Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 690/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης  690/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις …………….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της εκκαλούσας καθ’ης η ανακοπή: ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας ……………… την οποία στο ακροατήριο εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος της Σοφία Καραχάλιου.

Της εφεσιβλήτων ανακοπτόντων: 1) ……….. 2) ……………. τους οποίους στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Δημήτριος Σφακιανάκης.

Οι ανακόπτοντες ζήτησαν να γίνει δεκτή η από 24.4.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…………/24.4.2019) ανακοπή τους του άρθρου 933 του ΚΠολΔ, την οποία άσκησαν κατά της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “…………….”, ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Επί της εν λόγω ανακοπής εκδόθηκε, ερήμην της καθ’ης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, η υπ’αριθμ. 3331/2019 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία έγινε δεκτή η ανακοπή και ως ουσιαστικά βάσιμη, λόγω του συναγομένου από την ερημοδικία της καθ’ης τεκμηρίου ομολογίας των συγκροτούντων την ιστορική βάση των λόγων της ανακοπής πραγματικών περιστατικών.

Η  εν όλω ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό καθ’ης η ανακοπή με την ασκηθείσα ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου από 10.6.2020 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………./10.6.2020 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και  με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …../10.6.2020 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεσή της, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση αρχικά για τη δικάσιμο της 22ης.10.2020, όταν και αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 18ης.3.2021, κατά  την οποία όμως δεν εκφωνήθηκε εξαιτίας της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων της χώρας λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού COVID-19 για το χρονικό διάστημα από 11.2.2021 έως 22.3.2021, προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο αυτού του Δικαστηρίου στην αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο, που προσδιορίσθηκε αυτεπαγγέλτως προς εκδίκαση με την υπ’αριθμ.86/2021 Πράξη της ορισθείσας από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή του ιδίου Δικαστηρίου Σπυριδούλα Μακρή, Πρόεδρο Εφετών, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 21 του ν.4786/2021 και την εκφώνησή της με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι ανωτέρω πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, στους οποίους δόθηκε διαδοχικά ο λόγος από τη Δικαστή, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Σύμφωνα με το άρθρο 528 του ΚΠολΔ, αν ασκηθεί έφεση από το διάδικο που δικάστηκε ερήμην, η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, χωρίς να απαιτείται να ευδοκιμήσει προηγουμένως κάποιος λόγος της έφεσης. Η εξαφάνιση της απόφασης επέρχεται με μόνη την άσκηση νομότυπης και εμπρόθεσμης έφεσης, ανεξάρτητα αν οι λόγοι αυτής είναι και βάσιμοι κατ’ ουσίαν (ΑΠ 476/2017, ΑΠ 11/2016, ΑΠ 280/2012, ΕφΑθ 4948/2018 δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Στην περίπτωση αυτή, στο πλαίσιο της προφορικής συζήτησης, που ισχύει πλέον σε όλη την έκταση των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων, η έφεση επιφέρει χωρίς έρευνα των λόγων της, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης και την αναδίκαση της υπόθεσης από το Εφετείο, όπου γίνεται νέα συζήτηση της υπόθεσης, κατά την οποία ο εκκαλών μπορεί να προβάλει όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς, τους οποίους και πρωτοδίκως είχε δικαίωμα να προτείνει, χωρίς να υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 527 του ΚΠολΔ (ΑΠ 476/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 526/2016, ΑΠ 907/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1015/2005 Ελλνη 46,1100, ΕφΑθ 2120/2014, ΕφΔωδ 64/2015 ΝΟΜΟΣ). Επιπλέον, κατά τη διάταξη του άρθρου 524 παρ.2 εδαφ. α΄του ΚΠολΔ, όπως το άρθρο αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 44 παρ. 1 Ν. 3994/2011 και με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α’  87/23-7-2015) που εφαρμόζεται για τα κατατεθειμένα από την 1.1.2016 ένδικα μέσα, «η προφορική συζήτηση είναι υποχρεωτική μόνο στην περίπτωση του άρθρου 528. Η κατάθεση των προτάσεων και της προσθήκης σε αυτές γίνεται στις προθεσμίες του εδαφίου β΄ της παραγράφου 1». Η εμπρόθεσμη και παραδεκτή άσκηση έφεσης του δικασθέντος ερήμην πρωτοδίκως επιφέρει την εξαφάνιση της ερήμην απόφασης, χωρίς να απαιτείται να ευδοκιμήσει κάποιος λόγος έφεσης, αλλά αρκεί η “τυπική” παραδοχή της, κατά το άρθρο 532 του ΚΠολΔ, καθώς αυτή έχει τα αποτελέσματα της καταργηθείσης αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδοκίας (ΑΠ 579/2018, ΑΠ 546/2014, ΑΠ 1015/2005, ΕφΠατρ 161/2019, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος), με αποτέλεσμα η υπόθεση να αναδικάζεται από το εφετείο που μετατρέπεται, στην περίπτωση αυτή, ουσιαστικά σε πρωτοβάθμιο δικαστήριο (ΑΠ 579/2018, ΑΠ 495/2017, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Η εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης γίνεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους έφεσης. Με τη διάταξη αυτή εφαρμόζεται η καθιερούμενη από το άρθρο 106 του ΚΠολΔ γενική αρχή της διάθεσης, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο ενεργεί μόνον ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά, την οποία αρχή ρυθμίζει ειδικά η διάταξη του άρθρου 522 του ΚΠολΔ. Έτσι, στην περίπτωση που ο διάδικος ο οποίος δικάστηκε ερήμην στον πρώτο βαθμό, διατυπώνει με την έφεσή του παράπονα για την κρίση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής, το εφετείο, εφόσον η έφεση είναι τυπικά παραδεκτή, εξαφανίζει την απόφαση χωρίς ανάγκη να γίνει δεκτός, ως βάσιμος κατ’ουσίαν κάποιος λόγος της έφεσης (ΑΠ 579/2018, ΑΠ 6/2017, ΑΠ 343/2013, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 271 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το Ν. 4335/2015 και εφαρμόζεται σε όλες τις εκκρεμείς δίκες από 1.1.2016 (βλ. άρθρο 9 παρ. 4 του άρθρου πρώτου του Ν. 4335/2015, όπου προβλέπεται ότι, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά σε επιμέρους διατάξεις, η ισχύς του νόμου αρχίζει από την 1.1.2016), προκύπτει ότι αν ο εναγόμενος δεν εμφανιστεί στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση της αγωγής, το Δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν η αγωγή με κλήση για τη συζήτηση επιδόθηκαν σε αυτόν νόμιμα και εμπρόθεσμα και, σε αρνητική περίπτωση, κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση, διαφορετικά συζητεί την υπόθεση ερήμην του εναγόμενου. Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 271 παρ. 3 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 591 παρ.1 του ιδίου Κώδικα, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το Ν. 4335/2015, στην περίπτωση ερημοδικίας του εναγομένου, οι περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί του ενάγοντος θεωρούνται ομολογημένοι, εκτός αν πρόκειται για γεγονότα για τα οποία δεν επιτρέπεται ομολογία, και η αγωγή γίνεται δεκτή, εφόσον κρίνεται νομικά βάσιμη και δεν υπάρχει ένσταση που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, διάταξη, που εφαρμόζεται αναλογικά και σε περιπτώσεις των εκδικαζόμενων ανακοπών των άρθρ. 632 παρ.1 και 933 επ. του ΚΠολΔ, καθόσον δεν υφίσταται ειδική πρόβλεψη στη διαδικασία εκδίκασης των ανακοπών περί την εκτέλεση ανάλογη με αυτήν του άρθρου 621 παρ. 2 εδαφ.β΄του ΚΠολΔ που προβλέπεται για τις εργατικές διαφορές, ως προς την ερημοδικία των διαδίκων, συνάγεται τεκμήριο ομολογίας των λόγων της ανακοπής από τον ερημοδικασθέντα καθ’ ου. Στην περίπτωση αυτή νομότυπη και εμπρόθεσμη άσκηση έφεσης από τον  καθ’ου, που δικάσθηκε ερήμην, συνεπάγεται πάντοτε την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ως προς όλες τις διατάξεις της, συμπεριλαμβανομένης και εκείνης περί δικαστικών εξόδων, όπως προκύπτει από την αδιάστικτη διατύπωση των άρθρων 513 παρ. 1 εδ. β΄και 535 παρ.1 του ΚΠολΔ, αφού με την έφεσή του αμφισβητεί το τεκμήριο ομολογίας του. Μετά την εξαφάνιση της απόφασης, χωρεί ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου νέα συζήτηση της υπόθεσης, κατά την οποία ο εκκαλών δικαιούται να προτείνει όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς, τους οποίους και πρωτοδίκως μπορούσε να προτείνει, χωρίς να υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 527 αριθμ.3 του ΚΠολΔ. Η κατά την προηγούμενη παράγραφο εξαφάνιση της απόφασης, κατά παραδοχή της έφεσης, γίνεται χωρίς έρευνα των λόγων της τελευταίας. Δηλαδή, η έφεση του διαδίκου που ερημοδικάσθηκε πρωτοδίκως λειτουργεί ως ανακοπή ερημοδικίας, ακόμα και αν δεν περιέχεται στο εφετήριο κάποιος συγκεκριμένος λόγος έφεσης και συνεπάγεται άνευ ετέρου εξαφάνιση της ερήμην απόφασης και τη νέα συζήτηση της υπόθεσης (βλ. σχετ. περί των ανωτέρω ΜονΕφΑθ 72/2022, 513/2022, 4498/2021, ΜονΕφΑιγ 80/2020, ΜονΕφΝαυπλ 131/2020, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η από 10.6.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………../10.6.2020 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ. καταθ………../10.6.2020 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεση της εν όλω ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό καθ’ης η ανακοπή ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας κατά της υπ’αριθμ. 3331/2019 οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, ερήμην της καθ’ης και ήδη εκκαλούσας, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, επί της από 24.4.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ. καταθ………./24.4.2019) ανακοπής του άρθρου 933 του ΚΠολΔ, διώκουσας την ακύρωση των σ’αυτήν αναφερομένων πράξεων της επισπευδομένης από την καθ’ης σε βάρος των ανακοπτόντων και ήδη εφεσιβλήτων για την ικανοποίηση χρηματικής απαίτησής της, απορρέουσας από την ιδιότητά τους ως εγγυητών δανειακής σύμβασης διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης (έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτου και αποσπάσματος κατασχετήριας έκθεσης) και εξοπλισμένης με διαταγή πληρωμής, για τους ειδικότερα εκτιθέμενους στο δικόγραφο λόγους, που συνίστανται – όλως συνοπτικά – σε καταχρηστικότητα της επίσπευσης της εκτέλεσης και σε εσφαλμένη και ανακριβή περιγραφή στις ανωτέρω πράξεις του κατασχεθέντος ακινήτου, συγκυριότητας των ανακοπτόντων κατά το ιδανικό μερίδιο των 3/4 και του 1/4 αντίστοιχα, των συστατικών και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του, τόσο σοβαρή, ώστε να δημιουργούνται αμφιβολίες περί την ταυτότητα του ακινήτου, και με την οποία (εκκαλουμένη απόφαση) έγινε δεκτή η ανακοπή και ως ουσιαστικά βάσιμη κατά παραδοχήν των λόγων της, εξαιτίας του συναγομένου από την ερημοδικία της – εμπρόθεσμα και νομότυπα κλητευθείσας για τη δικάσιμο – καθ’ης τεκμηρίου ομολογίας των συγκροτούντων την ιστορική βάση των λόγων της και επιδεκτικών ομολογίας πραγματικών περιστατικών, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 271 παρ.3, 352 παρ.1, 591 παρ.1 εδαφ.α΄, 616 επ. και 937 παρ.3 του ΚΠολΔ, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη, ακυρώθηκαν οι προσβαλλόμενες πράξεις εκτέλεσης και καταδικάσθηκε η καθ’ης στη δικαστική δαπάνη των ανακοπτόντων, το ύψος της οποίας προσδιορίσθηκε στο ποσό των 4.200 ευρώ. Η ανωτέρω έφεση, η οποία υπάγεται στην καθ’ύλην, κατά τόπον και λειτουργική αρμοδιότητα του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, στο οποίο και απευθύνεται, σύμφωνα με το (εφαρμοστέο κατ’ άρθρο 72 παρ. 13 του Ν. 3994/2011) νέο άρθρο 19 περ.α΄του ΚΠολΔ, όπως τούτο ισχύει μετά από την τροποποίησή του από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν.3994/2011, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ.1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517 εδαφ.α΄, 518 παρ.2, 520 παρ.1 του ΚΠολΔ, 591 παρ.1 εδαφ.α’ του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 10.6.2020 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ………../10.6.2020), δεδομένου ότι ούτε από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ούτε παρήλθε η νόμιμη καταχρηστική προθεσμία των δύο (2) ετών από τη δημοσίευσή της στις 26.9.2019 και δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου, ενώ για το παραδεκτό της έχει καταβληθεί από την εκκαλούσα το προβλεπόμενο στη διάταξη της παρ.4 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ παράβολο. Συνεπώς η έφεση είναι παραδεκτή (άρθρο 532 του ΚΠολΔ). Περαιτέρω, αφού η έφεση ασκήθηκε από διάδικο, ο οποίος, κατά τα προεκτεθέντα, δικάσθηκε ερήμην, πρέπει να γίνει δεκτή και κατ’ουσίαν, και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς όλες τις διατάξεις της, καθώς με την έφεση αυτή προσάπτονται στην ανωτέρω απόφαση αιτιάσεις, με τις οποίες, όπως εκτιμώνται στο σύνολό τους οι περιεχόμενοι στο εφετήριο λόγοι, η εκκαλούσα και ερημοδικασθείσα στον πρώτο βαθμό καθ’ης αρνείται ουσιαστικά τη βασιμότητα των λόγων της ανακοπής του άρθρου 933 του ΚΠολΔ, αμφισβητώντας το συναγόμενο από την ερημοδικία της τεκμήριο ομολογίας της και ζητώντας την εξαφάνιση της εκκαλουμένης κατά το εσφαλμένο διατακτικό της, ούτως ώστε, αφού κρατηθεί και επανεξετασθεί εξαρχής η υπόθεση, ν’απορριφθεί η σε βάρος της ασκηθείσα ανακοπή, πλήττεται δηλαδή, η πρωτόδικη ερήμην απόφαση στο σύνολό της, και, επομένως, πρέπει να εξαφανισθεί εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, ήτοι εν προκειμένω ολοσχερώς, της διάταξης της δικαστικής δαπάνης κατά νομική αναγκαιότητα συμπεριλαμβανομένης. Δεδομένου, λοιπόν, ότι η έφεση κατά της ως άνω ερήμην απόφασης είναι παραδεκτή και ο λόγος αυτός (η άρνηση της βασιμότητας των λόγων της ανακοπής από την εκκαλούσα/ερημοδικασθείσα καθ’ης) πλήττει την ερήμην απόφαση στο σύνολό της, επιβάλλεται η άμεση (εκ προοιμίου) εξαφάνιση της εκκαλούμενης οριστικής πρωτόδικης ερήμην απόφασης ως προς όλες τις διατάξεις της, σύμφωνα με το άρθρο 528 εδαφ. α΄του  ΚΠολΔ (το οποίο παρέμεινε το ίδιο και μετά από το Ν. 4335/2015), χωρίς να απαιτείται προς τούτο η έφεση να περιέχει και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο να ερευνήσει και να δεχθεί κάποιο συγκεκριμένο παραδεκτό και (νόμω και ουσία) βάσιμο λόγο, όπως απαιτείται κατ’ άρθρο 535 παρ.1 του ΚΠολΔ για τις εκκαλούμενες αποφάσεις που εκδόθηκαν κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων. Αντιθέτως, αρκεί κατ’ άρθρο 528 εδαφ. α΄του ΚΠολΔ για την άμεση και καθολική εξαφάνιση της εκκαλούμενης ερήμην απόφασης η «τυπική» παραδοχή της έφεσης κατ’άρθρο 532 του ΚΠολΔ, η οποία, έτσι, λειτουργεί ως υποκατάστατο της καταργημένης αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας και επιφέρει την αναδίκαση της υπόθεσης από το εφετείο, το οποίο μετατρέπεται στην περίπτωση αυτή ουσιαστικά σε πρωτοβάθμιο δικαστήριο, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη. Μάλιστα, η με την τυπική παραδοχή της έφεσης άμεση και καθολική εξαφάνιση της ερήμην απόφασης ισχύει κατά την ρητή διάταξη του άρθρου 528 εδαφ.α΄ του ΚΠολΔ, ανεξάρτητα από το αν η ερήμην απόφαση εκδόθηκε κατά την τακτική ή κάποια ειδική διαδικασία ή κατά την διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας. Μετά από την ως άνω άμεση και καθολική εξαφάνιση της εκκαλουμένης οριστικής πρωτόδικης και ερήμην της καθ’ης η ανακοπή εκδοθείσας απόφασης, πρέπει, αφού διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και δικασθεί εξαρχής, να διερευνηθεί το παραδεκτό της ένδικης ανακοπής, καθώς και η νομική και η ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της, κατά την ίδια με την πρωτοβάθμια απόφαση προσήκουσα ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 614 και 937 παρ.3 του ΚΠολΔ). Τέλος, εφόσον η έφεση έγινε δεκτή τυπικά και κατ’ουσίαν, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στη νικήσασα εκκαλούσα (άρθρο 495 παρ.4 εδαφ.ε΄του ΚΠολΔ).

