Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 422/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ  ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

τμήμα 2ο

Αριθμός  απόφασης :     422/2022

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(τμήμα 2ο)

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Ισιδώρα Πόγκα Πρόεδρο Εφετών,   Ελευθέριο Γεωργίλη  Εφέτη, Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτη – Εισηγητή,  και τη Γραμματέα  T.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………..,  για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ :

ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ  – ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: 1) ……………., ατομικά για τον εαυτό του και ως ασκούντος την γονική μέριμνα των ανήλικων τέκνων του, α) …………., β) …………….2) …………. ως ασκούσας τη γονική μέριμνα των ανήλικων τέκνων της: α) …………, β) …………… κατοίκων ……………., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Σφακιανάκη (με δήλωση κατ΄άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ).

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ – ΥΠΕΡ’  ΗΣ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ –  Της ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρίας …………….. η οποία δεν  εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο Δικαστήριο.

ΤΗΣ  ΑΥΤΟΤΕΛΩΣ ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ :   Της ανώνυμης εταιρείας ……………………, η οποία εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο  από την πληρεξούσια Δικηγόρο της  Γεωργία Σκούρα.

Η εφεσίβλητη  άσκησε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς την από 30.11.2016  και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …………../24-01-2017 αγωγή της, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 4955/2017 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου οι εκκαλούντες   με την  από 11.11.2019 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …………../2019 έφεσή τους, η συζήτηση της οποίας ορίστηκε αρχικά  για τη δικάσιμο της 21.5.2020, οπότε και ματαιώθηκε. Επαναπροδιορίστηκε αυτεπαγγέλτως για την σημερινή δικάσιμο, της 23ης Σεπτεμβρίου 2021, με την υπ’ αριθ. 103/2020 Πράξη, της ορισθείσας από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς. Προέδρου Εφετών, Σπυριδούλας Μακρή, δυνάμει του άρθρου 74 παρ.2 του Ν. 4690/2020 (ΦΕΚ Α’ 104/30.5.2020), περί αυτεπάγγελτου ορισμού δικασίμου προς συζήτηση υποθέσεων, των οποίων η συζήτηση ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων (από 13-3-2020 έως 31-5-2020).

Η αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα άσκησε την 8.01.2021 και  με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …………/2021, αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, η οποία προσδιορίστηκε για την ίδια ως άνω δικάσιμο.

Κατά τη συζήτηση των άνω υποθέσεων, αφού συνεκφωνήθηκαν από το πινάκιο, η εφεσίβλητη – υπερ ής η αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση  δεν παραστάθηκε, ο πληρεξούσιος Δικηγόρος των εκκαλούντων παραστάθηκε με δήλωση του άρθρου 242 ΚΠολΔ, αναφερόμενος στις προτάσεις που είχε προκαταθέσει η δε πληρεξούσια Δικηγόρος των εφεσίβλητων αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Στο Δικαστήριο αυτό εκκρεμούν : α) η 11.11.2019 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ………../2019 έφεση  και β) η 8.01.2021 και  με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …………../2021, αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση. Οι άνω υποθέσεις πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικασθούν, καθώς έχουν μεταξύ τους σχέση κυρίου και παρεπομένου κι επιπλέον διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται και μείωση των εξόδων της (άρθρ.31 και 246 ΚΠολΔ.).

Η από 11.11.2019 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ………./2019 έφεση  των εναγόμενων και ήδη εκκαλούντων κατά της με αρ. 4955/2017 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ). Περαιτέρω αρμοδίως φέρεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ) κι έχει κατατεθεί το ανάλογο παράβολο κατά τη διάταξη του άρθρου 495 § 3 του ΚΠολΔ (βλ. το με αρ. …………….. .  e – paravolo).  Εξάλλου κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στη σειρά του οικείου πινακίου, η  εφεσίβλητη ανώνυμη τραπεζική εταιρία δεν παραστάθηκε, όπως δε προκύπτει από τις  με αρ. Δ-9940,  Δ-9941,  Δ-9942,  Δ-9943 και Δ-9944/3.12.2019  εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή …………..  της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, προς τους εκκαλούντες,  η συζήτηση της έφεσης για τη δικάσιμο της 21.5.2020 έγινε με την επιμέλεια της άνω εφεσίβλητης. Κατά την τελευταία δικάσιμο η υπόθεση ματαιώθηκε  ματαιώθηκε λόγω της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των πολιτικών δικαστηρίων, εξαιτίας του ιού COVID-19 και προσδιορίστηκε αυτεπαγγέλτως για την παρούσα συνεδρίαση, κατά την οποία, με βάση τη διάταξη του άρθρου 74 παρ.  2 του ν. 4690/2020 η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο, που γίνεται από τον γραμματέα, ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων (ΤρΕφΠειρ 640/2020 http://www.efeteio-peir.gr/wordpress/?p=6291). Κατά συνέπεια η εφεσίβλητη θα πρέπει να δικασθεί  σαν να ήταν παρούσα κατ’ άρθρο 524 παρ.4 ΚΠολΔ. Η έφεση πρέπει  περαιτέρω  να ερευνηθεί ως προς την νομική και ουσιαστική  βασιμότητα των λόγων της

Από τη διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔ προκύπτει ότι τρίτος μπορεί να ασκήσει σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη πρόσθετη παρέμβαση για την υποστήριξη κάποιου διαδίκου, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, συνεπώς για πρώτη φορά και ενώπιον του Εφετείου, περιοριζόμενος σε μόνη την υποστήριξη ή αντίκρουση των λόγων της έφεσης, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 81 παρ. 1 και 215 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την αγωγή, δηλαδή με κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται, που είναι αναγκαίο στοιχείο της προδικασίας και ολοκληρώνεται, με την κοινοποίηση αυτής στους διαδίκους, η οποία, στην περίπτωση που ασκείται για πρώτη φορά στο Εφετείο, πρέπει, να γίνεται, σύμφωνα με το άρθρο 524 παρ. 1 σε συνδυασμό με το άρθρο 591 παρ. 1 εδ. β’ ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά το ν. 4335/2015, σε όλους τους μέχρι την άσκησή της διαδίκους, τουλάχιστον δέκα ημέρες πριν από τη συζήτηση. Έννομο συμφέρον για την άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης υφίσταται, όταν με την πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης, που είτε απειλείται από τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της απόφασης που θα εκδοθεί είτε υπάρχει κίνδυνος προσβολής του από τις αντανακλαστικές συνέπειές της, ως τρίτος δε, κατά την έννοια της ίδιας διάταξης του άρθρου 80 ΚΠολΔ, νοείται εκείνος ο οποίος δεν είχε προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου με οποιονδήποτε τρόπο στην αρχική δίκη ή σε στάδιο προηγούμενης δίκης επί της υποθέσεως (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1260/2019, ΑΠ 1329/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1171/2012, ΧρΙΔ 2013, σελ. 34). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 83 ΚΠολΔ, αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 έως 78. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αποφασιστικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας αυτής στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του. Το δικονομικό δικαίωμα της άσκησης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης παρέχεται όχι λόγω της πιθανής εκδήλωσης δυσμενών ενεργειών της απόφασης σε βάρος τρίτου, αλλά λόγω της δεσμευτικότητας αυτών, που θα κριθούν στην ήδη εκκρεμή δίκη, όσον αφορά στις σχέσεις του παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικό του, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άλλης διαδικασίας. Με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη μια νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας επισύρει την επέκταση της ισχύος της απόφασης. Η ασκούμενη κατά το άρθρο 83 ΚΠολΔ αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με το διάδικο υπέρ του οποίου η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνων θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου ως αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου (ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 1564/2017, ΑΠ 177/2017 ΤΝΠ, ΑΠ 1485/2006 ΤΝΠ Νόμος). Η άσκηση αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης συνεπάγεται μεταξύ άλλων και την εκπροσώπηση του αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνοντος, κατά την απουσία του, από τον υπέρ ου η παρέμβαση και αντιστρόφως (ΕφΘεσ 78/2017, Αρμ. 2017, σελ. 1156, ΕφΠειρ 111/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1250/2009 ΕλλΔ/νη 2012, σελ. 790). Ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, πρέπει να θεωρηθεί και εκείνη, την οποία ασκεί αυτός που έγινε διάδοχος του διαδίκου όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το πέρας αυτής (άρθρο 225 παρ. 2 ΚΠολΔ), αφού το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατ’ αυτού κατά το άρθρο 325 αριθ. 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 1564/2017 ό.π., ΑΠ 1731/2011, ΜΕφΘεσ 982/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 περ. γ` του ν. 4354/2015 «Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων κλπ»: Τα δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους. Οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις. Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 2 του άνω νόμου 4354/2015: Οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν. 4307/2014 (Α` 246). Εφόσον, οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη, με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου, το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης (ΑΠ 368/2019 ό.π, ΑΠ 877/2019, ΜΕφΘεσ 982/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση η εταιρία με την επωνυμία «………» ενεργώντας ως μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος και ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία «…………», (δυνάμει της από 31.7.2019 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων), η οποία κατέστη ειδικός διάδοχος της τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία ……… (με την από 29.11.2018 σύμβαση πώλησης και αγοράς απαιτήσεων), άσκησε την 8.01.2021 και  με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ………../2021 αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, στο παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο επικαλούμενη ότι έχει έννομο συμφέρον να παρέμβει στην τελευταία δίκη, αφού η απόφαση, που θα εκδοθεί, δεσμεύει την ειδική διάδοχο της εφεσίβλητης. Η αυτοτελής αυτή πρόσθετη παρέμβαση, η οποία ασκήθηκε παραδεκτά, το πρώτον, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 80 του Κ.Πολ.Δ.), με ιδιαίτερο δικόγραφο, στο πλαίσιο της κατ’ έφεση δίκης, κατά των εκκαλούντων και υπέρ της εφεσίβλητης σ’ αυτήν, είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 68, 76, 83 και 225 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., διότι ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να θεωρηθεί και εκείνη την οποία ασκεί αυτός που έγινε διάδοχος του διαδίκου όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το πέρας αυτής (άρθρο 225 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα), αφού το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατά αυτού κατά το άρθρο 325 αρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. με βάση τα όσα προεκτέθηκαν, η δε προσθέτως παρεμβαίνουσα – εταιρία διαχείρισης νομιμοποιείται ως μη δικαιούχος διάδικος, κατ’ άρθρο 2 παρ. 4 του ν. 4354/2015. Ενόψει αυτών μεταξύ της κύριας διαδίκου,  εφεσίβλητης  και της προσθέτως παρεμβαίνουσας έχει δημιουργηθεί σχέση επιγενόμενης αναγκαστικής ομοδικίας, ώστε η εφεσίβλητη που είναι απούσα αντιπροσωπεύεται στη δίκη από την προσθέτως παρεμβαίνουσα,  που παρίσταται κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, κατ’ άρθρο 76 παρ.1 τελ. εδ. ΚΠολΔ.

