Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 695/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός απόφασης  695/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ : 1) …………………, 2) ………. 3) ……….. και 4) ………….., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο Ειρήνη Κοντοσέα και

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: εταιρίας …………….  , η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Στέφανο Λύρα.

Οι εκκαλούντες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 23.12.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …………./23.12.2019 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 3489/2020 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που την απέρριψε, ως ουσιαστικά αβάσιμη.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες, με την από 14.1.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………../14.1.2021 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου …………/20.1.2021 έφεση, που προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά την στην αρχή της παρούσας αναφερομένη δικάσιμο.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ανέπτυξαν τις απόψεις τους αναφερόμενοι στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν αντίστοιχα.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η κρινόμενη από 14.1.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου …………/14.1.2021 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ……../20.1.2021 έφεση των εναγόντων, ………………, ήδη εκκαλούντων, που στρέφονται κατά της υπ’αριθμ.3489/2020 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών (άρθρα 614, 621, 622 ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) και απέρριψε την από 23.12.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………/23.12.2019 αγωγή τους κατά της εταιρίας με την επωνυμία «…………..», που εδρεύει στη …… της Κύπρου και διατηρεί υποκατάστημα στον Πειραιά, με την επωνυμία «……….», ήδη εφεσίβλητης, ασκήθηκε  νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 495, 496, 498, 499, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ.α, 518 § 1 και 520 § 1  ΚΠολΔ,   δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι έγινε νομότυπη επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, επιμελεία της εναγομένης, στις 16.12.2020, στην πληρεξούσια δικηγόρο, ως αντίκλητο, των εναγόντων – εκκαλούντων, συντασσομένης της υπ’αριθμ…../16.12.2020 έκθεσης επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Πρωτοδικείου Πειραιά, …………., που προσκομίζεται με επίκληση από την εναγομένη-εφεσίβλητη, το δε πρωτότυπο του δικογράφου της έφεσης κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 14.1.2021, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011). Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω κατά την αυτή, ως άνω, ειδική διαδικασία, για να ελεγχθεί το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ. Σημειωτέον ότι, αν και η έφεση ασκήθηκε μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν.4055/2012, δεν απαιτείται για το παραδεκτό της η κατάθεση του παραβόλου της § 3 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω νόμο, όπως αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015), λόγω της φύσεως της διαφοράς, ως εργατικής.

ΙΙ. Οι ενάγοντες, ήδη εκκαλούντες, στην από 23.12.2019 αγωγή τους, ισχυρίστηκαν ότι δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου ναυτολογήθηκαν και απασχολήθηκαν έκαστος κατά τις αναφερόμενες ημέρες των ετών 2018 και 2019, στο υπό σημαία Κύπρου και με αριθμό νηολογίου Λεμεσού …./2015, Ε/Γ-Ο/Γ ταχύπλοο πλοίο, με το όνομα «CJ2», κ.ο.χ. 5.005, πλοιοκτησίας της εναγομένης, ήδη εφεσίβλητης, που συμμετέχει στον όμιλο εταιρειών με τον διακριτικό τίτλο «………………», το οποίο εκτελεί πλόες εσωτερικού, με την ειδικότητα του ναύτη και του ναύκληρου ο πρώτος, του ναύτη ο δεύτερος, του θαλαμηπόλου ο τρίτος και της ανθυποπλοιάρχου η τέταρτη, ως μέλη του «δεύτερου» πληρώματος του πλοίου, προκειμένου να απασχολούνται στα τμήματα των δρομολογίων, που υπερβαίνουν τις επιτρεπόμενες με την ρύθμιση του άρθρου 1 του π.