Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 572/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(3ο Τμήμα)

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ (από αμοιβές) ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης  572/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, την οποία όρισε η Διευθύνουσα το Εφετείο, Πρόεδρος Εφετών, και τη Γραμματέα Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις …………..για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:

Της εκκαλούσας-εφεσίβλητης, ………… η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της, Κωνσταντίνου Κάπου.

Της εφεσίβλητης-εκκαλούσας,   ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………….» και τον διακριτικό τίτλο «………» πρώην «…………..» (ΑΦΜ ………..), νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της, Γεωργίου Θεοδόση.

Η ενάγουσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 27-12-2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …………/27-12-2018) αγωγή της, η οποία  ζήτησε να γίνει δεκτή.

Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η υπ’αριθμ. 836/2020 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία έγινε αυτή εν μέρει δεκτή.

Η ενάγουσα με την από 25-10-2021 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………../25-10-2021) έφεσή της, και η εναγομένη με την από 7-1-2022 (με αύξ.αριθμ. εκθ.καταθ. …………/7-1-2022) έφεσή της, οι οποίες προσδιορίσθηκαν προς συζήτηση, για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, και γράφτηκαν στο πινάκιο, προσβάλλουν την ανωτέρω πρωτόδικη απόφαση.

Κατά τη δικάσιμο αυτή οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν με τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκαν. Κατά τη συζήτησή τους, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

  Ι. Αρμόδια φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/2011, σε συνδυασμό με το άρθρο 72 § 13 του ίδιου νόμου) οι : Α) από 25-10-2021 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………../25-10-2021) υπό στοιχ. Α΄έφεση της ενάγουσας και Β) από 7-1-2022 (με αύξ.αριθμ. εκθ.καταθ. ………/7-1-2022) υπό στοιχ. Β΄έφεση της εναγομένης, ως εν μέρει ηττηθέντων πρωτοδίκως διαδίκων, κατά της υπ’αριθμ. 836/2020  οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, και δέχθηκε εν μέρει την από 27-12-2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………../27-12-2018) αγωγή της ενάγουσας περί αναγνώρισης της ακυρότητας απόφασης του διοικητικού συμβουλίου της εναγομένης και περί αναγνώρισης οφειλής και καταβολής οφειλομένων αποδοχών και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, οι οποίες πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας, αφού στρέφονται κατά της ίδιας απόφασης, αναφέρονται στο ίδιο βιοτικό συμβάν, και με αυτόν τον τρόπο διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρα 246, 591 § 1, 592 του ΚΠολΔ). Έχουν δε ασκηθεί νομότυπα (άρθρο 495, 499, 500, 511, 513 § 1 εδαφ.β΄, 516 § 1, 517 και 520 § 1 του ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα [άρθρο 518 § 2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α.87/23-7-2015), που εφαρμόζεται για τις εφέσεις  που ασκούνται μετά την 1-1-2016 (άρθρο ένατο παρ.2 αυτού)],  δηλαδή πριν την παρέλευση διετίας από τη δημοσίευσή της, εφόσον δεν γίνεται επίκληση ούτε προκύπτει επίδοσή της ούτε άλλος λόγος απαραδέκτου, ενώ για το παραδεκτό τους δεν απαιτείτο η κατάθεση παραβόλου, λόγω της φύσεως των διαφορών (άρθρο 495 § 3 εδ.στ΄του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015). Συνεπώς, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν  περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους, εντός των ορίων που καθορίζονται με αυτούς (άρθρα 522, 533 § 1 του ΚΠολΔ), κατά την αυτή διαδικασία, που εκδόθηκε η εκκαλουμένη. Αντιθέτως, η ασκηθείσα από τον Δικηγορικό Σύλλογο Πειραιώς (προσθέτως παρεμβαίνοντα στην πρωτόδικη διαδικασία), πρόσθετη υπέρ της εκκαλούσας-ενάγουσας παρέμβαση με τις προτάσεις του ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, η οποία συνεκδικάζεται με τις παραπάνω εφέσεις (κατ’άρθρο 246 του ΚΠολΔ), είναι απαράδεκτη και πρέπει να απορριφθεί, καθόσον δεν ασκήθηκε νομίμως και ειδικότερα με την κατάθεση χωριστού δικογράφου και την επίδοσή του σ’ όλους τους διαδίκους (άρθρο 111 § 2 του ΚΠολΔ), όπως απαιτείται για τις υποθέσεις που εκδικάζονται κατά την παρούσα ειδική διαδικασία των διαφορών από αμοιβές (άρθρα 591 παρ.1 β), 614 επ. του ΚΠολΔ).

Με την ανωτέρω αγωγή της, η ενάγουσα ισχυρίστηκε, ότι είναι δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω και προσελήφθη από την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «……………», και ήδη εναγομένη, μετά τον μετασχηματισμό και αλλαγή της επωνυμίας της, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα, στις 7-3-2005, με σύμβαση έμμισθης εντολής, και έναντι πάγιας μηνιαίας αμοιβής για την παροχή νομικών υπηρεσιών και από τις 6-6-2013 της ανατέθηκαν καθήκοντα νομικής συμβούλου και αποφασίστηκε η χορήγηση σε αυτήν (καθαρού) ειδικού μηνιαίου επιδόματος, ύψους 717,90 ευρώ. Ότι έκτοτε ασκούσε επί δεκάωρο καθημερινά τις υπηρεσίες της και ότι χάρη στους χειρισμούς της, ήταν επιτυχής η έκβαση των νομικών της υποθέσεων και η νομική υποστήριξη των μελών της διοίκησής της. Ότι, μετά τη λήξη της θητείας των μελών του διοικητικού συμβουλίου της εναγομένης, η τελευταία, δια του νέου διοικητικού της συμβουλίου προέβη προσχηματικά στην κατάργηση της θέσης της νομικής συμβούλου της, επικαλούμενη οργανωτικούς λόγους αλλά στην πραγματικότητα από λόγους εμπάθειας προς το πρόσωπό της, και τελικά, κατά κατάχρηση του διευθυντικού της δικαιώματος, σε αποδοχή της υποψηφιότητας της   ……….., ομοίως δικηγόρου, συνδεόμενης με την ίδια με σύμβαση έμμισθης εντολής, μετά από προκήρυξη θέσης προϊσταμένης της νομικής της υπηρεσίας, ενώ αυτή ήταν εκπρόθεσμη, και την επιλογή της τελευταίας αντί της ενάγουσας, αν και υπερείχε κατάδηλα από άποψη τυπικών και ουσιαστικών προσόντων. Ότι εξ αυτού του λόγου υπέστη ζημία, συνιστάμενη στην απώλεια της πρόσθετης αμοιβής που προβλεπόταν για τη θέση του προϊσταμένου της νομικής υπηρεσίας και ότι η  εναγομένη της οφείλει ως αποζημίωση εν μέρει μη ληφθείσας αδείας των ετών 2015 και 2018, την οποία ζήτησε και δεν έλαβε, το ποσό των 18.860 ευρώ, όπως ειδικότερα αναλύεται. Ακολούθως, κατόπιν επιτρεπτού περιορισμού (τροπής) του αιτήματός της εν μέρει σε αναγνωριστικό, ζητούσε να αναγνωριστεί ότι είναι άκυρη η από 4-5-2017 απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της εναγομένης, με την οποία εγκρίθηκε ως εμπρόθεσμη η υποβολή υποψηφιότητας της ……………. και ανατέθηκαν σε αυτήν καθήκοντα προϊσταμένης της νομικής της υπηρεσίας καθώς και ότι η εναγομένη της οφείλει το ποσό των 45.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη, από την παράνομη και υπαίτια προσβολή της προσωπικότητάς της και ειδικότερα τη μεθόδευση της αποπομπής της από τη θέση της νομικής της συμβούλου, και να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει για την ίδια αιτία το ποσό των 5.000 ευρώ, το ποσό των 9.074,26 ευρώ, για το μηνιαίο επίδομα, ποσού 717,90 ευρώ, το οποίο θα ελάμβανε ως προϊσταμένη της νομικής υπηρεσίας της, κατά το χρονικό διάστημα από τις 10-5-2017 έως τις 23-5-2018 και το ποσό των 18.860 ευρώ, ως αποδοχές μη ληφθείσας αδείας και αποζημίωση λόγω μη υπαίτιας χορήγησης αυτής, όλα δε τα ανωτέρω ποσά, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση.

Στη δίκη παρενέβη προσθέτως ο Δικηγορικός Σύλλογος Πειραιά, ζητώντας την αποδοχή της αγωγής.

Επί της αγωγής, η οποία συνεκδικάστηκε με την πρόσθετη παρέμβαση, εκδόθηκε η εκκαλουμένη, με την οποία έγινε αυτή δεκτή, ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ουσίαν, και  υποχρεώθηκε η εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 5.347,29 ευρώ, ως αποζημίωση, λόγω υπαίτιας μη χορήγησης της ετήσιας αδείας της, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση και επιβλήθηκε σε βάρος της μέρος της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας και του προσθέτως παρεμβαίνοντος, που ορίστηκε στο ποσό των 200 και των 150 ευρώ, αντίστοιχα.

Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται αμφότερες οι διάδικες πλευρές, με τους λόγους των εφέσεών τους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνιση άλλως τη μεταρρύθμισή της, με σκοπό να γίνει δεκτή και να απορριφθεί, αντίστοιχα, η αγωγή στο σύνολό της, και να επιβληθούν τα δικαστικά τους έξοδα σε βάρος των αντιδίκων τους.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 7 εδαφ. α` του ν. 2112/1920 “Πάσα μονομερής μεταβολή των όρων της υπαλληλικής συμβάσεως βλάπτουσα τον υπάλληλον, θεωρείται ως καταγγελία ταύτης, δι` ην ισχύουσιν αι διατάξεις του παρόντος νόμου”. Η διάταξη αυτή, που ισχύει στις εργασιακές συμβάσεις αορίστου χρόνου, έχει ανάλογη εφαρμογή, συνδυαζόμενη και προσαρμοζόμενη προς τις διατάξεις του Κώδικα δικηγόρων, στη σχέση έμμισθης εντολής δικηγόρου-εντολέα, αφού εναρμονίζεται προς τις άνω περί καταγγελίας της συμβάσεως παροχής νομικών υπηρεσιών διατάξεις του Δικηγορικού Κώδικα. (ΑΠ 87/2010, ΕφΠειρ 136/2015 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).  Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 648 και 652 του ΑΚ, μονομερής μεταβολή θεωρείται κάθε τροποποίηση των όρων εργασίας από τον εργοδότη που γίνεται χωρίς τη συγκατάθεση του μισθωτού και χωρίς ο εργοδότης να έχει τέτοια ευχέρεια από όρο της συμβάσεως ή το νόμο ή τον τυχόν υπάρχοντα κανονισμό εργασίας της επιχειρήσεως. Για την εφαρμογή, όμως, της άνω διατάξεως του εδαφίου α` του άρθρου 7 του ν. 2112/1920 δεν αρκεί μόνο η μεταβολή των όρων εργασίας να είναι μονομερής αλλά απαιτείται επί πλέον να είναι και βλαπτική για τον εργαζόμενο, δηλαδή να προκαλεί σ` αυτόν άμεση ή έμμεση υλική ή ηθική ζημία (ΑΠ 133/2021, ΑΠ 657/2018, ΑΠ 481/2018, ΑΠ 889/2017 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Σε περίπτωση που η μονομερής αυτή μεταβολή των όρων εργασίας δεν είναι αντίθετη προς τον νόμο και τους όρους της συμβάσεως ή τον υπάρχοντα Κανονισμό και γίνεται κατ’ ενάσκηση του διευθυντικού δικαιώματος, ο εργοδότης μπορεί να μεταβάλει τους όρους παροχής της εργασίας, έστω και σε βάρος του μισθωτού, ο οποίος προστατεύεται μόνο από τη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ, που απαγορεύει την κατάχρηση δικαιώματος (ΑΠ 1122/2021 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 133/2021 ό.π). Ειδικότερα, ο εργοδότης ασκώντας το εκπορευόμενο από τη διάταξη του άρθρου 652 του ΑΚ διευθυντικό του δικαίωμα έχει την εξουσία να προσδιορίσει το περιεχόμενο της υποχρέωσης του μισθωτού για παροχή εργασίας καθορίζοντας τους όρους της παροχής της, τον τόπο, το χρόνο και τον τρόπο, εφόσον οι όροι αυτοί δεν έχουν προσδιορισθεί από κανόνες δικαίου ή από την εργασιακή σύμβαση. Δηλαδή ο εργοδότης, ως διευθυντής της εκμετάλλευσης, έχει την εξουσία να οργανώνει και να διευθύνει την επιχείρησή του με βάση τα κρινόμενα απ` αυτόν ως πλέον αποτελεσματικά γι` αυτήν κριτήρια (ΑΠ 224/2021 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 133/2021 ό.π). Το υπό το άνω περιεχόμενο δικαίωμα του εργοδότη δεν επιτρέπεται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ, να ασκείται καταχρηστικά (ΟλΑΠ 25/2003, Νοβ 2004.1182). Έτσι, ο μονομερής προσδιορισμός των όρων εργασίας που επιχειρεί ο εργοδότης με βάση το διευθυντικό δικαίωμά του πρέπει να υπηρετεί τους σκοπούς του δικαιώματος αυτού, δηλαδή την κατά το δυνατόν καλύτερη αξιοποίηση της εργασίας και την προσφορότερη οργάνωση της επιχειρήσεως. Αν ο μονομερής προσδιορισμός της παροχής εργασίας δεν αποβλέπει στην πραγματοποίηση των παραπάνω σκοπών αλλά άλλων, άσχετων με αυτούς επιδιώξεων του εργοδότη, τότε δεν υπάρχει χρήση αλλά κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος. Και τούτο διότι η καλή πίστη επιβάλλει στο φορέα του δικαιώματος να λαμβάνει υπόψη, κατά την άσκησή του και κατά το μέτρο που επιβάλλουν οι περιστάσεις, τα δικαιολογημένα συμφέροντα και τις δικαιολογημένες προσδοκίες του άλλου μέρους. Τούτο ιδίως επιβάλλεται επί συμβάσεως παροχής εξαρτημένης εργασίας, καθόσον το διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη για προσδιορισμό των όρων εκπληρώσεως της παροχής από τον μισθωτό αποτελεί μονομερή εξουσία αυτού, η άσκηση της οποίας υπόκειται στους περιορισμούς που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, έστω και αν η εξουσία του εργοδότη στηρίζεται στο νόμο ή στη συμφωνία των μερών (ΑΠ 1122/2021 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 224/2021, ΑΠ 133/2021 ό.π). Δεν είναι, αντιθέτως, καταχρηστική, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, η άσκηση του δικαιώματος τoυ εργοδότη να τοποθετεί συγκεκριμένο εργαζόμενο ως προϊστάμενο ενός τμήματος ή ενός καταστήματος της επιχειρήσεώς του κατά παράλειψη άλλου μισθωτού, ο οποίος υπερέχει, έστω και καταφανώς, σε τυπικά και ουσιαστικά προσόντα έναντι του τοποθετηθέντος. Και τούτο διότι δεν πρόκειται για απλή βαθμολογική ή μισθολογική προαγωγή, που εντάσσεται στα εκ της εργασίας δικαιώματα του μισθωτού, τα οποία ευλόγως συνδέονται με τις αντικειμενικώς εκτιμώμενές ικανότητες αυτού, αλλά για επιλογή του έχοντος την εκμετάλλευση εργοδότη που αφορά αποφασιστικώς την οργάνωση και διεύθυνση της επιχειρήσεως. Για να είναι καταχρηστική στην περίπτωση αυτή η άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη απαιτείται η συνδρομή και άλλων πραγματικών περιστατικών, τα οποία, σε συνδυασμό με την καταφανή υπεροχή του παραλειφθέντος, να θεμελιώνουν πρoφανή υπέρβαση από μέρους του εργοδότη των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος (ΟλΑΠ 25/2003 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Περαιτέρω, από την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 7 του ν. 2112/1920, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 288, 648, 652 και 656 του  ΑΚ, προκύπτει ότι, η βλαπτική για τον εργαζόμενο μεταβολή των όρων της συμβάσεώς του δεν επιφέρει τη λύση αυτής, ούτε υποχρεώνει τον μισθωτό να αποχωρήσει από την εργασία του, αλλά εάν ο εργοδότης προβεί σε μονομερή βλαπτική για τον μισθωτό μεταβολή των όρων εργασίας ή κατά την άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του προβεί κατά κατάχρηση αυτού στον προσδιορισμό της παροχής εργασίας, ο μισθωτός έχει διαζευκτικά τα δικαιώματα : α) να αποδεχθεί τη μεταβολή, οπότε συνάπτεται νέα σύμβαση, τροποποιητική της αρχικής, η οποία είναι έγκυρη εφόσον δεν αντίκειται σε απαγορευτική διάταξη του νόμου ή στα χρηστά ήθη, β) να θεωρήσει την πράξη αυτή του εργοδότη ως άτακτη εκ μέρους του καταγγελία της εργασιακής σύμβασης και αποχωρώντας από την εργασία του να απαιτήσει την καταβολή της αποζημίωσης που προβλέπεται από τον ν. 2112/1920 και γ) να εμμείνει στην τήρηση των συμβατικών όρων, προσφέροντας τις υπηρεσίες του σύμφωνα με τους προ της μεταβολής όρους, οπότε, εάν ο εργοδότης δεν αποδεχθεί αυτή, καθίσταται υπερήμερος περί την αποδοχή της εργασίας και οφείλει μισθούς υπερημερίας ή, εκφράζοντας την αντίθεσή του, να παράσχει τη νέα εργασία του και να προσφύγει στο δικαστήριο, ζητώντας να υποχρεωθεί ο εργοδότης του να τον απασχολεί σύμφωνα με τους προ της μεταβολής όρους (ΑΠ 1122/2021, ΑΠ 133/2021, οπ. ΑΠ 164/2018 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Η μεταβολή των όρων της σύμβασης εργασίας παύει να είναι μονομερής, εφόσον ο μισθωτός αποδεχτεί αυτή ρητά ή σιωπηρά, με πράξεις δηλαδή που συμπερασματικά δείχνουν τη βούλησή του για αποδοχή, όπως στην περίπτωση κατά την οποία ο μισθωτός επί μακρό χρονικό διάστημα αδιαμαρτύρητα και ανεπιφύλακτα συμμορφώνεται προς τους νέους όρους εργασίας, οπότε καταρτίζεται, εφόσον δεν αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη νόμου ή στα χρηστά ήθη, νέα σύμβαση τροποποιητική της αρχικής και έτσι ο μισθωτός δεν μπορεί ούτε να θεωρήσει τη μεταβολή των όρων της εργασιακής σύμβασης ως άτακτη καταγγελία της σύμβασης αυτής εκ μέρους του εργοδότη, αλλά ούτε και να αξιώσει την τήρηση της εργασιακής σύμβασης, όπως αυτή είχε προηγουμένως (ΑΠ 164/2018 ό.π). Αν πάντως ο εργαζόμενος επιλέξει να διατηρήσει την ως άνω τρίτη δυνατότητα, μπορεί να συνεχίσει να εργάζεται προσωρινά με τους νέους όρους εργασίας, επιφυλασσόμενος για τα δικαιώματά του από τη σύμβαση και να προσφύγει στο δικαστήριο προκειμένου να κριθεί ο νόμιμος ή παράνομος χαρακτήρας της μεταβολής, χωρίς να θεωρείται η συνέχιση της απασχόλησής του με τους νέους όρους εργασίας ως σιωπηρή αποδοχή (ΑΠ 1372/2021 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»», ΑΠ 1122/2021 ό.π). Έτσι επιτυγχάνεται ο δικαστικός έλεγχος της μονομερούς μεταβολής χωρίς τον κίνδυνο όχι μόνο απώλειας του μισθού, αλλά και της θέσης εργασίας (ΑΠ 1122/2021 ό.π). Περαιτέρω από τις παραπάνω διατάξεις σε συνδυασμό και με εκείνες των άρθρων 57, 59, 914 και 932 του ΑΚ προκύπτει ότι, αν η ως άνω μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, υπό τις περιστάσεις υπό τις οποίες επιχειρείται είναι αντίθετη προς την καλή πίστη και ενέχει καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη, με αποτέλεσμα την παράνομη προσβολή της προσωπικότητας του μισθωτού, μπορεί ο τελευταίος να αξιώσει από τον υπαίτιο, εκτός των άλλων, και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης για την ανεπίτρεπτη  επαγγελματική μείωση που υφίσταται (ΑΠ 224/2021 ό.π, ΑΠ 269/2020 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 481/2018 ό.π)

Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων ……….. και …………., που εξετάστηκαν ενώπιον του ακροατηρίου του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με επιμέλεια των διαδίκων, και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, που τηρήθηκαν με τη μέθοδο της φωνοληψίας και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, ορισμένα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, στα οποία συμπεριλαμβάνονται και εκείνα που έχουν συνταχθεί στην αγγλική γλώσσα, χωρίς να συνοδεύονται από επίσημη μετάφρασή τους στα ελληνικά, ως μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα, που επιτρεπτώς λαμβάνονται υπόψη στην προκείμενη διαδικασία, κατ’άρθρο 671 παρ.1 εδ.α΄του ΚΠολΔ [ΑΠ 1627/2010, ΕλλΔνη 2011, 432, ΕφΠειρ (Μον) (Ναυτ) 809/2014 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»], καθώς και τις υπ’αριθμ. ………, …….. και ……./10-6-2019 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ……………., ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς, …………., που ελήφθησαν με επιμέλεια της ενάγουσας, μετά από προηγούμενη –προ δύο τουλάχιστον εργασίμων ημερών-κλήτευση της εναγομένης (άρθρα 421 και 422 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο δεύτερο του ν.4335/2015, σε συνδυασμό με το άρθρο 591 § 1 του ΚΠολΔ), που δεν παρέστη σε αυτήν (υπ’αριθμ. ………. Β΄/5-6-2019 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ……….), και τις υπ’αριθ. …. και …./18-2-2019 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων, ……. και ……….., ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, που ελήφθησαν με επιμέλεια της εναγομένης, μετά από προηγούμενη κλήτευση της ενάγουσας, κατά τα άνω, που δεν παρέστη σε αυτήν (υπ’αριθμ. ……… Δ΄/13-2-2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, …………..), λαμβάνοντας υπόψη και τα διδάγματα της κοινής πείρας  και λογικής (άρθρο 336 § § 3,4 του ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά  :  Η ενάγουσα είναι δικηγόρος, εγγεγραμμένη στο μητρώο των μελών του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς, από τις 31-12-1996. Η εταιρεία με την επωνυμία «……….» (…………), που συστήθηκε με το πδ 328/2000, κατ’εφαρμογή του άρθρου 14 του ν. 2773/1999 («Απελευθέρωση   της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας-Ρύθμιση θεμάτων ενεργειακής πολιτικής και Λοιπές διατάξεις»), δυνάμει της από 7-3-2005 σύμβασης έμμισθης εντολής που συνυπέγραψε με αυτήν, την προσέλαβε ως δικηγόρο, με έμμισθη εντολή παροχής νομικών υπηρεσιών, για αόριστο χρόνο, προς πλήρωση μίας θέσης της νομικής της υπηρεσίας, έναντι πάγιας μηνιαίας αμοιβής, που καθορίστηκε στο ποσό των 1.834,29 ευρώ μηνιαίως, όπως ειδικότερα αναλύθηκε σε βασικό μισθό και χρονοεπίδομα, η μεταβολή του οποίου θα γινόταν κατά τα οριζόμενα στο κείμενό της. Σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης, η ενάγουσα ανέλαβε την υποχρέωση να παρέχει νομικές συμβουλές, προφορικά ή εγγράφως, να ελέγχει νομιμοποιητικά έγγραφα, να συντάσσει εξώδικες δηλώσεις και να εκπροσωπεί την εντολέα της ενώπιον δικαστηρίων και αρχών. Προβλέφθηκε επίσης ότι θα δικαιούτο νόμιμης θερινής αδείας και επιδομάτων αδείας, Χριστουγέννων και Πάσχα και γενικά τα επιδόματα, προσαυξήσεις και παροχές που θα ελάμβαναν οι μισθωτοί της εντολέως της, εφαρμοζόμενων κατά τα λοιπά, δηλαδή για μη ρυθμιζόμενα από τα συμβαλλόμενα μέρη θέματα, των διατάξεων του Κώδικα περί Δικηγόρων. Σημειώνεται ότι με τον ν.4001/2011 προβλέφθηκε ότι η άνω εταιρεία, …………. μεταφέρει στην εταιρεία ……… τις οργανωτικές μονάδες και δραστηριότητες που αφορούν τη διαχείριση, λειτουργία, ανάπτυξη και συντήρηση του Συστήματος Μεταφοράς, που ασκεί, συμπεριλαμβανομένων των αντίστοιχων παγίων, καθώς και του προσωπικού της … που απασχολείται στις εν λόγω δραστηριότητες, που συνιστούν τον Κλάδο Μεταφοράς της ………, της μεταφοράς αυτής εξομοιούμενης με καθολική διαδοχή (άρθρο 99). Με την ολοκλήρωση της μεταφοράς των δραστηριοτήτων της ……. στην …….., η ………. μετονομάστηκε σε “………..” και με διακριτικό τίτλο “……….” (εφεξής Λειτουργός Αγοράς), η οποία θα λειτουργούσε σύμφωνα με τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας και θα διέπετο από τις διατάξεις του κ.ν. 2190/1920 και τις διατάξεις του εν λόγω νόμου, προσαρμόζοντας αντίστοιχα το Καταστατικό της (άρθρο 117). Το προσωπικό της …… που απασχολείτο είτε με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας είτε με σύμβαση έμμισθης εντολής-πλην των εισφερόμενων στην …….., κατά το άρθρο 99, οργανωτικών μονάδων και δραστηριοτήτων-μεταφέρθηκε στην ……. (άρθρο 103 σε συνδυασμό με 119 του άνω νόμου). Με το άρθρο 117 Β του ίδιου νόμου, όπως αυτό προστέθηκε με το άρθρο 96 του ν. 4512/2018, η εταιρεία ……. εισέφερε τον κλάδο της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας στη νεοσυσταθείσα ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………» και έκτοτε, μετά την ολοκλήρωση της απόσχισης αυτής, όπου στην κείμενη νομοθεσία αναφερόταν ο όρος ……, ή Λειτουργός της Αγοράς, νοείτο ο Διαχειριστής ΑΠΕ και Εγγυήσεων Προέλευσης, ήδη εναγομένη. Έτσι, η ενάγουσα, όπως και οι έμμισθες δικηγόροι, …….. και ………, που υπηρετούσαν στην νομική υπηρεσία της ……. από την 1-3-2005 και τις 18-8-2003, αντίστοιχα, παρέμειναν στην ………, όπως μετονομάστηκε, κατά τα προεκτεθέντα, εφαρμοζόμενων σε αυτές των ρυθμίσεων του ΚΚΠ/ΔΕΗ, των εφαρμοστέων συλλογικών συμβάσεων εργασίας και των εν γένει υπηρεσιακών ρυθμίσεων της …….., εφόσον δεν υπέβαλαν εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας από την ψήφιση του ν.4001/2011 σχετική δήλωση εξαίρεσής τους από τις προαναφερθείσες ρυθμίσεις (άρθρο 103 παρ.3). Στη συνέχεια, μετά από εισήγηση του Προέδρου του διοικητικού συμβουλίου της . ….., με την υπ’αριθμ. 215/6-6-2013 απόφασή του, το τελευταίο αποφάσισε ομόφωνα τη σύσταση θέσης νομικού συμβούλου, για τον συντονισμό και εποπτεία της λειτουργίας της νομικής υπηρεσίας, αλλά και την υποβοήθηση των μελών του διοικητικού συμβουλίου, αναφορικά με τα προς συζήτηση θέματα, και την τοποθέτηση σε αυτήν της ενάγουσας. Σύμφωνα με την Κατάσταση Κανονισμού Προσωπικού της …, ο νομικός σύμβουλος διορίζεται και δεν προκηρύσσεται η θέση του. Επομένως, δεν απαιτείτο προκήρυξη για τη σύσταση και πλήρωση της θέσης αυτής. Στη δε σχετική συνεδρίαση, κατά τη μαρτυρία του τότε αντιπροέδρου του διοικητικού συμβουλίου, ..……, παρουσιάστηκαν οι φάκελοι όλων των δικηγόρων που απασχολούνταν στην εναγομένη με έμμισθη εντολή, και αφού όλοι είχαν θετική άποψη για την ενάγουσα, από τη μέχρι τότε συνεργασία μαζί της, την επέλεξαν, δεδομένου μάλιστα ότι, όπως τουλάχιστον δήλωσε ο προαναφερθείς, δεν γνώριζε την κ. ….., επειδή έλειπε με άδεια τοκετού. Με την ίδια απόφαση της ανατέθηκε και ο συντονισμός όλων των νομικών θεμάτων της εταιρείας, καθώς και η υποβοήθηση του διοικητικού συμβουλίου στο έργο του μεταξύ άλλων και με την παρουσία της κατά τις συνεδριάσεις του, για τον λόγο ότι υπήρχε ανάγκη νομικών ενεργειών για την αντίκρουση πλήθους αγωγών παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας με την εταιρεία, ως πρωτότυπο φαινόμενο. Η δημιουργία της θέσης αυτής και η επιλογή της ενάγουσας, η οποία ήταν ήδη δικηγόρος παρ’Αρείω Πάγω, και, επομένως, πληρούσε σύμφωνα με τον Κανονισμό Κατάστασης Προσωπικού της …., τις προϋποθέσεις για την επιλογή της, ενέπιπτε στην επιχειρηματική ελευθερία της εναγομένης, να οργανώνει την εσωτερική της δομή, κατά τον τρόπο που έκρινε πλέον πρόσφορο και ήταν σύννομη (σχετ. οι από 12-6-2019 γνωμοδότηση του ……., καθηγητή νομικής ΕΚΠΑ και από 30-12-2014 κοινή γνωμοδότηση του ανωτέρω και του ………., λέκτωρος Νομικής). Σύννομη, επίσης, λόγω των επιτελικών καθηκόντων που της ανατέθηκαν (επιμέλεια συνεδριάσεων του διοικητικού συμβουλίου και συντονισμού νομικών υποθέσεων), ήταν η απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της εναγομένης να της χορηγείται επιπλέον ειδικό μηνιαίο επίδομα, ισόποσο εκείνου που χορηγείτο στα στελέχη τρίτου επιπέδου ιεραρχικής στάθμης, ύψους αρχικά 844,59 ευρώ μικτά και ήδη 717,90 ευρώ μικτά (σχετ. η άνω από 30-12-2014 γνωμοδότηση) και αυτή την απάντηση έδωσε το διοικητικό συμβούλιό της προς τις άλλες δύο δικηγόρους της, ……. και ……….. οι οποίες ζήτησαν διευκρινίσεις για το ρυθμιστικό πλαίσιο, εντός του οποίου είχαν ληφθεί οι παραπάνω αποφάσεις (σχετ. τα υπ’αριθμ. πρωτ. …./16-9-2014 και …./8-1-2015 έγγραφα). Σημειωτέον ότι δεν ήταν απαραίτητη και ως εκ περισσού έγινε η ανάρτιση των αποφάσεων διορισμού της και χορήγησης επιδόματος ευθύνης στη «ΔΙΑΥΓΕΙΑ», περίπου ένα χρόνο αργότερα, αφού δεν αποτελούσε υπάλληλο ούτε όργανο διοικήσεως. Η επιλογή της ενάγουσας, όπως υποδηλώνει και η αποστολή της παραπάνω επιστολής προς το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας, προκάλεσε τη δυσαρέσκεια της …………. και αυτό αποτυπώνεται σε μεγάλο βαθμό στα προσκομιζόμενα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου μεταξύ αυτής και της ενάγουσας, κατά τη διετία 2014-2016, τα οποία αφορούσαν τον χειρισμό νομικών υποθέσεων της εταιρείας και από τα οποία δεν προκύπτει κλίμα αρμονικής συνεργασίας τους. Παρά ταύτα, η διοίκηση της εναγομένης εμπιστευόταν απόλυτα την ενάγουσα, εκτιμώντας την εργατικότητα, τις ικανότητές της και την επιμέλεια που επιδείκνυε. Αποδείχθηκε, επίσης, ότι πέραν των τριών αυτών έμμισθων δικηγόρων, η εναγομένη, προς υποβοήθηση του έργου τους, και για να ανταποκριθεί στις τρέχουσες ανάγκες της, συνήψε συμβάσεις έργου και με τρίτους δικηγόρους, κατά τα έτη 2014 έως και 2016 (σχετ. οι από 7-11-2013, από 23-4-2014, 29-12-2014, από 11-8-2015 και από 25-9-2015 συμβάσεις έργου). Στις 7-3-2016 έληξε η θητεία του διοικητικού συμβουλίου της εναγομένης και ορίστηκε νέο. Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος αυτής, ορίστηκε ο μέχρι τότε επιχειρησιακός διευθυντής συναλλαγών της, ………, ο οποίος είχε άμεση γνώση της λειτουργίας της εταιρείας αλλά και των δυσλειτουργιών της. Μάλιστα, για την εκλογή του ως προέδρου της, υπήρχε αρχικά κώλυμα, λόγω της προηγούμενης ιδιότητάς του ως υπαλλήλου της …………., όπως του είχε επισημάνει η ενάγουσα, το οποίο ήρθη εκ των υστέρων  με τη διάταξη του άρθρου 39 παρ.3 του ν.4414/2016. Στις 20-4-2016 δηλαδή ενάμισυ περίπου μήνα μετά την έναρξη της θητείας του νέου διοικητικού συμβουλίου, ο ανωτέρω, αφού αναφέρθηκε σε προβλήματα στη λειτουργία της νομικής υπηρεσίας, στην ολιγομελή στελέχωσή της, στην ανάγκη αποτελεσματικότερης κατανομής αρμοδιοτήτων των νομικών υποθέσεων και ειδικά εκείνων που σχετίζονται με θέματα που εισάγονται προς λήψη απόφασης στο διοικητικό συμβούλιο αλλά και στη συμμετοχή δύο δικηγόρων, διδακτόρων ποινικού και εμπορικού δικαίου στο διοικητικό συμβούλιο, εισηγήθηκε την κατάργηση της θέσης του νομικού συμβούλου, προς αποκατάσταση του κλίματος συνεργασίας στη νομική υπηρεσία και την εύρυθμη και αποδοτικότερη συνολικά λειτουργία της. Στη σχετική μάλιστα απόφαση που ελήφθη παμψηφεί (σχετ. απόσπασμα πρακτικού 250)  γίνεται αναφορά στην προηγούμενη σύσταση της θέσης νομικού συμβούλου, εκτός ημερησίας διάταξης και χωρίς να εκδοθεί αριθμημένη απόφαση του διοικητικού συμβουλίου. Έκτοτε, ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της εναγομένης όριζε με επιστολή του κάθε μήνα, μία εκ των τριών δικηγόρων, ως συντονίστρια των υποθέσεων της νομικής υπηρεσίας εκ περιτροπής.  Μετά τη δημοσίευση του ν. 4414/2016 (ΦΕΚ Α΄149/4-8-2016), που προέβλεπε τη δυνατότητα πρόσληψης προσωπικού (έως 25 άτομα), κατά παρέκκλιση κάθε γενικής και ειδικής διάταξης, με συμβάσεις έργου ή εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου με διετή διάρκεια, στη συνεδρίαση της 26-9-2016, ο πρόεδρος εισηγήθηκε, μεταξύ άλλων, την πρόσληψη με αυτό το καθεστώς ενός νομικού συμβούλου και προϊσταμένου της νομικής υπηρεσίας (κωδικός 10) καθώς και τριών δικηγόρων, με συγκεκριμένα τυπικά προσόντα (κωδικός 11). Προφανώς εκτιμήθηκε ότι η επιλογή ενός τρίτου προσώπου, με αυξημένα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα, η επάρκεια του οποίου δεν θα αμφισβητείτο από τις δικηγόρους που απασχολούνταν στην εναγομένη με έμμισθη εντολή αορίστου χρόνου, θα συνέβαλε στην ομαλή λειτουργία της νομικής υπηρεσίας. Κατά τη συνεδρίαση αυτή εγκρίθηκαν τα κριτήρια επιλογής προσωρινού προσωπικού-που αφορούσε και άλλες κατηγορίες εργαζομένων. Αυτή η λύση, ωστόσο, δεν ευοδώθηκε, καθώς, κατά την άποψη των μελών του διοικητικού συμβουλίου το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο, δεν εξυπηρετούσε τις ανάγκες της, αφού δεν δινόταν η δυνατότητα πρόσληψης δικηγόρου για αντιμετώπιση έκτακτων αναγκών όπως προέβλεπε ο ν. 4414/2016, με έμμισθη εντολή αορίστου χρόνου. Έτσι, στη συνεδρίαση της 3-11-2016, που επανήλθε το συγκεκριμένο ζήτημα, ανεστάλη η σχετική διαδικασία, παρ’ότι η ανάγκη συντονισμού των εργασιών της νομικής υπηρεσίας, δηλαδή τόσο των απασχολούμενων σε αυτήν με έμμισθη εντολή όσο και των τρίτων δικηγόρων, ως εξωτερικών συνεργατών της,  εξακολουθούσε να υφίσταται, ενώ για την επιλογή αξιολόγησης των προσληφθέντων ορίστηκε τριμελής επιτροπή αποτελούμενη από τον πρόεδρο, τον αντιπρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου και το μέλος ………, διδάκτορα νομικής (ποινικού δικαίου). Μειοψήφισαν τα μέλη  ……. και ……….., κατά τη γνώμη του οποίου δεν υπήρχε νομικό κώλυμα για την επιλογή εξωτερικού νομικού συμβούλου με έμμισθη εντολή αορίστου χρόνου. Τελικά, στις 31-3-2017 κατά τη νέα συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου,  έγινε εισήγηση από τον πρόεδρο αυτού, για κατάργηση της θέσης του νομικού συμβούλου και επαύξηση των θέσεων των δικηγόρων, με τους οποίους θα συνάπτετο σύμβαση έργου ή εργασίας ορισμένου χρόνου, από τρεις σε τέσσερις μία εκ των οποίων με τον καθηγητή εμπορικού δικαίου, …………., ο οποίος θα παρείχε στην εταιρεία εξειδικευμένες νομικές συμβουλές, και για προκήρυξη θέσης προϊσταμένου νομικής υπηρεσίας εκ των δικηγόρων με σύμβαση έμμισθης εντολής αορίστου χρόνου. Ο ίδιος ανέπτυξε τη θέση του ότι για την καλύτερη εξυπηρέτηση των συμφερόντων της εναγομένης, ήταν αναγκαία η ενίσχυση και αναβάθμιση της νομικής της υποστήριξης, με διπλασιασμό του ανθρώπινου δυναμικού, με αποτέλεσμα την ανάγκη βελτιστοποίησης της οργάνωσής της και ορισμού προϊσταμένου αυτής (σχετ. απόσπασμα πρακτικού υπ’αριθμ. …..). Δεν ελήφθη τελικά απόφαση και επακολούθησε νέα συνεδρίαση στις 5-4-2017, όπου επανατέθηκαν όλα τα θέματα για τα οποία είχε γίνει εισήγηση στην προηγηθείσα συνεδρίαση, μεταξύ των οποίων η σύσταση νέας τριμελούς επιτροπής, αποτελούμενης από τους εξετασθέντες μάρτυρες, ………, …….. και …………., χωρίς δηλαδή τη συμμετοχή των νομικών, οι οποίοι και αντιτάχθηκαν, ισχυριζόμενοι ότι θα έπρεπε να μην αποκλειστούν αυτόματα από τη διαδικασία υποβολής υποψηφιότητας αξιόλογοι νεοπροσληφθέντες δικηγόροι και ότι θα έπρεπε να συμμετέχει τουλάχιστον ένας από αυτούς στην επιτροπή αξιολόγησης, λόγω της απόλυτης συνάφειας της ιδιότητάς τους με το αντικείμενο αυτής. Ειδικότερα, ο ……….. υποστήριξε ότι δεν υπήρχε λόγος, ενώ η κατάργηση της θέσης του νομικού συμβούλου είχε γίνει με σκοπό την πιο εύρυθμη λειτουργία της νομικής υπηρεσίας, λόγω των ενστάσεων και των μη λειτουργικών σχέσεων μεταξύ των τριών έμμισθων δικηγόρων, να επανέλθει το ίδιο καθεστώς, αφού οι σχέσεις μεταξύ των τριών έμμισθων δικηγόρων εξακολουθούσε να μην είναι καλό. Τελικώς, ελήφθη απόφαση για τη σύναψη σύμβασης με τον …………. και περί σύστασης και προκήρυξη θέσης προϊσταμένου της νομικής υπηρεσίας, μεταξύ των έμμισθων δικηγόρων. Αποφασίστηκε επιπλέον, οι υποψήφιοι να καταθέσουν αίτηση εκδήλωσης ενδιαφέροντος προς την Υπηρεσία Ανθρώπινου Δυναμικού στο πρωτόκολλο της εταιρείας, εντός προθεσμίας δεκαπέντε ημερολογιακών ημερών, αρχόμενης από την ημερομηνία της απόφασης, ενώ έγινε δεκτή-με μειοψηφία-η εισήγηση ως προς τη σύνθεση της τριμελούς επιτροπής  (σχετ. απόσπασμα πρακτικού υπ’αριθμ. …./5-4-2017). Σημειωτέον ότι, σύμφωνα προς την απόφαση αυτή, συνήφθησαν τέσσερις συνολικά συμβάσεις έργου με δικηγόρους (υπ’αριθμ. …. και …./15-5-2017, …./1-6-2017 και …../4-7-2017), διετούς διάρκειας, με αντικείμενο, όχι κάποιο συγκεκριμένο έργο αλλά την παροχή νομικής υποστήριξης εν γένει αναφορικά με το νέο καθεστώς στήριξης των σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, της ειδικής αγοράς εγγυήσεων προέλευσης (ν.3468/2006), την οργάνωση και διεξαγωγή των δημοπρασιών πώλησης προθεσμιακών προϊόντων ηλεκτρικής ενέργειας με φυσική παράδοση και ολοκληρωμένου έργου γνωμοδοτικής και συμβουλευτικής δικηγορίας σε θέματα προετοιμασίας της εκπροσώπησης της εναγομένης στο πλαίσιο δικαστικών διαδικασιών ενώπιον δικαστηρίων κλπ. Από το κείμενο των πρακτικών του διοικητικού συμβουλίου της εναγομένης προκύπτει ότι δεν υπήρξε καμία αιτιολογία για την επανασύσταση ουσιαστικά της θέσης του προϊσταμένου της νομικής της υπηρεσίας, ούτε στο κείμενο της εισήγησης αλλά ούτε και της απόφασης, παρά το ότι διαφώνησε ρητά το μέλος …………., τονίζοντας ότι η απόφαση αυτή έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την αιτιολόγηση της εισήγησης και απόφασης του διοικητικού συμβουλίου της 22-4-2016, με την οποία μόλις ένα χρόνο πριν είχε καταργηθεί η θέση της νομικής συμβούλου. Η ίδια η εναγομένη στις προτάσεις της ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου μίλησε για πιεστικά χρονοδιαγράμματα ως προς την απόσχιση του κλάδου αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και τη δημιουργία του Χρηματιστηρίου Ενέργειας, χωρίς καμία περαιτέρω διευκρίνιση. Μάλιστα ισχυρίζεται ότι τότε αποφασίστηκε και η αύξηση των θέσεων των εξωτερικών δικηγόρων που θα προσλαμβάνονταν με συμβάσεις έργου από 3 σε 4. Πλην όμως, όπως ήδη εκτέθηκε, το καθεστώς της συνεργασίας με τρίτους δικηγόρους, δυνάμει συμβάσεων