Η ενάγουσα τραπεζική εταιρία εξέθετε στην από 30.11.2016  και με αριθμό κατάθεσης ………../24-01-2017 αγωγή της  ότι δυνάμει της υπ’ αριθμ. …./1-7-2005 σύμβασης πίστωσης με ανοικτό λογαριασμό και τις πρόσθετες επ’ αυτής αναφερόμενες πράξεις, χορηγήθηκε από την πιστώτρια τράπεζα με την επωνυμία «………….», καθολική διάδοχος της οποίας κατέστη η ενάγουσα, στην εταιρία με την επωνυμία «………» πίστωση ποσού 6.000.000 € και ότι, την εν λόγω πίστωση εγγυήθηκε, μεταξύ άλλων, ο πρώτος εναγόμενος, ενεχόμενος ως αυτοφειλέτης μέχρι του ποσού των 2.940.000 €. Ότι η ενάγουσα τήρησε  λογαριασμό της πίστωσης σε  4 επιμέρους μερίδες, τα υπόλοιπα του οποίου αναγνώρισαν η πιστούχος και οι εγγυητές με τις από 30.9.2010 επιστολές,  στις δε τις 17-210-2012 κατήγγειλε τη σύμβαση πίστωσης και έκλεισε τον τηρούμενο λογαριασμό, ο οποίος εμφάνισε κατάλοιπο ποσού  1.780.080 €,  το οποίο η ενάγουσα γνωστοποίησε στην πιστούχο και στους εγγυητές, μεταξύ των οποίων και στον πρώτο εναγόμενο, στις 31-10-2012, το δε απόσπασμα της κίνησης των 4 μερίδων του λογαριασμού  παραθέτει στην αγωγής της για το χρονικό διάστημα μετά την αναγνώριση. Ότι η απαίτηση  της ενάγουσας εξοπλίσθηκε με την με αρ. ……./19-11-2014 Διαταγή Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία, μεταξύ άλλων υπόχρεων, ο πρώτος εναγόμενος, υποχρεώθηκε να καταβάλει στην ενάγουσα το ανωτέρω χρηματικό ποσό. Ότι, στις 10-12-2012 και  14-12-2012, ο πρώτος εναγόμενος, δυνάμει των υπ’ αριθμ. …../2012, …../2012, …../2012 και ……./2012 συμβολαίων γονικής παροχής  μεταβίβασε τις με αρ. Υ3 , Υ4, Υ5 , ΙΑ  οριζόντιες ιδιοκτησίες- αποθήκες και Γ2 οριζόντια ιδιοκτησία κατά πλήρη κυριότητα στον ανήλικο υιό του …. και στην ανήλικη θυγατέρα του ……. (όπως εκπροσωπούνται στη δίκη από τον ίδιο και τη μητέρα τους) κατά πλήρη κυριότητα τις οριζόντιες ιδιοκτησίες με αρ. Ζ1 πλέον αποθήκης δώματος με παρακράτηση οικήσεως  και κατά ψιλή κυριότητα  τις Α1, και Β1 οριζόντιες ιδιοκτησίες κείμενες επί οικοδομής στον Πειραιά επί της οδού ………….. συνολικής αξίας 829.310.05 €, κατά το χρόνο των μεταβιβάσεων και κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής 1.070.363,35 €, όπως αναφέρει αναλυτικά. ¨Ότι οι άνω μεταβιβάσεις,  έλαβαν χώρα σε χρόνο που η ενάγουσα είχε ήδη γεννημένη και ληξιπρόθεσμη απαίτηση σε βάρος του πρώτου των εναγόμενων κι  έγιναν με σκοπό να βλάψει ο τελευταίος την ικανοποίηση αυτής,  η οποία πλέον δεν μπορεί να εισπράξει το ως άνω οφειλόμενο ποσό, αφού ο πρώτος εναγόμενος στερείται άλλης περιουσίας ικανής να καλύψει τις απαιτήσεις της ενάγουσας, τα δε ακίνητα της πρωτοφειλέτριας και των εγγυητών, είναι, ήδη, βεβαρημένα με προσημειώσεις υπέρ τρίτων, ενώ ελεύθερα βαρών, δεν αρκούν για την ικανοποίηση της απαιτήσεως της ενάγουσας, όπως παραθέτει αναλυτικά για κάθε ακίνητο στην  αγωγή της. Με βάση το ιστορικό η ενάγουσα  ζήτησε  να   διαρρηχθούν οι προαναφερόμενες δικαιοπραξίες, ως καταδολιευτικές και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην πληρωμή των δικαστικών της εξόδων. Επί της παραπάνω αγωγής εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων η εκκαλούμενη οριστική απόφαση, με την οποία το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού έκρινε παραδεκτή και νόμιμη την βάση της αγωγής, με έρεισμα τις διατάξεις των άρθρων 939, 941, 943 ΑΚ και 176 ΚΠολΔ, έκανε δεκτή αυτήν ως και κατ`ουσία βάσιμη και απήγγειλε τη διάρρηξη των απαλλοτριώσεων που συντελέστηκαν  με το αναφερόμενα στην αγωγή συμβόλαια γονικής παροχής. Κατά της ως άνω απόφασης παραπονούνται οι εκκαλούντες με την έφεσή τους, για τους λόγους που αναφέρουν σε αυτήν και που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την παραδοχή της και την απόρριψη της εν λόγω αγωγής.

