Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 273/2022

Αριθμός 273/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 4ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ:  Της ανύπαρκτης νομικά και κατά πλάσμα δικαίου υπάρχουσας ετερόρρυθμης εταιρείας ……………., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της Δικηγόρο, Ιωάννη Νικολάου (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Της ομόρρυθμης εταιρείας …………… η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της Δικηγόρο, Οδυσσέα Ιωσηφίδη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).

Η εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 10.10.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2019) ανακοπή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 1674/2020 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε εν μέρει την ανακοπή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου     η καθ΄ ης η ανακοπή και ήδη εκκαλούσα με την από 29.6.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  …………/2020) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς ……………/2020) αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν, αντίστοιχα.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 29-6-2020 (αρ. καταθ. ……./2020) έφεση της ηττηθείσας καθ΄ ης η ανακοπή, ήδη εκκαλούσας, κατά της υπ΄ αρ. 1674/2020 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την προβλεπόμενη στα άρθρα 614 επ. του ΚΠολΔ ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 937 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το Ν. 4335/2015), αντιμωλία των διαδίκων, αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011) και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 1 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ), εφόσον για το παραδεκτό αυτής (εφέσεως) κατατέθηκε από την εκκαλούσα, κατ΄ άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, παράβολο, ποσού εκατό (100) ευρώ (βλ. το με αριθμό παραβόλου: ……../2020, ποσού 100 ευρώ και είδους παραβόλου: e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ).

Με την από 10-10-2019 (αρ. καταθ. ……./2019) ανακοπή της η ανακόπτουσα, ήδη εφεσίβλητη, ζητούσε, (με τον, κατ΄ εκτίμηση αυτής,  αναφερόμενο μοναδικό λόγο της), να ακυρωθεί η αναγραφόμενη κάτωθι πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ΄ αρ. 309/2019 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, από 3-10-2019 επιταγή προς πληρωμή, δυνάμει της οποίας επισπεύδεται σε βάρος της αναγκαστική εκτέλεση, κατά το μέρος που αφορά την αμοιβή του πληρεξουσίου Δικηγόρου της επισπεύδουσας (καθ΄ ης η ανακοπή-ήδη εκκαλούσας) για την σύνταξη της ως άνω επιταγής προς πληρωμή, ήτοι κατά το ποσό των 4.150 ευρώ και η δυνάμει αυτής αρξαμένη αναγκαστική εκτέλεση. Επίσης, ζήτησε να καταδικαστεί η καθ΄ ης η ανακοπή στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ΄ αρ. 1674/2020 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε, όπως προαναφέρθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, δέχθηκε εν μέρει την ανακοπή, ακύρωσε εν μέρει την από 3-10-2019 επιταγή προς πληρωμή που αναγράφεται κάτωθι αντιγράφου από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο της υπ΄ αρ. 309/2019 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, κατά το μέρος αυτής που αφορά τη δικηγορική αμοιβή του πληρεξούσιου Δικηγόρου της καθ΄ ης η ανακοπή για την σύνταξη της ανακοπτόμενης επιταγής προς πληρωμή, κατά το ποσό των 4.070 ευρώ και επέβαλε εις βάρος της καθ΄ ης μέρος των δικαστικών εξόδων της ανακόπτουσας, τα οποία όρισε στο ποσό των 250 ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται με την κρινόμενη από 29-6-2020 (αρ. καταθ. ……/2020) έφεση, όπως αυτή διορθώθηκε με τις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις της, η ηττηθείσα καθ΄ ης η ανακοπή και με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτήν (έφεση) λόγους, οι οποίοι κατά τη συνολική τους εκτίμηση ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να απορριφθεί στο σύνολό της η ένδικη ανακοπή.