Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 442/2022

Αριθμός        442/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ)

Β΄ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία – Αλεξάνδρα Ζήκου, Εφέτη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Δικαστηρίου τούτου, και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ – ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ : 1. ………., 2. ………. ., τους οποίους εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Δικαίος Χασανάκος (ΑΜ ……… Δ.Σ. Πειραιώς).

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ : ………., τον οποία εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος του Βαρβάρα Ράνου (ΑΜ ……….. Δ.Σ. Αθηνών).

Οι ενάγοντες – εκκαλούντες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την τακτική διαδικασία, την από 20-7-2016, με ΓΑΚ…… και ΕΑΚ………/2016, αγωγή τους, κατά του εναγόμενου – εφεσίβλητου. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε, ερήμην των εναγόντων, η με αριθμό 5030/2017 οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε η ανωτέρω αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής οι εκκαλούντες – ενάγοντες άσκησαν την από 7-11-2019 έφεσή τους, η οποία κατατέθηκε, στις 8-11-2019, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά, με ΓΑΚ…… και ΕΑΚ………../2019, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, στις 29-1-2020, με ΓΑΚ….. και ΕΑΚ………/2020 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 14ης-1-2021, κατά την οποία η συζήτησή της κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης, και γράφηκε στο οικείο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, αφού αυτή εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους, αφού έλαβαν το λόγο από τη Δικαστή, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις, που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά την έννοια των άρθρων 2 και 8 του Ν. ΓΠΟΗ/1912 «περί δικαστικών ενσήμων», όπως αυτός μεταγενεστέρως ερμηνεύθηκε αυθεντικώς, με το ν.δ. 1544/1942 και τροποποιήθηκε με το ν.δ. 4189/1961 – και υπό την ισχύ των διατάξεων των άρθρων 70 Ν 3994/2011 και 21 Ν 4055/2012, προ της ισχύος δε του άρθρ. 33 Ν 4446/2016 – εάν ο ενάγων παραλείψει την προκαταβολή του οφειλομένου τέλους δικαστικού ενσήμου, λογίζεται ερήμην δικαζόμενος κι η αγωγή του απορρίπτεται, η απόρριψη δε αυτή θεωρείται ότι γίνεται για ουσιαστικό (κι όχι για τυπικό) λόγο, γεγονός που συνεπάγεται τη δημιουργία δεδικασμένου περί της ουσιαστικής αβασιμότητας της αγωγής, εάν η σχετική απόφαση καταστεί τελεσίδικη (ΑΠ 1337/2011, 1107/2005). Κατά της αποφάσεως που απορρίπτει την αγωγή, λόγω μη καταβολής του τέλους δικαστικού ενσήμου, ο ενάγων δικαιούται να ασκήσει έφεση, μοναδικός λόγος της οποίας δύναται να είναι η άρση της ειρημένης παραλείψεως, δηλαδή η εκ των υστέρων καταβολή του ως άνω τέλους. Αν ο λόγος αυτός είναι βάσιμος, η πρωτόδικη απόφαση εξαφανίζεται. Μετά δε την εξαφάνισή της χωρεί ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, νέα συζήτηση της υποθέσεως, κατά την οποία ο ενάγων, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 528 του ΚΠολΔ, δύναται να προτείνει όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς, τους οποίους και πρωτοδίκως ηδύνατο να προτείνει, χωρίς να δεσμεύεται από τους περιορισμούς του άρθρου 527 του ΚΠολΔ (ΑΠ 1572/2013, 1095/2006). Η διάταξη του άρθρου 2 του Ν. ΓΠΟΗ/1912 αποτελεί τοιαύτη του ουσιαστικού δικαίου, η δε παραβίαση αυτής ιδρύει λόγο αναιρέσεως από τη διάταξη του αρ.1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (ΑΠ 315/2010). