Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 611/2022

Αριθμός  611 /2022

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 2ο

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Ισιδώρα Πόγκα, Πρόεδρο Εφετών,   Σταυρούλα Λιακέα, Εφέτη και Χρυσή Φυντριλάκη, Εφέτη-Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την  …………..,  για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας …………….., εκπροσωπήθηκε δε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Αριστοτέλη Αγγέλη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242  παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1)  …………, 2) ………… και 3)  …………… οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσιά τους δικηγόρο Ευγενία Στάμου.

Οι εφεσίβλητοι άσκησαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  11.9.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2018) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ.  740/2020 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που   δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα με την από  30.6.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ κατάθεσης στο Πρωτοδικείο ………./2020, ΓΑΚ/ΕΑΚ προσδιορισμού στο Εφετείο  ……………/2020) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε και η πληρεξούσια δικηγόρος των εφεσιβλήτων,  αφού έλαβε τον λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η  με  αριθμό κατάθεσης στην γραμματεία του  Εφετείου Πειραιώς …………../2020  έφεση  κατά της υπ΄αριθμόν  740 /2020 οριστικής  απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε  κατά την τακτική   διαδικασία αντιμωλία των διαδίκων  έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα  καθώς η εκκαλουμένη απόφαση  δημοσιεύτηκε  στις  17-2-2020, επιδόθηκε στην εναγομένη  εταιρεία στις  16-3-2020, όπως προκύπτει από την υπ΄αριθμόν ……../2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο  Αθηνών,  …………… και  η  έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά  στις  30-06-2020 (άρθρα  495,  511,  513,  516  παρ 1, 517 εδαφ  α,  518  παρ 1  και 147 ΚΠολΔ) δοθέντος ότι  από  16-3-2020 μέχρι 31-5-2020 είχε ανασταλεί προσωρινά η λειτουργία των δικαστηρίων για προληπτικούς λόγους δήμοσιας υγείας  έναντι του κορωνοϊού  COVID – 19  με την υπό στοιχεία ΚΥΑ Δ1α/ΓΠ.οικ. 18176 (ΦΕΚ 864/Β/27-3-2020), την υπό στοιχεία ΚΥΑ Δ1α/ΓΠ.οικ.21159 (ΦΕΚ 1074/Β/27-3-2020), την υπό στοιχεία ΚΥΑ Δ1α/ΓΠ. οικ.24403 (ΦΕΚ 1301/Β/11-4-2020), με την υπό στοιχεία ΚΥΑ Δ1α/ΓΠ οικ.26804 (ΦΕΚ 1588/Β/25-4-2020) και  με την υπό στοιχεία ΚΥΑ Δ1α/ΓΠ οικ30340 (ΦΕΚ 1857/Β/15-05-2020). Συνεπώς, πρέπει να  γίνει  τυπικά δεκτή  και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτής  κατά την αυτή διαδικασία δοθέντος ότι έχει καταβληθεί και το προβλεπόμενο από την διάταξη του άρθρου 495 παρ 3 ΚΠολΔ παράβολο άσκησης έφεσης (βλ. με αριθμό ………………/2020 e- παράβολο).

Με την  αγωγή επί της οποίας  εξεδόθη η εκκαλουμένη απόφαση  οι ενάγοντες  ιστορούσαν  ότι δυνάμει τριών  συμβάσεων στεγαστικού δανείου που συνήψε ο πρώτος εξ αυτών από κοινού με την αποβιώσασα ήδη  σύζυγό του, με την εναγομένη Τράπεζα,  απέκτησαν κατά  κυριότητα  τα ποσά των 200.000 ευρώ, 150.000 ευρώ και 40.000 ευρώ αντίστοιχα, προς εξασφάλιση των οποίων η τελευταία ενέγραψε  αντίστοιχες προσημειώσεις υποθήκης,  ενώ  μετά πάροδο ετών συμφωνήθηκε, λόγω  δυσχερειών στην αποπληρωμή των δανείων, με ισάριθμες πρόσθετες πράξεις, τροποποίηση των όρων των  συμβάσεων, με μείωση του ποσού των δόσεων και αναγνώριση ως οφειλόμενου  του αναφερόμενου  σ΄αυτές ποσού .  Ωστόσο, οι δανειολήπτες βρέθηκαν σε αδυναμία ν΄ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους και  η δανείστρια τράπεζα προέβη σε καταγγελία της πρώτης εκ των ανωτέρω συμβάσεων ενώ προς αποφυγή κατάσχεσης του  ακινήτου τους  υποχρεώθηκε ο πρώτος εναγόμενος να υπογράψει συμφωνία για αποπληρωμή του αναφερόμενου σ΄αυτήν ποσού  αναγνωρίζοντας αυτό ως οφειλόμενο.  Η αναγνώριση, όμως,  των ποσών που αναφέρονταν στις πρόσθετες πράξεις ως οφειλόμενων από τον πρώτο ενάγοντα και την σύζυγό του, καθώς και του ποσού της συμφωνίας αποπληρωμής από τον πρώτο ενάγοντα,  ήταν προϊόν πλάνης των τελευταίων, οι οποίοι   πίστευαν ότι με τις πρόσθετες αυτές πράξεις  απλώς επιμηκύνεται  χρονικά η οφειλή τους χωρίς να επηρεάζονται τα δικαιώματά τους από τις αρχικές δανειστικές συμβάσεις με απεμπόληση ενστάσεων αφού ουδέποτε  γνωστοποιήθηκε σ΄αυτούς  η συνέπεια αυτή από την εναγομένη, η οποία ακολούθως, κατήγγειλε τις συναφθείσες συμβάσεις μετά των προσθέτων πράξεων  και ζήτησε  την εξόφληση του συνόλου της οφειλής τους.  Ζήτησαν δε κατά την κύρια βάση  της αγωγής ν΄ακυρωθεί  ο όρος που περιέχεται στις επίδικες πρόσθετες πράξεις περί αναγνώρισης των αναφερομένων σ΄αυτές ποσών λόγω πλάνης  καθώς και η ακυρότητα  των προσθέτων πράξεων και της συμφωνίας αποπληρωμής της οφειλής. Περαιτέρω δε, ζήτησαν, ν΄αναγνωριστεί η ακυρότητα των παρακάτω όρων (ΓΟΣ) ως καταχρηστικών: α) του όρου  που περιέχεται στις ανωτέρω συμβάσεις περί μετακύλισης και ανατοκισμού της εισφοράς του ν 128/1975, β) του  όρου  περί υπολογισμού των τόκων με βάση έτος 360 ημερών, γ) του όρου  περί χρεώσεων με τα έξοδα του νομικού και τεχνικού ελέγχου και με τα πάσης φύσεως έξοδα, φόρους, τέλη και εισφορές για την συνομολόγηση και λειτουργία των συμβάσεων, δ) του  όρου  περί  καταγγελίας της σύμβασης σε περίπτωση καθυστέρησης  πληρωμής οποιασδήποτε δόσης  ή μέρους   αυτής, ε) του όρου  περί πλήρους απόδειξης της απαιτήσεως της εναγομένης  εκ των αποσπασμάτων από τα μηχανικώς τηρούμενα βιβλία της εναγομένης. Ζήτησαν, επίσης, να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει σε καθένα εξ αυτών  λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστησαν από την προσβολή της προσωπικότητάς τους  συνεπεία της ανωτέρω συμπεριφοράς της εναγομένης, χρηματική ικανοποίηση  ύψους  20.000 ευρώ, καθώς επίσης και την καταδίκη της εναγομένης στα δικαστικά τους έξοδα. Επί της αγωγής αυτής εξεδόθη η εκκαλουμένη απόφαση με την οποία αναγνωρίσθηκε ως άκυρος ο όρος περί  υπολογισμού των τόκων  βάσει έτους 360 ημερών, καθώς  και ο όρος περί   καταγγελίας  των συμβάσεων  δανείου  σε περίπτωση καθυστέρησης  πληρωμής  οποιασδήποτε δόσης  ή μέρους της ή τόκων και απορρίφθηκε κατά τα λοιπά η αγωγή. Καθορίστηκε, επίσης  ως σύστημα υπολογισμού των τόκων το  έτος των  365 ημερών αντι  του έτους των 360 ημερών και τέλος αναγνωρίστηκε  το δικαίωμα καταγγελίας της εναγομένης  των δανειακών συμβάσεων μόνο σε περίπτωση μακροχρόνιας αδυναμίας των εναγόντων να τηρήσουν τους συμβατικούς όρους. Ήδη  κατά της  απόφασης   αυτής  βάλλει   η   εναγομένη   παραπονούμενη  για  εσφαλμένη  ερμηνεία και  εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί   την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την  απόρριψη  της αγωγής  των  αντιδίκων της και κατά το μέρος που έγινε δεκτή.

