόμο, σύμφωνα και με την ανωτέρω (ΙΙΙ) νομική σκέψη.

Από την εκτίμηση των με αριθμούς …. και …./21-1-2019 ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον του συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ………. των μαρτύρων ………. και …. …. αντίστοιχα, οι οποίες ελήφθησαν με πρωτοβουλία του ενάγοντος, κατόπιν νόμιμης προηγούμενης κλήσης των εναγόμενων, της με αριθμό ……/8-2-2019 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον της Ειρηνοδίκη Σαλαμίνας …… της μάρτυρα ……….., η οποία λήφθηκε με πρωτοβουλία της δεύτερης εναγόμενης κατόπιν νόμιμης κλήτευσης του ενάγοντος εντός της προθεσμίας της προσθήκης – αντίκρουσης και για το συγκεκριμένο (δεύτερο) βαθμό δικαιοδοσίας, κατ’ άρθρο 529 § 1 α ΚΠολΔ (ΑΠ 484/2019, Ιστοσελίδα ΑΠ), η οποία, ωστόσο, ορθώς εκτιμήθηκε ως απαράδεκτο αποδεικτικό μέσο από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, και πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος ο τρίτος λόγος έφεσης, διότι η δεύτερη εναγόμενη τόσο στην προσθήκη – αντίκρουση όσο και στην ανωτέρω ένορκη βεβαίωση αναφέρει ότι σκοπός της σύνταξης και προσκόμισης αυτής είναι η ενίσχυση των ισχυρισμών των προτάσεων της και όχι η αντίκρουση συγκεκριμένων ισχυρισμών που προτάθηκαν για πρώτη φορά με τις προτάσεις του ενάγοντος (ΑΠ 321 και 1585/2018, ΜονΕφΑιγ 30/2020, ΤΝΠ Νόμος), όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που οι διάδικοι επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ορισμένα από τα οποία αναφέρονται ειδικότερα κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, και τέλος των ομολογιών των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους (άρθρα 261 και 352 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:  Με το από 10-7-2007 καταστατικό σύστασης ομόρρυθμης εταιρίας, που καταχωρήθηκε στα βιβλία του Πρωτοδικείου Πειραιώς με αριθμό μητρώου ….. και αριθμό κατάθεσης …./11-7-2007, συστάθηκε από τους ενάγοντα και τέταρτο εναγόμενο ομόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία «………» (αρχική επωνυμία της πρώτης εναγομένης), με σκοπό τη δημιουργία και λειτουργία καφέ – μπαρ – αίθουσας αναψυχής, με έδρα στην οδό ………….. στη Σαλαμίνα Αττικής, με συμμετοχή των εταίρων στα κέρδη – ζημίες και κεφάλαιο κατά ποσοστά ο ενάγων 40% και ο τέταρτος εναγόμενος 60%. Στις 15-6-2010, στη Σαλαμίνα, η πρώτη εναγόμενη – πιστούχος, όπως εκπροσωπούνταν από τους ενάγοντα και τέταρτο εναγόμενο, σύναψε με την ανώνυμη τραπεζική εταιρίας με την επωνυμία «Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος» – δανείστρια τη με αριθμό ….. σύμβαση παροχής πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, την οποία εγγυήθηκαν οι ανωτέρω εκπρόσωποι της ομόρρυθμης εταιρίας, ο …………., εξάδελφος του ενάγοντος, και οι ……. και ……….., και με την οποία συνομολογήθηκε η παροχή πίστωσης με όριο στο ποσό των 24.000 