Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 280/2022

Αριθμός   280/2022

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ)

Β΄ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Ισιδώρα Πόγκα, Πρόεδρο Εφετών, Σταυρούλα Λιακέα, Εφέτη, και Σοφία – Αλεξάνδρα Ζήκου, Εφέτη –Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΗ : Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας ……………… την οποία εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της, Γρηγόριο Τιμαγένη (ΑΜ ……… ΔΣ Πειραιώς).

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ – ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ : 1. ………., και 2. ……….τους οποίους εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Θεόδωρος Γιαννατσής (ΑΜ ………… ΔΣ Αθηνών), με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ.

Οι ενάγοντες – εφεσίβλητοι άσκησαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την τακτική διαδικασία, την από 20-2-2017, με ΓΑΚ………. και ΕΑΚ………/2017, αγωγή τους κατά της εναγόμενης – εκκαλούσας. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η με αριθμό 1816/2018 οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία έγινε μερικά δεκτή η ανωτέρω αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής η εκκαλούσα – εναγόμενη άσκησε την από 18-1-2019 έφεσή της, η οποία κατατέθηκε, στις 18-1-2019, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά, με ΓΑΚ………. και ΕΑΚ……/2019, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, στις 6-7-2020, με ΓΑΚ…… και ΕΑΚ………./2020 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής, και γράφηκε στο οικείο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, αφού αυτή εκφωνήθηκε από το πινάκιο, η εκκαλούσα εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις, που κατέθεσε, και οι εφεσίβλητοι από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ, και ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις, που είχε προκαταθέσει.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 18-1-2019 έφεση, που κατατέθηκε, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με ΓΑΚ….. και ΕΑΚ……./18-1-2019, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου, με ΓΑΚ….. και ΕΑΚ…../6-7-2020, κατά της με αριθμό 1816/16-4-2018 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 20-2-2017, με ΓΑΚ….. και ΕΑΚ……. αγωγή των εφεσίβλητων εναντίον της εκκαλούσας, μετά από συζήτηση αντιμωλία των διαδίκων στις 22-9-2017, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα από την ηττηθείσα εναγόμενη, εφόσον οι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης στην εκκαλούσα και δεν παρήλθε διετία από τη δημοσίευση αυτής, στις 16-4-2018, μέχρι την κατάθεση της έφεσης, στις 18-1-2019, στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 §§ 1 και 2, 511, 513 § 1 εδ. β, 516 § 1, 517, 518 § 2, και 520 § 1 ΚΠολΔ, ενώ έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα στο δημόσιο ταμείο το με κωδικό ………… παράβολο των εκατό πενήντα (150) ευρώ για την άσκηση αυτής (άρθρο 495 § 3 Α περ. γ΄ ΚΠολΔ).

Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ).

Οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι άσκησαν την από 28-12-2010 (αριθμός κατάθεσης … εξαίρεση …../28-12-2010) αγωγή τους, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά της εναγόμενης με την επωνυμία «………..», δικαιοπαρόχου της εκκαλούσας, εκθέτοντας ότι στις 16-5-2005 σύναψαν με την εναγομένη τη με αριθμό …………. σύμβαση στεγαστικού δανείου, ποσού 195.000 ευρώ, προκειμένου να προβούν στην αγορά της κατοικίας τους, στην περιοχή «………» στον Πειραιά, σύμφωνα με τους προδιατυπωμένους αναλυτικά διαλαμβανόμενους σε αυτή όρους, μεταξύ των οποίων ο με στοιχεία 7α όρος, όπου ορίζονταν ότι «εφόσον το δάνειο ή οποιοδήποτε τμήμα αυτού έχει χορηγηθεί σε συνάλλαγμα, ο/οι οφειλέτης/οφειλέτες υποχρεούται/ούνται να εκπληρώσει/ουν τις εντεύθεν υποχρεώσεις του/τους προς την τράπεζα είτε στο νόμισμα της χορήγησης είτε σε EURO με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του νομίσματος χορήγησης την ημέρα της καταβολής». Ότι κατόπιν υπόδειξης του αρμοδίου υπαλλήλου της εναγομένης, οι ενάγοντες υπογράφοντας πρόσθετη πράξη τροποποίησαν την αρχική σύμβαση, σε μετατροπή του οφειλόμενου ποσού το οποίο ανέρχονταν στις 3-5-2007 στο ποσό των 132.929,57 ευρώ, με ισοτιμία 0,6068 ελβετικό φράγκο/ευρώ, ενώ στις 18-5-2007 πρόσθετη πράξη, με την οποία συμφωνήθηκαν οι όροι σχετικά με το επιτόκιο και τον τρόπο αποπληρωμής του δανείου. Ότι κατά χρόνο σύνταξης της αγωγής (20-2-2017) η συναλλαγματική ισοτιμία ήταν 0,939 ελβετικό φράγκο/ευρώ, με αποτέλεσμα η αύξηση του παθητικού της περιουσίας τους από τη μεταβολή της ισοτιμίας να ανέρχεται στο ποσό των 72.773,90 ευρώ, όπως αναλύεται στην αγωγή τους, ζημία που οφείλεται σε υπαιτιότητα της εναγόμενης. Ότι η ανωτέρω νομισματική μετατροπή του επίδικου δανείου τους παρουσιάστηκε ως ευκαιρία αξιοποίησης των χαμηλών επιτοκίων του ελβετικού φράγκου, χωρίς να τους ενημερώσουν οι υπάλληλοι της εναγόμενης ως όφειλε ότι τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο δεν είναι απλά δάνεια, αλλά πρόκειται για προϊόντα υψηλού κινδύνου. Ότι οι ίδιοι δεν έχουν ειδικές οικονομικές γνώσεις και προγενέστερη εμπειρία σχετικά με τη λήψη δανείων και δεν ενημερώθηκαν από τους υπαλλήλους της εναγομένης για το συναλλαγματικό κίνδυνο, τον οποίο ανέλαβαν κατά την υπογραφή της σύμβασης και ιδίως για τις επιπτώσεις από μία σοβαρή υποτίμηση του ευρώ έναντι του ελβετικού φράγκου, τόσο επί του ύψους των εξοφλητικών δόσεων όσο και επί του κεφαλαίου του δανείου. Επικουρικά, εκθέτουν ότι υπήρξε πλήρης ανατροπή του δικαιοπρακτικού θεμελίου της επίδικης σύμβασης, που είχε ως αποτέλεσμα την ανατροπή, άλλως τη διατάραξη της ισορροπίας μεταξύ των ανταλλασσόμενων παροχών, εξαιτίας της ανατίμησης του ελβετικού φράγκου, με αποτέλεσμα να τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις 388 και 288 ΑΚ και να πρέπει να αναδιαμορφωθεί η επίδικη σύμβαση δανείου με τη διαπλαστική παρέμβαση του δικαστηρίου, ώστε να μετατραπεί το υπόλοιπο του δανείου με ισοτιμία την ισχύουσα κατά το χρόνο μετατροπής του νομίσματος του δανείου. Ότι η εναγομένη με τους υπαλλήλους της, χωρίς να τους ενημερώσει και να τους διαφωτίσει για τους παραπάνω κινδύνους, που διέτρεχαν κατά την αποπληρωμή του στεγαστικού δανείου τους μετά τη μετατροπή του από ευρώ σε ελβετικά φράγκα, τους έπεισαν παράνομα και υπαίτια στην αποδοχή της μετατροπής του νομίσματος του δανείου. Ότι από την ανωτέρω αδικοπρακτική συμπεριφορά της εναγομένης, που ευθύνεται για την παροχή υπηρεσιών από τους προστηθέντες υπαλλήλους της, οι ενάγοντες υπέστησαν