Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 323/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός   323/2022

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Σπυριδούλα Μακρή, Πρόεδρο Εφετών, Χαρίκλεια Σαραμαντή, Αναστάσιο Αναστασίου – Εισηγητή, Εφέτες και από τη Γραμματέα Δ.Π..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: ναυτικής εταιρίας ……………… τελεί υπό εκκαθάριση, την οποία στο ακροατήριο εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος της Μαρία Δουλαβέρη, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ και

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1] ανώνυμης εταιρίας …………., 2] …………3] ……….. και 4] ………..οι οποίοι στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκαν οι μεν τρεις [3] πρώτοι από αυτούς από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Σαλώμη Δερμάτη, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ, η δε τέταρτη από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Σπυρίδωνα Δήμα, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ.

Η εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 3.10.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………/4.10.2019 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 3819/2020 απόφαση του πιο πάνω Δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή απορρίφθηκε.

Την οριστική αυτή απόφαση προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα με την από 5.5.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……/5.5.2021 έφεσή της, δικάσιμος για την εκδίκαση της οποίας ορίστηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο αλλά προκατέθεσαν τις προτάσεις τους και με σχετικές δηλώσεις τους δήλωσαν, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 § 2 ΚΠολΔ, ότι συμφωνούν να συζητηθεί η έφεση χωρίς να παρασταθούν.  ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Ι. Με την ένδικη από 5.5.2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …./5.5.2021 και αριθμό έκθεσης προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …./21.5.2021 έφεση προσβάλλεται η με αριθμό 3819/15.12.2020 οριστική απόφαση του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο, αφού την εκδίκασε κατά την τακτική διαδικασία και κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, απέρριψε στο σύνολό της ως νομικά αβάσιμη την από 3.10.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …../4.10.2019 αγωγή της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας, με την οποία ζητήθηκε αρχικώς η καταδίκη και μετά από τροπή του αιτήματος σε αναγνωριστικό η αναγνώριση της εις ολόκληρον ευθύνης των εναγομένων στην καταβολή του συνολικού χρηματικού ποσού των έξι εκατομμυρίων τετρακοσίων πενήντα τριών χιλιάδων επτακοσίων ευρώ (6.453.700 €) για την αποκατάσταση της θετικής και αποθετικής ζημίας που υπέστη η ενάγουσα από την αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων και ήδη εφεσιβλήτων, από τους οποίους η πρώτη, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον δεύτερο, επέσπευσε σε βάρος της (ενάγουσας) αναγκαστική εκτέλεση για την ικανοποίηση χρηματικής απαίτησής της, αρχικώς, επιβάλλοντας παράνομα αναγκαστική κατάσχεση επί του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – τουριστικού (Ε/Γ – Τ/Ρ) πλοίου ΕΚ με αριθμό νηολογίου Πειραιώς ……., μολονότι αυτό κατά το χρόνο σύνταξης της κατασχετήριας έκθεσης του τρίτου εναγομένου δικαστικού επιμελητή είχε δεσμευτεί με Πράξη του Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, στο πλαίσιο προκαταρκτικής έρευνας που διενεργήθηκε σε βάρος του νομίμου εκπροσώπου της ενάγουσας ……………., με αποτέλεσμα να έχει απαγορευθεί η εκποίηση ή η με οποιονδήποτε άλλο τρόπο μεταβίβασή του και, στη συνέχεια, μετά την απόρριψη ανακοπής της ενάγουσας κατά της εκτέλεσης, που είχε προσβληθεί για διαδικαστική ακυρότητα λόγω της απαγόρευσης εκείνης, επέσπευσε τον πλειστηριασμό του που διενεργήθηκε, δυνάμει επαναληπτικής περίληψης της κατασχετήριας έκθεσης, από την τέταρτη εναγόμενη συμβολαιογράφο, που τελούσε σε γνώση της απαγόρευσης και ενήργησε και αυτή, όπως και ο ως άνω δικαστικός επιμελητής, κατά παράβαση των καθηκόντων της και κατόπιν πειστικών και φορτικών προτροπών του νομίμου εκπροσώπου της επισπεύδουσας, με αποτέλεσμα την κατακύρωση του, ακόμα τότε  κατασχεμένου, πλοίου στον αναφερόμενο τρίτο – μη διάδικο υπερθεματιστή και την πρόκληση ζημίας στην ενάγουσα, της οποίας η περιουσία μειώθηκε κατά την αξία του πλοίου και κατά το ποσό των κερδών από την εμπορική εκμετάλλευσή του για μια πενταετία, τα οποία θα εισέπραττε με βεβαιότητα και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων.