έργου ίσχυε και εφαρμοζόταν ήδη, ενώ η συνεργασία με τον καθηγητή εμπορικού δικαίου …………, αναμένετο ότι θα βοηθούσε αποτελεσματικά την εταιρεία στην αναδιοργάνωσή της. Επομένως, ουδείς λόγος υπήρχε που να δικαιολογεί την επαναφορά της θέσης του προϊσταμένου της νομικής υπηρεσίας με επιλογή από τις τρεις έμμισθες δικηγόρους που απασχολούσε, αφού ήταν δεδομένο, ότι οποιαδήποτε από αυτές επιλέγετο, θα δημιουργείτο δυσαρέσκεια στις λοιπές πέραν του ότι το κακό κλίμα που είχε διαπιστωθεί σε προγενέστερο χρόνο, δεν ήταν ούτως ή άλλως δυνατόν να αλλάξει. Ακολούθως, οι δικηγόροι-υποψήφιες για τη θέση του προϊσταμένου της νομικής υπηρεσίας ενημερώθηκαν στις 7-4-2017 για την προκήρυξη της θέσης και ο προϊστάμενος Υπηρεσίας Ανθρώπινου Δυναμικού, κατόπιν προφορικής οδηγίας του διευθύνοντος συμβούλου (σχετ. το απόσπασμα του υπ’αριθμ. …../4-5-2017 πρακτικού) διευκρίνισε με το από 11-4-2017 έγγραφό του, με αποδέκτες τις ίδιες, ότι καταληκτική ημερομηνία υποβολής υποψηφιότητας θα ήταν η Δευτέρα 24-4-2017 και ώρα 14.00. Η μεν ενάγουσα υπέβαλε την υποψηφιότητά μαζί με τα συνοδεύοντα αυτήν δικαιολογητικά, στις 20-4-2017 ενώ η …….. στις 24-4-2017. Στη συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου στις 4-5-2017 (σχετ. υπ’αριθμ. …../4-5-2017 απόσπασμα πρακτικών) έγινε εισήγηση για έγκριση του τρόπου εφαρμογής της προηγηθείσας απόφασης, με καταληκτική δηλαδή ημερομηνία κατάθεσης φακέλων τη Δευτέρα, 24-4-2017. Αντιτάχθησαν οι νομικοί, …………, ο οποίος εξέθεσε ότι η απόφαση ελήφθη στις 6-4-2017, όταν και ολοκληρώθηκε τελικά η συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου, χωρίς να ασκεί επιρροή η διατύπωση σε αυτήν «οπότε και θα ενημερωθούν ηλεκτρονικά από τη  ……….», που αφορούσε τις υποψήφιες έμμισθες δικηγόρους, και ότι σε κάθε περίπτωση, αν δηλαδή, ως αφετηρία της δεκαπενθήμερης ημερομηνίας υποβολής υποψηφιότητας θεωρείτο η 7-4-2017 και πάλι αυτή έληγε στις 21-4-2017, ημέρα Παρασκευή και δεν νοείτο έγκριση του τρόπου εφαρμογής της απόφασης, αλλά και ο ………, ο οποίος δήλωσε ότι δεν ενέπιπτε στην αρμοδιότητα του ………… να ερμηνεύσει την απόφαση του διοικητικού συμβουλίου έστω και με εντολή του Προέδρου, καθώς δεν υπήρχε κενό και το μοναδικό αρμόδιο όργανο, δηλαδή το διοικητικό συμβούλιο είχε αναλυτικά καθορίσει το πλαίσιο υποβολής υποψηφιοτήτων και αυτό δεν είχε μεταβάλει την απόφασή του εντός της ορισθείσας προθεσμίας, οπότε δεν τίθεται ζήτημα μεταγενέστερης τροποποίησής της. Τελικά η απόφαση ελήφθη σύμφωνα με την εισήγηση. Η Επιτροπή συνήλθε στις 5-5-2017 και λαμβάνοντας υπόψη τα τυπικά προσόντα και την εμπειρία των υποψηφίων, που δεν αφορούσε μόνον τη νομική τους επάρκεια αλλά και το πνεύμα συνεργασίας και ομαδικότητας που είχαν επιδείξει οι υποψήφιες, την ικανότητα επικοινωνίας και οργάνωσης, συντονισμού και διοίκησης ομάδας, την ανάληψη πρωτοβουλίας και ευθύνης και την αποτελεσματικότητα της εργασίας τους, επελέγη και ανατέθηκαν καθήκοντα προϊσταμένης της Νομικής Υπηρεσίας στην ……….. Η επιλογή της προκάλεσε την αντίδραση της ενάγουσας, η οποία με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προς τον πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου της εναγομένης, με ημερομηνία 16-5-2017 δήλωσε ότι θα συμμορφωθεί με τον τρόπο λειτουργίας της νομικής υπηρεσίας, ανεξαρτήτως των επιφυλάξεων που διατηρεί ως προς την νομιμότητα της διαδικασίας από την κατάργηση της θέσης του νομικού συμβούλου μέχρι την ανασύσταση αυτής και την προκήρυξη θέσης προϊσταμένου και διορισμού της …………… Προηγουμένως, στις 25-4-2017 είχε ζητήσει εγγράφως να ενημερωθεί για τα πρόσωπα που είχαν εκδηλώσει ενδιαφέρον και είχαν υποβάλλει υποψηφιότητα, καθώς και για τον χρόνο υποβολής αυτής. Στις 4-5-2017 απηύθυνε νέο έγγραφο προς το διοικητικό συμβούλιο ισχυριζόμενη ότι καταληκτική ημερομηνία υποβολής υποψηφιοτήτων ήταν η 20-4-2017, και μέχρι τη λήξη της δεν είχε υποβληθεί καμία άλλη υποψηφιότητα πλην της δικής της. Αναφορικά με τα παραπάνω και ιδίως τη λήξη του χρόνου υποβολής υποψηφιότητας, λεκτέα τυγχάνουν τα ακόλουθα : Η προκήρυξη εκ μέρους της εναγομένης για την πλήρωση της θέσης της προϊσταμένης της νομικής της υπηρεσίας συνιστά πρόταση κατάρτισης σύμβασης, απευθυνόμενη προς τις τρεις έμμισθες δικηγόρους που απασχολούσε, οι οποίες διέθεταν τα οριζόμενα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα, και η υποβολή αίτησης εκδήλωσης ενδιαφέροντος εκ μέρους τους, με δικαιολογητικά, συνιστούσε αποδοχή της πρότασης αυτής και επέφερε την κατάρτιση της συμβάσεως υπό την αίρεση της επιτυχίας (άρθρα 185 και 189 του ΑΚ). Επομένως, η εναγομένη δεσμευόταν από την πρότασή της, καθ’όλο το χρονικό διάστημα που η ίδια έταξε, μη δυνάμενη να την ανακαλέσει, εφόσον δεν είχε ρητά επιφυλάξει για τον εαυτό της το δικαίωμα αυτό ούτε υπήρχαν ειδικές περιστάσεις που απέκλειαν τη δέσμευσή της από αυτήν (άρθρο 186 του ΑΚ) Έτσι, δεν νοείτο εκ των υστέρων, δηλαδή μετά τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε, έγκριση του τρόπου ερμηνείας της απόφασης του διοικητικού συμβουλίου από οποιονδήποτε, και δη από τον …….., ενώ και η διευκρίνιση εκ μέρους αυτού, ακόμη και αν δόθηκε κατόπιν προφορικής εντολής ή οδηγίας του προέδρου, δεν είχε κανένα έννομο αποτέλεσμα, αφού προερχόταν από αναρμόδιο όργανο. Ωστόσο, από το κείμενο της απόφασης του διοικητικού συμβουλίου της 5-4-2017, προκύπτει με σαφήνεια ότι η ηλεκτρονική ενημέρωση των υποψηφίων, θα έπρεπε να γίνει την ημερομηνία λήψης της απόφασης, με αποτέλεσμα αυτή, ερμηνευόμενη με βάση την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, να έχει το νόημα ότι αν η ημερομηνία αυτών δεν συνέπιπτε, η αφετηρία της προθεσμίας θα έπρεπε να τοποθετηθεί στην ημερομηνία ενημέρωσης των υποψηφίων, ώστε αυτές να έχουν τη δυνατότητα να προετοιμάσουν και υποβάλουν την υποψηφιότητά τους. Εξάλλου, με βάση τον γενικό ερμηνευτικό κανόνα της 241 του ΑΚ, που ισχύει, όπως και οι λοιπές ερμηνευτικές διατάξεις των άρθρων 242-246 του ΑΚ, για όλες τις προθεσμίες που καθορίζονται, όχι μόνο από τον νόμο ή δικαστική απόφαση αλλά και από δικαιοπραξία, η ορισθείσα προθεσμία άρχισε την επομένη του γεγονότος που αποτελούσε την αφετηρία της δηλαδή της ενημέρωσης των υποψηφίων, επομένως, στις 8-4-2017 και έληξε στις 22-4-2016, ημέρα Σάββατο, που δεν ήταν εργάσιμη ημέρα και συνεπώς, στις 24-4-2017, ημέρα Δευτέρα, ανεξαρτήτως του ότι αναρμοδίως ο ………. προέβη στην προαναφερθείσα διευκρίνιση και χωρίς νομικό έρεισμα το διοικητικό συμβούλιο ενέκρινε αυτήν. Συνεπώς, η αίτηση της ……….. ήταν εμπρόθεσμη, όπως ορθώς κατ’αποτέλεσμα έκρινε το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αν και με διαφορετική αιτιολογία, και ως εκ τούτου παρέλκει η εξέταση της βασιμότητας του αιτήματος περί αναγνώρισης της ακυρότητας της εν λόγω απόφασης του διοικητικού συμβουλίου της εναγομένης, και πρέπει να απορριφθεί ο πρώτος λόγος της υπό στοιχ. Α΄έφεσης, με τον οποίο η ενάγουσα πλήττει την εκκαλουμένη για την κρίση της περί εμπροθέσμου υποβολής της άνω αιτήσεως, ως ουσιαστικά αβάσιμος. Επιπλέον, με βάση όσα προεκτέθηκαν, καθίσταται σαφές ότι η κατάργηση της θέσης του νομικού συμβούλου, με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της εναγομένης στις 22-4-2016, έγινε πράγματι εν μέρει, εξαιτίας των μη λειτουργικών σχέσεων και των εντάσεων μεταξύ των τριών έμμισθων δικηγόρων, ώστε να αποκατασταθεί η εύρυθμη λειτουργία της νομικής υπηρεσίας, η οποία ήταν απαραίτητη, δεδομένης της κρισιμότητας και του όγκου των θεμάτων που αυτή χειριζόταν και θα χειριζόταν και στο μέλλον. Στο συγκεκριμένο μάλιστα ζήτημα αναφέρθηκε και ο νομικός ………, τοποθετούμενος επί της εισήγησης για την σύσταση και προκήρυξη θέσης νομικού συμβούλου από τις ήδη συνδεόμενες με την εταιρεία με σύμβαση έμμισθης εντολής δικηγόρους στις 5-4-2017. Όπως, όμως διεφάνη από την αιτιολογία της απόφασης αλλά και τα όσα συνέβησαν έκτοτε, η νέα διοίκηση ουσιαστικά επιθυμούσε τον αποκλεισμό της ενάγουσας και την επιλογή της ……….. ως προϊσταμένης της νομικής της υπηρεσίας. Συγκεκριμένα, είναι χαρακτηριστικό ότι στη σχετική εισήγηση και απόφαση κατάργησης της θέσης νομικής συμβούλου δεν γίνεται καμία αναφορά στην επιτυχή ή μη εκτέλεση των καθηκόντων της και στην τυχόν καλή ή μη συνεργασία της εταιρείας με αυτήν, όπως αντιθέτως έγινε κατά το στάδιο της επιλογής της ……….. Δηλαδή, ο πραγματικός λόγος της κατάργησης της θέσης της νομικής συμβούλου ήταν ότι η εναγομένη επιθυμούσε ουσιαστικά την απομάκρυνση της ενάγουσας από τη συγκεκριμένη θέση. Έτσι, η μόνη δυνατή λύση έκτοτε ήταν η ανάθεση των σχετικών καθηκόντων εκ περιτροπής σε όλες τις δικηγόρους ενώ έγινε και προσπάθεια να επιλεγεί τρίτο πρόσωπο ως νομικός σύμβουλος και προϊστάμενος της νομικής υπηρεσίας της, που όμως δεν ευοδώθηκε με το ισχύον τότε νομοθετικό πλαίσιο. Ζήτημα, ωστόσο, εμπάθειας προς το πρόσωπό της, για τον λόγο ότι αρχικά, κατά