συνολική ζημία (οιονεί θετικό ενδιαφέρον), ανερχόμενη στο ποσό των 72.773,90 ευρώ, το οποίο αποτελεί τη διαφορά που προκύπτει από τη μεταβολή της ισοτιμίας των δύο νομισμάτων κατά τις 3-5-2007 (μετατροπή νομίσματος) και τις 20-2-2017 (σύνταξη αγωγής). Με βάση το προαναφερόμενο ιστορικό, οι ενάγοντες ζητούσαν : α) να αναγνωρισθεί η ακυρότητα του με στοιχεία 7α όρου της με αριθμό ………………./16-5-2005 επίδικης σύμβασης στεγαστικού δανείου, β) να προβεί το Δικαστήριο στην πλήρωση του αναφυόμενου κενού με συμπληρωματική κατ’ άρθρο 200 ΑΚ ερμηνεία της σύμβασης, ώστε να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης να εφαρμόζει τη συναλλαγματική ισοτιμία, που ίσχυε κατά το χρόνο μετατροπής του δανείου στις 3-5-2007, και οι καταβολές που πραγματοποιούνται να υπολογίζονται σε ελβετικά φράγκα με βάση την ισοτιμία, που ίσχυε κατά την ημέρα μετατροπής του νομίσματος του δανείου, δηλαδή στο ποσό των 0,6068 ελβετικό φράγκο/ευρώ, γ) να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης να δέχεται την καταβολή εκ μέρους των εναγόντων των τοκοχρεωλυτικών δόσεων, βάσει της ισοτιμίας που ίσχυε κατά το χρόνο μετατροπής του νομίσματος του δανείου σε ελβετικό φράγκο και να παραλείπει να επιδιώκει την εξόφληση του δανείου επί την βάσει της τρέχουσας κατά την ημέρα της καταβολής συναλλαγματικής ισοτιμίας, δ) να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης, σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης, να παραλείπει να μετατρέπει το οποίο προκύπτον φερόμενο ως χρεωστικό υπόλοιπο σε ευρώ, με βάση την τρέχουσα συναλλαγματική ισοτιμία αλλά με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία που ίσχυε κατά το χρόνο μετατροπής του νομίσματος του δανείου, δηλαδή στο ποσό των 0,6068 ελβετικό φράγκο/ευρώ, ε) να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγόμενης να προβεί στο συνυπολογισμό όλων των χρεώσεων, δόσεων αλλά και καταβολών με βάση την ισοτιμία, που ίσχυε κατά το χρόνο μετατροπής του δανείου άλλως με βάση το ποσό των ευρώ που εκταμιεύτηκε και το συμβατικό επιτόκιο, στ) επικουρικά, να αναδιαμορφωθεί η επίδικη σύμβαση δανείου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 288 και 388 ΑΚ, ώστε να μετατραπεί το υπόλοιπο του δανείου ανερχόμενο στις 20-2-2017, στο ποσό των 219.066,53 ελβετικών φράγκων με ισοτιμία την ισχύουσα κατά το χρόνο μετατροπής του νομίσματος του δανείου σε ελβετικά φράγκα στις 3-5-2007, (ποσό 0,6068 ελβετικό φράγκο ανά ένα ευρώ) και να συνεχισθεί κανονικά με βάση την ισχύουσα από 3-5-2007 ισοτιμία μεταξύ των δύο νομισμάτων, και ζ) πλέον επικουρικά, μετά από νομότυπο περιορισμό του αιτήματος από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό με τις προτάσεις τους που κατατέθηκαν νόμιμα, να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στους ενάγοντες σε ολόκληρο, για τη ζημία που υπέστησαν από την ως άνω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της εναγομένης το ποσό των 72.773,90 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι και την ολοσχερή εξόφληση, καθώς και να καταδικαστεί η εναγόμενη στη δικαστική δαπάνη τους. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η οριστική με αριθμό 1816/16-4-2018 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία, αφού απορρίφθηκαν α) ως μη νόμιμη η επικουρική βάση που στηρίζεται στη διάταξη του άρθρου 388 ΑΚ, διότι τα ιστορούμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά δε συνιστούν απρόοπτη, ανυπαίτια ως προς τους ενάγοντες και μεταγενέστερη της σύναψης της σύμβασης μεταβολή του κοινού δικαιοπρακτικού θεμελίου, στο οποίο αυτή στηρίχθηκε, β) ως αόριστη η επικουρική βάση που στηρίζεται στη διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ, διότι δεν εκτίθενται στην ένδικη αγωγή τα πρόσφορα συγκριτικά στοιχεία, από την εκτίμηση των οποίων να μπορεί το Δικαστήριο να σχηματίσει δικανική πεποίθηση ότι το χρηματικό αντάλλαγμα, που δύνανται οι ενάγοντες να καταβάλουν είναι εκείνο που αντισταθμίζει, σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης και των χρηστών συναλλακτικών ηθών, την αξία της αντιπαροχής, και γ) ως μη νόμιμη την επικουρική βάση που στηρίζεται στις διατάξεις περί αδικοπραξιών, διότι και αληθή υποτιθέμενα τα πραγματικά περιστατικά της μη ενημέρωσης των εναγόντων από τους υπαλλήλους της εναγομένης δεν συνιστούν αδικοπραξία, και δη παράνομη και υπαίτια πράξη από την οποία προκλήθηκε ζημία, ώστε να γεννάται υποχρέωση ανόρθωσης της ηθικής βλάβης των εναγόντων, διότι δεν συνδέεται αιτιωδώς με το αποτέλεσμα του μεταβλητού και απρόοπτου της οφειλής τους από την ένδικη σύμβαση, που οφείλεται στη δυσμενή εξέλιξη της συναλλαγματικής ισοτιμίας ελβετικού φράγκου με το ευρώ, και όχι σε αυτή καθ’ εαυτή τη σύνδεση της οφειλής με τη συγκεκριμένη ισοτιμία, κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη η αγωγή για τα λοιπά σωρευόμενα αιτήματα, και δεχόμενη μερικά την αγωγή, αναγνώρισε ως καταχρηστικό και συνακόλουθα άκυρο τον όρο με στοιχεία 7α της ένδικης δανειακής σύμβασης, με συνέπεια οι καταβολές που πραγματοποιούν οι ενάγοντες είτε σε ευρώ είτε σε ελβετικά φράγκα, προς εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους, από την επίδικη σύμβαση δανείου, όσο και το τυχόν προκύπτον χρεωστικό υπόλοιπο του δανείου σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης και κατόπιν μετατροπής του σε ευρώ, να πρέπει να υπολογίζονται από το εναγόμενο πιστωτικό ίδρυμα σε ελβετικά φράγκα, με βάση τη μεταξύ των δύο νομισμάτων συναλλαγματική ισοτιμία, που ίσχυε κατά την ημέρα εκταμίευσης του δανείου στις 3-5-2007, δηλαδή 1,6569 ευρώ ανά ελβετικό φράγκο, υποχρέωσε το εναγόμενο πιστωτικό ίδρυμα να προβεί στο συνυπολογισμό όλων των χρεώσεων, τόκων, δόσεων αλλά και καταβολών εκ μέρους των εναγόντων, που έχουν γίνει κατόπιν μετατροπής του ελβετικού φράγκου σε ευρώ με βάση την ισοτιμία του ευρώ με το ελβετικό φράγκο κατά την ημέρα εκταμίευσης του δανείου στις 3-5-2007, και συμψήφισε μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη η εκκαλούσα, ως καθολική διάδοχος της εναγόμενης, με τους αναφερόμενους στην κρινόμενη έφεση λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε στη συνέχεια να απορριφθεί η αγωγή, επικουρικά, δε, σε περίπτωση αμφιβολίες, να υποβληθεί προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με συγκεκριμένα ζητήματα, που αναφέρονται στην έφεση. Πρέπει να σημειωθεί ότι κατά των ανωτέρω απορριπτικών διατάξεων της εκκαλούμενης απόφασης δεν έχει ασκηθεί έφεση ή αντέφεση από τους έχοντες προς τούτο έννομο συμφέρον και επομένως τα σχετικά με αυτές κεφάλαια δεν έχουν μεταβιβαστεί ενώπιον του δευτεροβάθμιου τούτου Δικαστηρίου.

