Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 700/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός     700/2022

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Χαρίκλεια Σαραμαντή, Προεδρεύουσα Εφέτη, Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη – Εισηγητή και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΑΙΤΟΥΣΑΣ – ΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Εταιρίας ……………….., η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της Αλέξανδρου Ελευθερίου, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.

ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ – ΚΛΗΣΗ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Εταιρίας …………….., η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της Πάρι Καραμήτσιου, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.

Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα άσκησε κατά της εφεσίβλητης την από 4-12-2014 και με Γ.Α.Κ. …. και ΕΑΚ …./4-12-2014 αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών) και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ’ αυτή. Επί της άνω αγωγής, καθώς και επί της ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου ασκηθείσας από 7-8-2015 και με ΓΑΚ …. και ΑΚ …./7-8-2015 ανακοίνωσης δίκης της εναγόμενης προς 1) την εταιρία με την επωνυμία «…………..» και 2) την τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «…………..» και το διακριτικό τίτλο «…….», οι οποίες δεν παραστάθηκαν και δεν παρενέβησαν στη δίκη, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων της αγωγής, κατά την τακτική διαδικασία, η με αριθ. 1559/2016 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, με την οποία, αφού συνεκδικάστηκαν τα προαναφερθέντα δικόγραφα, απορρίφθηκε η αγωγή λόγω έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου αυτού προς εκδίκασή της. Την ανωτέρω απόφαση πρόσβαλε η ενάγουσα με την από 20-10-2016 και με Γ.Α.Κ. …. και ΕΑΚ …/25-10-2016 έφεσή της ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Επί της έφεσης αυτής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η με αριθ. 436/2018 απόφαση του Εφετείου Πειραιά υπό άλλη σύνθεση, με την οποία η έφεση έγινε δεκτή τυπικά και κατ’ ουσία, εξαφανίστηκε στο σύνολό της η εκκαλούμενη απόφαση,  κρατήθηκε και δικάστηκε εξαρχής η υπόθεση επί της άνω αγωγής και απορρίφθηκε αυτή στο σύνολό της. Την ανωτέρω απόφαση πρόσβαλε η εκκαλούσα – ενάγουσα με την από 10-10-2018 και με Γ.Α.Κ. …. και ΕΑΚ …/16-10-2018 αίτηση αναίρεσης ενώπιον του Αρείου Πάγου. Επί της αίτησης αναίρεσης αυτής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η με αριθ. 478/2021 απόφαση του Α1 Τμήματος του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε η με αριθ. 436/2018 απόφαση κατά το μέρος της που απέρριψε ως μη νόμιμη την από αδικοπραξία επικουρική βάση της αγωγής και παραπέμφθηκε η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο Εφετείο Πειραιά, συγκροτούμενο από άλλους Δικαστές. Ήδη, με την από 3-8-2021 και με ΓΑΚ … και ΕΑΚ …/5-10-2021 αίτηση – κλήση  της εκκαλούσας – ενάγουσας, η υπόθεση εισάγεται στο Δικαστήριο τούτο της παραπομπής προς περαιτέρω συζήτηση, η οποία ορίστηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (2-6-2022), κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

1. Με την από με την από 3-8-2021 και με ΓΑΚ … και EAK …/5-10-2021 αίτηση – κλήση της εκκαλούσας – ενάγουσας εταιρίας «………..» κατά της εφεσίβλητης – εναγόμενης εταιρίας «……….», νόμιμα φέρεται για περαιτέρω συζήτηση η από 20-10-2016 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …/25-10-2016 έφεση της πρώτης, η οποία στρέφεται κατά της με αριθ. 1559/2016 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, μετά τον ορισμό νέας δικασίμου, ύστερα από την απόφαση 478/2021 του Αρείου Πάγου (Α1 Πολιτικό Τμήμα), με την οποία αναιρέθηκε η με αριθ. 436/2018 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου (που έκανε δεκτή τυπικά και κατ’ ουσία την ως άνω έφεση, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και απέρριψε την από 4-12-2014 και με ΓΑΚ …… και ΑΚ …./4-12-2014 αγωγή) και παραπέμφθηκε η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, αποτελούμενο από άλλους δικαστές (άρθρο 580 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ.).