Οι ανακόπτοντες με την κρινόμενη από 24.4.2019 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ…………/24.4.2019) ανακοπή τους του άρθρου 933 του ΚΠολΔ ζητούν την ακύρωση της υπ’αριθμ………/4.3.2019 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτου της διορισμένης στο Πρωτοδικείο Αθηνών Δικαστικής Επιμελήτριας . ……….., με την οποία κατασχέθηκε αναγκαστικά, με την επίσπευση της καθ’ης, ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας, το σ’αυτήν περιγραφόμενο ακίνητο, συγκυριότητάς τους κατά το ιδανικό μερίδιο των 3/4 και του 1/4 αντίστοιχα, κείμενο στο Δήμο Κρωπίας Αττικής, προς ικανοποίηση μέρους χρηματικής απαίτησής της σε βάρος τους, ειδικότερα ανερχομένου στο σε ευρώ ισάξιο κατά την ημέρα της πληρωμής του ποσού των 280.000 δολαρίων Η.Π.Α., για το σύνολο της οποίας έχει, κατόπιν αίτησής της, εκδοθεί – μεταξύ άλλων φυσικών και νομικών προσώπων – και κατά των ιδίων η υπ’αριθμ………./2018 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία υποχρεώθηκαν να της καταβάλουν το σε ευρώ ισάξιο κατά το χρόνο της πληρωμής του ποσού των 2.750.000 δολαρίων Η.Π.Α., πλέον τόκων, ενεχόμενοι ως εγγυητές των επίσης αναφερομένων στο δικόγραφο τριών (3) δανειακών συμβάσεων, με πρωτοφειλέτρια την αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία “………”, πλοιοκτήτρια του ήδη εκπλειστηριασθέντος, επίσης με την επίσπευση της αντιδίκου τους, πλοίου με την ονομασία “V”, καθώς και του υπ’αριθμ……../12.3.2019 αποσπάσματος της ανωτέρω κατασχετήριας έκθεσης της ιδίας Δικαστικής Επιμελήτριας, με το οποίο προσδιορίσθηκε το πρώτον ως ημερομηνία διενέργειας του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού του κατασχεθέντος ακινήτου τους η 9η.10.2019, ενώπιον του Συμβολαιογράφου Πειραιώς ………….. ως επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου, με τιμή πρώτης προσφοράς το ποσό των 890.000 ευρώ, για τους λόγους που αναλυτικά εκτίθενται στο δικόγραφο και συνίστανται, κατά συνοπτική εκτίμηση των συγκροτούντων αυτούς και παρατιθέμενων στο δικόγραφο για τη θεμελίωσή τους πραγματικών περιστατικών, αφενός μεν στην αντίθεση της επισπευδομένης σε βάρος τους διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης στη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ, αφετέρου δε σε εσφαλμένη, πλημμελή, αλλά και ανακριβή περιγραφή στις προσβαλλόμενες πράξεις του κατασχεθέντος ακινήτου, των συστατικών και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του, τόσο σοβαρή, ώστε να δημιουργείται αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του, με την περαιτέρω επίκληση της πρόκλησης σ’αυτούς βλάβης από τις πλημμέλειες της περιγραφής, καθώς και να καταδικασθεί η καθ’ης στη δικαστική τους δαπάνη. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η ανακοπή, με την οποία πλήττονται πράξεις της επισπευδομένης σε βάρος των ανακοπτόντων διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης και η οποία αφορά σε ελαττώματα από τη σύνταξη της επιταγής προς εκτέλεση μέχρι και τη δημοσίευση αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, ήτοι εντός της προθεσμίας της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 934 παρ.1 β’ του ΚΠολΔ, όπως ισχύει στην κρινόμενη περίπτωση με βάση το χρόνο επίδοσης στους ανακόπτοντες επιταγής προς εκτέλεση κάτω από αντίγραφο απογράφου του εκτελεστού τίτλου, των σαράντα πέντε (45) ημερών από την επίδοση σ’αυτούς της προσβαλλόμενης κατασχετήριας έκθεσης, καθώς εν προκειμένω η ανωτέρω έκθεση τους επιδόθηκε στις 12.3.2019, όπως προκύπτει από τη σχετική επισημείωση της δικαστικής επιμελήτριας, που διενήργησε την επίδοση, στην εμπρόσθια σελίδα του πρώτου φύλλου του προσκομιζομένου από τους ίδιους αντιγράφου αυτής και η ανακοπή ασκήθηκε με την κατάθεσή της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 24.4.2019 (με αυξ. αριθμ. εκθ.  καταθ…………./24.4.2019) και την επίδοσή της στην καθ’ης αυθημερόν (βλ. σχετ. την επίσης προσκομιζόμενη από τους ανακόπτοντες υπ’αριθμ. ……΄/24.4.2019 έκθεση επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Αθηνών Δικαστικού Επιμελητή …………). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της.

Κατά το άρθρο 281 του ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίσουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου και μάλιστα εύλογα, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ’αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, επαγόμενη ιδιαιτέρως επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο με την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται αυτό να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν, προσθέτως, ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες, κυρίως, από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υπόχρεου, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, που τείνει στην ανατροπή της κατάστασης που έχει διαμορφωθεί υπό τις ανωτέρω ειδικές συνθήκες και έχει διατηρηθεί για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, να εξέρχεται των από την ανωτέρω διάταξη διαγραφομένων ορίων. Η ειρημένη δε αδράνεια του δικαιούχου, που δεν είναι απαραίτητο να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον υπόχρεο συνέπειες, αρκεί και η επέλευση δυσμενών απλώς για τα συμφέροντά του επιπτώσεων πρέπει να υφίσταται επί μακρό χρονικό διάστημα, πλην ελάσσονα του διά την παραγραφή του δικαιώματος υπό του νόμου προβλεπομένου, από τότε που ο δικαιούχος μπορούσε να ασκήσει το δικαίωμά του. Μόνο δε το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη δεν μπορεί να αποτελέσει κατάχρηση δικαιώματος, κατ’άρθρο 281 του ΑΚ, παρά μόνο αν το γεγονός αυτό μπορεί να συνδυασθεί και με άλλες περιστάσεις, ως λ.χ. όταν ο δανειστής δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος. Έλλειψη όμως συμφέροντος δεν μπορεί να υπάρχει όταν ο δανειστής, όπως έχει δικαίωμα από τη σύμβαση, αποφασίζει να εισπράξει την απαίτησή του, διότι τούτο αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας αυτός αποφασίζει, εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση, και μάλιστα προφανής, των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του οικονομικού ή κοινωνικού σκοπού του δικαιώματος. Από το συνδυασμό εξάλλου των διατάξεων των άρθρων 281 του ΑΚ, 116 και 933 του ΚΠολΔ, συνάγεται, ότι άσκηση ουσιαστικού δικαιώματος, που ανήκει στο δημόσιο δίκαιο, αποτελεί, και η μέσω αναγκαστικής εκτέλεσης πραγμάτωση της απαίτησης του δανειστή. Επομένως λόγο της ανακοπής του άρθρου 933 του ΚΠολΔ, μπορεί να αποτελέσει και η πρόδηλη αντίθεση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης στα αντικειμενικά όρια του άρθρου 281 του ΑΚ και η εντεύθεν ακυρότητα της εκτέλεσης (ΑΠ ΑΠ 311/2020, ΑΠ 1077/2015, ΑΠ 1519/2017, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Ειδικότερα, ο δανειστής, ο οποίος ασκώντας συμβατικό του δικαίωμα επιδιώκει την είσπραξη της απαίτησής του, ενεργεί ασφαλώς προς ικανοποίηση θεμιτού συμφέροντος του, συνυφασμένου με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας αυτός ελεύθερα καταρχήν αποφασίζει, εκτός και πάλι αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση και μάλιστα προφανής των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικο-οικονομικού σκοπού του δικαιώματος (ΑΠ 1504/2014 Νόμος, ΑΠ 106/2013, ΧρΙΔ 2013/584, ΑΠ 1352/2011 ΕΕμπΔ 2012/417, ΑΠ 1472/2004 Νόμος). Αυτό συμβαίνει και όταν η συμπεριφορά του δανειστή που προηγήθηκε της άσκησης του δικαιώματος του, σε συνδυασμό με την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο μεσοδιάστημα, δημιούργησαν στον οφειλέτη την εύλογη πεποίθηση ότι ο δανειστής δεν θα ασκούσε το δικαίωμά του στο χρόνο που το άσκησε, με αποτέλεσμα η πρόωρη άσκησή του να προκαλεί επαχθείς συνέπειες στον οφειλέτη και να εμφανίζεται έτσι αδικαιολόγητη και καταχρηστική (ΑΠ 1873/2014, ΑΠ 1352/2011, ΕΕμπΔ 2012/417, ΑΠ 385/2010, ΑΠ 331/2009, ΕφΠειρ. 523/2015 δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Το ζήτημα, αν οι συνέπειες που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποίησης του δικαιώματος του (ΟλΑΠ 6/2016 Νόμος, ΑΠ 736/2012, ΑΠ 385/2010 ΕφΑΔ 2010/1136, ΑΠ 381/2009, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Ειδικότερα οι τράπεζες, ως χρηματοδοτικοί οργανισμοί, που ασκούν αποφασιστική επίδραση στην ανάπτυξη και στη λειτουργία των χρηματοδοτούμενων απ’ αυτές επιχειρήσεων, έχουν αυξημένη ευθύνη κατά την άσκηση του χρηματοδοτικού τους έργου και οφείλουν να μεριμνούν για τα συμφέροντα των επιχειρήσεων που χρηματοδοτούν, αφού από τη φύση της η πιστωτική σχέση, ως διαρκής έννομη σχέση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης μεταξύ των συμβαλλομένων, επιβάλλει την υποχρέωση πίστης και προστασίας από την πλευρά των Τραπεζών των συμφερόντων των πελατών τους, ώστε να αποφεύγονται υπέρμετρα επαχθείς γι’αυτούς συνέπειες. Συνεπώς και για το λόγο αυτό η άσκηση των δικαιωμάτων τους θα πρέπει να κυριαρχείται από τις αρχές της καλόπιστης και σύμφωνης με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη εκπλήρωσης των οφειλόμενων παροχών (ΑΚ 178, 200, 288) και να αποφεύγεται αντίστοιχα κάθε κατάχρηση στη συμπεριφορά τους. Έτσι, σε περίπτωση δυσχέρειας του πιστούχου της Τράπεζας να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του από την πιστωτική σύμβαση λόγω πρόσκαιρης οικονομικής αδυναμίας του, που όμως υπερβαίνει τα όρια της αντοχής του, η καλόπιστη από την πλευρά της Τράπεζας συμπεριφορά επιβάλλει σ’ αυτή την υποχρέωση να ανεχθεί μια εύλογη καθυστέρηση στην εκπλήρωση της παροχής του οφειλέτη, ιδίως όταν η επιδίωξη της άμεσης εκπλήρωσης της παροχής του πρόκειται να οδηγήσει σε πλήρη οικονομική καταστροφή του, χωρίς ουσιαστικά κέρδος για την ίδια. Κατά την έννοια αυτή η Τράπεζα θα πρέπει, σε περίπτωση πρόσκαιρης οικονομικής αδυναμίας του πελάτη της, να αποφύγει την εσπευσμένη καταγγελία της μεταξύ τους πιστωτικής σύμβασης, προπάντων όταν οι απαιτήσεις της είναι ασφαλισμένες με εμπράγματες ή προσωπικές ασφάλειες, ο δε πελάτης της βρίσκεται σε άμεση οικονομική εξάρτηση απ’ αυτή και δεν οφείλει σε τρίτους, αφού τότε οι παραπάνω ενέργειες της προσλαμβάνουν καταχρηστικό χαρακτήρα (ΑΠ 1352/2011, ΕφΠατρ 233/2021, ΕφΘεσ 214/2020, ΕφΛαρ 507/2019, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 711/2011 ΕΕμπΔ 2012/417,601, ΕφΘεσ 1132/2011 ΕπισκΕμπΔ 2011/1050, ΕφΘεσ 1027/2010 Αρμ. 2012/577). Περαιτέρω,  από τις διατάξεις των άρθρων 321, 322, 324, 330 και 331 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι οι τελεσίδικες αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων, δηλαδή εκείνες που δεν μπορούν να προσβληθούν με τα τακτικά ένδικα μέσα της ανακοπής ερημοδικίας και της έφεσης, παράγουν δεδικασμένο, το οποίο δεσμεύει τόσο τους διαδίκους (καθώς και πρόσωπα που αναφέρονται στα άρθρα 325-329 ΚΠολΔ) όσο και τα δικαστήρια, τα οποία δεν μπορούν να επανακρίνουν το δικαίωμα που κρίθηκε, εφόσον πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο και την ίδια ιστορική και νομική αιτία. Ως ιστορική αιτία νοείται το σύνολο των περιστατικών, που δέχθηκε το δικαστήριο ότι υπήρξαν ή ότι δεν υπήρξαν ως ιστορικό συμβάν και τα οποία είναι, σύμφωνα με το νόμο, αναγκαία για να θεμελιώσουν το διατακτικό της απόφασης, δηλαδή την έννομη συνέπεια, που γίνεται δεκτή ως υπάρχουσα ή μη υπάρχουσα, με αποτέλεσμα να είναι απαράδεκτος, λόγω δεδικασμένου, κάθε μεταγενέστερος ισχυρισμός, με τον οποίο επιδιώκεται διαφορετική ανάπλαση ή αξιολόγηση της κρίσιμης για την ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού εμπειρικής πραγματικότητας. Ως νομική δε αιτία, που επίσης καλύπτεται από το δεδικασμένο, νοείται ο νομικός κανόνας, που διέπει την έννομη σχέση από την οποία απορρέει το προβαλλόμενο (και επιδικασθέν) δικαίωμα, υπάρχει δε ταυτότητα νομικής αιτίας όταν και η νέα αγωγή στηρίζεται στον ίδιο νομικό κανόνα, ενώ δεν υπάρχει τέτοια ταυτότητα στην αντίθετη περίπτωση, όταν δηλαδή η νέα αγωγή δεν στηρίζεται στον ίδιο νομικό κανόνα.  