Κατά το άρθρο 939 ΑΚ οι δανειστές έχουν το δικαίωμα να απαιτήσουν τη διάρρηξη κάθε απαλλοτρίωσης, που έγινε από τον οφειλέτη προς βλάβη τους, εφόσον η υπόλοιπη περιουσία δεν αρκεί για την ικανοποίησή τους (ΟλΑΠ 19/2008, ΟλΑΠ 6/2003, ΑΠ 1116/2018, ΑΠ 708/2017, ΑΠ 1567/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Με το θεσμό της διάρρηξης αποσκοπείται η κατοχύρωση της υπεγγυότητας της περιουσίας του οφειλέτη, ήτοι της δυνατότητας των δανειστών να επιληφθούν της περιουσίας του με τα μέσα της αναγκαστικής εκτελέσεως. Αφού ο νόμος δεν διακρίνει, η διάταξη αφορά κάθε περιουσιακή αξίωση του δανειστή (ΟλΑΠ 19/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 939 έως 942 Α.Κ. προκύπτει ότι, για τη γέννηση της αξίωσης προς διάρρηξη καταδολιευτικής δικαιοπραξίας, απαιτείται η συνδρομή των κατωτέρω προϋποθέσεων: α) Απαίτηση του δανειστή κατά του οφειλέτη, γεγενημένη κατά το χρόνο, που ο τελευταίος επιχειρεί την απαλλοτρίωση, με την έννοια ότι τα παραγωγικά γεγονότα αυτής πρέπει να έχουν συντελεσθεί κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης, χωρίς να απαιτείται να έχει βεβαιωθεί δικαστικά ή να είναι εξοπλισμένη με εκτελεστό τίτλο, ούτε δυνάμει αυτού ο δανειστής να έχει προβεί σε δικαστική καταδίωξη του οφειλέτη και αυτή να έχει καταστεί απαιτητή και ληξιπρόθεσμη, κατά την πρώτη συζήτηση της αγωγής στο δικαστήριο, που είναι ο κρίσιμος χρόνος για τον προσδιορισμό της βλάβης του δανειστή (ΟλΑΠ 709/1994 ΝοΒ 23.300, ΑΠ 1116/2018 ό.π., ΑΠ 708/2017 ό.π., ΑΠ 28/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 661/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 928/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1701/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). β) Απαλλοτρίωση από τον οφειλέτη περιουσιακού στοιχείου, η οποία περιλαμβάνει κάθε σοβαρή και ηθελημένη (μη εικονική) διάθεση, εκποίηση, αλλοίωση ή παραίτηση, που επιφέρει μείωση της υπέγγυας στους δανειστές περιουσίας, ανεξάρτητα αν έγινε με ή χωρίς αντάλλαγμα. Συνεπώς, σε διάρρηξη υπόκεινται, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις, τόσο οι επαχθείς όσο και οι χαριστικές δικαιοπραξίες (941, 942 ΑΚ), μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι γονικές παροχές  (βλ. ΑΠ 28/2017 ό.π., ΑΠ 661/2015, ΑΠ 778/2015, ΑΠ 1475/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1800/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1567/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 18/1998 ΕλλΔνη 40.124,). Το γεγονός δε ότι η απαλλοτρίωση (διάθεση) αυτή γίνεται προς εκπλήρωση σχετικής ηθικής υποχρέωσης δεν μπορεί να δικαιολογήσει ούτε τη βλάβη των δανειστών, ούτε την προτίμηση εκπλήρωσης  από τον οφειλέτη των ηθικών υποχρεώσεών του έναντι των νόμιμων (ΑΠ 28/2017 ό.π., ΑΠ 1728/2006 ΕλΔ 48.479, ΑΠ 818/1998 ΕλΔ 40.123, ΕφΑθ 730/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕΑ 507/2009 ό.π., ΕφΑθ 5061/2004 ΕλΔ 46.563). γ) Πρόθεση βλάβης των δανειστών. Ειδικότερα, η πρόθεση βλάβης του δανειστή θεωρείται ότι υπάρχει όταν ο οφειλέτης γνωρίζει ότι έχει χρέη και ότι με την απαλλοτρίωση του περιουσιακού του στοιχείου θα περιέλθει σε τέτοια οικονομική κατάσταση, ώστε η περιουσία, που του απομένει, να μην επαρκεί για την ικανοποίηση του δανειστή, καθώς στην περίπτωση αυτή είναι προφανές πως ο οφειλέτης γνωρίζει ότι συνέπεια της απαλλοτριωτικής του πράξης είναι η βλάβη του δανειστή, την οποία αποδέχεται (ΑΠ 621/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 661/2015 ό.π., ΑΠ 1798/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1567/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 862/1998 ΕλλΔικ 1999.125, ΑΠ 818/1998 ΕλλΔικ 1999.124). δ) Γνώση του τρίτου υπέρ του οποίου η απαλλοτρίωση, η οποία όμως δεν απαιτείται αν η απαλλοτρίωση έγινε από χαριστική αιτία και τέτοια είναι και η  γονική παροχή αφού, μπορεί στη διάταξη του άρθρου 1509 ΑΚ να χαρακτηρίζεται ως δωρεά κατά το ποσό που υπερβαίνει το επιβαλλόμενο από τις περιστάσεις μέτρο, όμως με το χαρακτηρισμό αυτό αποσκοπείται απλώς να αποκλεισθεί η δυνατότητα ανάκλησής της κατά το μέρος που δεν αποτελεί δωρεά και όχι εξ αντιδιαστολής να χαρακτηρισθεί κατά το μέρος αυτό ως επαχθής δικαιοπραξία (ΑΠ 928/2014 ΧΡΙΔ 2014.734, ΑΠ 1633/2013, ΑΠ 1815/2012, ΑΠ 1567/2008). Επομένως, σε περίπτωση που με την αγωγή διώκεται η διάρρηξη απαλλοτρίωσης, που συνίσταται σε χαριστική δικαιοπραξία, δεν απαιτείται για το ορισμένο του δικογράφου της η αναφορά και της γνώσης του τρίτου, υπέρ του οποίου έγινε η απαλλοτρίωση  (ΟλΑΠ 15/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΟλΑΠ 6/2003 ΕλΔ 44 σελ. 401, ΑΠ 1116/2018 ό.π., ΑΠ 28/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 708/2017 ό.π., ΑΠ 339/2016, ΑΠ 661/2015 ό.π., ΑΠ 417/2015, ΑΠ 1092/2013, ΕφΠειρ 184/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). ε) Αφερεγγυότητα του οφειλέτη, η οποία συντρέχει όταν η υπολειπόμενη εμφανής περιουσία  αυτού δεν επαρκεί για την ικανοποίηση του δανειστή (ΟλΑΠ 15/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 708/2017 ό.π., ΑΠ 28/2017 ό.π., ΑΠ 661/2015 ό.π., ΑΠ 1677/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1881/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1112/2004, ΑΠ 862/1998 ΕλλΔικ 1999.125, Καυκάς, ΕνοχΔ, άρθρ. 939-942). Η αφερεγγυότητα δε αυτή του οφειλέτη, η οποία είναι ένα από τα στοιχεία  της βάσης της αγωγής διαρρήξεως, πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο άσκησης αυτής, που είναι ο κρίσιμος χρόνος για τον προσδιορισμό της βλάβης του δανειστή, η οποία υπάρχει μόνον όταν ο οφειλέτης είναι κατ’ εκείνο το χρόνο αφερέγγυος (ΑΠ 1116/2018 ό.π., ΑΠ 708/2017 ό.π., ΑΠ 661/2015 ό.π., ΑΠ 1902/2013, ΑΠ 637/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 88/1998 ΕλλΔικ 39.843). Ειδικότερα, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 939 Α.Κ., ως «υπόλοιπη περιουσία» του οφειλέτη θεωρείται η εμφανής περιουσία αυτού, της οποίας μπορούν να επιληφθούν οι δανειστές για την ικανοποίησή τους, όχι δε η αφανής (λ.χ. τραπεζικές καταθέσεις, χρήματα, ομόλογα ή τιμαλφή στο σπίτι του οφειλέτη ή σε τραπεζική θυρίδα), αφού δεν μπορούν να επιληφθούν αυτής με αναγκαστική εκτέλεση (Ι. Δεληγιάννη – Π. Κορνηλάκη, ό.π. σελ. 381), καθώς είναι ανύπαρκτη για αυτούς. Αντίθετη εκδοχή θα οδηγούσε σε ματαίωση του επιδιωκομένου σκοπού από το νόμο με τη διάρρηξη της προστασίας των δανειστών από την καταδολίευση αυτών από τον οφειλέτη (ΑΠ 928/2014 ΧΡΙΔ 2014.734, ΑΠ 637/2001 ΕλλΔικ 2002.1411, ΕφΔωδ 11/2006 ό.π.). Η απαιτούμενη για τη διάρρηξη καταδολιευτικής δικαιοπραξίας πρόθεση βλάβης του δανειστή εξακολουθεί να υφίσταται και όταν άλλος, εις ολόκληρον οφειλέτης, διαθέτει επαρκή περιουσία για την ικανοποίηση του δανειστή, καθόσον ο καταδολιευτικός χαρακτήρας της απαλλοτρίωσης κρίνεται από στοιχεία, που συντρέχουν αποκλειστικά και μόνο στο πρόσωπο του απαλλοτριούντος (ΑΠ 1116/2018 ό.π., ΑΠ 28/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 621/2016 ό.π.). Τα ανωτέρω στοιχεία πρέπει, για το κατ’ άρθρο 216 ΚΠολΔ ορισμένο της αγωγής, να αναφέρονται σε αυτήν. Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 669 ΕΝ, 361, 873, 874 ΑΚ, 112 ΕισΝΑΚ και 64 έως 67 του ΝΔ της 17-7/13-8-1923 “Περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών, σαφώς συνάγεται ότι αλληλόχρεος (ή ανοικτός) λογαριασμός υπάρχει όταν δύο πρόσωπα, από τα οποία το ένα τουλάχιστον είναι έμπορος, συμφωνούν με σύμβαση να μη επιδιώκονται ή διατίθενται μεμονωμένως οι απαιτήσεις των δύο μερών, που προκύπτουν από τις μεταξύ τους συναλλαγές, αλλά να φέρονται σε κοινό λογαριασμό με σκοπό να εκκαθαρίζονται και να αποσβένυνται κατά το κλείσιμο του λογαριασμού αυτού που θα γίνεται καθ’ ορισμένα χρονικά διαστήματα σε τρόπο ώστε να αποτελέσει τη μοναδική μεταξύ τους απαίτηση το κατάλοιπο του λογαριασμού που τυχόν θα υπάρξει. Περαιτέρω, ο αλληλόχρεος ή ανοικτός λογαριασμός κλείνεται περιοδικώς κάθε εξάμηνο, εκτός αν συμφωνήθηκε διαφορετικά, αλλά όχι κατά διαστήματα μικρότερα του τριμήνου. Καθένα από τα μέρη μπορεί οποτεδήποτε με καταγγελία του να θεωρήσει ότι έχει κλείσει οριστικά ο λογαριασμός, οπότε ο δικαιούχος του κατάλοιπου δικαιούται να απαιτήσει αμέσως αυτό (άρθρο 112 § 2 ΕισΝΑΚ). Το χρηματικό κατάλοιπο κλεισθέντος αλληλόχρεου λογαριασμού, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 112 § 2 ΕισΝΑΚ, είναι κατά ποσό ορισμένο και δεν εξαρτάται από αίρεση, προθεσμία, όρο ή αντιπαροχή, εφόσον αποδεικνύονται εγγράφως η σύμβαση του αλληλόχρεου λογαριασμού, η κίνηση του λογαριασμού αυτού, το κλείσιμο τούτου και το κατάλοιπο που προκύπτει υπέρ εκείνου που ασκεί την αξίωση. Η ενοχή δε για το κατάλοιπο που προκύπτει από κλείσιμο του αλληλόχρεου λογαριασμού γεννάται ανεξαρτήτως των ιδιαίτερων κονδυλίων του, όταν ο οφειλέτης αφηρημένα ή υποσχέθηκε πριν κλείσει ο λογαριασμός, την εξόφληση της οφειλής του από το κατάλοιπο ή αναγνώρισε, αφού έκλεισε ο λογαριασμός, την οφειλή αυτή (ΑΠ 1491/2018, ΑΠ 27/2010, ΑΠ 192/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).  Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 847, 848, 851 ΑΚ, 47 ν.δ. της 17/7/13-8-1923 και 112 Ε.Ν.Α.Κ. προκύπτει ότι ο εγγυητής απαίτησης του δανειστή, για την καταβολή από μέρους του οφειλέτη του κατάλοιπου που θα προέλθει από τη λειτουργία σύμβασης πίστωσης με ανοικτό λογαριασμό κατά το οριστικό κλείσιμο αυτού, ευθύνεται, λόγω του παρεπομένου χαρακτήρα της εγγύησης, μέχρι του ποσού για το οποίο εγγυήθηκε. και όχι για τα κονδύλια του λογαριασμού, τα οποία αναφέρονται σε άλλη μεταγενέστερη σύμβαση παροχής πίστωσης προς τον πρωτοφειλέτη, την εκπλήρωση της οποίας αυτός δεν εγγυήθηκε, εκτός αν η μεταγενέστερη δεν είναι αυτοτελής, αλλά πρόσθετη σύμβαση (συμπληρωματική), με την οποία απλώς αυξάνεται το ποσό της πίστωσης, χωρίς να επέρχεται άλλη μεταβολή, οπότε ο εγγυητής ευθύνεται για την πληρωμή οποιουδήποτε χρεωστικού υπολοίπου από τη λειτουργία του λογαριασμού και αν ακόμη δεν έλαβε μέρος, με την ιδιότητα του εγγυητή, στην πρόσθετη αυτή σύμβαση, μέχρις, όμως, του ποσού της αρχικής σύμβασης ή και των προσθέτων, στην συνέχεια, όλων ή μερικών συμβάσεων, εφόσον και αυτές τις εγγυήθηκε, δηλαδή, αποδέχθηκε να ευθύνεται για την καταβολή μεγαλύτερου, κάθε φορά, χρεωστικού καταλοίπου σε βάρος του πρωτοφειλέτη, που προέρχεται από τη λειτουργία της σύμβασης (ΑΠ 254/2018, ΑΠ 1229/2007). Ωστόσο ο εγγυητής ευθύνεται για το προαναφερόμενο κατάλοιπο, έως το ποσό, βέβαια, της κύριας οφειλής, ακόμη και αν στον προμνημονευόμενο λογαριασμό εισήλθαν και παρέμειναν έως το οριστικό κλείσιμο του και μη ασφαλιζόμενες προηγουμένως με την εγγύησή του απαιτήσεις, και είναι πιθανόν με τις καταβολές του πρωτοφειλέτη κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του λογαριασμού να έχουν υπερκαλυφθεί οι ασφαλιζόμενες απαιτήσεις. Τούτο δε διότι, ούτε η είσοδος και παραμονή μέχρι τέλους στο λογαριασμό μη αρχικώς ασφαλιζομένων με την εγγύηση απαιτήσεων, ούτε η τυχόν κατά τη λειτουργία του ισοσκέλιση του λογαριασμού, επηρεάζουν την ευθύνη του εγγυητή για το κατάλοιπο, εκτός αν η πιστώτρια τήρησε, κατά τη συμφωνία των μερών, χωριστό λογαριασμό για τις εγγυημένες απαιτήσεις και χωριστό για τις μη εγγυημένες, οπότε ο εγγυητής ευθύνεται για το οριστικό κατάλοιπο του λογαριασμού στον οποίο έχουν υπαχθεί οι καλυπτόμενες με την εγγύηση απαιτήσεις (ΑΠ 267/2021, ΑΠ  1790/2008, ΑΠ 1458/2006, ΑΠ 1434/1999 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση η αγωγή με το παραπάνω περιεχόμενο και αίτημα είναι πλήρως ορισμένη, αφού εκτίθενται επαρκώς στο δικόγραφό της τα στοιχεία που απαιτούνται για τη θεμελίωσή της και, ειδικότερα, περιγράφεται η απαίτηση της ενάγουσας κατά τα παραγωγικά της αίτια, και  μετά την ημερομηνία αναγνώρισης  από την πιστούχο και τους εγγυητές παρατίθεται η κίνησή του αλληλοχρέου λογαριασμού  έως το οριστικό του κλείσιμο.  Αναφέρεται επίσης η αξία των απαλλοτριούμενων περιουσιακών  στοιχείων, κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, όπως και λεπτομερώς,  με τις αξίες τους και τα βάρη επ’ αυτών τα λοιπά περιουσιακά στοιχεία του πρώτου εναγόμενου και των εγγυητών, χωρίς αυτό να είναι απαραίτητο, καθώς η ύπαρξη και άλλης περιουσίας από την οποία θα μπορούσε να ικανοποιηθεί η ενάγουσα συνιστά προβολή ένστασης  από πλευράς των εναγόμενων (ΑΠ 1824/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατόπιν αυτών θα πρέπει να απορριφθεί  ο 10ς λόγος της έφεσης  που αναφέρονται στην αοριστία της αγωγής.

Όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 631, 632 παρ. 1, 633 παρ. 2, 904 παρ. 2, 933 παρ. 3 και 330 ΚΠολΔ, η κατά τα άρθρα 623 επ. ΚΠολΔ διαταγή πληρωμής, η οποία δεν φέρει χαρακτήρα δικαστικής απόφασης, αλλ` αποτελεί απλώς τίτλο εκτελεστό, αποκτά ισχύ δεδικασμένου που ισοδυναμεί με τελεσίδικη επιδίκαση της απαίτησης,  είτε μετά την τελεσίδικη απόρριψη της ανακοπής που ασκήθηκε κατ` αυτής, είτε με  την άπρακτη πάροδο των προθεσμιών προς άσκηση ανακοπής των άρθρων 632 παρ. 1 και 633 παρ. 2 ΚΠολΔ.  Αυτό το δεδικασμένο αποκλείει την αμφισβήτηση της απαίτησης για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη δίκη (ΑΠ 1072/2021,   ΑΠ 1341/2019, ΑΠ  1116/2018, ΑΠ  243 / 2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση οι εκκαλούντες  με τους 1ο έως 9ο λόγους των εφέσεών τους αμφισβητούν την απαίτηση της ενάγουσας  ισχυριζόμενοι ότι  (1ος – 3ος λόγος εφέσεων) δεν υπήρχε  εκπροσωπευτική εξουσία στους υπαλλήλους της  ενάγουσας που κατάρτισαν τις επίδικες συμβάσεις πίστωσης,  οι  συμβάσεις πίστωσης δεν καλύπτονταν από την εγγύηση του πρώτου εναγόμενου και  επήλθε απόσβεση της οφειλής λόγω ανατροπής του δικαιοπρακτικού θεμελίου και προβάλουν επιπλέον τις ενστάσεις  :  ελευθέρωσης του πρώτου εναγόμενου – εγγυητή λόγω μη επιδίωξης της απαίτησης εντός 1 έτους (4ος λόγος) ελευθέρωσης του εγγυητή, λόγω πταίσματος και παραίτησης της ενάγουσας από ασφάλειες (ΑΚ 862-863) (4-5-6) λόγοι εφέσεων),  συντρέχοντος πταίσματος της ενάγουσας (7ος) και παραγραφής της απαίτησης (8ος). Όμως, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα έγγραφα η ενάγουσα εξέδωσε σε βάρος του πρώτου εναγόμενου την με αρ. ………/2014 Διαταγή Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία, ο παραπάνω, υποχρεώθηκε να καταβάλει στην ενάγουσα, εις ολόκληρον με τους λοιπούς εγγυητές  το ανωτέρω το ποσό των 1.780.080 €,  με το νόμιμο τόκο. Ο πρώτος εναγόμενος άσκησε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών την από 9.12.2014  και με αρ. καταθ. …………/2014 ανακοπή του και τους από 17-5-2015 και με αρ. …………../2018 πρόσθετους λόγους, επί των οποίων εκδόθηκε η με αρ. 836/2021 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, που απέρριψε την έφεσή του,  επικυρώνοντας την με αρ. 9564/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που  είχε απορρίψει την ανακοπή. Από την παραπάνω απόφαση (που προσκομίζεται παραδεκτά ως νέο αποδεικτικό στοιχείο κατ΄άρθρο 529 ΚΠολΔ), προκύπτει ότι η απαίτηση της ενάγουσας σε βάρος του πρώτου εναγόμενου έχει εξοπλισθεί με δύναμη δεδικασμένου, μάλιστα οι λόγοι ανακοπής και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής  ταυτίζονται με τους παρόντες λόγους εφέσεως και σε κάθε περίπτωση  το δεδικασμένο καλύπτει τόσο τις ενστάσεις που προτάθηκαν, καθώς και σε εκείνες, που μπορούσαν να προταθούν και δεν προτάθηκαν με εξαίρεση αυτές που στηρίζονται σε αυτοτελές  δικαίωμα (άρθρο 330 ΚΠολΔ). Συνεπώς στην παρούσα δίκη δεν μπορεί να ερευνηθεί ξανά  η απαίτηση της ενάγουσας σε βάρος του πρώτου εναγόμενου. Οι αποκτώντες τέκνα του πρώτου εναγόμενου (όπως εκπροσωπούνται στη δίκη από τον ίδιο και τη δεύτερη εκκαλούσα) τυπικά δεν δεσμεύονται από το δεδικασμένο, όμως  δεν έχει αντικείμενο η από πλευράς τους αμφισβήτηση της απαίτησης της ενάγουσας, αφού αυτό που ενδιαφέρει είναι  η βασιμότητα της απαίτησης αυτής ως προς τον οφειλέτη της,  πρώτο εναγόμενο, που προέβη στις επίδικες μεταβιβάσεις, καθώς με την άνω τελεσίδικη απόφαση αποδεικνύεται η απαίτηση και σε βάρος αυτών «κατ’ αντανακλαστική ενέργεια» (βλ. Ματθίας, Τα αποτελέσματα της παυλιανής διάρρηξης, ΕλλΔνη 1989, Τόμος ΙΙ, σελ. 1278, βλ. εμμέσως και  ΑΠ 1072/2021, ΑΠ 891/2008, ΕφΑθ 507/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 42/2009, ΕφΑΔ 2009, σελ. 684, ΕφΠειρ 786/2005 ΤΝΠ ΔΣΑ). Σε κάθε περίπτωση δεν έχουν δυνατότητα να προβάλουν (γνήσιες) ενστάσεις που στηρίζονται στο δικαίωμα του πρώτου εναγόμενου, τις οποίες μπορεί να προβάλει μόνο ο δικαιούχος αυτών,  με εξαίρεση αν αυτό ορίζεται ειδικά στο νόμο (άρθρο 262 παρ.2 ΚΠοΔ, βλ. Απαλαγάκη ΕρμΚΠολΔ, άρθρο 262 αρ.8), όπως οι ενστάσεις  των διατάξεων των άρθρων 862-863,  866, 867 ΑΚ και παραγραφής  (4ος, 5, 6, 8ος λόγοι εφέσεων), ενώ η ένσταση συντρέχοντος πταίσματος (ΑΚ 300, 7ος λόγος εφέσεως) είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη, αφού η άνω διάταξη εφαρμόζεται μόνο σε περίπτωση αξίωσης  προς αποζημίωση και όχι σε περίπτωση ενοχής εκ του νόμου, με διαπλαστική ενέργεια, όπως  είναι η διάρρηξη απαλλοτρίωσης (ΑΠ 57/2019, ΑΠ 1432/2019, ΑΠ 1058/2012, ΕφΛαρ 89/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), όπως η τελευταία ορθώς απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο.  Οι εκκαλούντες με την προσθήκη των προτάσεών τους ζητούν την αναστολή της δίκης έως την  έκδοση απόφασης επί της 8.6.2021 και με αρ. καταθ. …………./20121 αίτησης αναίρεσης που άσκησαν ενώπιον του Αρείου Πάγου κατά της άνω απόφασης του Εφετείου Αθηνών,  όμως το ζήτημα της αναστολής της δίκης, ανάγεται στην κυριαρχική εξουσία του Δικαστηρίου  και δεν κρίνεται σκόπιμο, αφού δεν προκύπτει ότι επίκειται η ευδοκίμηση της  αίτησης αναίρεσης. Κατόπιν αυτών οι άνω λόγοι της έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι, με αντικατάσταση των αιτιολογιών του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κατ΄ άρθρο 534 ΚΠολΔ.