Με τον πρώτο λόγο έφεσης η εκκαλούσα ισχυρίζεται οτι η αγωγή είναι αόριστη για το λόγο ότι δεν αναφέρεται σ΄αυτήν το περιεχόμενο των όρων που προσβάλλονται ως άκυροι, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά την σύναψη της σύμβασης, οι  υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης, ούτε αν οι οροι αυτοί επιβλήθηκαν χωρίς να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις διαφάνειας και ιδίως  χωρίς προηγούμενη επαρκή ενημέρωση των εναγόντων ή κατά τρόπο κεκαλυμμένο, ούτε αναφέρονται συγκεκριμένα περιστατικά βάσει των οποίων η εναγομένη επέβαλε στους ενάγοντες το περιεχόμενο των επιδίκων συμβάσεων, επιπλέον δε, δεν  αναφέρεται  συγκεκριμένη διαμαρτυρία ή παράπονο που εξέφρασαν οι ενάγοντες καθ΄ολο το χρονικό διάστημα ισχύος των συμβάσεων, ούτε   το ύψος των δόσεων που έπρεπε να καταβάλουν οι τελευταίοι,  ούτε οι ειδικότερες  συμφωνίες εξόφλησης αυτών, αλλά ούτε  και αν τηρήθηκαν  οι  συμφωνίες στις οποίες προέβησαν. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος καθόσον στο δικόγραφο της αγωγής περιλαμβάνονται αυτούσιες οι συναφθείσες συμβάσεις δανείου, τα παραρτήματα αυτών και οι  πρόσθετες πράξεις  και επομένως εκτίθεται στην αγωγή το περιεχόμενο των όρων που προσβάλλονται ως άκυροι, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά   την σύναψη των  συμβάσεων  και οι  ρήτρες αυτών και τέλος προκύπτει και  αν οι προσβαλλόμενοι όροι  επιβλήθηκαν χωρίς να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις διαφάνειας,  χωρίς προηγούμενη επαρκή ενημέρωση των εναγόντων ή κατά τρόπο κεκαλυμμένο, ενώ δεν είναι αναγκαία επιπρόσθετα  περιστατικά εκ των οποίων να συνάγεται ότι η εναγομένη επέβαλε στους ενάγοντες το περιεχόμενο των επιδίκων συμβάσεων, ούτε απαιτείται ν΄αναφερεται  διαμαρτυρία των δανειοληπτών  ή   το ύψος των δόσεων που έπρεπε να καταβάλουν οι τελευταίοι, ή οι    ειδικότερες  συμφωνίες εξόφλησης αυτών, ή αν τηρήθηκαν  οι  συμφωνίες   αυτές. Συνακόλουθα, ο σχετικός λόγος έφεσης πρέπει ν΄απορριφθεί ως αβάσιμος.