την ανάληψη των καθηκόντων του προέδρου …………, του είχε επισημάνει το ασυμβίβαστο της μέχρι τότε θέσης του, ως υπαλλήλου  της ………, με τη θέση του προέδρου του διοικητικού συμβουλίου της εναγομένης που ήρθη στη συνέχεια με νομοθετική μεταβολή, δεν αποδείχθηκε, καθώς αυτό αποτελούσε αντικειμενικό γεγονός, ευχερώς διαπιστώσιμο. Η επανασύσταση, όμως, της θέσης της προϊσταμένης της νομικής υπηρεσίας ένα χρόνο μετά την κατάργησή της, χωρίς να έχουν ουσιαστικά μεταβληθεί οι λόγοι που οδήγησαν σε αυτήν, κρίνεται αδικαιολόγητη. Αυξημένες ανάγκες σε επίπεδο νομικής υπηρεσίας δεν αποδείχθηκε ότι υπήρχαν την εποχή εκείνη, ακόμη και αν είναι αληθές ότι περί τον Απρίλιο του 2017 υπήρχαν αυστηρά χρονοδιαγράμματα ως προς την απόσχιση του κλάδου αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και τη δημιουργία Χρηματιστηρίου Ενέργειας. Εξάλλου, ήταν αμφίβολο ότι το άσχημο κλίμα που είχε δημιουργηθεί μεταξύ των δικηγόρων της εναγομένης, με την επιλογή της ενάγουσας θα αποκαθίστατο είτε επιλεγόταν η ………… είτε η ίδια ακόμα και αν ακολουθούνταν απολύτως αξιοκρατικά κριτήρια για την επιλογή αυτή. Έτσι, εκτιμάται ότι η ανακίνηση της σχετικής διαδικασίας, ως μοναδική λύση, τη δεδομένη χρονική στιγμή έγινε με τη βεβαιότητα ότι ο αποκλεισμός της ενάγουσας θα μπορούσε ευχερώς να επιτευχθεί, αφού τα τυπικά κατ’αρχήν προσόντα της έτερης υποψήφιας ήταν επαρκή για την πρόκρισή της. Άλλωστε, στο σχετικό πρακτικό αξιολόγησης, καμία αναφορά σε τυχόν υπεροχή των τυπικών προσόντων της τελικώς επιλεγείσας δικηγόρου δεν γίνεται, αντίθετα μνημονεύεται ότι οι δύο υποψήφιες κατέχουν «αντίστοιχους τίτλους σπουδών, επαγγελματικές άδειες, μεταπτυχιακές σπουδές και εμπειρία σε όλο το φάσμα αντικειμένων της νομικής υπηρεσίας της εναγομένης». Σύμφωνα με το πρακτικό δηλαδή αυτό, δεν προκύπτει ότι η επιτροπή έδωσε προβάδισμα από άποψη τυπικών προσόντων, σε κάποια από τις δύο υποψήφιες. Επίσης, σε αυτό γίνεται αναφορά σε «εκτενή συζήτηση και έκθεση της εμπειρίας» των υποψηφίων και τη συνεργασία τους με την εναγομένη, η οποία παρ’όλ’αυτά δεν αναλύθηκε. Σε προηγούμενο σημείο του πρακτικού γίνεται αναλυτική αναφορά στα κριτήρια αξιολόγησης των υποψηφιοτήτων, μεταξύ των οποίων η εμπειρία των μελών από τη συνεργασία τους με τις υποψήφιες σε υπηρεσιακά θέματα, η οποία δεν αφορά την νομική τους επάρκεια αλλά το πνεύμα συνεργασίας και ομαδικότητας που είχαν επιδείξει, την ικανότητα επικοινωνίας και οργάνωσης της εργασίας, την ικανότητα συντονισμού και διοίκησης ομάδας, την ανάληψη πρωτοβουλίας και ευθύνης και τέλος την αποτελεσματικότητα της εργασίας τους. Στα ζητήματα αυτά, τα οποία είναι και περισσότερο δυσαπόδεικτα σε σχέση με τα τυπικά προσόντα, ουδεμία συγκεκριμένα αναφορά δεν έκανε η εναγομένη ούτε και στο πλαίσιο της παρούσας αστικής αντιδικίας, ώστε να δικαιολογήσει την επιλογή της. Παρατηρείται δηλαδή ότι η ανάλυση των κριτηρίων αξιολόγησης και δη του συγκεκριμένου είναι εκτενής, σε σχέση με τη συνοπτική αξιολόγηση των τυπικών και ουσιαστικών προσόντων των υποψηφίων, με αποτέλεσμα να μην είναι σαφές το στοιχείο εκείνο που οδήγησε την επιτροπή στην απόφασή της. Εξάλλου, μετά και τη διαπίστωση αυτή εκτιμάται ότι ο αποκλεισμός από την επιτροπή αξιολόγησης των νομικών παρ’ότι αυτοί ως εκ της ιδιότητάς τους ήταν σε θέση να αξιολογήσουν καλύτερα τις υποψηφιότητες από άποψη τουλάχιστον επάρκειας, δεν ήταν τυχαίος αλλά έγινε σκοπίμως για να μην υπάρξουν αντιδράσεις στην επιλογή της …………… Τέλος, και το γεγονός ότι το διοικητικό συμβούλιο της εναγομένης έσπευσε εκ των υστέρων να «εγκρίνει» τη διευκρίνιση του …… αναφορικά με την απόφαση της προκήρυξης υποβολής υποψηφιοτήτων, ως προς τον χρόνο λήξης της σχετικής προθεσμίας, υποδηλώνει σε συνδυασμό και με όλα όσα προαναφέρθηκαν, την επιθυμία της διοίκησης της εναγομένης για αποκλεισμό της ενάγουσας. Έτσι, αφ’ότου αποκλείστηκε η δυνατότητα επιλογής τρίτου ως νομικού συμβούλου, η εναγομένη επιθυμούσε να τοποθετηθεί στη συγκεκριμένη θέση η …………. αλλά δεν μπορούσε να το πράξει με απευθείας επιλογή της, αφού ουσιαστικά είχε ψέξει την προηγούμενη διοίκηση για την επιλογή της ενάγουσας με τον ίδιο τρόπο. Επομένως, η κατάργηση της θέσης της νομικής συμβούλου τον Απρίλιο του 2016, η  οποία σημειωτέον δεν ήταν αντίθετη προς τον νόμο ή τη συναφθείσα με την ενάγουσα σύμβαση έμμισθης εντολής, και τον Κανονισμό Κατάστασης Προσωπικού της ΔΕΗ, υπαγορεύθηκε εν μέρει από λόγους οργάνωσης και αναδιάρθρωσης της επιχείρησης της εναγομένης, και αποτελεσματικότερης λειτουργίας της νομικής υπηρεσίας της, αποσκοπούσε, όμως, κυρίως στην απομάκρυνση της ενάγουσας από τη θέση της προϊσταμένης της νομικής της υπηρεσίας. Όμως, παρ’ότι η ίδια εξέλαβε έτσι την ενέργεια αυτή της εναγομένης, αλλά και τις επόμενες ενέργειές της, από τις πράξεις της συνάγεται η βούλησή της να αποδεχθεί την αφαίρεση των αρμοδιοτήτων της, αφού επί ένα και πλέον έτος, και ενώ υπήρξαν, κατά τα εκτιθέμενα, ενέργειες εκ μέρους της εναγομένης δηλωτικές της διάθεσής της απέναντί της, ουδέν έπραξε, αλλά συνέχισε αδιαμαρτύρητα να συμμορφώνεται προς τους νέους όρους εργασίας της, οπότε καταρτίστηκε νέα τροποποιητική σύμβαση μεταξύ των διαδίκων. Παρά τα όσα ισχυρίζεται, ουδεμία έγγραφη ή προφορική διαμαρτυρία της δεν υπήρξε προς το διοικητικό συμβούλιο και μόνον στις 16-5-2017 απέστειλε μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στον πρόεδρο του, στο οποίο διατύπωνε την επιφύλαξή της για την ακολουθούμενη διαδικασία, αρχής γενομένης από την κατάργηση της θέσης του νομικού συμβούλου. Συνεπώς, σύμφωνα με τις σχετικές σκέψεις που προεκτέθηκαν, η μεταβολή των όρων της εργασίας της δεν ήταν μονομερής και ως εκ τούτου δεν δικαιούται να αξιώσει την καταβολή της απωλεσθείσας πρόσθετης αμοιβής της αλλά ούτε και χρηματική ικανοποίηση για την τυχόν ηθική της βλάβη, λόγω υπαίτιας και παράνομης προσβολής της προσωπικότητάς της. Περαιτέρω, η επιλογή της ……….. για τη θέση της προϊσταμένης της νομικής υπηρεσίας, η οποία δεν αποτελεί βαθμολογική ή μισθολογική προαγωγή, εντασσόμενη στα εκ της εργασίας δικαιώματα των απασχολούμενων δικηγόρων σε αυτήν, εμπίπτει στην αποφασιστική αρμοδιότητα της εναγομένης και αφορούσε αποκλειστικά την οργάνωση και διεύθυνση της επιχείρησής της και δεν αποδείχθηκε ότι αυτή έγινε κατά κατάχρηση του διευθυντικού της δικαιώματος. Και τούτο διότι δεν αποδείχθηκε η καταφανής υπεροχή της ενάγουσας έναντι της επιλεγείσας, ώστε σε συνδυασμό και με άλλα τυχόν πραγματικά περιστατικά να θεμελιώνει προφανή υπέρβαση εκ μέρους της εναγομένης, των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, σύμφωνα με τη σχετική σκέψη που προεκτέθηκε. Συγκεκριμένα, η ενάγουσα είναι πτυχιούχος της Νομικής Σχολής του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, από το έτος 1995, με βαθμό πτυχίου λίαν καλώς και κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος ειδίκευσης με τίτλο «Magister Juris in European and Comparative Law» από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης (1996). Έχει παρακολουθήσει μαθήματα στο διεθνές και εμπορικό δίκαιο στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου, μέσω του προγράμματος Erasmus (1993).  Γνωρίζει σε άριστο επίπεδο αγγλικά και γαλλικά και σε επίπεδο στοιχειωδών γνώσεων ισπανικά. Έλαβε την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος τον Δεκέμβριο του έτους 1996, εργάστηκε ως δικηγόρος σε γραφεία τρίτων και στο Προξενείο της Βολιβίας και προσελήφθη στην εναγομένη στις 7-3-2005. Η ……….. είναι και εκείνη απόφοιτος της Νομικής Σχολής του  Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, με βαθμό λίαν καλώς, κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος του Πανεπιστημίου του Παρισιού στο δίκαιο των συμβάσεων (1997) και του Πανεπιστημίου Αθηνών στο Αστικό Δίκαιο (1999). Γνωρίζει σε άριστο επίπεδο αγγλικά και γαλλικά και σε πολύ καλό επίπεδο Γερμανικά. Έλαβε την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος τον Μάρτιο του 1998, παρακολούθησε πρόγραμμα εκπαιδευτικό στις Βρυξέλλες στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή (Οκτώβριος 1998-Φεβρουάριος 1999), απασχολήθηκε σε διάφορα δικηγορικά γραφεία και προσελήφθη από την εναγομένη στις 18-8-2003. Κατά τα έτη 2013 έως 2016 διετέλεσε παράλληλα σύμβουλος του Υπουργού Ανάπτυξης για θέματα της εταιρείας. Συνεπώς, τα αυτά δεχόμενο και το Πρωτόδικο Δικαστήριο αν και με εν μέρει διαφορετική και ελλιπή αιτιολογία, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε και ως εκ τούτου πρέπει ο δεύτερος, τρίτος και τέταρτος λόγος της υπό στοιχ. Α΄έφεσης της ενάγουσας, με τους οποίους πλήττει την εκκαλουμένη για τις κρίσεις της, αντίστοιχα, ότι η ίδια αποδέχθηκε τη μεταβολή των όρων εργασίας της, ότι δεν υπήρξε εμπάθεια προς το πρόσωπό της και ότι δεν υπερείχε καταφανώς της …………, να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι.