Από όλα τα  έγγραφα που προσκόμισαν οι διάδικοι με νόμιμη επίκληση, χωρίς όμως να ληφθούν υπόψη οι αρ. …/27-4-2017, ……/27-4-2017, …../27-4-2017, …./27-4-2017 και …./27-4-2017 και  …./27-4-2017 ένορκες βεβαιώσεις που επικαλείται η ενάγουσα, καθώς αυτές δεν προσκομίζονται, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με την υπ’ αριθμ. …../1-7-2005 σύμβαση παροχής πίστωσης με ανοικτό λογαριασμό που υπογράφηκε στη Γλυφάδα Αττικής μεταξύ αφενός της Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία «……………….» (εφεξής:«τράπεζα»), και αφετέρου της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «………………….» (εφεξής «πιστούχος») δια των νομίμων εκπροσώπων τους, συμφωνήθηκε η χορήγηση πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό από την πιστώτρια τράπεζα προς την πιστούχο εταιρεία ύψους 500.000 €, με τους όρους και συμφωνίες που ειδικότερα προβλέπονται σε αυτήν. Στη σύμβαση αυτή συμβλήθηκαν επίσης, ως εγγυητές υπέρ της πιστούχου ομόρρυθμης εταιρείας, οι μη διάδικοι στην παρούσα   δίκη,   ……………., οι οποίοι εγγυήθηκαν ευθυνόμενοι ως αυτοφειλέτες και εις ολόκληρον με την πιστούχο, παραιτούμενοι από την   ένσταση διζήσεως και τα δικαιώματα των αρ. 862, 863 και 864 ΑΚ, με την προϋπόθεση ότι το πταίσμα (862), η παραίτηση από τις ασφάλειες (863) ή η απόσβεση της κύριας οφειλής (864) δεν θα οφειλόταν σε δόλο ή σε βαριά αμέλεια της τράπεζας και δήλωσαν ότι παραιτούνται και από τις ενστάσεις των άρθρων 866, 867, 868 και 869 (εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση) ΑΚ, συμφωνήθηκε όμως ότι ελευθερώνονται από τη δοθείσα εγγύηση τους εάν η τράπεζα δεν επιδίωκε δικαστικά την απαίτηση της εντός 1 έτους αφότου έγινε απαιτητή η κύρια οφειλή και οι ίδιοι (εγγυητές), ζητήσουν από την τράπεζα εγγράφως, τη δικαστική επιδίωξη ή ζητηθεί η καταγγελία από τους ίδιους (εγγυητές), συντρέχουν βάσιμοι λόγοι καταγγελίας από την τράπεζα κατά τους όρους της σύμβασης και οι εγγυηεές ζήτησαν από την τράπεζα εγγράφως τη δικαστική επιδίωξη.  Κάθε αναγνώριση της οφειλής (ως αφηρημένη αναγνώριση χρέους) από την πιστούχο δέσμευε και τους εγγυητές και σε περίπτωση που η πίστωση αυξομειωθεί  ή τροποποιηθεί χωρίς την σύμπραξη αυτών θα ευθύνονταν μέχρι το ποσό που εγγυήθηκαν πλέον τόκων επιβαρύνσεων και εξόδων (όρος 24.2).  Εξάλλου, με την ως άνω σύμβαση, οι συμβαλλόμενοι συμφώνησαν μεταξύ άλλων ότι: α) η Τράπεζα έχει δικαίωμα οποτεδήποτε να διαχωρίζει το λογαριασμό της Πίστωσης σε περισσότερους ή να συνενώνει αυτούς και να μεταφέρει κονδύλια από ένα λογαριασμό σε άλλον σύμφωνα με τις λογιστικές της αναλήψεις (όρος υπ’ αριθ. 15.3), β) Εάν κατά τον άνω όρο 2.2 ή 15.3 ο λογαριασμός της Πίστωσης έχει διαχωριστεί σε περισσότερους, τότε το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού συνεπάγεται αυτομάτως κλείσιμο όλων των επιμέρους λογαριασμών. Η Τράπεζα δικαιούτο να συνενώνει πάντοτε τους λογαριασμούς, αθροίζοντας ή συμψηφίζοντας τα υπόλοιπα αυτών (όρος υπ’ αριθ. 22.4). γ) Ο πιστούχος υποσχόταν να καταβάλλει αμέσως το κατάλοιπο του λογαριασμού της Πίστωσης μόλις η Τράπεζα γνωστοποιήσει το οριστικό κλείσιμο αυτού. Σε κάθε κλείσιμο του λογαριασμού (περιοδικό ή οριστικό) ο πιστούχος οφείλει να επιφέρει τυχόν παρατηρήσεις εντός δέκα (10) ημερών από την κοινοποίηση σε αυτόν αντιγράφου του λογαριασμού, διαφορετικά θεωρείται ότι ο πιστούχος αναγνώρισε σιωπηρά την ακρίβεια του λογαριασμού και αποδέχθηκε το κατάλοιπο αυτού (όρος υπ’αριθ. 18) δ) εάν κλείσει οριστικά ο λογαριασμός της Πίστωσης, ο πιστούχος καθίσταται υπερήμερος για το τελικό κατάλοιπο της Πίστωσης, από την ημερομηνία του οριστικού κλεισίματος (όρος υπ’ αριθ. 21.1 γ). Σε κάθε περίπτωση ο πιστούχος θα επιβαρύνεται με τόκο υπερημερίας επί του ανεξόφλητου ποσού προς Επιτόκιο Υπερημερίας σήμερα δύο και μισή (2.50) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του αντίστοιχου συμβατικού Τελικού Επιτοκίου (Συναλλάγματος -€) της Πίστωσης. Η ΠΙΣΤΟΥΧΟΣ έχει δικαίωμα να αναπροσαρμόζει το επιτόκιο υπερημερίας μέχρι το εκάστοτε ανώτατο νόμιμο όριο (σήμερα δύο και πενήντα (2.50) εκατοστιαίες μονάδες άνω του συμβατικού επιτοκίου, κατά την ΠΔΤΕ 2393/15.7.96) (όρος υπ’ αριθ. 21.2).  Με την υπ’ αριθ. …/1/8-11-2006 πράξη μεταβολής ύψους πίστωσης με ανοιχτό λογαριασμό, που συνυπέγραψαν ως εγγυητές οι ………, …………. και ο πρώτος  των εναγομένων, το ποσό της πίστωσης  αυξήθηκε στο ποσό των 1.400.000 €, οι δε ως άνω εγγυητές  δυνάμει της από 8-11-2006 δήλωσης εγγυητή, ανέλαβαν την ίδια, ως άνω, εγγυητική ευθύνη, και με την από 8-11-2006 (έτερη) δήλωση εγγυητή, ο πρώτος εναγόμενος εγγυήθηκε και για το ποσό των 500.000 €, ήτοι για το αρχικό ποσό της σύμβασης, για το οποίο δεν είχε αρχικώς εγγυηθεί αποδεχόμενος τους όρους της  με αριθ. ………/1-7-2004 σύμβασης. Στη συνέχεια, με την υπ’ αριθ. …………./11-2-2008 πράξη μεταβολής πίστωσης με ανοικτό λογαριασμό, που συνυπέγραψε μεταξύ άλλων και ο πρώτος εναγόμενος ως εγγυητής, το ποσό της χορηγηθείσας πίστωσης αυξήθηκε, εκ νέου, στο ποσό 2.940.000 € και με την υπ’ αριθ. …………./22-9-2008 πράξη (που δεν υπέγραψε ο εναγόμενος) αυξήθηκε και πάλι το ποσό σε της πίστωσης σε 6.000.000 €.  Την ίδια ημερομηνία, ήτοι στις 22-9-2008, υπογράφηκε  μεταξύ της πιστούχου εταιρείας και της τράπεζας, ένα πρόσθετο σύμφωνο, με το οποίο συμφώνησαν να λάβει η πιστούχος το ποσό των 3.400.000 €., το οποίο θα χρησιμοποιείτο για την αγορά δύο οικοπέδων επί των οδών ………., στη θέση «…………» στη Βάρη Αττικής, για το οποίο η Τράπεζα θα τηρούσε  στα βιβλία της επιμέρους λογαριασμό στα πλαίσια της παραπάνω σύμβασης με ανοικτό λογαριασμό, η επιστροφή του οποίου θα γινόταν εντός έξι (6) μηνών με περίοδο χάριτος 18 μηνών με ισόποσες εξαμηνιαίες (6) δόσεις κεφαλαίου. 5». Τέλος, την 4-11-2009 υπεγράφη μεταξύ της πιστούχου εταιρείας και της τράπεζας και των εγγυητών, ……………… και δεύτερο πρόσθετο σύμφωνο, με το οποίο αναγνωρίσθηκε ότι το οφειλόμενο από την πιστούχο και τους εγγυητές, ποσό, ανέρχονταν σε 3.978.666,66  € και συμφωνήθηκε ότι η πιστούχος θα αναλαμβάνει στο πλαίσιο της πίστωσης, είτε εφάπαξ είτε τμηματικά (με ελάχιστο ύψος εκταμίευσης 3.000 €) συνολικά μέχρι του ποσού   των   700.000   €,   χρηματοδοτήσεις   σύμφωνα   με τους    αναφερόμενους στο ως άνω σύμφωνο όρους και ειδικότερα, μεταξύ άλλων, ότι το ποσό αυτό θα χρησιμοποιηθεί για κεφάλαιο κίνησης (υπ’ αριθ. 1 όρος), ότι για το ποσό αυτό η τράπεζα θα τηρεί στα βιβλία  της επιμέρους λογαριασμό, στα πλαίσια της «Σύμβασης» (υπ’ αριθ. 2 όρος) και ότι η διάρκεια της χρηματοδότησης θα είναι ένας (1) μήνας (υπ’ αριθ. 3 όρος).  Εξάλλου, η πιστούχος έκανε χρήση της πίστωσης, στα πλαίσια της οποίας τηρήθηκαν   οι με αριθ. ………………, (4) μερίδες του ανοικτού λογαριασμού και οι οποίες εμφάνισαν τα εξής χρεωστικά υπόλοιπα, μέχρι την 30-9-2010: α) Η με αριθ. ……….. μερίδα, το ποσό των 154.471,53 €, β) η με αριθ. ………….. μερίδα, το ποσό των 256.864,22 €, γ) η με αριθ. ……….. μερίδα, το ποσό των 1.419.039,15 € και δ) η με αριθ. …………… μερίδα, το ποσό των 254.138,31 €, τα οποία (υπόλοιπα) αναγνώρισαν η πιστούχος και οι εγγυητές (εκτός του πρώτου εναγόμενου)  ως αληθή, με τις υπ’ αριθ. Ν…………./30-9-2010, αντίστοιχα, επιστολές αναγνώρισης, αναγνώριση που δέσμευε και τον πρώτο εναγόμενο (όρος 24.2). Στη συνέχεια οι ίδιες μερίδες έως τη 22.11.2010  α) και β) εμφάνισαν μηδενικά υπόλοιπα, οι δε  γ)   και δ) εμφάνισαν αντίστοιχα χρεωστικά υπόλοιπα 1.502.945,64 €  και 257.134,36 € και σύνολο 1.780.080 €. Η  Τράπεζα προέβη στις 17.10.2012 στο οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού, το οποίο γνωστοποίησε στην πιστούχο, τους εγγυητές και μεταξύ αυτών στον πρώτο εναγόμενο με την  από 17.10.2012 εξώδικη δήλωση καταγγελία της, που του επιδόθηκε στις 31.10.2012 (βλ. την με αρ. …../31.10.2012 έκθεση επιδόσεως του δικ. Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………..). Η  ενάγουσα, «………»,  η οποία έχει πλέον υποκατασταθεί στα δικαιώματα  και τις υποχρεώσεις της αρχικής πιστώτριας τράπεζας «…………….» από  συγχώνευση λόγω απορρόφησης,  εξέδωσε σε βάρος της πιστούχου και των λοιπών υποχρέων και μεταξύ αυτών του πρώτου εναγόμενου, την με αρ. ………/2014 διαταγή πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία υποχρεώθηκε να καταβάλει το άνω ποσό με το νόμιμο τόκο από την 17.10.2012.  