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 72, 777, 778 του AK, 249, 268 και 281 του Ν. 4072/2012 και 62 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι όποιος έχει την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, έχει και την ικανότητα να είναι διάδικος. Η ικανότητα δε αυτή, η οποία αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως, σε κάθε στάση της δίκης. Η λύση του νομικού προσώπου της ομόρρυθμης εταιρείας δεν θίγει την ικανότητά της να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, συνεπώς και την ικανότητα διεξαγωγής των δικών της, διότι και μετά τη λύση της, η νομική προσωπικότητα της εταιρείας λογίζεται υφισταμένη, εφόσον τούτο απαιτείται για τις ανάγκες και προς το σκοπό της εκκαθάρισης. Εφεξής η εταιρεία εκπροσωπείται από τους εκκαθαριστές, οι οποίοι είναι οι ίδιοι οι εταίροι, αν δεν διορίστηκαν εκκαθαριστές με συμφωνία των εταίρων ή από το Δικαστήριο (ΑΠ 1996/2019, ΑΠ 748/2017, ΑΠ 224/2016, ΕφΑθ 3865/2020 ΝΟΜΟΣ). Ακόμη και μετά τη λήξη των εργασιών της εκκαθάρισης, αν διαπιστωθεί, ότι υπάρχει κάποια εκκρεμότητα, όπως απαίτηση ή χρέος της εταιρείας, επαναλαμβάνονται και πάλι οι εργασίες της εκκαθάρισης και συνεχίζεται η εκπροσώπηση της λυθείσας εταιρείας από τους εκκαθαριστές. Η εκκαθάριση, η οποία ακολουθεί την λύση της εταιρείας και έχει ως σκοπό τη διευθέτηση των εκκρεμοτήτων, που υπάρχουν, διαφέρει της αναβίωσης, η οποία έχει ως σκοπό την επαναλειτουργία της λυθείσας εταιρείας και για να υπάρξει απαιτείται ομόφωνη απόφαση των εταίρων. Το στάδιο της εκκαθάρισης ομόρρυθμης εταιρείας δεν παύει πριν εξοφληθούν όλες οι υποχρεώσεις αυτής και, εάν, μετά τη λήξη των εργασιών της εκκαθάρισης, διαπιστωθεί η ύπαρξη εταιρικής απαίτησης ή εταιρικού χρέους, τότε επαναλαμβάνονται οι εργασίες εκκαθάρισης και συνεχίζεται η εκπροσώπηση της εταιρείας από τον εκκαθαριστή (ΑΠ 1996/2019, ΑΠ 748/2017, ΑΠ 224/2016). Κατά το στάδιο δε αυτό φορέας των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων της εταιρείας είναι το νομικό πρόσωπο αυτής, το οποίο και κινεί της σχετικές δίκες, εκπροσωπούμενο από τον εκκαθαριστή (ΑΠ 1996/2019, ΑΠ 224/2016, ΕφΑθ 3865/2020). Τα ανωτέρω ισχύουν ακόμα και όταν επήλθε ήδη τυπική λήξη της εκκαθάρισης της εταιρείας, που επέρχεται με τη λογοδοσία των εκκαθαριστών και τη δημοσίευση του ισολογισμού της εκκαθάρισης, η ατελής δε δημοσιότητα, που ισχύει αναφορικά με την εκκαθάριση, δεν οδηγεί σε διαφορετικό συμπέρασμα. Ειδικότερα, κατά την έναρξη και την περάτωση της εκκαθάρισης, οι εκκαθαριστές συντάσσουν ισολογισμό. Μετά την περάτωση της εκκαθάρισης η εταιρεία διαγράφεται από το Γενικό Εμπορικό Μητρώο (ΓΕΜΗ), το οποίο αποτελεί Μητρώο Εμπορικής Δημοσιότητας και αντικατέστησε το Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών (ΜΑΕ), που τηρούνταν στις Νομαρχίες και τα βιβλία Εταιριών (ΕΠΕ και Προσωπικών), που τηρούνταν στα Πρωτοδικεία. Από την καταχώριση στο ΓΕΜΗ η ομόρρυθμη εταιρεία αποκτά νομική προσωπικότητα (άρθρο 251 παρ. 2 του Ν. 4072/2012). Η καταχώριση της διαγραφής στο ΓΕΜΗ έχει σχετικά συστατικό χαρακτήρα, με την έννοια ότι χωρίς αυτή δεν επέρχεται περάτωση της ομόρρυθμης εταιρείας. Αν, όμως, διαπιστωθεί, ότι η εταιρεία είχε και άλλη περιουσία, δεν επέρχεται η περάτωσή της, έστω και αν είχε διαγραφεί στο ΓΕΜΗ, λόγω δε του σχετικά συστατικού χαρακτήρα της διαγραφής, δεν θίγεται η νομική προσωπικότητα της εταιρείας, εάν η εκκαθάριση δεν έχει πράγματι περατωθεί (ΑΠ 1996/2019 ΝΟΜΟΣ). Τα ανωτέρω ισχύουν και για την ετερόρρυθμη εταιρεία, αφού ελλείψει ειδικής ρύθμισης, εφαρμόζονται οι διατάξεις για την ομόρρυθμη εταιρεία (άρθρο 271 παρ. 2 του Ν. 4072/2012). Στην προκειμένη περίπτωση η υπ΄ αρ. 309/2019 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού κάτωθι πρώτου εκτελεστού απογράφου της οποίας αναγράφθηκε η από 3-10-2019 επιταγή προς πληρωμή, εκδόθηκε επί της από 22-11-2017 (αρ. καταθ. …………../2017) εφέσεως που συζητήθηκε την 