ΙΙ. Κατά το άρθρο 169 ΚΠολΔ το δικαστήριο, ύστερα από αίτηση του εναγομένου ή του διαδίκου εναντίον του οποίου ασκήθηκε κύρια παρέμβαση ή ένδικο μέσο, μπορεί να υποχρεώσει σε εγγυοδοσία τον ενάγοντα ή το διάδικο που άσκησε κύρια παρέμβαση ή ένδικο μέσο για τα έξοδα της διαδικασίας, που γίνεται στο ίδιο δικαστήριο, αν αυτό κρίνει ότι υπάρχει προφανής κίνδυνος αδυναμίας να εκτελεστεί η ενδεχόμενη καταδίκη του διαδίκου αυτού στη δικαστική δαπάνη του αντιδίκου του. Η διάταξη αυτή τέθηκε για την εξασφάλιση, μεταξύ άλλων και, του εφεσίβλητου ως προς την είσπραξη των εξόδων της διαδικασίας ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου και, παρά τις θεωρητικές επιφυλάξεις (βλ. σχετ. Ι. Καράκωστα, Το άρθρο 169 ΚΠολΔ και η ανάγκη αναθεώρησής του, σε ΕφΑΔ 2009/1318 και Β. Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ, τόμος Α, 1996, άρθρο 169, αρ. 2), ως προς τη συνταγματικότητά της και την προσαρμογή της προς το κοινοτικό δίκαιο και συγκεκριμένα προς το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) ή Σύμβασης της Ρώμης της 4ης.11.1950, που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 και προς τα άρθρα 21 και 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ C – 364/18.12.2000), ο οποίος κατά τη Συνθήκη της Λισσαβόνας, που έχει κυρωθεί με το Ν. 3671/2008, έχει καταστεί νομικά δεσμευτικός, έχοντας την ίδια νομική ισχύ με αυτή των Συνθηκών, έχει νομολογιακώς κριθεί ότι αποσκοπεί όχι μόνο στη διασφάλιση της απαίτησης για τα δικαστικά έξοδα αλλά και στην περιστολή της καταχρηστικής προσφυγής στη δικαιοσύνη και για το λόγο αυτό είναι συμβατή και με το άρθρο 20 του ισχύοντος Συντάγματος και με το κοινοτικό δίκαιο, αφού η εφαρμογή της δεν προσβάλει το θεμελιακό δικαίωμα για ελεύθερη πρόσβαση στα δικαστήρια (ΑΠ 990/2008, Δνη 2008/739, ΤριμΕφΠειρ. 56/2016, 709/2015, 461/2014, πρώτη δημοσίευση όλων σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ). Από δε το συνδυασμό της διατάξεως αυτής προς εκείνες των άρθρων 162, 171 και 172 ΚΠολΔ, που κατ’ άρθρο 524 § 1 του ιδίου Κώδικα εφαρμόζονται όλες και στη διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης, προκύπτει ότι η αίτηση για την παροχή εγγυοδοσίας αποτελεί διακωλυτική (αναβλητική) της δίκης ένσταση, η οποία, προκειμένου για τη συζήτηση ενδίκου μέσου, προβάλλεται με τις προτάσεις κατά τη συζήτηση επί ποινή απαραδέκτου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 263 περ. γ ΚΠολΔ (ΑΠ 167/2015, Ε7 2015/715, ΤριμΕφΠειρ. 