Εξάλλου  τα από 22.9.2008 και 4.11.2009 σύμφωνα, όπως αναφέρεται ρητά σ΄αυτά  αποτελούν  αναπόσπαστα μέρη  της αριθμ. ……./1-7-2005 σύμβασης με ανοιχτό λογαριασμό, που αυξάνουν το ποσό αυτής,  ενώ το γεγονός ότι προβλέπουν ειδικό τρόπο χρηματοδότησης και αποπληρωμής για τα αναλαμβανόμενα ποσά   δεν σημαίνει ότι δεν είναι ανεξάρτητες συμφωνίες. Όπως προκύπτει από την επισκόπηση των ως άνω, 4 μερίδων (λογαριασμών) που τηρήθηκαν για την κίνηση του αλληλοχρέου (ανοικτού) λογαριασμού, σ’ αυτές συνενώθηκαν και οι επιμέρους λογαριασμοί που τηρήθηκαν για όλες τις  απαιτήσεις της τράπεζας, το δε οριστικό κλείσιμο του ανοικτού λογαριασμού συνεπάγονταν, σύμφωνα με τα ανωτέρω αναφερόμενα, αυτομάτως κλείσιμο όλων των επιμέρους λογαριασμών, βάσει συμβατικού όρου. Επομένως, με δεδομένο ότι τηρήθηκε ένας  ενιαίος λογαριασμός, και όχι χωριστοί λογαριασμοί για τις μη εγγυημένες απαιτήσεις, ο πρώτος εναγόμενος ευθύνεται για την πληρωμή οποιουδήποτε χρεωστικού υπολοίπου μέχρι του ποσού των 2.940.000 €, όπως είχε εγγυηθεί, όπως άλλωστε κρίθηκε και με την με αρ. 836/2021 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Περαιτέρω  αποδείχθηκε ότι ο πρώτος εναγόμενος μεταβίβασε στα ανήλικα τέκνα του ……… και ………… (όπως εκπροσωπούνται στη δίκη από τον ίδιο και τη μητέρα αυτών …………..) λόγω  γονικής παροχής,  τις κατωτέρω οριζόντιες ιδιοκτησίες, κείμενες  στον Πειραιά στην πολυκατοικία της οδού ………… Ειδικότερα : Α)  δυνάμει του  του με αριθ. …../10-12-2012 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Πειραιά ……….., που μεταγράφηκε νόμιμα, μεταβίβασε, λόγω γονικής παροχής, κατά πλήρη κυριότητα, στον ανήλικο γιο του, ……….., τις εξής οριζόντιες ιδιοκτησίες επί της οδού ………..  πολυκατοικίας: 1) Την οριζόντια ιδιοκτησία υπό στοιχεία Υ3 αποθήκη υπογείου ορόφου, η οποία εμφαίνεται στην από Μαΐου 1981 κάτοψη υπογείου του πολιτικού μηχανικού ………… που είναι προσαρτημένη στο συμβόλαιο …../1991 της συμβολαιογράφου Πειραιά   ……….., αποτελείται από έναν ενιαίο χώρο, έχει επιφάνεια 31 τ.μ., όγκο ιδιόκτητο 99 κ.μ., όγκο κοινοχρήστων Ι1 κ.μ., ήτοι συνολικό όγκο 110 κ.μ., ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 16°/οο εξ αδιαιρέτου και συμμετέχει στις δαπάνες καθαρισμού με ποσοστό 8/1000, στις δαπάνες υδρεύσεως και αποχετεύσεως κατά 407οο, έχει ψήφους 16 επί χιλίων και συνορεύει: Βόρεια με την Υ2 αποθήκη, ανατολικά με κοινόχρηστο διάδρομο, νότια με την Υ1 αποθήκη υπογείου και δυτικά με, υπό τη Λεωφόρο ……., (ήδη ………), έδαφος και 2) Την οριζόντια ιδιοκτησία υπό στοιχεία Υ4 αποθήκη υπογείου ορόφου,  αποτελείται από έναν ενιαίο χώρο, έχει επιφάνεια 31 τ.μ., όγκο ιδιόκτητο 99    κ.μ., όγκο κοινοχρήστων 11 κ.μ., ήτοι συνολικό όγκο 110 κ.μ., ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 16°/οο εξ αδιαιρέτου, και συμμετέχει στις δαπάνες καθαρισμού με ποσοστό 8/1000, στις δαπάνες υδρεύσεως και αποχετεύσεως κατά 40°/οο, έχει ψήφους 16 επί χιλίων και συνορεύει: Βόρεια Λ   με κοινόχρηστο διάδρομο και με τις Υ1 και Υ5 αποθήκες του υπογείου, ανατολικά με την Υ5 αποθήκη του υπογείου και με υπέδαφος του Ι1 καταστήματος, νότια με μεσημβρινό σριο του οικοπέδου και δυτικά με την Υ1 αποθήκη του υπογείου, 3) Την οριζόντια ιδιοκτησία υπό στοιχεία Υ5 αποθήκη υπογείου ορόφου,  αποτελείται από έναν ενιαίο χώρο, έχει επιφάνεια 20 τ.μ., όγκο ιδιόκτητο 64 κ.μ., όγκο κοινοχρήστων 6 κ.μ., ήτοι συνολικό όγκο 70 κ.μ., ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 12/οοο εξ αδιαιρέτου και συμμετέχει στις δαπάνες καθαρισμού με ποσοστό 6/1000, στις δαπάνες υδρεύσεως και αποχετεύσεως με 30°/οο, έχει ψήφους 12 επί χιλίων και συνορεύει: Βόρεια με κοινόχρηστο διάδρομο, κλιμακοστάσιο και ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου, ανατολικά με υπέδαφος του Ι1 καταστήματος, νότια με υπέδαφος του 11 καταστήματος και με την Υ4 αποθήκη του υπογείου και δυτικά με την Υ4 αποθήκη του υπογείου. 4) Την υπό στοιχεία ΙΑ αποθήκη του ισογείου, η οποία χρησιμοποιείται   ως  κατάστημα,   φαίνεται  στο  από  Οκτωβρίου 1985 σχεδιάγραμμα κατόψεως ισογείου του πολιτικού μηχανικού ………. που είναι προσαρτημένο στην υπ’ αριθ. ………../1985 πράξη της συμβολαιογράφου Πειραιά, ……………, αποτελείται από έναν ενιαίο χώρο, έχει επιφάνεια 55 τ.μ., όγκο συνολικό 230 κ.μ., ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 44°/οο ε αδιαιρέτου και συμμετέχει στις δαπάνες καθαρισμού με ποσοστό 14/1000, στις δαπάνες κεντρικής θερμάνσεως κατά 557οο, στις δαπάνες υδρεύσεως και αποχετεύσεως κατά 60°/οο, έχει ψήφους 44 επί χιλίων και συνορεύει: Βόρεια με κλιμακοστάσιο ανήκον στην υπό στοιχεία Α1 οριζόντια ιδιοκτησία του πρώτου ορόφου και ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου, ανατολικά με ανατολικό όριο του οικοπέδου, νότια με νότιο όριο του οικοπέδου και δυτικά με κλιμακοστάσιο που ανήκει στην υπό στοιχεία Α1 οριζόντια ιδιοκτησία του πρώτου ορόφου, υπό στοιχ. Ι1 κατάστημα ισογείου, κεντρικό κλιμακοστάσιο και πλατύσκαλο αυτού στο οποίο έχει θύρα εισόδου. Η αντικειμενική αξία των άνω οριζόντιων ιδιοκτησιών, καθορίστηκε στο προαναφερόμενο, υπ’ αριθ. …………./2012 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πειραιά ……….., στο συνολικό ποσό των 175.910,00  €. 5)  Επιπλέον, δυνάμει του με αριθ. ……./14-10-2012 συμβολαίου της ίδιας, ως άνω, συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα (τ. …. και α.α. …..), ο πρώτος εναγόμενος, μεταβίβασε, λόγω γονικής παροχής, κατά πλήρη κυριότητα, στον ως άνω, ανήλικο γιο του, ………….. και την εξής οριζόντια ιδιοκτησία στην ίδια  πολυκατοικία: Το υπό στοιχεία Γ2 διαμέρισμα του Γ’ υπέρ του ισογείου ορόφου, το οποίο φαίνεται στο από Μαΐου 1981 σχεδιάγραμμα κατόψεως Γ’, Δ’, Ε’ και ΣΤ’ πάνω από το ισόγειο ορόφων (τυπικού ορόφου) του πολιτικού μηχανικού …….. που έχει προσαρτηθεί στην υπ’ αριθ. ……../1981 πράξη της συμβολαιογράφου Πειραιά, ………., αποτελείται από χωλλ, δύο (2) κοιτώνες, σαλοτραπεζαρία, κουζίνα, λουτρό, W.C. και οφφίς, έχει επιφάνεια 106 τ.μ., όγκο ιδιόκτητο 350 κ.μ., όγκο κοινοχρήστων 17 κ.μ., ήτοι συνολικό 367 κ.μ., ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 55/οοο εξ’ αδιαιρέτου και συμμετέχει στις δαπάνες καθαρισμού και ηλεκτροφωτισμού με ποσοστό 75/1000, στις δαπάνες κεντρικής θερμάνσεως κατά 74°/οο, στις δαπάνες αναβατήρος με 85°/οο, στις δαπάνες υδρεύσεως και αποχετεύσεως κατά 36°/οο, στις δαπάνες επισκευής εξωτερικών όψεων με 68°/οο, έχει ψήφους 55 επί χιλίων  και συνορεύει: Βόρεια με βόρειο όριο οικοπέδου και φωταγωγό, ανατολικά με ακάλυπτο χώρο οικοπέδου όπου έχει εξώστη, κεντρικό κλιμακοστάσιο, πλατύσκαλο αυτού και φωταγωγό, νότια με το υπό στοιχείο Π διαμέρισμα του ίδιου ορόφου, φρέαρ ανελκυστήρα, κεντρικό κλιμακοστάσιο και πλατύσκαλο αυτού και δυτικά με την πρώην ……….. και νυν ……….., όπου έχει εξώστη, φρέαρ ανελκυστήρα και φωταγωγό. Η αντικειμενική αξία του άνω διαμερίσματος καθορίστηκε στο ως άνω με αριθ. ………/14-12-2012 συμβόλαιο στο ποσό των 102.140,01 €. Β) Εξάλλου, δυνάμει του με αριθ. ……../10-12-2012 συμβολαίου της ίδιας συμβολαιογράφου που μεταγράφηκε νόμιμα (τ. …. και α.α. ….), ο πρώτος εναγόμενος, μεταβίβασε, λόγω γονικής παροχής, κατά πλήρη κυριότητα, στην ανήλικη θυγατέρα του, …………, τις εξής οριζόντιες ιδιοκτησίες της ως άνω, επί της οδού ………., πολυκατοικίας: 1) To Ζ1 διαμέρισμα του Ζ’ υπέρ το ισόγειο ορόφου, το οποίο εμφαίνεται στο από Μαΐου 1981 σχεδιάγραμμα κατόψεως εβδόμου ορόφου (α εσοχή) που είναι προσαρτημένη στην υπ’ αριθ. ……./1981 πράξη της Συμβολαιογράφου Πειραιά ………, καταλαμβάνει πλην των κοινοχρήστων και κοινοκτήτων χώρων, ολόκληρο τον όροφο αυτό, αποτελείται από προχώλλ, χωλλ, σαλοτραπεζαρία, γραφείο, δύο κοιτώνες, κουζίνα, λουτρό, δωμάτιο υπηρεσία, W.C., διάδρομο και οφφίς, έχει επιφάνεια 164 τ.μ., όγκο ιδιόκτητο 540 κ.μ., όγκο κοινοχρήστων 25 κ.μ., ήτοι συνολικό όγκο 546 κ.μ., ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 86/1000 εξ’ αδιαιρέτου, συμμετέχει στις δαπάνες καθαρισμού κατά 115°/οο, στις δαπάνες θέρμανσης κατά 110/1000, στις δαπάνες ανελκυστήρα κατά 200/1000, στις δαπάνες υδρεύσεως και αποχετεύσεως κατά 50/1000, στις δαπάνες επισκευής εξωτερικών όψεων κατά 115/1000 και έχει ψήφους 86 επί χιλίων, συνορεύει δε, βόρεια με βόρειο όριο του οικοπέδου, φωταγωγό, φρέαρ ανελκυστήρα, κεντρικό κλιμακοστάσιο και πλατύσκαλο αυτού και ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου, ανατολικά με ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου στον οποίο έχει εξώστες, κεντρικό κλιμακοστάσιο και πλατύσκαλο αυτού και φωταγωγούς, νότια με νότιο όριο του οικοπέδου, ακάλυπτο χώρο αυτού στον οποίο έχει εξώστες, κεντρικό κλιμακοστάσιο και πλατύσκαλο αυτού, φρέαρ ανελκυστήρα και φωταγωγό και  δυτικά με ……… πρώην και τώρα …….. στην οποία έχει εξώστη, φρέαρ ανελκυστήρα, πλατύσκαλο του κλιμακοστασίου και φωταγωγούς. Στο παραπάνω διαμέρισμα, τμήμα της βεράντας του έχει καλυφθεί με κτίσμα, επιφάνειας 35,64 τ.μ., πλέον της επιφάνειας των 164 τ.