Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 270/2022

Αριθμός απόφασης   270/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή  Σοφία Καλούδη, Εφέτη, την οποία όρισε η Διευθύνουσα το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών και τη Γραμματέα, Κ.Σ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις  ………………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της εκκαλούσας :  Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας ……………… η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια της Δικηγόρο Αγγελική Προύντζου (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), και

Του εφεσίβλητου:  …………… ο οποίος  εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο, Αναστάσιο Γκότση.

Ο εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την ανακοπή του, με Γ.Α.Κ……/2018 και με Ε.Α.Κ. ………/20218 κατά της εκκαλούσας. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δικάζοντας  αντιμολία των διαδίκων με την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, εξέδωσε την  με αριθμό 650/ 2019  οριστική απόφασή του, που την έκανε δεκτή. Την παραπάνω απόφαση προσέβαλε η καθής η ανακοπή  ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου  με την  από 30-3-2020, με Γ.Α.Κ. …./2020 και με Ε.Α.Κ. …/2020 κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά την 2-6-2020, έφεση. Επικυρωμένο αντίγραφο της εφέσεως για προσδιορισμό δικασίμου κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 2-6- 2020 με Γ.Α.Κ. …./2020 και Ε.Α.Κ. ……/ 2020, και δικάσιμος ορίστηκε για τη συζήτηση της έφεσης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η 4-2-2021 και μετά από αναβολή η 3-2-2022. Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο.  Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης,  ο πληρεξούσιος δικηγόρος Η πληρεξούσια δικηγόρος της εκκαλούσας , η οποία παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις της με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε  και ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εφεσιβλήτου, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ  ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η  ένδικη έφεση κατά της με αριθμό 650/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία  των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614, 632 παρ.2 εδ.β΄, 937 παρ.3 ΚΠολΔ) με την παρουσία των διαδίκων, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την κατάθεση δικογράφου στην γραμματεία του δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση στις 2-6-2020, δηλαδή  εντός της από το άρθρο 518 παρ.2 του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας, καθόσον δεν προέκυψε ότι έγινε επίδοση αντίγραφου της εκκαλουμένης απόφασης,  ενώ κατατέθηκε  και το νόμιμο παράβολο, συνολικού ποσού 100 ευρώ, κατ΄άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ (βλ. το με αριθμό  ……………/ 2020 e- παράβολο). Συνεπώς,  πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ), κατά την ίδια, ως και πρωτοδίκως, διαδικασία .

ΙΙ. Με την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2018  ανακοπή  του ο ανακόπτων και ήδη εφεσίβλητος ζητεί για τους ειδικότερα αναφερόμενους λόγους, την ακύρωση της με αριθμό  ……./2018 διαταγής πληρωμής  του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και της από 16-3-2018 επιταγής προς εκτέλεση παραπόδας αντιγράφου του πρώτου εκτελεστού απογράφου της, με την οποία διατάχθηκε να καταβάλει  στην καθής η ανακοπή και ήδη εκκαλούσα το ποσό των 26.596,51 ευρώ, εντόκως, πλέον εξόδων, από απαίτηση προερχόμενη από την αναφερόμενη σε αυτήν σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου. Επ’αυτής εκδόθηκε η  εκκαλούμενη οριστική απόφασή του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που έκανε δεκτό ως ουσιαστικά βάσιμο τον τέταρτο λόγο της και ακύρωσε την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής και την από 16-3-2018 επιταγή προς πληρωμή. Ήδη  η καθής η ανακοπή με την κρινόμενη έφεση της παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ώστε η ανακοπή  να  απορριφθεί στο σύνολο της.

ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 632 ΚΠολΔ η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, η οποία αποτελεί ειδική μορφή της ανακοπής των άρθρων 583 επ. του ίδιου κώδικα και έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο της κατά νόμο ορθότητας της έκδοσης της διαταγής πληρωμής, ασκείται όπως και η αγωγή και πρέπει στο δικόγραφό της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο όλοι οι λόγοι κατά του κύρους της διαταγής πληρωμής (ΑΠ 245/2016, ΑΠ 1652/2014), ώστε να μπορεί ο μεν καθού η ανακοπή να αμυνθεί κατ` αυτής, το δε δικαστήριο να κρίνει για τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά τους, διαφορετικά απορρίπτονται και αυτεπαγγέλτως, ως απαράδεκτοι, λόγω αοριστίας (ΑΠ 999/2019). Μόνο το περιεχόμενο της ανακοπής και εκείνο των τυχόν ασκηθέντων πρόσθετων λόγων της οριοθετεί το αντικείμενο της δίκης επί της ανακοπής και δεν επιτρέπεται συμπλήρωση ή μεταβολή της ιστορικής βάσης των λόγων της ανακοπής με τις προτάσεις ή την έφεση (ΑΠ 1/2017, ΑΠ 991/2007, ΑΠ 339/2006), βάσει δε της ισχύουσας και στη δίκη της ανακοπής αρχής της συζητήσεως, το δικαστήριο δεν δικαιούται να εξετάσει αυτεπαγγέλτως πλημμέλειες της διαταγής πληρωμής που δεν προτάθηκαν παραδεκτά με κύριο ή πρόσθετο λόγο ανακοπής (ΑΠ 370/2012). Με την ανακοπή από το ανωτέρω άρθρο ο ανακόπτων οφειλέτης μπορεί να επικαλεσθεί ως λόγους ακύρωσης της εις βάρος του διαταγής πληρωμής, είτε την έλλειψη των διαδικαστικών (τυπικών) προϋποθέσεων που απαιτούνται, σύμφωνα με τα άρθρα 623 επ. ΚΠολΔ, για την έκδοση διαταγής πληρωμής, είτε ενστάσεις κατά της απαίτησης, ήτοι τη βασιμότητα ή το ύψος αυτής (ΑΠ 1443/2017, ΑΠ 259/2002). Ωστόσο, το ενδεχόμενο προβολής ενστάσεων κατά της απαιτήσεως, είτε καταχρηστικών (εφόσον τα σχετικά δικαιοκωλυτικά ή δικαιοφθόρα γεγονότα δεν προκύπτουν από τα υποβαλλόμενα στο δικαστήριο στοιχεία) είτε γνησίων, δεν αφορά την απαιτούμενη κατά την παράγραφο 1 του άνω άρθρου 624 βεβαιότητα της αξιώσεως και συνεπώς δεν αναιρεί τη δυνατότητα εκδόσεως διαταγής πληρωμής, αφού την έκδοση αυτής δεν εμποδίζει οποιαδήποτε ένσταση που μπορεί να επικαλεσθεί ο οφειλέτης (ΑΠ 911/2005). Αν στην ανακοπή σωρεύονται περισσότεροι από ένας λόγοι, καθένας απ` αυτούς με διαφορετική πραγματική και νομική βάση συνιστά ιδιαίτερη ανακοπή, οπότε υπάρχει αντικειμενική σώρευση ανακοπών κατ` ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 218 παρ. 1 ΚΠολΔ (ΑΠ 1943/2017). Ειδικότερα, σε περίπτωση διαταγής πληρωμής για το κατάλοιπο κλεισθέντος αλληλόχρεου λογαριασμού, η οποία εκδόθηκε με βάση έγκυρη ειδική συμφωνία ότι η οφειλή του πιστούχου προς την πιστώτρια τράπεζα θα αποδεικνύεται από τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας, ο πιστούχος έχει δικαίωμα να αμφισβητήσει τα ειδικότερα κονδύλια που περιέχονται στα αποσπάσματα αυτά με την ανακοπή κατά το άρθρο 632 ΚΠολΔ, στην περίπτωση δε αυτή φέρει και το βάρος των σχετικών αντίθετων ισχυρισμών του, οι οποίοι, όπως αναφέρθηκε, πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι (ΑΠ 1071/2017, ΑΠ 370/2012, ΑΠ 916/2002). Για το ορισμένο του λόγου της ανακοπής, που δεν έχει αρνητικό απλώς χαρακτήρα, αλλά χαρακτήρα ένστασης, δεν αρκεί η γενική αμφισβήτηση της ορθότητας του λογαριασμού και του ύψους της απαίτησης, αλλά θα πρέπει να προσδιορίζονται συγκεκριμένα κατ` ιδίαν κονδύλια του λογαριασμού (ΑΠ 999/2019, ΑΠ 2210/2013), δεδομένου ότι, κατά την αληθή έννοια της διατάξεως του άρθρου 633 παρ. 1 του ΚΠολΔ, αν ο λόγος της ανακοπής είναι βάσιμος κατά ένα μέρος ή αν με αυτόν βάλλεται βασίμως μερικότερο κονδύλιο της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, αυτή δεν είναι άκυρη στο σύνολό της, αφού δεν συντρέχει νόμιμος λόγος για την ολική ακύρωσή της, αλλά μόνον κατά το μέρος κατά το οποίο ευδοκιμεί η ανακοπή και κατά το οποίο πρέπει να μειωθεί η οφειλή του ανακόπτοντος (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 333/2019, ΑΠ 1349/2013). Δηλαδή, αν η ευδοκίμηση του σχετικού λόγου της ανακοπής (ενστάσεως) επάγεται μερική μόνο κατάλυση της οφειλής, ανάλογο θα είναι και το αποτέλεσμα ως προς την ανακοπείσα διαταγή πληρωμής, ήτοι μερική θα είναι και η ακύρωση της τελευταίας.(ΑΠ 368/ 2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 128/1975 “επιβάλλεται από το έτος 1976 εισφορά, βαρύνουσα τα πάσης φύσεως εν Ελλάδι λειτουργούντα πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμβανομένης και της Τραπέζης της Ελλάδος, υπέρ του εν τη παραγράφω 1 του παρόντος άρθρου λογαριασμού, ανερχομένη εις ποσοστόν ένα (1) επί τοις χιλίοις ετησίως επί του ετησίου ύψους εντός εκάστου ημερολογιακού έτους μηνιαίων υπολοίπων των χορηγούμενων υπ` αυτών πάσης φύσεως δανείων ή πιστώσεων, περιλαμβανομένων και των δυνάμει της από 19 Μαρτίου 1962 μεταξύ των Τραπεζών συμβάσεως, ως αύτη ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, συμφωνηθεισών εισφορών”. Από τη διάταξη αυτή δεν προβλέπεται μεν ρητά ως συμβατικά δυνατή αλλά και δεν απαγορεύεται η συμβατική μετακύλιση της θεσπιζόμενης από τον άνω νόμο εισφοράς. Η ρυθμιστική ισχύς του νόμου αυτού εξαντλείται στον καθορισμό του υπόχρεου έναντι του Δημοσίου προσώπου στα πλαίσια της έννομης σχέσης που ιδρύεται με τη σχετική διάταξη και αφορά επομένως αποκλειστικά την κάθετη σχέση μεταξύ κράτους και πιστωτικών ιδρυμάτων και όχι στην οριζόντια σχέση μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και δανειοληπτών. Η μετακύλιση της εισφοράς στους τελευταίους επιτρέπεται με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και εφόσον δεν απαγορεύεται από άλλη διάταξη, ως τέτοιας νοούμενης της θέσπισης ανώτατου ορίου επιτοκίου, το οποίο θα υπερέβαινε η εισφορά αυτή, και μόνο αν δεν υπήρχε αντίθετη ρύθμιση. Επομένως, η μετακύλιση της εισφοράς αυτής στους δανειολήπτες είναι νόμιμη, γιατί δεν αντίκειται στην προαναφερθείσα διάταξη, η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου κατ` άρθρο 174 ΑΚ, αλλά ούτε και αντίκειται σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου, εντάσσεται δε στο πλαίσιο του ελεύθερου καθορισμού των επιτοκίων. Άλλωστε, η επίρριψη της σχετικής επιβάρυνσης στον δανειολήπτη αποτέλεσε υπό την ισχύ του ν. 128/1975 συναλλακτική πρακτική των τραπεζών, στην παγίωση της οποίας συντέλεσαν: α) Το γεγονός ότι μεταγενέστερα νομοθετήματα, που τροποποίησαν τον ως άνω νόμο, ανέφεραν γενικώς ότι η εισφορά βαρύνει τη συναλλαγή, β) το ότι το ύψος του συντελεστή καθ` όλο το χρονικό διάστημα από την καθιέρωση της εν λόγω εισφοράς κλιμακώθηκε ποσοστιαίως, με σκοπό την ελάφρυνση ή και απαλλαγή ορισμένων κατηγοριών δανειοληπτών και γ) η θέσπιση των εξαιρέσεων των άρθρων 8 του ν. 2459/1977 και 19 παρ. 4β του ν. 3152/2003, που αφορούν κατάργηση της εισφοράς αυτής επί δανειοδοτήσεων προς φυσικά και νομικά πρόσωπα που κατοικούν και εδρεύουν σε νησιά με πληθυσμό κάτω των 3.100 κατοίκων και προς τις Ιερές Μονές του Αγ. Ορους,  και η οποία δεν θα δικαιολογείτο, αν η εν προκειμένω εισφορά επιβάρυνε τα πιστωτικά ιδρύματα. Να σημειωθεί επίσης ότι η Τράπεζα της Ελλάδος από την έναρξη εφαρμογής του ν. 128/1975 ουδέποτε θεώρησε ότι η εν λόγω εισφορά βαρύνει τα πιστωτικά ιδρύματα, ώστε να έχει ληφθεί υπόψη κατά το χρονικό διάστημα, που ίσχυε ο από μέρους της διοικητικός καθορισμός του περιθωρίου μεταξύ των επιτοκίων καταθέσεων και χορηγήσεων, δηλαδή μέχρι το 1993, ενώ και υπό το καθεστώς της ελεύθερης διαμόρφωσης των επιτοκίων η Τράπεζα της Ελλάδος επέβαλε με αποφάσεις της την υποχρέωση για κεχωρισμένη αναφορά της σχετικής επιβάρυνσης (βλ. ΠΔ/ΤΕ 1969/1991 και 2501/2002) (ΕφΛαρ 15/2018 Ισοκράτης). Η επιβολή δε της εισφοράς αυτής στον δανειολήπτη ενόψει της ΠΔ/ΤΕ 2501/2002 (άρθρο 82), με την οποία επεκτείνεται η υποχρέωση ενημέρωσης του πελάτη από την τράπεζα και για την επιβολή ειδικών εισφορών, όπως είναι και η εισφορά του ν. 128/1975, μπορεί να ελεγχθεί μόνο από άποψη διαφάνειας, ιδίως όταν επιβάλλεται χωρίς προηγούμενη επαρκή ενημέρωση ή κατά τρόπο κεκαλυμμένο (ΑΠ 430/2005, ΕλλΔ/νη 2005/802, ΕφΑθ 1159/2012, ΔΕΕ 2012/676, ΕφΑθ 227/2012 ΝΟΜΟΣ). Έτσι, σε περίπτωση που στη σύμβαση γίνεται, κατά τον καθορισμό του επιτοκίου, ειδική αναφορά για τη χρέωση του δανειολήπτη και με την εισφορά του ν. 128/1975, προσδιοριζόμενη σε ποσοστό επί τοις εκατό και αποτελούσα ουσιαστικά μέρος του επιτοκίου, οι απαιτήσεις διαφάνειας και ενημέρωσης έχουν ικανοποιηθεί και, κατά συνέπεια, η σχετική ρήτρα είναι έγκυρη. (ΑΠ 368/ 2019 τνπ ΝΟΜΟΣ)  Επομένως, είναι δυνατή η συμβατική ανάληψη εκ μέρους τρίτου προσώπου της υποχρέωσης προς καταβολή της εισφοράς αυτής, η εισφορά δε αυτή, ως μέρος του ετήσιου πραγματικού επιτοκίου, νόμιμα ανατοκίζεται (ΜΕφΚρ 3/ 2021 ,ΜΕφΘεσ 1224/2017 ΝΟΜΟΣ, ΜΕφΘεσ 1086/2017, ΕπισκΕμπΔ 2017/547, ΜΕφΘεσ 473/2017 ΝΟΜΟΣ).