2. Κατά τη διάταξη του άρθρου 579 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ, «αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πριν από την απόφαση αυτή ακυρώνεται μόνον εφόσον στηρίζεται στην παράβαση για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση». Κατά δε τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 581 του ίδιου Κώδικα «στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση εισάγεται με κλήση. Η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση και αφού κατατεθούν προτάσεις κατά το άρθρο 524 παρ.1 εδ. β». Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι με την αναίρεση της απόφασης οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την συζήτηση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση που αναιρέθηκε, δηλαδή αναβιώνει η αίτηση παροχής έννομης προστασίας (έφεση, αγωγή). Η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο παραδοχής της αίτησης αναίρεσης, δηλαδή κατά τα κεφάλαια (διατάξεις της που αποφαίνονται σε αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας) στα οποία αφορά ο δεκτός γενόμενος λόγος και εκείνα που συνάπτονται «αρρήκτως» προς τα αναιρεθέντα, οπότε και αυτά συναναιρούνται (Α.Π. 808/2017, Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α, Α.Π. 479/2009, Α.Π. 707/2008, Α.Π. 1717/2002, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Μιχ. Μαργαρίτη / Άντα Μαργαρίτη, Ερμ.Κ.Πολ.Δ, 2018, υπ’ άρθρο 579, αριθ. 4, σ. 1102). Αρρήκτως συνεχόμενα κεφάλαια είναι αυτά που αφορούν παρεπόμενα ή παρακολουθήματα της κύριας απαίτησης ή προέρχονται από την ίδια ιστορική και νομική αιτία (Α.Π. 86/2021, Α.Π. 752/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), ενώ, όταν από την ερμηνεία της αναιρετικής απόφασης σε συνδυασμό με το αναιρετήριο, προκύπτει αμφιβολία ως προς την έκταση της αναίρεσης, συναναιρούνται και εκείνα τα κεφάλαια που δεν αναιρέθηκαν με σαφή και ρητή διάταξη (Α.Π. 1683-1690/2008, Α.Π. 2057/2006, Α.Π. 43/2005, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Μιχ. Μαργαρίτη / Άντα Μαργαρίτη, ό.α, υπ’ άρθρο 579, αριθ. 7, σ. 1103). Αν η αναιρεθείσα απόφαση είναι του δευτέρου βαθμού και δεν πρόκειται για τις περιπτώσεις του άρθρου 580 παρ. 1 και 2 του Κ.Πολ.Δ, ήτοι για υπέρβαση εξουσίας ή παράβαση των σχετικών με την αρμοδιότητα διατάξεων, τότε αναβιώνει η πρωτόδικη απόφαση και η κατ’ αυτής έφεση που θα κριθεί πάλι από το Εφετείο (Α.Π. 305/2021, www.areiospagos.gr, Α.Π. 129/2004, Εφ.Πατρ. 16/2020, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), το οποίο, ερευνά και πάλι, ως Δικαστήριο της παραπομπής, τη συνδρομή των διαδικαστικών προϋποθέσεων της δίκης και το παραδεκτό της έφεσης, εφόσον η αναιρετική απόφαση δεν ασχολήθηκε με τα διαδικαστικά αυτά ζητήματα (Ολ.Α.Π. 4/1996, Α.Π. 385/2021, Εφ.Πειρ. 393/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 1276/1992, ΕλλΔνη 1994, 1554, Κεραμέα / Κονδύλη / Νίκα, Ερμ.Κ.Πολ.Δ, υπ’ άρθρο 581, αριθ. 6, σ. 1082, Β. Βαθρακοκοίλη, Η έφεση, 2015, αριθ. 1457, σ. 367). Στο Δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση, τα όρια δε αυτά δεν προσδιορίζονται μόνον από το διατακτικό της αναιρετικής απόφασης, αλλά, κυρίως, από το αιτιολογικό της (Α.Π. 354/2021, Α.Π. 570/2005, Α.Π. 129/2004, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Με βάση τις προαναφερθείσες διατάξεις, αν η απόφαση αναιρεθεί στο σύνολό της, αποβάλλει πλήρως την ισχύ της, δεν παράγει δεδικασμένο επί οποιουδήποτε ζητήματος έκρινε και οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από τη συζήτηση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση που αναιρέθηκε. Στο σύνολό της θεωρείται ότι αναιρείται η απόφαση όταν η αναιρετική, κατά το διατακτικό της, δεν περιορίζει με  σχετική διάταξη την αναίρεση σε ορισμένο ή ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης ή ως προς μερικούς μόνον από τους διαδίκους (Ολ.Α.Π. 27/2007, Α.Π. 686/2022, Α.Π. 14/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) ή ακόμη, όταν ο γενόμενος δεκτός λόγος αναιρέσεως πλήττει – κατά νομική ακολουθία – το κύρος της, όλης απόφασης, κατά το διατακτικό της αναιρετικής, σε συνδυασμό όμως και με το αιτιολογικό της (Α.Π. 45/2022, Α.Π. 1479/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Αν αντιθέτως, η απόφαση αναιρεθεί μερικώς, ως προς ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης, τότε μόνον ως προς αυτά εξαφανίζεται η απόφαση και η εξουσία του Δικαστηρίου της παραπομπής δεν εκτείνεται στα άλλα κεφάλαια, ως προς τα οποία διατηρείται το δεδικασμένο της απόφασης, το οποίο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (Α.Π. 472/2022, Α.Π. 816/2022, Α.Π. 789/2021, Α.Π. 28/2020, Α.Π. 524/2010, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Μιχ. Μαργαρίτη / Άντα Μαργαρίτη, ό.α, υπ’ άρθρο 579, αριθ. 6, σ. 1102 και αριθ. 9, σ. 1103). Έτσι, αν η αναιρεθείσα απόφαση είναι του δευτέρου βαθμού και αναιρέθηκε εν μέρει, κατά το αυτό αναιρεθέν κεφάλαιο χωρεί η επανεξέταση της έφεσης από το Δικαστήριο της παραπομπής. Κατά την επανεκδίκαση, δηλαδή, της έφεσης οι μη αναιρεθείσες διατάξεις διατηρούν την ισχύ τους και δεσμεύουν το Δικαστήριο της παραπομπής, λόγω του υπάρχοντος και μη ανατραπέντος με την αναίρεση δεδικασμένου από την μερικώς οριστική και αμετάκλητη ήδη απόφαση του δευτέρου βαθμού και συνεπώς δεν ερευνώνται εκ νέου ούτε θίγονται τα κεφάλαια της διαφοράς, τα οποία αντιστοιχούν στις μη αναιρεθείσες διατάξεις, ως προς τα οποία πλέον η απόφαση έχει καταστεί αμετάκλητη (Α.