ευρώ, προς την πιστούχο ενδεικτικά με τη χορήγηση μετρητών, την κάλυψη υποχρεώσεών της προς τρίτους ή την τράπεζα, και την παροχή πάσης φύσεως εγγυήσεων. Στη συνέχεια, αποδείχθηκε ότι με το από 23-11-2010 ιδιωτικό συμφωνητικό μεταβίβασης επιχείρησης και αναγνώρισης χρέους, ο ενάγων μεταβίβασε, αντί του συνολικού τιμήματος 22.000 ευρώ, το ποσοστό συμμετοχής του στην ως άνω ομόρρυθμη εταιρία, 40%, στους δεύτερη και τρίτο εναγόμενους ισομερώς, 20% του εταιρικού κεφαλαίου στον καθένα, και δηλώθηκε από τους συμβαλλόμενους ότι «Δ. Κατόπιν της γενομένης μεταβιβάσεως οι αγοραστές (δεύτερη και τρίτος εναγόμενοι), καθίστανται ομόρρυθμα μέλη της ως άνω εταιρίας και ευθύνονται για τις εταιρικές υποχρεώσεις μαζί με την εταιρία, προσωπικώς ανάλογα με το ποσοστό συμμετοχής τους. Ο πωλητής (ενάγων) από σήμερα απεκδύεται κάθε δικαιώματός του σε αυτό και που απορρέει από αυτό καθώς και κάθε υποχρέωση και ευθύνη προς τρίτους. Ε. Οι αγοραστές (δεύτερη και τρίτος εναγόμενοι) δε διά του παρόντος δηλώνουν πως είναι ενήμεροι, αναγνωρίζουν και αποδέχονται να αποπληρώσουν χρέη προς τρίτους, τα οποία δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια της εταιρίας, ήτοι από 10-7-2007 έως και σήμερα που υπογράφεται το παρόν. Πιο συγκεκριμένα αποδέχονται και είναι υποχρεωμένοι να καταβάλουν προς το Ι.Κ.Α : 1) το ποσό των 9.194,40 ευρώ που επιβλήθηκε µε την υπ αριθμ. Μ ……. Π.Ε.Ε 2) το ποσό των 2.758,36 ευρώ, το οποίο επιβλήθηκε µε την υπ αριθμ. Μ ……. Π.Ε.Π.Ε.Ε, 3) το ποσό των 1.000 ευρώ, το οποίο επιβλήθηκε µε την υπ αριθμ. ……… πράξη επιβολής προστίμου ακαταχώριστων εργαζομένων. Επίσης, στην ΔΟΥ Σαλαμίνας το χρηματικό ποσό των 1.600 ευρώ, καθώς και κάθε άλλο βάρος που θα δημιουργηθεί από την παραπάνω αιτία. Τέλος, οι αγοραστές υποχρεούνται στην καταβολή των δημόσιων και δημοτικών τελών φόρων και τελών καθαριότητας, φωτισμού, πεζοδρομίου κ.λ.π σε σχέση µε την εταιρία, στην δαπάνη κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος, νερού, αποχέτευσης και προμηθευτών, καθώς και κάθε άλλου τέλους ή βάρους που μέχρι σήμερα βάρυναν τον “πωλητή” (ενάγοντα), ως ομόρρυθμο µέλος της εταιρίας µε την επωνυμία «……………..». Ο δε πωλητής (ενάγων) οφείλει να παρέχει στους αγοραστές οποιαδήποτε συνδρομή κριθεί απαραίτητη για την αποπληρωμή από μέρους τους των παραπάνω χρεών (ήτοι να καταθέτει αιτήσεις για ρύθμιση, να εξουσιοδοτεί προς τον σκοπό αυτό τους αγοραστές κ.τ.λ)». Ακολούθησε η τροποποίηση του καταστατικού της εταιρίας, πρώτης εναγόμενης, με το από 23-11-2010 ιδιωτικό συμφωνητικό τροποποίησης καταστατικού σύστασης ομόρρυθμης εταιρίας μεταξύ των διαδίκων, που καταχωρήθηκε στα ίδια ως άνω βιβλία με αριθμό κατάθεσης ……./24-11-2010, με το οποίο αποχωρεί ο ενάγων από την πρώτη εναγόμενη με την είσοδο της δεύτερης και του τρίτου εναγόμενων, ορίζονται και τα τρία φυσικά πρόσωπα, δεύτερη, τρίτος και τέταρτος εναγόμενοι, διαχειριστές της εταιρίας, πρώτης εναγόμενης, και η επωνυμία της τελευταίας διαμορφώνεται σε «……» με διακριτικό τίτλο «……….». Η ανωτέρω τροποποίηση δημοσιεύθηκε σε όλες τις αρμόδιες υπηρεσίες, ΔΟΥ, Γ.