Αποδείχθηκε, επίσης, ότι η ενάγουσα, λόγω του φόρτου εργασίας της, της κρισιμότητας των υποθέσεων που της ανατίθεντο, της αδυναμίας αναπλήρωσης της εργασίας της από τις έτερες έμμισθες δικηγόρους και της υποχρέωσής της να παρίσταται και στις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου, δεν ελάμβανε το σύνολο της δικαιούμενης άδειας αναψυχής και η ίδια άλλοτε ζητούσε από την εναγομένη εγγράφως τη χορήγηση αδείας, ιδίως για την εξάντληση αδείας προηγούμενου έτους, είτε όχι και επομένως δεν ελάμβανε την δικαιούμενη άδειά της, από υπαιτιότητα της εναγομένης, λόγω του μεγάλου αριθμού των εκκρεμών υποθέσεων και πολύπλοκων νομικών ζητημάτων που χειριζόταν, καθώς ένα τέτοιο αίτημα θα ήταν άσκοπο. Σημειώνεται ότι η εναγομένη επί σειρά ετών ακολουθούσε μία μη σύννομη πρακτική, μεταφέροντας τα υπόλοιπα αδειών όλων των εργαζομένων σε επόμενα έτη, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 του αν 539/1945, που εφαρμόζεται και για τους έμμισθους δικηγόρους (άρθρο 8 παρ. 4 του ν. 4507/1966) αυτό απαγορεύεται, και επιθυμώντας να διευθετήσει το ζήτημα είχε ζητήσει και γνωμοδότηση νομικών που παρείχαν διευκρινίσεις. Έτσι, υπήρξε σχετική ενημέρωση εκ μέρους του προέδρου προς τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου με τις υπ’αριθμ. …../20-4-2016 ανακοίνωση και ……/14-2-2018 ενημέρωσή του, στις οποίες επισυνάφθηκαν πίνακες με τα υπόλοιπα των ετήσιων αποδοχών των εργαζομένων της εναγομένης, κατά τα προηγούμενα έτη. Με βάση τον επισυναπτόμενο στην τελευταία από τις παραπάνω ενημερώσεις πίνακα, η ενάγουσα είχε υπόλοιπο 61 ημερών αδείας, και συγκεκριμένα 11 ημερών για το έτος 2015 και από 25 για τα έτη 2016 και 2017, πλην όμως, με βάση τις προσκομιζόμενες αιτήσεις κανονικής αδείας και εγκρίσεις αυτών από την εναγομένη, η ενάγουσα έλαβε, το έτος 2015, 14 ημέρες αδείας, το έτος 2016, 24 ημέρες αδείας και 25 ημέρες αδείας το έτος 2017, ανεξαρτήτως του ότι οι ημέρες αυτές καταλογίστηκαν από την εναγομένη σε υπόλοιπο αδειών προηγούμενων ετών, κατά την έως τότε ακολουθούμενη πρακτική. Επομένως, είχε υπόλοιπο αδείας 11 ημερών για το έτος 2015 και μίας ημέρας για το έτος 2016, όπως ορθώς δέχθηκε και η εκκαλουμένη. Το ημερομίσθιό της κατά τον μήνα Δεκέμβριο των αντίστοιχων ετών, ανερχόταν σε 161,87 και 133,16 ευρώ, αντίστοιχα, επομένως, της οφείλετο το ποσό των 1.913,73 [1.780,57 (161,87 Χ 11) + 133,16] ευρώ. Η εναγομένη κατέβαλε στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 5.347,29 ευρώ, το οποίο αφορούσε υπόλοιπο αποδοχών 35 συνολικά ημερών, και, συγκεκριμένα, 6 ημερών για το έτος 2013, 11 ημερών για το έτος 2014, 17 (αντί 11 κατά τα άνω) για το έτος 2015 και μίας ημέρας για το έτος 2017, δηλαδή οφειλές της από αποδοχές αδείας και προηγούμενων ετών, υπερκαλύπτοντας έτσι την ένδικη οφειλή για αποδοχές αδείας. Επομένως, κατ’ορθή εφαρμογή του νόμου και εκτίμηση των αποδείξεων το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκανε δεκτή, ως βάσιμη και κατ’ουσίαν την ένσταση εξόφλησης, που πρότεινε η εναγομένη και επαναφέρει και με τις προτάσεις της ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, προς απόκρουση της υπό στοιχ. Α΄έφεσης, ανεξαρτήτως του ότι στην κρίση του αυτή οδηγήθηκε με την εσφαλμένη παραδοχή ότι ο προταθείς από την ενάγουσα και επαναφερόμενος με τον έκτο λόγο της υπό στοιχ. Α΄έφεσής της, ισχυρισμός της περί καταλογισμού του καταβαλλόμενου ποσού σε άλλα, ήδη αναγνωρισθέντα από τον πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου της εναγομένης, δια της θέσεως της υπογραφής του στα οικεία έντυπα αδειών, χρέη, με τον οποίο επιχείρησε να θεμελιώσει την κατ’άρθρο 422 του ΑΚ αντένσταση, έπρεπε να απορριφθεί ως αόριστος. Και τούτο διότι τα ελλιπή έστω πραγματικά περιστατικά που επικαλέστηκε η ενάγουσα συνιστούσαν διευκρίνιση των αγωγικών ισχυρισμών της, ως προς τον αριθμό των ημερών μη ληφθείσας αδείας της για τα επίδικα έτη (2015-2017), όπως αυτός είχε αναγνωριστεί, κατά τα άνω-και δεν είχαν την έννοια ότι υπήρχαν και άλλα χρέη. Η μεταφορά ημερών αδείας προηγούμενων ετών, όμως, σε επόμενα έτη αντίκειται στον νόμο και δεν είναι επιτρεπτή, κατά τα προεκτεθέντα, και ως εκ τούτου πρέπει ο έκτος λόγος της υπό στοιχ. Α΄έφεσης να απορριφθεί ως αβάσιμος. Απορριπτέος, ως ουσιαστικά αβάσιμος κρίνεται και ο πέμπτος λόγος της άνω έφεσης, προταθείς και πρωτοδίκως, περί διακοπής της παραγραφής της αξίωσης της ενάγουσας για μη ληφθείσες ημέρες αδείας του έτους 2012, λόγω αναγνώρισής της εκ μέρους του προέδρου του διοικητικού συμβουλίου, με το υπ’αριθμ. πρωτ………/14-2-2018 έγγραφό του, ο οποίος ορθώς απορρίφθηκε σιωπηρώς από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, εφόσον τέτοια αξίωση δεν προβλήθηκε εκ μέρους της. Περαιτέρω, εφόσον η λήψη των ανωτέρω ημερών αδείας δεν κατέστη εφικτή από υπαιτιότητα της εναγομένης, οφείλεται στην ενάγουσα κατ’άρθρο 5 του αν 539/1945, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 του νδ 3755/1957, αποζημίωση, ως αστική ποινή, ίση με τις αντίστοιχες αποδοχές αδείας της, για τα ανωτέρω έτη [ΟλΑΠ 32/2005 ΕλλΔνη 2005.1030, ΑΠ 506/2017, ΕφΑθ (Μον) 5618/2019 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»], αλλά όχι για τα προηγούμενα, δηλαδή το έτος 2013 και 2014, αφού για τα έτη αυτά δεν υπήρχε αντίστοιχο αγωγικό αίτημα. Συνεπώς, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη δέχθηκε ότι υπήρξε υπαιτιότητα της εναγομένης και επιδίκασε στην ενάγουσα αποζημίωση, ίση με το ποσό των αποδοχών αδείας της, αλλά όχι μόνον για τα έτη 2015-2017 αλλά και για τα έτη 2013 και 2014, έσφαλε εν μέρει ως προς την εφαρμογή του νόμου, και πρέπει να γίνει δεκτός ο δεύτερος λόγος της υπό στοιχ. Β΄έφεσης, ως βάσιμος και κατ’ουσίαν και να απορριφθούν οι πρώτος και τρίτος λόγος αυτής, όπως και ο έβδομος λόγος της υπό στοιχ. Α΄έφεσης, με τον οποίο η ενάγουσα πλήττει την εκκαλουμένη, ως προς το ύψος της οφειλόμενης αποζημίωσης, ισχυριζόμενη μάλιστα εσφαλμένως ότι για το συγκεκριμένο κονδύλιο η υποχρέωση της εναγομένης για καταβολή τόκων έχει ως αφετηρία την 1/1 του αμέσως επομένου έτους, εντός του οποίου έπρεπε να χορηγηθεί η άδεια και όχι τον χρόνο επίδοσης της αγωγής, όπως δέχθηκε ορθώς η εκκαλουμένη [ΕφΑθ(Μον) 5618/2019 ό.π)], ως ουσιαστικά αβάσιμοι.