Π. 404/2018, Α.Π. 629/2010, Α.Π. 1145/2005, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Από τις ίδιες πιο πάνω διατάξεις των άρθρων 579 παρ. 1, 580 παρ. 3 και 581 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ, σε συνδυασμό προς εκείνη του άρθρου 580 παρ. 4 του ίδιου Κώδικα, κατά την οποία «οι αποφάσεις της ολομέλειας και των τμημάτων του Αρείου Πάγου δεσμεύουν τα δικαστήρια που ασχολούνται με την ίδια υπόθεση ως προς τα νομικά ζητήματα που έλυσαν», προκύπτει ότι το Εφετείο, ως Δικαστήριο της παραπομπής, επανεκδικάζει την έφεση ως προς το κεφάλαιο στο οποίο αναφέρεται η παράβαση για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση, επί του οποίου με την απόφασή του αποφαίνεται το Δικαστήριο της παραπομπής και δεσμεύεται μόνον ως προς το νομικό ζήτημα που έλυσε η παραπεμπτική απόφαση (Α.Π. 686/2022, Α.Π. 137/2004, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Β. Βαθρακοκοίλη, Η έφεση, 2015, αριθ. 1454, 1455, σ. 367), ενώ, αντιθέτως, τέτοια υποχρέωση δεν υφίσταται σε σχέση με την ουσία της διαφοράς, η περί της οποίας κρίση, άλλωστε, είναι αναιρετικά ανέλεγκτη (Α.Π. 752/2022, Α.Π. 412/2021, www.areiospagos.gr, Α.Π. 906/2009, Α.Π. 137/2004, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Αν η απόφαση που αναιρέθηκε είναι του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου (Εφετείου) δεν ακυρώνεται και η απόφαση του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ακόμη και αν αυτή στηρίζεται στο ίδιο ελάττωμα, και τούτο διότι με την αναίρεση της απόφασης του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου αναβιώνει η εκκρεμοδικία της έφεσης κατά της απόφασης του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Α.Π. 45/2022, Α.Π. 963/1999, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), ως προς την οποία θα αποφανθεί το Δικαστήριο της παραπομπής, το οποίο είτε θα δεχθεί την έφεση και θα εξαφανίσει την απόφαση, είτε θα την απορρίψει επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση (Α.Π. 520/2020, www.areiospagos.gr, Α.Π. 1421/2002, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 579 του Κ.Πολ.Δ, μετά την αναίρεση της απόφασης καταργείται κατά την αυτή έκταση και η συζήτηση κατά την οποία είχε εκδοθεί η αναιρεθείσα απόφαση. Ως εκ τούτου οι προτάσεις που υποβλήθηκαν κατ’ αυτήν, όταν ανάγονται σε διατάξεις για τις οποίες εχώρησε η αναίρεση, δεν λαμβάνονται υπόψη από το δικάζον την έφεση δικαστήριο κι αν ακόμη γίνεται νόμιμη επίκλησή τους κατά το άρθρο 240 του Κ.Πολ.Δ. Κατά τα λοιπά, οι διάδικοι ενώπιον του Δικαστηρίου της παραπομπής προτείνουν όποιους ισχυρισμούς μπορούσαν να προτείνουν και κατά την συζήτηση στην οποία εκδόθηκε η αναιρεθείσα απόφαση (Α.Π. 852/1987, Νο.Β. 36, 1576, Εφ.Αθ. 110/2022, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 317/2022, Εφ.Πειρ. 207/2022, efeteio-peir.gr).

3. Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 4-12-2014 και με ΓΑΚ …… και ΑΚ …./4-12-2014 αγωγή της, η ενάγουσα και ήδη καλούσα – εκκαλούσα αλλοδαπή ανώνυμη εταιρία εξέθεσε ότι εδρεύει στη …. Λιβερίας, είναι νόμιμα εγκατεστημένη στον Πειραιά (………………..) σύμφωνα με τις διατάξεις του Α.Ν. 89/1967, καθώς και στη …. Κύπρου (………………..) και δραστηριοποιείται επιχειρηματικά, δια των άνω εγκαταστημένων  γραφείων της και μέσω του  δικτύου της σταθμών εφοδιασμού καυσίμων που διατηρεί σε λιμένες ανά τον κόσμο, στον τομέα της εμπορίας ναυτιλιακών καυσίμων. Ότι σε εκτέλεση σύμβασης πώλησης που κατήρτισε εγγράφως με την εταιρία «…………», που εδρεύει στο ….. των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, παρέδωσε στις 20-10-2014, στο λιμένα Φουτζέϊρα (Fujairah) των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, κατά τα μεταξύ τους συμφωνηθέντα, την αναφερόμενη στο δικόγραφο ποσότητα καυσίμων στο Μ/Τ πλοίο «G.», σημαίας Λιβερίας και πλοιοκτησίας της εναγόμενης εταιρίας, η οποία κατά το καταστατικό της εδρεύει επίσης στη …. Λιβερίας, αλλά στην πραγματικότητα στο …… των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, αντί συμφωνηθέντος τιμήματος συνολικού ποσού 1.771.854,70 δολαρίων Η.Π.Α. Ότι το άνω τίμημα  ορίσθηκε καταβλητέο εντός 30 ημερών από την παράδοση των καυσίμων, για την αξία των οποίων εκδόθηκε σε χρέωση της αγοράστριας καθώς και της εναγόμενης το αναφερόμενο τιμολόγιό της. Ότι στην απόδειξη παραλαβής της πωλούμενης ποσότητας καυσίμων που υπογράφηκε από τον πλοίαρχο του ανωτέρω πλοίου, ο οποίος κατά νόμο εκπροσωπεί την πλοιοκτήτρια – εναγόμενη, αναγράφεται 1) ότι οι πλοιοκτήτες ή / και οι ναυλωτές, ή / και οι εκμεταλλευόμενοι το πλοίο ευθύνονται από κοινού και ο καθένας ξεχωριστά, για την αποπληρωμή του τιμήματος της πώλησης, 2) ότι η ίδια (ενάγουσα) διατηρεί την κυριότητα των καυσίμων μέχρι την εξόφληση του τιμήματος και 3) ότι όλες οι διαφορές που τυχόν θα προκύψουν από την άνω σύμβαση θα επιλυθούν από τα ελληνικά δικαστήρια. Ότι, κατ’ αυτόν τον τρόπο καταρτίσθηκε εγγράφως μεταξύ αυτής και της εναγόμενης, αφενός μεν σύμβαση, με την οποία η τελευταία, εκτός από την αγοράστρια, ανέλαβε την υποχρέωση να της καταβάλει το συμφωνηθέν τίμημα της πώλησης των καυσίμων, αφετέρου δε συμφωνία τους περί αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων προς εκδίκαση των μελλοντικών διαφορών τους από τη συγκεκριμένη σύμβαση. Ότι, τέλος, το άνω τίμημα δεν εξοφλήθηκε εντός της συμφωνημένης προθεσμίας, παρά την ανάμιξη και την ανάλωση της παραδοθείσας ποσότητας καυσίμων στο άνω πλοίο της εναγόμενης. Με βάση το ιστορικό αυτό η ενάγουσα ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει το ως άνω ποσό δολαρίων Η.