Ε.ΜΗ. και Επαγγελματικό Επιμελητήριο Πειραιά, όπως αποδεικνύεται από τις σχετικές βεβαιώσεις, που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι. Μεταξύ των ανωτέρω αναφερόμενων βαρών, που ανέλαβαν με την είσοδό τους στην ανωτέρω εταιρία, πρώτη εναγόμενη, περιλαμβάνονταν και η πληρωμή των υποχρεώσεων προς την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος από τη με αριθμό …… σύμβαση παροχής πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, όπως αποδεικνύεται από τις ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων αμφότερων των διαδίκων (εκκαλούσας και εφεσίβλητου). Συγχρόνως με την υπογραφή του ανωτέρω συμφωνητικού τροποποίησης της πρώτης εναγόμενης, οι λοιποί εναγόμενοι, φυσικά πρόσωπα, διαβεβαίωσαν προφορικά τον ενάγοντα ότι, μετά τη δημοσίευση του στις αρμόδιες υπηρεσίες και την αλλαγή της επωνυμίας και της διαχείρισης αυτής, θα προέβαιναν στις απαραίτητες ενέργειες προς την ανωτέρω δανείστρια τράπεζα, καταθέτοντας σχετικό αίτημα και προσκομίζοντας έγγραφα και στοιχεία, ώστε να τροποποιηθεί η προαναφερόμενη σύμβαση πίστωσης ανοιχτού αλληλόχρεου λογαριασμού με την ανάληψη των υποχρεώσεων του ενάγοντος από τους εναγόμενους, ιδίως δε από τη δεύτερη και τρίτο εναγόμενους, ως νέα ομόρρυθμα μέλη και διαχειριστές της πρώτης εναγόμενης – πιστούχου, με σκοπό να ελευθερωθούν από την ευθύνη της σύμβασης αυτής ο ενάγων, ατομικά και ως εγγυητής, και ο εξάδελφός του, ως εγγυητής. Ωστόσο, μετά την πάροδο περίπου πέντε (5) μηνών από την αποχώρηση του ενάγοντος δεν υπήρξε οιαδήποτε εξέλιξη στο ζήτημα της διαδοχής της ευθύνης ενώπιον της ανωτέρω δανείστριας τράπεζας· αντίθετα, το μήνα Απρίλιο του έτους 2011, οι δεύτερη, τρίτος και τέταρτος εναγόμενοι ζήτησαν από τον ενάγοντα και τον εξάδελφό του, ………, να υπογράψουν σε νέα σύμβαση με την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, ώστε να ρυθμισθεί η οφειλή και να διευκολυνθούν στην αποπληρωμή του δανείου· για να κάμψουν, δε, τις αντιρρήσεις του ενάγοντος και του εξαδέλφου του, οι εναγόμενοι τους γνωστοποίησαν ότι η οφειλή τους από την ένδικη πίστωση αλληλόχρεου λογαριασμού εμφανίζει καθυστέρηση και για οποιαδήποτε τροποποίηση της δανειακής σύμβασης η τράπεζα απαιτούσε προγενέστερη μερική αποπληρωμή ποσοστού 30% της οφειλής, την οποία αδυνατούσαν να πραγματοποιήσουν. Επιπλέον, αποδείχθηκε ότι οι εναγόμενοι, με αποκλειστικό σκοπό να πείσουν τους ενάγοντα και εξάδελφό του να υπογράψουν νέα σύμβαση, υποσχέθηκαν, ενώπιον και του αδελφού του ενάγοντος αλλά και των υπαλλήλων της τράπεζας, ότι θα φροντίζουν να αποπληρώνουν εμπρόθεσμα και πλήρως την οφειλή τους, μετά τη ρύθμισή