15-11-2018. Την 31-12-2018 καταχωρήθηκε στο ΓΕΜΗ το από 24-12-2018 ιδιωτικό συμφωνητικό λύσης της εκκαλούσας, σύμφωνα με το οποίο οι εταίροι αποφάσισαν τη λύση και διαγραφή της εταιρείας δεδομένου ότι είχε ολοκληρώσει και η εκκαθάριση. Πλην όμως, σύμφωνα με όσα προαναφέρονται στη νομική σκέψη της παρούσας, εφόσον, υπό τα εκτιθέμενα στην ανακοπή, υπάρχει εταιρική απαίτηση, επαναλαμβάνονται οι εργασίες της εκκαθάρισης και συνεχίζεται η εκπροσώπηση της εταιρείας από τους εκκαθαριστές της, απορριπτομένου του σχετικού περί του αντιθέτου ισχυρισμού που προέβαλε η καθ΄ ης η ανακοπή, ήδη εκκαλούσα.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 240 του ΚΠολΔ, για την επαναφορά ισχυρισμών που υποβλήθηκαν σε προηγούμενη συζήτηση στο ίδιο ή ανώτερο Δικαστήριο, αρκεί η επανυποβολή τους με σύντομη περίληψη και αναφορά στις σελίδες των προτάσεων της προηγούμενης συζήτησης που τους περιέχουν και που προσκομίζονται απαραιτήτως σε επικυρωμένο αντίγραφο. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως, η επίκληση με τις προτάσεις που υποβάλλονται στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο κατά τη συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται η προσβαλλόμενη απόφαση, ισχυρισμών με γενική αναφορά στις πρωτόδικες προτάσεις, το κείμενο των οποίων ενσωματώνεται στις προτάσεις ενώπιον του Εφετείου, δεν αρκεί, ούτε είναι νόμιμη. Δεν πρόκειται, όμως,  για ενσωμάτωση, όταν στο κείμενο των προτάσεων της δευτεροβάθμιας δίκης περιέχονται, έστω και αυτούσιες, οι προτάσεις προηγούμενης συζητήσεως, καλυπτόμενες από την υπογραφή του πληρεξουσίου Δικηγόρου στις προτάσεις της δευτεροβάθμιας δίκης, διότι με τον τρόπο αυτό οι προηγούμενες προτάσεις και οι τελευταίες (ενώπιον δηλαδή του Εφετείου) κατέστησαν ενιαίες (ΑΠ 1106/2018, ΑΠ 224/2016, ΑΠ 1420/2015). Στην προκειμένη περίπτωση η εφεσίβλητη στις προτάσεις του παρόντος βαθμού, περιλαμβάνει, αυτούσιες, τις προτάσεις της πρωτοβάθμιας συζητήσεως, καλυπτόμενες από την υπογραφή του πληρεξούσιου Δικηγόρου της (εφεσίβλητης), και κατά τον τρόπο αυτό έχουν καταστεί ενιαίες προτάσεις.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 72 παρ. 1 του Ν. 4194/2013 «Κώδικας περί Δικηγόρων», η οποία εφαρμόζεται εν προκειμένω, καθώς η επιταγή προς εκτέλεση έχει επιδοθεί μετά την 27-9-2013, ημερομηνία έναρξης ισχύος του ως άνω νέου Κώδικα, «Για τη σύνταξη της επιταγής προς εκτέλεση τίτλων εκτελεστών, η αμοιβή του δικηγόρου ορίζεται στο σύνολο της δικαστικής δαπάνης, όπως αυτή επιδικάστηκε από το δικαστήριο». Από τη γραμματική διατύπωση του εν λόγω άρθρου, προκύπτει ότι η αμοιβή του Δικηγόρου για τη σύνταξη επιταγής προς εκτέλεση ισούται με τη δικαστική δαπάνη, η οποία επιδικάστηκε από το Δικαστήριο, που εξέδωσε τον εκτελεστό τίτλο και υπολογίζεται ως ξεχωριστό ποσό πέραν της δικαστικής δαπάνης, χωρίς να κρίνεται τούτο καταχρηστικό, σύμφωνα με το άρθρο 281 του ΑΚ, καθόσον πρόκειται για διαφορετική νομική ενέργεια του Δικηγόρου, η οποία στηρίζεται στη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 72 του Ν. 4194/2013 και δεν περιλαμβάνεται στη δικαστική δαπάνη (η οποία αφορά δικαστικά έξοδα και αμοιβή του Δικηγόρου μέχρι το χρόνο συζήτησης και έκδοσης της απόφασης), αμείβεται δε ξεχωριστά (ΕφΠειρ 135/2019). Με το Ν. 4194/2013, δεν καθορίζεται περιθώριο μεταξύ ελάχιστης και ανώτατης αμοιβής την οποία δεν μπορεί να υπερβεί ο Δικηγόρος του επισπεύδοντος, αλλά ορίζεται αποκλειστικά ως ταυτόσημη με το ποσό της επιδικασθείσας δικαστικής δαπάνης (ΕφΔυτΜακ 102/2018 ΝΟΜΟΣ), καθώς επίσης, στο Ν. 4194/2013, η αμοιβή για σύνταξη επιταγής δεν συναρτάται με παράγοντες όπως επιστημονική εργασία, πολυπλοκότητα, αξία αντικειμένου, σπουδαιότητα, περιστάσεις,  κλπ. Στη νομολογία διατυπώθηκε προεχόντως η άποψη ότι η ρύθμιση του άρθρου 72 είναι πρόσφορη για την επίτευξη του στόχου της περιστολής των καθυστερήσεων και της δυστροπίας στις οικονομικές συναλλαγές, αφού ο ηττηθείς – καθ΄ ου η εκτέλεση διάδικος έχει τη δυνατότητα να συμμορφωθεί