163/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, βλ. και ΑΠ 1849/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και εξετάζεται πριν από οποιαδήποτε έρευνα του παραδεκτού και της βασιμότητας, νομικής και ουσιαστικής, της εφέσεως, δεδομένου ότι, αν το δικαστήριο διατάξει εγγυοδοσία, δεν προχωρεί στη συζήτησή της, ώσπου να κατατεθεί το ποσό αυτής, αν δε η προθεσμία που ορίστηκε για την εγγυοδοσία παρέλθει άπρακτη, το ίδιο δικαστήριο, ύστερα από αίτηση εκείνου που είχε ζητήσει την εγγυοδοσία, αποφασίζει ότι ανακλήθηκε η έφεση (ΑΠ 1709/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η σχετική με την εγγυοδοσία κρίση του δικάζοντος δικαστηρίου σχηματίζεται προαποδεικτικώς με ελεύθερη εκτίμηση των στοιχείων που έχουν τεθεί υπόψη του (άρθρο 162 ΚΠολΔ) και το βάρος αποδείξεως της συνδρομής των προϋποθέσεων εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 169 ΚΠολΔ, η οποία εισάγει εξαιρετικού χαρακτήρα δικονομικό κανόνα, φέρει ο εφεσίβλητος (ΑΠ 1875/2014, ΧρΙΔ 2015/283), ενώ η ένσταση κρίνεται βάσιμη αν αποδειχθεί πλήρως, χωρίς να αρκεί απλή πιθανολόγηση (ΑΠ 1269/2019, ΧριΔ 2020/211 = ΝοΒ 2020/257, ΑΠ 304/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 308/2009, Αρμ. 2009/1536 = ΕπισκΕΔ 2010/91 = ΕΕμπΔ 2010/395 = ΕπΙΔικΙΑ 2010/75). Κριτήριο δε της υποχρεώσεως εγγυοδοσίας, η οποία δεν εξαρτάται από τις πιθανότητες ουσιαστικής κρίσεως της διαφοράς υπέρ του ενός ή του άλλου από τους αντιδίκους, είναι η οικονομική αδυναμία του επιτιθέμενου διάδικου (ΑΠ 167/2015, ο.π.), η οποία συνεπάγεται προφανή κίνδυνο μη εκτέλεσης της διάταξης για τα δικαστικά έξοδα σε περίπτωση καταδίκης σ’ αυτά του τελευταίου. Επομένως, μόνος ο ισχυρισμός περί έλλειψης περιουσίας στην Ελλάδα του υπόχρεου διαδίκου, χωρίς ταυτόχρονη επίκληση εν γένει αφερεγγυότητάς του, δεν αρκεί για την καταδίκη σε εγγυοδοσία, ενώ η διάταξη του άρθρου 169 ΚΠολΔ δεν εφαρμόζεται ούτε όταν απλώς είναι δυσχερής η εκτέλεση της διάταξης για τα δικαστικά έξοδα, όπως συμβαίνει στην περίπτωση που η εκτέλεση πρέπει να γίνει στην αλλοδαπή (ΤριμΕφΠειρ. 60/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ. 567/1983, Αρμ. 1984/474, Π. Κοντογεωργακόπουλος – Β. Α. Χατζηϊωάννου, Σκοπός και προϋποθέσεις εγγυοδοσίας για τα δικαστικά έξοδα [169 ΚΠολΔ], παρατηρήσεις κάτω από την ΠΠΠειρ. 3805/2014, σε ΝοΒ 2015/750 επομ. [753]). Αντιθέτως, προφανής κίνδυνος υπάρχει όταν ο επιτιθέμενος διάδικος στερείται εμφανούς περιουσίας, τυγχάνει άγνωστης διαμονής, αναξιόχρεος λόγω πολλαπλών χρεών έναντι τρίτων ή και του ιδίου του αντιδίκου του (και αιτούντος) και εν γένει αφερέγγυος (ΑΠ 1876/2009, ΕφΑΔ 2010/338, ΑΠ 308/2009, ο.π., ΤριμΕφΑθ. 936/2018, ΤριμΕφΠειρ. 416/2013, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 682/2005, ΠειρΝομ. 