της, αφού αναγνώρισαν ότι βαρύνει αποκλειστικά την πρώτη εναγομένη και τους ίδιους ατομικά, ότι ο ενάγων και ο εξάδελφός του δεν θα επιβαρυνθούν οικονομικά και δεν θα διατρέξουν κάποιο κίνδυνο, ανάγοντας την υπογραφή της νέας σύμβασης από αυτούς σε τυπικό ζήτημα, ενώ μετά τη λήξη της περιόδου χάριτος της ρύθμισης, θα υποβάλουν αίτημα αναδοχής χρέους και αλλαγής εγγυητών. Ακολούθως, αποδείχθηκε ότι στις 28-4-2011, ο ενάγων και ο εξάδελφός του, αφού πείστηκαν ότι είναι η μόνη λύση να απεγκλωβιστούν από τις δανειακές υποχρεώσεις της ανωτέρω πίστωσης, μαζί με τους τέταρτο εναγόμενο, την …….. και τον ………., υπέγραψαν ως εγγυητές υπέρ της πρώτης εναγόμενης, ως πιστούχου, με την ανωτέρω τράπεζα α) τη με αριθμό ……… σύμβαση αύξησης του ορίου πίστωσης με ανοιχτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, και β) τη με αριθμό …../………. πρόσθετη πράξη ρύθμισης χρηματοδοτήσεων μέσω σύμβασης πίστωσης με ανοιχτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, κατά τις οποίες αυξήθηκε το συνομολογηθέν όριο της πίστωσης κατά 3.000 ευρώ, από 24.000 ευρώ σε 27.000 ευρώ, διαπιστώθηκε ότι υπόλοιπο της υφιστάμενης πίστωσης ποσού 21.322,88 ευρώ, στις 31-12-2010, είναι ληξιπρόθεσμο, το οποίο εμφανίζεται στο με αριθμό …….. λογαριασμό, ο οποίος εξοφλείται και το υπόλοιπό του μεταφέρεται στο με αριθμό …….. λογαριασμό με ποσό 22.045,30 ευρώ, και ότι για την αποπληρωμή του νέου λογαριασμού παρέχεται διετής περίοδος χάριτος, και δη από 28-4-2011 μέχρι 28-4-2013, μετά τη λήξη της οποίας η εξόφληση θα γίνει σε 60 ισόποσες συνεχείς μηνιαίες δόσεις των 367,42 ευρώ η καθεμία, με την πρώτη από αυτές καταβλητέα στις 28-5-2013. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι ανωτέρω συμβάσεις υπογράφηκαν και από τα στελέχη της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, παρά το γεγονός ότι κατατέθηκαν τα επίσημα αποδεικτικά έγγραφα για την αλλαγή της επωνυμίας της πρώτης εναγόμενης, πιστούχου, και της εκπροσώπησης και διαχείρισης αυτής, για την οποία πλέον ο ενάγων δεν είχε οποιαδήποτε νομιμοποίηση. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι με το από 26-4-2013 ιδιωτικό συμφωνητικό τροποποίησης καταστατικού σύστασης ομόρρυθμης εταιρίας, που καταχωρήθηκε στο Γ.Ε.ΜΗ., στις 8-5-2013, με ΚΑΚ……, αποχώρησε η δεύτερη εναγόμενη από την πρώτη εναγόμενη εταιρία μεταβιβάζοντας το ποσοστό συμμετοχής της στην τελευταία στον τέταρτο εναγόμενο, ο οποίος πλέον απέκτησε ποσοστό 80% της εταιρίας, τροποποιώντας τη διαχείριση και εκπροσώπηση της εταιρίας, που θα ασκούνται από τους τρίτο και τέταρτο εναγόμενους, και την επωνυμία της, η οποία πλέον ορίστηκε σε «……….». Επίσης, αποδείχθηκε ότι με το από 9-4-2014 ιδιωτικό συμφωνητικό τροποποίησης ομόρρυθμης εταιρίας – μεταβίβαση μεριδίου, που καταχωρήθηκε στο Γ.Ε.