Το δεδικασμένο δεν επιτρέπει να αμφισβητηθεί και να καταστεί αντικείμενο νέας δίκης το δικαίωμα που κρίθηκε και η δικαιολογική σχέση από την οποία αυτό έχει παραχθεί. Η απαγόρευση αυτή ενεργεί τόσο θετικά, με την έννοια ότι το δικαστήριο, ενώπιον του οποίου ανακύπτει, εξ αφορμής άλλης δίκης, είτε ως κύριο είτε ως προδικαστικό ζήτημα, το δικαίωμα που κρίθηκε με τελεσίδικη απόφαση, οφείλει να θέσει ως βάση της απόφασής του το δεδικασμένο, που προκύπτει από την απόφαση αυτή, λαμβάνοντάς το ως αμάχητη αλήθεια, όσο και αρνητικά, με την έννοια ότι απαγορεύεται η συζήτηση νέας αγωγής για το ίδιο δικαίωμα, για την ύπαρξη ή μη του οποίου υπάρχει δεδικασμένο. Το δεδικασμένο αυτό εκτείνεται στο ουσιαστικό ζήτημα για έννομη σχέση που προβλήθηκε με αγωγή, ανταγωγή, κύρια παρέμβαση ή ένσταση. Έννομη σχέση, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, είναι το σύνολο των εννόμων συνεπειών που κρίθηκαν τελεσίδικα και όχι τα πραγματικά γεγονότα που γέννησαν ή απέσβησαν τις έννομες συνέπειες. Εξάλλου, κατά το άρθρο 933 παρ.4 του ΚΠολΔ (όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το ν. 4335/2015) αν ο εκτελεστός τίτλος είναι δικαστική απόφαση ή διαταγή πληρωμής, οι αντιρρήσεις είναι απαράδεκτες στην έκταση που ισχύει το δεδικασμένο, σύμφωνα με τα άρθρα 330 και 633 παρ.2  εδαφ.γ΄ του ΚΠολΔ αντίστοιχα. Ειδικότερα, με τελεσίδικη απόφαση ισοδυναμεί κατά την ως άνω διάταξη και η διαταγή πληρωμής, η οποία έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου, μετά την τελεσίδικη απόρριψη της ασκηθείσας ανακοπής, ή σε περίπτωση μη άσκησης ανακοπής, μετά την παρέλευση άπρακτης της προθεσμίας άσκησης της ανακοπής του άρθρου 633 παρ.2 του ΚΠολΔ. Το κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 633 του ΚΠολΔ δικαίωμα του δανειστή στον εξοπλισμό του υπέρ αυτού εκδοθέντος εκτελεστού τίτλου της διαταγής πληρωμής με δύναμη δεδικασμένου υπάρχει, όχι μόνο αν η κατά το άρθρο 632 παρ.1 του ΚΠολΔ ανακοπή δεν ασκηθεί εμπρόθεσμα, δηλαδή μέσα στη δεκαπενθήμερη προθεσμία από την πρώτη επίδοση της διαταγής πληρωμής, αλλά, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, και όταν η ως άνω εμπροθέσμως ασκηθείσα ανακοπή απορριφθεί για λόγους τυπικούς, αφού στην περίπτωση αυτή η απορριφθείσα ανακοπή θεωρείται ότι δεν έχει ασκηθεί, ενόψει του ότι με την απόρριψή της για τέτοιους λόγους δεν επέρχονται τα αποτελέσματα της παραγράφου 1 του άρθρου 633 του ΚΠολΔ, δηλαδή είτε η τελεσίδικη ακύρωση της διαταγής πληρωμής είτε η τελεσίδικη επικύρωσή της, και η διαταγή πληρωμής δεν αποκτά ισχύ δεδικασμένου. Ειδικότερα, η διαταγή πληρωμής δεν αποκτά ισχύ δεδικασμένου αν η κατ’αυτής ανακοπή του άρθρου 632 παρ.1 του ΚΠολΔ απορριφθεί ως εκπρόθεσμη ή για τυπικούς λόγους. Το δεδικασμένο μιας τέτοιας απορριπτικής απόφασης εκτείνεται μόνο στο δικονομικό ζήτημα που κρίθηκε. Αντίθετα, από τη διαταγή πληρωμής παράγεται δεδικασμένο για την ύπαρξη και την έκταση της απαίτησης στις εξής περιπτώσεις: α) Αν ο καθ’ου η διαταγή πληρωμής ασκήσει ανακοπή εμπρόθεσμα ήτοι εντός δεκαπέντε εργάσιμων ημερών από τότε που εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής (άρθρο 632 παρ.1 του ΚΠολΔ), και η ανακοπή του απορριφθεί τελεσιδίκως κατ’ουσίαν. Νέα επίδοση της διαταγής πληρωμής δεν απαιτείται στην περίπτωση αυτή, αφού κάθε αντίθετη εκδοχή θα προσέκρουε στο σκοπό των διατάξεων του νόμου και θα δημιουργούσε ανασφάλεια δικαίου, θα κατέληγε δε σε αδικαιολόγητη παρέλκυση της εκκρεμότητας. β) Αν μετά την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας του άρθρου 632 παρ.1 του ΚΠολΔ ή την απόρριψη ως απαράδεκτης της ανακοπής που ασκήθηκε μετά την πρώτη επίδοση, γίνει δεύτερη επίδοση της διαταγής πληρωμής και δεν ασκηθεί ανακοπή μέσα σε δέκα εργάσιμες ημέρες άρθρο 633 παρ.2 εδαφ.α΄του ΚΠολΔ) ή ασκηθεί μεν ανακοπή, απορριφθεί όμως τελεσιδίκως για οποιοδήποτε λόγο, ακόμη και ως απαράδεκτη (βλ. σχετ. περί των ανωτέρω ΜονΕφΔωδ 14/2021 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος με τις σ’αυτήν αναφερόμενες παραπομπές σε νομολογία). Η διαταγή πληρωμής που κατά τα προεκτεθέντα, απέκτησε ισχύ δεδικασμένου, προσομοιάζει κατά τα αποτελέσματά της με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, υπό την έννοια ότι ο οφειλέτης δε μπορεί πλέον να αμφισβητήσει τη νομιμότητα της βεβαιούμενης με αυτήν απαίτησης, ούτε να προτείνει αρνητικούς ισχυρισμούς ή ενστάσεις κατ’αυτής, ακόμη και με ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, αφού έκτοτε αποτελεί, κατά ρητή διάταξη του άρθρου 633 παρ.2 εδαφ. γ΄ του ΚΠολΔ, δεδικασμένο που καθιστά απαράδεκτη την προβολή σε μεταγενέστερη δίκη, που αφορά το κύρος της εκτέλεσης, λόγων ανακοπής, οποίοι, αν και ήσαν γεννημένοι και μπορούσαν να προταθούν, δεν προτάθηκαν με μία από τις πιο πάνω ανακοπές κατά της διαταγής πληρωμής (άρθρο 933 παρ.4 του ΚΠολΔ). Το γεγονός ότι η διαταγή πληρωμής δεν είναι δικαστική απόφαση δεν συνεπάγεται αναγκαίως και ότι αυτή δεν δύναται κατά νόμο να παραγάγει δεδικασμένο, υπό τη θετική και την αρνητική λειτουργία του, αφού το δεδικασμένο δεν αποτελεί εννοιολογικό γνώρισμα των δικαστικών αποφάσεων, αλλά έννομη συνέπεια αυτών που την προσδίδει διάταξη νόμου. Εξάλλου κατά το άρθρο 330 του ΚΠολΔ το δεδικασμένο εκτείνεται στις ενστάσεις που προτάθηκαν, καθώς και σε εκείνες, που μπορούσαν να προταθούν και δεν προτάθηκαν. Από τις ενστάσεις που δεν προτάθηκαν εξαιρούνται εκείνες που στηρίζονται σε αυτοτελές δικαίωμα που μπορεί να ασκηθεί και με κύρια αγωγή. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι καλύπτονται από το δεδικασμένο όλες οι προταθείσες ενστάσεις, ασχέτως της νομικής τους θεμελίωσης, δηλαδή είτε είναι ουσιαστικές (γνήσιες ή καταχρηστικές) είτε είναι δικονομικές. Από εκείνες που δεν προτάθηκαν καλύπτονται: α) Όλες οι ενστάσεις εκ του δικονομικού δικαίου, β) όλες οι καταχρηστικές ενστάσεις, δηλαδή εκείνες που στηρίζονται επί απλών πραγματικών περιστατικών και γ) όλες οι γνήσιες αυτοτελείς ή αυθύπαρκτες ενστάσεις, δηλαδή εκείνες που, όπως και οι καταχρηστικές, στηρίζονται επί απλού πραγματικού γεγονότος, αλλά περαιτέρω στηρίζουν διαπλαστικό δικαίωμα του εναγομένου, ώστε να αποτελούν παραλλήλως και ενστάσεις υπό ουσιαστική έννοια. Όλες αυτές οι ενστάσεις, είτε αφορούν τις διαδικαστικές προϋποθέσεις, είτε αφορούν το κατ’ουσίαν βάσιμο της αγωγής, καλύπτονται από το δεδικασμένο. Η μη προταθείσα ένσταση καλύπτεται από το δεδικασμένο, εφόσον ήταν δυνατόν να προταθεί κατά την διάρκεια προηγούμενης δίκης, εφόσον δηλαδή υπήρχαν έκτοτε όλα τα απαιτούμενα για την θεμελίωσή της γεγονότα, έστω και αν ο διάδικος τα αγνοούσε υπαιτίως ή ανυπαιτίως (ΑΠ 1017/2001 ΝοΒ 2002.1104). Στην κατηγορία των καταχρηστικών ενστάσεων που αν δεν προτάθηκαν, κατά τα ανωτέρω, καλύπτονται από το δεδικασμένο, ανήκει και η ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος (ΑΠ 1017/2001 ΕλλΔνη 2003.431), η οποία ωστόσο, μπορεί παραδεκτά να προταθεί στη δίκη της ανακοπής του άρθρου 933 του ΚΠολΔ μόνο εφόσον γίνεται επίκληση πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την κατάχρηση του δικαιώματος μεταγενέστερων της συζήτησης, μετά την οποία εκδόθηκε η τελεσίδικη απόφαση (ΑΠ 1333/2000 ΕλλΔνη 2002.400).

Εν προκειμένω οι ανακόπτοντες με τον πρώτο λόγο της ανακοπής τους ισχυρίσθηκαν ότι η επισπευδόμενη σε βάρος τους από την καθ’ης ανώνυμη τραπεζική εταιρεία διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, στα πλαίσια της οποίας κατασχέθηκε ακίνητο, συγκυριότητάς τους, που εκτίθεται σε ηλεκτρονικό πλειστηριασμό, με τις προσβαλλόμενες με την ανακοπή πράξεις (κατασχετήρια έκθεση και απόσπασμα αυτής), για την ικανοποίηση μέρους της κατ’αυτών – μεταξύ άλλων – απαίτησής της, ανερχομένου στο σε ευρώ ισάξιο του ποσού των 280.000 δολαρίων Η.Π.Α. κατά το χρόνο της πληρωμής και με εκτελεστό τίτλο την υπ’αριθμ. ……./2018 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία υποχρεώθηκαν να καταβάλουν στην ανωτέρω επισπεύδουσα τράπεζα το σε ευρώ ισάξιο κατά το χρόνο της πληρωμής του ποσού των 2.750.000 δολαρίων Η.Π.Α., πλέον τόκων, ως εγγυητές των επίσης αναφερομένων στο δικόγραφο τριών (3) δανειακών συμβάσεων,  με πρωτοφειλέτρια την αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία “…….”, πλοιοκτήτρια του ήδη εκπλειστηριασθέντος, επίσης με την επίσπευση της καθ’ης, υπό σημαία Κύπρου πλοίου με την ονομασία “V”, αντίκειται προφανώς στα αντικειμενικά όρια του άρθρου 281 του ΑΚ, με αποτέλεσμα την ακυρότητα των ως άνω πράξεων της εκτέλεσης. Ειδικότερα διατείνονται ότι η καθ’ης άσκησε καταχρηστικά το δικαίωμά της να επισπεύσει σε βάρος τους εκτέλεση προς ικανοποίηση της απαίτησής της, ενεργώντας από κακοβουλία, και βάσει μεθοδευμένου δόλιου σχεδίου, με αποκλειστικό σκοπό να τους προκαλέσει ζημία και να εξυπηρετήσει τα δικά της και μόνον συμφέροντα, αποβλέποντας στην οικονομική καταστροφή της πρωτοφειλέτριας και των ιδίων ως εγγυητών, με την απώλεια κάθε περιουσιακού τους στοιχείου, καθώς, παρά τις διαβεβαιώσεις της, ότι θα συναινούσε στην άρση των εγγραφεισών προσημειώσεων σε βάρος των ακινήτων τους αμέσως μετά την ολοκλήρωση των εργασιών μετασκευής του ανωτέρω πλοίου, για την αντιμετώπιση της δαπάνης της αγοράς του οποίου και του κόστους των σχετικών εργασιών συνήφθησαν από την πλοιοκτήτρια οι δανειακές συμβάσεις και την έναρξη των δρομολογίων του, παρεμπόδιζε συστηματικά την υλοποίηση κάθε επιχειρηματικού σχεδίου της πλοιοκτήτριας για την εκμετάλλευση του πλοίου της. ‘Οτι, συγκεκριμένα, κατά τη διάρκεια διαπραγματεύσεων μεταξύ τους, ήδη από το μήνα Απρίλιο του έτους 2017 για τη ναύλωση του πλοίου σε αξιόχρεη εταιρεία μαροκινών συμφερόντων, που θα εξασφάλιζε από τους εισπραχθησόμενους ναύλους την αποπληρωμή των απαιτήσεων του συνόλου των δανειστών της πλοιοκτήτριας, η οποία επιπροσθέτως θα  διατηρούσε στην κυριότητά της το μοναδικό προσοδοφόρο περιουσιακό της στοιχείο, προέβη στην έκδοση της υπ’αριθμ……../2017 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και σε βάρος των ιδίων ως εγγυητών δανείων καταρτισθέντων με την πλοιοκτήτρια ως πρωτοφειλέτρια, αντίγραφο πρώτου εκτελεστού απογράφου της οποίας (διαταγής πληρωμής) τους επέδωσε στις 5.5.2017, επιτάσσοντάς τους να της καταβάλουν το σε ευρώ ισάξιο κατά το χρόνο της πληρωμής του ποσού των 2.500.000 δολαρίων Η.Π.Α., πλέον τόκων και εξόδων, αθετώντας τις προφορικές δεσμεύσεις της περί αποχής από πράξεις εκτέλεσης τουλάχιστον όσο διαρκούσαν οι διαπραγματεύσεις, και ακολούθως (προέβη) στην αναγκαστική κατάσχεση του πλοίου, το οποίο και εξέθεσε σε πλειστηριασμό, προσδιορισθέντα να διενεργηθεί στο Ειρηνοδικείο Ηγουμενίτσας στις 28.6.2017, υποτιμώντας μάλιστα δολίως την αξία του ανωτέρω κατασχεθέντος στο ποσό των 17.100.000 δολαρίων Η.