εκούσια προς το περιεχόμενο της απόφασης που συνιστά τον εκτελεστό τίτλο και να αποφύγει κάθε περαιτέρω επιβάρυνση από την επίσπευση της εναντίον του εκτέλεσης (ΕφΘεσσ 22/2020 ΝΟΜΟΣ). Από τη σαφή δε διατύπωση του άρθρου 72 του Ν. 4194/2013, αντλείται το επιχείρημα ότι με τον τρόπο αυτόν ο νομοθέτης επιθυμεί να διαλύσει κάθε πιθανή αμφιβολία για το νόημα της σχετικής διάταξης και έτσι να αποφύγει ερμηνευτικά ζητήματα που είχαν ανακύψει στο παρελθόν από το άρθρο 127 του Ν. 3026/1954, όπου για τη σχετική αμοιβή προβλεπόταν ελάχιστο και ανώτατο όριο, και είχε σαν αποτέλεσμα τον καθορισμό από τα Δικαστήρια με βάση την επιστημονική εργασία, το χρόνο που καταναλώθηκε, κλπ (ΕφΘεσσ 187/2018 ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, η σύνδεση του ύψους της αμοιβής για την σύνταξη επιταγής προς πληρωμή με τα ανωτέρω κριτήρια δεν μπορεί να θεμελιωθεί σε καμία διάταξη νόμου. Το ανωτέρω συμπέρασμα δεν διαφοροποιείται ούτε με βάση το άρθρο 58 παρ. 5 του Ν. 4194/2013, σύμφωνα με το οποίο «Οι αμοιβές μπορούν να αυξηθούν και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο, ανάλογα με την επιστημονική εργασία, την αξία και το είδος της υπόθεσης, του χρόνου που απαιτήθηκε, τις εκτός έδρας μεταβάσεις, τη σπουδαιότητα της διαφοράς, των ειδικότερων περιστάσεων και κάθε είδους δικαστικών ή εξώδικων ενεργειών. Αντίθετα, σε περίπτωση που το αίτημα της αγωγής κριθεί ως υπέρογκο, αλλά δεν μπορούσε να έχει αξιολογηθεί από τον δικηγόρο ελλείψει πραγματικών στοιχείων, ο δικαστής ή το δικαστήριο και αυτεπάγγελτα μπορεί να προσδιορίσει την νόμιμη αμοιβή με βάση το ποσό που έπρεπε να ζητηθεί με την αγωγή, είτε κατά την εκτίμησή του είτε λόγω περιορισμού του αιτήματος της αγωγής κατά συμμόρφωση του δικηγόρου προς έγγραφη εντολή του εντολέα του ή του αντιπροσώπου του», καθόσον η ανωτέρω διάταξη δεν αφορά την αμοιβή για σύνταξη επιταγής προς πληρωμή, για την οποία προβλέπει ειδικότερα η διάταξη του άρθρου 72 του ίδιου νόμου.  Το ίδιο ισχύει και για τη διάταξη του άρθρου 59 περί συμφωνίας και λήψης αμοιβής με χρονοχρέωση. Εξάλλου, δεν μπορεί να συναχθεί από τη γραμματική διατύπωση της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 72 το συμπέρασμα ότι με αυτήν εννοείται ότι η αμοιβή για την σύνταξη επιταγής προς πληρωμή έχει ήδη συμπεριληφθεί στην επιδικαζόμενη δικαστική δαπάνη, αφενός μεν διότι η δικαστική δαπάνη περιλαμβάνει όσα ορίζονται στα άρθρα 176 επ. του ΚΠολΔ και αφορούν τις μέχρι τότε πραγματοποιηθείσες ενέργειες, αφετέρου δε διότι δεν είναι δυνατόν το Δικαστήριο να καθορίζει αμοιβή για δικηγορικές ενέργειες που έπονται της έκδοσης της απόφασης μετά την οποία απεκδύεται της σχετικής εξουσίας, από μόνο το εικαζόμενο ενδεχόμενο της διενέργειάς τους, καθώς τυχόν μεταγενέστερες ενέργειες μόνο ενδεχόμενο είναι να λάβουν χώρα και το Δικαστήριο, στο πλαίσιο των διατάξεων των άρθρων 106 και 108 του ΚΠολΔ, δεν μπορεί εκ των προτέρων ούτε να τις περιορίσει αλλά ούτε και να τις διατάξει ή να τις καθορίσει. Επιπλέον, εάν ήθελε υποτεθεί ότι η αμοιβή για την επιταγή συμπεριλαμβάνεται στη δικαστική δαπάνη, αυτό θα σήμαινε ότι η αμοιβή αυτή θα επιβάρυνε τελικά τον δανειστή ή, αλλιώς, τον ίδιο τον συντάξαντα Δικηγόρο. Η δυνατότητα δε αύξησης της αμοιβής ή μείωσης αυτής (άρθρα 98 παρ. 1 και 102 αντίστοιχα), προβλέπεται μεν στο Ν. 4194/2013, αλλά η μείωση της αμοιβής συγχωρείται μόνο στην περίπτωση διογκωμένου αιτήματος της αγωγής (ΕφΠειρ 395/2021). Ακολούθως, κατά το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας. Η αρχή αυτή, που η νομολογία παγίως αναγνώριζε ως ισχύουσα και πριν από την αναγωγή της σε ρητή συνταγματική έννοια, απαιτεί οι επιβαλλόμενοι από το νομοθέτη ή τη διοίκηση περιορισμοί στην άσκηση των ατομικών δικαιωμάτων να οριοθετούνται με βάση τα εννοιολογικά στοιχεία της προσφορότητας και της αναγκαιότητας του λαμβανόμενου μέτρου και της αναλογίας του προς τον επιδιωκόμενο με αυτό σκοπό (ΟλΑΠ 10/2003). Δηλαδή για να είναι σύμφωνοι με την ως άνω αρχή της