Με την ευρωπαϊκή Οδηγία 98/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16-2-1998 “σχετικά με την τροποποίηση της οδηγίας 87/102/EΟK για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που διέπουν την καταναλωτική πίστη”, το έτος θεωρείται ότι έχει 365 ημέρες. Ο κανόνας αυτός ενσωματώθηκε στην εθνική νομοθεσία με υπουργικές αποφάσεις και ειδικότερα την ΚΥΑ υπ` αρ. Ζ1 -178/13.2.2001 των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Δικαιοσύνης και της Υφυπουργού Ανάπτυξης (ΦΕΚ 255 Β/9.3.2001) και την ΥΑ υπ` αρ. Ζ1-798/25.6.2008 του Υπουργού Ανάπτυξης (ΦΕΚ 1353 Β/11.7.2008), από τις οποίες η πρώτη δεν αφορά στεγαστικά  αλλά καταναλωτικά δάνεια και ειδικότερα τις συναλλαγές με πιστωτικές κάρτες, ενώ η δεύτερη, στην παρ.1 περ. στ` της οποίας ορίζεται ότι απαγορεύεται η αναγραφή σε δανειακές συμβάσεις όρου που προβλέπει υπολογισμό των τόκων με βάση έτος 360 ημερών αντί του ημερολογιακού έτους, αφορά στεγαστικά δάνεια (σχετ. ΑΠ 1331/2012). Στη συνέχεια, εκδόθηκε ή Οδηγία 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του Συμβουλίου της 23-4-2008 “για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου”, με βάση την οποία εκδόθηκε η ΚΥΑ ΖΙ-699/23-6-2010 των Υπουργών Οικονομικών – Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας – Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, σκοπός της οποίας είναι, όπως κατά λέξη αναφέρεται στο πρώτο άρθρο της, “η ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία των διατάξεων της Οδηγίας 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008 για την προστασία των καταναλωτών στις συμβάσεις πίστωσης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/EOK του Συμβουλίου”. Όσον αφορά στο πεδίο εφαρμογής της, στο άρθρο 2 της ανωτέρω ΚΥΑ ορίζεται, ότι οι διατάξεις της  δεν  εφαρμόζονται, μεταξύ άλλων και α) “στις  συμβάσεις πίστωσης που αφορούν συνολικό ποσό πίστωσης μικρότερο των 200 ευρώ ή μεγαλύτερο των 75.000 ευρώ”, β) στις  συμβάσεις πίστωσης  σκοπός των οποίων είναι η απόκτηση ή διατήρηση εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί εγγείου ιδιοκτησίας ή επί υπάρχοντος ή υπό κατασκευή κτιρίου και γ) στις  συμβάσεις  πίστωσης που εξασφαλίζονται με εμπράγματη ασφάλεια επί ακινήτου.  Σύμφωνα δε,  με το άρθρο 3, στο οποίο αναφέρονται οι ορισμοί, που ισχύουν για την εφαρμογή της εν λόγω ΚΥΑ, ως “καταναλωτής” θεωρείται “κάθε φυσικό πρόσωπο, το οποίο, με τις δικαιοπραξίες που καλύπτει η παρούσα απόφαση, επιδιώκει σκοπούς που δεν σχετίζονται με την εμπορική,, επιχειρηματική ή επαγγελματική δραστηριότητα του”. Εξ άλλου με το άρθρο 24 αυτής, καταργήθηκε από την έναρξης ισχύος της η κοινή υπουργική απόφαση Φ1983/1991 (ΦΕΚ 172 Β`), όπως τροποποιήθηκε από τις κοινές υπουργικές αποφάσεις Φ15353/1994 (ΦΕΚ 947 Β΄) και Ζ1178/2001 (ΦΕΚ 255 Β`). Από τις παραπάνω διατάξεις σαφώς προκύπτει ότι  η ανωτέρω ΚΥΑ  δεν αφορά στεγαστικά δάνεια, ούτε δάνεια που εξασφαλίζονται με εμπράγματη ασφάλεια επί ακινήτου, ούτε δάνεια ποσού μεγαλύτερου των 75.000 ευρώ. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 2 παρ. 6 του ν.2251/1994, που έχει τίτλο “προστασία καταναλωτών” όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το ν. 3587/2007 και έχει εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση, αφού η καταχρηστικότητα ενός Γ.Ο.Σ. κρίνεται σύμφωνα με το δίκαιο που ισχύει κατά το χρόνο που κατά την διάρκεια της σύμβασης ανακύπτει το πρόβλημα το οποίο οδηγεί στη χρήση (επίκληση) αυτού από τον καταναλωτή (Oλ. ΑΠ 13/2015 και Ολ Α.Π. 15/2007), οι όροι που έχουν διαμορφωθεί εκ των προτέρων για μελλοντικές συμβάσεις (γενικοί όροι των συναλλαγών) απαγορεύονται και είναι άκυροι αν έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή, ο δε καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου ενσωματωμένου σε σύμβαση κρίνεται, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψη της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της συμβάσεως ή άλλης συμβάσεως από την οποία αυτή εξαρτάται. Εκτός από την ανωτέρω γενική ρήτρα για την καταχρηστικότητα των Γ.Ο.Σ., συνεπεία διαταράξεως της συμβατικής ισορροπίας, στην παρ. 7 του ιδίου ως άνω όρθρου 2 παρατίθεται ενδεικτικός κατάλογος ειδικών καταχρηστικών Γ.Ο.Σ., θεωρουμένων κατ` αμάχητο τεκμήριο καταχρηστικών (ΑΠ 1463/2017). Σύμφωνα, όμως, με την παρ. 8 του άνω άρθρου (2) του ίδιου ν.2251/1994 ο προμηθευτής δεν μπορεί να επικαλεσθεί την ακυρότητα ολόκληρης της σύμβασης, για το λόγο ότι ένας ή περισσότεροι γενικοί όροι είναι άκυροι ως καταχρηστικοί. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 4 περ. α` του ιδίου ως άνω ν. 2251/1994, ως καταναλωτής νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα για τα οποία προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά και τα οποία κάνουν χρήση των προϊόντων ή των υπηρεσιών αυτών, εφόσον αποτελούν τον τελικό αποδέκτη τους. (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 999/2019, ΑΠ 828/2018). Καταναλωτής σύμφωνα με την προαναφερομένη διάταξη του ν. 2251/1994, που είναι άξιος της σχετικής προστασίας του, είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αποκτά το προϊόν ή τις υπηρεσίες για ικανοποίηση όχι μόνο των ατομικών αλλά και των επαγγελματικών του αναγκών, αρκούντος απλώς και μόνον του γεγονότος ότι είναι ο τελικός αποδέκτης τούτων.  Τέτοιος δε τελικός αποδέκτης, και όχι ενδιάμεσος, είναι εκείνος, που αναλίσκει ή χρησιμοποιεί το πράγμα σύμφωνα με τον προορισμό του, χωρίς να έχει την πρόθεση να το μεταβιβάσει αυτούσιο ή ύστερα από επεξεργασία σε άλλους αγοραστές, καθώς και αυτός που χρησιμοποιεί ο ίδιος την υπηρεσία και δεν τη διοχετεύει σε τρίτους. Η ανωτέρω έννοια του καταναλωτή, κατά το ν. 2251/1994, αποσκοπεί στη διεύρυνση του υποκειμενικού πεδίου εφαρμογής των προστατευτικών κανόνων αυτού, διότι οι ορισμοί του προϊσχύσαντος ν. 1961/1991, που περιόριζαν την έννοια του καταναλωτή σε αυτόν που αποκτά προϊόντα ή υπηρεσίες για την ικανοποίηση μη επαγγελματικών του αναγκών, απέκλειαν ευρύτατες κατηγορίες καταναλωτών. Στο πλαίσιο της ελληνικής εννόμου τάξεως, δεν έχουν θεσπισθεί ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις που να αφορούν αμέσως τις προϋποθέσεις και την έκταση του ελέγχου των ΓΟΣ τραπεζών. Δεδομένης όμως της διαρκούς επεκτάσεως των μαζικών συναλλαγών με συνέπεια τη συνηθέστατη προσχώρηση του ασθενέστερου οικονομικά μέρους σε μονομερώς διατυπωμένους όρους πρέπει να γίνει δεκτή η επέκταση της προστασίας του καταναλωτή και στις τραπεζικές συναλλαγές. Και τούτο διότι από την ευρεία, ως ανωτέρω, διατύπωση της διατάξεως του άρθρου 1 παρ. 4 περ. α` του ν. 2251/1994 δεν συνάγεται πρόθεση του νομοθέτη να αποκλείσει από το πεδίο εφαρμογής του νόμου τις συναλλαγές αυτές. Εξάλλου, οι συνήθεις τραπεζικές υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων και η χορήγηση δανείων και πιστώσεων απευθύνονται πάντοτε στον τελικό τους αποδέκτη, διότι αναλώνονται με τη χρήση τους. Υπό την εκδοχή αυτή, οι ως άνω τραπεζικές υπηρεσίες είναι παροχές προς τελικούς αποδέκτες (σχετ.