Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 401/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός απόφασης   401/2022

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Σπυριδούλα Μακρή, Πρόεδρο Εφετών, Χαρίκλεια Σαραμαντή, Εφέτη και Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη-Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις ……………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: εταιρείας …………….. η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Δημήτριου Ψυχάρη, με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: νομικού προσώπου με την επωνυμία «INTERNATIONAL OIL POLLUTION COMPENSATION FUND 1992» («IOPC FUND») και στα Ελληνικά «ΔΙΕΘΝΕΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗΣ ΖΗΜΙΩΝ ΡΥΠΑΝΣΗΣ ΑΠΟ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟ 1992» (το «Κεφάλαιο»), που εδρεύει στο Λονδίνο του Ηνωμένου Βασιλείου (……………..) και εκπροσωπείται νόμιμα από τον διευθυντή του, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο, Ιωάννη Μαρκιανό – Δανιόλο, με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

H εκκαλούσα εταιρεία άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 16.9.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……………../16.9.2019 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’αριθμ.2688/2020 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που την απέρριψε.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα, με την από 2.10.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………../6.10.2020 και προσδιορισμού στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ………../6.10.2020 έφεση, που προσδιορίστηκε να συζητηθεί στην δικάσιμο 18.3.2021, κατά την οποία ματαιώθηκε, λόγω της επιβολής του έκτακτου μέτρου της προσωρινής αναστολής των δικών ενώπιον των πολιτικών Δικαστηρίων για την προστασία της δημόσιας υγείας από την διασπορά του κορωνοϊού. Ήδη επανεισήχθη για συζήτηση αυτεπάγγελτα με την υπ’αριθμ.90/2021 πράξη της Προέδρου του Ναυτικού Τμήματος του Δικαστηρίου τούτου για την στην αρχή της παρούσας αναφερομένη δικάσιμο.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις, που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η κρινόμενη από 2.10.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου …………./6.10.2020 και προσδιορισμού στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου …………./6.10.2020 έφεση της εκκαλούσας εταιρείας με την επωνυμία «…………..», η οποία στρέφεται κατά της υπ’αριθμ.2688/2020 οριστικής αποφάσεως του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών (άρθρα 614, 621, 622 ΚΠολΔ σε συνδ. με  άρθρο 3 Π.Δ. 98 της 21-3/2-4-1990 «Αρμοδιότητα δικαστηρίων και διαδικασία εκδίκασης υποθέσεων στις οποίες είναι διάδικος το Διεθνές Κεφάλαιο Αποζημίωσης Ζημιών Ρύπανσης από Πετρέλαιο» και 82 ΚΙΝΔ) και απέρριψε την ασκηθείσα από 16.9.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …………../16.9.2019 αγωγή της, σε βάρος του εναγομένου νομικού προσώπου με την επωνυμία «INTERNATIONAL OIL POLLUTION COMPENSATION FUND 1992» («IOPC FUND») και στα Ελληνικά «ΔΙΕΘΝΕΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗΣ ΖΗΜΙΩΝ ΡΥΠΑΝΣΗΣ ΑΠΟ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟ 1992» (το «Κεφάλαιο»), ήδη εφεσιβλήτου, ασκήθηκε  νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 496, 498, 499, 500, 511, 513 παρ. 1 περ. β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ.1, 520 παρ.1 και 591 παρ. 1 ΚΠολΔ, καθόσον από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι έγινε νομότυπη επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, επιμελεία του εναγομένου, στις 21.9.2020, στην ενάγουσα, όπως προκύπτει από την σχετική σημείωση του δικαστικού επιμελητή Πειραιά, ………………, επί του σώματος ακριβούς αντιγράφου του επιδιδόμενου εγγράφου, που προσκομίζεται από την εκκαλούσα, το δε πρωτότυπο του δικογράφου της εφέσεως κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 6.10.2020, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011) και για το παραδεκτό της έχει κατατεθεί το αναλογούν παράβολο υπέρ του Δημοσίου και ΤΑΧΔΙΚ (άρθρο 495 παρ. 1 και 3, όπως η παρ.4 προστέθηκε με το άρθρο 12 του Ν.4055/2012 και αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015). Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω  διαδικασία, για να ελεγχθεί το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ.

ΙΙ. Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα εταιρεία στην από 16.9.2019 αγωγή της, εξέθεσε ότι παρέχει υπηρεσίες προστασίας του θαλάσσιου, χερσαίου και παράκτιου περιβάλλοντος και στα πλαίσια της δραστηριότητας της αυτής η μη διάδικος στην παρούσα δίκη, ναυτική εταιρία με την επωνυμία «……………», της ανέθεσε στις 5.3.2012 και αυτή ανέλαβε αυθημερόν το έργο του περιορισμού και πρόληψης ευρύτερης ρύπανσης και της απορρυπάνσεως και καθαρισμού της θάλασσας και των ακτών στην περιοχή του κόλπου της Ελευσίνας, που επλήγησαν από τη διαρροή πετρελαιοειδών περίπου 450 κυβικών μέτρων, μετά το ναυάγιο του υπό ελληνική σημαία δεξαμενόπλοιου «ΑI», πλοιοκτησίας της, με αριθμό νηολογίου Πειραιά ….., αριθμό ΙΜΟ …. και ΔΔΣ SX …., εξαιτίας της υπαίτιας πρόσκρουσης του σε βυθισμένο και χαρτογραφημένο παλαιό ναυάγιο, ενώ μετέφερε 1.498,998 τόνους τύπου μαζούτ Νο.3 (HFO 380 cst), 299,025 τόνους πετρελαίου τύπου μαζούτ Νο.1 (HFO 180 cst) και 274,580 κυβικά μέτρα, που αντιστοιχούν σε 236,139 τόνους, καυσίμου πετρελαίου ναυτιλίας (marine gas oil) και ότι εκτέλεσε τις απαιτούμενες εργασίες περιορισμού της ρύπανσης και απορρύπανσης διαθέτοντας εξειδικευμένο προσωπικό και τον κατάλληλο εξοπλισμό, πλωτά και χερσαία μέσα, εργαλεία και υλικά, κατά το χρονικό διάστημα από τις 5.3.2012 ώρα 10.00 π.μ. έως τις 21.04μ.μ. της 6ης.3.2012, που ολοκληρώθηκε η διαδικασία παράδοσης των εκτελούμενων εργασιών, προς συνέχιση τους, από την, κατ’εντολή της ανωτέρω πλοιοκτήτριας, αντικαταστάτρια της ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «……………….», επιπλέον δε τις εργασίες παράδοσης των συλλεγέντων πετρελαιοειδών αποβλήτων προς νόμιμη διαχείριση και διάθεση, καθώς επίσης συντήρησης, καθαρισμού και επισκευής του χρησιμοποιηθέντος αντιρρυπαντικού εξοπλισμού, στις οποίες προέβη από 7.3.2012 έως και 16.3.2012, εκδίδοντας σε βάρος της πλοιοκτήτριας, με βάση τις τιμές του ισχύοντος, ενσωματωμένου στην αγωγή, τιμοκαταλόγου της και των παρατιθέμενων γενικών όρων παροχής των υπηρεσιών της, γενομένων ανεπιφύλακτα δεκτών απ’αυτήν, τον χρεωστικό λογαριασμό, που ενσωματώνεται στην αγωγή, για τις αμοιβές ανά ειδικότητα του απασχολούμενου προσωπικού, τις χρεώσεις των διατιθέμενων σκαφών και οχημάτων, τα χρησιμοποιούμενα υλικά και αναλώσιμα είδη, την μίσθωση υπηρεσιών τρίτων, καθώς και τα λοιπά έξοδα, συνολικού ποσού 349.404,48 ευρώ, όπως επαρκώς προσδιορίζονται τα επιμέρους ποσά, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ, το οποίο όχλησε την πλοιοκτήτρια να της καταβάλει με την αποστολή με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο του από 31.1.2013 χρεωστικού σημειώματος τάσσοντας προθεσμία 30 ημερών, που παρήλθε άπρακτη και ακολούθως,  προσέφυγε στην Διαιτησία των Lloyd’s στο Λονδίνο, όπου είχε συμφωνηθεί μεταξύ τους να επιλύονται οι προκύψασες διαφορές από την παροχή των εν λόγω υπηρεσιών και εκδόθηκε η από 23.9.2015 διαιτητική απόφαση, με την οποία η πλοιοκτήτρια καταδικάσθηκε να της καταβάλει, ως αποζημίωση, το ανωτέρω ποσό των 349.404,48 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, πλην όμως η εκτέλεση της ανωτέρω απόφασης εναντίον της πλοιοκτήτριας είναι απρόσφορη, αφού, λόγω του ένδικου ναυαγίου, απώλεσε το μοναδικό περιουσιακό της στοιχείο, ήτοι το ανωτέρω πλοίο. Περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι στράφηκε ευθέως  κατά της ευθυνομένης σε ολόκληρο ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «………………», η οποία είχε ασφαλίσει κατά τον κρίσιμο χρόνο το ένδικο πλοίο για την κάλυψη της ευθύνης της πλοιοκτήτριας για ζημία από ρύπανση, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της Σύμβασης Ευθύνης 1992, εκδιδομένου του από 23 Σεπτεμβρίου 2011 πιστοποιητικού, ασκώντας την από 26.2.1015 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………./2015 αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, την οποία κοινοποίησε και στην πλοιοκτήτρια και στο εναγόμενο, ενώ το τελευταίο άσκησε την από 4.6.2015 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2015 παρέμβαση, προς απόρριψη της αγωγής άλλως περιορισμού του ποσού της αποζημίωσης, η συζήτηση των οποίων, ωστόσο, κατόπιν αναβολών και ματαιώσεων, τελικά ματαιώθηκε, κατά την τελευταία δικάσιμο στις 10.5.2018, διότι η ως άνω ασφαλιστική εταιρεία τέθηκε σε καθεστώς ασφαλιστικής εκκαθάρισης και ανακλήθηκε η άδεια της και, αν και η ενάγουσα έχει αναγγείλει την ένδικη απαίτηση της, δεν πρόκειται αν ικανοποιηθεί. Με βάση το ιστορικό αυτό, επικαλούμενη την οικονομική αδυναμία της πλοιοκτήτριας εταιρείας, αλλά και της ασφαλιστικής εταιρείας του πλοίου, να ικανοποιήσουν την ένδικη αξίωση της, ζητεί να υποχρεωθεί το εναγόμενο να της καταβάλει το ποσό των 349.404,48 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα λήξης της προθεσμίας προς πληρωμή του από 31.1.2013 χρωστικού σημειώματος, ήτοι από 3.3.2013, άλλως από την κοινοποίηση στις 2.3.2015 στην πλοιοκτήτρια, άλλως από την κοινοποίηση την ίδια ημερομηνία στο εναγόμενο, της από 26.2.2015 αγωγής της, άλλως από την επίδοση της υπό κρίση αγωγής στο εναγόμενο.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού έκρινε ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της αγωγής και εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δίκαιο, την έκρινε νόμιμη και ακολούθως την απέρριψε κατ’ουσίαν, λόγω παραγραφής, κατά παραδοχή της σχετικής ένστασης του εναγομένου και απορρίπτοντας τις συναφείς αντενστάσεις της ενάγουσας περί διακοπής της.

Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ήδη με την ένδικη έφεση της, η ηττηθείσα ενάγουσα για τους αναφερομένους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητεί την τυπική και ουσιαστική παραδοχή της έφεσης της, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως και την αναδίκαση της αγωγής από το Δικαστήριο τούτο, ώστε να γίνει δεκτή καθ’ολοκληρίαν.

ΙΙΙ. Για την αντιμετώπιση των κινδύνων και των προβλημάτων από τη ρύπανση, λόγω της μεταφοράς δια θαλάσσης του πετρελαίου, υπογράφηκε το έτος 1969 στις Βρυξέλλες η Διεθνής Σύμβαση των Βρυξελλών ή CLC «περί αστικής ευθύνης συνεπεία ζημιών εκ ρυπάνσεως υπό πετρελαίου», η οποία κυρώθηκε από την Ελλάδα με το ν.314/1976, μετά δε την κύρωση και των Πρωτοκόλλων των ετών 1976, 1984 και 1992, η σύμβαση αυτή ονομάζεται Διεθνής Σύμβαση του 1992 αναφορικά με την Αστική Ευθύνη για Ζημίες Ρύπανσης από Πετρέλαιο (Σύμβαση Ευθύνης 1992). Οι ρυθμίσεις της ανωτέρω Διεθνούς Σύμβασης του 1992 συμπληρώθηκαν με την υπογραφείσα στη συνέχεια Διεθνή Σύμβαση Κεφαλαίου των Βρυξελλών του 1971 «για την Ίδρυση Διεθνούς Κεφαλαίου Αποζημίωσης Ζημιών Ρύπανσης από Πετρέλαιο», η οποία κυρώθηκε από την Ελλάδα με τον ν. 1638/1986 και με την οποία δημιουργήθηκε και οργανώθηκε σε νομικό πρόσωπο το Κεφάλαιο από εισφορές που προβλέπονται εκεί. Η τελευταία αυτή Διεθνής Σύμβαση Κεφαλαίου  τροποποιήθηκε στη συνέχεια με τα Πρωτόκολλα των ετών 1976 και 1992, τα οποία κυρώθηκαν με το π.δ. 270/1995 «Αποδοχή των Πρωτοκόλλων των ετών 1976 και 1992 για την τροποποίηση της Διεθνούς Συμβάσεως του 1971 αναφορικά με την ίδρυση Διεθνούς Κεφαλαίου Αποζημίωσης Ζημιών Ρύπανσης από Πετρέλαιο» («Σύμβαση Κεφαλαίου του 1992»), (ΟλΑΠ 23/2006). Το 2003 ψηφίστηκε το Πρωτόκολλο της Σύμβασης Κεφαλαίου του 1992, με το οποίο ιδρύθηκε ένα Συμπληρωματικό Κεφάλαιο («Πρωτόκολλο Συμπληρωματικού Κεφαλαίου»). Η ανωτέρω Διεθνής Σύμβαση Ευθύνης 1992 καθιερώνει αντικειμενική ευθύνη του πλοιοκτήτη για τις ζημιές που προκλήθηκαν από ρύπανση της θάλασσας λόγω διαφυγής ή διαρροής πετρελαίου από το πλοίο του, αφού για τη στοιχειοθέτηση της ευθύνης του δεν απαιτείται πταίσμα του. Εξάλλου, με το ν.δ. 4529/1966 (ΦΕΚ Α` 154), κυρώθηκε η Διεθνής Σύμβαση του Λονδίνου του 1954, όπως είχε τροποποιηθεί από τη Διάσκεψη του Λονδίνου το 1962 “Περί προλήψεως της ρυπάνσεως της θαλάσσης δια πετρελαίου”, ενώ στη συνέχεια, με το β.δ. 532/1967 (Α` 161), που εκδόθηκε κατ` εξουσιοδότηση του ανωτέρω νομοθετικού διατάγματος, καθορίσθηκαν οι προϋποθέσεις και η διαδικασία επιβολής προστίμου σε περίπτωση ρύπανσης της ανοικτής θάλασσας με πετρέλαιο. Επακολούθησε ο ν.743/1977 “Περί προστασίας του θαλασσίου περιβάλλοντος και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων” (Α` 319), που εξακολουθεί να ισχύει, ως ειδικός, κατά το άρθρο 32 παρ. 1 του ανωτέρω αναφερόμενου ν.1650/1986 (ΑΠ 247/2000), την έκδοση του οποίου, όπως εκτίθεται στην εισηγητική έκθεση του νόμου, υπαγόρευσαν “η έλλειψις ειδικού νομοθετήματος διέποντος την προστασίαν του θαλασσίου περιβάλλοντος εκ της ρυπάνσεως”. Με τις διατάξεις του ανωτέρω νόμου, ενισχύθηκε το νομοθετικό πλαίσιο με τη θέσπιση πρόσθετων απαγορευτικών κανόνων και ελήφθησαν μέτρα για την πρόληψη, τον περιορισμό και την καταπολέμηση της ρύπανσης του θαλασσίου περιβάλλοντος από πετρελαιοειδή, λύματα και πάσης φύσεως απόβλητα (ΣτΕ 1335/2018), λόγω των εξαιρετικά δυσμενών συνεπειών της ρύπανσης στη δημόσια υγεία και την εθνική οικονομία. Στη συνέχεια τέθηκε σε ισχύ ο ν. 2252/1994, με το άρθρο πρώτο του οποίου κυρώθηκε η Διεθνής Σύμβαση “για την ετοιμότητα, συνεργασία και αντιμετώπιση της ρύπανσης της θάλασσας από πετρέλαιο” που υπογράφηκε στο Λονδίνο στις 30 Νοεμβρίου 1990 και με τις λοιπές διατάξεις του (άρθρα δεύτερο έως δέκατο) θεσπίσθηκαν τα αναγκαία μέτρα για την εφαρμογή της ανωτέρω Σύμβασης και τροποποιήθηκαν οι διατάξεις του ν.743/1977, ώστε να προσαρμοσθούν στους ορισμούς και τις λοιπές υποχρεώσεις που προβλέπει η Σύμβαση αυτή και να ενισχυθεί το νομοθετικό πλαίσιο προστασίας της θάλασσας από τη ρύπανση, χορηγήθηκε δε εξουσιοδότηση για την κωδικοποίηση των διατάξεων του ν. 743/1977. Πράγματι, με το π.δ. 55/1998 (Α` 58) κωδικοποιήθηκαν σε ενιαίο κείμενο και μεταγλωττίσθηκαν στη δημοτική οι διατάξεις του ν.743/1977, όπως αυτές τροποποιήθηκαν με το ν.2252/1994. Οι διατάξεις του ν. 743/1997, παρά την επί μέρους στενή διατύπωση τους ως προς ορισμένα σημεία, αποσκοπούν στην πλήρη και συνολική ρύθμιση του θέματος της ρυπάνσεως της θάλασσας από κάθε είδους πηγή (ΣτΕ 3155/1993, ΑΠ 1893/2000), θεσπίστηκαν δε για την ικανοποίηση επιτακτικού και άμεσου σκοπού δημοσίου συμφέροντος, συνισταμένου στην αποτελεσματική αντιμετώπιση της ρύπανσης της θάλασσας από πετρελαιοειδή και τον περιορισμό των συνεπειών της ρύπανσης. Προς εκπλήρωση δε του σκοπού αυτού θεσπίστηκαν οι προβλεπόμενες στον νόμο ποινικές, διοικητικές και πειθαρχικές κυρώσεις σε περίπτωση ρύπανσης της θάλασσας (ΣτΕ 4582/2005, Π.Ε. ΣτΕ 166/2009). Ο δημόσιος σκοπός, προκύπτει και από την προαναφερθείσα διεθνή Σύμβαση του Λονδίνου του έτους 1990 και συγκεκριμένα ως έκφανση της γενικής αρχής της διεθνούς νομοθεσίας για την προστασία του περιβάλλοντος “ο ρυπαίνων πληρώνει” (προοίμιο της Σύμβασης), η οποία λειτουργεί συμπληρωματικά προς τις αρχές της πρόληψης και προφύλαξης (ΣτΕ 2059/2014). Συγκεκριμένα, μετά τις πιο πάνω τροποποιήσεις, στο άρθρο 1 του ν. 743/1977 (άρθρο 1 π.