αναλογικότητας οι επιβαλλόμενοι από το νόμο περιορισμοί των ατομικών δικαιωμάτων πρέπει να πληρούν τα ακόλουθα τρία κριτήρια και συγκεκριμένα να είναι α) κατάλληλοι, ήτοι πρόσφοροι για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου σκοπού, β) αναγκαίοι, ήτοι να συνιστούν μέτρο, το οποίο, σε σχέση με άλλα δυνάμενα να ληφθούν μέτρα, να επάγεται τον ελάχιστο δυνατό περιορισμό για τον ιδιώτη ή το κοινό και γ) αναλογικοί υπό στενή έννοια, ήτοι να τελούν σε εύλογη σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, ώστε η αναμενόμενη ωφέλεια να μην υπολείπεται της βλάβης που προκαλούν (ΟλΑΠ 43, 44 και 45/2005). Επομένως, η αρχή της αναλογικότητας, ως κανόνας δικαίου που θέτει όρια στον περιοριστικό του ατομικού δικαιώματος νόμο, απευθύνεται κατ΄ αρχήν στο νομοθέτη. Στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου, ήτοι στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών, επίκληση της αρχής της αναλογικότητας μπορεί να γίνει αν ο κοινός νομοθέτης είτε έχει παραβιάσει την αρχή αυτή, θεσπίζοντας με νόμο υπέρμετρους περιορισμούς ατομικών δικαιωμάτων, οπότε ο Δικαστής μπορεί, ελέγχοντας τη συνταγματικότητα του νόμου, να μην εφαρμόσει αυτόν (άρθρο 93 παρ. 4 του Συντάγματος), είτε έχει παραλείψει να ασκήσει τις συνταγματικές του υποχρεώσεις, καταλείποντας κενό, οπότε η αρχή της αναλογικότητας καλείται επικουρικώς σε εφαρμογή (ΟλΑΠ 6/2009, ΑΠ 1178/2009). Περαιτέρω, με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, για την προστασία των δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ) που κυρώθηκε με το Ν.Δ. 53/1974 και έχει, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, αυξημένη έναντι των κοινών νόμων τυπική ισχύ, ορίζεται ότι «Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπομένους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωμα παντός κράτους όπως  θέση εν ισχύϊ νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίον προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον  ή  προς  εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων.». Στην κατά τα ανωτέρω προστατευόμενη περιουσία περιλαμβάνονται όχι μόνο τα από το άρθρο 17 του Συντάγματος προστατευόμενα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά όλα τα περιουσιακής φύσεως δικαιώματα και τα νομίμως κεκτημένα οικονομικά συμφέροντα, άρα και τα περιουσιακά ενοχικά δικαιώματα (ΑΠ 23/2014, ΕφΘεσσαλ 187/2018). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 933 παρ. 1 του ΚΠολΔ, αντιρρήσεις του καθ΄ ου η εκτέλεση και κάθε δανειστή του που έχει έννομο συμφέρον, οι οποίες αφορούν την εγκυρότητα του εκτελεστού τίτλου, τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης ή την απαίτηση, ασκούνται μόνο με ανακοπή. Στην άσκηση της ανακοπής του άρθρου 933 του ΚΠολΔ νομιμοποιείται εκείνος κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση, είτε διότι αυτός είναι ο εκ του τίτλου υπόχρεος είτε διότι είναι ο κατά τα άρθρα 919-921 του ΚΠολΔ παθητικώς νομιμοποιούμενος. Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 68, 262 παρ. 2 και 933 παρ. 1 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι για την άσκηση ανακοπής κατά της επιταγής προς εκτέλεση απαιτείται να έχει ο ανακόπτων έννομο συμφέρον, που υπάρχει όταν με την αναγκαστική εκτέλεση που επισπεύδεται, επηρεάζεται η θέση και γενικότερα συγκεκριμένο έννομο συμφέρον του ανακόπτοντος, που είναι άξιο προστασίας από το νόμο. Ειδικότερα, έννομο συμφέρον για την άσκηση ανακοπής έχει κατά κύριο λόγο ο καθ΄ ου η εκτέλεση. Για τη θεμελίωσή του αρκεί και μόνο το γεγονός ότι σε περίπτωση αμετάκλητης ακυρώσεως της εκτελέσεως γεννάται δικαίωμά του προς άσκηση της κατ΄ άρθρο 940 παρ. 3 του ΚΠολΔ αγωγής αποζημιώσεως. Δεν στερείται, συνεπώς, εννόμου συμφέροντος για την προσβολή πράξεως της εκτελέσεως, ακόμη και αν μετά την άσκηση της ανακοπής διενεργήθηκε η τελευταία πράξη της, λ.