ΑΠ 1395/2021, 1138/2020, ΑΠ 1438/2019, ΑΠ 368/2019 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, ο Γ.Ο. Σ. που προβλέπει, ότι οι τόκοι υπολογίζονται με βάση έτος 360 ημερών, προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας, που επιτάσσει οι όροι να είναι διατυπωμένοι κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή, ώστε ο απρόσεκτος μεν ως προς την ενημέρωση του, αλλά διαθέτοντας τη μέση αντίληψη κατά το σχηματισμό της δικαιοπρακτικής του απόφασης, καταναλωτής να γνωρίζει τις συμβατικές δεσμεύσεις, που αναλαμβάνει, ιδίως, όσον αφορά τη σχέση παροχής και αντιπαροχής. Με το να υπολογίζεται το επιτόκιο σε έτος 360 ημερών, ο καταναλωτής, ο οποίος έχει τη δικαιολογημένη προσδοκία ότι το έτος, στο οποίο αναφέρεται η περίοδος εκτοκισμού, θα είναι το ημερολογιακό έτος 365 ημερών, δεν πληροφορείται το (πραγματικό) ετήσιο επιτόκιο, όπως αυτό θα έπρεπε να προσδιορίζεται σύμφωνα και με τη διάταξη του όρθρου 243 παρ.3 ΑΚ. Η δανείστρια τράπεζα διασπά με τον εν λόγω όρο, εντελώς τεχνητά και κατ` απόκλιση των δικαιολογημένων προσδοκιών του καταναλωτή, το χρονικό διάστημα (το έτος), στο oποίo όφειλε να αναφέρεται το επιτόκιο, δημιουργώντας έτσι μία πρόσθετη επιβάρυνση του καταναλωτή δανειολήπτη, ο οποίος πλέον – όταν το επιτόκιο μιας ημέρας προσδιορίζεται με βάση έτος 360 ημερών – για κάθε ημέρα επιβαρύνεται με, κατά 1,3889% περισσότερο, τόκους, καθώς το επιτόκιο υποδιαιρείται για τον προσδιορισμό του τόκου προς 360 ημέρες, χωρίς αυτή, η επιπλέον επιβάρυνση να μπορεί να δικαιολογηθεί με την επίκληση κάποιου σύνθετου χαρακτήρα της παρεχόμενης υπηρεσίας ή από κάποιους εύλογους για τον καταναλωτή λόγους ή από κάποιο δικαιολογημένο ενδιαφέρον της Τράπεζας, ιδίως στη σύγχρονη εποχή, όπου τα ηλεκτρονικά μέσα προσφέρουν, χωρίς καμία πρόσθετη δυσχέρεια, τον επακριβή υπολογισμό των τόκων με έτος 365 ημερών. Άλλωστε το έτος των 365 ημερών ισχύει και εφαρμόζεται σήμερα, κατ` επιταγή της προαναφερόμενης κοινοτικής οδηγίας 2008/48/Ε.Κ., που ενσωματώθηκε στο εθνικό μας δίκαιο με την ΚΥΑ ΖΙ-699/23-6-2010 των Υπουργών Οικονομικών – Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας – Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην καταναλωτική πίστη, με τη στενή έννοια, ρύθμιση που δείχνει τη σημασία που απονέμει και ο κοινοτικός νομοθέτης για τον, κατ` αυτόν τον τρόπο, ακριβή προσδιορισμό του επιτοκίου (ΑΠ 1395/2021, 1138/2020, ΑΠ 1438/2019, ΑΠ 368/2019 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω σύμφωνα με το άρθρο 181 ΑΚ, δικαιοπραξία της οποίας ένα μέρος είναι άκυρο, παραμένει ισχυρή κατά το υπόλοιπο και μόνον κατ`εξαίρεση μπορεί να συνάγεται ή να αποδεικνύεται ότι κατά τη βούληση των μερών η ακυρότητα καταλαμβάνει όλη τη δικαιοπραξία, δηλαδή καθιερώνεται ερμηνευτικός κανόνας υπέρ της μερικής ακυρότητας. Η μερική ακυρότητα δεν αναφέρεται στο ουσιώδες περιεχόμενο της δικαιοπραξίας, οπότε θα προκαλούσε ολική ακυρότητα, αλλά σε επί μέρους όρο, ρήτρα, παροχή της δικαιοπραξίας ή και σε μέρος αυτών. Η μερική ακυρότητα δεν σχετίζεται με την αιτία της ακυρότητας, αλλά αφορά την ενέργειά της με συνέπεια να μπορεί να επέλθει ολική ακυρότητα σε περιπτώσεις που ο λόγος της ακυρότητας αφορά ουσιώδες μέρος της δικαιοπραξίας. Αντικείμενο της μερικής ακυρότητας μπορεί να αποτελέσει μόνο η δικαιοπραξία που μπορεί να κατατμηθεί σε περισσότερα μέρη, χωρίς να μεταβάλλεται το είδος της, έτσι ώστε το έγκυρο μέρος να ισχύει ως αυτοτελής δικαιοπραξία μετά την αφαίρεση του άκυρου μέρους. Η ακυρότητα του μέρους συμπαρασύρει όλη τη δικαιοπραξία, εάν συνάγεται ότι τα μέρη δεν θα την επιχειρούσαν χωρίς το άκυρο μέρος. Για το σκοπό αυτό αναζητείται ερμηνευτικά όχι η πραγματική αλλά η υποθετική ή εικαζόμενη θέληση που θα είχαν οι δικαιοπρακτούντες κατά την κατάρτιση της δικαιοπραξίας, αν γνώριζαν την ακυρότητα του μέρους με βάση και τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, δηλαδή το δικαστήριο συμπληρώνει με νομικό πλάσμα τη θέληση των μερών. Η εξακρίβωση της θέλησης των μερών θα γίνει με βάση τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών και με κριτήρια αντικειμενικά, όπως η φύση της δικαιοπραξίας και ο επιδιωκόμενος σκοπός και υποκειμενικά, όπως τα ελατήρια, οι συνήθειες και τα συμφέροντα των δικαιοπρακτούντων. Η εφαρμογή της ανωτέρω διάταξης προϋποθέτει ότι τα μέρη αγνοούσαν την ακυρότητα του μέρους, διαφορετικά δεν θα είχαν περιλάβει το άκυρο μέρος, διότι αν το περιέλαβαν εν γνώσει της ακυρότητας δεν εφαρμόζεται η διάταξη. Όποιος συνεπώς επικαλείται ολική ακυρότητα της δικαιοπραξίας πρέπει να ισχυρισθεί και να αποδείξει ότι τα μέρη δεν θα κατάρτιζαν την όλη δικαιοπραξία χωρίς το άκυρο μέρος. Προς τούτο πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει τα περιστατικά από τα οποία θα συναγάγει το δικαστήριο ότι οι δικαιοπρακτούντες -συμβαλλόμενοι είχαν αποδώσει τέτοια σημασία στο άκυρο μέρος (σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν με μνεία μεταξύ άλλων και της επιδιωκόμενης οικονομικής αξίας), ώστε αν κατά το χρόνο κατάρτισης της δικαιοπραξίας γνώριζαν την ακυρότητά του, δεν θα επιχειρούσαν τη δικαιοπραξία (AΠ 168/2021). Από το συνδυασμό των ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων (άρθρο 2 παρ.6 και 8 ν.2251/1994, 181, 200 ΑΚ) συνάγεται ότι η ακυρότητα ενός Γενικού Όρου Συναλλαγών (ΓΟΣ) δεν επιδρά επί του κύρους όλης της σύμβασης, αλλά είναι μερική, υπό την έννοια ότι άκυρος θεωρείται μόνο ο συγκεκριμένος καταχρηστικός, σύμφωνα με το νόμο, όρος, εκτός αν συνάγεται ότι η σύμβαση δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος (άρθρο 181 ΑΚ), δηλαδή συνάγεται ότι τα μέρη δεν θα επιχειρούσαν τη δικαιοπραξία χωρίς το άκυρο μέρος, αλλά απέβλεπαν σ` αυτή ως ενιαίο αδιάσπαστο σύνολο. Ως προς το ζήτημα της πλήρωσης του κενού, που δημιουργείται από την ακυρότητα ενός ΓΟΣ, γίνεται δεκτό ότι το σχετικό κενό καλύπτεται καταρχήν με την εφαρμογή του αντίστοιχου κανόνα ενδοτικού δικαίου, εφόσον προβλέπεται σχετική ρύθμιση, διαφορετικά από τη συμπληρωματική ερμηνεία της σύμβασης κατά το άρθρο 200 του ΑΚ (ΑΠ 1395/2021, 1060/2019, ΑΠ 105/2019 ΝΟΜΟΣ).