IV. Στην προκειμένη περίπτωση, από την εκτίμηση των εγγράφων, που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται,  και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα εξής: Δυνάμει  της υπ` αριθ. ………/28-3-2013 σύμβασης τοκοχρεωλυτικού δανείου που καταρτίστηκε μεταξύ της εκκαλούσας, τραπεζικής εταιρίας,  και του  εφεσιβλήτου,  χορηγήθηκε στον τελευταίο  δάνειο, ποσού  800 ευρώ. Το χορηγούμενο δάνειο συμφωνήθηκε έντοκο, με συνδυασμό σταθερού και κυμαινόμενου επιτοκίου και ειδικότερα α) από την εκταμίευση του δανείου και για τους επόμενους 12 μήνες, το επιτόκιο συμφωνήθηκε σταθερό 2,00%, πλέον εισφοράς Ν. 128/1975 εκ 0,60% =2,60% και β) μετά τη λήξη της ανωτέρω περιόδου  κυμαινόμενο, συντιθέμενο από το Βασικό Επιτόκιο Καταναλωτικών Χορηγήσεων με Εξασφάλιση (που κατά την ημερομηνία κατάρτισης της εν λόγω σύμβασης ανερχόταν σε 7,90 %), πλέον της εισφοράς του ν. 128/75 (που κατά την ημερομηνία κατάρτισης της σύμβασης ανερχόταν σε 0,60 %) (Μέρος Α’, όρος 4). Ο εφεσίβλητος οφειλέτης ανέλαβε την υποχρέωση και υποσχέθηκε να αποπληρώσει στην εκκαλούσα δανείστρια Τράπεζα το δάνειο σε 180 συνεχείς μηνιαίες δόσεις, που θα λογίζονταν και θα καταβάλλονταν την πρώτη (1η) εργάσιμη ημέρα (δήλη ημέρα) κάθε μήνα. Επιπλέον, το δάνειο συμφωνήθηκε ότι εκτοκίζεται από την εκταμίευση και πίστωση του στον λογαριασμό εξυπηρέτησης, ο δε τόκος ότι  υπολογίζεται με το σύστημα της σύνθετης  τοκοχρεωλυσίας  στο  οφειλόμενο  κεφάλαιο  του  δανείου  με βάση ημερολογιακό έτος 365 ημερών. Περαιτέρω ως επιτόκιο υπερημερίας συμφωνήθηκε το ως άνω επιτόκιο (μέρος Α, όρος 4), όπως έχει διαμορφωθεί κατά την ημέρα περιέλευσης του πιστούχου σε υπερημερία, προσαυξανόμενο κατά το εκάστοτε ανώτατο επιτρεπόμενο  νόμιμο ποσοστό,  που ανερχόταν κατά την υπογραφή της σύμβασης σε δυόμισι ποσοστιαίες μονάδες (2,50 %) . Βάσει του 9ου όρου της σύμβασης, ορίσθηκε ότι με την καταγγελία της εν λόγω σύμβασης ολόκληρο το υπόλοιπο ποσό του δανείου κατά το ανεξόφλητο κεφάλαιο, τόκους (συμβατικούς και υπερημερίας), εισφορά του ν. 128/1975, έξοδα και λοιπές επιβαρύνσεις, καθίσταται άμεσα ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, εκτοκίζεται μέχρι εξόφλησης με το ισχύον κατά το χρόνο της καταγγελίας ανώτατο επιτόκιο υπερημερίας και με εξαμηνιαίο ανατοκισμό των ανεξόφλητων τόκων, μέχρι την ημέρα της ολοσχερούς εξόφλησης του, ενώ βάσει του όρου 12.1 της σύμβασης συμφωνήθηκε ότι όλα τα έξοδα της εν λόγω σύμβασης (…) και κάθε άλλος φόρος, εισφορά (όπως ενδεικτικά η εκάστοτε εισφορά του ν. 128/75) βαρύνουν αποκλειστικά τον οφειλέτη, καταβληθέντα δε τυχόν από την Τράπεζα καταλογίζονται σε βάρος του οφειλέτη έντοκα από την ημέρα καταβολής τους από την Τράπεζα μέχρι την ολοσχερή εξόφληση τους. Περαιτέρω, για την εξυπηρέτηση της προμνησθείσας σύμβασης τοκοχρεωλυτικού δανείου τηρήθηκε από την εκκαλούσα υπ’ αρ. ………….. λογαριασμός, ο οποίος την 18-5-2017 παρουσίαζε χρεωστικό σε βάρος του εφεσίβλητου υπόλοιπο ανερχόμενο στο ποσό των 26.596,51 ευρώ. Ακολούθως, η εκκαλούσα  προέβη σε καταγγελία της ένδικης συμβάσεως και κλείσιμο του ως άνω λογαριασμού, ως δικαιούτο βάσει των ρητών όρων της σύμβασης, την δε καταγγελία γνωστοποίησε εγγράφως στον εφεσίβλητο την 31-5-2017. Εν συνεχεία, κατόπιν της από 16-2-2018 αιτήσεως της εξεδόθη η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία ο τελευταίος υποχρεώθηκε να της καταβάλει το ποσό των 26.596,51 ευρώ, εντόκως από την 1-6-2017 (επομένη της ημερομηνίας καταγγελίας της σύμβασης), με το ισχύον συμφωνηθέν επιτόκιο υπερημερίας (που υπερβαίνει το ενήμερο επιτόκιο δανείου 8,50% κατά 2,50%, ήτοι ανερχόμενο σε 11%) και με εξαμηνιαίο ανατοκισμό των τόκων μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, ακολούθως δε  επιδόθηκε σε αυτόν, η συνταχθείσα, κάτω από το ακριβές αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της, προσβαλλόμενη  επιταγή προς πληρωμή.