Π.Α., με τιμή πρώτης προσφοράς το ποσό των 11.400.000 δολαρίων Η.Π.Α. Ότι η καθ’ης, και αφού στο μεσοδιάστημα α) είχαν ασκηθεί ανακοπές από την πρωτοφειλέτρια πλοιοκτήτρια κατά της ανωτέρω διαταγής πληρωμής και κατά της εκτέλεσης, που επισπευδόταν σε βάρος της, αλλά και αίτηση αναστολής της εκτέλεσης, καθώς και ανακοπή του άρθρου 954 του ΚΠολΔ, που έγινε δεκτή και καθορίσθηκε η αξία του κατασχεθέντος πλοίου στο ποσό των 21.000.000 δολαρίων Η.Π.Α. και η τιμή πρώτης προσφοράς το ποσό των 14.000.000 δολαρίων Η.Π.Α., στο διενεργηθησόμενο πλειστηριασμό, που προσδιορίσθηκε για τις 2.8.2017, β) η προαναφερθείσα μαροκινή εταιρεία είχε επαναπροσεγγίσει  την πλοιοκτήτρια και υποβάλει νέα εξαιρετικά συμφέρουσα πρόταση, που προέβλεπε τη ναύλωση του πλοίου “γυμνού”, αντί μικτού ημερησίου ναύλου, ποσού 10.000 ευρώ, με δικαίωμα αγοράς του κατά τη λήξη της ναύλωσης και την καταβολή απευθείας στην καθ’ης μέρος του ναύλου, κατόπιν εκχώρησής του από την πλοιοκτήτρια, ούτως ώστε με τη λύση της σύμβασης, να έχει εισπραχθεί από την τράπεζα το ποσό των 7.780.000 δολαρίων Η.Π.Α. έναντι των οφειλών της πλοιοκτήτριας, και είχε ενημερωθεί σχετικώς η καθ’ης σε συνάντηση των μερών, η οποία έλαβε χώρα στις 4.7.2017 και κατά την οποία προσκομίσθηκε έγγραφο με την πρόταση της ανωτέρω εταιρείας με συνημμένο αναλυτικό πίνακα των ανά μήνα καταβολών της προς τους πιστωτές της πλοιοκτήτριας, της καθ’ης συμπεριλαμβανομένης, που όμως, προσχηματικά απέρριψε αυτήν με τη δικαιολογία ότι δεν περιελάμβανε προκαταβολή μη συγκεκριμένα προσδιοριζόμενου ποσού, διά στόματος της παρούσας κατά τη συνάντηση εκπροσώπου της, η οποία μάλιστα και συνέστησε στον εκπρόσωπο της υποψήφιας ναυλώτριας αντί να ναυλώσει το πλοίο να εμφανισθεί κατά τον πλειστηριασμό του και να πλειοδοτήσει, επέσπευσε δημόσιο αναγκαστικό πλειστηριασμό του πλοίου, ο οποίος διενεργήθηκε τελικά στις 2.8.2017 και κατά τον οποίο αυτό κατακυρώθηκε σε ισπανική εταιρεία για το ποσό των 14.000.014 δολαρίων Η.Π.Α. Ότι η καθ’ης μετά τη διενέργεια του πλειστηριασμού ανήγγειλε στον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο το σύνολο των απαιτήσεών της κατά της πρωτοφειλέτριας και καθ’ης η εκτέλεση και κατατάχθηκε στον συνταχθέντα πίνακα κατάταξης προνομιακά στη δεύτερη τάξη προνομίων για το ποσό των 13.916.408,13 δολαρίων Η.Π.Α., υπό την αίρεση τελεσιδικίας των απαίτησεών της αυτών. Ότι από το σύνολο των αναγγελθεισών απαιτήσεων της καθ’ης έχει τελεσιδικήσει η απαίτησή της, για την οποία εκδόθηκε η υπ’αριθμ……../2017 διαταγή πληρωμής, κατόπιν απόρριψης της σε βάρος της ασκηθείσης ανακοπής της πρωτοφειλέτριας, λόγω της ερημοδικίας της τελευταίας, με αποτέλεσμα μετά την αφαίρεση από το συνολικό ποσό των 13.916.408,13 ευρώ, στο οποίο και κατατάχθηκε η καθ’ης στον συνταχθέντα πίνακα, του ποσού των 2.500.000 δολαρίων Η.Π.Α., στο οποίο ανέρχεται η κατά τα ανωτέρω τελεσίδικη απαίτησή της, να απομένει ποσό πλειστηριάσματος 11.416.408,13 δολαρίων Η.Π.Α., που επαρκεί για την αποπληρωμή του συνόλου της απαίτησής της σε βάρος της πρωτοφειλέτριας και των ιδίων ως εγγυητών στις επίμαχες δανειακές συμβάσεις, για την οποία κατασχέθηκε το ακίνητό τους, το οποίο, έως πρόσφατα κατοικία τους, έχει πλέον εκμισθωθεί προκειμένου διά των μισθωμάτων του να εξοφλούνται οφειλές τους. Ότι η καθ’ης, παρά το γεγονός ότι η απαίτησή της των 280.0000 δολαρίων Η.Π.Α., για την οποία επιβλήθηκε αναγκαστική κατάσχεση σε βάρος του ακινήτου τους, ικανοποιείται πλήρως και ολοσχερώς από το υπόλοιπο του ποσού του πλειστηριάσματος του πλοίου της πρωτοφειλέτριας εταιρείας, ενεργώντας όλως καταχρηστικώς, επισπεύδει τον πλειστηριασμό και του ως άνω ακινήτου, με αποκλειστικό σκοπό την οικονομική τους εξόντωση. Με το προεκτεθέν περιεχόμενο ο λόγος αυτός της κρινόμενης ανακοπής προβάλλεται παραδεκτά και πρέπει να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς τη νομική και την ουσιαστική του βασιμότητα, των περί απαραδέκτου της προβολής του στην παρούσα δίκη ως λόγου ανακοπής της εκτέλεσης του άρθρου 933 του ΚΠολΔ, με αίτημα την ακύρωση των προσβαλλομένων πράξεων της επισπευδομένης σε βάρος των ανακοπτόντων εκτελεστικής διαδικασίας, αιτιάσεων της καθ’ης, οι οποίες έχουν περιληφθεί στο δικόγραφο της έφεσής της και σύμφωνα με τις οποίες συνιστά ένσταση, που όμως καλύπτεται από το δεδικασμένο της υπ’αριθμ………/2017 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, απορριπτομένων ως αβασίμων. Και τούτο διότι, το επικαλούμενο από την καθ’ης δεδικασμένο, στο οποίο ισχυρίζεται ότι προσκρούει η προβολή στην παρούσα δίκη του ανωτέρω λόγου ανακοπής, φέρεται παραγόμενο, όπως σαφώς αναφέρεται στο εφετήριο, από την υπ’αριθμ. …./2017 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και όχι από την υπ’αριθμ……/2018 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του ιδίου Δικαστηρίου, με την οποία υποχρεώθηκαν – μεταξύ άλλων  – και οι ανακόπτοντες να καταβάλουν στην καθ’ης το σε ευρώ ισάξιο κατά το χρόνο της πληρωμής του ποσού των 2.750.000 δολαρίων Η.Π.Α., πλέον τόκων, ως εγγυητές της από 4.3.2015 δανειακής σύμβασης, συνολικού ποσού 2.750.000 δολαρίων Η.Π.Α., καταρτισθείσας μεταξύ της τράπεζας και της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία “……………” ως πρωτοφειλέτριας και ήδη καταγγελθείσας λόγω υπερημερίας των οφειλετών περί την αποπληρωμή δύο εκ των συμφωνηθεισών δόσεων του δανείου, που κηρύχθηκε στο σύνολό του ληξιοπρόθεσμο και απαιτητό κατ’εφαρμογήν συμβατικού όρου και με βάση την οποία (διαταγή πληρωμής) ως εκτελεστό τίτλο επισπεύδεται από την καθ’ης σε βάρος των ανακοπτόντων διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης και έχει κατασχεθεί ακίνητο συγκυριότητάς τους, που εκτίθεται σε ηλεκτρονικό πλειστηριασμό, με τις προσβαλλόμενες με την ένδικη ανακοπή πράξεις, για την ικανοποίηση μέρους της εξοπλισμένης με την προαναφερθείσα διαταγή πληρωμής απαίτησης της επισπεύδουσας τράπεζας, ανερχομένου στο σε ευρώ ισάξιο κατά το χρόνο της πληρωμής του ποσού των 280.000 δολαρίων Η.Π.Α., όπως προκύπτει από την επισκόπηση του ίδιου του περιεχομένου της υπ’αριθμ…../2018 διαταγής πληρωμής.  Ειδικότερα, όσον αφορά την τελευταία, εκ του συνόλου των προσκομιζομένων από τους διαδίκους εγγράφων, αποδεικνύεται ότι δεν έχει εισέτι εξοπλισθεί με δύναμη δεδικασμένου με κάποιον από τους τρόπους, που εκτίθενται στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη, όπως απαιτείται, ούτως ώστε αντιρρήσεις, οι οποίες καλύπτονται από το εξ αυτής παραγόμενο δεδικασμένο, να μην μπορούν να προβληθούν παραδεκτά ως λόγοι ανακοπής κατά της εκτέλεσης, που είναι προφανές ότι θα πρέπει να επισπεύδεται σε βάρος των ανακοπτόντων με εκτελεστό τίτλο τη συγκεκριμένη διαταγή πληρωμής και όχι άλλη διαταγή πληρωμής, που έχει εκδοθεί επί άλλης απαίτησης της καθ’ης σε βάρος των ανακοπτόντων. Αντίθετα αποδεικνύεται ότι δεν έχει ακόμη εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της από 31.7.2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …./2018) ανακοπής των άρθρων 632 και 933 του ΚΠολΔ, που έχουν ασκήσει οι ανακόπτοντες με αίτημα την ακύρωση της ανωτέρω διαταγής πληρωμής και της από 2.7.2018 επιταγής προς εκτέλεση, που έχει γραφεί κάτω από αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου αυτής. Ενόψει τούτων, ουδεμία έννομη επιρροή ασκεί στην κρινόμενη περίπτωση το δεδικασμένο, που φέρεται να απορρέει από έτερη διαταγή πληρωμής και όχι από την υπ’αριθμ.252/2018, που, όπως αναφέρθηκε, συνιστά τον εκτελεστό τίτλο, με βάση τον οποίο επισπεύδεται εν προκειμένω εκτέλεση σε βάρος των ανακοπτόντων με τις προσβαλλόμενες με την ένδικη ανακοπή πράξεις και συγκεκριμένα από το δεδικασμένο της υπ’αριθμ. ……/2017 διαταγής πληρωμής, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η καθ’ης. Επισημαίνεται ότι με την τελευταία (υπ’αριθμ……./2017) διαταγή πληρωμής υποχρεώθηκαν οι ανακόπτοντες, μεταξύ άλλων φυσικών και νομικών προσώπων, να καταβάλουν στην καθ’ης το σε ευρώ ισάξιο του ποσού των 2.500.000 δολαρίων Η.Π.Α., με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατά το χρόνο της πληρωμής, πλέον τόκων, ως εγγυητές της από 29.4.2013 σύμβασης δανείου, ποσού 2.500.000 δολαρίων Η.Π.Α. και των από 16.5.2014 και από 4.3.2015 τροποποιητικών αυτής συμβάσεων, που καταρτίσθηκαν μεταξύ της τράπεζας και της αυτής ως άνω πρωτοφειλέτριας εταιρείας και έχουν καταγγελθεί από τη δανείστρια λόγω υπερημερίας των οφειλετών, καταστάντος τοιουτοτρόπως, κατ’εφαρμογήν συμβατικού όρου, του συνόλου του δανείου ληξιπρόθεσμου και απαιτητού, καθώς και ότι η εν λόγω διαταγή πληρωμής έχει όντως αποκτήσει δύναμη δεδικασμένου, κατόπιν της έκδοσης επί της ασκηθείσης από 25.5.2017 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ…………./26.5.2017) ανακοπής του άρθρου 632 του ΚΠολΔ – μεταξύ άλλων και των ανακοπτόντων – κατά της καθ’ης, με αίτημα την ακύρωση αυτής, για τους ειδικότερα εκτιθέμενους στο δικόγραφο της ανακοπής λόγους, στους οποίους περιλαμβάνεται και η καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος της καθ’ης να προβεί στην έκδοση της ως άνω διαταγής πληρωμής (που θεμελιώνεται σε εν μέρει διάφορα πραγματικά περιστατικά σε σχέση με τα εκτιθέμενα στο πλαίσιο του πρώτου λόγου της ένδικης ανακοπής για τη συγκρότηση της επικαλούμενης αντίθεσης της επισπευδομένης σε βάρος των ανακοπτόντων από την καθ’ης εκτελεστικής διαδικασίας στα διαγραφόμενα από τη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ όρια), της υπ’αριθμ.4.209/2018 (ήδη αμετάκλητης) απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία απορρίφθηκε η εν λόγω ανακοπή ως κατ’ουσίαν αβάσιμη λόγω της ερημοδικίας των ανακοπτόντων. Αποτέλεσμα του εξοπλισμού της ανωτέρω υπ’αριθμ. ……./2017 διαταγής πληρωμής με τη δύναμη του δεδικασμένου είναι ότι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 933 παρ.4 του ΚΠολΔ, αντιρρήσεις προβαλλόμενες ως λόγοι ανακοπής της παραγράφου 1 της ίδιας διάταξης κατά πράξεων της εκτέλεσης, που θα πρέπει βέβαια να επισπεύδεται με εκτελεστό τίτλο την ανωτέρω διαταγή πληρωμής και όχι άλλη διαταγή πληρωμής, στις οποίες (αντιρρήσεις) περιλαμβάνεται και η ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της καθ’ης να επισπεύσει εκτέλεση, με επικαλούμενα για τη θεμελίωση της καταχρηστικότητας πραγματικά περιστατικά, αναγόμενα σε προγενέστερο της έκδοσης της διαταγής πληρωμής χρόνο, είναι απαράδεκτες στην έκταση, που ισχύει το εξ αυτής απορρέον δεδικασμένο, το οποίο, όμως, ενόψει όσων προεκτέθηκαν, ουδόλως επηρεάζει στην κρινόμενη περίπτωση το παραδεκτό των αντιρρήσεων κατά της εκτέλεσης, που επισπεύδεται σε βάρος των ανακοπτόντων με τις προσβαλλόμενες με την ένδικη ανακοπή πράξεις και με εκτελεστό τίτλο έτερη, μη εισέτι εξοπλισμένη με δεδικασμένο, διαταγή πληρωμής (την υπ’αριθμ……../2018), εκδοθείσα επί άλλης απαίτησης της καθ’ης σε βάρος τους από άλλη δανειακή σύμβαση, και δεν καθιστά, συνεπώς, απαράδεκτη την προβολή στην παρούσα δίκη του πρώτου λόγου της ανακοπής. Πρέπει, επομένως, ο ανωτέρω λόγος ανακοπής παραδεκτά προβαλλόμενος και νόμιμος ων, να διερευνηθεί περαιτέρω, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν ευσταθεί και από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας.