δ. 55/1998) περιλαμβάνονται οι νομοθετικοί ορισμοί, ορίζεται δε ότι “Ρύπανση” είναι η παρουσία στη θάλασσα κάθε ουσίας, η οποία αλλοιώνει τη φυσική κατάσταση του θαλασσινού νερού ή το καθιστά επιβλαβές στην υγεία του ανθρώπου ή στην πανίδα και χλωρίδα των βυθών και γενικά ακατάλληλο για τις προβλεπόμενες κατά περίπτωση χρήσεις του (εδάφιο ιδ`), ενώ ως “Περιβάλλον” ορίζεται το σύνολο των φυσικών και ανθρωπογενών παραγόντων και στοιχείων, που βρίσκονται σε αλληλεπίδραση και επηρεάζουν την οικολογική ισορροπία, την ποιότητα ζωής, την υγεία των κατοίκων, την ιστορική και πολιτιστική παράδοση και τις αισθητικές αξίες (εδάφιο κα`). Το άρθρο 2, αφορά το πεδίο εφαρμογής του νόμου και ορίζει ότι ο ως άνω νόμος εφαρμόζεται, μεταξύ άλλων, στις περιπτώσεις ρυπάνσεως των λιμένων, των ακτών της χώρας και των ελληνικών χωρικών υδάτων από πλοία ή δεξαμενόπλοια με ελληνική ή ξένη σημαία. Εξάλλου, στο άρθρο 11 ορίζεται ότι “Σε περίπτωση ρύπανσης ή πιθανού κινδύνου πρόκλησης αυτής, ο πλοίαρχος και ο εκπρόσωπος του πλοίου, ο προϊστάμενος ή διευθυντής της εγκατάστασης, καθώς και οι τυχόν εντεταλμένοι υποχρεούνται να αναφέρουν αμέσως το περιστατικό στην αρμόδια Λιμενική Αρχή ή στο Υπουργείο και να λάβουν άμεσα κάθε πρόσφορο μέτρο για την αποτροπή, περιορισμό και αντιμετώπιση της ρύπανσης, ενεργώντας σύμφωνα με τα υφιστάμενα σχέδια αντιμετώπισης της ρύπανσης. Σε περίπτωση που για οποιονδήποτε λόγο αυτός που προκάλεσε τη ρύπανση, οι συνυπεύθυνοι και οι τυχόν εντεταλμένοι αδυνατούν να λάβουν τα αναγκαία μέτρα, στην έκταση που απαιτείται, υποχρεούνται να αναθέτουν αμέσως τις εργασίες αυτές σε αναγνωρισμένες επιχειρήσεις αντιμετώπισης της ρύπανσης, ευθυνόμενοι επιπρόσθετα για τις συνέπειες κάθε καθυστέρησης (§ 1). Η Αρχή, αμέσως μόλις πληροφορηθεί περιστατικό ρύπανσης ή πρόδηλο και επικείμενο κίνδυνο πρόκλησης ρύπανσης, παίρνει κάθε πρόσφορο μέτρο για την αποτροπή, τον περιορισμό και την εξουδετέρωση των συνεπειών της, ενημερώνοντας σχετικά τον πλοίαρχο ή πλοιοκτήτη ή το νόμιμο αντιπρόσωπο του και σε περίπτωση απουσίας αυτών, τον πράκτορα ή άλλο αρμόδιο και σε περίπτωση εγκατάστασης τον ιδιοκτήτη ή αυτόν που την εκμεταλλεύεται (§ 2). Η Αρχή μπορεί να χρησιμοποιεί και να συντονίζει ιδιωτικά μέσα και να ζητά τη συνδρομή συναφών οργανισμών ή ιδιωτικών επιχειρήσεων που διαθέτουν τα αναγκαία μέσα και τη σχετική πείρα για την αντιμετώπιση τέτοιων περιστατικών (§ 3). Η χρησιμοποίηση των μέσων που ανήκουν σε Οργανισμούς και ιδιώτες γίνεται πάντοτε κάτω από τον έλεγχο της Αρχής, ενώ οι σχετικές δαπάνες βαρύνουν το πλοίο ή την εγκατάσταση και αυτόν που με οποιονδήποτε τρόπο προκάλεσε τη ρύπανση (§ 4). Οι εργασίες αντιμετώπισης της ρύπανσης εκτελούνται πάντοτε υπό την άμεση εποπτεία της Αρχής, η οποία εξασφαλίζει ότι διενεργούνται με την επιβαλλόμενη ταχύτητα και με αποδεκτές μεθόδους (§5). Με απόφαση του Υπουργού καθορίζονται οι προϋποθέσεις χορήγησης άδειας και οι ελάχιστες απαιτήσεις σε οργάνωση, επιστημονικό και τεχνικό προσωπικό, εξοπλισμό, υλικά, μέσα και ουσίες που πρέπει να διαθέτουν οι ιδιωτικές επιχειρήσεις, καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια προκειμένου να τους χορηγηθεί η άδεια λειτουργίας ως αναγνωρισμένες επιχειρήσεις καταπολέμησης της ρύπανσης της θάλασσας (§ 6). Οι αναγνωρισμένες επιχειρήσεις καταπολέμησης της ρύπανσης έχουν όλες τις ευθύνες του εντολοδόχου τους για τη λήψη των προβλεπόμενων μέτρων πρόληψης και καταπολέμησης της ρύπανσης και εκτελούν τις σχετικές εργασίες υπό την εποπτεία και σύμφωνα με τις υποδείξεις της Αρχής επί ποινή ανακλήσεως της άδειας που τους έχει χορηγηθεί (§7). Τέλος, στο υπό τον τίτλο “Εξασφάλιση απαιτήσεων” άρθρο 12 του ιδίου αυτού Νόμου προβλέπεται ότι “1. Για την αποκατάσταση ζημιών που έχουν προκληθεί από ρύπανση, καθώς και για τις δαπάνες που έχουν γίνει για την αποτροπή ή την εξουδετέρωση αυτής, υπεύθυνος είναι αυτός που προκάλεσε υπαίτια τη ρύπανση και μαζί με αυτόν ευθύνονται εις ολόκληρον και οι παρακάτω: α) Για πλοία και δεξαμενόπλοια, ο πλοίαρχος, ο πλοιοκτήτης, ο εφοπλιστής, ο διαχειριστής του πλοίου στην Ελλάδα και για πλοία και δεξαμενόπλοια που ανήκουν σε Ανώνυμες Εταιρίες και ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου καθώς και ο Διευθύνων Σύμβουλος αυτής”. Καθιερώνεται, δηλαδή, με την τελευταία αυτή διάταξη, για την αποκατάσταση των ως άνω ζημιών και δαπανών, αφενός μεν ευθύνη εκείνου, που προκάλεσε υπαιτίως τη ρύπανση ή τον πιθανό κίνδυνο προκλήσεως αυτής (πταισματική ευθύνη), αφετέρου δε ευθύνη και των πιο πάνω αναφερόμενων φυσικών και νομικών προσώπων (αντικειμενική ευθύνη, λόγω πταισματικής ευθύνης του προσώπου που προκάλεσε τη ρύπανση) (ΑΠ 657/2020, ΑΠ 537/2016, ΑΠ 332/2006). Ειδικότερα, με τις διατάξεις αυτές του ν.743/1977 θεσπίζονται, κατ` αρχάς, οι υποχρεώσεις των υπευθύνων ρύπανσης του θαλάσσιου περιβάλλοντος και επίσης, καθιερώνεται με τη διάταξη του άρθρου 12 ειδική αστική ευθύνη αυτών για την αποκατάσταση των εξ αυτής ζημιών και των δαπανών που είναι αναγκαίες για την αποτροπή ή την εξουδετέρωση της ρύπανσης. Η εν λόγω αστική ευθύνη δεν θεσπίστηκε αποκλειστικώς χάριν του γενικού συμφέροντος προς διασφάλιση των περιβαλλοντικών αγαθών αλλά και για την προστασία ιδιωτικών δικαιωμάτων (ΣτΕ 1893/2000). Ο χαρακτήρας της είναι αποζημιωτικός και περιεχόμενο έχει την ανόρθωση των ζημιών που προκλήθηκαν στο θαλάσσιο και παράκτιο περιβάλλον από τη ρύπανση, καθώς και την αποκατάσταση των δαπανών που πραγματοποιήθηκαν είτε προληπτικά, για την αποτροπή της είτε κατασταλτικά, για την