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 223 του ΚΠολΔ, όταν επέλθει η εκκρεμοδικία είναι απαράδεκτη η μεταβολή του αιτήματος της αγωγής. Κατ’ εξαίρεση μπορεί ο ενάγων με τις προτάσεις του εωσότου περατωθεί η δίκη στον πρώτο βαθμό να περιορίσει το αίτημα της αγωγής. Με τη διάταξη αυτή, επιτρέπεται, μεταξύ των άλλων η ολική ή μερική παραίτηση του ενάγοντος από το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής και, έτσι, περιορίζεται η αγωγή στο αναγνωριστικό του δικαιώματος αίτημα, το οποίο υποκρύπτεται στο καταψηφιστικό. Στην περίπτωση αυτή, ο περιορισμός του αιτήματος αν και, κατά τη διάταξη του άρθρου 295 παρ. 1 εδ. β` του ΚΠολΔ, θεωρείται μερική παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής (ΟλΑΠ 6/1997 και 5/1997) δεν κρίνεται κατά τις διατάξεις που αφορούν στην παραίτηση από το δικόγραφο (άρθρο 297 ΚΠολΔ), αλλά εφαρμόζονται οι διατάξεις, που προβλέπουν ειδικά τη θεμιτή μεταβολή του αιτήματος της αγωγής, με συνέπεια να μην υπόκειται στον διαγραφόμενο από το άρθρο 297 ΚΠολΔ τύπο. Κατά συνέπειαν, ο περιορισμός του αιτήματος γίνεται με βάση τη διάταξη του άρθρου 223 του ΚΠολΔ, η οποία είναι ειδική σε σχέση με εκείνη του άρθρου 297 του ίδιου κώδικα, δηλαδή γίνεται με τις προτάσεις ή όπου δεν είναι υποχρεωτική η υποβολή αυτών, με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά, άλλως θεωρείται ανίσχυρος και δεν λαμβάνεται υπόψη. Από την ίδια ως άνω διάταξη του άρθρου 223 του ΚΠολΔ, κατά τη σαφή λεκτική της διατύπωση, σε συνδυασμό και με το άρθρο 526 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι ο περιορισμός του αγωγικού αιτήματος δύναται να γίνει έως την περάτωση της δίκης στον πρώτο βαθμό και επομένως αυτός αποκλείεται στην κατ’ έφεση δίκη, στην οποία αποκρούεται, και αυτεπαγγέλτως, ως απαράδεκτος, έστω και αν συναινεί ο αντίδικος (ΑΠ 1572/2013, 368/2016) (ΑΠ 538/2019, ΤΝΠ Νόμος).

Στην προκείμενη περίπτωση, οι ενάγοντες, ήδη εκκαλούντες, άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την τακτική διαδικασία, την από 20-7-2016, με ΓΑΚ……. και ΕΑΚ…………./2016, αγωγή τους, κατά του εναγόμενου, ήδη εφεσίβλητου, με την οποία ζήτησαν για τους περιεχόμενους σ’ αυτήν λόγους, να υποχρεωθεί ο τελευταίος να τους καταβάλει το ποσό των 45.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, και με την απειλή προσωπικής κράτησης, καθώς και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στη δικαστική δαπάνη τους. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού έκρινε παραδεκτή και ορισμένη, καθώς και ότι οι ενάγοντες έτρεψαν το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής τους μη νόμιμα σε αναγνωριστικό με την από 2-2-2017 επιστολή – δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου τους στη θυρίδα της δικάζουσας Δικαστή μετά το κλείσιμο του φακέλου της δικογραφίας, δίκασε, στις 3-2-2017, την υπόθεση ερήμην των εναγόντων, κατά την τακτική διαδικασία, και με τη με αριθμό 5030/15-11-2017 οριστική απόφασή του απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι ενάγοντες, ήδη εκκαλούντες, με την από 7-11-2019 έφεσή τους, η οποία κατατέθηκε, στις 8-11-2019, στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με ΓΑΚ……… και ΕΑΚ……./2019, αντίγραφο, δε, αυτής κατατέθηκε στη Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού, στις 29-1-2020, με ΓΑΚ….. και ΕΑΚ…./2020, και επειδή κατέβαλαν το αναλογούν δικαστικό ένσημο, ζητούν να αρθεί η παράλειψη της καταβολής του δικαστικού ενσήμου, να γίνει δεκτή η έφεσή τους, ώστε να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να γίνει δεκτή ολικά η αγωγή τους. Η κρινόμενη έφεση κατά της ως άνω οριστικής απόφασης (με αριθμό 5030/2017) έχει ασκηθεί από τους ηττηθέντες εκκαλούντες νομότυπα με την κατάθεση δικογράφου στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, στις 8-11-2019, (άρθρα 495 § 1, 511 επ. ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα, εφόσον οι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης στους τελευταίους, και δεν παρήλθε διετία από τη δημοσίευση αυτής, στις 15-11-2017, μέχρι την κατάθεση της έφεσης, στις 8-11-2019, στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 §§ 1 και 2, 511, 513 § 1 εδ. β, 516 § 1, 517, και 518 § 2 ΚΠολΔ. Επομένως, εφόσον κατατέθηκε από τους εκκαλούντες στο δημόσιο ταμείο το με κωδικό ……………. παράβολο των εκατό (100) ευρώ για την άσκηση αυτής (άρθρο 495 § 3 Α περ. β΄ ΚΠολΔ), επιπλέον, δε, αφού οι εκκαλούντες έχουν καταβάλει το αντίστοιχο προς το καταψηφιστικό αίτημα καθενός αυτών τέλος δικαστικού ενσήμου με τα ανάλογα ποσοστά υπέρ τρίτων, όπως αποδεικνύεται από τις με αριθμούς ……. και ……….. αποδείξεις πληρωμής e-παραβόλων ποσού 240 ευρώ για κάθε εκκαλούντα – ενάγοντα, η κρινόμενη έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της, σύμφωνα με την ανωτέρω νομική σκέψη, να κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο τούτο και να ερευνηθεί η από 20-7-2016, με ΓΑΚ….. και ΕΑΚ………., αγωγή των εκκαλούντων, με την παρουσία των διαδίκων, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε και η εκκαλούμενη απόφαση. Το παράβολο, δε, ποσού 100 ευρώ, που οι εκκαλούντες προκατέβαλαν κατά την κατάθεση της έφεσής τους, πρέπει να αποδοθεί σε αυτούς (άρθρο 495 § 3 εδ. 5 ΚΠολΔ).

Για να γεννηθεί η αξίωση προστασίας από την προσβολή της προσωπικότητας, κατά τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 914 και 932 του ΑΚ, θα πρέπει η προσβολή να είναι παράνομη, να αντίκειται δηλαδή σε διάταξη που απαγόρευε συγκεκριμένη πράξη, με την οποία προσβάλλεται ορισμένη έκφανση αυτής, είναι δε αδιάφορο σε ποιο τμήμα του δικαίου βρίσκεται η διάταξη που απαγορεύει την προσβολή (ΑΠ 1612/2014, ΑΠ 2209/2013, ΑΠ 132/2013). Έτσι, η προσβολή μπορεί να προέλθει και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως εξύβριση, απλή δυσφήμηση ή συκοφαντική δυσφήμηση, που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 361, 362 και 363 του ΠΚ. Ειδικότερα, κατά τα άρθρα αυτά, εξύβριση διαπράττει όποιος προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή έργο ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, ενώ, όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ισχυρίζεται ενώπιον τρίτου ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός, που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφήμησης και αν το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε το ψεύδος, τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμισης. Ως γεγονός, κατά τις παραπάνω διατάξεις, νοείται κάθε περιστατικό του εξωτερικού κόσμου ή αντίθετη προς την ηθική ή την ευπρέπεια σχέση ή συμπεριφορά, εφόσον ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν και υποπίπτουν στις αισθήσεις, ώστε να είναι δεκτικά απόδειξης, συνιστά δε ισχυρισμό του γεγονότος κάθε σχετική μ’ αυτό ανακοίνωση, που βασίζεται είτε σε προσωπική αντίληψη ή γνώμη είτε σε υιοθέτηση της γνώμης άλλου. Αντίθετα, διάδοση γεγονότος, συνιστά η περαιτέρω απλή μετάδοση της σχετικής ανακοίνωσης, που έγινε από άλλον. Για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της δυσφήμησης απαιτείται, γνώση του δράστη ότι, το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο απ’ αυτόν ενώπιον τρίτου γεγονός είναι κατάλληλο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου και θέληση του ίδιου να ισχυρισθεί ή να διαδώσει ενώπιον τρίτου το βλαπτικό για άλλον γεγονός, ενώ, για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης, απαιτείται, επιπλέον, και γνώση του δράστη ότι το γεγονός είναι ψευδές. Έτσι σε περίπτωση που ο δράστης δεν γνώριζε το ψεύδος του γεγονότος που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε ή είχε αμφιβολίες γι’ αυτό, δεν στοιχειοθετείται μεν το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης σε βάρος άλλου, παραμένει όμως ως έγκλημα η απλή δυσφήμιση, που προσβάλλει επίσης την προσωπικότητα του άλλου σε βαθμό μη ανεκτό από την έννομη τάξη. Ωστόσο, ως αστικό αδίκημα η δυσφήμηση θεμελιώνεται υποκειμενικά και σε απλή αμέλεια του δράστη και, συνεπώς, όποιος από πρόθεση ή από αμέλεια ισχυρίζεται ή διαδίδει προς τρίτους γεγονότα αναληθή, που βλάπτουν την επαγγελματική ή γενικότερα την οικονομική ελευθερία άλλου, και, κατ’ αυτή την έννοια θίγουν την τιμή και την υπόληψή του, προσβάλλοντας παράνομα την προσωπικότητά του, έχει υποχρέωση, εφόσον γνωρίζει ή υπαίτια αγνοεί την αναλήθεια των γεγονότων αυτών, να αποζημιώσει τον άλλο και να ικανοποιήσει και την ηθική βλάβη του (ΑΠ 1191/2021, ΤΝΠ Νόμος).