V. Με τον τέταρτο λόγο της ανακοπής του ο εφεσίβλητος εξέθετε ότι στην ένδικη σύμβαση δανείου περιλαμβάνεται παράνομος και άρα άκυρος όρος, σύμφωνα με τον οποίο η καθ` ης η ανακοπή καθ` όλη τη διάρκεια λειτουργίας της σύμβασης τον χρέωνε παράνομα με ποσά για την εισφορά του ν. 128/1975, τα οποία μάλιστα ανατόκιζε,  καθιστώντας την απαίτησή της μη εκκαθαρισμένη. Υπό το περιεχόμενο αυτό και σύμφωνα με όσα στις ανωτέρω σκέψεις αναπτύχθηκαν, ο λόγος της ανακοπής είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, καθόσον με αυτόν δεν προσβάλλεται ειδικώς συγκεκριμένο κονδύλιο του λογαριασμού, αλλά μόνο  υποστηρίζεται ότι η μετακύλιση της εν λόγω εισφοράς είναι παράνομη και άρα άκυρη και προβάλλεται, συνακόλουθα, μία γενική αμφισβήτηση της ορθότητας του τηρηθέντος προς εξυπηρέτηση της δανειακής σύμβασης λογαριασμού και του ύψους της απαίτησης της εκκαλούσας, χωρίς ωστόσο να προβάλλεται περαιτέρω, ότι η ακυρότητα αυτή είναι τόσο ουσιώδης, ώστε να επιφέρει ταυτόχρονα ακυρότητα της όλης σύμβασης (άρθρο 181 ΑΚ). Ο λόγος αυτός ούτε και ως αμφισβήτηση του βέβαιου και εκκαθαρισμένου της ένδικης απαίτησης  μπορεί να εκτιμηθεί, δοθέντος ότι η διαταγή πληρωμής δεν καθίσταται άκυρη στο σύνολό της, ως ενσωματώνουσα απαίτηση μη εκκαθαρισμένη, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο εφεσίβλητος, αλλά μόνο κατά το υπερβάλλον ποσό της επιδικαζόμενης απαίτησης, το οποίο, όπως προεκτέθηκε, πρέπει ο αμφισβητών το ύψος της επίδικης απαίτησης να προσδιορίζει επ` ακριβώς και με τρόπο ορισμένο. Άλλωστε, “βέβαιη” είναι η απαίτηση όταν δεν εξαρτάται από αίρεση ή προθεσμία, ενώ “εκκαθαρισμένη” είναι όταν είναι ορισμένη κατά το ποσόν και το ποιόν της και δυνάμενη να καθοριστεί έστω με μαθηματικό υπολογισμό ή σύμφωνα με τα στοιχεία που υπάρχουν στον ίδιο τον τίτλο, ώστε μόνη η αμφισβήτηση μέρους της απαίτησης (όπως εν προκειμένω ως προς την επιβάρυνση με την εισφορά του ν.128/1975) να μην την καθιστά ελαττωματική ως προς τα χαρακτηριστικά της αυτά, όπως αβασίμως υποστηρίζει ο ανακόπτων. Σε κάθε δε, περίπτωση, ο ερευνώμενος λόγος της ανακοπής είναι μη νόμιμος, διότι η ρυθμιστική ισχύς του νόμου 128/1975 εξαντλείται στον καθορισμό του υπόχρεου έναντι του Δημοσίου προσώπου στα πλαίσια της εννόμου σχέσεως, που ιδρύεται με τη σχετική διάταξη, και αφορά επομένως αποκλειστικά στην κάθετη σχέση μεταξύ κράτους και πιστωτικών ιδρυμάτων και όχι στην οριζόντια σχέση μεταξύ των πιστωτικών ιδρυμάτων και δανειοληπτών, με συνέπεια η μετακύλιση της εισφοράς στους τελευταίους να επιτρέπεται, όπως εκτενώς αναφέρθηκε παραπάνω,  με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και εφόσον δεν απαγορεύεται από άλλη διάταξη, ως τέτοιας νοούμενης της θεσπίσεως ανώτατου ορίου επιτοκίου. Εξάλλου, υπό το καθεστώς ελεύθερης διαμορφώσεως των επιτοκίων η ανωτέρω νομίμως επιβληθείσα, δυνάμει συμβατικού όρου (4.1), εισφορά σε βάρος του οφειλέτη αποτελεί μέρος του ετήσιου πραγματικού επιτοκίου και νόμιμα ανατοκίζεται (βλ. άρθρο Σ. Ψυχομάνη «Τα τραπεζικά επιτόκια» σε ΝοΒ 1995, σελ. 16-17, ΤρΕφΔυτΜακ 35/ 2018, ΝΟΜΟΣ). Τέλος, με τη ρητή αναφορά στη σύμβαση του συγκεκριμένου όρου  έχουν εκπληρωθεί και οι επιβαλλόμενες για την εγκυρότητα αυτού υποχρεώσεις της καθής Τράπεζας περί διαφάνειας και ενημέρωσης του οφειλέτη ανακόπτοντος. Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφασή του έκανε δεκτό ως ουσιαστικά βάσιμο τον λόγο αυτό της ανακοπής, εκτιμώντας ότι ο εκτοκισμός και ανατοκισμός των ποσών, που αντιστοιχούν στην εισφορά του ν. 128/1975 ήταν παράνομος και ότι αυτά κακώς περιλήφθηκαν στο ποσό της απαίτησης, για την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, με  συνέπεια να πληγεί  η αποδεικτικότητα με έγγραφα και το εκκαθαρισμένο του συνόλου της απαίτησης, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως βασίμως παραπονείται η εκκαλούσα με τον μοναδικό λόγο της κρινόμενης έφεσής της, η οποία πρέπει να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη. Μετά ταύτα η εκκαλουμένη απόφαση πρέπει να εξαφανιστεί, να κρατηθεί η υπόθεση από το  Δικαστήριο τούτο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), να εξεταστεί στην ουσία της η ένδικη ανακοπή και να απορριφθεί ο κατά τα ανωτέρω λόγος αυτής, που βάλλει τόσο κατά της διαταγής πληρωμής όσο και κατά της επιταγής προς εκτέλεση. Ακολούθως, ενόψει των διατάξεων των άρθρων 522, 535 παρ. 1 και 536 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ {από τις οποίες προκύπτει, ότι το Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο μετά την παραδοχή λόγου έφεσης, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και τη διακράτηση της υπόθεσης για την κατ` ουσίαν εκδίκασή της από αυτό, καθίσταται αρμόδιο να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως όλα τα ζητήματα, που είχαν υποβληθεί πρωτοδίκως για την οριστική διάγνωση της διαφοράς, ώστε αν κρίνεται αγωγή με περισσότερες βάσεις το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα δεν περιορίζεται μόνο στις διατάξεις της απόφασης που πλήττονται με την έφεση, αλλά εκτείνεται και στις μη εξετασθείσες πρωτοδίκως βάσεις, διότι δεν δικάζεται πλέον η έφεση αλλά η αγωγή (ΑΠ 2039/2014, ΧρΙΔ 2015/354), ομοίως δε ισχύει όταν κρίνεται ανακοπή με περισσότερους λόγους, καθώς κάθε λόγος ανακοπής αποτελεί ιδιαίτερη βάση (ΑΠ 1556/2012, ΕΠολΔ 2013/559, ΜΕφΛαρ 205/2016, Δικογραφία 2016/750)} πρέπει να χωρήσει έρευνα των λοιπών λόγων της ανακοπής, που δεν εξετάστηκαν από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, καθόσον το Δικαστήριο τούτο υποκαθίσταται πλέον στη θέση εκείνου.