μ., το οποίο φαίνεται στο από 14-11-2012 σχεδιάγραμμα κατόψεως εβδόμου ορόφου του πολιτικού μηχανικού ……….., το οποίο έχει προσαρτηθεί στο ως άνω με αριθ. …………./2012 συμβόλαιο, με μαύρη διαγράμμιση και έχει τακτοποιηθεί με τις διαδικασίες του Ν. 4014/2011, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει σήμερα, με την προσαρτώμενη στο ίδιο ως άνω συμβόλαιο, υπ’ αριθ. ……………../6-12-2012 βεβαίωση ολοκληρωμένης υπαγωγής ΥΠΕΚΑ ως υπέρβαση δόμησης. Το παραπάνω διαμέρισμα, το οποίο, ο πρώτος εναγόμενος μεταβίβασε στην ως άνω ανήλικη θυγατέρα του, δυνάμει του ανωτέρω με αριθ. …../10-12-2012 συμβολαίου γονικής παροχής της Συμβολαιογράφου Πειραιά ………, κατά πλήρη κυριότητα, παρακρατώντας το δικαίωμα της ισόβιας οίκησης, με αντικειμενική αξία, κατά τα οριζόμενα σε αυτό (συμβόλαιο) 209.097,95 €. 2) Την αποθήκη του δώματος Η’ ορόφου,  η οποία αποτελείται από δύο χώρους, έχει επιφάνεια 14 τ.μ., όγκο 35 κ.μ., ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 50/1000 εξ’ αδιαιρέτου, συμμετέχει στις δαπάνες καθαρισμού με 5/1000, στις δαπάνες επισκευής εξωτερικών όψεων με 5/1000, έχει ψήφους 5/1000 και συνορεύει, βόρεια με κεντρικό κλιμακοστάσιο και πλατύσκαλο αυτού, φωταγωγό και ελεύθερο χώρο του δώματος (ταράτσας), ανατολικά με ελεύθερο χώρο του δώματος (ταράτσα) και φωταγωγό, νότια με ελεύθερο χώρο του δώματος (ταράτσα) και φωταγωγό και δυτικά με πλατύσκαλο του κλιμακοστασίου και ελεύθερο χώρο του δώματος. Η αντικειμενική αξία της άνω αποθήκης ορίστηκε  στο ποσό των 14.663,25 €, η δε συνολική αξία, των ως άνω, μεταβιβαζόμενων ιδιοκτησιών ορίστηκε στο ποσό των 98.302,43 € (αξία πλήρους κυριότητας Ζ1 διαμερίσματος € 209.097,95 € X6/10=125.458,77 € η αξία της οίκησης, η οποία φορολογικώς εξομοιούται με επικαρπία). 3) Περαιτέρω με το με αρ. αριθ. ……../14-10-2012  συμβόλαιο γονικής παροχής της ιδίας συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα (τ. …. και α.α. …..), ο πρώτος εναγόμενος, μεταβίβασε, λόγω γονικής παροχής, στην ίδια άνω, ανήλικη θυγατέρα του, ………, ως κατά ψιλή κυριότητα, και τις κατωτέρω οριζόντιες ιδιοκτησίες της ως άνω πολυκατοικίας κι ενώ η  επικαρπία αυτών  ανήκε στην μητέρα του, ………… …….:  (ακίνητο 3) Την υπό στοιχεία Α1 οριζόντια ιδιοκτησία (επαγγελματικός χώρος) του πρώτου πάνω από το ισόγειο ορόφου της άνω πολυκατοικίας, το οποίο φαίνεται στο από Μαΐου 1981 σχεδιάγραμμα κατόψεως πρώτου ορόφου, καταλαμβάνει πλην των κοινοχρήστων και κοινοκτήτων χώρων ολόκληρο τον όροφο αυτό, αποτελείται από αίθουσα αναμονής, έξι κύρια δωμάτια, κουζίνα, δύο αποθήκες, αποχωρητήριο, διαδρόμους και οφφίς, έχει επιφάνεια 200 τ.μ., όγκο ιδιόκτητο 680 κ.μ, αναλογία όγκου κοινοχρήστων 20 κ.μ., συνολικό όγκο 700 κ.μ., ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 105°/οο εξ’αδιαιρέτου, συμμετοχή στις κοινόχρηστες δαπάνες καθαρισμού 100°/οο, συμμετοχή στις κοινόχρηστες δαπάνες κεντρικής θερμάνσεως 140°/οο, συμμετοχή στις κοινόχρηστες δαπάνες υδρεύσεως και αποχετεύσεως 75°/οο, συμμετοχή στις κοινόχρηστες δαπάνες επισκευής εξωτερικών όψεων 130°/οο, ψήφους 105°/οο και συνορεύει βόρεια με βόρειο όριο του οικοπέδου, φωταγωγό, φρέαρ ανελκυστήρα, κεντρικό κλιμακοστάσιο της όλης πολυκατοικίας και πλατύσκαλο αυτού, το δε κλιμακοστάσιο αυτού στο ισόγειο με φρέαρ του ανελκυστήρα και κοινόχρηστο διάδρομο και κλίμακα που οδηγεί στο υπόγειο, ανατολικά με ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου στον οποίο έχει εξώστη, κεντρικό κλιμακοστάσιο της όλης πολυκατοικίας, φρέαρ ανελκυστήρα και φωταγωγούς, η δε κλίμακα αυτού με ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου και με το υπό στοιχεία I1 κατάστημα του ισογείου, νότια με νότιο όριο του οικοπέδου, ακάλυπτο χώρο αυτού στον οποίο έχει εξώστη, φωταγωγό, φρέαρ ανελκυστήρα, κεντρικό κλιμακοστάσιο της όλης πολυκατοικίας, η δε κλίμακα και είσοδος αυτού με το κεντρικό κλιμακοστάσιο της όλης πολυκατοικίας και με το υπό στοιχεία 11 κατάστημα του ισογείου και δυτικά με την ……… πρώην και νυν …….., στην οποία έχει εξώστες, κεντρικό κλιμακοστάσιο της όλης πολυκατοικίας, φρέαρ ανελκυστήρα και φωταγωγούς, η δε είσοδος αυτής με την είσοδο στο ισόγειο της όλης πολυκατοικίας (ακίνητο 4). Με το ίδιο συμβόλαιο,  την υπό στοιχεία Β1 οριζόντια ιδιοκτησία (επαγγελματικός χώρος) του δεύτερου πάνω από το ισόγειο ορόφου της άνω πολυκατοικίας, το οποίο φαίνεται στο από Μαΐου 1981 σχεδιάγραμμα κατόψεως δεύτερου ορόφου που είναι προσαρτημένη στην υπ’αριθ. …./1981 πράξη της Συμβολαιογράφου Πειραιά ………., καταλαμβάνει πλην των κοινοχρήστων και κοινοκτήτων χώρων ολόκληρο τον όροφο αυτό, αποτελείται από αίθουσα αναμονής, οκτώ κύρια δωμάτια, αποχωρητήρια, αποδυτήρια, αποθήκη, διαδρόμους και οφφίς, έχει επιφάνεια 200 τ.μ., όγκο ιδιόκτητο 680 κ.μ, αναλογία όγκου κοινοχρήστων 20 κ.μ., συνολικό όγκο 700 κ.μ., ποσοστό συνιδιοκτησίας στο  οικόπεδο  105°/οο εξ’  αδιαιρέτου,  συμμετοχή στις κοινόχρηστες δαπάνες καθαρισμού 100°/οο, συμμετοχή στις κοινόχρηστες δαπάνες κεντρικής θερμάνσεως 140°/οο, συμμετοχή στις κοινόχρηστες δαπάνες υδρεύσεως και αποχετεύσεως 75°/οο, συμμετοχή στις κοινόχρηστες δαπάνες επισκευής εξωτερικών όψεων  130°/οο,  ψήφους  105°/οο και συνορεύει βόρεια με βόρειο όριο του οικοπέδου, κεντρικό κλιμακοστάσιο της όλης πολυκατοικίας  και  πλατύσκαλο αυτού,  φρέαρ  ανελκυστήρα και φωταγωγούς, ανατολικά με ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου στον οποίο έχει εξώστη, φρέαρ ανελκυστήρα, κεντρικό κλιμακοστάσιο της όλης πολυκατοικίας και φωταγωγούς, νότια με νότιο όριο του οικοπέδου, ακάλυπτο χώρο αυτού, φρέαρ ανελκυστήρα, κεντρικό κλιμακοστάσιο της όλης πολυκατοικίας και πλατύσκαλο αυτού και φωταγωγό και δυτικά   με την . ……. πρώην και νυν ………, στην οποία έχει εξώστες, φρέαρ ανελκυστήρα, πλατύσκαλο του κεντρικού κλιμακοστασίου της όλης πολυκατοικίας και φωταγωγούς. Η αντικειμενική αξία των δύο άνω οριζόντιων ιδιοκτησιών (επαγγελματικών χώρων) καθορίστηκε στο άνω συμβόλαιο με αριθ. ……../2012, στο συνολικό ποσό των 327.499,20 €. Με βάση τα παραπάνω η αντικειμενική αξία των  μεταβιβασθέντων στα δύο ανήλικα τέκνα του, ακινήτων του πρώτου εναγόμενου, ανέρχονταν, κατά το χρόνο των μεταβιβάσεων (2012)  στα εξής ποσά  : Α) για τον …….. :   Υ3 , Υ4,  Υ5 αποθήκες και  ΙΑ αποθήκες 175.910 €, Γ 2 διαμέρισμα 102.140,01 € και σύνολο : 278.050,01 €.  Β)  για την    ……… :  Ζ1 διαμέρισμα 164 τμ. 209.097,95 €, δώμα Η ορόφου 14,τμ. : 14.663,25 €, Α1 και Β1 οριζόντιες ιδιοκτησίες επαγγελματικοί χώροι (200 και 200 τμ) 327.499,20 € και σύνολο  : 209.097,95 +14.663,25 + 327.499,20) 551.260,04 €. Η αντικειμενική αξία αυτών κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής  ανέρχεται για την Υ3 αποθήκη υπογείου 31 τ.μ. € 5.045,25 , Υ4 αποθήκη υπογείου 31 τ.μ. € 5.045,25, €, Υ5 αποθήκη   υπογείου 20 τ.μ. € 3.255,00 -ΙΑ κατάστημα ισογείου 55 τ.μ. € 276.892,00 Γ2 διαμέρισμα Γ’ ορόφου 106 τ.μ. € 119.035.35 και σύνολο :409.272,85 (οριζόντιες ιδιοκτησίες που περιήλθαν στον ……) και  Ζ1 διαμέρισμα Ζ’ ορόφου 164 τ.μ. € 200.182,50 νομιμοποιημένο τμήμα βεράντας 35,64 τμ € 62.147,25, αποθήκη δώματος 14 τ.μ. € 17.088,75, Α’ επαγγελματικός χώρος Α’ ορόφου 200 τ.μ. € 194.184.€ (ψιλή κυριότητα), Β’ επαγγελματικός χώρος Β’ ορόφου  και σύνολο : 661.090,50 € (οριζόντιες ιδιοκτησίες που περιήλθαν στην  ……..). Σύνολο όλων αυτών 1.070.363,35 €. Ο πρώτος εναγόμενος εκτός από τα ακίνητα αυτά που μεταβίβασε στα τέκνα του, όπως προκύπτει από το έντυπο Ε9 αυτού  ήταν κύριος και των εξής ακινήτων : 1)  διαμερίσματος – επαγγελματικού χώρου   Ε1 κειμένου στον πέμπτο όροφο της  ίδιας οικοδομής …….. . Πειραιά,  95τ.μ με ποσοστό συνιδιοκτησίας  50/1000 αντικειμενικής αξίας 106.020,00 €,  2) διαμερίσματος – επαγγελματικού χώρου Ε2 στον όροφο της ίδιας οικοδομής ορόφου επιφανείας 106 τ.μ. με ποσοστό συνιδιοκτησίας 55/100 με αντικειμενική αξία  124.210,80 €. Όμως τα ακίνητα αυτά είναι  βεβαρημένα και ειδικότερα στο Ε1 έχουν επιβληθεί, Α’ προσημείωση 56.000,00 € από 24-1-2005 υπέρ της  ενάγουσας για άλλη απαίτησή της  από στεγαστικό δάνειο  (απόφαση …../2005) και Β’ προσημείωση 50.000,00€ από 24-4-2015 υπέρ …….. δυνάμει της με αρ. ……/2014 Διαταγής Πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ενώ η  προσημείωση  ποσού 90.000,00€ από τις  16-7-2002 υπέρ Τραπέζης …. έχει εξαλειφθεί (βλ. με αρ. πρωτ. …../20.2.2018 πιστοποιητικό βαρών).  Επί δε του Ε2 υφίσταται   προσημείωση υποθήκης υπέρ της ενάγουσας ποσού 160.000 €,  για άλλη απαίτησή της από στεγαστικό δάνειο.  3) Του υπό στοιχείο Ι1  καταστήματος του ισογείου ορόφου, της ίδιας ως άνω πολυκατοικίας, 75 τ.μ., με υπόγειο  67 τ.μ., το οποίο ανήκει στον πρώτο εναγόμενο, αντικειμενικής αξίας 415.833,60 €, 4) διώροφης οικίας στην ….. Ανατολικής Μάνης Λακωνίας, εμβαδού 89 τμ., κτισμένης επί οικοπέδου έκτασης 150 τ.