χ. η αποβολή από το ακίνητο ή ο πλειστηριασμός και πέρασε άπρακτη η προθεσμία προσβολής της (Κεραμέως/Κονδύλη/Νίκα: Ερμηνεία ΚΠολΔ, τομ. ΙΙ, εκ. 2000, σελ. 1777, 1778 και 1779). Περαιτέρω, η επίδοση επιταγής προς εκτέλεση, ως διαδικαστική πράξη, έχει δικονομικές και ουσιαστικές συνέπειες, οι οποίες επέρχονται και στην περίπτωση επιδόσεως δικονομικώς άκυρης επιταγής προς εκτέλεση και δεν αίρονται παρά μόνον μετά την ακύρωσή της από το Δικαστήριο. Επομένως, ο καθ΄ ου η εκτέλεση έχει έννομο συμφέρον για την ακύρωση ελαττωματικής επιταγής προς εκτέλεση, δυνάμενος μάλιστα, μετά την αμετάκλητη ακύρωση της αναγκαστικής εκτελέσεως, να ζητήσει και αποζημίωση από τον επισπεύδοντα για τις ζημιές που προκλήθηκαν από την εκτέλεση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 940 παρ. 3 του ΚΠολΔ, πολύ δε περισσότερο, αν μετά την επιταγή προς εκτέλεση επακολούθησαν και άλλες πράξεις της εκτελεστικής διαδικασίας που έχουν ως βάση την επιταγή αυτή και από τις οποίες δεν χώρησε παραίτηση του επισπεύδοντος δανειστή (ΑΠ 955/2019, ΑΠ 1559/2009). Επιπλέον η ύπαρξη έννομου συμφέροντος αποτελεί ουσιαστική προϋπόθεση για την παροχή δικαστικής προστασίας και η εσφαλμένη κρίση του Δικαστηρίου περί υπάρξεως ή μη αυτού ελέγχεται αναιρετικά με το λόγο αναίρεσης του άρθρου 559 αρ. 1 του ΚΠολΔ (ΑΠ 792/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 339/2010, ΕφΠειρ 135/2019). Περαιτέρω, από το συνδυασμό δε των διατάξε­ων των άρθρων 522, 535 και 536 παρ. 2 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι αν το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε μία βάση της αγωγής ή ένα λόγο ανακοπής και ευδοκι­μήσει η έφεση του ηττηθέντος διαδίκου, το Εφετείο πρέπει να ερευνήσει και χω­ρίς ειδικό παράπονο, τις λοιπές μη ερευνηθείσες βάσεις της αγωγής ή λόγους της ανακοπής. Στην περίπτωση δηλαδή αυτή το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης δεν περιορίζεται στις διατάξεις της πρω­τόδικης απόφασης που πλήττονται με αυτή, αλλά εκτείνεται, κατ΄ εξαίρεση των απαγορευτικών διατάξεων των άρθρων 12 και 13 του ίδιου Κώδικα, και στις βά­σεις εκείνες που δεν εξετάσθηκαν πρω­τοδίκως, καθόσον δεν δικάζεται πλέον η έφεση αλλά η αγωγή ή η ανακοπή. Τού­το δε, εν σχέσει προς την ανακοπή, διό­τι οι λόγοι κάθε ανακοπής, επέ­χουν θέση ιστορικής βάσεως της αγωγής. Επομένως, αν στο δικόγραφο της ανακοπής περιέχονται περισσότεροι λόγοι ανακοπής, κάθε λό­γος συνιστά αυτοτελή ιστορική βάση. Στην προκειμένη περίπτωση με αυτό το περιεχόμενο η ένδικη ανακοπή παραδεκτά ασκείται από την ανακόπτουσα, η οποία σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο αυτής (ανακοπής), νομιμοποείται ενεργητικά, αφού κατ΄ αυτής στρέφεται η εκτέλεση, διότι είναι η εκ του τίτλου υπόχρεη. Επιπλέον στην ένδικη ανακοπή αναφέρονται πραγματικά περιστατικά για τη θεμελίωση του έννομου συμφέροντος αυτής, αφού εκτίθενται ότι αυτή (ανακόπτουσα) είναι η καθ΄ ης η εκτέλεση, ενώ, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, για τη θεμελίωσή του (έννομου συμφέροντος) αρκεί και μόνο το γεγονός ότι σε περίπτωση αμετάκλητης ακυρώσεως της εκτελέσεως γεννάται δικαίωμα προς άσκηση της κατ΄ άρθρο 940 παρ. 3 του ΚΠολΔ αγωγής αποζημιώσεως. Επομένως, η ένδικη ανακοπή είναι ορισμένη, ως προς την ενεργητική νομιμοποίηση και το έννομο συμφέρον της ανακόπτουσας, και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφασή του έκρινε όμοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε, ώστε  τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τους σχετικούς λόγους της ένδικης εφέσεως πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμα. Ακολούθως, με το μοναδικό λόγο της κρινόμενης ανακοπής, ο οποίος περιλαμβάνει δύο σκέλη, η ανακόπτουσα, ήδη εφεσίβλητη, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου, ισχυρίζεται ότι την 7-10-2019 της κοινοποιήθηκε αντίγραφο από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο της υπ΄ αρ. 309/2019 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, με την κάτωθι αυτού από 3-10-2019 επιταγή προς πληρωμή, με την οποία επιτάχθηκε να καταβάλει στην καθ΄ ης, ήδη