VI. Με τον πρώτο λόγο της ανακοπής  και κατά το πρώτο σκέλος αυτού ο ανακόπτων διατείνεται, ότι η απαίτηση της καθής δεν είναι εκκαθαρισμένη, επειδή :α) περιλαμβάνει ποσά που παρανόμως χρεώθηκαν με βάση καταχρηστικούς και συνακόλουθα άκυρους συμβατικούς όρους, που  διαταράσσουν ουσιωδώς την ισορροπία των απορρεουσών εκ της συμβάσεως δικαιωμάτων και υποχρεώσεων σε βάρος του ιδίου, και συγκεκριμένα περιλαμβάνει ποσά :1) από τόκους, που υπολογίστηκαν  με βάση επιτόκιο υπερημερίας μεγαλύτερο του νομίμου καθώς και κυμαινόμενο συμβατικό επιτόκιο, που υπερβαίνει το ισχύον νόμιμο εξωτραπεζικό, το οποίο αυτή  μονομερώς καθόρισε δυνάμει σχετικού προδιατυπωμένου  όρου (όρος 4, μέρος Α’ και Β’), που της επιτρέπει  να μεταβάλλει το επιτόκιο, χωρίς ειδικά καθορισμένα και εύλογα κριτήρια εκ των προτέρων γνωστά στον ίδιο, κατά παραβίαση  της θεμελιώδους αρχής της προστασίας του καταναλωτή, που είναι η διαφάνεια (άρθρο 2 παρ. 6  και  7 περ.  ια` 2251/ 1994),  και 2) από την μετακύλιση σε βάρος του δυνάμει του ιδίου συμβατικού όρου της εισφοράς του ν. 128/1975, και β)  στην επιδικασθείσα απαίτηση με την διαταγή πληρωμής δεν γίνεται διαχωρισμός του κεφαλαίου με τους ανατοκισθέντες κεφαλαιοποιημένους τόκους. Ο ως άνω λόγος  κατά το στοιχείο α’ αυτού είναι αόριστος και πρέπει να απορριφθεί, αφενός  μεν διότι δεν  αναφέρεται, αν η καθής η ανακοπή  έκανε χρήση του πιο πάνω όρου και μετέβαλε κατά τη διάρκεια της σύμβασης το αρχικώς καθορισθέν επιτόκιο, δηλαδή δεν αναφέρονται συγκεκριμένα περιστατικά αύξησης του βασικού επιτοκίου μονομερώς από την πιστώτρια Τράπεζα, αφετέρου δε διότι, η έκθεση των περιστατικών, προς θεμελίωση του ανωτέρω λόγου, δεν γίνεται με σαφήνεια και πληρότητα, καθόσον ο ανακόπτων  επικαλείται ακυρότητα του συγκεκριμένου όρου της σύμβασης, αρκούμενος σε γενική αμφισβήτηση της ορθότητας του λογαριασμού και του ύψους της απαίτησης της καθής, χωρίς ωστόσο να προβάλλει ότι η ακυρότητα αυτή είναι τόσο ουσιώδης, ώστε να επιφέρει ταυτόχρονα ακυρότητα της όλης σύμβασης (άρθρο 181 ΑΚ) και χωρίς να προσδιορίζει συγκεκριμένο κονδύλιο ή κονδύλια, με τα οποία επιβαρύνθηκε για την πιο πάνω αιτία η οφειλή του με παράνομους τόκους, ώστε να συνδέεται η ακυρότητα του ανωτέρω όρου, κατά ορισμένο και σαφή τρόπο, με τη διαμόρφωση του ύψους της απαίτησης, προκειμένου έτσι, σε περίπτωση που κριθεί βάσιμος ο ερευνώμενος  λόγος της ανακοπής, να μειωθεί το συνολικό ποσό της απαίτησης, που επιδικάστηκε σε βάρος του με την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής μόνον κατά το ποσό κατάλυσης της οφειλής,  και το δικαστήριο της ανακοπής ακολούθως να ακυρώσει αντιστοίχως τη διαταγή πληρωμής (ΑΠ 196/ 2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σε κάθε δε περίπτωση  ο ως άνω λόγος κατά το σκέλος, που αφορά στην  χρέωση  τόκων με επιτόκιο μεγαλύτερο του εκάστοτε ισχύοντος εξωτραπεζικού  κατ’εφαρμογή του ως άνω σχετικού (και προσβαλλόμενου ως καταχρηστικού) συμβατικού όρου, που επιτρέπει στην καθής η ανακοπή να ενεργεί μονομερώς, τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι οι μετά την απελευθέρωση των επιτοκίων [ΠΔ/ΤΕ 1087/1987 κτλ] συναπτόμενες συμφωνίες τραπεζικών επιτοκίων, στις οποίες συνομολογείται επιτόκιο, που τυχόν υπερβαίνει το εκάστοτε οριζόμενο για τα εξωτραπεζικά επιτόκια ανώτατο όριο, δεν είναι καταρχήν αθέμιτες, ο δε ανακόπτων  δεν επικαλείται προκειμένω  πρόσθετα στοιχεία για τη στοιχειοθέτηση της καταχρηστικότητας του συγκεκριμένου συμβατικού όρου κατά την έννοια της ένστασης από το άρθρο 281 ΑΚ (ΑΠ 196/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, αυτός κατά το στοιχείο β΄ αυτού πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι στην  προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής και στο σκεπτικό αυτής  αναφέρεται ότι εκ του διατασσόμενου προς καταβολή ποσού των 26.596,51 ευρώ, ποσό 17.892,78 ευρώ αφορά σε άληκτο κεφάλαιο, ποσό 7.408,10 ευρώ σε χρεωλύσια και δεδουλευμένους τόκους κεφαλαίου, ποσό 73,59 ευρώ σε δεδουλευμένους τόκους περιόδου μεταφοράς  και ποσό 1.222,04 ευρώ σε οφειλόμενους τόκους υπερημερίας.