2005/526, ΕφΑθ. 132/1999, Δνη 1999/1125). Επί εμπορικής εταιρίας γενικά ένδειξη αφερεγγυότητάς της αποτελεί η παύση της επιχειρηματικής της δραστηριότητας, συνεπεία λύσεως της και θέσεώς της υπό καθεστώς εκκαθάρισης, εφόσον δεν διατηρεί περιουσιακά στοιχεία, στα οποία συμπεριλαμβάνονται μεν και οι απαιτήσεις της έναντι τρίτων, όχι όμως και οι εκάστοτε επίδικες που στρέφονται κατά του αντιδίκου της, ενώ, ειδικότερα, επί ναυτικής εταιρίας πλοίων αναψυχής του Ν. 3182/2003, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4256/2014 και οι διατάξεις του πρώτου μέρους του ήδη καταργήθηκαν και αντικαταστάθηκαν από το Ν. 4926/2022,  οικονομική αδυναμία μπορεί να καταφαθεί όταν έχει τεθεί σε εκκαθάριση με διοικητική πράξη για το λόγο ότι έπαυσε η ισχύς της άδειας του μοναδικού της πλοίου, το οποίο εκμεταλλευόταν ως επαγγελματικό σκάφος αναψυχής ή όταν έχει απωλέσει την κυριότητά του, αφού τα γεγονότα αυτά συνεπάγονται έλλειψη περιουσίας και αδυναμία προσπορισμού εισοδήματος από την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 176, 183, 189, 190 και 191 ΚΠολΔ συνάγεται ότι σε περίπτωση απορρίψεως της εφέσεως ο ηττώμενος εκκαλών καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα του αντιδίκου του, εφόσον ο εφεσίβλητος υποβάλει σχετικό αίτημα, ακόμα και αν δεν συνυποβάλει κατάλογο εξόδων. Κατά δε τις διατάξεις των άρθρων 63 § 1 περ. i, 64 § 1, 68 §§ 1, 2, 69 και 75 § 1 του Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων», όπως ισχύει, συνάγεται ότι επί απορρίψεως της εφέσεως η αμοιβή του δικηγόρου του εφεσίβλητου για τη σύνταξη προτάσεων στην πρώτη συζήτηση ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου είναι διπλάσια από την αμοιβή για τη σύνταξη της αγωγής και, σε περίπτωση μη ύπαρξης έγγραφης συμφωνίας, καθορίζεται αναλογικά σε ποσοστό της αξίας του αντικειμένου της δίκης και, συγκεκριμένα, σε ποσοστό α) 2% όταν η αξία του αντικειμένου της αγωγής ανέρχεται μέχρι το ποσό των διακοσίων χιλιάδων ευρώ (200.000 €), β) 1,5 % όταν η ίδια αξία ανέρχεται από το ποσό των διακοσίων χιλιάδων ενός ευρώ (200.001 €) μέχρι τις επτακόσιες πενήντα χιλιάδες ευρώ (750.000 €), γ) 1% όταν ανέρχεται μέχρι του ποσού του ενός εκατομμυρίου πεντακοσίων χιλιάδων ευρώ (1.500.000 €), δ) 0,5% όταν ανέρχεται μέχρι τα τρία εκατομμύρια ευρώ (3.000.000 €), ε) 0,3% όταν ανέρχεται μέχρι τα έξι εκατομμύρια ευρώ (6.000.000 €) και στ) 0,2% όταν ανέρχεται από το ποσόν των έξι εκατομμυρίων ενός ευρώ (6.000.001 €) μέχρι τα δώδεκα εκατομμύρια ευρώ (12.000.000 €), υποκλιμακούμενη περαιτέρω μέχρι ποσοστού 0,05% για τις διαφορές με μεγαλύτερης αξίας περιουσιακό αντικείμενο, ενώ σε περίπτωση περισσότερων εφεσίβλητων, η αμοιβή του δικηγόρου τους αυξάνεται κατά ποσοστό 5% για καθέναν των πέραν του ενός από αυτούς, χωρίς να μπορεί σε καμία περίπτωση να υπερβεί το διπλάσιο.