ΜΗ., στις 16-4-2014, με ΚΑΚ……., αποχώρησε ο τέταρτος εναγόμενος από την πρώτη μεταβιβάζοντας το ποσοστό συμμετοχής του στην τελευταία, 80%, στον …. …, τροποποιώντας τη διαχείριση και εκπροσώπηση της εταιρίας, που θα ασκούνται από τους τρίτο εναγόμενο και το νέο μέλος της εταιρίας, και την επωνυμία της, η οποία πλέον ορίστηκε σε «………». Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι μετά τη λήξη της περιόδου χάριτος, στις 28-4-2013, οι εναγόμενοι όχι μόνο δεν ήταν συνεπείς στην καταβολή των δόσεων της ένδικης πίστωσης αλληλόχρεου λογαριασμού, όπως ρυθμίστηκε και αυξήθηκε και όπως υποσχέθηκαν στον ενάγοντα, αλλά και σε κάθε όχληση του τελευταίου, για την τακτοποίηση του ζητήματος και αλλαγής των υπόχρεων εγγυητών στην ανωτέρω ένδικη σύμβαση πίστωσης, τον καθησύχαζαν και τον διαβεβαίωναν ότι θα υποβάλουν τα απαιτούμενα δικαιολογητικά έγγραφα για να τροποποιηθεί η ένδικη σύμβαση με την πρόσθετη πράξη αυτής. Αποδείχθηκε, επομένως, ότι η ζημιογόνος συμπεριφορά των εναγόμενων ήταν διαρκής, καθώς διατηρήθηκε για χρονικό διάστημα πέραν της τετραετίας, κατά την οποία οι εναγόμενοι παραπλανούσαν τον ενάγοντα με καθησυχαστικές υποσχέσεις ότι ενεργούν ή πρόκειται να ενεργήσουν, ώστε να απεμπλακεί από τη σύμβαση πίστωσης αλληλόχρεου λογαριασμού και την πρόσθετη πράξη αυτής. Συνεπώς, ο δεύτερος λόγος της έφεσης της εκκαλούσας που αφορά στην ένσταση παραγραφής της ένδικης αξίωσης του ενάγοντος, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθόσον η έναρξη της παραγραφής της αξίωσης του ενάγοντος (ζημιωθέντος) προς αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη από τη συμπεριφορά των εναγόμενων, τη διατήρηση της κατάστασης οφειλής, και την παράλειψη των εναγόμενων να ενεργήσει προς άρση της, δεν τοποθετείται στον χρόνο που αυτός έλαβε γνώση της αρχικής ζημιογόνου συμπεριφοράς των εναγόμενων αλλά από τα μεταγενέστερα χρονικά σημεία που εξακολουθεί να υφίσταται η κατάσταση αυτή και του προκαλεί ζημία, όπως αναφέρεται στην ανωτέρω (ΙΙ) μείζονα σκέψη. Συνέπεια όλων των ανωτέρω, παρά τις υποσχέσεις και τις διαβεβαιώσεις των εναγομένων, είναι ότι ο ενάγων συνεχίζει, μέχρι και την άσκηση της αγωγής, να είναι υπέγγυος για την εξόφληση της πίστωσης ανοιχτού λογαριασμού, ο οποίος βρίσκεται σε καθυστέρηση, με ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο ύψους 38.393,96 ευρώ από το οποίο τόκοι τάξεως 16.215,89 ευρώ στις 22-2-2018, όπως αποδεικνύεται από το με ίδια ημερομηνία απόσπασμα εξηγμένο από τα τηρούμενα μηχανογραφικώς εμπορικά βιβλία της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος· τα δυσμενή στοιχεία, δε, των οφειλών αυτών με υπόχρεο τον ενάγοντα έχουν καταχωρηθεί στο αρχείο δεδομένων «Τειρεσίας», με αποτέλεσμα τη μείωση της πιστοληπτικής του ικανότητας και τη δυσφήμισή του στον επαγγελματικό – επιχειρηματικό χώρο, ενώ βρίσκεται σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση γνωρίζοντας ότι για