Π.Α, με το νόμιμο τόκο από την 20-11-2014, επομένη της παρέλευσης της συνομολογηθείσας προθεσμίας αποπληρωμής του και επικουρικά από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, άλλως το σε ευρώ ισόποσο αυτού με τη συναλλαγματική ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατά την ημέρα της πληρωμής του, άλλως κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής, άλλως της άσκησής της, κυρίως μεν με βάση τη μεταξύ τους καταρτισθείσα σύμβαση με το περιεχόμενο που προαναφέρθηκε, την οποία χαρακτηρίζει ως «σύμβαση εγγυοδοσίας», άλλως επικουρικά, κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της ισόποσης περιουσιακής ζημίας που υπέστη από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της εναγόμενης, η οποία, με πρόθεση ενεργώντας, ιδιοποιήθηκε παράνομα, διά της άνευ δικαιώματος ανάλωσης, άλλως ανάμιξης, την παραδοθείσα  σ’ αυτήν ποσότητα καυσίμων, για τις ανάγκες του πλοίου της, της οποίας, όμως την κυριότητα – δυνάμει σχετικού όρου στην απόδειξη παραλαβής των καυσίμων, που υπογράφηκε από τον πλοίαρχο, ως νόμιμο εκπρόσωπό της – είχε παρακρατήσει η ίδια (η ενάγουσα)  και επικουρικότερα, με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, διότι η εναγόμενη κατά το ποσό αυτό κατέστη χωρίς νόμιμη αιτία πλουσιότερη σε βάρος της δικής της περιουσίας. Περαιτέρω, η εναγόμενη της παραπάνω αγωγής, με την από 7-8-2015 και με ΓΑΚ …. και ΑΚ …./7-8-2015 ανακοίνωσης δίκης (κατ’ άρθρο 91 Κ.Πολ.Δ.) που άσκησε ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου (Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά) και απηύθυνε προς 1) την υπό πτώχευση εταιρία «……….» και 2) την τραπεζική εταιρία «………. …..» (διακριτικός τίτλος «….»), εξέθεσε ότι είναι πλοιοκτήτρια του άνω υπό σημαία Λιβερίας Μ/Τ πλοίου «G.», τη διαχείριση του οποίου ασκεί για λογαριασμό της, ως αντιπρόσωπός της, η εδρεύουσα στο …….. των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων εταιρία «…………», η οποία, ενεργώντας υπό την ιδιότητά της αυτή, συνήψε με την πρώτη των ανωτέρω εταιριών σύμβαση πώλησης ποσότητας καυσίμων για τον εφοδιασμό του προαναφερθέντος πλοίου. Ότι η πετρέλευση πραγματοποιήθηκε από την ενάγουσα της άνω αγωγής (……..), από την οποία η εταιρία «……….» προμηθεύτηκε τα καύσιμα, τα οποία στη συνέχεια μεταπώλησε στην άνω διαχειρίστρια του πλοίου της. Ότι το δελτίο παράδοσης καυσίμων της ενάγουσας  υπογράφηκε από τον πρώτο μηχανικό του ως άνω πλοίου, που με τον τρόπο αυτό βεβαίωσε ότι πράγματι παραδόθηκαν και παραλήφθηκαν οι ποσότητες καυσίμων που αναγράφονταν στο δελτίο αυτό. Ότι η πωλήτρια εταιρία «………….» εξέδωσε για τη σχετική σύμβαση το αντίστοιχο τιμολόγιο για το ποσό του 1.777.936,21 Η.Π.Α, σε χρέωση της διαχειρίστριας του πλοίου εταιρίας, καταβλητέο μέχρι τις 18-11-2014, σε λογαριασμό που τηρείτο στη δεύτερη των εταιριών προς τις οποίες απευθύνεται η ανακοίνωση. Ότι, διαρκούντος του χρόνου πίστωσης του τιμήματος της πώλησης, η εδρεύουσα στη Δανία εταιρία «……….», μητρική εταιρία του ομίλου στον οποίο ανήκει και η πωλήτρια των καυσίμων εταιρία, κατέθεσε αίτηση πτώχευσης, με αποτέλεσμα να πτωχεύσει και η πωλήτρια. Ότι η άνω τραπεζική εταιρία «……….. .» ζήτησε από την ίδια (εναγόμενη) να της καταβάλει το τίμημα της πώλησης, ως εκδοχέας της σε βάρος της απαίτησης της πωλήτριας, καθώς και ότι, λόγω της αμφισβήτησης από τους εκκαθαριστές της πτωχής της εγκυρότητας της εκχώρησης, δεν προέβη τελικά στην αποπληρωμή του οφειλόμενου ποσού του τιμήματος, διότι δε γνώριζε μετά βεβαιότητας το πρόσωπο του δικαιούχου της απαίτησης αυτής, αφού δεν είχε αποσαφηνισθεί εάν τελικά δανειστής της ήταν η πτωχεύσασα εταιρία, από την οποία η διαχειρίστρια του πλοίου της αγόρασε για λογαριασμό της τα καύσιμα, ή η ως άνω τράπεζα. Ότι, επιπροσθέτως και η ενάγουσα εταιρία («…………»), με την οποία ουδεμία συμβατική σχέση τη συνδέει,  ζήτησε να της καταβληθεί η  ίδια απαίτηση και στη συνέχεια άσκησε σε βάρος της την προαναφερθείσα αγωγή, το δικόγραφο της οποίας συμπεριέλαβε αυτούσιο στο δικόγραφο της ανακοίνωσης δίκης, διεκδικώντας με τη σειρά της το ποσό του 1.771.854,70 δολαρίων Η.Π.Α, πλέον τόκων, ισόποσο της αξίας του τιμολογίου, που αυτή (η ενάγουσα) εξέδωσε προς την «…………..», για την πώληση προς την τελευταία της επίμαχης ποσότητας καυσίμων. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε από τις καθ’ ων η ανακοίνωση δίκης άνω εταιρίες να παρέμβουν κυρίως στην εκκρεμή επί της αγωγής δίκη, επικαλούμενη ότι έχει προς τούτο προφανές έννομο συμφέρον, καθώς, όπως ισχυρίσθηκε, αντιποιούνται το αντικείμενο της δίκης, προκειμένου να υποστηρίξουν ότι αυτές, ή σε κάθε περίπτωση οιαδήποτε εξ αυτών, δικαιούται να εισπράξει το τίμημα της πώλησης των καυσίμων, και όχι η ενάγουσα, ώστε να δεσμευθούν από το δεδικασμένο της απόφασης που θα εκδοθεί επί της αγωγής και να αποφευχθεί το ενδεχόμενο διπλής, ή και τριπλής πληρωμής από την ίδια του ποσού του τιμήματος.