VII. Σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 626 ΚΠολΔ το δικόγραφο της αιτήσεως για έκδοση διαταγής πληρωμής πρέπει να περιέχει: α) όσα ορίζουν τα άρθρα 118 και 117 και το άρθρο 119 παρ.1 του Κώδικα αυτού, β) αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής και γ) την απαίτηση και το ακριβές ποσό των χρημάτων ή των χρεογράφων, με τους τυχόν οφειλομένους τόκους, των οποίων ζητείται η καταβολή, ενώ, κατά την επομένη παρ. 3 του ίδιου άρθρου, στην αίτηση  του δικαιούχου για την έκδοση διαταγής πληρωμής πρέπει να επισυνάπτονται και όλα τα έγγραφα, από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της. Από τις τελευταίες αυτές διατάξεις, που δεν περιλαμβάνουν παραπομπή στο άρθρο 216 παρ.1α ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 623 του ιδίου Κώδικα προκύπτει, ότι στο δικόγραφο της αιτήσεως για την έκδοση διαταγής πληρωμής, για τον προσδιορισμό της χρηματικής απαιτήσεως, για την οποία ζητείται η έκδοσή της,  δεν απαιτείται να παρατίθεται το σύνολο των γενεσιουργών της απαιτήσεως περιστατικών αλλ` αρκεί η παράθεση πραγματικών περιστατικών που να εξατομικεύουν την απαίτηση από την άποψη αντικειμένου, είδους και τρόπου γενέσεώς της και  να δικαιολογούν συμπέρασμα αντιστοίχου συγκεκριμένης οφειλής εκείνου κατά του οποίου απευθύνεται η αίτηση έναντι του αιτούντος (Α.Π. 1391/2011 ΕλλΔνη 2011, 1369, Α.Π. 15/2007 ΕΕμπΔ 2008 . 609). Προκειμένης δε, ειδικότερα, αιτήσεως  προς έκδοση διαταγής πληρωμής για το κατάλοιπο του λογαριασμού καταγγελθείσης δανειακής συμβάσεως μεταξύ της αιτούσης τραπέζης και του καθ` ου η αίτηση δανειολήπτη, μεταξύ των οποίων, όπως και εν προκειμένω, συμφωνήθηκε ότι τα εμπορικά βιβλία της τραπέζης θα αποτελούν μέσον αποδείξεως της κατ` αυτών, εκ της συμβάσεως, απαιτήσεώς της, αρκεί ν` αναφέρεται η τοιαύτη μεταξύ των διαδίκων συμφωνία, ότι χορηγήθηκε το δάνειο στο δανειολήπτη και ότι ο κατά τους όρους της συμβάσεως τηρηθείς λογαριασμός παρακολουθήσεως του δανείου έκλεισε κατόπιν σύμφωνης προς τους όρους της δανειακής συμβάσεως καταγγελίας της από τη πιστοδότρια τράπεζα με ορισμένο υπέρ αυτής υπόλοιπο, το οποίο αποδεικνύεται από το πλήρες απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της, στο οποίο εμφανίζεται η όλη κίνηση του δανείου, από την υπογραφή της συμβάσεως μέχρι την καταγγελία της, χωρίς, μετά ταύτα, να είναι απαραίτητο ν` αναφέρονται εκεί άλλα, επί πλέον, στοιχεία, και δη τα επιμέρους κονδύλια πιστώσεων και χρεώσεων, όπως και το επιτόκιο υπολογισμού των τόκων, το οποίο επίσης δεν αποτελεί αναγκαίο περιεχόμενο της διαταγής πληρωμής, αλλά μπορεί να εξαχθεί και από τα επισυναπτόμενα για την έκδοσή της απαιτούμενα έγγραφα.  (ΑΠ 196/ 2020, 999/2019, ΑΠ 368/2019, ΑΠ 370/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

VIII. Με τον ως άνω πρώτο λόγο και κατά το δεύτερο σκέλος του ο ανακόπτων προβάλλει αοριστία της αίτησης για έκδοση της  προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής και, εντεύθεν, ακυρότητα, εκ της αιτίας αυτής, της τελευταίας, επειδή δεν αναφέρεται το ποσό της κάθε οφειλόμενης δόσης, τα χρονικά διαστήματα επι των οποίων έχουν υπολογισθεί οι τόκοι με το αντίστοιχο επιτόκιο και τα ποσά των τόκων,  και ότι τα ως άνω στοιχεία δεν προκύπτουν ούτε από τα προσκομισθέντα για την έκδοση της διαταγής πληρωμής έγγραφα, αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της καθ’ής, που με βάση τη μεταξύ τους δικονομική συμφωνία είχαν ορισθεί ως νόμιμα αποδεικτικά της απαίτησης της μέσα. Ο λόγος αυτός τυγχάνει μη νόμιμος κατά το ερευνώμενο σκέλος του, που βάλλει κατά του τυπικού κύρους της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, διότι σύμφωνα με τα προεκτεθέντα τα ως άνω στοιχεία δεν αποτελούν αναγκαίο περιεχόμενο της αίτησης και της διαταγής πληρωμής. Επιπλέον, αναφορικά με την αποδεικτικότητα των προσκομισθέντων κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής αποσπασμάτων των εμπορικών βιβλίων της καθής η ανακοπή, που σύμφωνα με τον όρο 8 της σύμβασης δανείου αποτελούν  επιτρεπτό αποδεικτικό μέσο της επίδικης απαίτησης της, όπως προκύπτει από την επισκόπηση τους, σε αυτά παρατίθεται λεπτομερώς κάθε κονδύλιο τόκων και το χρονικό διάστημα στο οποίο αφορά, με συνέπεια το εφαρμοσθέν κάθε φορά επιτόκιο να δύναται να υπολογισθεί βάσει των σταθερών στοιχείων (κεφάλαιο – χρόνος)  βάσει απλών μαθηματικών υπολογισμών (βλ. και ΜΕφΑθ108/ 2020 ΜΕφΑθ ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), απορριπτομένου ως αβασίμου του ως άνω λόγου κατά το μέρος αυτό.