Με τον δεύτερο λόγο έφεσης η εναγομένη ισχυρίζεται ότι κατ΄εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχτηκε με την εκκαλουμένη  ως ορθό σύστημα υπολογισμού των τόκων στις επίδικες συμβάσεις  εκείνο των 365 ημερών αντί των 360 ημερών που εφάρμοσε η ίδια και περαιτέρω καθόρισε ως ορθό σύστημα υπολογισμού των τόκων εκείνο των 365 ημερών, ενώ με τον τρίτο και τελευταίο λόγο της έφεσης η εναγομένη  ισχυρίζεται ότι κατ΄εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων  το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχτηκε με την εκκαλουμένη ότι ο όρος με τον οποίο προβλέπεται το  δικαίωμα της εναγομένης να καταγγείλει τη σύμβαση δανείου είναι άκυρος ως καταχρηστικός και αντιθετος με την διάταξη του άρθρου 2 παρ 7 εδαφ λ΄του ν 2251/1994  και περαιτέρω αναγνώρισε το δικαίωμα της εναγομένης να καταγγείλει τις δανειακές συμβάσεις  μόνο σε περίπτωση μακροχρόνιας αδυναμίας των εναγόντων να τηρήσουν τους συμβατικούς όρους αφού οι περιληφθέντες στις συμβάσεις όροι δεν επιφέρουν ουσιώδη διατάραξη της ισορροπίας  δικαιωμάτων και υποχρεώσεων σε βάρος των δανειοληπτών. Οι ανωτέρω λόγοι οι οποίοι ερείδονται στις διατάξεις των άρθρων  3 του ν 2842/2000 και  361 ΑΚ  πρέπει να ερευνηθούν περαιτέρω και κατ΄ουσίαν.