4. Επί των προαναφερθεισών αγωγής και ανακοίνωσης δίκης, κατά τη συζήτηση των οποίων στο ακροατήριο  του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, οι εταιρίες προς τις οποίες απευθύνθηκε η ανακοίνωση δίκης δεν παραστάθηκαν και επομένως, δεν παρέμβηκαν στη δίκη, ώστε να απαιτείται κλήτευσή τους κατά τη συζήτηση της υπό κρίση έφεσης, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων της αγωγής, κατά την τακτική διαδικασία, η με αριθ. οριστική 1559/2016 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία, αφού συνεκδικάσθηκαν τα άνω δικόγραφα, απορρίφθηκε η αγωγή στο σύνολό της, λόγω έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου να επιληφθεί της αγωγής ως προς όλες τις βάσεις της. Κατά της πρωτόδικης αυτής απόφασης η ενάγουσα άσκησε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά την από 20-10-2016 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …/2016 έφεσή της με λόγους που αφορούσαν αποκλειστικά στην απόρριψη της αγωγής λόγω έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας, επί της οποίας το δευτεροβάθμιο άνω Δικαστήριο, υπό άλλη σύνθεση, εξέδωσε τη με αριθ. 436/2018 απόφασή του, με την οποία δέχθηκε την έφεση τυπικά και κατ’ ουσία, μετ’ αποδοχήν ως βάσιμου του πρώτου λόγου της ότι συνέτρεχε η διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης για την ύπαρξη διεθνούς δικαιοδοσίας του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου προς εκδίκαση της υπόθεσης στο σύνολό της, εξαφάνισε την προσβαλλόμενη με αριθ. 1559/2016 απόφαση, κράτησε την υπόθεση, δίκασε επί της αγωγής και απέρριψε αυτήν ως προς όλες τις βάσεις της. Κατά της άνω με αριθ. 436/2018 τελεσίδικης απόφασης ασκήθηκε από την ενάγουσα η από 10-10-2018 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …/16-10-2018 αίτηση αναίρεσης, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθ. 478/2021 απόφαση του Αρείου Πάγου (Α1 Πολιτικό Τμήμα), που αναίρεσε την άνω με αριθ. 436/2018 απόφαση κατά το μέρος της που αφορά την από αδικοπραξία επικουρική βάση της αγωγής που κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη και παρέπεμψε την υπόθεση κατά το κεφάλαιό της αυτό προς περαιτέρω εκδίκαση στο Τριμελές Εφετείο Πειραιά, συγκροτούμενο από διαφορετικούς δικαστές. Ήδη, με την ανωτέρω αίτηση – κλήση της εκκαλούσας – ενάγουσας, νόμιμα φέρεται προς περαιτέρω συζήτηση στο δικαστήριο τούτο της παραπομπής η έφεση, κατά το μέρος που αφορά την εξ αδικοπραξίας πρώτη επικουρική βάση της αγωγής, την οποία το Δικαστήριο τούτο θα δικάσει μέσα στα όρια που διαγράφονται από το διατακτικό και κυρίως από το αιτιολογικό της αναιρετικής απόφασης, ερευνώντας τα κεφάλαια στα οποία αφορά ο δεκτός γενόμενος αναιρετικός λόγος και εκείνα που συνάπτονται «αρρήκτως» προς τα αναιρεθέντα. Προηγουμένως θα επανεξετάσει τις διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης, με τις οποίες δεν ασχολήθηκε η άνω αναιρετική απόφαση, συμπεριλαμβανομένης της ύπαρξης ή μη διεθνούς δικαιοδοσίας, ως προς την οποία η κρίση της με αριθ. 436/2018 απόφασης δεν προσβλήθηκε από την εκκαλούσα – ενάγουσα με αίτηση αναίρεσης (ενόψει του ότι ο σχετικός λόγος της έφεσής της είχε γίνει δεκτός και θεωρούνταν αυτή ως διάδικος που νίκησε), διότι γίνεται δεκτό ότι επί των διαδικαστικών προϋποθέσεων δεν μπορεί να υπάρξει διακεκριμένωςοριστική απόφαση, πολύ δε περισσότερο τελεσίδικη, δημιουργούσα ως προς αυτές αυτοτελές, ανεξάρτητο δηλαδή του επί του ουσιαστικού αντικειμένου της δίκης, δεδικασμένο (Ολ.Α.Π. 4/1996, Α.Π. 621/2012, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Η κύρια βάση της αγωγής από σύμβαση αναδοχής χρέους και η δεύτερη επικουρική βάση της από  αδικαιολόγητο πλουτισμό δεν θα επανεξεταστούν, καθ’ όσον, ως προς αυτές, η προλαβούσα με αριθμό 436/2018 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, υπό άλλη σύνθεση, δεν αναιρέθηκε και κατέστη ήδη αμετάκλητη.