δ.381/2001 ώρες απασχόλησης του «πρώτου» πληρώματος του ανωτέρω πλοίου της, οι δε συμβάσεις εργασίας τους λύνονταν κάθε φορά εντός ελαχίστων ημερών ή ακόμα και αυθημερόν, αντί του προβλεπομένου από την εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας (ΣΣΝΕ) για τα πληρώματα των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων μηνιαίου μισθού, πλέον κατ’αποκοπή αμοιβής για οκτάωρη εργασία κατά τα Σάββατα και τις αργίες και ότι καθ’ όλη την διάρκεια των ναυτολογήσεων τους εργάζονταν καθημερινά πέραν του οκταώρου, χωρίς όμως να λαμβάνουν, σύμφωνα με το άρθρο 60 του ΚΙΝΔ, πλήρεις μηνιαίες αποδοχές, αλλά μόνο τις αποδοχές για την παρασχεθείσα εργασία κατά τις αναφερόμενες ημέρες, ούτε ολόκληρα τα ποσά, που δικαιούνταν για αναλογία δώρων εορτών Χριστουγέννων των ετών 2018 και 2019. Με βάση τα περιστατικά αυτά, ζητούσαν οι ενάγοντες να υποχρεωθεί η εναγομένη να τους καταβάλει για τις ανωτέρω αιτίες, το συνολικό ποσό των 33.457,65€ στον πρώτο τούτων,  των 26.000,82€ στον δεύτερο, των 28.075,27€ στον τρίτο και των 34.975,18€ στην τέταρτη τούτων, όπως επαρκώς προσδιορίζονται τα επιμέρους ποσά, με το νόμιμο τόκο από την οριστική απόλυση καθενός, άλλως από την επίδοση της κρινομένης αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη, ακολούθως την απέρριψε, κατ’ουσίαν. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη με την ένδικη έφεση οι ηττηθέντες ενάγοντες για τους αναφερομένους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητούν την τυπική και ουσιαστική παραδοχή της εφέσεως τους, την εξαφάνιση της εκκαλούμενης αποφάσεως, την αναδίκαση της αγωγής από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω παραδοχή της.

III. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 53 και 54 του ΚΙΝΔ προκύπτει ότι, η σύμβαση ναυτολόγησης, που συνομολογείται μεταξύ του πλοιάρχου και του ναυτολογουμένου και συντελείται με την εγγραφή της στο ναυτολόγιο του πλοίου, καταρτίζεται για την ανάληψη υπηρεσιών σε ορισμένο πλοίο. Ο πλοίαρχος ή ο πλοιοκτήτης ή εφοπλιστής, κατά τη διάρκεια της σύμβασης ναυτολόγησης, δεν έχουν το δικαίωμα να μεταθέσουν τον ναυτικό σε άλλο πλοίο έστω και του ίδιου πλοιοκτήτη. Όμως κατ’ εφαρμογήν της από το άρθρο 361 ΑΚ αναγνωριζόμενης αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης, μπορεί να περιληφθεί εγκύρως στην συναπτόμενη μεταξύ του πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή και του ναυτικού προκαταρκτική σύμβαση ναυτικής εργασίας, η οποία περιέχει τους όρους της ναυτολόγησης, που επακολουθεί, ή και στην ίδια τη σύμβαση ναυτολόγησης σε ορισμένο πλοίο, πρόσθετη συμφωνία, με την οποία παρέχεται στον πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή ή και στον πλοίαρχο το δικαίωμα να μεταθέτει το ναυτικό, κατά τη διάρκεια της σύμβασης ναυτολόγησης, σε άλλο, κατονομαζόμενο ή μη, πλοίο του ίδιου πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή. Η τυχόν επακολουθούσα δήλωση του πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή ή του πλοιάρχου για τη μετάθεση του ναυτικού στο άλλο πλοίο, πρέπει να είναι ορισμένη, να αφορά δηλαδή συγκεκριμένο πλοίο, να μνημονεύει τον τόπο και το χρόνο της νέας ναυτολόγησης και να γίνεται όπως απαιτεί η καλή πίστη, δεν είναι δε νόμιμη αν επιφέρει ουσιώδη μεταβολή των όρων της αρχικής ναυτεργασιακής σχέσης. Με την περιέλευση στο ναυτικό της περί μεταθέσεως του, ορισμένης και έγκυρης δήλωσης, με την οποία ενασκείται το ως άνω διαπλαστικό δικαίωμα του πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή ή του πλοιάρχου, επέρχεται λύση της αρχικής σύμβασης ναυτολόγησης με αμοιβαία συναίνεση, διότι η συναίνεση του ναυτικού εμπεριέχεται στην πρόσθετη ως άνω συμφωνία. Συγχρόνως, με την ίδια δήλωση του πλοιάρχου ή του πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή και με την περιέλευση της στο ναυτικό επέρχεται κατάρτιση νέας σύμβασης ναυτολόγησης, εφόσον βεβαίως τηρηθεί και ο από το άρθρο 53 ΚΙΝΔ προβλεπόμενος πρόσθετος όρος (ΕφΠειρ 724/2014 δημ.ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 1115/2009  ΑΡΜ 2009, 1217, ΕφΠειρ 482/2007 ΕΝΔ 2007, 398).