Με την κρινόμενη αγωγή, οι ενάγοντες εκθέτουν ότι ο εναγόμενος, στις 15-10-2015, κατέθεσε εναντίον τους τη µε αριθμό ΑΒΜ-…….. έγκληση – μήνυσή του στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς, η οποία είναι ψευδέστατη κατά περιεχόμενο, το οποίο επιβεβαίωσε ο ίδιος ενόρκως· συγκεκριμένα, ενσωματώνοντας την ανωτέρω έγκληση, οι ενάγοντες εκθέτουν ότι ο εναγόμενος, αναφέροντας σ’ αυτή ότι η δεύτερη ενάγουσα είναι αδελφή του και ο πρώτος σύζυγός της, που διαμένουν σε διπλανή πολυκατοικία, κατήγγειλε ότι στις 16-7-2015 ο πρώτος μηνυόμενος (ενάγων), με αφορμή αίτημα του εγκαλούντος (εναγόμενου) να απομακρύνει ο πρώτος το όχημά του μπροστά από τη θέση στάθμευσης που ανήκει σ’ αυτόν (εναγόμενο), το οποίο συνήθιζε να σταθμεύει στο ίδιο σημείο παρά τις επανειλημμένες παρακλήσεις του τελευταίου, τον εξύβρισε αποκαλώντας τον «κλέφτη», «απατεώνα», «πούστη», «μαλάκα» και «αρχίδι», προσθέτοντας και τις εκφράσεις «γαμώ το Χριστό σου» και «γαµώ την Παναγία σου», ενώ και η δεύτερη μηνυόμενη (ενάγουσα) τον εξύβρισε αποκαλώντας τον «κλέφτη» και «απατεώνα», ζητώντας την ποινική δίωξη των μηνυόμενων (εναγόντων) για τα αδικήματα της εξύβρισης και της κακόβουλης βλασφημίας, ότι με την ανωτέρω ψευδή μήνυση οι ενάγοντες παραπέμφθηκαν να δικαστούν στις 2-11-2016 στο Μονομελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς, ότι με το ψευδέστατο και συκοφαντικό περιεχόμενο της μήνυσής του, αφού χωρίς στοιχεία τους κατηγορεί εν γνώσει του ψευδώς για αξιόποινες πράξεις, με τις οποίες ουδεμία σχέση έχουν, προσέβαλε την τιμή και την υπόληψη τους, περιγράφοντας το συγκεκριμένο περιστατικό, που δεν έχει συμβεί στην πραγματικότητα, με αποτέλεσμα η ενέργεια αυτή του εναγόμενου να αποτελεί αδικοπραξία, από την οποία έχουν υποστεί ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας πρέπει να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να τους καταβάλει το ποσό των 45.044 ευρώ, με την επιφύλαξη για το ποσό των 44 ευρώ, που θα διεκδικήσουν ως πολιτικώς ενάγοντες στα ποινικά δικαστήρια, µε το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, με προσωρινά εκτελεστή απόφαση, με την απειλή σε βάρος του προσωπικής κράτησης ενός έτους, καθώς και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στη δικαστική δαπάνη τους.