εξουδετέρωση των βλαπτικών συνεπειών της. Ως προς τη νομική της φύση η εν λόγω ευθύνη είναι, κατά ανωτέρω, υποκειμενική, αφού προϋποθέτει πταίσμα, δηλαδή υπαιτιότητα κάποιου φυσικού προσώπου, το οποίο (πταίσμα), μάλιστα, δεν τεκμαίρεται αλλά πρέπει να αποδειχθεί από το ζημιωθέντα. Έτσι, μολονότι με τη Διεθνή Σύμβαση των Βρυξελλών, που κυρώθηκε με το ν. 314/1976, καθιερώθηκε η αντικειμενική ευθύνη του ζημιούντος, με την ανωτέρω διάταξη καθιερώνεται, σε επίπεδο εθνικού δικαίου, η υποκειμενική ευθύνη, γεγονός που εξηγείται από το ευρύτατο πεδίο εφαρμογής του ν.743/1977. Στην έννοια της υπαιτιότητας περιλαμβάνεται ο δόλος και η αμέλεια (υπό διάφορες μορφές της), η οποία, κατ` άρθρο 330 ΑΚ, υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, αυτή δηλαδή που πρέπει να καταβάλλεται κατά τη συναλλακτική καλή πίστη από τον υπαίτιο στον κύκλο της αρμοδιότητας του, είτε υπάρχει προς τούτο σαφές νομικό καθήκον είτε όχι, αρκεί ο υπαίτιος να συμπεριφέρθηκε κατά τρόπο αντίθετο από εκείνο που επιβάλλεται από τις καταστάσεις (ΑΠ 322/2018, ΑΠ 2030/2017, ΑΠ 204/2016, ΑΠ 1979/2017). Όταν δε η συμπεριφορά συνίσταται σε υπαίτια παράλειψη, αμέλεια υφίσταται, μόνο όταν υπήρχε υποχρέωση του υπαιτίου, προς ενέργεια της πράξεως που παραλήφθηκε, από το νόμο ή τη δικαιοπραξία ή την καλή πίστη, την κρατούσα κοινωνική αντίληψη και ιδία από προηγούμενη συμπεριφορά του, από την οποία δημιουργήθηκε κατάσταση, η οποία επέβαλε τη λήψη μέτρων προς αποτροπή του απειλούμενου κινδύνου, καθώς και από το γενικό πνεύμα του δικαίου (ΑΠ 657/2020, ΑΠ 585/2017, ΑΠ 623/2016, ΑΠ 504/2016, ΑΠ 1739/2013).

Περαιτέρω, η ευθύνη του Διεθνούς Κεφαλαίου προς αποζημίωση είναι δευτερογενής σε σχέση με την πρωτογενή ευθύνη του κυρίου του πλοίου. Καλείται, μεταξύ άλλων, να καλύψει τα έξοδα αποκατάστασης της περιβαλλοντικής ζημίας, στην περίπτωση όπου ο κύριος του πλοίου λόγω οικονομικής αδυναμίας δεν μπόρεσε να ικανοποιήσει, σύμφωνα με τη Σύμβαση Ευθύνης 1992, τους δικαιούχους (αρ. 2 § Ια και 4 § 1β της Συμβάσεως Κεφαλαίου 1992) (Α. Κιάντου – Παμπούκη, Αστική ευθύνη για θαλάσσια ρύπανση, εις Μνήμη Ι.Κ. Καρακατσάνη, σελ. 441 επ.). Σύμφωνα δε με το αρ. 1 της Διεθνούς αυτής Συμβάσεως (Σύμβαση Κεφαλαίου 1992), “… 2. “Πλοίο” … “Ζημία από Ρύπανση”, “Προληπτικά Μέτρα”, … έχουν έννοια ίδια με αυτή που αναφέρεται στο αρ. 1 της Σύμβασης Ευθύνης 1992…”. Επομένως, για την εφαρμογή των ρυθμίσεων των θεμάτων των ανωτέρω Συμβάσεων, ο ορισμός του πλοίου, της ζημίας από ρύπανση και των προληπτικών μέτρων είναι ο ίδιος και στις δύο Διεθνείς Συμβάσεις, Ευθύνης και Κεφαλαίου, του έτους 1992. Βάσει του άρθρου 4 της Σύμβασης Κεφαλαίου του 1992, καταβάλλεται πρόσθετη αποζημίωση από το Κεφάλαιο του 1992 εφόσον οι αιτούντες δεν έλαβαν πλήρη αποζημίωση δυνάμει της Σύμβασης Αστικής Ευθύνης του 1992. Τούτο μπορεί να συμβεί στις ακόλουθες περιπτώσεις: α) Η ζημία υπερβαίνει το όριο ευθύνης του πλοιοκτήτη βάσει της Σύμβασης Αστικής Ευθύνης του 1992. β) Ο πλοιοκτήτης δεν ευθύνεται βάσει της Σύμβασης Αστικής Ευθύνης του 1992, επειδή η ζημία προκλήθηκε από σοβαρή φυσική καταστροφή ή προκλήθηκε εξ ολοκλήρου από κάποιον τρίτο εκ προθέσεως ή οφειλόταν εξ ολοκλήρου στην αμέλεια κάποιας δημόσιας αρχής σε συνάρτηση με τη συντήρηση των φάρων, φανών ή άλλων βοηθημάτων της ναυσιπλοΐας. γ) Ο πλοιοκτήτης δεν είναι οικονομικώς σε θέση να εκπληρώσει εξ ολοκλήρου τις υποχρεώσεις, που υπέχει βάσει της Σύμβασης Αστικής Ευθύνης του 1992 και η ασφάλιση δεν επαρκεί για την ικανοποίηση έγκυρων απαιτήσεων αποζημίωσης. Ο Πλοιοκτήτης  θεωρείται,  ότι  δεν  μπορεί  να  εκπληρώσει  τις οικονομικές  του  υποχρεώσεις  και  η οικονομική  ασφάλεια χαρακτηρίζεται ανεπαρκής, αν το πρόσωπο  που  ζημιώθηκε  δεν  πέτυχε  να  ικανοποιηθεί πλήρως  με  το  ποσό αποζημίωσης που προβλέπεται από τη σύμβαση ευθύνης μετά τη λήψη κάθε λογικού μέτρου σύμφωνα με τη δικαστική προστασία  που διατέθηκε προς αυτόν. Εξάλλου, από τις προαναφερθείσες διατάξεις των Διεθνών Συμβάσεων του 1992, αναφορικά με τη ζημία από ρύπανση και τα προληπτικά μέτρα, προκύπτει ότι αποκαθίστανται τα εύλογα έξοδα που συνεπάγονται τα μέτρα που λήφθηκαν ή πρόκειται να ληφθούν προς αποκατάσταση της υποβάθμισης του περιβάλλοντος, καθώς και τα έξοδα των εύλογων μέτρων, που έλαβε οποιοδήποτε πρόσωπο μετά την επέλευση του συμβάντος με σκοπό την πρόληψη της ζημίας που μπορεί να ακολουθήσει ή τη μείωση της, καθώς και οι ζημίες που προξένησαν οι τυχόν βλάβες ή απώλειες, που προκάλεσε η εφαρμογή των μέτρων αυτών και, τέλος, κάθε βλάβη ή απώλεια περιουσιακών στοιχείων (ΕφΠειρ133/2008, Ι. Ρόκα, “Ο ρόλος της ασφάλισης αστικής ευθύνης στη θέσπιση ειδικής αστικής ευθύνης του ρυπαίνοντος και στην αποζημίωση για τη θαλάσσια ρύπανση”, Πρακτικά 5ου Διεθνούς Συνεδρίου Ναυτικού Δικαίου με θέμα “Θαλάσσια Ρύπανση: το πρόβλημα της αποζημίωσης και των κυρώσεων”, σελ. 129 επ.). Σημειώνεται ότι αποζημίωση καταβάλλεται για τις δαπάνες λήψης εύλογων μέτρων απορρύπανσης και άλλων μέτρων πρόληψης ή ελαχιστοποίησης της ζημίας από ρύπανση σε Συμβαλλόμενο Κράτος, οπουδήποτε και αν ληφθούν τα μέτρα αυτά. Επί παραδείγματι, σε περίπτωση που αναληφθεί δράση στην ανοικτή θάλασσα ή στα χωρικά ύδατα Κράτους το οποίο δεν είναι Συμβαλλόμενο στις Συμβάσεις με σκοπό την πρόληψη ή την ελαχιστοποίηση της ζημίας από ρύπανση εντός των χωρικών υδάτων ή της ΑΟΖ ενός Συμβαλλόμενου Κράτους, οι δαπάνες ανάληψης της δράσης αυτής πληρούν καταρχήν τις προϋποθέσεις αποζημίωσης. Τα έξοδα λήψης προληπτικών μέτρων ανακτώνται ακόμη και αν δεν συμβεί εκροή πετρελαίου, υπό την προϋπόθεση ότι υπήρχε σοβαρή και επικείμενη απειλή πρόκλησης ζημίας από ρύπανση. Αποζημίωση καταβάλλεται επίσης για τις εύλογες δαπάνες που συνδέονται με την αιχμαλώτιση, τον καθαρισμό και την επανένταξη άγριων ζώων, ιδίως πτηνών, θηλαστικών και ερπετών. Ειδικότερα, αποζημίωση καταβάλλεται για τις εύλογες δαπάνες καθαρισμού, επιδιόρθωσης ή αντικατάστασης περιουσιακών στοιχείων τα οποία μολύνθηκαν από το πετρέλαιο (υλικές ζημίες), καθώς επίσης καταβάλλεται αποζημίωση για την απώλεια εσόδων την οποία υπέστησαν οι κύριοι περιουσιακών στοιχείων τα οποία μολύνθηκαν από το πετρέλαιο λόγω της εκροής (παρεπόμενη ζημία).  