5. Η ανωτέρω έφεση έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 498, 499, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 25-10-2016, προ πάσης επιδόσεως της πρωτόδικης απόφασης (αφού τέτοια επίδοση δεν επικαλούνται οι διάδικοι, ούτε προκύπτει άλλωστε από τα προσκομιζόμενα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αποδεικτικά μέσα), αλλά σε κάθε περίπτωση εντός της προβλεπόμενης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. [όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (Φ.Ε.Κ. Α’ 87) και ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 2 του αυτού άρθρου και νόμου, για τα ένδικα μέσα που ασκούνται μετά την 1-1-2016] προθεσμίας των δύο ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης που έλαβε χώρα στις 9-7-2018, ενώ για την άσκησή της έχουν καταβληθεί τα νόμιμα παράβολα Δημοσίου και ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ, συνολικού ποσού 200,00 ευρώ, τα οποία επισυνάπτονται στην από 25-10-2016 έκθεση κατάθεσης που συνέταξε η Γραμματέας του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατά άρθρο 495 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ, όπως τότε ίσχυε. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (που αφορούν άπαντες την απόρριψη της αγωγής από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο λόγω έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.).

6. Κατά τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ. στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων υπάγονται ημεδαποί και αλλοδαποί, εφόσον παρίσταται αρμοδιότητα ελληνικού δικαστηρίου. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι καθιερώνεται διεθνής δικαιοδοσία των Ελληνικών δικαστηρίων επί ιδιωτικών διαφορών, εφόσον αυτές συνδέονται με την Ελληνική πολιτεία με κάποιο στοιχείο που θεμελιώνει δωσιδικία και δη αρμοδιότητα κάποιου Ελληνικού Δικαστηρίου (Α.Π.  8/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Κατά δε το άρθρο 4 του Κ.Πολ.Δ, το Δικαστήριο απορρίπτει την αγωγή ή την αίτηση, αν δεν έχει δικαιοδοσία. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 42 του Κ.Πολ.Δ: «1. Πρωτοβάθμιο τακτικό δικαστήριο που δεν είναι κατά τόπον αρμόδιο μπορεί, με ρητή ή σιωπηρή συμφωνία των διαδίκων, να γίνει αρμόδιο, εκτός αν πρόκειται για διαφορές που δεν έχουν περιουσιακό αντικείμενο. Η συμφωνία πρέπει να είναι ρητή, όταν πρόκειται για διαφορές για τις οποίες ισχύει αποκλειστική αρμοδιότητα. 2. Θεωρείται πως υπάρχει σιωπηρή συμφωνία, αν ο εναγόμενος παρίσταται στο ακροατήριο στη συζήτηση και δεν προτείνει έγκαιρα την ένσταση αναρμοδιότητας». Η συμφωνία παρέκτασης είναι καταρχήν άτυπη, μπορεί δε να είναι και σιωπηρή. Η σιωπηρή συμφωνία μπορεί να συναχθεί από την όλη συμπεριφορά του προσώπου  και το σύνολο των πραγματικών περιστατικών. Τεκμαίρεται πάντως και μάλιστα αμαχήτως, ότι υπάρχει, όταν ο εναγόμενος παρίσταται (όχι όταν ερημοδικεί) στη συζήτηση και δεν προτείνει έγκαιρα (άρθρο 42 παρ. 2 και 263 στοιχ. α’ του Κ.Πολ.Δ, πριν από την κατ’ ουσίαν απάντηση στην αγωγή, ένσταση αναρμοδιότητας (βλ. σχετ. σε Νικολάου Νίκα, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, Β’ έκδοση, 2016, παρ. 18, I, αριθ. 5, σ.134).  Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 4 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 60 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 44/2001 του Συμβουλίου «Για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», που ισχύει από 1.3.2002, και εφαρμόζεται στην υπό κρίση περίπτωση, λόγω του χρόνου άσκησης της ένδικης αγωγής (4-12-2014), συνάγεται ότι καθιερώνεται ως θεμελιώδης βάση διεθνούς δικαιοδοσίας η κατοικία του εναγόμενου και επί νομικών προσώπων η έδρα αυτών, για τον καθορισμό της οποίας (έδρας) εφαρμόζονται οι κανόνες ιδιωτικού δικαίου του δικάζοντος δικαστή. Περαιτέρω, στο άρθρο 24 του ανωτέρω Κανονισμού ορίζεται «Πέραν των περιπτώσεων όπου η διεθνής δικαιοδοσία απορρέει από άλλες διατάξεις του παρόντος κανονισμού, το δικαστήριο κράτους μέλους, ενώπιον του οποίου ο εναγόμενος παρίσταται, αποκτά διεθνή δικαιοδοσία. Ο