εκκαλούσα, συνολικά το ποσό των 8.360 ευρώ και ειδικότερα: 1. Για τη δικαστική δαπάνη που επιβλήθηκε δυνάμει της υπ΄ αρ. 309/2019 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς και αφορά και στους δύο (2) βαθμούς δικαιοδοσίας ποσό 4.150 ευρώ, 2. Για την σύνταξη της από 3-10-2019 επιταγής προς πληρωμή ποσό 4.150 ευρώ, 3. Για έξοδα επίδοσης ποσό 60 ευρώ. Ότι το δικαίωμα της καθ΄ ης να αξιώσει αμοιβή 4.150 ευρώ για την σύνταξη της από 3-10-2019 επιταγής προς πληρωμή είναι (κατά το πρώτο σκέλος του μοναδικού λόγου της ένδικης ανακοπής) καταχρηστικό, διότι υπερβαίνει τα όρια που επιβάλλονται από την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τον οικονομικό και κοινωνικό σκοπό των σχετικών διατάξεων που είναι η απόδοση των δαπανών, στις οποίες έχει υποβληθεί ο επισπεύδων, στις οποίες όμως δεν συμπεριλαμβάνεται το ανωτέρω ποσό, ενώ (κατά το δεύτερο σκέλος του μοναδικού λόγου της ένδικης ανακοπής) η διάταξη του άρθρου 72 παρ. 1 του Ν. 4194/2013, που ορίζει ότι «Για τη σύνταξη επιταγής προς εκτέλεση τίτλων εκτελεστών η αμοιβή του δικηγόρου ορίζεται στο σύνολο της δικαστικής δαπάνης, όπως αυτή επιδικάστηκε από το δικαστήριο», αντίκειται στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος. Το δεύτερο σκέλος του μοναδικού λόγου  αυτής (ανακοπής) είναι απορριπτέο ως μη νόμιμο, καθόσον σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας, η διάταξη του άρθρου 72 παρ. 1 του Ν. 4194/2013, η οποία μετέβαλε τα μέχρι τη δημοσίευση του ως άνω νόμου (νέος Κώδικας περί Δικηγόρων) ισχύοντα σχετικά με την αμοιβή Δικηγό­ρου για σύνταξη επιταγής προς εκτέλεση [άρθρο 127 του Ν.Δ. 3026/1954, όπως η διάταξη αυτή ερμηνεύτηκε και μετά την προσθήκη στην παρ. 1 αυτού, που έγινε με το άρθρο 23 του Ν.Δ. 3790/1957 (ΕφΘεσ 1826/2009 ΝΟΜΟΣ)], δεν συναρτά το ύψος της αμοι­βής του Δικηγόρου από τη δυσχέρεια σύνταξης της επιταγής, αλλά καθορίζει αυτή σε συγκεκριμένο ποσό και θέτει ουσιαστικά, για πρώτη φορά, ένα συγκεκριμένο ανώτατο όριο αυτής, συναρτώμενο με την ήδη υπολογισθείσα από το Δικαστήριο, κατ΄ αναλογία με το αντικεί­μενο της εκάστοτε ένδικης υπόθεσης, δικαστική δαπάνη, αποτρέποντας ακριβώς τον αυθαίρετο και δυσανάλογο υπολογισμό της από τον συντάσσοντα αυτή Δικηγόρο, ώστε δεν τίθεται ζήτημα παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας. Περαιτέρω, απο­τελεί συνέπεια της άσκησης από τον διάδικο, που ήδη προσέφυγε στα Δικαστήρια με ένδικο μέσο ή βοήθημα. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε ότι ο ως άνω λόγος, όπως εκτίμησε αυτόν, είναι ορισμένος και νόμιμος, στηριζόμενος στα άρθρα 4 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος, 281 του ΑΚ, 924, 932, 933, 975 του ΚΠολΔ, και στη συνέχεια δέχθηκε ως κατ΄ ουσίαν βάσιμο αυτόν, καθώς επίσης δέχθηκε εν μέρει την κρινόμενη ανακοπή και ακύρωσε εν μέρει την ανακοπτόμενη επιταγή προς πληρωμή, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου ως προς το ως άνω σκέλος του μοναδικού λόγου της ένδικης ανακοπής. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, κατά παραδοχή του σχετικού λόγου της έφεσης, με τον οποίο υποβάλλεται παράπονο για την πλημ­μέλεια αυτή, πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, να κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ) και στη συνέ­χεια, αφού απορριφθεί το ως άνω σκέλος του μοναδικού λόγου της ανακοπής ως μη νόμιμο, να εξε­τασθεί η ανακοπή, ως προς το παραδε­κτό και βάσιμο του πρώτου σκέλους του ως άνω μοναδικού λόγου της και για το οποίο ζητείται η ακύρωση της επιταγής προς πληρωμή, το οποίο δεν εξετάσθηκε κατ΄ ουσίαν από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Πρέπει, επίσης, λόγω του ότι η από 29-6-2020 (αρ. καταθ. 337/2020) έφεση γίνεται δεκτή, να διαταχθεί η επιστροφή του προαναφερόμενου παραβόλου, ποσού 100 ευρώ, που κατατέθηκε, για το παραδεκτό αυτής [έφεσης, (με αριθμό παραβόλου: ………../2020, ποσού 100 ευρώ και είδους παραβόλου: e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ)], στην εκκαλούσα.