Ένα παράδειγμα παρεπόμενης ζημίας αποτελεί η απώλεια εισοδημάτων την οποία υφίστανται οι αλιείς, λόγω της κηλίδωσης των διχτυών τους με πετρέλαιο, με αποτέλεσμα να αδυνατούν να αλιεύσουν μέχρι τα δίχτυα τους να καθαριστούν ή να αντικατασταθούν. Σε ορισμένες περιστάσεις, αποζημίωση καταβάλλεται επίσης για την απώλεια εσόδων την οποία υπέστησαν, λόγω της ρύπανσης από πετρέλαιο, άτομα των οποίων δεν έχουν ρυπανθεί περιουσιακά στοιχεία (αμιγώς οικονομικές απώλειες). Επί παραδείγματι, ένας αλιεύς του οποίου τα δίχτυα δεν έχουν κηλιδωθεί μπορεί, εντούτοις, να αδυνατεί να αλιεύσει, επειδή έχει ρυπανθεί η θαλάσσια περιοχή στην οποία συνήθως αλιεύει και δεν μπορεί να αλιεύσει αλλού. Παρομοίως, ο ιδιοκτήτης ξενοδοχείου ή εστιατορίου που βρίσκεται κοντά σε μολυσμένη δημόσια παραλία μπορεί να υποστεί απώλειες λόγω μείωσης του αριθμού των επισκεπτών κατά την περίοδο της ρύπανσης. Συνεπώς, ζημία από ρύπανση αποτελούν και οι δαπάνες που έγιναν από επαγγελματία ιδιώτη για την απορρύπανση θαλασσίου περιβάλλοντος και ακτών από τη διαρροή πετρελαίου. Επομένως, αυτός έχει αξίωση, βάσει της Συμβάσεως Ευθύνης 1992, κατά του κυρίου του πλοίου, που προκάλεσε τη ρύπανση, και υπό τις προϋποθέσεις της Συμβάσεως Κεφαλαίου 1992, κατά του Διεθνούς Κεφαλαίου, για την πληρωμή των εν λόγω δαπανών.

Εξάλλου, στο άρθρο 6 της Σύμβασης Κεφαλαίου 1992 (Ν.1638/1986, όπως τροποποιήθηκε με το Π.Δ. 270/1995) ορίζεται ότι «Τα δικαιώματα αποζημίωσης σύμφωνα με το άρθρο 4 θα παραγράφονται [«shall be extinguished» στο πρωτότυπο κείμενο στην Αγγλική γλώσσα (θα αποσβέννυνται)] μετά τρία χρόνια από την ημερομηνία που έγινε η ζημία, εκτός αν εγερθεί αγωγή ή γίνει γνωστοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 6. Πάντως σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να εγερθεί αγωγή μετά παρέλευση έξι χρόνων από την ημερομηνία που έλαβε χώρα το ζημιογόνο γεγονός». Ομοίως στο άρθρο VIIΙ της Σύμβασης Ευθύνης 1992, όπως αυτή κυρώθηκε με τον ν.314/1976 και αντικαταστάθηκε με το π.δ.197/1995, προβλέπεται ότι:      «Δικαιώματα αποζημιώσεως εκ της παρούσης Συμβάσεως αποσβέννυνται εάν μη εγερθή αγωγή εξ αυτής εντός τριών ετών, από της ημερομηνίας, καθ` ην έλαβε  χώραν  η  ζημία.  Εν  τούτοις,  εν ουδεμία περιπτώσει δύναται να εγερθή αγωγή μετά πάροδον εξ ετών, αφ` ης έλαβε χώραν το συμβάν, εξ  ου προεκλήθη  η ζημία. Οσάκις το συμβάν αποτελήται εκ σειράς περιστατικών, η περίοδος των εξ ετών άρχεται τρέχουσα από της ημερομηνίας του  πρώτου περιστατικού.». Περαιτέρω, στο άρθρο 7 § 6 της ως άνω Διεθνούς Σύμβασης Κεφαλαίου 1992 ορίζεται ότι «Χωρίς να θίγονται οι διατάξεις της παρ. 4, σε περίπτωση που θα εγερθεί αγωγή αποζημίωσης για ζημίες ρύπανσης, σύμφωνα με τη σύμβαση ευθύνης εναντίον του πλοιοκτήτη ή του εγγυητή του ενώπιον αρμόδιου δικαστηρίου συμβαλλόμενου κράτους, κάθε διάδικο μέρος δικαιούται σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία του κράτους εκείνου να ανακοινώνει τη διαδικασία αυτή στο Κεφάλαιο. Όταν ανακοίνωση αυτού του τύπου, γίνει σύμφωνα με τις διατυπώσεις που απαιτούνται από το δικαστήριο που ανέλαβε την υπόθεση σύμφωνα με τη νομοθεσία, εμπρόθεσμα και κατά τρόπο ώστε το κεφάλαιο να μπορέσει να παρέμβει νομότυπα σαν διάδικος στη διαδικασία, κάθε δικαστική απόφαση που θα εκδοθεί από το δικαστήριο θα είναι υποχρεωτική και για το κεφάλαιο, με το πνεύμα ότι τα πραγματικά γεγονότα και διαπιστώσεις της απόφασης δεν μπορούν να αμφισβητηθούν από το κεφάλαιο ακόμη και αν αυτό δεν έλαβε μέρος στη διαδικασία, από τη στιγμή που η απόφαση θα χαρακτηριστεί τελεσίδικη και εκτελεστή στο κράτος που εκδόθηκε». Σύμφωνα με το από Σεπτεμβρίου 2016 Εγχειρίδιο Αιτήσεων Αποζημίωσης του Κεφαλαίου 1992, που εκδόθηκε από τα Διεθνή Κεφάλαια Αποζημίωσης Ζημιών Ρύπανσης από Πετρέλαιο, όσον αφορά την προθεσμία υποβολής αξιώσεων από πετρελαϊκή ρύπανση, διευκρινίζεται ότι το δικαίωμα των αιτούντων να λάβουν αποζημίωση βάσει της Σύμβασης Κεφαλαίου του 1992, παύει οριστικά, αν δεν ασκήσουν αγωγή κατά του Κεφαλαίου του 1992 εντός προθεσμίας τριών ετών από την ημερομηνία επέλευσης της ζημίας ή αν δεν ενημερώσουν επισήμως το Κεφάλαιο του 1992 ότι άσκησαν αγωγή κατά του πλοιοκτήτη ή του ασφαλιστή του εντός της τριετούς προθεσμίας. Αντιστοίχως, το δικαίωμα των αιτούντων να λάβουν αποζημίωση από τον πλοιοκτήτη και από τον ασφαλιστή του βάσει της Σύμβασης Αστικής Ευθύνης του 1992 παύει, αν δεν ασκήσουν αγωγή κατά αυτών εντός προθεσμίας τριών ετών από την ημερομηνία επέλευσης της ζημίας. Μολονότι η ζημία μπορεί να επέλθει σε μεταγενέστερο χρόνο από τον χρόνο επέλευσης του περιστατικού, πρέπει πάντως, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, να ασκηθεί αγωγή οπωσδήποτε εντός προθεσμίας έξι ετών από την ημερομηνία επέλευσης του περιστατικού.