IV. Από την ένορκη ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατάθεση του μάρτυρος των εναγόντων, που περιλαμβάνεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης τούτου, την υπ’ αριθμ……/27.2.2020 ένορκη βεβαίωση του …………, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, που λήφθηκε με επιμέλεια των εναγόντων – εκκαλούντων, προς αντίκρουση των περιεχόμενων στις πρωτόδικες προτάσεις της εναγομένης ισχυρισμών της, μετά από νομότυπη κλήτευση της, κατ’άρθρο 422παρ.1 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 του Ν.4335/2015, με δήλωση της πληρεξουσίας δικηγόρου των εναγόντων, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, την υπ’ αριθ. …./21.2.2020 ένορκη βεβαίωση της …………, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, που λήφθηκε επιμελεία της εναγομένης – εφεσίβλητης, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των εναγόντων, κατ’άρθρο 422παρ.1 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 Ν.4335/2015 (υπ’ αριθ. ………./18.2.2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά, ……..), τις υπ’αριθμ….. και ……/24.11.2021 ένορκες βεβαιώσεις των …….. και ………., ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, που λήφθηκαν επιμελεία της εναγομένης – εφεσίβλητης, προς υπεράσπιση κατά της εναντίον της έφεσης (527 και 529 ΚπολΔ), κατόπιν νομότυπης κλήτευσης των εναγόντων, κατ’άρθρο 422παρ.1 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 Ν.4335/2015 (υπ’ αριθ………./19.11.2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά, ……………), οι οποίες εκτιμώνται από το Δικαστήριο κατά το μέτρο της αξιοπιστίας και το βαθμό της γνώσεως εκάστου μάρτυρα, όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, ανεξάρτητα αν τα προσκομιζόμενα έγγραφα πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρα 340 παρ.1 και 591 παρ.1 ΚΠολΔ), για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004,723), σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφα τους και εκτιμώνται, κατ’ άρθρα 264 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (336 παρ.4 ΚΠολΔ) και της λογικής, αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν στον Πειραιά μεταξύ αφενός της εναγομένης με την επωνυμία «……….», που εδρεύει στη ……. της Κύπρου και διατηρεί υποκατάστημα στον Πειραιά, πλοιοκτήτριας του υπό σημαία Κύπρου και με αριθμό νηολογίου Λεμεσού ……../2015, Ε/Γ – Ό/Γ ταχύπλοου πλοίου, με το όνομα «CJ2», κ.ο.χ. 5.005 και αφετέρου ενός εκάστου των εναγόντων, αυτοί ως Έλληνες απογεγραμμένοι ναυτικοί, προσλαμβάνονταν και ναυτολογούνταν στο ανωτέρω πλοίο, αντί των προβλεπόμενων από την εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων μηνιαίων αποδοχών, ο πρώτος αυτών, ……………., με την ειδικότητα του ναύτη, τις αναφερόμενες στην αγωγή ημέρες της χρονικής περιόδου από 25.5.2018 έως 16.10.2018 και από 7.5.2019 μέχρι 12.10.2019, παρεκτός ως ναύκληρος από 24.6.2019 έως 28.6.2019 και από 8.10.2019 έως 11.10.2019, ο