λογαριασμό του έχει εμπλακεί και ο εξάδελφός του, ………, σε οικονομική υπόθεση, που δεν τον αφορούσε, με κίνδυνο την εκποίηση της ακίνητης περιουσίας του. Από τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά αποδείχθηκε ότι, χωρίς τις διαβεβαιώσεις και υποσχέσεις των εναγόμενων φυσικών προσώπων, ο ενάγων δεν θα προέβαινε στην υπογραφή της πρόσθετης πράξης της ένδικης σύμβασης πίστωσης αλληλόχρεου λογαριασμού, οι εναγόμενοι, δε, γνώριζαν ότι αδυνατούσαν να ανταποκριθούν στις δανειακές υποχρεώσεις τους ανάλογα με τις υποσχέσεις τους προς τον ενάγοντα, με συνέπεια ο τελευταίος να εμφανίζεται στο κοινωνικό και επαγγελματικό περιβάλλον του αλλά και στον οικογενειακό περίγυρο αφερέγγυος και έμπλεος χρεών, για τα οποία δεν ήταν υπεύθυνος. Ο ισχυρισμός, δε, της δεύτερης εναγόμενης ότι δεν ευθύνεται επειδή αποχώρησε από την εταιρία στις 26-4-2013 υπογράφοντας με τον τους λοιπούς εναγόμενους το από 22-4-2013 ιδιωτικό συμφωνητικό αναγνώρισης χρέους, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθόσον οι ιδιωτικές συμφωνίες ισχύουν και δεσμεύουν αυτούς που τις υπέγραψαν, και στην προκείμενη περίπτωση ο ενάγων δεν συμβλήθηκε στο ανωτέρω ιδιωτικό συμφωνητικό· σε κάθε περίπτωση η εκκαλούσα – δεύτερη εναγόμενη δεν απέδειξε ότι ο ενάγων γνώριζε τη συγκεκριμένη συμφωνία αναγνώρισης χρέους και ότι την αποδέχθηκε εξαιρώντας τη δεύτερη εναγόμενη από την ευθύνη της προς τον ίδιο. Επομένως, η προπεριγραφόμενη συμπεριφορά των εναγομένων, της πρώτης όπως εκπροσωπούνταν από τους λοιπούς, συνιστά αδικοπραξία σε βάρος του ενάγοντος, για την οποία δικαιούται χρηματικής ικανοποίησης για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των εναγόμενων. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, και αφού εκτιμηθεί το είδος, οι συνθήκες τέλεσης, και η διάρκεια της παραπλάνησης του ενάγοντος από τους εναγόμενους και η διατήρηση από τους τελευταίους μέχρι την άσκηση της κρινόμενης αγωγής της ζημιογόνου κατάστασης χωρίς οιαδήποτε προσπάθεια άρσης αυτής, το είδος και ο βαθμός πταίσματος αυτών, και η κοινωνική και οικονομική κατάσταση των μερών (άρθρο 932 ΑΚ), πρέπει να του επιδικασθεί ως χρηματική ικανοποίηση το εύλογο χρηματικό ποσό των δώδεκα χιλιάδων (12.000) ευρώ. Επομένως, πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι α) ο τέταρτος λόγος της έφεσης, καθόσον δεν αποδείχθηκε ότι η εκκαλούσα δεν ευθύνεται για τη ζημία που υπέστη ο ενάγων – εφεσίβλητος, ότι η δανείστρια τράπεζα αρνήθηκε να απαλλάξει τον ενάγοντα, και ότι οι δόσεις της ρύθμισης πληρώνονταν κανονικά μέχρι την αποχώρησή της από την εταιρία· αντίθετα, αποδείχθηκε ότι οι εναγόμενοι πίεσαν και έπεισαν τον ενάγοντα, με ψευδείς υποσχέσεις, να υπογράψει, στις 28-4-2011, την πρόσθετη πράξη της ένδικης σύμβασης πίστωσης, επειδή, ακριβώς, δεν εξυπηρετούσαν τη δανειακή σύμβαση, όπως καταδεικνύεται από το από 