ΙΙΙ. Στην προκειμένη περίπτωση, οι εφεσίβλητοι με τις προτάσεις τους κατά τη συζήτηση και προ παντός άλλου ισχυρισμού τους επικαλούνται ότι υφίσταται έκδηλη οικονομική αδυναμία και προφανής αφερεγγυότητα της εκκαλούσας, που δεν διαθέτει εμφανή περιουσία στερούμενη παντελώς περιουσιακών στοιχείων ή εισοδημάτων και υποβάλλουν αίτημα να υποχρεωθεί η τελευταία να παράσχει εγγυοδοσία ποσού είκοσι πέντε χιλιάδων οκτακοσίων δεκαπέντε ευρώ (25.815 €) για τα δικαστικά έξοδα της έκκλητης, όπως εκτιμάται, δίκης. Το αίτημα αυτό, το οποίο έχει χαρακτήρα δικονομικής, αναβλητικής της δίκης, ένστασης, παραδεκτά προβάλλεται κατ’ άρθρο 263 περ. γ ΚΠολΔ με τις έγγραφες προτάσεις των εφεσίβλητων και είναι νόμιμο, στηριζόμενο στις διατάξεις που προαναφέρθηκαν. Επομένως, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω, για να διαπιστωθεί αν είναι βάσιμο και από ουσιαστική άποψη.

ΙV. Από το σύνολο των ισχυρισμών των διαδίκων και των εγγράφων που προς απόδειξή τους νομότυπα με επίκληση προσκομίζονται προκύπτει ότι η ενάγουσα συνεστήθη ως ναυτική εταιρία πλοίων αναψυχής, σύμφωνα με τις προβλέψεις του Ν. 3182/2003, στις 19.11.2007 και για διάρκεια τριάντα [30] ετών (μέχρι τις 18.11.2037), με ιδιωτικό συμφωνητικό που καταρτίστηκε μεταξύ του ……….. και της αδελφής του …………, που κατέβαλαν και το εταιρικό κεφάλαιο, ύψους διακοσίων χιλιάδων ευρώ (200.000 €), με αποκλειστικό σκοπό την κτήση της κυριότητας και την εκμετάλλευση ή διαχείριση ιδιόκτητων πλοίων αναψυχής με ελληνική σημαία, που χαρακτηρίζονται ως επαγγελματικά, σε εκπλήρωση του οποίου απέκτησε κατά πλήρη κυριότητα με αγορά από τρίτον το Ε/Γ – Τ/Ρ πλοίο ΕΚ, πρώην σημαίας Παναμά, μήκους σαράντα τεσσάρων μέτρων και δέκα εκατοστών (44,10 μ.), χωρητικότητας ολικής μεν διακοσίων σαράντα εννέα (249) κόρων και καθαρής εβδομήντα τεσσάρων (74 κ.κ.χ.), που είχε ναυπηγηθεί το έτος 1960 στη Γερμανία από χάλυβα, αντί τιμήματος δύο εκατομμυρίων πεντακοσίων εβδομήντα πέντε χιλιάδων ευρώ (2.575.000 €), το οποίο κατά ποσοστό 20% καταβλήθηκε από τους ιδρυτές της και κατά το υπόλοιπο από το προϊόν ενυπόθηκης τραπεζικής χρηματοδότησης, ύψους δύο εκατομμυρίων τετρακοσίων χιλιάδων ευρώ (2.400.000 €), που η ενάγουσα έλαβε από την ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «……….» με την εγγύηση του ……………, που ορίστηκε ως πρόεδρος του διοικητικού της συμβουλίου και νόμιμος εκπρόσωπός της. Το πλοίο νηολογήθηκε στον Πειραιά με αριθμό εγγραφής ………, η δε αξία του στις 8.12.2008 εκτιμήθηκε από την αρμόδια επιτροπή του Ναυτικού Επιμελητηρίου Ελλάδος, με καλή πίστη, χωρίς αυτοψία και βάσει μόνο των στοιχείων που προσκόμισε στα μέλη της ο ………., στα τρία εκατομμύρια ευρώ (3.000.000 €) περίπου, ενώ η ενάγουσα προέβη σε έναρξη εργασιών στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. Πλοίων Πειραιώς στις 27.11.2007 με αντικείμενο δραστηριότητας την παροχή υπηρεσιών ενοικίασης του (μοναδικού, όπως προκύπτει από το από 19.11.2007 καταστατικό της και δεν αμφισβητείται) επαγγελματικού