Με τα ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα, η κρινόμενη αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη, και πρέπει να απορριφθεί ο σχετικός ισχυρισμός του εναγόμενου, καθόσον περιέχονται σ’ αυτή όλα τα απαιτούμενα από το νόμο στοιχεία, σύμφωνα και με την ανωτέρω νομική σκέψη, για την πληρότητα της ιστορικής βάσης της αγωγής αποζημίωσης από αδικοπραξία· ειδικότερα, αναφέρεται ότι η ένδικη έγκληση του εναγόμενου κατατέθηκε στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Πειραιώς χωρίς να είναι αναγκαία περαιτέρω εξειδίκευση των προσώπων, που έλαβαν γνώση του περιεχομένου της έγκλησης, ότι ο εναγόμενος γνώριζε το ψευδές των καταγγελλόμενων γεγονότων, η ζημία τους από την προσβολή της τιμής και της υπόληψής τους ως έντιμοι πολίτες που δεν έχουν κατηγορηθεί για άλλη παρόμοια πράξη, η σύνδεση της προσβολής τους με την καταγγελία του εναγόμενου ψευδών περιστατικών σε βάρος τους, ενώ δεν είναι αναγκαία η ρητή αναφορά του ποσού της αποζημίωσης για καθένα ενάγοντα, αφού σε περίπτωση αμφιβολίας για τη διεκδίκηση διαιρετής παροχής ισχύει το άρθρο 480 ΑΚ για την ισομερή κατανομή του αιτούμενου ποσού. Είναι νόμιμη, εκτός από το παρεπόμενο αίτημα της απαγγελίας προσωπικής κράτησης σε βάρος του εναγόμενου, καθόσον κατά τη διάταξη του άρθρου 1047 § 2 ΚΠολΔ, δεν διατάσσεται προσωπική κράτηση για απαίτηση μικρότερη από 30.000 ευρώ, και η απαίτηση καθενός από τους ενάγοντες ανέρχεται στο ποσό των 22.500 ευρώ· κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, δε, η ένδικη αγωγή στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 297, 299, 330, 340, 345, 346, 914 και 932 ΑΚ, 224, 229 και 361 – 363 ΠΚ, 176, 907, 908 § 1δ ΚΠολΔ.

Κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Τούτο συμβαίνει, ιδίως, όταν από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Μόνη δε η αδράνεια του δικαιούχου ή του δικαιοπαρόχου του για μακρό χρόνο και πάντως μικρότερο απ` αυτόν της παραγραφής, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μετέπειτα άσκηση του δικαιώματος, ακόμη και όταν δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπλέον ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από τη συμπεριφορά των μερών και σε αιτιώδη μεταξύ τους συνάφεια ευρισκόμενες, με βάση τις οποίες, καθώς και την αδράνεια του δικαιούχου, η μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης, που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και περιστάσεις και διατηρήθηκε για μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Δεν είναι πάντως απαραίτητο η επιχειρούμενη από το δικαιούχο ανατροπή της διαμορφωμένης αυτής κατάστασης να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες συνέπειες στον οφειλέτη, αλλά αρκεί να έχει και απλώς δυσμενείς επιπτώσεις στα συμφέροντά του (Ολ ΑΠ 7/2002, ΟλΑΠ 8/2001) (ΟλΑΠ 2/2019, ΤΝΠ Νόμος).

Ο εναγόμενος, ήδη εφεσίβλητος ισχυρίζεται ότι η μήνυσή του είναι αληθής, και οι ενάγοντες άσκησαν την κρινόμενη αγωγή για λόγους αντιπερισπασμού, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως αποδεικτικό μέσο κατά την εκδίκαση της μήνυσής του σε βάρος τους ενώπιον του ποινικού Δικαστηρίου, ότι έχει ήδη αθωωθεί από το Β’ Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς για τα ίδια με αυτά της κρινόμενης αγωγής αδικήματα και πραγματικά περιστατικά, και ότι το αιτούμενο ποσό αποζημίωσης είναι υπέρογκο, με συνέπεια η άσκηση της ένδικης αγωγής να είναι καταχρηστική. Με το περιεχόμενο αυτό, ο ισχυρισμός (ένσταση) του εναγόμενου, ήδη εφεσίβλητου, πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος, καθόσον τα πραγματικά περιστατικά, που επικαλείται, και αληθή υποτιθέμενα, δεν δύνανται να θεμελιώσουν την καταλυτική της αγωγής ένσταση του άρθρου 281 ΑΚ, αφού δεν συγκροτούν τη νομική έννοια της καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος των εναγόντων. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την ανωτέρω μείζονα σκέψη, τα πραγματικά περιστατικά, που αναφέρει ο εναγόμενος, δεν περιγράφουν μία διαμορφωμένη κατάσταση ή περιστάσεις, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από τη γένεση του δικαιώματος των εναγόντων μέχρι την άσκησή του, από τις οποίες έχει δημιουργηθεί στον εναγόμενο ευλόγως η πεποίθηση ότι οι ενάγοντες δεν πρόκειται να ασκήσουν το δικαίωμά τους προς αποζημίωση, ούτε, βέβαια μακροχρόνια αδράνεια των εναγόντων ως δικαιούχων σε συνδυασμό με προηγούμενη συμπεριφορά τόσο των ιδίων, όσο και του εναγόμενου, οι οποίες καθιστούν καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματός τους.