μ., της οποίας ο πρώτος εναγόμενος είναι ψιλός κύριος, αντικειμενικής αξίας 35.000.00 €. 5)  αγροτεμαχίου κείμενου στο Δήμο … … Αττικής, επιφάνειας 2.940 τ.μ., του οποίου είναι συγκύριος κατά ποσοστό 45%, με αντικειμενική αξία του εν λόγω ποσοστού συγκυριότητας ποσού 107.255,61 €. 6) Του δικαιώματος οίκησης στο  ως άνω υπό στοιχ. Ζ1 διαμέρισμα του έβδομου ορόφου, της ίδιας, επί της οδού ……….., πολυκατοικίας, το  οποίο, όπως προαναφέρθηκε ο πρώτος εναγόμενος  μεταβίβασε λόγω γονικής παροχής στην ως άνω ανήλικη θυγατέρα του, παρακρατώντας το δικαίωμα οίκησης. Οι αξίες των άνω ακινήτων αφορούν τις αντικειμενικές αξίες της ΔΟΥ, του χρόνου άσκησης της αγωγής, όμως δεν είναι διάφορες οι αγοραίες αξίες αυτών κατά το ίδιο χρόνο. Είναι άξιο μνείας ότι η πολυκατοικία επί της οδού ………. έχει κτισθεί το έτος 1970 (1960 αναφέρεται στο Ε 9 του πρώτου εναγόμενου  το έτος κατασκευής για το κατάστημα του ισογείου), η δε οικία στην Ανατολική Μάνη έχει έτος κατασκευής 1930.  Ενόψει αυτών η αξία των λοιπών ακινήτων (εμφανών περιουσιακών στοιχείων) που διαθέτει ο εναγόμενος (εκτός από αυτά που μεταβίβασε στα τέκνα του)  από τα οποία τα 2 είναι βεβαρημένα με προσημειώσεις υποθηκών για άλλες απαιτήσεις, ενώ το δικαίωμα οίκησης είναι ακατάσχετο,  δεν επαρκεί για την ικανοποίηση της απαίτησης της εφεσίβλητης, που ανέρχεται, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, στο ποσό των 1.780.080 €,   πλέον τόκων κι εξόδων,  η δε ανεπάρκεια της περιουσίας αυτού  υφίσταται κατά τον χρόνο συζήτησης της αγωγής.   Η ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων στην πιστούχο  ή τους λοιπούς συνοφειλέτες δεν ασκεί έννομη επιρροή, καθώς προεκτέθηκε, ο καταδολιευτικός χαρακτήρας της απαλλοτρίωσης κρίνεται από στοιχεία, που συντρέχουν αποκλειστικά και μόνο στο πρόσωπο του απαλλοτριούντος, χωρίς να επηρεάζεται από την οικονομική κατάσταση των λοιπών συνοφειλετών. Αν ήταν δυνατή η ικανοποίηση της ενάγουσας από την περιουσία της πιστούχου έπεται ότι δεν θα στρεφόταν κατά των εγγυητών και μεταξύ αυτών του εναγόμενου. Σημειώνεται ότι η ενάγουσα είχε  εγγράψει προσημείωση υποθήκης σε οικόπεδο ιδιοκτησίας της πιστούχου στη …. Αττικής εμβαδού 2.064,30 τμ. στη θέση «……» για ποσό 4.250.000 €, η οποία όμως περιορίστηκε με αίτηση της πιστούχου και η αντικειμενική αξία του άνω οικοπέδου πλέον δεν υπερβαίνει πλέον στις 361.468,43 €.  Εξάλλου, o  πρώτος εναγόμενος – εκκαλών υποστηρίζει ότι προέβη στις επίδικες μεταβιβάσεις, αφενός για   συναισθηματικούς λόγους, για τη παροχή  στοιχειώδους  οικονομικής αυτοτέλειας στα τέκνα του, ενόψει και  αιφνίδιου προβλήματος υγείας, που είχε αντιμετωπίσει  και αφετέρου  για τη  μείωση  του ΕΝΦΙΑ.  Όμως   οι επίδικες μεταβιβάσεις έγιναν στις 10.12.2012 και 14.12.2012, ενώ το κλείσιμο  του λογαριασμού  είχε λάβει ήδη  χώρα στις 17.10.2012, το οποίο είχε γνωστοποιηθεί στον πρώτο εναγόμενο στις 31.10.2012,  με υπόλοιπο 1.780.080 €, ώστε η απαίτηση της ενάγουσας είχε καταστεί ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, το οποίο γνώριζε ο τελευταίος ανεξαρτήτως αν είχε αμφισβητήσει την οφειλή του με την από 9.11.2012 εξώδικη δήλωσή του.  Με τις επίδικες γονικές παροχές ο πρώτος εναγόμενος αποξενώνεται από σημαντική του περιουσία,  καθώς μεταβιβάζει κατά πλήρη κυριότητα   5 οριζόντιες ιδιοκτησίες (4 αποθήκες κι ένα διαμέρισμα) στον υιό του  ….. και  3 οριζόντιες ιδιοκτησίες (1 διαμέρισμα με παρακράτηση οίκησης και 2 επαγγελματικούς χώρους κατά ψιλή κυριότητα) στην θυγατέρα του …… που μόλις είχε γεννηθεί στο έτος 2012.  Μάλιστα όσον αφορά το Ζ1 διαμέρισμα, που μεταβίβασε στη θυγατέρα του,  παρακρατεί ο ίδιος το δικαίωμα οίκησης, το οποίο είναι ακατάσχετο. Μπορεί να διατηρεί στην κυριότητά του άλλα 5  ακίνητα (εκτός από το δικαίωμα οίκησης στο Ζ1 διαμέρισμα) με πιο αξιόλογο το κατάστημα  εμβαδού 75 τμ. στην ίδια οικοδομή ……… Πειραιάς, όμως  όπως εκτέθηκε, τα 2 από αυτά είναι βεβαρημένα με προσημειώσεις υποθηκών για άλλες αιτίες. Ενόψει αυτών είναι πρόδηλο ότι ο εναγόμενος με τις επίδικες μεταβιβάσεις επιχείρησε να «διασώσει» το σημαντικότερο μέρος της  μη βεβαρημένης περιουσίας του και μεταξύ αυτών και το διαμέρισμα κύρια κατοικία της οικογένειάς του, ώστε ανεξαρτήτως των ενδεχόμενων άλλων κινήτρων, είναι βέβαιο ότι  γνώριζε και αποδεχόταν  τουλάχιστον, ότι με τις επίδικες απαλλοτριώσεις είναι  ενδεχόμενο να αποτραπεί η  ικανοποίηση της ήδη γεγεννημένης και ληξιπρόθεσμης απαίτησης της ενάγουσας (ενδεχόμενος δόλος).  Σημειώνεται ότι ο καταδολιευτικός σκοπός δεν αναιρείται, αν ο οφειλέτης εκτός από την πρόθεση βλάβης του δανειστή, επιδιώκει και άλλους σκοπούς (ΑΠ 207/2007, ΑΠ 1796/2006 ΕφΠειρ 336/2016, ΕφΑθ 147 /2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ενώ το  γεγονός ότι η απαλλοτρίωση (διάθεση) αυτή λόγω γονικής παροχής γίνεται προς εκπλήρωση σχετικής ηθικής υποχρέωσης του γονέα προς το τέκνο δεν μπορεί να δικαιολογήσει ούτε τη βλάβη των δανειστών ούτε την προτίμηση εκπληρώσεως από τον οφειλέτη των ηθικών υποχρεώσεών του έναντι των νόμιμων (ΑΠ 28/2017, ΑΠ 1728/2006 ΕλΔ 48.479, ΑΠ 818/1998 ΕλΔ 40.123). Η γνώση δε του καταδολιευτικού χαρακτήρα των απαλλοτριώσεων από τα τέκνα του δεν απαιτείται,  με δεδομένο ότι οι γονικές παροχές έχουν χαρακτήρα χαριστικής δικαιοπραξίας (άρθρο 942 ΑΚ). Επομένως, ενόψει των παραπάνω, θεμελιώνεται δικαίωμα της ενάγουσας, να ζητήσει πλήρως  τη διάρρηξη των επιδίκων δικαιοπραξιών – χαριστικών μεταβιβάσεων. Το  πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την ίδια κατά βάση ως άνω αιτιολογία,  έκανε δεκτή την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη  και διάταξε τη διάρρηξη των επιδίκων δικαιοπραξιών δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων ώστε ο 11ος λόγος της έφεσης με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του ως ουσία αβάσιμος.  Συνακόλουθα  και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα,  η έφεση πρέπει να απορριφθεί  στο σύνολό της ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Σε βάρος των εκκαλούντων λόγω της ήττας τους (άρθρα 192, 183, 176 του Κ.Πολ.Δ.) πρέπει να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας, για τον παρόντα βαθμό  δικαιοδοσίας (άρθρα 182, 178 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) και  να διαταχθεί η κατάπτωση του καταβληθέντος από τους τελευταίους κατά την κατάθεση της έφεσης παραβόλου, υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ του Κ.Πολ.Δ.) Τέλος   παράβολο ερημοδικίας πρέπει να οριστεί για την περίπτωση που η απούσα εφεσίβλητη ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας κατά αυτής της απόφασης, έστω και εάν αυτή θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται στη δίκη από την παρούσα ομόδικό της – προσθέτως παρεμβαίνουσα εταιρία, διότι έχει δικαίωμα να ασκήσει και η αιτούσα εφεσίβλητη ανακοπή ερημοδικίας, ενώ το έννομο συμφέρον της απούσας ομόδικου προς άσκηση ανακοπής ερημοδικίας καθώς, και τις προϋποθέσεις του παραδεκτού αυτής κρίνει μόνο το δικαστήριο που δικάζει την ανακοπή ερημοδικίας, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό (άρθρο 502, 505 παρ. 2 του ΚΠολΔ, βλ. ΑΠ 1596/2018, ΑΠ 965/2017, ΑΠ 367/2014, ΑΠ 658/2012, ΕφΛαρ 187/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ τις : α) από 11.11.2019 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …………./2019 έφεση  και β) από  8.01.2021 και  με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ……………./2021, αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση.

ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ανακοπής ερημοδικίας στο ποσό των  διακοσίων (200) €.

ΔΙΚΑΖΕΙ  ερήμην της εφεσίβλητης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την από 11.11.2019 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ……………./2019  έφεση κατά της με αρ. 4955/2017 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου των εκατό (100) €  που αναφέρθηκε στην αρχή της παρούσας στο Δημόσιο Ταμείο.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα της προσθέτως παρεμβαίνουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) €.

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 19-4-2022 και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους, από άλλη σύνθεση, λόγω αποχωρήσεως από την Υπηρεσία της Προέδρου Εφετών Ισιδώρας Πόγκα,  αποτελούμενη από τους Δικαστές Σταυρούλα Λιακέα, Προεδρεύουσα Εφέτη του 2ου πολιτικού τμήματος, κωλυομένων των Προέδρων Εφετών, Ελευθέριο Γεωργίλη και Δημήτριο Καβαλλάρη Εφέτες, στις 7 Ioυλίου  2022.

 Η  ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΕΦΕΤΗΣ       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