Από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με την υπ΄αριθμόν ……../22-9-2004 σύμβαση στεγαστικού δανείου και την ταυτόχρονη πρόσθετη σ΄αυτήν πράξη που συνήφθη στις 22-9- 2004  ανάμεσα στην εναγομένη από τη μια πλευρά και τον πρώτο ενάγοντα και την σύζυγό του, ………….. από την άλλη, η πρώτη χορήγησε  στους τελευταίους δάνειο ύψους 200.000 ευρώ  για την αγορά αποπερατωμένου ακινήτου και συγκεκριμένα μιας κατοικίας στον …. Αττικής, στη θεση «……»  για χρονικό διάστημα  15 ετών και αποπληρωμή σε 180 τοκοχρεωλυτικές  δόσεις  με κυμαινόμενο επιτόκιο  αποτελούμενο από το άθροισμα του εκάστοτε ελάχιστου επιτοκίου προσφοράς  για τις πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης των πιστωτικών ιδρυμάτων από το Ευρωσύστημα πλέον περιθωρίου 1,50 % πλέον της εισφοράς  του ν 128/75 και με υπολογισμό των τόκων βάσει έτους 360 ημερών (όρος 16ος  της ταυτόχρονης πρόσθετης πράξης). Προς εξασφάλιση του ποσού του δανείου η εναγομένη ενέγραψε προσημείωση υποθήκης σε βάρος του ακινήτου αυτού για ποσό 240.000 ευρώ. Αυθημερόν οι ανωτέρω συμβαλλόμενοι συνήψαν την με αριθμό …../22-9-2004 σύμβαση στεγαστικου δανείου μετά της ταυτόχρονης   πρόσθετης σ΄αυτήν πράξης δυνάμει της οποίας οι ανωτέρω συνοφειλέτες δανειοδοτήθηκαν  από την εναγομένη με το ποσό των 150.000 ευρώ με σκοπο την επισκευή αποπερατωμένου ακινήτου και συγκεκριμένα του προπεριγραφόμενου ακινήτου  για χρονικό διάστημα 15 ετών και αποπληρωμή σε 180 τοκοχρεωλυτικές δόσεις με κυμαινόμενο επιτόκιο  αποτελούμενο από το άθροισμα του εκάστοτε ελάχιστου επιτοκίου προσφοράς  για τις πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης των πιστωτικών ιδρυμάτων από το Ευρωσύστημα πλέον περιθωρίου 1,50 % πλέον της εισφοράς  του ν 128/75 και με υπολογισμό των τόκων βάσει έτους 360 ημερών (όρος 16ος  της ταυτόχρονης πρόσθετης πράξης). Προς εξασφάλιση του ποσού του δανείου η εναγομένη ενέγραψε προσημείωση υποθήκης σε βάρος του ακινήτου αυτού για ποσό 180.000 ευρώ. Τρία χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα στις 5-3-2007 οι ανωτέρω συνοφειλέτες δανειοδοτήθηκαν δυνάμει της υπ΄αριθμόν ……./5-3-2007 σύμβασης στεγαστικού δανείου μετά της πρόσθετης σ΄ αυτήν πράξης  από την εναγομένη με το ποσό των 40.000 ευρώ και με υπολογισμό των τόκων βάσει έτους 360 ημερών. Προς εξασφάλιση του ποσού αυτού η πρώτη εναγομένη ενέγραψε προσημείωση υποθηκης για ποσό 48.000 ευρώ. Μετά πάροδο επτά ετών  οι δανειολήπτες (πρώτος ενάγων και …. …….) αντιμετώπισαν δυσχέρειες στην αποπληρωμή των δόσεων και προς αντιμετώπιση του προβλήματος  στις 5-3-2014  συνήψαν με την εναγομένη  α)την από 5-3-2014 πρόσθετη πράξη στην υπ΄αριθμόν …../22-9-2004  σύμβαση  β) την από 5-3-2014 πρόσθετη πράξη στην υπ΄αριθμόν …../22-9-2004 σύμβαση  και γ) την από 5-3-2014 πρόσθετη πράξη στην υπ΄αριθμόν …./22-9-2004 σύμβαση  με τις οποίες μειώθηκε η μηνιαία δόση και επιμηκύνθηκε ο χρόνος αποπληρωμής των ποσών των δανείων. Στις 25-2-2015 απεβίωσε η ……………  και κληρονομήθηκε από τον σύζυγό της (πρώτο των εναγόντων) και τα τέκνα της (λοιποί των εναγόντων), οι οποίοι δεν ανταποκρίθηκαν    στις υποχρεώσεις τους έναντι της εναγομένης  και στις 16-12-2016 η τελευταία  προέβη σε καταγγελία της υπ΄αριθμόν ……/22-9-2004 σύμβασης  δανείου  την οποία επέδωσε στους υπόχρεους στις 30-1-2017. Προς αποφυγή δικαστικών ενεργειών σε βάρος  τους   ο πρώτος των εναγόντων στις 30-3-2017 προέβη σε συμφωνία με την εναγομένη για διευκόλυνση αποπληρωμής της οφειλής  από την υπ΄αριθμόν …../22-9-2004 αναγνωρίζοντας ως  οφειλόμενο  από την σύμβαση αυτή  το ποσό των  94.886,39 ευρώ. Ένα χρόνο αργότερα και συγκεκριμένα  στις 8-3-2018 η εναγομένη  προέβη σε καταγγελία και της υπ΄αριθμόν ……./22-9-2004 σύμβασης  δανείου την οποία επέδωσε στους υπόχρεους στις 13-3-2018. Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι κατά τον χρόνο σύναψης των ανωτέρω συμβάσεων (2004, 2004 και 2007, αντίστοιχα) ήταν σε ισχύ η Οδηγία 98/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16-2-1998 «σχετικά με την τροποποίηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που διέπουν την καταναλωτική πίστη», με την οποία ορίστηκε ότι το έτος θεωρείται ότι έχει 365 ημέρες και όχι 360 ημέρες,  η οποία ενσωματώθηκε στην εθνική νομοθεσία με την Υπουργική Απόφαση Ζ1-798/25-6-2008 (ΦΕΚ Β 1353/11-7-2008) με την οποία, απαγορεύτηκε ειδικότερα, σε συμβάσεις στεγαστικού δανείου ο όρος που προβλέπει υπολογισμό  των τόκων με βάση έτος 360 ημερών αντί του ημερολογιακού έτους (365 ημερών). Ως εκ τούτου η διάταξη του άρθρου 3 παρ 1 του ν 2842/2000 «περί αντικατάστασης της δραχμής με το ευρώ»  στην οποία ορίζεται ότι οποιαδήποτε στο διατραπεζικο επιτόκιο δανεισμού Αθηνών (Athibor) που προβλέπεται  σε υφιστάμενες νομικές πράξεις , κατά την έννοια  του άρθρου 1 του Κανονισμού 1103/97, αντικαθίσταται αυτοδικαίως από αναφορά στο επιτόκιο Euribor, στο οποίο λαμβάνονται υπόψη, ως βάση υπολογισμού των τόκων, οι πραγματικές ημέρες και το έτος των 360 ημερών, προσαρμοζόμενο κατά τον λόγο 365 προς 360, βάσει του οποίου (του ν 2842/2000) περιληφθηκε  ο προσβληθείς όρος στις συναφθείσες συμβάσεις, πρέπει να ερμηνευθεί  υπό το φως της ανωτέρω Οδηγίας και να υπολογιστούν οι τόκοι, στην συγκεκριμένη περίπτωση,  με έτος 365 ημερών.  