Από την εκτίμηση της με αριθμό …./24-11-2016 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον της συμβολαιογράφου Καρύστου …….. των μαρτύρων ………….., οι οποίες ελήφθησαν µε πρωτοβουλία των εναγόντων κατόπιν νόμιμης προηγούμενης κλήσης του εναγόμενου, των με αριθμούς …., …. και …../22-11-2016 ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ……. των μαρτύρων ……….., αντίστοιχα, οι οποίες ελήφθησαν µε πρωτοβουλία του εναγόμενου κατόπιν νόμιμης προηγούμενης κλήσης των εναγόντων, ενώ δεν λαμβάνονται υπόψη οι ακόλουθες υπεύθυνες δηλώσεις : i) από 12-9-2016 των ……….., ii) από 25-9-2016 της …….., και iii) από 26-9-2016 του ………., που επικαλούνται και προσκομίζουν οι ενάγοντες, οι οποίες δεν αποτελούν έγγραφα, αλλά μαρτυρίες τρίτων προσώπων, χωρίς την τήρηση των διατυπώσεων του ΚΠολΔ για την εξέταση μαρτύρων, και επομένως είναι ανυπόστατα αποδεικτικά μέσα και δεν λαμβάνονται υπόψη ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθόσον αποδείχθηκε, από τις ημερομηνίες σύνταξής τους και αυτές της κατάθεσης της κρινόμενης αγωγής (20-7-2016) και επίδοσης αυτής (19-9-2016), ότι δόθηκαν για να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικά μέσα για τη συγκεκριμένη δίκη (ΟλΑΠ 8/1987, ΑΠ 311/2012, ΑΠ 109/2021, ΤΝΠ Νόμος), όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που οι διάδικοι επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ορισμένα από τα οποία αναφέρονται ειδικότερα κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, των ομολογιών των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους (άρθρα 261 και 352 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Οι διάδικοι έχουν συγγενική σχέση, οι ενάγοντες είναι σύζυγοι και η δεύτερη αυτών είναι αδελφή του εναγόμενου, κατά τον επίδικο χρόνο, δε, διέμεναν σε όμορες οικοδομές στο Πέραμα Πειραιώς, στην οδό ……….., στον αριθμό … οι ενάγοντες, και στον αριθμό …. ο εναγόμενος. Συγκεκριμένα, ο εναγόμενος ως συγκύριος του οικοπέδου επί της οδού 25ης Μαρτίου 71 με τον υιό των εναγόντων, …………., κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου ο καθένας, αποφάσισαν, πριν το έτος 2009, την ανέγερση οικοδομής επ’ αυτού με τη λήψη τραπεζικών δανείων· επειδή, δε, οι σχέσεις των διαδίκων και του υιού των εναγόντων ήταν άριστες, αποφάσισαν την επιμέλεια της ανέγερσης της οικοδομής να αναθέσουν στον εναγόμενο, καθώς τόσο ο …………, ως ναυτικός, όσο και ο πρώτος ενάγων, πατέρας του, ως εργαζόμενος στο Πολεμικό Ναυτικό, απουσίαζαν συχνά. Ωστόσο, αποδείχθηκε ότι από το μήνα Απρίλιο του έτους 2010 οι σχέσεις των διαδίκων και του υιού των εναγόντων διαρρήχθηκαν εξαιτίας διαφωνιών για τη διαχείριση των οικονομικών της ανέγερσης της οικοδομής και το στάδιο αποπεράτωσής της, με συνέπεια να ξεκινήσουν αστικές και ποινικές δικαστικές διαμάχες μεταξύ τους, οι οποίες κατέληξαν στην καθυστέρηση αποπεράτωσης της οικοδομής και στην τελική μετακόμιση της οικογένειας του εναγόμενου στη νεόδμητη κατοικία αρχές του καλοκαιριού του έτους 2015. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες διατηρούν εξοχική κατοικία στους …… Καρύστου Εύβοιας, στην οποία διαμένουν κατά του θερινούς μήνες του έτους, με συχνές επιστροφές στο Πέραμα, στην οικία τους, για την είσπραξη της σύνταξής τους και την εκπλήρωση οικονομικών υποχρεώσεων. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι το μήνα Ιούλιο του 2015 οι ενάγοντες επισκέφθηκαν την οικία τους, στην οδό …………, στο Πέραμα Πειραιώς, δύο φορές πριν και μετά το δημοψήφισμα, όπως ο πρώτος ενάγων κατέθεσε στις 8-7-2016 ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς ως μάρτυρας σε δίκη ασφαλιστικών μέτρων με αιτούντα τον υιό του, ……….., και καθ’ ου η αίτηση τον εναγόμενο, δηλαδή μία φορά πριν και μία φορά μετά τις 5-7-2015, καθώς είναι γνωστό ότι για την 5η-7-2015 είχε προκηρυχθεί η διενέργεια δημοψηφίσματος στην ημεδαπή. Επιπλέον, αποδείχθηκε ότι στις 16-7-2015, δημιουργήθηκε επεισόδιο μεταξύ των διαδίκων με αφορμή τη στάθμευση του αυτοκινήτου του πρώτου ενάγοντος μπροστά στο χώρο στάθμευσης της οικοδομής του ενάγοντος, όπου βρίσκεται η κατοικία του. Ειδικότερα, απογευματινές ώρες της 16ης-7-2015 ο εναγόμενος, που βρισκόταν στη βεράντα του διαμερίσματός του, στην οικοδομή στην οδό ………., στο Πέραμα, με το …….., που τον είχε βοηθήσει προηγουμένως σε εργασίες μετακόμισης, παρατήρησε τον πρώτο ενάγοντα να σταθμεύσει το όχημά του, εργοστασίου κατασκευής Honda, τύπου CVR, μπροστά στο χώρο στάθμευσης, ιδιοκτησίας του, και του ζήτησε να απομακρύνει το όχημά του από το σημείο· ο πρώτος ενάγων, όχι μόνο, δεν απομάκρυνε το όχημά του από το ανωτέρω σημείο, αλλά άρχισε να τον υβρίζει με τις φράσεις «πούστη», «κλέφτη», «απατεώνα», «γαμώ την Παναγία σου και το Χριστό σου», ενώ στο επεισόδιο ενεπλάκη και η δεύτερη εναγόμενη υβρίζοντας τον εναγόμενο αδελφό της με τη φράση «κλέφτη». Όπως αποδείχθηκε από τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα, ο πρώτος ενάγων, από την έναρξη των διαφωνιών του εναγόμενου με τον υιό του, επανειλημμένα στάθμευε το όχημά του μπροστά στον χώρο στάθμευσης ιδιοκτησίας του εναγόμενου με σκοπό να τον παρενοχλεί και να τον αναγκάζει να καλεί την αστυνομία. Πρέπει να σημειωθεί ότι το Δικαστήριο κρίνει ότι το περιεχόμενο των ενόρκων βεβαιώσεων των μαρτύρων των εναγόντων, για την παρουσία τους στους ………., είναι πανομοιότυπο και ασαφές, καθώς αναφέρονται σε μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, από 7-7-2015 μέχρι 2-8-2015, χωρίς να εξηγείται πώς προσδιορίζεται η συγκεκριμένη χρονική περίοδος, αφού ο ίδιος ο πρώτος ενάγων κατέθεσε ότι τους καλοκαιρινούς μήνες, συνολικά, διαμένουν με τη δεύτερη ενάγουσα στους ………….. Καρύστου· επιπλέον, δεν αναφέρουν γεγονότα ή ενέργειες που καθιστούν αξέχαστο το ανωτέρω χρονικό διάστημα και ιδίως την ένδικη ημερομηνία της 16ης-7-2015. Εξάλλου, οι προαναφερόμενες ένορκες βεβαιώσεις δεν επιβεβαιώνονται από την προαναφερόμενη κατάθεση του πρώτου ενάγοντος στις 8-7-2016 ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, η οποία κρίνεται αξιόπιστη, αφού δόθηκε πριν την κατάθεση της κρινόμενης αγωγής, στις 20-7-2016. Αντίθετα, οι καταθέσεις των μαρτύρων του εναγόμενου κρίνονται πειστικές, διότι προέρχονται από πρόσωπα, οι δύο από τους τρεις μάρτυρες, συγγενικά