Από την επανεκτίμηση από το παρόν Δικαστήριο του συνόλου των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, προκειμένου να χρησιμεύσουν, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα θα γίνει ειδική αναφορά πιο κάτω, στα οποία περιλαμβάνονται και οι προσκομιζόμενες από την καθ’ης υπ’αριθμ. …../1.9.2017 και ………/21.2.2020 ένορκες βεβαιώσεις των ………. και . …… αντίστοιχα ενώπιον του Συμβολαιογράφου Πειραιώς …………, που δόθηκαν στα πλαίσια άλλων πολιτικών δικών μεταξύ των διαδίκων και λαμβάνονται υπόψη όχι ως ίδια αποδεικτικά μέσα, αλλά ως δικαστικά τεκμήρια, εφόσον επιτρέπεται στην παρούσα δίκη η απόδειξη και με μάρτυρες (ΑΠ 5/2020 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος), τα οποία (έγγραφα) συνδυάζει με τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα απόδειξης και εκτιμώνται κατά τα άρθρα 261 εδαφ.β΄, 352 § 1 και 591 § 1 του ΚΠολΔ αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ). Από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα προκύπτουν τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Με την από 30.4.2008 σύμβαση δανείου, που καταρτίσθηκε μεταξύ της καθ’ης και της εδρεύουσας στις νήσους Μάρσαλ  εταιρείας με την επωνυμία «…………….» χορηγήθηκε στην τελευταία δάνειο, συνολικού ποσού 10.000.000 δολαρίων Η.Π.Α., για τη χρηματοδότηση μέρους του τιμήματος της αγοράς  από τη δανειολήπτρια και μέρους του κόστους των εργασιών μετασκευής του επιβατηγού – οχηματαγωγού πλοίου με την ονομασία «……………….» και υπό τη σημαία της  Νότιας Κορέας, το οποίο μετά την αγορά του μετονομάσθηκε από την αγοράστρια σε «PT» και τέθηκε υπό σημαία Παναμά, και ακολούθως σε «V» υπό σημαία Κύπρου. Σύμφωνα με την ανωτέρω δανειακή σύμβαση, αφενός μεν η χρηματοδότηση της αγοράς του πλοίου δεν θα υπερέβαινε το ποσό των 6.000.000 δολαρίων Η.Π.Α., άλλως το 50% του συμφωνηθέντος τιμήματος, με βάση τα οικεία έγγραφα, οποιοδήποτε εξ αυτών ήταν χαμηλότερο, αφετέρου δε η χρηματοδότηση της δαπάνης των εργασιών μετασκευής του δεν θα υπερέβαινε το ποσό των 4.000.000 δολαρίων Η.Π.Α., άλλως το 30% της σχετικής δαπάνης, οποιοδήποτε ήταν χαμηλότερο. Τελικώς το πλοίο αγοράσθηκε έναντι του ποσού των 12.900.000 δολαρίων Η.Π.Α., εκ των οποίων το ποσό των 6.000.000 δολαρίων Η.Π.Α. καλύφθηκε από το προϊόν της ανωτέρω δανειακής σύμβασης, ενώ το υπόλοιπο από ίδια κεφάλαια της αγοράστριας εταιρείας. Στην αυτή ως άνω σύμβαση το ποσό των 6.000.000 δολαρίων Η.Π.Α. καθορίσθηκε ως Δόση Α και το ποσό των 4.000.000 δολαρίων Η.Π.Α. ως Δόση Β, αποτελούμενη από δύο επιμέρους δόσεις των 2.000.000 δολαρίων Η.Π.Α. έκαστη, οι οποίες χαρακτηρίσθηκαν ως Δόση Β1 και Δόση Β2, και εκ των οποίων χορηγήθηκε τελικά μόνον η πρώτη για την κάλυψη μέρους του κόστους των εργασιών μετασκευής του πλοίου. Μάλιστα με την αυτή ως άνω σύμβαση ρητά ορίσθηκε ότι οι εργασίες μετασκευής του πλοίου θα έπρεπε να έχουν ολοκληρωθεί  και το πλοίο να είναι έτοιμο προς εμπορική εκμετάλλευση έως τις 31.1.2009. Στις 11.3.2009 και ενώ στο πλοίο εκτελούντο ακόμη τέτοιες εργασίες σε ναυπηγείο, επιλογής της πλοιοκτήτριας, στην πόλη Ζουσάν της Κίνας, κατόπιν αιτήματος της ανωτέρω, τροποποιήθηκε η προαναφερθείσα δανειακή σύμβαση με τη φέρουσα την ημερομηνία αυτή σχετική πράξη, με την οποία μεταξύ άλλων παρατάθηκε ο συμφωνηθείς χρόνος αποπεράτωσης των απαιτουμένων εργασιών μέχρι τα τέλη του μηνός Μαρτίου του έτους 2010. Επακολούθησε στις 27.11.2009 η κατάρτιση από τα συμβαλλόμενα μέρη δεύτερης τροποποιητικής σύμβασης του ανωτέρω δανείου, με την οποία συμφωνήθηκε  – μεταξύ άλλων – να παραταθεί ο χρόνος αποπεράτωσης των εργασιών μετασκευής του πλοίου μέχρι τα τέλη του έτους 2010. Τέλος, κατόπιν αιτήματος της δανειλήπτριας, που έγινε αποδεκτό από την τράπεζα, υπογράφηκε από τα μέρη η από 9.9.2010 τρίτη πράξη τροποποίησης της ανωτέρω δανεικής σύμβασης, με την οποία (τροποποιητική πράξη) η αρχική σύμβαση, όσον αφορά την αποπληρωμή του ποσού του δανείου, συνδέθηκε με έτερες δανειακές συμβάσεις και συμβάσεις εγγύησης μεταξύ της τράπεζας και άλλων εταιρειών του ιδίου επιχειρηματικού ομίλου με την πλοιοκτήτρια και επιπροσθέτως συμφωνήθηκε ότι μέχρι τις 30.6.2011 θα έχουν ολοκληρωθεί όλες οι εργασίες επί του πλοίου, μετασκευής ή άλλες συναφείς και θα έχει εξοφληθεί η σχετική δαπάνη από ίδια κεφάλαια της δανειολήπτριας. Αποδείχθηκε επίσης ότι, καθώς οι εργασίες μετασκευής του πλοίου δεν είχαν ολοκληρωθεί ούτε εντός του έτους 2011, ούτε εντός του επομένου έτους, η πλοιοκτήτρια αιτήθηκε πρόσθετη χρηματοδότηση από την καθ’ης για να καλύψει από το προϊόν του δανείου το σύνολο της σχετικής δαπάνης, παρότι είχε συμφωνηθεί με την αρχική δανειακή σύμβαση ότι μόνον το 30% του κόστους θα καλυπτόταν από δανεισμό, ενώ το υπόλοιπο 70% από ίδια κεφάλαια της δανειολήπτριας. Κατόπιν τούτου, προκειμένου να ολοκληρωθούν οι εργασίες μετασκευής του πλοίου και να αρχίσει η εκμετάλλευσή του,  ούτως ώστε από τα έσοδα να εκπληρωθούν οι υποχρεώσεις της πλοιοκτήτριας από το ανωτέρω δάνειο, συνήφθησαν μεταξύ της τελευταίας και της καθ’ης τρεις (3) ακόμη δανειακές συμβάσεις και συγκεκριμένα: 1) Η από 29.4.2013 σύμβαση, ποσού 11.000.000 δολαρίων Η.Π.Α., για την  απαίτηση της καθ’ης από την οποία εκδόθηκε στη συνέχεια, με αίτησή της, η υπ’αριθμ……./2017  διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά τα προεκτεθέντα, 2) η από 15.5.2014 σύμβαση για το ποσό των 2.230.000 δολαρίων Η.Π.Α. και 3) η από 4.3.2015 σύμβαση, ποσού 2.750.000 δολαρίων Η.Π.Α., για απαίτηση της καθ’ης από την οποία εκδόθηκε ακολούθως η υπ’αριθμ……./2018 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του ιδίου Δικαστηρίου, με βάση την οποία επισπεύθηκε διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος των ανακοπτόντων ως εγγυητών του δανείου, διά των προσβαλλομένων με την κρινόμενη ανακοπή πράξεων, όπως έχει ήδη αναφερθεί. Επισημαίνεται στο σημείο αυτό ότι την εκπλήρωση του συνόλου των υποχρεώσεων της πλοιοκτήτριας από τις ανωτέρω δανειακές συμβάσεις εγγυήθηκαν οι ανακόπτοντες, καθώς και οι εταιρείες του ιδίου επιχειρηματικού ομίλου με την επωνυμία «……………..» και «…………….»., ευθυνόμενοι ως αυτοφειλέτες. Ειδικότερα με την από 29.4.2013 δανειακή σύμβαση χορηγήθηκε στην πλοιοκτήτρια δάνειο, συνολικού ποσού 11.000.000 δολαρίων Η.Π.Α., εκ των οποίων το ποσό των 5.602.000 δολαρίων Η.Π.Α. θα διατίθετο για την ολοκλήρωση των εργασιών μετασκευής του πλοίου, ενώ το υπόλοιπο ποσό των 5.398.000 δολαρίων Η.Π.Α. για την αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών από την από 30.4.2008 αρχική δανειακή σύμβαση. Το ανωτέρω δάνειο, το οποίο εκταμιεύθηκε στο σύνολό του, συμφωνήθηκε αποπληρωτέο σε δεκαπέντε (15) διαδοχικές εξαμηνιαίες δόσεις, το ποσό και ο χρόνος καταβολής εκάστης των οποίων ειδικότερα προσδιορίσθηκαν στη σύμβαση. Η ανωτέρω σύμβαση τροποποιήθηκε, κατόπιν αιτημάτων της δανειολήτριας, αρχικά με την από 16.5.2014 πράξη, με την οποία, αφενός μεν η τελευταία αναγνώρισε ότι η οφειλή της από τη σύμβαση ανερχόταν κατά τη συγκεκριμένη ημερομηνία στο συνολικό ποσό των 11.533.658,77 δολαρίων Η.Π.Α., αφετέρου παρατάθηκε ο χρόνος αποπληρωμής του δανείου διά του επανακαθορισμού των δόσεων αυτού, που προσδιορίσθηκαν σε δεκατέσσερις (14), καθώς και του ποσού και του χρόνου καταβολής εκάστης και στη συνέχεια με την από 4.3.2015 πράξη, με την οποία επίσης αναγνωρίσθηκε από την δανειολήπτρια το έως το χρονικό αυτό σημείο ποσό της οφειλής της από τη σύμβαση, ανερχόμενο σε 12.234.745,98 δολάρια Η.Π.Α., παρατάθηκε και πάλι ο χρόνος αποπληρωμής του δανείου, με τον επανακαθορισμό του ποσού και του χρόνου καταβολής εκάστης των δόσεων, που στο σύνολό τους συμφωνήθηκαν σε ένδεκα (11) και, επιπροσθέτως, μειώθηκε και το περιθώριο του επιτοκίου του δανείου από 5% σε 3% ετησίως. Περαιτέρω, με την από 15.5.2014 δανειακή σύμβαση χορηγήθηκε στην πλοιοκτήτρια δάνειο, ποσού 2.230.000 δολαρίων Η.Π.Α., με σκοπό την αποπεράτωση των εργασιών μετασκευής του πλοίου, που επίσης τροποποιήθηκε στη συνέχεια με την από 4.3.2015 πρόσθετη πράξη, με την οποία, αφενός μεν η δανειολήπτρια αναγνώρισε ότι η οφειλή της από τη σύμβαση είχε κατά τη συγκεκριμένη ημερομηνία διαμορφωθεί στο συνολικό ποσό των 2.325.751,79 δολαρίων Η.Π.Α., αφετέρου παρατάθηκε ο χρόνος αποπληρωμής του δανείου και μειώθηκε το περιθώριο του επιτοκίου του από 5% σε 3% ετησίως. Τέλος, σε εκτέλεση της από 4.3.2015 σύμβασης χορηγήθηκε για τον ίδιο λόγο στην πλοιοκτήτρια δάνειο, ποσού 2.750.000 δολαρίων Η.Π.Α., το σύνολο του ποσού του οποίου εκταμιεύθηκε, και το οποίο συμφωνήθηκε να αποπληρωθεί σε ένδεκα (11) διαδοχικές εξαμηνιαίες δόσεις, ποσού εκάστης 110.000 δολαρίων Η.Π.Α., πλέον μίας τελευταίας δόσης ποσού 1.540.000 δολαρίων Η.Π.Α., που θα περιελάμβανε και κάθε ληξιπρόθεσμο και απαιτητό έως τότε ποσό, οι οποίες συμφωνήθηκαν καταβλητέες κατά τις ειδικότερα αναφερόμενες στη σύμβαση ημερομηνίες. Σημειώνεται ότι η αρχική από 30.4.2008 δανειακή σύμβαση εξοφλήθηκε πλήρως και ολοσχερώς εν μέρει μέσω αναχρηματοδότησής της με την προαναφερόμενη από 29.4.2013 δανειακή σύμβαση και εν μέρει από το  τίμημα της πώλησης έτερου πλοίου με την ονομασία «SP», πλοιοκτησίας άλλης εταιρείας του ιδίου επιχειρηματικού ομίλου, καθώς και ότι, παράλληλα με τις ανωτέρω συμβάσεις, υπεγράφησαν μεταξύ της καθ’ης και της δανειολήπτριας συμβάσεις εκχώρησης προς την καθ’ης όλων των εσόδων από την εκμετάλλευση του πλοίου, καθώς και των ασφαλιστικών του αποζημιώσεων, τα ποσά των οποίων όφειλε η πλοιοκτήτρια να καταθέτει σε ειδικό λογαριασμό της τράπεζας, από τον οποίο θα εξοφλούντο οι οφειλές της προς τρίτους, καθώς και  από τις ανωτέρω δανειακές συμβάσεις. Αποδείχθηκε επίσης ότι οι εργασίες μετασκευής του πλοίου, οι οποίες είχαν μετά την αγορά του αρχίσει να εκτελούνται σε ναυπηγείο της πόλης Ζουσάν της Κίνας, συνεχίσθηκαν εκεί μέχρι και το μήνα Μάιο του έτους 2009, όταν και διακόπηκαν για να συνεχισθούν από το μήνα Ιούλιο του ιδίου έτους, αρχικά στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη του Περάματος, στη συνέχεια από το μήνα Απρίλιο του έτους 2011 στις εγκαταστάσεις της εταιρείας με την επωνυμία «………………», ακολούθως από το μήνα Ιούλιο του έτους 2013 σε ναυπηγείο της πόλης Τούζλα στην Τουρκία και τέλος από το μήνα Απρίλιο του έτους 2014 σε ναυπηγείο στη Δραπετσώνα Αττικής. Οι ανωτέρω εργασίες ολοκληρώθηκαν τελικά περί τα τέλη του μηνός Ιουλίου του έτους 2015, αλλά το πλοίο έλαβε τα απαιτούμενα πιστοποιητικά αξιοπλοΐας το μήνα Απρίλιο του έτους 2016, οπότε και δρομολογήθηκε στη γραμμή Ηγουμενίτσα – Μπρίντιζι, πλην όμως διέκοψε τα δρομολογιά του στις 15.11.2016, λόγω μη καταβολής δεδουλευμένων προς το πλήρωμα, συνεπεία των οποίων απαγορεύθηκε ο απόπλους του, κατόπιν της επιβολής σ’αυτό οριστικής αργίας από το Κράτος της σημαίας του (την Κύπρο). Επισημαίνεται ότι η δανειολήπτρια, η οποία δεν είχε έως τότε προβεί σε καταβολές προς αποπληρωμή των χορηγηθέντων δανείων, αθέτησε τη συμβατική της υποχρέωση να καταθέτει τις εισπράξεις από την εκμετάλλευση του πλοίου σε λογαριασμό της καθ’ης, από τον οποίο θα εξοφλούντο και οι δανειακές της υποχρεώσεις, καθώς και ότι στις 9.11.2016 κοινοποιήθηκαν στην καθ’ης από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος κατασχετήρια εις χείρας της ως τρίτης μέχρι του ποσού των 813.000 ευρώ για οφειλές μεταξύ άλλων και του πρώτου ανακόπτοντος, ενώ στις 24.11.2016 με προσωρινή διαταγή του Πρωτοδικείου Πειραιώς απαγορεύθηκε ο απόπλους του πλοίου προς εξασφάλιση απαίτησης του τουρκικού ναυπηγείου σε βάρος της πλοιοκτήτριας, με τη δυνατότητα άρσης της διά της κατάθεσης από την τελευταία εγγυητικής επιστολής ποσού 780.000 δολαρίων Η.