Με το πρώτο σκέλος του μοναδικού λόγου της ένδικης ανακοπής, η ανακόπτουσα ισχυρίζεται, όπως προαναφέρθηκε, ότι το δικαίωμα της καθ΄ ης να αξιώσει αμοιβή 4.150 ευρώ για την σύνταξη της από 3-10-2019 επιταγής προς πληρωμή είναι, για τον αναφερόμενο λόγο, καταχρηστικό. Το ως άνω σκέλος του μοναδικού λόγου  αυτής (ανακοπής) είναι απορριπτέο ως μη νόμιμο, καθόσον, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, η διάταξη του άρθρου 72 του Ν. 4194/2013 που αφορά την αμοιβή για σύνταξη επιταγής προς πληρωμή αποδεσμεύτηκε πλήρως από τα κριτήρια διαμόρφωσης που είχε θέσει ο προηγούμενος νόμος και εισήχθη ο καθορισμός της αμοιβής αυτής που ισούται πλέον με την επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη, αποτελώντας διακριτό κονδύλιο, μη συμπεριλαμβανόμενο σ΄ αυτήν και μη καθοριζόμενο από άλλους παράγοντες. Τα ως άνω προκύπτουν ευθέως από τη σαφή και ρητή διατύπωση της διάταξης.  Επομένως, εφόσον ρητά ορίζεται στο νόμο το ύψος της αμοιβής του Δικηγόρου για την σύνταξη της επιταγής προς εκτέλεση στο ποσό της επιδικασθείσας δικαστικής δαπάνης, που στην προκειμένη περίπτωση, κατά τα ιστορούμενα στην ανακοπή, ανέρχεται στο ποσό των 4.150 ευρώ, η αξίωση της καθ΄ ης η ανακοπή να καταβάλει σ΄ αυτήν η ανακόπτουσα, ως αμοιβή για την σύνταξη της επιταγής, το ποσό των 4.150 ευρώ, το οποίο ισούται, κατά τα ως άνω, με το ποσό της επιδικασθείσας δικαστικής δαπάνης, δεν συνιστά καταχρηστική άσκηση του σχετικού δικαιώματος της καθ΄ ης η ανακοπή. Κατ΄ ακολουθίαν, εφόσον ο μοναδικός λόγος της ένδικης ανακοπής απορρίφθηκε και ως προς και τα δύο σκέλη του, πρέπει η ένδικη ανακοπή να απορριφθεί στο σύνολό της. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων, λόγω του ότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρα 106, 179, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει την από 29-6-2020 (αρ. καταθ. ……../2020) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 1674/2020 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την προβλεπόμενη στα άρθρα 614 επ. του ΚΠολΔ ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 937 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το Ν. 4335/2015).

Δέχεται τυπικά και κατ΄ ουσίαν την από 29-6-2020 (αρ. καταθ. …../2020) έφεση.

Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου, ποσού 100 ευρώ, που κατατέθηκε με το με αριθμό παραβόλου: ………./2020, ποσού 100 ευρώ και είδους παραβόλου: e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ, στην εκκαλούσα.

Εξαφανίζει την υπ΄ αρ. 1674/2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την προβλεπόμενη στα άρθρα 614 επ. του ΚΠολΔ ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 937 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το Ν. 4335/2015).

Κρατεί και δικάζει την από 10-10-2019 (αρ. καταθ. ……/2019) ανακοπή.

Απορρίπτει την ανακοπή.

Συμψηφίζει, στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων, τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, την 10η Μαΐου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