Κατ’ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η υπό στοιχ. Α΄έφεση και να γίνει δεκτή, ως βάσιμη και κατ’ουσίαν η υπό στοιχ. Β΄έφεση, κατά παραδοχή του δεύτερου λόγου της, να εξαφανιστεί ακολούθως η εκκαλουμένη στο σύνολό της, κατ’άρθρο 535 § 1 του ΚΠολΔ, δηλαδή και ως προς τις διατάξεις της που δεν ανατρέπονται με την παρούσα, χάριν της ενότητας της δικαστικής κρίσης, αναγκαίως δε και κατά την περί δικαστικών εξόδων διάταξή της  που θα καθορισθεί από την αρχή (ΕφΑνΚρ 79/2014, ΕφΑθ 1404/2014, δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Στη συνέχεια, αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό και ερευνηθεί κατ’ουσίαν η ένδικη αγωγή (άρθρο 535 § 1 του ΚΠολΔ), πρέπει  να γίνει αυτή δεκτή ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ ουσίαν, και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 1.913,73 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Τα δικαστικά, τέλος, έξοδα των διαδίκων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ αυτών, ανάλογα προς την έκταση της νίκης και ήττας τους, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό σημειούμενου ότι δεν συντρέχει λόγος επιβολής δικαστικών εξόδων της εκκαλούσας της υπό στοιχ. Β΄έφεσης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας σε βάρος του προσθέτως παρεμβαίνοντος εφόσον δεν προκλήθηκε σε αυτήν καμία πρόσθετη δαπάνη (106, 176, 183 και 191 § 2 του ΚΠολΔ, 63 § 1iα, 68 § 1,  69 παρ.1 εδ.α΄, 166 και παράρτημα Ι Β του ν.4194/2013).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την από 25-10-2021 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ……………/25-10-2021) υπό στοιχ. Α΄έφεση της ενάγουσας, την από 7-1-2022 (με αύξ.αριθμ. εκθ.καταθ. ………../7-1-2022) υπό στοιχ. Β΄έφεση της εναγομένης, και την ασκηθείσα με τις προτάσεις πρόσθετη παρέμβαση του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς, κατά της υπ’αριθμ. 836/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την πρόσθετη παρέμβαση.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά τις εφέσεις.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ  την υπό στοιχ. Α΄έφεση.

ΔΕΧΕΤΑΙ την υπό στοιχ. Β΄έφεση.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη.

ΚΡΑΤΕΙ την από 27-12-2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………../27-12-2018) αγωγή και τη δικάζει κατ’ουσίαν.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει αυτήν.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των χιλίων εννιακοσίων δεκατριών ευρώ και εβδομήντα τριών λεπτών (1.913,73), με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εναγομένης μέρος των δικαστικών εξόδων του προσθέτως παρεμβαίνοντος του πρώτου βαθμού, το οποίο ορίζει στο ποσό των εκατόν πενήντα (150) ευρώ, και της ενάγουσας αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των  πεντακοσίων (500) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 20-9 -2022.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