Το άρθρο 1 παρ. 2 της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές προβλέπει ότι: «Οι ρήτρες της σύμβασης που απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου καθώς και διατάξεις ή αρχές διεθνών συμβάσεων στις οποίες έχουν προσχωρήσει τα κράτη μέλη ή η Κοινότητα, ιδίως στον τομέα των μεταφορών, δεν υπόκεινται στις διατάξεις της παρούσας Οδηγίας. Η έκφραση «νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου» που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 καλύπτει επίσης τους κανόνες οι οποίοι εφαρμόζονται κατά νόμον μεταξύ των συμβαλλομένων, εάν δεν έχει συμφωνηθεί άλλως». Επιπλέον, στην 13η σκέψη του Προοιμίου της εν λόγω Οδηγίας εξηγείται ότι: «Οι νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις των κρατών μελών που καθορίζουν, άμεσα ή έμμεσα, τους όρους των συμβάσεων με τους καταναλωτές θεωρείται ότι δεν περιέχουν καταχρηστικές ρήτρες ότι, κατά συνέπεια, δεν χρειάζεται να υπάγονται στις διατάξεις της παρούσας Οδηγίας οι ρήτρες που απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, καθώς και αρχές ή διατάξεις διεθνών συμβάσεων, στις οποίες έχουν προσχωρήσει τα κράτη-μέλη ή η Κοινότητα ότι, γι’ αυτόν, τον λόγο, η έκφραση «νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου» που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 καλύπτει τους κανόνες οι οποίες εφαρμόζονται κατά νόμο μεταξύ των συμβαλλομένων, εάν δεν έχει συμφωνηθεί άλλως». Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, κατά την Οδηγία 93/12, συμβατικοί όροι οι οποίοι απηχούν, δηλαδή επαναλαμβάνουν νοηματικά ή ταυτίζονται με, διατάξεις μιας χώρας-μέλους εξ ορισμού δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας και επομένως δεν υπόκεινται σε έλεγχο καταχρηστικότητας ως γενικοί όροι συναλλαγών, αφού αυτό που προβλέπεται ως συμβατικός όρος θα ίσχυε έτσι και αλλιώς, ακόμη και αν δεν υπήρχε η επίμαχη ρήτρα. Αιτιολογία του αποκλεισμού αυτού είναι το γεγονός ότι οι εθνικές διατάξεις εξ ορισμού δεν περιέχουν καταχρηστικές ρήτρες, αφού ο εθνικός νομοθέτης ήδη προέβη σε στάθμιση συμφερόντων των μερών και μία τέτοια νομοθετική στάθμιση δεν μπορεί να είναι καταχρηστική. Σε διαφορετική περίπτωση, ο έλεγχος των ρητρών αυτών για καταχρηστικότητα θα σήμαινε στην ουσία έλεγχο σκοπιμότητας του νομοθετικού έργου από τα δικαστήρια, πράγμα που αντίκειται στη διάκριση των εξουσιών (άρθρο 26 Συντ.). Οι όροι αυτοί, αποκαλούμενοι «δηλωτικοί», μπορεί να απηχούν εθνικές ρυθμίσεις όχι μόνον αναγκαστικού αλλά και ενδοτικού δικαίου, όπως σαφώς εξηγείται στην προπαρατιθέμενη σκέψη του Προοιμίου, με αποτέλεσμα η αναφορά του άρθρου 1 παρ. 2 σε «νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου» να μη συνιστά νομική ακριβολογία και γι’ αυτό πρέπει να νοηθεί ως διατάξεις απλώς δεσμευτικού, αναγκαστικού ή ενδοτικού, δικαίου, αφού και οι διατάξεις του ενδοτικού δικαίου περιέχουν σταθμισμένες από το νομοθέτη ρυθμίσεις οι οποίες λαμβάνουν υπόψη τα συμφέροντα και των δύο μερών. Περαιτέρω, είναι μεν αληθές ότι η ως άνω εξαίρεση των δηλωτικών όρων από τον έλεγχο καταχρηστικότητας δεν μεταφέρθηκε ρητά στο εθνικό δίκαιο με το ν. 2251/1994, που αποτελεί ενσωμάτωση στο ελληνικό δίκαιο της Οδηγίας 93/13. Παρότι, όμως, δεν έγινε μεταφορά της εξαίρεσης αυτής στο εθνικό δίκαιο με ειδική και ρητή διάταξη, εν τούτοις πρέπει να θεωρηθεί ότι ενυπάρχει στη ρύθμιση του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 2251/1994 βάσει μίας εναρμονισμένης προς το ενωσιακό δίκαιο ερμηνείας. Και τούτο διότι σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 2 του ν. 2251/1994 : «Γενικοί όροι συναλλαγών που έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας, των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή απαγορεύονται και είναι άκυροι. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου ενσωματωμένου σε σύμβαση κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψή της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται». Επομένως, για να υπάρξει κατά το ν. 2251/1994 καταχρηστικότητα ενός ΓΟΣ, πρέπει αυτός να έχει ως αποτέλεσμα «την σημαντική διατάραξη των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή». Σε περίπτωση, όμως, που ο επίμαχος όρος απηχεί διάταξη εθνικού δικαίου, αναγκαστικού ή ενδοτικού, τότε εξ ορισμού δεν νοείται, όπως προαναφέρθηκε, διατάραξη της ισορροπίας των συμβαλλομένων ούτε καταχρηστικότητα του συμβατικού όρου. Συνακόλουθα, ένας τέτοιος όρος εξ ορισμού αποκλείεται από πεδίο εφαρμογής του ν. 2251/1994. Η ως άνω ερμηνεία καταλήγει σε λύση σύμφωνη με το σκοπό της Οδηγίας, όπως αυτός εκφράζεται στο άρθρο 1 παρ. 2 αυτής και εξηγείται στη 13η σκέψη του Προοιμίου της. Ειδικότερα, στη σύμβαση τραπεζικού στεγαστικού δανείου σε αλλοδαπό νόμισμα μεταξύ των διαδίκων υφίσταται Γ.Ο.Σ., που υποχρεώνει τον οφειλέτη να εκπληρώνει τις εντεύθεν υποχρεώσεις του προς την Τράπεζα είτε στο νόμισμα της χορηγήσεως, είτε σε ευρώ, με βάση την τρέχουσα τιμή πωλήσεως του νομίσματος χορηγήσεως την ημέρα της καταβολής, οπότε ανακύπτει το ζήτημα, εάν ο όρος αυτός είναι «δηλωτικός», ταυτίζεται δηλαδή ή απηχεί κατά περιεχόμενο εθνικές ρυθμίσεις, και μάλιστα όχι μόνο αναγκαστικού αλλά και ενδοτικού δικαίου. Πράγματι, το άρθρο 291 ΑΚ ορίζει σχετικά: «Όταν πρόκειται για χρηματική οφειλή σε ξένο νόμισμα που πρέπει να πληρωθεί στην ημεδαπή ο οφειλέτης, αν δεν συμφωνήθηκε το αντίθετο, έχει δικαίωμα να πληρώσει σε εγχώριο νόμισμα με βάση την τρέχουσα αξία του ξένου νομίσματος στο χρόνο και τον τόπο της πληρωμής». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι στον οφειλέτη, που εγκύρως ανέλαβε οφειλή σε ξένο νόμισμα, παρέχεται η ευχέρεια να εξοφλήσει την οφειλή του αυτή είτε στο νόμισμα της οφειλής, είτε σε εγχώριο νόμισμα, με βάση την τρέχουσα αξία του ξένου νομίσματος στο χρόνο και τον τόπο της πληρωμής, δηλαδή την αξία που θα απαιτηθεί, προκειμένου ο δανειστής να αποκτήσει το νόμισμα της οφειλής. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση αυτή υφίσταται μία οφειλή, σε ξένο νόμισμα, πλην όμως παρέχεται στον οφειλέτη η διαζευκτική ευχέρεια να καταβάλει άλλη παροχή αντί εκείνης που από την αρχή οφείλεται, και συγκεκριμένα σε εγχώριο νόμισμα, με βάση την τρέχουσα αξία του ξένου νομίσματος στο χρόνο και τον τόπο της πληρωμής. Ωστόσο, ένας τέτοιος όρος σε σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου μεταξύ Τράπεζας και δανειολήπτη, όπως στην προκείμενη περίπτωση, απηχεί το περιεχόμενο της διάταξης του άρθρου 291 ΑΚ, και κατά συνέπεια, σύμφωνα με τα όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, δεν νοείται διατάραξη της ισορροπίας των συμβαλλομένων, ούτε καταχρηστικότητα του σχετικού όρου (ΟλΑΠ 4/2019, ΤΝΠ Νόμος).