τουριστικού σκάφους ΕΚ που ανήκε στην ιδιοκτησία της είτε χωρίς πλήρωμα είτε με πλήρωμα. Η ενάγουσα ανέπτυξε επιχειρηματική δραστηριότητα σύμφωνη με τον καταστατικό της σκοπό, η οποία διήρκεσε μέχρι το Σεπτέμβριο του έτους 2009, όπως αποδεικνύεται από τις εγγραφές στο Ειδικό Έντυπο Πληροφοριακών Στοιχείων Επαγγελματικού Σκάφους Αναψυχής του εν λόγω Ε/Γ – Τ/Ρ πλοίου, τα ναυλοσύμφωνα, τις αποδείξεις παροχής υπηρεσιών και τις αποδείξεις καταβολής της μισθοδοσίας του πληρώματός του, που προσκομίζονται, από τα οποία προκύπτουν πράξεις εμπορικής εκμετάλλευσής του και πορισμού εισοδήματος από αυτές. Έκτοτε, όμως το σκάφος παρέμεινε ελλιμενισμένο στις εγκαταστάσεις της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…………..», η οποία διατηρεί έναντι της ενάγουσας χρηματική απαίτηση συνολικού ύψους εβδομήντα τριών χιλιάδων οκτακοσίων τριάντα ενός ευρώ και τριάντα λεπτών (73.831,30 €) εντόκως από το έτος 2011, προερχόμενη από τέλη ελλιμενισμού και παροχή στο πλοίο της υπηρεσιών υδροδοτήσεως και ηλεκτροδοτήσεως για το χρονικό διάστημα της εκεί παραμονής του μέχρι τις 15.4.2011, οπότε μεταφέρθηκε στις εγκαταστάσεις της πρώτης εναγομένης, όπου ανελκύσθηκε για να υποβληθεί σε εργασίες συντήρησης και για να τεθεί υπό την φύλαξή της και όπου παρέμεινε συνεχώς μέχρι και τις 10.1.2020 τουλάχιστον, όπως προκύπτει από το υπ’ αριθμ. πρωτ. …………../2020 έγγραφο του Δ΄ Λιμενικού Τμήματος Περάματος του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιώς. Στο μεταξύ, στις 27.7.2011 εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 75/2011 απόφαση του Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης, με την οποία, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 7 και 48 του τότε ισχύοντος Ν. 3691/2008, επιβλήθηκε απαγόρευση της εκποίησης ή της με οποιονδήποτε άλλο τρόπο μεταβίβασης του εν λόγω σκάφους, προκειμένου να εξασφαλιστεί η κατάσχεση και η δήμευσή του σε περίπτωση καταδίκης του ως άνω νομίμου εκπροσώπου της πλοιοκτήτριας ενάγουσας για τις αξιόποινες πράξεις της φοροδιαφυγής κατ’ εξακολούθηση και της νομιμοποίησης των εξ αυτών προελθόντων εσόδων, για τις οποίες διεξαγόταν τότε προκαταρκτική έρευνα, που οδήγησε στην ποινική του δίωξη με τις αυτές κακουργηματικές κατηγορίες, από τις οποίες αργότερα απαλλάχθηκε με βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Κατά το χρονικό διάστημα της ακινησίας του πλοίου η ενάγουσα έπαυσε να εκπληρώνει τις προς τρίτους υποχρεώσεις από την κυριότητά του και, συγκεκριμένα, δεν κατέβαλε α] είκοσι έξι χιλιάδες οκτακόσια είκοσι έξι ευρώ και εξήντα ένα λεπτά (26.826,61 €), τα οποία όφειλε προς τη Δ.Ο.