Επομενως, ο περιληφθείς στις ανωτέρω  συμβάσεις όρος  περί υπολογισμού των τόκων με βάση έτος 360 ημερών είναι καταχρηστικός καθόσον προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας που επιτάσσει οι όροι να είναι διατυπωμένοι κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή, ώστε ο απρόσεκτος  μεν ως  προς την ενημέρωσή του, αλλά  διαθέτοντας τη μέση αντίληψη κατά το σχηματισμό της δικαιοπρακτικής του απόφασης  καταναλωτής  να γνωρίζει  τις συμβατικές δεσμεύσεις που αναλαμβάνει ιδίως  όσον αφορά τη σχέση παροχής και αντιπαροχής. Ειδικότερα, με το να υπολογίζεται το επιτόκιο σε έτος 360 ημερών ο καταναλωτής  ο οποίος έχει την δικαιολογημένη προσδοκία ότι το έτος στο οποίο αναφέρεται η περίοδος εκτοκισμού θα είναι το ημερολογιακό έτος 365 ημερών, δεν πληροφορειται  το πραγματικό ετήσιο  επιτόκιο, όπως αυτό θα έπρεπε  να προσδιορίζεται σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 243 παρ 3 ΑΚ. Η δανείστρια τράπεζα διασπά με τον εν λόγω όρο, εντελώς τεχνητά και κατ΄απόκλιση των δικαιολογημένων προσδοκιών του καταναλωτή, το χρονικό διάστημα (το έτος), στο οποίο  όφειλε να αναφέρεται το επιτόκιο, δημιουργώντας  έτσι μία πρόσθετη επιβάρυνση  του καταναλωτή – δανειολήπτη, ο οποίος πλέον – όταν το επιτόκιο μιας ημέρας  προσδιορίζεται με βάση έτος 360 ημερών, επιβαρύνεται κάθε ημέρα με κατά 1,3889% περισσότερο, τόκους, καθώς το επιτόκιο υποδιαιρείται για τον προσδιορισμό του τόκου προς 360 ημέρες χωρίς αυτή, η επιπλέον επιβάρυνση να μπορεί να δικαιολογηθεί  με την επίκληση κάποιου σύνθετου χαρακτήρα της παρεχόμενης υπηρεσίας ή από κάποιους εύλογους  για τον καταναλωτή λόγους ή από καποιο δικαιολογημένο ενδιαφέρον της Τράπεζας, ιδίως στη σύγχρονη εποχή που τα ηλεκτρονικά μέσα προσφέρουν χωρίς καμία  πρόσθετη δυσχέρεια, τον επακριβή υπολογισμό των τόκων με έτος 365 ημερών, όπως αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη. Το γεγονός δε, ότι με την Οδηγία 2008/48/ΕΚ  του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου  και του Συμβουλίου της 23-4-2008  «για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλιου»,η οποία ενσωματώθηκε  στην εθνική νομοθεσία με την ΚΥΑ Ζ1-699/23-6-2010 των Υπουργών Οικονομικών – Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας – Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (η οποία καθιερώνει  διάρκεια έτους 365 ημερών, η οποία, όμως,  εφαρμόζεται στην καταναλωτική πίστη με την στενή έννοια (ΑΠ 1395/2021,  ΑΠ 1138/2020),καταργήθηκε η προαναφερόμενη  Οδηγία 87/102/ΕΟΚ, και ως εκ τούτου δεν τυγχάνει πλέον εφαρμογής η ανωτέρω υπουργική απόφαση(Ζ1-798/25-6-2008 (ΦΕΚ Β 1353/11-7-2008), η  οποία την  ενσωμάτωσε  στην εθνική νομοθεσία,  δεν καθιστά, έστω και αν οι συναφθείσες συμβάσεις υπάγονται στις περιπτώσεις εκείνες για τις οποίες δεν εφαρμόζεται η  ΚΥΑ Ζ1-699/23-6-2010 (άρθρο 2 περ α, β, γ  της ΚΥΑ), τον σχετικό όρο (δηλαδή τον όρο υπολογισμού των τόκων με βάση έτος 360 ημερών)  νόμιμο  καθόσον  δεν επακολούθησε μεταγενέστερη συμφωνία των δανειοληπτών δοθέντος ότι  η καταχρηστικότητα ενός ΓΟΣ επί ατομικών διαφορών, κρίνεται σύμφωνα  με το δίκαιο που ίσχυε κατά το χρόνο  που, κατά την διάρκεια  της σύμβασης ανακύπτει το πρόβλημα που οδηγεί στην επίκληση αυτού σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, ήτοι από της συνάψεως των συμβάσεων και εντεύθεν αφού έκτοτε η εκκαλούσα υπολόγιζε τους οφειλόμενους τόκους με βάση έτος 360 ημερών.  Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε τον εν λόγω όρο καταχρηστικό και ακολούθως συμπλήρωσε το κενό, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, ορίζοντας ότι οι τόκοι πρέπει να υπολογιστούν με βάση το ημερολογιακό έτος των 365 ημερών, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και χωρίς πλημμέλεια εκτίμησε τις αποδείξεις και όλα όσα αντίθετα υποστηρίζει η εκκαλούσα με σχετικό λόγο της έφεσης  είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι στις ανωτέρω συμβάσεις περιλαμβάνεται όρος υπό τον τίτλο «ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ» σύμφωνα με τον οποίο  «σε περίπτωση παραβάσεως οιουδήποτε όρου της παρούσης ενδεικτικά δε των όρων τέσσερα (4), πέντε (5), εξ(6), εννέα(9) και δέκα (10) της παρούσης που συνομολογούνται κύριοι και ουσιώδεις η Τράπεζα δικαιούται να καταγγείλει τη σύμβαση, να κηρύξει το δάνειο αμέσως και  άνευ άλλο τινός, ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και να αξιώσει την εξόφληση ολόκληρου του ανεξόφλητου ποσού του κεφαλαίου, των πάσης φύσεως τόκων και λοιπών επιβαρύνσεων. Πρέπει δε, να σημειωθεί  ο υπ΄αριθμόν  τέσσερα(4) όρος αναφέρεται στην υποχρέωση των δανειοληπτών να εξοφλήσουν το δάνειο, ο υπ΄αριθμόν πέντε (5) όρος αναφέρεται  στο είδος και στο ύψος του  επιτοκίου  του δανείου, ο υπ΄αριθμόν εξ (6) όρος αναφέρεται στις συνέπειες  της υπερημερίας των συνοφειλετών, στο επιτόκιο υπερημερίας και στον υπολογισμό  αυτών ενώ επισημαίνεται ότι η εναγομένη τράπεζα έχει δικαίωμα να καταγγείλει την σύμβαση και να κηρύξει ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και το μη ληξιπρόθεσμο  μέρος του δανείου  σε περίπτωση μη καταβολής τριών  (3)  διαδοχικών μηνιαίων δόσεων ενώ δεν περιέχεται όρος που να προβλέπει δικαίωμα καταγγελίας των συμβάσεων  σε περίπτωση καθυστέρησης καταβολής πληρωμής οποιασδήποτε δόσης ή μέρους αυτής ή τόκων όπως δέχθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη εφαρμόζοντας την  υπουργική απόφαση Ζ1 798/25-6-2008 (ΦΕΚ Β 1353/2008). Εξάλλου, ο ανωτέρω όρος περί καταγγελίας της σύμβασης σε περίπτωση παράλειψης καταβολής τριών (3) διαδοχικών μηνιαίων δόσεων δεν προκαλεί υπέρμετρη διατάραξη της ισορροπίας  των δικαιωμάτων  και των υποχρεώσεων των συμβληθέντων εις βάρος των εναγόντων  καθόσον  η παράλειψη καταβολής των μηνιαίων δόσεων για χρονικό διάστημα των τριών μηνών  δικαιολογεί  συναγωγή  συμπεράσματος περί αδιαφορίας αυτών  περί την εκπλήρωση των υποχρεώσεων τους απέναντι στην δανείστρια τράπεζα.  Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που αναγνώρισε ως άκυρο τον ανωτέρω όρο και αναγνώρισε το δικαίωμα της εναγομένης να καταγγείλει τις επίδικες δανειακές συμβάσεις  μόνο σε περίπτωση μακροχρόνιας  αδυναμίας των εναγόντων να τηρήσουν τους συμβατικούς όρους εσφαλμένα ερμήνευσε και εφήρμοσε το νόμο και πλημμελώς εκτίμησε τις αποδείξεις.  Κατόπιν αυτών πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς το ανωτέρω κεφάλαιο, να κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο, να δικαστεί  ως προς το κεφάλαιο αυτό και   ν΄απορριφθεί η αγωγή   ως προς αυτό. Τα δικαστικά  έξοδα  και των δυο βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων καθόσον η ερμηνεία των κανόνων ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρα 183, 191 παρ 2 και  179 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει, ενόψει της παραδοχής   της έφεσης,  να διαταχθεί και η επιστροφή  του κατατεθέντος παραβόλου  στο Δημόσιο Ταμείο (αρθρο 495 παρ 3 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ  αντιμωλία των διαδίκων