δεύτερος ενάγων, ………………, με την ειδικότητα του ναύτη, τις αναφερόμενες ημέρες του χρονικού διαστήματος από 19.8.2018 έως 27.10.2018 και από 19.4.2019 έως 6.8.2019, ο τρίτος, ……., με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, τις αναφερόμενες ημέρες της περιόδου από 31.5.2018 έως 12.9.2018 και από 20.5.2019 έως 24.9.2019 και η τέταρτη τούτων, ………., με την ειδικότητα της Δόκιμης Πλοιάρχου και Ανθυποπλοιάρχου, τις μνημονευόμενες στην αγωγή ημέρες του διαστήματος από 6.8.2018 έως 27.10.2018 και από 19.4.2019 έως 21.9.2019. Ειδικότερα, κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα ναυτολόγησης τους, τις πάσης φύσεως αποδοχές των εναγόντων ρύθμιζε αρχικά η Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2017, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθ. 2242.5-1.5/77056/2017 υπουργική απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής (ΦΕΚ Β 4005/17.11.2017), ακολούθως η μεταγενέστερη από 4.9.2018 ΣΣΝΕ του έτους 2018, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθ. 2242.5-1.5/80350/2018 υπουργική απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής (ΦΕΚ Β 5084/14.11.2018) και εκείνη του έτους 2019, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθ. 2242.5-1.5/56040/2019 υπουργική απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής (ΦΕΚ Β 3170/12.8.2019). Εξάλλου, ο χρόνος εργασίας των εναγόντων στο ως άνω ταχύπλοο πλοίο, σύμφωνα με τις διατάξεις του π.δ. 381/2001 «Κύρωση Κανονισμού περί μεγίστου χρόνου απασχόλησης πληρωμάτων Ε/Γ και Ε/Γ-Ο/Γ ταχυπλόων πλοίων», οριζόταν σε οκτώ ώρες ημερησίως μη δυνάμενος να παραταθεί πέραν των δύο ωρών ανά εικοσιτετράωρο και σε εξαιρετικές περιπτώσεις μία επιπλέον ώρα ημερησίως, δηλαδή ένδεκα ώρες συνολικά, υπό την προϋπόθεση ότι ο συνολικός χρόνος εργασίας σε διάστημα επτά ημερών να μην υπερβαίνει τις εβδομήντα ώρες. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η εναγομένη δραστηριοποιείται στον όμιλο «………», στον οποίον συμμετέχουν πλοιοκτήτριες εταιρείες ιδίων συμφερόντων και δη, κατά το επίδικο διάστημα, η εταιρεία «. . …….» με το υπό κυπριακή σημαία πλοίο «TJ», η εταιρεία «…………..», με το υπό ελληνική σημαία πλοίο «AB», η εταιρεία «………», με το υπό κυπριακή σημαία πλοίο «CJ1», η εταιρεία «………….», με τα υπό ελληνική σημαία πλοία «NJ» και «AJ», η εταιρεία «…….», με το υπό κυπριακή σημαία πλοίο «PJ», η εταιρεία «…………», με το υπό κυπριακή σημαία πλοίο «CV», η εταιρεία «……..», με το υπό κυπριακή σημαία πλοίο «AJ», η εταιρεία ……………..», με το υπό κυπριακή σημαία πλοίο «WJ», η εταιρεία «……..», με το υπό κυπριακή σημαία πλοίο «SJ» και η εταιρεία «…. ….», με το υπό κυπριακή σημαία πλοίο «PJ». Οι παραπάνω εταιρείες, οι οποίες είναι ιδίων συμφερόντων συμμετείχαν και ως μέλη κοινοπραξιών, όπως στην «……………..» και τον διακριτικό τίτλο «………» κατά το έτος 2018 και στην «……………….» και τον διακριτικό τίτλο «……» κατά τα έτη 2018 και 2019. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο πρώτος ενάγων προσλήφθηκε με την από 16.3.2018 σύμβαση στο πλοίο «TJ», με την από 3.5.2018 σύμβαση στο πλοίο «AB», με την από 7.5.2019 σύμβαση στο ένδικο πλοίο «CJ2», με την από 2.6.2019 σύμβαση στο πλοίο «PJ», με την από 15.9.2019 σύμβαση στο πλοίο «WJ» και με την από 27.9.2019 σύμβαση στο πλοίο «NJ». Ο δεύτερος ενάγων προσλήφθηκε με την από 29.3.2018 σύμβαση στο πλοίο «Sj» και με τις από 19.4.2019 και από 25.5.2019 συμβάσεις στο ένδικο πλοίο «CJ2». Ο τρίτος ενάγων προσλήφθηκε με την από 10.5.2018 σύμβαση στο πλοίο «CJl», με την από 18.5.2019 σύμβαση στο επίδικο πλοίο «CJ2», με την από 2.6.2019 σύμβαση στο πλοίο «PJ» και με την από 27.9.2019 σύμβαση στο πλοίο «NJ». Η τέταρτη ενάγουσα προσλήφθηκε με την από 7.2.2018 σύμβαση στο πλοίο «SJ», με τις από 9.5.2018, 10.5.2018 και 10.7.2018 συμβάσεις στο πλοίο «PJ», με την από 19.4.2019 σύμβαση στο ένδικο πλοίο «CJ2», με την από 25.5.2019 σύμβαση στο πλοίο «CV» και στο επίδικο πλοίο «CJ2» και με την από 2.6.2019 σύμβαση στο πλοίο «PJ». Παράλληλα, στις ως άνω ατομικές συμβάσεις εργασίας των εναγόντων περιλήφθηκε συμπληρωματικός όρος, κατά τον οποίον η «εταιρεία έχει το αποκλειστικό δικαίωμα και ο ναυτικός συναινεί από τούδε στη μετάθεσή του σε οποιοδήποτε άλλο πλοίο ιδίων μετά της εταιρείας συμφερόντων, ανεξαρτήτως των εκτελούμενων δρομολογίων και εν γένει πλόων ή μη, την οποία μετάθεση και υποχρεούται να αποδεχθεί αμελλητί ο ναυτικός, διαφορετικά η σύμβαση του λύεται αναποζημίωτα. Η αλλαγή των δρομολογίων του πλοίου δεν συνιστά λόγο και δεν παρέχει δικαίωμα στον ναυτικό να καταγγείλει τη σύμβαση του.». Ο ως άνω συμβατικός όρος, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, τυγχάνει έγκυρος, δοθέντος ότι η εναγομένη δεν είχε υποχρέωση να κατονομάσει συγκεκριμένο πλοίο στο οποίο δύναται να μετατεθεί ο αντισυμβαλλόμενος ναυτικός, τέτοια δε υποχρέωση υπείχε μόνον κατά την υποβολή δήλωσης μετάθεσης προς τον ναυτικό, η οποία κατά τα ανωτέρω έπρεπε να είναι ορισμένη, να αφορά δηλαδή συγκεκριμένο πλοίο και να μνημονεύει τον τόπο και τον χρόνο της νέας ναυτολόγησης. Πράγματι η εναγομένη, στο πλαίσιο της ως άνω συμφωνίας της με τους ενάγοντες, μετέθετε αυτούς κατά τα επίδικα διαστήματα των ετών 2018 και 2019 και σε άλλα ταχύπλοα πλοία ιδίων συμφερόντων, όπως αποδεικνύεται από τα προσκομιζόμενα ναυτικά φυλλάδια των εναγόντων, προκειμένου να χρησιμοποιούνται, ως «δεύτερο πλήρωμα» αυτών και να μην γίνεται υπέρβαση του ημερησίου επιτρεπόμενου χρόνου εργασίας των μελών του πληρώματος εκάστου ταχύπλοου. Οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι για τις ημέρες ναυτολόγησης τους κάθε μήνα σε έκαστο πλοίο, υφίσταται αντίστοιχη υποχρέωση της πλοιοκτήτριας τούτου να τους καταβάλει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 60 του ΚΙΝΔ, έναν πλήρη μηνιαίο μισθό. Συγκεκριμένα, στην προκειμένη περίπτωση, επειδή καθεμιά από τις ως άνω ναυτολογήσεις τους διήρκεσαν για