ΙΧ. Με τον δεύτερο λόγο ανακοπής του, ο ανακόπτων ισχυ­ρίζεται ότι με την ανακεφαλαιοποίηση των πιστωτικών ιδρυμάτων και την αποζημίωση της καθ` ης η ανακοπή από το Ελληνικό Δημόσιο για το σύνολο των «κόκκινων δανεί­ων», μεταξύ των οποίων και το επίδικο, η τελευταία δεν νομιμοποιείται ενεργητικά στην επίσπευση της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του, εφόσον η απαίτησή της κατά αυτού έχει εξο­φληθεί με τον ανωτέρω τρόπο, η δε επιλογή της να επιδιώ­κει για δεύτερη φορά την είσπραξη της ασκείται καταχρηστικά. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος ως προς αμφότερα τα σκέλη του, καθώς η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών μέσω του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας έγινε με σκοπό την ενί­σχυση της σταθερότητας του ελληνικού χρηματοπιστωτι­κού συστήματος με την ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρ­κειας των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και όχι  προς εξόφληση συγκεκριμένων δανείων και δη με χαριστική πρόθεση έναντι των αντίστοιχων δανειοληπτών. Ειδικότερα, δυνάμει των Ν. 3864/2010 και Ν. 4079/2012, η ανακεφαλαιοποίηση των Τραπεζών έλα­βε χώρα μέσω του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερό­τητας, το οποίο τυγχάνει νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαί­ου, κατόπιν υποχρεωτικής τους συμμόρφωσης σε πληθώρα τραπεζικών ανακοινώσεων και οδηγιών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, με στόχο την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών προς αποτροπή άτα­κτης χρεωκοπίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος και, ακολούθως, της Χώρας, όπως προκύπτει σαφώς και από το άρθρο 2 του Ν. 3864/2010, όπου αναφέρεται ότι «σκοπός του Ταμείου είναι η διατήρηση της σταθερότητας του ελ­ληνικού τραπεζικού συστήματος μέσω της ενίσχυσης κε­φαλαιακής επάρκειας των τραπεζικών ιδρυμάτων, συμπε­ριλαμβανομένων και θυγατρικών αλλοδαπών πιστωτικών ιδρυμάτων, εφόσον λειτουργούν νόμιμα στην Ελλάδα κα­τόπιν άδειας της Τράπεζας της Ελλάδος κατά τα ειδικότερα προβλεπόμενα στον παρόντα νόμο και μέσω της κεφαλαι­ακής ενίσχυσης μεταβατικών πιστωτικών ιδρυμάτων που συστήνονται σύμφωνα με το άρθρο 63ε του Ν. 3601/2001» και όχι με στόχο την αποκρατικοποίηση των τραπεζών ούτε την απαλλαγή των οφειλετών από τα αναληφθέντα δάνεια. Εξάλλου, η ως άνω ανακεφαλαιοποίηση της καθ` ης η ανα­κοπή, επηρεάζει μεν το μετοχικό της κεφάλαιο  πλην, όμως, δεν αλλοιώνει τις υφιστάμενες συμβα­τικές της σχέσεις, μεταξύ των οποίων και η επίδικη σύμβα­ση, και την εντεύθεν ενεργητική της νομιμοποίηση ως προς την άσκηση των δικαιωμάτων, που απορρέουν από αυτές, ούτε, άλλωστε, προκύπτει από οποιαδήποτε νομοθετική διάταξη ότι υπήρξε καθολική διαδοχή του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας στα δικαιώματα της καθ` ης η ανακοπή ή ότι του εκχωρήθηκε η επίδικη απαίτηση.

Χ. Με τον τρίτο λόγο της ανακοπής ο ανακόπτων διατείνεται ότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής είναι άκυρη, επειδή περιέχει πλήθος  Γενικών Όρων Συναλλαγών, που τυγχάνουν καταχρηστικοί  και τους οποίους παρέλειψε να ελέγξει ως τέτοιους ο Δικαστής που την εξέδωσε. Ο λόγος αυτός είναι αόριστος και πρέπει να απορριφθεί, επειδή ο ανακόπτων δεν εξειδικεύει τους καταχρηστικούς και άκυρους αυτούς όρους, ούτε επιπλέον επικαλείται ότι  η εξ αυτών ακυρότητα  είναι τόσο ουσιώδης, ώστε να επιφέρει ταυτόχρονα ακυρότητα της όλης σύμβασης (άρθρο 181 ΑΚ).