IV. Από την εκτίμηση της εξέτασης του μάρτυρος της ενάγουσας, ……………………, ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του, που εκτιμάται από το Δικαστήριο κατά το μέτρο της αξιοπιστίας και το βαθμό της γνώσεως του μάρτυρα, όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που νομίμως προσκομίζονται μετ’επικλήσεως, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, είτε στην ελληνική γλώσσα, είτε σε νόμιμη μετάφραση τους στην ελληνική (άρθρο 454 ΚΠολΔ σε συνδ. με άρθρο 53 ν.δ.3026/1954 και ήδη άρθρο 36 παρ. 2 εδ. γ’ Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων»), είτε στην συνταχθείσα αγγλική ή γαλλική γλώσσα χωρίς νόμιμη μετάφραση στην ελληνική, τα οποία ως μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα εκτιμώνται ελεύθερα, κατά το άρθρο 340 παρ.1 εδ. β΄ ΚΠολΔ (ΕφΠ 256/2014 δημ.ΤΝΠ NOMOS), για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004,723), σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφα τους και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 264 εδαφ. β΄, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (336 παρ.4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Η ενάγουσα είναι εταιρεία με κύριο αντικείμενο εργασιών, μεταξύ άλλων, την εγκατάσταση, διατήρηση, ανάπτυξη και διαχείριση βάσεων αντιμετώπισης ρύπανσης από διαρροή χημικών, πετρελαιοειδών και άλλων αποβλήτων σε κάθε είδους περιβάλλον, υδάτινο και χερσαίο, καθώς και την παροχή υπηρεσιών αντιμετώπισης τέτοιας ρύπανσης σε ιδιώτες ή και κρατικές υπηρεσίες, σύμφωνα με τους ελληνικούς και διεθνείς κανονισμούς και επίσης, την δημιουργία, λειτουργία και διαχείριση εγκαταστάσεων παραλαβής αποβλήτων πλοίου και καταλοίπων φορτίου, διαθέτει δε για την εκτέλεση των υπηρεσιών αυτών καταρτισμένο και εξειδικευμένο προσωπικό, καθώς και ειδικής κατασκευής αντιρρυπαντικά σκάφη και πλωτά μέσα εφοδιασμένα με ειδικό εξοπλισμό και υλικά. Στις 5.3.2012 και περί ώρα 09:40, το υπό ελληνική σημαία δεξαμενόπλοιο «ΑI», με αριθμό νηολογίου Πειραιά …., κ.ο.χ. 1.441,04, κ.κ.χ. 978,70, νεκρού βάρους 2.519 τόνων, με αριθμό ΙΜΟ …. και Δ.Δ.Σ ….., πλοιοκτησίας της εταιρείας με την επωνυμία «…………», το οποίο ήταν ασφαλισμένο για κάλυψη της ευθύνης της πλοιοκτήτριας για ζημία από ρύπανση, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της Διεθνούς Σύμβασης 1992 για την Αστική Ευθύνη Ζημιών Ρύπανσης από Πετρέλαιο, στην ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «…………………», εκδιδομένου του από 23 Σεπτεμβρίου 2011 πιστοποιητικού (επονομαζόμενου στην ναυτιλιακή πρακτική «blue card»), έπλεε στον κόλπο της Ελευσίνας, όταν από αμέλεια του πλοιάρχου του, προσέκρουσε στο βυθισμένο παλαιό ναυάγιο του επιβατηγού πλοίου «COΜ», το οποίο ήταν σημασμένο και φαινόταν στους ναυτικούς χάρτες (στίγμα φ 38° 01′ 21″ Λ 23° 32′ 55″), με συνέπεια να υποστεί εκτεταμένο ρήγμα στα ύφαλα του και να βυθιστεί περί ώρα 09:45 σε απόσταση μικρότερη του ενός ναυτικού μιλίου από τις ακτές του κόλπου της Ελευσίνας, ενώ μετέφερε, σύμφωνα με το πρωτόκολλο σφράγισης δεξαμενών του Ζ΄ Τελωνείου Ελευθέρων Τελωνειακών Συγκροτημάτων (ΤΕΤΣ) Πειραιά,498,998 τόνους πετρελαίου τύπου μαζούτ No.3 (HFO 380 cst), 299,025 τόνους πετρελαίου τύπου μαζούτ No.l (HFO 180 cst) και 274,580 κυβικά μέτρα (που αντιστοιχούν σε 236,139 τόνους) καυσίμου πετρελαίου ναυτιλίας (marine gas oil). Εξαιτίας της πρόσκρουσης αυτής και της βύθισης του ως άνω δεξαμενόπλοιου, διέρρευσαν στη θάλασσα μεγάλες ποσότητες πετρελαιοειδών περίπου 450 κυβικά μέτρα, που ρύπαναν την περιοχή βύθισης και εξαπλώθηκαν σε ολόκληρη την ευρύτερη θαλάσσια περιοχή του κόλπου της Ελευσίνας και σε έκταση 24 χιλιομέτρων ακτογραμμής του κόλπου αυτού, ρυπαίνοντας τις ακτογραμμές μεταξύ των περιοχών Ευταξία και Όρμου Βουρκάδι, τις ακτογραμμές του Ναυστάθμου Σαλαμίνας, του Ναυτικού Οχυρού Σκαραμαγκά και της νήσου Σαλαμίνας από την περιοχή Ξένο έως το Μπατσί, καθώς και τις προβλήτες και θαλάσσιους χώρους εγκαταστάσεων ΕΛ.ΠΕ Ελευσίνας, Ναυπηγείων Ελευσίνας και ναυπηγείων «…………..». Αυθημερόν η πλοιοκτήτρια, έχοντας υποχρέωση από το νόμο να προβεί σε απορρύπανση της θαλάσσιας περιοχής και περιορισμό της ρύπανσης, ανέθεσε, περί ώρα 10:40, μέσω της διαχειρίστριας του πλοίου εταιρείας με την επωνυμία «………….», στην ενάγουσα εταιρεία με την επωνυμία «………….» και το διακριτικό τίτλο «……………..», κατόπιν υποβολής σχετικής προσφοράς από την τελευταία, μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, με συνημμένο τον τιμοκατάλογο των υπηρεσιών της και τους όρους παροχής των υπηρεσιών της, τα οποία έγιναν ανεπιφύλακτα αποδεκτά από την πλοιοκτήτρια και αυτή ανέλαβε τις εργασίες απορρύπανσης και καθαρισμού της θάλασσας και των ακτών, που επλήγησαν, καθώς και περιορισμού και πρόληψης ευρύτερης ρύπανσης και προστασίας του θαλάσσιου περιβάλλοντος. Αμέσως δε μετά την ανάθεση του ανωτέρω έργου, η ενάγουσα γνωστοποίησε το σχετικό διορισμό της στο Κεντρικό Λιμεναρχείο Ελευσίνας, που ήταν η αρμόδια αρχή για την άμεση εποπτεία των εργασιών αντιμετώπισης της ρύπανσης (άρθρο 11 § 5 Π.Δ 55/1998), ενώ είχε ήδη κινητοποιηθεί από ώρα 10:00, με την γνωστοποίηση του ένδικου ατυχήματος, αποστέλλοντας ρυμουλκά και ναυαγοσωστικά σκάφη με το εξειδικευμένο προσωπικό της και τον αναγκαίο αντιρρυπαντικό εξοπλισμό, καθώς και τα απαραίτητα υλικά και μέσα για την αντιμετώπιση της ρύπανσης και τον περιορισμό της. Αμέσως μετά την ανάληψη του έργου, η ενάγουσα εταιρεία ξεκίνησε την εκτέλεση του με το εξειδικευμένο συνεργείο τεχνικών της και τα κατάλληλα μηχανήματα, σκάφη, εξοπλισμό και εργαλεία στη θαλάσσια περιοχή του ναυαγίου, παρέχοντας προσηκόντως τις απορρυπαντικές και αντιρρυπαντικές υπηρεσίες της, υπό τη διαρκή εποπτεία και τις οδηγίες της αρμόδιας λιμενικής αρχής, προκειμένου να αντιμετωπιστεί άμεσα ο κίνδυνος περαιτέρω ρύπανσης. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας και περί ώρες αντίστοιχα 18:13, 18:17 και 18:19, η πλοιοκτήτρια απέστειλε στην ενάγουσα διαδοχικά μηνύματα, μέσω τηλεομοιοτυπίας (fax), με τα οποία την ευχαριστούσε για τις μέχρι τούδε παρασχεθείσες υπηρεσίες της και την πληροφορούσε ότι είχε αναθέσει τη συνέχιση των εργασιών στην εταιρεία με την επωνυμία «………………», ενώ περί ώρα 19:42 η ενάγουσα έλαβε μήνυμα από την εποπτεύουσα αρχή, ήτοι το Κεντρικό λιμεναρχείο Ελευσίνας, αναφορικά με τις διαδικασίες που θα έπρεπε να ακολουθήσει για την ασφαλή παράδοση – παραλαβή των σε εξέλιξη αντιρρυπαντικών εργασιών στην ανωτέρω διάδοχο της εταιρεία, το οποίο, λόγω ελλείψεων, επαναλήφθηκε με αποστολή νέου «fax» στις 22.14 με συμπληρωμένα τα ελλείποντα στοιχεία. Περί ώρα 23:27 της ίδιας ως άνω ημέρας, η ενάγουσα ειδοποίησε την πλοιοκτήτρια περί την επικείμενη απομάκρυνση του αντιρρυπαντικού εξοπλισμού της και των χρησιμοποιηθέντων μέσων και υλικών από την περιοχή και την διαδικασία παράδοσης των σχετικών εργασιών στην έτερη, ως άνω, εταιρεία, η οποία για λόγους ασφαλείας θα λάμβανε χώρα την επομένη, στις 6.3.1012, όπως και έγινε και τελικά ολοκληρώθηκε περί ώρα 21:04 της μέρας αυτής, με σχετική ενημέρωση του Κεντρικού Λιμεναρχείου Ελευσίνας για τις μέχρι τότε παρασχεθείσες υπηρεσίες. Ακολούθως, η ενάγουσα προέβη στην παράδοση των συλλεχθέντων πετρελαιοειδών και λοιπών αποβλήτων προς διαχείριση σε αδειοδοτημένη για τον σκοπό αυτό μονάδα και στην αναγκαία διαδικασία συντήρησης, καθαρισμού και αποκατάστασης των φθορών του χρησιμοποιηθέντος εξοπλισμού της. Στην συνέχεια, εξέδωσε το από 31.1.2013 αναλυτικό χρεωστικό σημείωμα, για την αμοιβή και τις δαπάνες της για τις υπηρεσίες απορρύπανσης και αντιρρύπανσης, που προσέφερε, υπολογιζόμενες ανά ημέρα, αναφορικά με το προσωπικό, τα σκάφη, τον εξοπλισμό, τα απορροφητικά-αναλώσιμα υλικά και μέσα, που χρησιμοποίησε, καθώς και το κόστος της διαχείρισης των αποβλήτων και του καθαρισμού του εξοπλισμού της, που ομοίως, κατά τα συμφωνηθέντα, βάρυναν την πλοιοκτήτρια και λοιπά συναφή έξοδα, συνολικού ποσού 349.404,48 ευρώ και όχλησε την πλοιοκτήτρια για την εξόφληση του τάσσοντας σ’αυτήν προθεσμία 30 ημερών, η οποία παρήλθε άπρακτη. Κατόπιν τούτου, ήγειρε την σε βάρος της αξίωση ενώπιον της Διαιτησίας των Lloyd’s στο Λονδίνο, που είχε συμφωνηθεί με ρήτρα στην μεταξύ τους σύμβαση, ότι θα έχει αποκλειστική δικαιοδοσία για τις ανακύψασες απ’αυτήν διαφορές με εφαρμογή του αγγλικού δικαίου. Επί της σχετικής προσφυγής της, εκδόθηκε η από 23.9.2015 απόφαση του Άγγλου  Διαιτητή …………., με την οποία η πλοιοκτήτρια καταδικάσθηκε να της καταβάλει, ως αποζημίωση, το συνολικό ποσό των 349.404,48 ευρώ, πλέον τόκων ποσού 105.182,02, των εξόδων της και των εξόδων της διαιτησίας, ποσού 24.432 και 12.000 λιρών Αγγλίας αντίστοιχα, πλην, όμως, η εκτέλεση της εν λόγω απόφασης εναντίον της πλοιοκτήτριας κατέστη απρόσφορη, καθώς αυτή, λόγω του ναυαγίου, είχε απωλέσει το μοναδικό περιουσιακό της στοιχείο, ήτοι το ζημιογόνο πλοίο. Ακολούθως, άσκησε την από 26.2.2015 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………../27.2.2015, αγωγή αποζημίωσης ενώπιον του αρμόδιου, σύμφωνα με την Σύμβαση Ευθύνης 1992,  Δικαστηρίου τούτου, κατά της εις ολόκληρον ευθυνομένης ασφαλιστικής εταιρείας του ένδικου πλοίου, κατά τον κρίσιμο χρόνο της πρόκλησης της ζημίας, με την επωνυμία «……………», την οποία κοινοποίησε στην πλοιοκτήτρια, αλλά και στο εναγόμενο Διεθνές Κεφάλαιο με την επίδοση της στις 2.3.2015, στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά για λογαριασμό τούτου, ως νομικού προσώπου έχοντος την έδρα του στο εξωτερικό, ακολουθημένης της προβλεπόμενης διαδικασίας με το άρθρο 7 του Κανονισμού (ΕΚ) 1393/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Νοεμβρίου 2007 περί επιδόσεως και κοινοποιήσεως στα κράτη μέλη δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις, εκδιδομένης σχετικής βεβαίωσης κατ’άρθρο 10 του εν λόγω Κανονισμού. Ως χρόνος επέλευσης όλων των ουσιαστικών συνεπειών, κατ’εφαρμογή του Ελληνικού δικαίου, βάσει της διάταξης του άρθρου 9 § 2 του Κανονισμού (ΕΚ) 1393/2007, άρα και της διακοπής της παραγραφής, κατ’ άρθρο 221 § 1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 261ΑΚ, νοείται εκείνος της πλασματικής επίδοσης του εν λόγω δικογράφου στον αρμόδιο Εισαγγελέα, κατ’ άρθρο 134 § 1 ΚΠολΔ, για λογαριασμό του παραλήπτη εναγομένου νομικού προσώπου και όχι της πραγματικής επίδοσης τούτου σ’αυτό στις 13.4.2015 κατά το δίκαιο του κράτους παραλαβής. Επομένως, η γενόμενη επίδοση στις 2.3.2015, έχει το χαρακτήρα της διακόπτουσας, κατά το άρθρο 6 της Διεθνούς Σύμβασης Κεφαλαίου 1992, την παραγραφή γνωστοποίησης του άρθρου 7 § 6 αυτής, εφόσον έλαβε χώρα νομότυπα, σύμφωνα με τις διατυπώσεις του ελληνικού δικονομικού δικαίου για την ανακοίνωση δίκης, πριν την παρέλευση της προβλεπόμενης για την άσκηση της αξίωσης αποζημίωσης προθεσμίας των τριών ετών από την ημερομηνία που έγινε η ζημία, κατά τρόπο ώστε το Κεφάλαιο να μπορέσει να παρέμβει σαν διάδικος στην εκκρεμή διαδικασία. Τούτο άσκησε την από 4.6.2015 με αριθμό έκθεση κατάθεσης …………/2015 παρέμβαση του στην ανοιγείσα δίκη, πλην όμως η συζήτηση τόσο της ως άνω αγωγής, όσο και της παρέμβασης του Κεφαλαίου, κατόπιν αναβολών και επαναπροσδιορισμού, ένεκα ματαίωσης, τελικά ματαιώθηκε οριστικά κατά την τελευταία ορισθείσα δικάσιμο στις 10.5.2018, ένεκα ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της ανωτέρω ασφαλιστικής εταιρείας και θέσεως της σε καθεστώς ασφαλιστικής εκκαθάρισης, παρά δε την από 19.7.2018 αναγγελία της ενάγουσας στην διαδικασία εκκαθάρισης, κατατάχθηκε για μηδενικό ποσό στην κατάσταση δικαιούχων, που συνέταξε η εκκαθαρίστρια, αφού η απαίτηση της δεν εξοπλιζόταν με προνόμιο, ώστε να προηγηθεί των απαιτήσεων από ασφάλιση, κατ’άρθρο 240 παρ.3 Ν.4364/2016, ενώ το ενεργητικό της υπό εκκαθάριση ασφαλιστικής εταιρείας δεν επαρκούσε για την ικανοποίηση της απαιτήσεως της. Ωστόσο, η κρινόμενη αγωγή, η οποία κατατέθηκε ενώπιον του αρμόδιου πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 16.9.2019, ασκήθηκε μετά την πάροδο της προβλεπομένης προθεσμίας των έξι ετών από την ημερομηνία 5.3.2012, που έλαβε χώρα το ζημιογόνο γεγονός της βύθισης του ανωτέρω πλοίου και της ρύπανσης του περιβάλλοντος. Η οριζομένη αυτή εξαετής προθεσμία αποτελεί αποσβεστική προθεσμία του δικαιώματος αποζημίωσης κατά του Διεθνούς Κεφαλαίου, ένεκα ρύπανσης από πετρέλαιο, που λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως (280 ΑΚ), η δε διακοπή της τριετούς προθεσμίας παραγραφής της ένδικης αξίωσης, που είχε επέλθει στις 2.3.2015 με την γνωστοποίηση στο εναγόμενο της δίκης κατά της ασφαλιστικής εταιρείας του ζημιογόνου δεξαμενόπλοιου βάσει της Σύμβασης Ευθύνης 1992, με την κοινοποίηση σ’αυτό της σχετικής αγωγής, ούτως ώστε να ασκήσει παρέμβαση, όπως και έκανε,  είχε σαν αποτέλεσμα να αρχίσει νέα τριετής παραγραφή από την επομένη του διακοπτικού τούτου γεγονότος (270 εδ.