Στην προκείμενη περίπτωση ο όρος με στοιχεία 7α της επίδικης δανειακής σύμβασης, σύμφωνα με τον οποίο επιβάλλεται υποχρέωση των εναγόντων, σε περίπτωση χορήγησης δανείου ή τμήματος αυτού σε συνάλλαγμα, να εκπληρώσουν τις οφειλές τους από αυτό προς την εναγόμενη είτε στο νόμισμα χορήγησης είτε σε ευρώ με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του νομίσματος χορήγησης την ημέρα της καταβολής, εντάσσεται στους δηλωτικούς όρους – naturalia negotii – της επίδικης σύμβασης, αφού δεν εισάγει απόκλιση από τη διάταξη του άρθρου 291 ΑΚ, χωρίς να τη συμπληρώνει με επιπλέον ρυθμίσεις και κυρίως χωρίς να εναποθέτει τον προσδιορισμό του ύψους της συναλλαγματικής ισοτιμίας στην εναγόμενη τράπεζα. Κατά την ανωτέρω ενδοτικού δικαίου διάταξη, κρίσιμος δεν είναι ο χρόνος της συνομολόγησης ή της λήξης του χρέους, αλλά εκείνος της πραγματικής πληρωμής. Η έως τότε τυχόν άνοδος ή πτώση της αξίας του ξένου νομίσματος αποβαίνει σε βάρος ή προς όφελος, αντίστοιχα, του οφειλέτη. Ο όρος αυτός, που έχει τύχει της έγκρισης του εθνικού νομοθέτη, είναι διαφανής, καθώς γίνεται δεκτό πως ο εθνικός νομοθέτης έχει προβεί σε εξισορρόπησή του συνόλου των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των μερών στις συμβάσεις που αφορά και δεν στηρίζεται σε καταχρηστική εκμετάλλευση της οικονομικής υπεροχής του προμηθευτή. Ο προβλεπόμενος στο άρθρο 291 ΑΚ κανόνας ενδοτικού δικαίου δεν αφορά συγκεκριμένη κατηγορία συμβάσεων, αλλά υποδεικνύει τον τρόπο εκπλήρωσης χρηματικής οφειλής σε ξένο νόμισμα, ανεξάρτητα από το είδος της καταρτισθείσας σύμβασης. Εφαρμόζεται μάλιστα στις αξιώσεις που στηρίζονται απευθείας στο νόμο και στις έγκυρες συμβατικές οφειλές σε ξένο νόμισμα, όπως η κρίσιμη δανειακή σύμβαση, με την οποία συνομολογήθηκε οφειλή σε ξένο νόμισμα (ελβετικά φράγκα). Η εναγόμενη τράπεζα για τη ρύθμιση των σχέσεων της με τους ενάγοντες-δανειολήπτες συμπεριέλαβε στις κρίσιμες συμβάσεις όρο, ο οποίος δεν αποκλίνει από τις σχετικές διατάξεις του ενδοτικού δικαίου και ως εκ τούτου δεν υπόκειται στις διατάξεις της Οδηγίας 93/13 και κατ’ επέκταση της νομοθεσίας περί προστασίας καταναλωτή, σε κάθε περίπτωση, δε, ο παραπάνω όρος, ο οποίος επαναλαμβάνει τη διάταξη του άρθρου 291 ΑΚ, δεν μπορεί να θεωρηθεί, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην ανωτέρω μείζονα σκέψη, ότι προκαλεί σημαντική διατάραξη δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ανάμεσα στον προμηθευτή και τους καταναλωτές. Συνεπώς, ο όρος της δανειακής σύμβασης, σύμφωνα με τον οποίο το δάνειο θα αποπληρώνεται σε ευρώ, με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του ελβετικού φράγκου κατά την ημέρα της καταβολής είναι Γ.Ο.