ΔΕΧΕΤΑΙ    την έφεση

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ΄αριθμόν 740/2020 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά  ως προς το κεφάλαιο περί καταγγελίας των συμβάσεων

ΚΡΑΤΕΙ  και ΔΙΚΑΖΕΙ την υπ΄αριθμόν …………../2018 αγωγή που απευθύνεται  ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου ως προς το ανωτέρω κεφάλαιο

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ  την αγωγή ως προς αυτό

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ  τα δικαστικά έξοδα και των δυο βαθμών δικαιοδοσίας  μεταξύ των διαδίκων

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ  την επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου άσκησης έφεσης  στην εκκαλούσα

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 2α Ιουνίου 2022.

    Η   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και αντ΄ αυτής, λόγω συνταξιο-

τήσεως και αναχωρήσεώς της,

η αρχαιότερη της συνθέσεως

Εφέτης, Σταυρούλα Λιακέα.

Δημοσιεύθηκε δε στις 11 Οκτωβρίου 2022 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με άλλη σύνθεση, λόγω της αποχώρησης από την υπηρεσία λόγω συμπλήρωσης του ορίου ηλικίας της Προέδρου Εφετών Ισιδώρας Πόγκα, αποτελούμενη από τους Δικαστές, Σταυρούλα Λιακέα, Προεδρεύουσα Εφέτη, Ιωάννα Μάμαλη και Χρυσή Φυντριλάκη, Εφέτες και με Γραμματέα την Τ.Λ.,  με απόντες τους διαδίκους.

Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΕΦΕΤΗΣ                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