Π.Α. ή του σε ευρώ ισόποσου αυτού. Επακολούθησαν συναντήσεις των μερών για την εξεύρεση κοινώς αποδεκτής λύσης προς διευθέτηση των οφειλών της πλοιοκτήτριας από τις ανωτέρω δανειακές συμβάσεις, η οποία είχε ήδη περιέλθει σε υπερημερία περί την αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων δόσεων απασών αυτών, που όμως δεν τελεσφόρησαν, με αποτέλεσμα η καθ’ης να προβεί  στις 31.1.2017 στην καταγγελία όλων των δανείων, τα οποία κατέστησαν στο σύνολό τους ληξιπρόθεσμα και απαιτητά, διά της επίδοσης στους εξ αυτών οφειλέτες, δανειολήπτριας και εγγυητών, των ανακοπτόντων συμπεριλαμβανομένων, του από 8.2.2017 σχετικού εγγράφου της. Ακολούθως επί της από 12.4.2017 αίτησης της καθ’ης εκδόθηκε σε βάρος της δανειολήπτριας και των εγγηυτών, μεταξύ δε αυτών και των ανακοπτόντων, η υπ’αριθμ……../25.4.2017 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία υποχρεώθηκαν άπαντες αυτοί να καταβάλουν στην καθ’ης, ο καθένας εις ολόκληρον, το σε ευρώ ισάξιο του ποσού των 2.500.000 δολαρίων Η.Π.Α., με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία των δύο νομισμάτων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κατά το χρόνο της πληρωμής, πλέον τόκων από την επίδοση της διαταγής πληρωμής, το οποίο αποτελούσε μέρος της κατ’αυτών  απαίτησης της καθ’ης από την από 29.4.2013 δανειακή σύμβαση, όπως αυτή τροποποιήθηκε με τις από 16.5.2014 και από 4.3.2015 μεταγενεστέρως καταρτισθείσες συμβάσεις, η οποία (απαίτηση) είχε κατά το χρόνο της καταγγελίας του δανείου διαμορφωθεί στο συνολικό ποσό των 13.390.028,37 δολαρίων Η.Π.Α.  Στη συνέχεια η καθ’ης, με εκτελεστό τίτλο την ανωτέρω διαταγή πληρωμής, αντίγραφο πρώτου εκτελεστού απογράφου της οποίας με επιταγή προς εκτέλεση επέδωσε στην πλοιοκτήτρια στις 5.5.2017 για την καταβολή του συνολικού ποσού των 2.542,562 δολαρίων Η.Π.Α., πλέον τόκων, επέσπευσε σε βάρος της τελευταίας διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, στο πλαίσιο της οποίας επιβλήθηκε αναγκαστική κατάσχεση για το σε ευρώ ισόποσο των 280.000 δολαρίων Η.Π.Α., στο προαναφερθέν πλοίο, που εκτέθηκε τελικά σε πλειστηριασμό ενώπιον της Συμβολαιογράφου Ηγουμενίτσας Λουκίας Αθανασίου ως επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου στις 2.8.2017 και κατακυρώθηκε στην εδρεύουσα στην πόλη Αλχεθίρας της επαρχίας Κάντιθ της Ισπανίας εταιρεία με την επωνυμία «……………», αντί του ποσού των 14.000.014 δολαρίων Η.Π.Α., που καταβλήθηκε. Αποδείχθηκε επίσης ότι η καθ’ης με την από 19.6.2017 αναγγελία της προς την επί του πλειστηριασμού υπάλληλο ανήγγειλε τις απαιτήσεις της σε βάρος της καθ’ης η εκτέλεση από την από 29.4.2013 δανειακή σύμβαση, από την από 15.5.2014 δανειακή σύμβαση και από την από 4.3.2015 δανειακή σύμβαση και ζήτησε να καταταγεί στο προς διανομή πλειστηρίασμα προνομιακά και οριστικά για το ποσό των 2.500.000 δολαρίων Η.Π.Α. κατά κεφάλαιο, το οποίο υποχρεώθηκε – μεταξύ άλλων φυσικών και νομικών προσώπων – και η πλοιοκτήτρια να της καταβάλει με την υπ’αριθμ……../2017 διαταγή πληρωμής, πλέον εξόδων και δικαστικής δαπάνης, ως οφειλόμενο από την από 29.4.2013 δανειακή σύμβαση και προνομιακά και τυχαία, υπό την αίρεση της τελεσίδικης επιδίκασης των αντίστοιχων απαιτήσεών της α) για το ποσό των 10.681.199,19 δολαρίων Η.Π.Α. ως υπόλοιπο οφειλόμενο κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, από την από 29.4.2013 δανειακή σύμβαση, το σύνολο της απαίτησής της εκ της οποίας ανήλθε στο συνολικό ποσό των 13.390.028,37 δολαρίων Η.Π.Α., όπως προεκτέθηκε, εκτός δηλαδή αυτού, για το οποίο εκδόθηκε η  υπ’αριθμ……./2017 διαταγή πληρωμής, β) για το ποσό των 2.493.790 δολαρίων Η.Π.Α. ως οφειλόμενο ποσό κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα από την από 15.5.2014 δανειακή σύμβαση και γ) για το ποσό των 2.923.293,79 δολαρίων Η.Π.Α., ως οφειλόμενο κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα από την από 4.3.2015 δανειακή σύμβαση, ήτοι ανήγγειλε απαιτήσεις της συνολικού ποσού 18.814.567,93 δολαρίων Η.Π.Α. πλέον των αναλογούντων μέχρι τη σύνταξη του πίνακα τόκων. Επισημαίνεται ότι οι απαιτήσεις της καθ’ης από όλες τις ανωτέρω δανειακές συμβάσεις  εξασφαλίζονταν με προτιμώμενες υποθήκες επί του πλοίου. Αποδείχθηκε επίσης ότι λόγω ανεπάρκειας του πλειστηριάσματος προς ικανοποίηση του συνόλου της απαίτησης της επισπεύδουσας και των απαιτήσεων των λοιπών αναγγελθέντων δανειστών της καθ’ης η εκτέλεση συντάχθηκε ο υπ’αριθμ……./2017 πίνακας κατάταξης δανειστών της ανωτέρω Συμβολαιογράφου, όπως αυτός διορθώθηκε με την υπ’αριθμ……/2017 πράξη της ιδίας, στον οποίο επί του διανεμητέου, μετά την αφαίρεση των εξόδων εκτέλεσης πλειστηριάσματος των 13.928.556,02 δολαρίων Η.Π.Α., κατατάχθηκε η καθ’ης για το ποσό των 13.914.213,01 δολαρίων Η.Π.Α., προνομιακά και τυχαία υπό την αίρεση της τελεσιδικίας της απαίτησής της. Επισημαίνεται ότι στον ανωτέρω πίνακα παρατίθενται, πέραν της αναγγελίας της καθ’ης, οι αναγγελίες εικοσιτεσσάρων (24) ακόμη δανειστών της καθ’ης η εκτέλεση (Ελληνικό Δημόσιο, Ασφαλιστικοί Οργανισμοί, η ΟΛΠ Α.Ε., η Ο.Λ.ΗΓ. Α.Ε., εργαζόμενοι, ναυπηγοεπισκευαστικές εταιρείες, συνεργεία, το τουρκικό ναυπηγείο, το κινέζικο ναυπηγείο) για απαιτήσεις τους, που υπερβαίνουν το ποσό των 4.500.000 ευρώ. Αποδείχθηκε επίσης ότι από το συνολικό ποσό των απαιτήσεών της σε βάρος της καθ’ης η εκτέλεση των 18.814.567,93 δολαρίων Η.Π.Α. από τις προαναφερθείσες δανειακές συμβάσεις, υπολογιζομένων στις 31.1.2017, ως πρωτοφειλέτριας, αλλά και σε βάρος των ανακοπτόντων ως εγγυητών των συμβάσεων αυτών, η καθ’ης έχει ήδη εισπράξει, όπως η ίδια συνομολογεί στην προσθήκη – αντίκρουση των προτάσεών της, το ποσό των 13.914,213,01 δολαρίων Η.Π.Α. από το πλειστηρίασμα του πλοίου, για το οποίο κατατάχθηκε προνομιακά και τυχαία στον πίνακα κατάταξης και με το οποίο εξοφλήθηκε κατά το μεγαλύτερο μέρος η απαίτησή της από την από 29.4.2013 δανειακή σύμβαση, για οφειλόμενο από την οποία ποσό 2.500.000 δολαρίων Η.Π.Α., πλέον τόκων και δικαστικής δαπάνης, εκδόθηκε η υπ’αριθμ.151/2017 διαταγή πληρωμής και επισπεύθηκε με αυτήν ως εκτελεστό τίτλο διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, καθώς και ο διενεργηθείς πλειστηριασμός του κατασχεθέντος πλοίου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 422 του ΑΚ, ως το αρχαιότερο μεταξύ πλειόνων ληξιπροθέσμων χρεών χρέος, ενώ οι απαιτήσεις της από τις μεταγενεστέρως καταρτισθείσες από 15.5.2014 και 4.3.2015 δανειακές συμβάσεις, ποσού 2.493.790 δολαρίων Η.Π.Α και 2.923.293,79 δολαρίων Η.Π.Α. αντίστοιχα, για τις οποίες επίσης αναγγέλθηκε για να ικανοποιηθεί στον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο, δεν εξοφλήθηκαν από το πλειστηρίασμα λόγω εξάντλησής του, αφού μετά την κατάταξή της παρέμεινε ανεξόφλητο υπόλοιπο 4.900.354,92 δολαρίων Η.Π.Α., όπως σαφώς προκύπτει από μια απλή αφαίρεση μεταξύ του συνολικού ποσού των αναγγελθεισών απαιτήσεών της και του ποσού το οποίο εισέπραξε από την κατάταξή της στον πίνακα. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι στο μεσοδιάστημα μεταξύ της αρχικά προσδιορισθείσας ημερομηνίας για τη διενέργεια του πλειστηριασμού του κατασχεθέντος πλοίου στις 28.6.2017, ο οποίος τελικά δε διενεργήθηκε, προηγηθείσης, επί ανακοπής του άρθρου 954 του ΚΠολΔ της καθ’ης η εκτέλεση, της έκδοσης της υπ’αριθμ.83/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσπρωτίας, με την οποία καθορίσθηκε η αξία του πλοίου στο ποσό των 21.000.000 δολαρίων Η.Π.Α. αντί του αρχικά εκτιμηθέντος ποσού των 17.400.000 δολαρίων Η.Π.Α., με τιμή πρώτης προσφοράς το ποσό των 14.000.000 δολαρίων Η.Π.Α.  (η αρχικώς ορισθείσα ανερχόταν στο ποσό των 11.700.000 δολαρίων Η.Π.Α.) και ορίσθηκε ως νέα ημερομηνία διενέργειας του πλειστηριασμού η 2η.8.2017 και της διενέργειας του πλειστηριασμού κατά την τελευταία αυτή ημερομηνία, έλαβαν χώρα στις 30.6.2017 και στις 4.7.2017 διερευνητικές συναντήσεις εκπροσώπων της καθ’ης η εκτέλεση/πλοιοκτήτριας/πρωτοφειλέτριας, της καθ’ης τράπεζας και της υποψήφιας ναυλώτριας εταιρείας μαροκινών συμφερόντων με την επωνυμία «…………………»  επί υποβληθείσης πρότασης της δανειολήπτριας προς την τράπεζα περί της διευθέτησης των οφειλών της από τις δανειακές συμβάσεις διά της ναύλωσης του πλοίου στην ως άνω μαροκινή εταιρεία. Ακολούθως, η πλοιοκτήτρια διαβίβασε στην τράπεζα και έγγραφο, στο οποίο εξέθετε αναλυτικά την ανωτέρω πρότασή της περί εξόφλησης των οφειλών της, το ύψος των οποίων ζήτησε να προσδιορισθεί στο ποσό των 17.772.291,01 δολαρίων Η.Π.Α., σύμφωνα με την οποία η εν λόγω μαροκινή εταιρεία, όπως είχε συμφωνηθεί μεταξύ τους, θα ναύλωνε το πλοίο «γυμνό» για χρονικό διάστημα τεσσάρων (4) ετών, με παράλληλη νηολόγησή του στο όνομα της ναυλώτριας και στο Μαρόκο, αντί μικτού ημερησίου ναύλου, ποσού 10.000 ευρώ, προκαταβλητέου ανά τριακονθήμερο, μέρος του οποίου, κυμαινόμενο μεταξύ 80.000 και 230.000 δολαρίων Η.Π.Α. θα καταβαλλόταν, κατόπιν εκχώρησής του από την πλοιοκτήτρια, σε τριακονθήμερη βάση απευθείας στην τράπεζα, η οποία κατά τη λήξη της ναύλωσης θα είχε με αυτό το τρόπο εισπράξει το συνολικό ποσό των 7.780.000 δολαρίων Η.Π.Α., με δικαίωμα της τελευταίας καθόλη τη διάρκεια της σύμβασης να αγοράσει το πλοίο, από το τίμημα της πώλησης του οποίου και θα εξοφλείτο η απαίτηση της τράπεζας, όπως θα περιοριζόταν κατά τα προεκτεθέντα, πλήρως και ολοσχερώς. Στην ανωτέρω πρόταση επισυνάφθηκε πίνακας, στον οποίο εμφαινόταν αναλυτικά ο καθόλη τη διάρκεια της ναύλωσης, επιμερισμός του ναύλου, που θα εισπραττόταν σε τριακονθήμερη βάση, προς τους διάφορους πιστωτές της πλοιοκτήτριας, της καθ’ης συμπεριλαμβανομένης, διά της αναφοράς των ποσών, που θα καταβάλλονταν στον καθέναν εξ αυτών σε εξόφληση των αντίστοιχων απαιτήσεών τους σε λογαριασμούς τους στην καθ’ης, ούτως ώστε η τελευταία να ενημερώνεται σχετικώς. Η ανωτέρω πρόταση όμως απορρίφθηκε από την καθ’ης διά του από 17.7.2017 εγγράφου της με την αιτιολογία ότι δεν περιλαμβάνει προκαταβολή προς την ίδια «ενός σεβαστού» ποσού, ότι οι μηνιαίες καταβολές προς αυτήν των δύο πρώτων χρόνων της ναύλωσης είναι «σημαντικά χαμηλές», ότι δε γίνεται μνεία στην πρόταση όσον αφορά το χρόνο και τον τρόπο εξόφλησης των τόκων, παράλληλα με το κεφάλαιο, ότι σε περίπτωση που ο ναυλωτής ασκήσει το δικαίωμά του να αγοράσει το πλοίο δεν προκύπτει από την πρόταση ότι το τίμημα της αγοράς θα επαρκεί για να καλύψει το υπόλοιπο της απαίτησής της, ακόμη και εάν γίνει δεκτός ο περιορισμός της, ενώ σε διαφορετική περίπτωση, εάν δηλαδή ο ναυλωτής δεν ασκήσει αυτό το δικαίωμα, είναι «αβέβαιο εάν, πότε και πόσο θα πωληθεί το πλοίο, το οποίο κατά τη λήξη της ναύλωσης θα έχει συμπληρώσει τα 35 έτη». Αποδείχθηκε επίσης ότι στη συνέχεια επί αίτησης της καθ’ης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας εκδόθηκε σε βάρος της ανωτέρω εταιρείας με την επωνυμία «………» και άλλων φυσικών και νομικών προσώπων, μεταξύ δε αυτών και των ανακοπτόντων, η υπ’αριθμ. ………/2018 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία υποχρεώθηκαν άπαντες οι ανωτέρω να καταβάλουν στην καθ’ης,  έκαστος εξ αυτών ενεχόμενος εις ολόκληρον, το σε ευρώ ισάξιο του ποσού των 2.750.000 δολαρίων Η.