κανόνας αυτός δεν εφαρμόζεται, αν η παράσταση έχει ως σκοπό την αμφισβήτηση της διεθνούς δικαιοδοσίας ή αν υπάρχει άλλο δικαστήριο με αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσίας, σύμφωνα με το άρθρο 22». Εκ τούτου προκύπτει ότι ο κανόνας αρμοδιότητας που θεσπίζει η διάταξη αυτή δεν έχει εφαρμογή όταν ο εναγόμενος, όχι μόνο αμφισβητεί την αρμοδιότητα, αλλά προβάλλει και ισχυρισμούς επί της ουσίας της διαφοράς, υπό τον όρο ότι, η αμφισβήτηση της αρμοδιότητας, εφόσον δεν προηγηθεί οιασδήποτε πράξης άμυνας επί της ουσίας, δεν έπεται χρονικά της ενέργειας, με την οποία λογίζεται από το εθνικό δικονομικό δίκαιο ως η πρώτη πράξη άμυνας ενώπιον του επιληφθέντος δικαστηρίου [ΔΕΚ 24.6/1989 (Elefanten Schuh/Jacqmain 150/1980, εκδοθείσα υπό την ισχύ του άρθρου 18 της Σύμβασης των Βρυξελλών, Α.Π. 1542/2014 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, η ερμηνευτική δυσχέρεια της πιο πάνω διάταξης, η οποία είναι αντίστοιχη με αυτήν του άρθρου 18 της Σύμβασης των Βρυξελλών,  αφορά το ότι, αν ο εναγόμενος, πέραν από την ένσταση της έλλειψης της διεθνούς δικαιοδοσίας, επικαλείται και άλλους λόγους απόρριψης της αγωγής είτε ως απαράδεκτης, είτε ως μη νόμιμης, είτε ως αβάσιμης στην ουσία (Κ.Δ. Κεραμεύς – Γ.Δ. Κρεμλής – Χ.Ν. Τάγαρης, Η σύμβαση των Βρυξελλών για τη Διεθνή Δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων, όπως ισχύει στην Ελλάδα, Αθήνα, Σάκκουλας 1989, σ. 171-172). Έχει δε κριθεί παγίως πλέον πως το άρθρο 18 της Σύμβασης των Βρυξελλών πρέπει να ερμηνευθεί κατά την έννοια ότι επιτρέπεται στον εναγόμενο, όχι μόνο να αμφισβητήσει την αρμοδιότητα, αλλά να προβάλλει ταυτόχρονα, επικουρικά, ισχυρισμούς άμυνας για την ουσία, χωρίς να χάνει από αυτό το λόγο το δικαίωμα προβολής των λοιπών ενστάσεων για την ουσία της υπόθεσης, υπό τον όρο ότι ο ισχυρισμός της έλλειψης δικαιοδοσίας προηγείται εκείνων για την ουσία [ΔΕΚ 24.6/1989 (Elefanten Schuh/Jacqmain 150/1980, ΔΕΚ 22.10.81 (Rohr/Ossberger), 27/81, ΔΕΚ 31.3.1982 (C.H.W/GJ.H) 25/81, ΔΕΚ 14.7.1983 (Gerling/ Amminstratione del Tesoro dello strato) 201/82, ΔΕΚ 7.3.1985 (Spitzlen Isomev 48/54), Α.Π. 1697/2013, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ]. Όταν δηλαδή ο εθνικός δικαστής θεωρεί ότι ο εναγόμενος οργανώνει την άμυνά του μόνον ως προς το βάσιμο της υπόθεσης, εφαρμόζεται το άρθρο 18 της Σύμβασης των Βρυξελλών. Το ΔΕΚ θεωρεί ότι προβάλλεται καθυστερημένα η ένσταση έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας, όταν προταθεί μετά από οποιαδήποτε πράξη άμυνας επί της ουσίας. Εάν η αντίρρηση για τη διεθνή δικαιοδοσία έπεται χρονικά της ενέργειας με την οποία ο εναγόμενος λαμβάνει θέση για την ουσία της υπόθεσης και η οποία λογίζεται, κατά το κρίσιμο εν προκειμένω εθνικό δικονομικό δίκαιο, ως η πρώτη πράξη επί της ουσίας άμυνάς του, τότε η άρνηση της διεθνούς δικαιοδοσίας είναι απαράδεκτη και πρέπει να θεωρηθεί ότι θεμελιώθηκε η διεθνής δικαιοδοσία του αναρμόδιου κατά τα άλλα δικαστηρίου (Σαχπεκίδου, Η παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας στον Ενιαίο Ευρωπαϊκό Χώρο, 2000, σ. 225 και 226). Η αξιολόγηση της συμπεριφοράς του εναγόμενου, ως αποδοχή της διεθνούς δικαιοδοσίας του επιληφθέντος δικαστηρίου, αποτελεί ζήτημα που πρέπει καταρχήν να ερμηνεύεται αυτόνομα. Αρκεί να διαπιστώνεται προσπάθεια άμυνας του εναγόμενου, που αποβλέπει σε απόρριψη της αγωγής για κάθε άλλο λόγο, πλην της έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας. Η αποδοχή της διεθνούς δικαιοδοσίας ενός αναρμόδιου δικαστηρίου δε χρειάζεται να γίνει ρητά, ή με κάποια ειδική ενέργεια του εναγόμενου. Μπορεί να συνάγεται από τη γενικότερη συμπεριφορά του. Κρίσιμο στοιχείο εδώ είναι το επίπεδο, στο οποίο κινείται η επιχειρηματολογία του. Με άλλα λόγια, το άρθρο 42 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. και το άρθρο 24 του ανωτέρω Κανονισμού δεν εφαρμόζονται, όταν ο ενάγων και το επιληφθέν δικαστήριο είναι σε θέση να αντιληφθούν, από την πρώτη πράξη άμυνας του εναγόμενου, ότι η άμυνα αποσκοπεί στην αμφισβήτηση της αρμοδιότητας. Εάν, αντίθετα, προηγηθεί η προσπάθεια κατ’ ουσίαν αντίκρουσης της αγωγής, η μεταγενέστερη αμφισβήτηση της διεθνούς δικαιοδοσίας δεν αποτρέπει τη θεμελίωση της διεθνούς δικαιοδοσίας του αναρμόδιου δικαστηρίου. Έτσι, η άσκηση ανταγωγής ενώπιον διεθνώς αναρμόδιου δικαστηρίου μπορεί να θεωρηθεί σιωπηρή παρέκταση της διεθνούς του δικαιοδοσίας, εφόσον δεν γίνεται απλώς επικουρικά. Αντιθέτως, η δικαιοδοσία του δικαστηρίου της αγωγής δεν θεμελιώνεται αν η ανταγωγή ασκηθεί ρητά για την περίπτωση που το επιλαμβανόμενο δικαστήριο κρίνει εαυτό αρμόδιο (Ε. Σαχπεκίδου, ό.