χρονικό διάστημα μικρότερο του μήνα, θεωρούν ότι υποχρεούται η εναγομένη να καταβάλει στον καθένα όχι μόνο τις αποδοχές για την παρασχεθείσα εργασία του στο πλοίο «CJ2», κατά τις αναφερόμενες ημέρες, αλλά έναν πλήρη μηνιαίο μισθό για έκαστο αντίστοιχο μήνα των επίδικων ναυτολογήσεων τους. Η αξίωση ωστόσο αυτή δεν είναι βάσιμη, δεδομένου ότι, όπως προεκτέθηκε, μεταξύ των διαδίκων είχε ρητώς συμφωνηθεί ότι η εναγομένη είχε το δικαίωμα να μεταθέτει τους ενάγοντες σε άλλα πλοία ιδίων συμφερόντων, ούτως ώστε στην προκειμένη περίπτωση δεν δύναται να θεωρηθεί ότι η ναυτολόγηση των εναγόντων διαρκούσε έλασσον του μηνός, υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 60 του ΚΙΝΔ, ώστε καθένας να δικαιούται έναν πλήρη μηνιαίο μισθό, εφόσον η ναυτολόγηση εκάστου εξ αυτών, κατόπιν της σχετικής δήλωσης της εναγομένης περί της μεταθέσεως του, τυπικά μεν λυόταν, καθόσον στα πλαίσια της ειδικής αυτής συμφωνίας μεταξύ των συμβαλλομένων ναυτικού και εργοδότριας, με έκαστη μετάθεση κοινή συναινέσει επερχόταν λύση της υφιστάμενης σύμβασης εργασίας και κατάρτιση νέας αυτοτελούς συμβάσεως εργασίας με τη νέα εργοδότρια πλοιοκτήτρια του έτερου πλοίου, κατ’ ουσίαν ωστόσο συνεχιζόταν η απασχόληση καθενός το υπόλοιπο διάστημα του μήνα, με τους ίδιους εργασιακούς όρους, σε άλλα πλοία του ίδιου ομίλου, οι δε ενάγοντες λάμβαναν για την εργασία τους σε κάθε πλοίο τις αναλογούσες στο διάστημα εργασίας τους σ’αυτό νόμιμες αποδοχές, όπως αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες από την εναγομένη αποδείξεις πληρωμής αποδοχών και τα αντίστοιχα αποδεικτικά εμβασμάτων. Σημειωτέον, ότι οι δηλώσεις της εναγομένης για τη μετάθεση των ναυτικών γίνονταν με ορισμένο τρόπο, ήτοι αφορούσαν κάθε φορά σε συγκεκριμένο πλοίο και συγκεκριμένο τόπο και χρόνο ναυτολόγησης, ενώ οι ενάγοντες, οι οποίοι είχαν παράσχει με τις επίδικες συμβάσεις εργασίας τη συγκατάθεση τους για τις εν λόγω μεταθέσεις, δεν εναντιώθηκαν ούτε εκ των υστέρων σε αυτές. Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθούν, κατ’ ουσίαν, οι ένδικες αξιώσεις για οφειλόμενες δεδουλευμένες αποδοχές του εκάστοτε ολόκληρου μήνα, που αντιστοιχεί στις ημέρες ναυτολόγησης των εναγόντων, κατά τα έτη 2018 και 2019 στο επίδικο πλοίο και για τα αναλογούντα στα χρονικά διαστήματα των μηνών αυτών δώρα εορτών Χριστουγέννων των εν λόγω ετών.

Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ομοίως, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ούτε στην εκτίμηση των αποδείξεων, όπως αβασίμως αιτιώνται οι ενάγοντες-εκκαλούντες και συνεπώς, ο πρώτος λόγος της έφεσης τους, κατά την επιχειρούμενη θεμελίωση του στην αποδιδόμενη στην εκκαλουμένη πλημμέλεια ότι η απασχόληση εκάστου στα πλοία των εταιρειών του ομίλου συνιστούσε μια ενιαία εργασιακή σχέση, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν, ερειδόμενος επί εσφαλμένης προϋπόθεσης, καθόσον η προσβαλλομένη απόφαση δεν διαλαμβάνει τέτοια παραδοχή.