Υ. Πλοίων Πειραιώς από διάφορες αιτίες (αναφερόμενες στην αναγγελία της προς την τέταρτη εναγόμενη μετά τον πλειστηριασμό του πλοίου), β] έξι χιλιάδες τετρακόσια πενήντα τέσσερα ευρώ και είκοσι ένα λεπτά (6.454,21 €) προς το ΙΚΑ – ΕΤΑΜ από ασφαλιστικές εισφορές της περιόδου από 1.2.2010 έως 31.8.2010, γ] είκοσι πέντε χιλιάδες τριακόσια ενενήντα ευρώ (25.390 €) προς το ΝΑΤ από εισφορές του πλοιάρχου και των απασχολούμενων στο πλοίο της ναυτικών κατά το χρονικό διάστημα από 24.9.2009 έως 8.2.2011 και δ] εκατόν τριάντα τρεις χιλιάδες διακόσια σαράντα ευρώ (133.240 €) προς την πρώτη εναγόμενη από την παροχή υπηρεσιών φύλαξης του πλοίου της και τη διενέργεια εργασιών συντηρήσεώς του, εντόκως, όπως αναφέρεται στην υπ’ αριθμ. 4602/2013 απόφαση του Ναυτικού Τμήματος του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, δυνάμει της οποίας επισπεύστηκε αναγκαστική εκτέλεση επί του εν λόγω Ε/Γ – Τ/Ρ πλοίου, που απέληξε στον πλειστηριασμό του στις 26.11.2014 και στην έναντι διακοσίων χιλιάδων δέκα ευρώ (200.010 €) κατακύρωσή του στον υπερθεματιστή …………, ρωσικής ιθαγενείας, ο οποίος στις 27.6.2019 πέτυχε τη διαγραφή του από το Νηολόγιο του Λιμεναρχείου Πειραιώς (βλ. το από 28.11.2019 πιστοποιητικό κυριότητάς του). Από τις πιο πάνω οφειλές στον πίνακα που συντάχθηκε σχετικά κατετάγησαν οι απαιτήσεις του Δημοσίου και του ΝΑΤ, ενώ δεν αποδεικνύεται η εξόφληση των λοιπών, πέραν αυτής της πρώτης εναγομένης, ενώ η ενάγουσα συνομολογεί (βλ. σελ. 25 της ένδικης έφεσής της) ότι εξακολουθεί να καθυστερεί μεγάλο μέρος της δανεικής οφειλής της προς την «…………», που έχει ήδη καταστεί ληξιπρόθεσμο, προέβη δε πρωτοδίκως σε τροπή του αρχικώς καταψηφιστικού αιτήματός της σε αναγνωριστικό, εξ ου συνάγεται οικονομική αδυναμία της. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι από το έτος 2010 και μέχρι σήμερα η ενάγουσα δεν ασκεί καμία επιχειρηματική δραστηριότητα, έχει απωλέσει, συνεπεία του πλειστηριασμού, το μοναδικό περιουσιακό της στοιχείο και ως εκ τούτου βρίσκεται σε αδυναμία πορισμού εισοδήματος, όπως οι εφεσίβλητοι βάσιμα ισχυρίζονται, ενώ παράλληλα δεν αντιμετωπίζει τα εμπορικά της χρέη. Επομένως, στο ενεργητικό της περιουσίας της περιλαμβάνεται, όπως εκτιμά το Δικαστήριο, μόνον η επίδικη απαίτηση έναντι των εναγομένων. Ακόμα όμως και αν μπορούσε να εξασφαλίσει οικονομικούς πόρους για να συνεχίσει την επιχειρηματική της δραστηριότητα, δεν έχει πλέον η ενάγουσα τη νομική δυνατότητα να το πράξει, καθώς με την υπ’ αριθμ. πρωτ. 3134.5-4/99785/22.11.2016 διαπιστωτική απόφαση του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής έχει ήδη από 16.1.2016, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 27 § 1 περ. στ΄ του Ν. 3182/2003, όπως τροποποιήθηκαν με το άρθρο 16 § 1 του Ν. 4256/2014, αυτοδικαίως λυθεί και τεθεί σε καθεστώς εκκαθάρισης, εκπροσωπούμενη έκτοτε για τις ανάγκες αυτής από αμφοτέρους τους ως άνω ιδρυτές και εταίρους της, επειδή δεν ανέλαβε την εκμετάλλευση του ως άνω επαγγελματικού σκάφους της εντός είκοσι τεσσάρων [24] μηνών από την αυτοδίκαιη παύση της ισχύος της άδειάς του, που επήλθε με την υπ’ αριθμ. πρωτ. 3344.2/90/2014/15.1.2014 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου, με την οποία έπαυσε να χαρακτηρίζεται ως επαγγελματικό το μοναδικό πλοίο αναψυχής, που η ενάγουσα είχε στην κυριότητά της.