των διαδίκων, που κατοικούν στην ίδια οικοδομή με τους ενάγοντες, και προσδιορίζουν την ημερομηνία της 16ης-7-2015 με συγκεκριμένη αντιδιαστολή με την επόμενη ημέρα, γιορτή της Αγίας Μαρίνας, και την επίσκεψή τους σε παρακείμενη εκκλησία του Περάματος, Ειδικά, για τον ισχυρισμό των εναγόντων ως προς τη χρονολογία του επίδικου επεισοδίου στην τρίτη ένορκη βεβαίωση, που προσκομίζει ο εναγόμενος, του μάρτυρα …… ……, είναι προφανές ότι από παραδρομή αναφέρεται ως έτος το 2016 αντί του ορθού 2015. Το γεγονός της απαλλαγής των εναγόντων για τα αδικήματα αμφότερων της εξύβρισης και του πρώτου και της βλασφημίας με τη με στοιχεία ΒΜ4586/2-11-2016 απόφασης του Β’ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς δεν δύναται να επηρεάσει την κρίση του Δικαστηρίου, διότι η απαλλαγή των εναγόντων βασίζεται στη διάταξη του άρθρου 8 του Ν 4411/2015 για την παύση υφ’ όρον της ποινικής δίωξης, και όχι σε ουσιαστική αβασιμότητα της καταγγελίας. Αντίθετα, αξιολογείται από το Δικαστήριο ότι ο εναγόμενος κρίθηκε αθώος, με αριθμό ΒΤ1231/29-10-2021 απόφαση του Β’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, για τις πράξεις της ψευδούς καταμήνυσης και της ψευδορκίας μάρτυρα, που φέρονται ότι τελέστηκαν στις 15-10-2015, και αφορούν στα ένδικα πραγματικά περιστατικά, χωρίς, ωστόσο, να κρίνεται αναγκαία η αναβολή έκδοσης οριστικής απόφασης κατά τη διάταξη του 254 ΚΠολΔ μέχρι την προσκόμιση της ανωτέρω απόφασης καθαρογραμμένης. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, και εφόσον αποδείχθηκε ότι ο ενάγων δεν καταμήνυσε ψευδώς τους ενάγοντες, δεν κατέθεσε ψευδώς τα ένδικα περιστατικά, που συνέβησαν στις 16-7-2015, και συνακόλουθα δεν στοιχειοθετούνται τα αδικήματα της συκοφαντικής δυσφήμισης και της δυσφήμισης αλλά ούτε και της εξύβρισης, πρέπει η κρινόμενη από 20-7-2016, με ΓΑΚ……. και ΕΑΚ………., αγωγή να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, και οι ενάγοντες να καταδικαστούν στη δικαστική δαπάνη του εναγόμενου, κατόπιν σχετικού αιτήματός του, (άρθρα 176 και 191 § 1 ΚΠολΔ), αμφότερων των βαθμών δικαιοδοσίας, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της απόφασης αυτής.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ουσιαστικά την από 7-11-2019, με ΓΑΚ…. και ΕΑΚ……../2019 έφεση.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ τη με αριθμό με αριθμό 5030/2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, τακτική διαδικασία.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου (με κωδικό αριθμό ………, ποσού 100 ευρώ) της έφεσης στον καταθέσαντα για την άσκηση της έφεσης.

ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ επί της ουσίας την υπόθεση.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε απορριπτέο στο σκεπτικό.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 20-7-2016, με ΓΑΚ…… και ΕΑΚ………., αγωγή.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους εκκαλούντες στη δικαστική δαπάνη του εφεσίβλητου αμφότερων των βαθμών δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στον Πειραιά, στις 18-7-2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