V. Από τις διατάξεις του άρθρου 527 ΚΠολΔ, όπως το άρθρο αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015 ΦΕΚ Α΄87/23.7.2015, με έναρξη ισχύος από 1.1.2016, κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 Ν.4335/2015, προκύπτει ότι είναι απαράδεκτη η προβολή για πρώτη φορά στην κατ` έφεση δίκη ισχυρισμών, που δεν προτάθηκαν ή δεν προτάθηκαν παραδεκτά στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν προτείνονται από τον εφεσίβλητο ως υπεράσπιση κατά της έφεσης και δεν μεταβάλλεται η πραγματική βάση της αγωγής ή γεννήθηκαν μετά την τελευταία συζήτηση στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ή λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως ή μπορεί να προταθούν σε κάθε στάση της δίκης, ή το Δικαστήριο κρίνει ότι οι πραγματικοί ισχυρισμοί δεν προβλήθηκαν έγκαιρα με τις προτάσεις από δικαιολογημένη αιτία, ή αν αυτοί προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα, ή αν αποδεικνύονται με δικαστική ομολογία του αντιδίκου ή αν αποδεικνύονται με έγγραφο (χωρίς πλέον την πρόσθετη προϋπόθεση να κρίνει το Δικαστήριο ότι ο διάδικος δεν γνώριζε, ούτε μπορούσε να πληροφορηθεί έγκαιρα την ύπαρξη του εγγράφου, η οποία, απαλείφθηκε με τον ν. 3994/2011). Ως νέοι ισχυρισμοί νοούνται μόνο οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί που τείνουν σε θεμελίωση, παρακώλυση ή κατάλυση ουσιαστικού δικαιώματος και στοιχειοθετούν τη βάση ένστασης, αντένστασης ή άλλης αυτοτελούς αίτησης για παροχή έννομης προστασίας, το δε απαράδεκτο της προβολής τους λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο.

Στην προκειμένη περίπτωση οι εκκαλούντες,  με τον δεύτερο λόγο της έφεσης τους, πλήττουν την εκκαλουμένη υποστηρίζοντας ότι, αφού το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε το αγωγικό αίτημα για τις συμπληρωματικές αποδοχές πλήρους μήνα, που ζήτησαν, όφειλε επικουρικά να ερευνήσει αν εξοφλήθηκαν οι αποδοχές, που δικαιούνταν για τις ημέρες της παρασχεθείσας εργασίας στο ένδικο πλοίο και να επιδικάσει την προκύπτουσα διαφορά. Ο κρινόμενος λόγος τυγχάνει απορριπτέος, ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθόσον δεν περιλαμβάνεται στην αγωγή επικουρικό αίτημα για την καταβολή του επικαλούμενου υπολοίπου των δεδουλευμένων αποδοχών για τις ημέρες απασχόλησης τους στο εν λόγω πλοίο. Η δε προβολή ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου του αυτοτελούς αυτού αιτήματος, που δεν προβλήθηκε πρωτοδίκως, για πρώτη φορά με λόγο έφεσης, κρίνεται απαράδεκτη, για τον λόγο ότι οι εκκαλούντες δεν επικαλέστηκαν, ούτε αποδείχθηκε ότι συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις, που να δικαιολογεί την βραδεία προβολή του και ειδικότερα επειδή η ιστορική βάση του και τα θεμελιωτικά του στοιχεία δεν προέκυψαν μετά τη συζήτηση της διαφοράς στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, μήτε αποδεικνύεται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία της αντιδίκου τους, ούτε συντρέχει δικαιολογημένη αιτία μη έγκαιρης προβολής του.

VI. Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, εφόσον δεν υπάρχουν προς έρευνα άλλοι λόγοι έφεσης πρέπει η ένδικη έφεση να απορριφθεί στο σύνολο της, ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας στους  εκκαλούντες, κατόπιν σχετικού αιτήματος της, λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την ένδικη έφεση.

Δέχεται την έφεση τυπικά.

Απορρίπτει αυτήν κατ’ ουσίαν.

Επιβάλλει στους εκκαλούντες τα δικαστικά έξοδα της εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εννιακοσίων (900) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 28 Νοεμβρίου  2022.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