Η τελευταία, η οποία ως εκκαλούσα έχει την ιδιότητα του επιτιθέμενου διάδικου, δεν αμφισβητεί τα παραπάνω και περιορίζεται στην προβολή ισχυρισμών περί αντισυνταγματικότητας της διάταξης του άρθρου 169 ΚΠολΔ, οι οποίοι, όμως, δεν έχουν νόμιμο έρεισμα. Με βάση όλα όσα προαναφέρθηκαν πείθεται το Δικαστήριο ότι η εκκαλούσα είναι αφερέγγυα και ότι υφίσταται προφανής αδυναμία της για την αντιμετώπιση των πάσης φύσεως οικονομικών υποχρεώσεών της και, συνακόλουθα, σοβαρός κίνδυνος να μην εκτελεστεί η διάταξη της απόφασης, με την οποία, αν απορριφθεί η έφεσή της, θα της επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα των αντιδίκων της. Τα έξοδα αυτά, καθοριζόμενα κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του Ν. 4194/2013 που προαναφέρθηκαν, ανέρχονται σε εκατόν οκτώ χιλιάδες οκτακόσια σαράντα τέσσερα ευρώ (54.422 € Χ 2 = 108.844 €), στα οποία, σε περίπτωση νίκης τους, θα έχουν, κατ’ ελάχιστον και κατ’ ισομοιρία, δικαίωμα οι εφεσίβλητοι, που ομοδικούν, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 180 § 1 ΚΠολΔ, κατ’ αναλογία εφαρμοζόμενη (ΜονΕφΠειρ. 133/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), χωρίς να συνυπολογιστούν οι δαπάνες της χωριστής εκπροσώπησής τους, επειδή κρίνεται ότι αυτοί είχαν κοινό συμφέρον και η παράστασή τους δια περισσότερων συνηγόρων δεν επιβλήθηκε από κάποιον ιδιαίτερο αντικειμενικό λόγο ούτε δικαιολογείται από τη νομική και πραγματική κατάσταση της ομοδικίας (ΑΠ 344/2020, ΑΠ 1412/2019, ΑΠ 467/2019, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αφού δεν προέβαλαν διαφορετικούς ισχυρισμούς (άρθρο 189 § 2 ΚΠολΔ).

V. Κατ’ ακολουθίαν, πρέπει να γίνει δεκτή η περί εγγυοδοσίας αίτηση (ένσταση) των εφεσίβλητων και να υποχρεωθεί η εκκαλούσα στην εντός δύο [2] μηνών από τη νόμιμη κοινοποίηση σ’ αυτήν της παρούσας παροχή εγγυοδοσίας ποσού είκοσι πέντε χιλιάδων οκτακοσίων δεκαπέντε ευρώ (25.815 €), κατά το σχετικό αίτημά τους, το οποίο δεν δύναται το Δικαστήριο να υπερβεί (άρθρο 106 ΚΠολΔ), μολονότι το ύψος των δικαστικών εξόδων τους προκύπτει αυξημένο έναντι αυτού και να ανασταλεί η συζήτηση της εφέσεως μέχρι την κατάθεση της ως άνω εγγυοδοσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 162, 163 και 171 ΚΠολΔ και κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζοντας κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται την αίτηση των εφεσίβλητων

Υποχρεώνει την εκκαλούσα στην υπέρ αυτών παροχή εγγυοδοσίας ποσού είκοσι πέντε χιλιάδων οκτακοσίων δεκαπέντε ευρώ (25.815 €), προς εξασφάλιση της πληρωμής των δικαστικών τους εξόδων για το δεύτερο δικαιοδοτικό βαθμό, που πρέπει να καταβληθεί εντός προθεσμίας δύο [2] μηνών από τη νόμιμη κοινοποίηση προς αυτήν της παρούσας με κατάθεση στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων και προσκομιδή του σχετικού γραμματίου στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου εντός της ίδιας προθεσμίας.

Αναστέλλει τη συζήτηση της εφέσεως μέχρι την κατάθεση της εγγυοδοσίας εκ μέρους της εκκαλούσας.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 2 Ιουνίου 2022 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 7  Ιουνίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