ΧΙ. Κατά το άρθρο 281 ΑΚ η άσκηση του δικαιώματος όπως αυτό της καταγγελίας της σύμβασης απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, όμως μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη, δεν αρκεί για να χαρακτηρίσει ως καταχρηστική  την άσκησή του, αλλά πρέπει να συνδυάζεται και με άλλες περιστάσεις, όπως συμβαίνει όταν ο δανειστής δεν έχει στην πραγματικότητα συμφέρον από την άσκηση του δικαιώματος του. Στο πλαίσιο αυτό ο δανειστής, ο οποίος ασκώντας συμβατικό δικαίωμά του, επιδιώκει την είσπραξη της απαίτησής του, ενεργεί ασφαλώς προς ικανοποίηση θεμιτού συμφέροντος του, συνυφασμένου με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας αυτός ελεύθερα κατ` αρχήν αποφασίζει, εκτός και πάλι αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση και μάλιστα προφανής των  αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικοοικονομικού σκοπού του δικαιώματος (ΑΠ 1472/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αυτό συμβαίνει και όταν η συμπεριφορά του δανειστή, που προηγήθηκε της άσκησης του δικαιώματος του, σε συνδυασμό με την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο μεσοδιάστημα, δημιούργησαν στον οφειλέτη την εύλογη πεποίθηση, ότι ο δανειστής δεν θα ασκούσε το δικαίωμά του στο χρόνο, που το άσκησε, με αποτέλεσμα η πρόωρη άσκησή του να προκαλεί επαχθείς συνέπειες στον οφειλέτη και να εμφανίζεται έτσι αδικαιολόγητη και καταχρηστική (ΑΠ 1352/2011ΊΓΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα οι τράπεζες, ως χρηματοδοτικοί οργανισμοί που ασκούν αποφασιστική επίδραση στην ανάπτυξη και στην λειτουργία των χρηματοδοτούμενων από αυτές επιχειρήσεων, έχουν αυξημένη ευθύνη κατά την άσκηση του χρηματοδοτικού τους έργου και οφείλουν να μεριμνούν για τα συμφέροντα των επιχειρήσεων που χρηματοδοτούν, αφού από τη φύση της η πιστωτική σχέση, ως διαρκής έννομη σχέση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης μεταξύ των συμβαλλομένων, επιβάλλει την υποχρέωση πίστης και προστασίας από την πλευρά των τραπεζών των συμφερόντων των πελατών τους, ώστε να αποφεύγονται υπέρμετρα επαχθείς γι’ αυτούς συνέπειες. Συνεπώς και για τον λόγο αυτό η άσκηση των δικαιωμάτων τους θα πρέπει να κυριαρχείται από τις αρχές της καλόπιστης και σύμφωνης με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη εκπλήρωσης των οφειλομένων παροχών (ΑΚ 178, 200, 288)και να αποφεύγεται αντίστοιχα κάθε κατάχρηση στη συμπεριφορά τους. Έτσι σε περίπτωση δυσχέρειας του πιστούχου της τράπεζας να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του από την πιστωτική σύμβαση λόγω πρόσκαιρης οικονομικής αδυναμίας του, που όμως υπερβαίνει τα όρια της αντοχής του, η καλόπιστη από την πλευρά της τράπεζας συμπεριφορά επιβάλλει σ’ αυτή την υποχρέωση να ανεχθεί μία εύλογη καθυστέρηση στην εκπλήρωση της παροχής του οφειλέτη, ιδίως όταν η επιδίωξη της άμεσης εκπλήρωσης της παροχής του πρόκειται να οδηγήσει σε πλήρη οικονομική καταστροφή του, χωρίς ουσιαστικό κέρδος για την ίδια. Κατά την έννοια αυτή η τράπεζα θα πρέπει, σε περίπτωση πρόσκαιρης οικονομικής αδυναμίας του πελάτη της, να αποφύγει την εσπευσμένη καταγγελία της μεταξύ τους πιστωτικής σύμβασης και το κλείσιμο του αλληλοχρέου λογαριασμού τους, προπάντων όταν οι απαιτήσεις της είναι ασφαλισμένες με εμπράγματες ή προσωπικές ασφάλειες, ο δε πελάτης της βρίσκεται σε άμεση οικονομική εξάρτηση από αυτήν και δεν οφείλει σε τρίτους, αφού τότε οι παραπάνω ενέργειές της προσλαμβάνουν καταχρηστικό χαρακτήρα (ΑΠ 1352/2011, ΕφΠειρ 711/2011 ΕΕμπΔ 2012,417,601).

ΧΙΙ. Με τον πέμπτο λόγο της  ανακοπής ο ανακόπτων διατείνεται, ότι η καθ’ής η αίτηση καταχρηστικά διώκει να εισπράξει την επίδικη οφειλή με την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, δίχως να λαμβάνει υπόψιν της την δυσχερή οικονομική του θέση λόγω των διαρκώς μειούμενων εισοδημάτων του. Ο λόγος αυτός είναι μη νόμιμος και πρέπει να απορριφθεί, καθόσον μόνη η  οικονομική δυσπραγία του ανακόπτοντος, που σημειωτέον, δεν εμφανίζεται ως πρόσκαιρη,   δεν αρκεί  για να προσδώσει στην άσκηση του δικαιώματος της καθ’ ης η ανακοπή καταχρηστικό χαρακτήρα με την έννοια της προφανούς υπέρβασης των ορίων, που θέτουν  η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος αυτού. Ειδικότερα δε, το γεγονός, ότι η καθ’ ης τράπεζα προέβη σε καταγγελία  της σύμβασης και  κλείσιμο του τηρούμενου για την εξυπηρέτηση της λογαριασμό, καλώντας συγχρόνως τον ανακόπτοντα να εξοφλήσει το οριστικό κατάλοιπο, ακολούθως δε, λόγω μη συμμόρφωσης αυτού, επιδίωξε και πέτυχε την σε βάρος του έκδοση διαταγής πληρωμής, αποτελεί δικαίωμά της συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας της, τον τρόπο της οποίας μόνον αυτή μπορεί να αποφασίσει, έστω και αν η άσκηση του δικαιώματος της αυτού επιφέρει βλάβη στον ανακόπτοντα (ΜΕφΘεσ2613/ 2017 ΝΟΜΟΣ).

XΙΙΙ. Με τον τελευταίο  λόγο της ανακοπής  ο ανακόπτων  διατείνεται ότι η ακυρότητα του προσβαλλόμενου τίτλου, κατά τα υποστηριζόμενα από τον ίδιο στον πρώτο λόγο αυτής, επιφέρει και την ακυρότητα της προσβαλλόμενης από 16-3-2018 επιταγής προς πληρωμή.  Ο λόγος αυτός μετά και την κατά τα ανωτέρω απόρριψη του πρώτου λόγου της ανακοπής πρέπει να απορριφθεί  ως αβάσιμος.

ΧVI. Μετά ταύτα, επειδή δεν υπάρχει άλλος λόγος της ανακοπής προς εξέταση, αυτή πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη και να επικυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, ο δε εφεσίβλητος -ανακόπτων  να καταδικαστεί στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εκκαλούσας- καθ` ης η ανακοπή αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας λόγω της ήττας του (αρθ. 176 ΚΠολΔ), ενώ τέλος, ως προς  το  παράβολο, ποσού 100,00 ευρώ, που η τελευταία προκατέβαλε κατά την κατάθεση της εφέσεως, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση του σε αυτήν (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει με παρόντες τους διαδίκους.

Δέχεται τυπικά και ουσιαστικά την έφεση.

Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στην εκκαλούσα.

Εξαφανίζει την υπ’ αριθμ. 650/2019  οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Διακρατεί  την υπόθεση και Δικάζει την  με αριθμ. καταθ. ………./ 2018  ανακοπή.

Απορρίπτει την ανακοπή.

Επικυρώνει τη με αρθμό ……………/2018 διαταγή πληρωμή του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Καταδικάζει τον εφεσίβλητο -ανακόπτοντα στη δικαστική δαπάνη της εκκαλούσας – καθής η ανακοπή και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, την οποία καθορίζει στο ποσό των χιλίων τριακοσίων  (1300) ευρώ .

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους στις  10-5-2022.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