Π.Α., με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία των δύο νομισμάτων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κατά το χρόνο της πληρωμής, ως οφειλόμενο από την από 4.3.2015 δανειακή σύμβαση, η οποία καταρτίσθηκε μεταξύ της  προαναφερθείσας αλλοδαπής εταιρείας και της καθ’ης, με την εγγύηση – μεταξύ άλλων – και των ανακοπτόντων, όπως το ποσό της εν λόγω απαίτησής της είχε διαμορφωθεί κατά το χρόνο της καταγγελίας του δανείου (στις 31.1.2017), πλέον τόκων από την 1η.2.2017 μέχρι την εξόφληση και δικαστικής δαπάνης, ποσού 35.800 ευρώ. Η καθ’ης με εκτελεστό τίτλο την προαναφερθείσα διαταγή πληρωμής επέσπευσε σε βάρος των ανακοπτόντων διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης για την ικανοποίηση της ανωτέρω χρηματικής απαίτησής της, διά της επίδοσης σ’αυτούς στις 11.7.2017 απογράφου πρώτου εκτελεστού απογράφου της διαταγής πληρωμής, στα πλαίσια της οποίας προέβη σε αναγκαστική κατάσχεση ακινήτου, συγκυριότητάς τους κατά τα 3/4 και το 1/4  εξ αδιαιρέτου αντίστοιχα, κειμένου στο Δήμο Κρωπίας Αττικής, για μέρος της απαίτησής της, ανερχόμενο στο σε ευρώ ισάξιο του ποσού των 280.000 δολαρίων Η.Π.Α. με βάση την ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατά το χρόνο της πληρωμής, με την υπ’αριθμ……/4.3.2019 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτου της διορισμένης στο Πρωτοδικείο Αθηνών Δικαστικής Επιμελήτριας ………., το οποίο, επίσης με δική της επίσπευση, εκτέθηκε σε ηλεκτρονικό πλειστηριασμό ενώπιον του Συμβολαιογράφου Πειραιώς ………., ως επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου, που προσδιορίσθηκε να διενεργηθεί στις 9.10.2019, με την υπ’αριθμ……./4.3.2019 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτου της διορισμένης στο Πρωτοδικείο Αθηνών Δικαστικής Επιμελήτριας ……… και το υπ’αριθμ………/4.3.2019 απόσπασμα κατασχετήριας έκθεσης της ιδίας Δικαστικής Επιμελήτριας, στις οποίες αναφέρεται ότι η αξία του κατασχεθέντος ακινήτου εκτιμήθηκε στο συνολικό ποσό των 890.000 ευρώ, στο οποίο προσδιορίσθηκε και η τιμή πρώτης προσφοράς του στο διενεργηθησόμενο πλειστηριασμό. Εξ όσων προεκτέθηκαν συνάγεται κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου το συμπέρασμα ότι η επίσπευση διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης από την καθ’ης ανώνυμη τραπεζική εταιρεία σε βάρος των ανακοπτόντων διά της κατάσχεσης ακινήτου συγκυριότητάς τους και του προσδιορισμού πλειστηριασμού του, με τις προσβαλλόμενες με την κρινόμενη ανακοπή πράξεις, δεν πρέπει να αποκρουσθεί ως καταχρηστική, λόγω προφανούς και πρόδηλης αντίθεσής της στα αντικειμενικά όρια της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικού και οικονομικού σκοπού του δικαιώματός της, που θέτει η διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ, να πραγματώσει την απαίτησή της από την προαναφερθείσα από 4.3.2015 δανειακή σύμβαση, για την οποία εκδόθηκε η υπ’αριθμ……./2018 διαταγή πληρωμής, με αναγκαστική εκτέλεση, καθώς τα ανωτέρω μέτρα εκτέλεσης, που χρησιμοποίησε, δεν αντίκεινται στην αρχή της αναλογικότητας, ως ακατάλληλα και μη αναγκαία, εκ των οποίων προκαλείται ζημία στους ανακόπτοντες δυσανάλογα μεγάλη και επιβαρυντική σε σχέση με τα δικά της ωφελήματα, με αποτέλεσμα την ακυρότητα των πράξεων αυτών, όπως ισχυρίσθηκαν οι ανακόπτοντες με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης ανακοπής τους. Η καθ’ης, ως χρηματοδοτικός οργανισμός, υποχρεούτο  κατά την ενάσκηση των δικαιωμάτων της έναντι των οφειλετών της ανακοπτόντων, ακριβώς λόγω της φύσης της πιστωτικής σχέσης ως διαρκούς ενοχικής σχέσης ιδιαίτερης εμπιστοσύνης μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, σε πίστη και προστασία των συμφερόντων τους, κατά τρόπον ώστε να αποφεύγεται κάθε υπέρμετρα επαχθής συνέπεια, ικανή να τους επιφέρει βλάβη και κατά τον τρόπον αυτό ενήργησε στην κρινόμενη περίπτωση κατά το χειρισμό του δανεισμού της πρωτοφειλέτριας, εντός δηλαδή των ορίων, που διαγράφονται από τη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ. Ειδικότερα, όπως σαφώς προκύπτει από το προπαρατιθέμενο ιστορικό της συνολικής χρηματοδότησης της πλοιοκτήτριας από το έτος 2008, που αποσκοπούσε, όχι μόνον στην κάλυψη μέρους του τιμήματος της αγοράς του πλοίου, αλλά και μέρους της ιδιαίτερα υψηλής δαπάνης μετασκευής του και υλοποιήθηκε αρχικά διά της χορήγησης του από 30.4.2008 δανείου, η καθ’ης, παρά την παράβαση από τη δανειολήπτρια της συμβατικής της υποχρέωσης να αποπερατωθούν οι ανωτέρω εργασίες μέχρι και τα τέλη του μηνός Ιανουαρίου του έτους 2009, ούτως ώστε από τα έσοδα της εκμετάλλευσης του πλοίου να αρχίσει να αποπληρώνεται το δάνειο, συμφώνησε, αποδεχθείσα κάθε φορά υποβληθέντα αιτήματα της οφειλέτριας, στη σύναψη στη συνέχεια δύο (2) τροποποιητικών της αρχικής συμβάσεων, με έκαστη των οποίων καθορίσθηκε νέα μεταγενέστερη ημερομηνία ολοκλήρωσης των σχετικών εργασιών (συγκεκριμένα με τη δεύτερη εξ αυτών η εν λόγω προθεσμία παρατάθηκε μέχρι τις 30.6.2011) και στη συνέχεια, αν και οι εργασίες αυτές δεν ολοκληρώθηκαν ούτε εντός του έτους 2011, αλλά ούτε και εντός του επομένου έτους (2012) λόγω οικονομικής αδυναμίας της πλοιοκτήτριας να καλύψει το κόστος εξ ιδίων κεφαλαίων, εντούτοις, αποδέχθηκε  και πάλι αίτημα της τελευταίας για νέα χρηματοδότησή της μεγάλου ύψους, προκειμένου να ανταποκριθεί στη σχετική δαπάνη, που υπερέβη σημαντικά την αρχικώς εκτιμηθείσα, από το προϊόν του δανεισμού της και ενώ δεν είχε εξοφληθεί η πρώτη δανειακή σύμβαση, όπως είχε τροποποιηθεί, διά της κατάρτισης μεταξύ τους, με την εγγύηση πλέον και των ανακοπτόντων, εντός χρονικού διαστήματος δύο (2) ετών τριών (3) άλλων δανειακών συμβάσεων (των από 29.4.2013, 15.5.2014 και 4.3.2015), συνολικού ποσού 15.980.000 δολαρίων Η.Π.Α. Σημειωτέον ότι με μέρος του ποσού του δανείου της πρώτης των ανωτέρω συμβάσεων αποπληρώθηκε εν μέρει η αρχική δανειακή σύμβαση του έτους 2008, ότι της κατάρτισης των από 29.4.2013 και από 15.5.2014 συμβάσεων επακολούθησε η σύναψη τροποποιητικών αυτών συμβάσεων, που προέβλεπαν ευνοϊκότερους όρους αποπληρωμής, κατόπιν αποδοχής κάθε φορά από την καθ’ης σχετικών αιτημάτων της οφειλέτριας, η οποία είναι προφανές ότι αδυνατούσε να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της, καθώς και ότι η τράπεζα προέβη τελικά στις 31.1.2017, έχοντας ανεχθεί, όπως επιβάλλει η καλόπιστη συμπεριφορά, μία ευλογη καθυστέρηση στην εξόφληση των δανείων, σε καταγγελία όλων αυτών των συμβάσεων, ενώ δεν είχε λάβει χώρα καμία καταβολή προς αποπληρωμή τους κατά κεφάλαιο ή τόκους από το έτος 2013, ούτε μετά την έναρξη των πλόων του πλοίου, το πλοίο είχε ήδη διακόψει οριστικά τα δρομολόγιά του λόγω μη καταβολής των δεδουλευμένων προς το πλήρωμα, που προέβη σε επίσχεση εργασίας, επομένως δεν αναμένονταν έσοδα από την εκμετάλλευσή του, οι οφειλές της πλοιοκτήτριας προς τρίτους συσσωρεύονταν, όπως είχε περιέλθει σε γνώση της και δεν είχε καταστεί δυνατό να εξευρεθεί κοινώς αποδεκτή λύση για τη διευθέτηση των απαιτήσεων της καθ’ης, επωφελής και συμφέρουσα για όλα τα συμβαλλόμενα μέρη σε μεταξύ τους πλειστάκις πραγματοποιηθείσες συναντήσεις. Πρέπει επίσης να αναφερθεί στο σημείο αυτό ότι καταχρηστικότητα στη συμπεριφορά της καθ’ης δε δύναται να θεμελιωθεί στην επίσπευση διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος των ανακοπτόντων, παρά την προηγούμενη εξόφληση της απαίτησής της, για την οποία επιβλήθηκε αναγκαστική κατάσχεση στο ακίνητό τους και προσδιορίσθηκε ο πλειστηριασμός του, από το προϊόν του πλειστηριάσματος του πλοίου, σύμφωνα με όσα αβάσιμα επικαλούνται αυτοί στην ανακοπή τους, διότι, όπως έχει αναλυτικά εκτεθεί, το ποσό του ανωτέρω πλειστηριάσματος, στο οποίο κατατάχθηκε η καθ’ης, δεν επαρκούσε για την ικανοποίηση και της συγκεκριμένης απαίτησής της, καθώς με αυτό εξοφλήθηκε απαίτηση από προηγούμενη δανειακή σύμβαση, για την οποία είχαν επίσης εγγυηθεί οι ανακόπτοντες. Ούτε βέβαια ευσταθεί ο ισχυρισμός των ανακοπτόντων ότι η καθ’ης δολίως υποτίμησε την αξία του κατασχεθέντος πλοίου για να τους προκαλέσει ζημία, όπερ, όπως διατείνονται, επιτείνει την καταχρηστικότητα της συμπεριφοράς της ως επισπεύδουσας την εκτέλεση σε βάρος του ακινήτου τους δανείστριας, καθώς είναι εκ των πραγμάτων προφανές ότι ήταν προς το συμφέρον της να επιτευχθεί όσο το δυνατόν μεγαλύτερο πλειστηρίασμα κατά τον πλειστηριασμό του πλοίου, προκειμένου να ικανοποιηθεί προνομιακά όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος των εμπραγμάτως ασφαλισμένων και ληξιπροθέσμων απαιτήσεών της από τις δανειακές συμβάσεις, που χορήγησε στην ανωτέρω. Επιπροσθέτως λεκτέον ότι η άρνηση της καθ’ης να συμφωνήσει στην πρόταση της πλοιοκτήτριας για τη ναύλωση του πλοίου «γυμνού» σε εταιρεία μαροκινών συμφερόντων, η οποία επαναφέρθηκε στο μεσοδιάστημα μεταξύ της αρχικής ημερομηνίας διενέργειας του πλειστηριασμού του και της προσδιορισθείσας στη συνέχεια ημερομηνίας με την δικαστική απόφαση, που δέχθηκε την ανακοπή του άρθρου 954 παρ.4 του ΚΠολΔ της καθ’ης η εκτέλεση και αύξησε την αξία του κατασχεθέντος πλοίου και συνακόλουθα την τιμή πρώτης προσφοράς του στο διενεργηθησόμενο πλειστηριασμό, δεν ήταν αβάσιμη, αυθαίρετη και αδικαιολόγητη, ώστε να μπορεί να χαρακτηρισθεί καταχρηστική, διότι, η τράπεζα, κατόπιν αξιολόγησης της υποβληθείσης και εγγράφως πρότασης από τα στελέχη της, με γνώμονα τα δικά της επιχειρηματικά συμφέροντα πρωτίστως, όπως είναι απολύτως θεμιτό, αφού πρόκειται περί χρηματοδοτικού οργανισμού, που δανειοδοτεί με σκοπό το κέρδος, και λαμβάνοντας υπόψη και τη γενικότερη οικονομική κατάσταση της δανειολήπτριας, με σωρεία οφειλών προς τρίτους και παύση εξυπηρέτησης των χορηγηθέντων από την ίδια δανείων ήδη από το έτος 2013, που δεν παρέπεμπε σε πρόσκαιρη οικονομική αδυναμία της να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της, έκρινε αυτήν ως ασύμφορη. Ειδικότερα εκ των αναφερομένων στην έγγραφη απάντησή της συνάγεται το συμπέρασμα ότι το επιχειρηματικό σχέδιο της πλοιοκτήτριας διά της κατά τα ανωτέρω ναύλωσής του πλοίου της αξιολογήθηκε ως αμφίβολης αποτελεσματικότητας όσον αφορά τη διασφάλιση της εξόφλησης των απαιτήσεων της τράπεζας, ενόψει και της ύπαρξης οφειλών της δανειολήπτριας σημαντικού ύψους προς τρίτους, οι οποίες, άλλωστε, και αναγγέλθηκαν μετά τον πλειστηριασμό και της αβεβαιότητας όσον αφορά την εξέλιξη της ναύλωσης, εάν δηλαδή θα είναι ομαλή ή όχι, λαμβανομένης υπόψη και της ακόμη μεγαλύτερης ηλικίας του πλοίου κατά τη λήξη της σύμβασης, ακόμη και εάν αυτή εξελισσόταν ομαλά και αμφότερα τα μέρη τηρούσαν τα συμφωνηθέντα. Πρέπει, επομένως, ενόψει όσων προεκτέθηκαν, ν’απορριφθεί ο λόγος αυτός της ανακοπής ως κατ’ουσίαν αβάσιμος.