α΄ ΑΚ) συμπληρωθείσα στις 3.3.2018 και όχι έξι μήνες μετά από την διαδικαστική πράξη της ματαίωσης της συζήτησης εκείνης της αγωγής και της παρέμβασης, κατά την τελευταία ορισθείσα δικάσιμο στις 10.5.2018, ως αβασίμως ισχυρίζεται η ενάγουσα-εκκαλούσα επικαλούμενη αλυσιτελώς την διάταξη του άρθρου 261 παρ.2 ΑΚ, που όμως αφορά παραγραφή, που διακόπτεται με την άσκηση αγωγής, ενώ στην προκειμένη περίπτωση δεν συντρέχει η προϋπόθεση αυτή, κατ’ άρθρο 6 της Σύμβασης Κεφαλαίου του 1992, καθόσον δεν έχει εγερθεί αγωγή κατά του εναγομένου εντός της τριετίας από την επέλευση της ζημίας, μήτε εντός της εξαετίας από το συμβάν, ούτε μπορεί να θεμελιωθεί διακοπή της παραγραφής της ένδικης απαίτησης κατά του εναγομένου Κεφαλαίου, με την άσκηση της προηγούμενης έτερης αγωγής κατά της ασφαλιστικής εταιρείας της πλοιοκτήτριας, ως εντελώς αβασίμως υπολαμβάνει η ενάγουσα-εκκαλούσα, παρά μόνο με την γνωστοποίηση της ανοιγείσας εκείνης δίκης σ’αυτό, κατ’άρθρο 7 παρ.6 της Σύμβασης Κεφαλαίου 1992, που αποτέλεσε ειδικό διακοπτικό λόγο της προβλεπόμενης παραγραφής των τριών ετών και είχε συνέπεια την έναρξη νέας, πλην όμως η γενόμενη αυτή διακοπή δεν συνεπάγεται το απαράγραπτο των επίδικων δικαιωμάτων, βάσει του άρθρου 4 της Σύμβασης Κεφαλαίου, χωρίς να έχει ασκηθεί αγωγή κατά του Κεφαλαίου σε κάθε περίπτωση εντός προθεσμίας έξι ετών από την ημερομηνία επέλευσης του περιστατικού, απορριπτομένων των αντίθετων ισχυρισμών της και της συναφούς αντένστασης διακοπής της παραγραφής και μη συντέλεσης της με μόνη την γνωστοποίηση στο εναγόμενο της από 26.2.2015 έτερης αγωγής κατά της ασφαλιστικής της πλοιοκτήτριας, που προβλήθηκαν πρωτοδίκως και επαναφέρονται με τον πρώτο λόγο της έφεσης της, ως αβασίμων.

Εξάλλου, δεν θεμελιώνεται αναγνώριση μέρους της επίδικης απαίτησης στις 22.8.2016, με την αποστολή εκ μέρους του εναγομένου, μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, της από Ιουλίου 2016 έκθεσης αξιολόγησης των τεχνικών συμβούλων του, ήτοι της εταιρείας «………….» («………..»), που εκτίμησαν την αξία των υπηρεσιών της ενάγουσας εργολάβου και τα εύλογα έξοδα, που υποβλήθηκε, στο συνολικό ποσό των 203.000 ευρώ, καθόσον η επίμαχη αξιολόγηση των υπηρεσιών και δαπανών της ενάγουσας από την “……..” για λογαριασμό του εναγομένου Κεφαλαίου, δεν συνιστά αναγνώριση του χρέους απ’αυτό, κατ’άρθρο 260 ΑΚ, αφού δεν δηλώνει τη σαφή πεποίθηση του εναγομένου για την ύπαρξη της υποχρέωσης του προς την ενάγουσα κατά το ανωτέρω ποσό, άλλωστε τούτο αρνείται και αμφισβητεί την ένδικη απαίτηση στο σύνολο της. Επιπλέον, για το ορισμένο της προβαλλομένης επικουρικά με την προσθήκη των πρωτόδικων προτάσεων της ενάγουσας, αντένστασης περί αναγνώρισης του μεγαλύτερου μέρους της απαίτησης της, δεν προσδιορίστηκε ποιες συγκεκριμένα είναι οι αναγνωριζόμενες αξιώσεις και ποιο το ύψος καθεμιάς, αλλά γίνεται παραπομπή στην εν λόγω έκθεση, χωρίς να εξειδικεύονται με σαφήνεια και πληρότητα τα προσδιοριστικά της στοιχεία, με αποτέλεσμα η κρινόμενη ένσταση να πάσχει και αοριστίας, ως προς την ύπαρξη και το μέγεθος των επιμέρους αξιώσεων, που υποτιθέμενα έχουν αναγνωρισθεί και τούτο δεν θεραπεύεται με την ενσωμάτωση αυτής αυτούσιας στο δικόγραφο της έφεσης, σε κάθε δε περίπτωση δεν υφίσταται αναγνώριση και του υπόλοιπου απροσδιόριστου μέρους των ένδικων αξιώσεων, μήτε κατά συνέπεια επέρχεται διακοπή της παραγραφής τούτου, λαμβανομένου επιπρόσθετα υπόψη ότι αυτή προβάλλεται αλυσιτελώς, αφού από την επικαλούμενη μερική αναγνώριση και εντεύθεν την διακοπή της παραγραφής, με συνέπεια την έναρξη νέας, μέχρι και την έγερση της κρινόμενης αγωγής, παρήλθε διάστημα μείζον της τριετίας και σε κάθε περίπτωση της εξαετίας από το ζημιογόνο γεγονός, δεδομένου ότι δεν θεμελιώνεται στα επικαλούμενα περιστατικά διακοπή της αποσβεστικής αυτής προθεσμίας με αναγνώριση της επίδικης απαίτησης, ως αβασίμως υποστηρίζει αντίθετα η ενάγουσα-εκκαλούσα, απορριπτομένης της συναφούς επικουρικής αντένστασης της, ως νόμω αβάσιμης. Περαιτέρω, η προσφορά του ποσού των 100.000 ευρώ από το εναγόμενο με την από 7.2.2017 επιστολή του, που απεστάλη στην ενάγουσα με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο στις 16.2.2017, στα πλαίσια των διαπραγματεύσεων για συμβιβασμό, που όμως δεν ευοδώθηκε, δεν στοιχειοθετεί κατά νόμο αναγνώριση της ένδικης απαίτησης, απορριπτομένης ομοίως της έτερης επικουρικά προβαλλομένης συναφούς αντένστασης διακοπής της παραγραφής αυτής, ως νόμω αβάσιμης.

Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε την αγωγή κατ’ουσίαν, διότι το ένδικο δικαίωμα αποζημίωσης κατά του εναγομένου Κεφαλαίου έχει υποπέσει σε παραγραφή, δεκτής γενομένης, ως ουσιαστικά βάσιμης, της σχετικής ένστασης του εναγόμενου και απορρίπτοντας τις αντενστάσεις της ενάγουσας περί διακοπής της, με συνοπτική και εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που συμπληρώνεται και αντικαθίσταται με την παρούσα (534 ΚΠολΔ), ορθά εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και συνεπώς, οι τρεις λόγοι της έφεσης, που αποδίδουν στην εκκαλουμένη τις εν λόγω πλημμέλειες, πρέπει να απορριφθούν, ως ουσιαστικά αβάσιμοι.

V. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει η ένδικη έφεση να απορριφθεί στο σύνολο της, ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από την εκκαλούσα για την άσκηση της παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ.3 εδαφ.ε΄ ΚΠολΔ όπως αντικαταστάθηκε το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015) και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας στην εκκαλούσα, κατόπιν σχετικού αιτήματος του, λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την ένδικη έφεση κατά της υπ’αριθμ. 2688/2020 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Δέχεται την έφεση τυπικά.

Απορρίπτει αυτήν κατ’ ουσίαν.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από την εκκαλούσα παραβόλου κατά την άσκηση της.

Επιβάλλει στην εκκαλούσα τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 2 Ιουνίου 2022.

      Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δημοσιεύθηκε στον ίδιο τόπο, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις   30   Ιουνίου 2022.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