Σ. που επαναλαμβάνει εθνική ρύθμιση σε συναλλαγή που δεν αποκλίνει από το ρυθμιστικό πρότυπο του εθνικού νομοθέτη, όπως το έθεσε όταν θέσπιζε την ως άνω εθνική ρύθμιση. Και για το λόγο αυτό δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο δικαστικού ελέγχου, κατά ρητή επιταγή της Οδηγίας 93/13 (13η σκέψη Προοιμίου της Οδηγίας και άρθρο 1 § 2 αυτής), κατά την οποία αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής της οι συμβατικές ρήτρες που απηχούν διατάξεις ενδοτικού δικαίου της εθνικής νομοθεσίας, δίχως να τροποποιούν το περιεχόμενό τους ή το πεδίο εφαρμογής τους, όπως στην κρινόμενη περίπτωση ο όρος με στοιχεία 7α της ένδικης σύμβασης, ως δηλωτικός, εκφεύγει του ελέγχου καταχρηστικότητας. Επομένως, το πρώτο αίτημα της αγωγής περί αναγνώρισης του ως άνω όρου ως καταχρηστικού κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 2 § 1, 6 και 7 του Ν. 2251/1994 πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμο, και συνακόλουθα τα λοιπά τέσσερα αιτήματα (υπό στοιχεία β, γ, δ και ε ανωτέρω), καθόσον δεν προκύπτει κενό ρύθμισης που χρήζει αντιμετώπισης με τη διάταξη του άρθρου 200 ΑΚ και διαπλαστική παρέμβαση του Δικαστηρίου Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκανε δεκτή τη βάση της αγωγής περί αναγνώρισης της ακυρότητας του επίδικου όρου (υπό στοιχείο 7α) ως καταχρηστικού, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 2 παρ. 2, 6 και 7 του Ν. 2251/1994, 200, 281, 806 ΑΚ και της ΠΔΤΕ 2501/2002, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο. Πρέπει επομένως να γίνει δεκτός ο πρώτος συναφής λόγος της ένδικης έφεσης, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη κατά το μέρος που έκανε δεκτή την αγωγή, να κρατηθεί η υπόθεση κατά το μέρος αυτό και ακολούθως να απορριφθούν ως μη νόμιμα τα με στοιχεία α, β, γ, δ, και ε αιτήματα, που έγιναν δεκτά ως ουσιαστικά βάσιμα. Τα δικαστικά έξοδα, για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους, καθόσον από τη διακύμανση της νομολογίας, υπήρξε ιδιαίτερη δυσχέρεια στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν (άρθρα 179 και 183 ΚΠολΔ), ενώ πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στην εκκαλούσα, σύμφωνα με το άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ουσιαστικά την από 18-1-2019 (ΓΑΚ….. και ΕΑΚ…../2020) έφεση κατά της με αριθμό 1816/2018 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία).

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη απόφαση.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου (με κωδικό αριθμό ……….., ποσού 150 ευρώ) στον καταθέσαντα για την άσκηση της έφεσης.

ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ επί της ουσίας την υπόθεση.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 20-7-2017 (ΓΑΚ…… και ΕΑΚ………../2017) αγωγή στο σύνολό της.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό της, μεταξύ των διαδίκων, τη δικαστική δαπάνη αμφότερων των βαθμών δικαιοδοσίας.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε, στον Πειραιά, στις 19-4-2022,και δημοσιεύθηκε, στις    11 -5-2022, στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