31-3-2011 εισηγητικό σημείωμα προς κέντρο πιστοδοτήσεων Β1 του υποκαταστήματος Σαλαμίνας της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος με ληξιπρόθεσμο ποσό οφειλής ύψους 21.322,89 ευρώ, και αδυνατούσαν να πληρώσουν άμεσα ποσοστό 30% της προαναφερόμενης οφειλής, όρο που έθετε η τράπεζα προκειμένου να δεχθεί αντικατάσταση εγγυητών και εξασφαλίσεων για την ένδικη πίστωση, και β) ο έκτος λόγος της έφεσης, καθόσον δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων ήταν εμπειρότατος στις εμπορικές συναλλαγές και η εκκαλούσα άπειρη και ότι η επιλογή της συγκεκριμένης επένδυσης την οδήγησαν σε οικονομική καταστροφή· αντίθετα αποδείχθηκε ότι η εκκαλούσα κατά την είσοδό της στην πρώτη εναγόμενη ασκούσε το επάγγελμα της λογίστριας στη Σαλαμίνα γνωρίζοντας τόσο τις εμπορικές συναλλαγές, όσο και τις οικονομικές υποχρεώσεις που αναλαμβάνει με τη συμμετοχή της ως ομόρρυθμο μέλος στην πρώτη εναγόμενη εταιρία, ενώ δεν προσκόμισε σχετικά στοιχεία με την οικονομική κατάστασή της. Κατά συνέπεια, η εκκαλούμενη απόφαση, η οποία δέχθηκε μερικά την ένδικη αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη, έστω και με διαφορετικές ή και συνοπτικότερες αιτιολογίες, οι οποίες αντικαθίσταται με τα ανωτέρω αναφερόμενα (άρθρο 534 ΚΠολΔ), δεν έσφαλε, αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, και οι αντίθετοι ισχυρισμοί της εκκαλούσας – δεύτερης εναγόμενης, που αποτελούν σχετικούς λόγους έφεσης, πρέπει ν’ απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατόπιν των ανωτέρω, αφού απορρίφθηκαν όλοι οι λόγοι της έφεσης, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη η κρινόμενη έφεση κατά της με αριθμό 3642/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, και να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παράβολου, που κατατέθηκε από την εκκαλούσα, για την άσκηση της έφεσής της (άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ). Τέλος, η εκκαλούσα πρέπει να καταδικαστεί στη δικαστική δαπάνη του εφεσίβλητου, κατόπιν σχετικού αιτήματός του, αυτού βαθμού του δικαιοδοσίας (άρθρα 176 και 191 § 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της απόφασης αυτής.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την από 23-12-2019, με ΓΑΚ…….. και ΕΑΚ……../2020, έφεση κατά της με αριθμό 3642/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, τακτική διαδικασία, και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτή ως ουσιαστικά αβάσιμη.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου (με κωδικό αριθμό ………….., ποσού 100 ευρώ), που κατατέθηκε για την άσκηση της έφεσης.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εκκαλούσα στη δικαστική δαπάνη του εφεσίβλητου γι’ αυτό το βαθμό δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στον Πειραιά, στις 18-7-2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