Aπό το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 954 παρ.2 και 993 παρ.2 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η κατασχετήρια έκθεση ακινήτου πρέπει να περιέχει, εκτός από τα ουσιώδη που απαιτούνται από το άρθρο 117 του ΚΠολΔ, και ακριβή περιγραφή του κατασχεμένου πράγματος, ώστε να μη γεννιέται αμφιβολία για την ταυτότητά του. Το κατασχεμένο ακίνητο πρέπει, ύστερα από επιτόπια μετάβαση του δικαστικού επιμελητή, να περιγράφεται με ακρίβεια ως προς το είδος, τη θέση, τα όρια και την έκτασή του, με τα συστατικά και τα παραρτήματα που κατασχέθηκαν, ώστε να μην χωρεί αμφιβολία για την ταυτότητά του. Η περιγραφή δεν απαιτείται να είναι σχολαστική, πρέπει όμως να είναι τέτοια, ώστε να προκύπτει όχι μόνο η τοπική, αλλά και η οικονομική ταυτότητα αυτού (ΑΠ 1074/2006, ΤΝΠ Νόμος), στη συνοπτική του δηλαδή περιγραφή να υπάρχει ευκρινής προσδιορισμός του περιεχομένου του μέλλοντος να πλειστηριασθεί αντικειμένου και να μη δημιουργούνται λανθασμένες εντυπώσεις στους πλειοδότες, οι οποίες ενδέχεται να τους οδηγήσουν σε μειωμένες, κατά το ποσό πλειοδοσίες. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 159 του ΚΠολΔ, που ορίζει ότι η παράβαση διάταξης που ρυθμίζει τη διαδικασία και ιδίως τον τύπο κάποιας διαδικαστικής πράξης επιφέρει ακυρότητα: 1) εάν την τήρηση της διάταξης απαιτεί ρητά ο νόμος με την ποινή της ακυρότητας, 2) εάν για την παράβαση αυτήν επιτρέπεται αναίρεση ή αναψηλάφηση και 3) σε κάθε άλλη περίπτωση, αν ο δικαστής κρίνει ότι η παράβαση προκάλεσε στο διάδικο που την προτείνει βλάβη, η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας, η κατά τα παραπάνω ατελής περιγραφή του κατασχεθέντος ακινήτου ή η λανθασμένη αναγραφή του τόπου του πλειστηριασμού επιφέρει ακυρότητα, μόνον εάν προκάλεσε βλάβη στον προτείνοντα αυτή διάδικο, η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά μόνον με την κήρυξη της ακυρότητας, καθόσον η ως άνω παράβαση δεν έχει ταχθεί με την ποινή ακυρότητας στις παραπάνω διατάξεις, ούτε επιτρέπεται γι’αυτήν αναίρεση ή αναψηλάφηση (ΑΠ 314/2000 ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, κατά τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 954 του ΚΠολΔ, επιτρέπεται η άσκηση ανακοπής ενώπιον του κατ’άρθρο 933 του ιδίου Κώδικα αρμοδίου Δικαστηρίου, που δικάζει κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, με αίτημα τη διόρθωση της έκθεσης ως προς την περιγραφή του κατασχεθέντος, την εκτίμηση και την τιμή της πρώτης προσφοράς. Συνεπώς, μετά τη θεσμοθέτηση της διορθωτικής ανακοπής του άρθρου 954 παρ.4 του ΚΠολΔ, ατέλειες ή πλημμέλειες ως προς την περιγραφή του κατασχεθέντος, την εκτίμηση της αξίας αυτού ή την τιμή πρώτης προσφοράς δεν δικαιολογούν καταρχήν την υποβολή αιτήματος ακύρωσης της έκθεσης κατάσχεσης. Σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις και μόνο με την παράλληλη επίκληση εκ μέρους του αιτούντος πρόκλησης δικονομικής ή περιουσιακής βλάβης, που δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας (άρθρο 159 παρ.3 του ΚΠολΔ), συγχωρείται η άσκηση της κατ’ άρθρο 933 του ΚΠολΔ ακυρωτικής ανακοπής, εφόσον υπάρχουν ιδιαίτερα σοβαρές ελλείψεις της κατασχετήριας έκθεσης, που δεν επιδέχονται ίαση με απλή διόρθωση δυνάμει της κατ’ άρθρο 954 παρ. 4 του ιδίου κώδικα διορθωτικής ανακοπής (X. Απαλαγάκη, Ερμηνεία ΚΠολΔ κατ’ άρθρο, 2011, υπό άρθρο 954, σελ. 1891), όπως π.χ. σε περίπτωση έλλειψης σύμπραξης ή υπογραφής του κατά το νόμο απαιτούμενου μάρτυρα (ΑΠ 1687/2005 Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Η τυχόν εσφαλμένη εκτίμηση από το δικαστικό επιμελητή ή τον πραγματογνώμονα της αξίας των κατασχεθέντων και της τιμής πρώτης προσφοράς ή η ατελής ή ανακριβής περιγραφή στην έκθεση κατάσχεσης του ακινήτου με τα συστατικά του ή με τα κατασχεθέντα παραρτήματα δεν καθιστά άκυρη την έκθεση κατάσχεσης, αλλά παρέχει το δικαίωμα στον έχοντα έννομο συμφέρον να ασκήσει ανακοπή, κατά τις διατάξεις των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ και να ζητήσει τη διόρθωση της έκθεσης. Προκύπτει λοιπόν, ότι η ανακοπή αυτή του άρθρου 954 παρ.4 του ΚΠολΔ δεν εξομοιώνεται με εκείνη του άρθρου 933 του ΚΠολΔ, διότι δεν προσβάλλει το κύρος των πράξεων της εκτέλεσης, ούτε οδηγεί σε ακύρωση της κατάσχεσης και συνεπώς η τελευταία (η του άρθρου 933 του ΚΠολΔ ανακοπή) μπορεί να ασκηθεί κατ’ αυτής, εφόσον υπάρχουν οι προϋποθέσεις της, δηλαδή στην περίπτωση της ατελούς περιγραφής του κατασχεμένου ακινήτου, με τη συνδρομή του στοιχείου της βλάβης, που πρέπει να επικαλεσθεί και αποδείξει ο ανακόπτων. Η ατελής περιγραφή του ακινήτου μπορεί όμως, να επηρεάσει το κύρος της κατάσχεσης αυτού, εφόσον τα ελαττώματα αυτά επιδρούν επί της τοπικής ή οικονομικής ταύτισης του κατασχεθέντος ή εγκυμονούν κίνδυνο βλάβης του προτείνοντος την ακυρότητα. Μια τέτοια όμως δικονομική βλάβη δεν μπορεί να είναι νοητή στην περίπτωση θεραπείας των ελλείψεων της κατασχετήριας έκθεσης με τη διόρθωση αυτών από το Δικαστήριο, κατόπιν άσκησης της από το άρθρο 954 παρ. 4 του ΚΠολΔ ανακοπής (βλ. σχετ. περί των ανωτέρω ΜονΕφΑιγ 97/2021 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Με το δεύτερο λόγο της κρινόμενης ανακοπής οι ανακόπτοντες ισχυρίσθηκαν ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις της επισπευδομένης σε βάρος τους εκτέλεσης είναι άκυρες λόγω του εσφαλμένου της περιγραφής σ’αυτές του κατασχεθέντος ακινήτου τους, όσον αφορά την έκτασή του, αλλά και λόγω του ανακριβούς της περιγραφής αναφορικά με τα συστατικά και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, με αποτέλεσμα να προκαλείται αμφιβολία ως προς την τοπική και την οικονομική ταυτότητά του και κατ’επέκταση λανθασμένες εντυπώσεις στους πλειοδότες, που είτε θα αποτραπούν να προσέλθουν και να πλειοδοτήσουν στο διενεργηθησόμενο πλειστηριασμό, είτε θα προβούν σε μειωμένες πλειοδοσίες. Ειδικότερα ισχυρίζονται ότι το ακίνητό τους φέρεται εσφαλμένως στις προσβαλλόμενες πραξεις ως έκτασης 2.476,60 τ.μ. αντί του ορθού 5.064,90 τ.μ. (κατά τους τίτλους κτήσης) ή 4.986 τ.μ. (κατά την κτηματογράφηση), ότι η εντός αυτού ανεγερθείσα κατοικία και ο περιβάλλων χώρος της περιγράφονται κατά τρόπο αόριστο, άλλως όλως συνοπτικό και ελλιπή, αλλά και εσφαλμένο, διότι δεν μνημονεύονται ο πρώτος υπέρ το ισόγειο όροφος και ο σ’αυτόν υφιστάμενος ειδικά διαμορφωμένος εξώστης για την οργάνωση δεξιώσεων, ουδόλως γίνεται μνεία περί του παρεκκλησίου στο οικόπεδο, καθώς και περί των εγκαταστάσεων – αποδυτηρίων πλησίον της υδατοδεξαμενής, ούτε αναφέρεται ότι πρόκειται περί οικοπέδου αμφιθεατρικού με απεριόριστη θέα στη θάλασσα, ενώ η επιφάνεια του οικήματος αναφέρεται μικρότερη της πραγματικής των 695,48 τ.μ. Ότι οι ανωτέρω πλημμέλειες και ελλείψεις στις προσβαλλόμενες πράξεις στην περιγραφή του εκτιθέμενου σε πλειστηριασμό ακινήτου τους (το οποίο, όπως διατείνονται, είναι μία πολυτελής μαρμάρινη βίλα με απεριόριστη θέα στη θάλασσα, κατάφυτο περιβάλλοντα χώρο, με ιδιαίτερη εξωτερική και εσωτερική αρχιτεκτονική και διαρρύθμιση και με πισίνα επιστρωμένη με ψηφιδωτά) είναι ιδιαιτέρως σοβαρές και επιδρούν ουσιωδώς στην εκτίμηση της αξίας του και συνακόλουθα στην προσέλευση πλειοδοτών και στην επίτευξη του μεγαλύτερου δυνατού πλειστηριάσματος, με αποτέλεσμα την πρόκληση σ’αυτούς βλάβης, που δε μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά μόνον με την κήρυξη της ακυρότητας. Με το προεκτεθέν περιεχόμενο ο λόγος αυτός της ανακοπής απορριπτέος τυγχάνει διότι οι επικαλούμενες από τους ανακόπτοντες στις προσβαλλόμενες πράξεις πλημμέλειες, ατέλειες και ελλείψεις στην περιγραφή του κατασχεθέντος ακινήτου τους όσον αφορά την έκταση, τα συστατικά και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, ακόμα και εάν ήθελε υποτεθούν βάσιμες, δεν κρίνονται ως ιδιαίτερα σοβαρές, ούτως ώστε να μην επιδέχονται ίαση με απλή διόρθωση δυνάμει της κατ’άρθρο 954 παρ. 4 του ΚΠολΔ διορθωτικής ανακοπής και, επομένως, αποτελούν αντικείμενο μόνον της ανωτέρω ανακοπής και όχι λόγο της ακυρωτικής ανακοπής του άρθρου 933 του ιδίου Κώδικα, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη. Ανεξαρτήτως τούτου θα πρέπει να επισημανθεί ότι το εν λόγω ακίνητο αναφέρεται μεν στην κατασχετήρια έκθεση ως έκτασης 5.064,90 τ.μ., 5064 τ.μ. και 5028,91 τ.μ. σύμφωνα με τα επίσης μνημονευόμενα τοπογραφικά διαγράμματα, πλην όμως για την πληρότητα της περιγραφής του γίνεται επίσης και ορθώς μνεία στην ίδια έκθεση, ως έδει για το σαφή, ευκρινή και αληθή προσδιορισμό της ταυτότητάς του, περί του ότι αυτό, μετά την ένταξή του στο σχέδιο πόλης του Δήμου Κορωπίου με το από 5.4.1990 Διάταγμα (ΦΕΚ 223Δ/10.4.1990) και τη ρυμοτόμηση για τη δημιουργία και διάνοιξη οδών και πεζοδρόμων στην περιοχή όπου βρίσκεται, τμήματός του, έκτασης 2.476,60 τ.μ., εμφαινομένου στο προσαρτημένο στην υπ’αριθμ…../9.9.1993 Πράξη της Συμβολαιογράφου Αθηνών ………… τοπογραφικό διάγραμμα του αρχιτέκτονα μηχανικού ………….. με τα μικρά και τα κεφαλαία αλφαβητικά γράμματα α-β-γ-Ι-Θ-Η-ε-Ζ-Ε-Δ-Γ-Β-Α-η-θι-κ-λ-α και εισφερθέντος από τους συγκυρίους του και ήδη ανακόπτοντες σε κοινή χρήση με την υπ’αριθμ………./9.9.1993 Πράξη της αυτής ως άνω Συμβολαιογράφου, είναι πλέον οικόπεδο, μέσα στο οποίο είναι κτισμένη υδατοδεξαμενή, κείμενο στην ……. Κορωπίου Αττικής, μέσα στο εγκεκριμένο σχέδιο της πόλης του Κορωπίου Αττικής, της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου Κορωπίου,  εντός του υπ’αριθμ. ………. (……..) οικοδομικού τετραγώνου και εμφαίνεται με τα γράμματα Α-Β-Γ-Δ-Ε-Ζ-ζ-Α στο ανωτέρω τοπογραφικό διάγραμμα του Νικολάου Καραγεωργίου, ως έκτασης 2.531,79 τ.μ. Η βασιμότητα του γεγονότος αυτού επιρρωνύεται ιδίως από την προσκομιζόμενη από την καθ’ης υπ’αριθμ……../9.9.1993 Πράξη της Συμβολαιογράφου Αθηνών …………….., στην οποία έχει περιληφθεί σχετική δήλωση των ιδίων των ανακοπτόντων περί της ένταξης του ακινήτου τους στο σχέδιο πόλης του Δήμου Κορωπίου, διά της ρυμοτόμησης και της εισφοράς του προαναφερθέντος εδαφικού τμήματός του στην κοινή χρήση, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.1221/1981, η οποία έχει μεταγραφεί νόμιμα στα οικεία βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Κρωπίας στις 13.9.1993 (στον τόμο …, με αύξοντα αριθμό …..), με την επισήμανση ότι η περιγραφή του ρυμοτομουμένου τμήματος του ακινήτου τους, αλλά και του εναπομείναντος τμήματος του ιδίου ακινήτου, στην εν λόγω πράξη, έχει αυτούσια περιληφθεί στην κατασχετήρια έκθεση προς ακριβέστερη ενημέρωση των πλειοδοτών επί της πραγματικής έκτασης του κατασχεθέντος και εκτιθέμενου σε πλειστηριασμό ακινήτου.

Πρέπει, επομένως, ενόψει των ανωτέρω, ελλείψει άλλων λόγων προς έρευνα, ν’απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη ανακοπή. Η δικαστική δαπάνη της καθ’ης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση της οποίας υποβλήθηκε από την ανωτέρω με το εφετήριο σχετικό αίτημα, θα επιβληθεί σε βάρος των ανακοπτόντων λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ), σύμφωνα με τα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης οριζόμενα, καθώς λόγω της απουσίας της στον πρώτο βαθμό δεν υποβλήθηκε σε έξοδα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την από 10.6.2020 (με αυξ. αριθμ. εκθ.καταθ. ……../10.6.2020 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και  με αυξ. αριθμ. εκθ.καταθ. ………../10.6.2020 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεση κατά της υπ’αριθμ. 3331/2019 οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ουσίαν την ανωτέρω έφεση.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ  την επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στην εκκαλούσα.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη απόφαση.

ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει εξαρχής την υπόθεση επί της από 24.4.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…………../24.4.2019)  ανακοπής.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την ανακοπή και απορρίπτει αυτήν κατ’ουσίαν.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των ανακοπτόντων τη δικαστική δαπάνη της καθ’ης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 28-11-2022.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