α, αριθ. 33, σ. 435, Κεραμέα / Κονδύλη /Νίκα, Ερμ.Κ.Πολ.Δ, τόμος Ι, 2000, υπ’ άρθρο 42, αριθ. 4, σ. 100, Ν. Νίκα, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, 2016, παρ. 18, αριθ. 5, σ. 134). Με βάση τα ανωτέρω θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο εναγόμενος αποδέχεται την τοπική αρμοδιότητα και κατ’ επέκταση τη διεθνή δικαιοδοσία του τοπικά και διεθνώς αναρμόδιου δικαστηρίου στο οποίο εκκρεμεί προς εκδίκαση η σε βάρος του ασκηθείσα αγωγή, όταν ενώπιον του ιδίου αυτού δικαστηρίου ασκεί σε χρόνο προγενέστερο ή ταυτόχρονο της συζήτησής της, εκτός από την ανταγωγή και οποιοδήποτε άλλο ένδικο βοήθημα με το οποίο σκοπείται κρίση επί της ουσίας της ήδη επίδικης διαφοράς, όπως είναι η ανακοίνωση της κύριας δίκης των άρθρων 91 – 92 Κ.Πολ.Δ. σε τρίτο μη διάδικο, δια της οποίας ο εναγόμενος αποβλέπει συνήθως στην παρότρυνση του τρίτου να ασκήσει πρόσθετη υπέρ αυτού (σπανίως δε κύρια) παρέμβαση, εφόσον με την ανακοίνωση αυτή δεν αμφισβητείται η αρμοδιότητα και η δικαιοδοσία του ημεδαπού δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται να επιληφθεί αυτής κυρίως και όχι επικουρικά, όταν δηλαδή δεν ζητείται να επιληφθεί της σκοπούμενης παρέμβασης το δικαστήριο της κύριας δίκης επικουρικά και συγκεκριμένα, στην περίπτωση που θεωρήσει εαυτό αρμόδιο για την εκδίκαση της αγωγής. Η άσκηση της μη επικουρικής ανακοίνωσης δίκης συνιστά σιωπηρή παρέκταση της διεθνούς δικαιοδοσίας του δικαστηρίου στο οποίο έχει ασκηθεί η κύρια αγωγή (Εφ.Πειρ. 61/2020, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 436/2018, Εφ.Πειρ. 437/2018, www.efeteio-peir.gr), δεδομένου ότι τότε η τοπική αρμοδιότητά του θεμελιώνεται κατά νομική αναγκαιότητα στη διάταξη του άρθρου 31 παρ. παρ. 1, 3 Κ.Πολ.Δ, με την οποία καθιερώνεται στο εσωτερικό δίκαιο αποκλειστική τοπική αρμοδιότητα του δικαστηρίου της κύριας δίκης (υπερισχύουσα μάλιστα, κατά μία γνώμη, και της δωσιδικίας της συνάφειας) και για τις δίκες, που είτε ως παρεπόμενές της συναρτώνται με αυτήν ή, ούσες κύριες, είναι συναφείς προς αυτήν (Εφ.Θεσ. 68/2015, Αρμ. 2015, 1712, Εφ.Λαρ. 317/2015, Δικογραφία 2016, 92, Εφ.Αθ. 7371/1979, ΕλλΔνη 1979, 683, Φ. Τριανταφύλλου – Αλμπανίδου, Η δωσιδικία της συνάφειας κατά τον Κ.Πολ.Δ. και η συνάφεια κατά τον Κανονισμό 44/2001, 2008, σ. 30). Και ναι μεν κατά το αυτόνομο ημεδαπό δικονομικό δίκαιο η ανακοίνωση δίκης, ως διαδικαστική πράξη, δεν περιέχει αίτημα παροχής έννομης προστασίας (Α.Π. 1012/1991, Δ. 1992, 459, Α.Π. 1667/1980, Νο.Β. 1981, 1079) και δεν διευρύνει μόνη αυτή, χωρίς την άσκηση παρέμβασης, τα υποκειμενικά όρια της δίκης (Εφ.Πατρ. 842/2007, Αχα.Νομ. 2008, 420, Εφ.Αθ. 2225/2000, Ε.Δ.Π. 2001, 95), με αποτέλεσμα να μην δημιουργείται υποχρέωση του δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται να ασχοληθεί με αυτήν (Εφ.Αθ. 11791/1987, Αρχ.Ν. 1989, 151) αν ο προς ον η ανακοίνωση δεν μετάσχει στη δίκη με την άσκηση παρέμβασης δια της οποίας αποκτά ιδιότητα διαδίκου (Εφ.Αθ. 990/1978, ΕλλΔνη 1978, 277, Μ. Γεωργιάδου, σε Χ. Απαλαγάκη, Εφαρμογές Πολιτικής Δικονομίας, 2017, [10] Ανακοίνωση δίκης, αριθ. 3 – 4, σ. 146 – 147, Β. Βαθρακοκοίλη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, τόμος Α’, 1996, υπ’ άρθρο 92, αριθ. 5, σ. 624), όμως δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι με την ανακοίνωση της δίκης προετοιμάζεται η ενδεχόμενη συμμετοχή του τρίτου στη δίκη με σκοπό τη δέσμευση αυτού, εφόσον δεν ασκήσει παρέμβαση, από το αποτέλεσμα της κύριας δίκης, υπό την έννοια της αδυναμίας του να αμφισβητήσει μεταγενέστερα την απόφαση που θα εκδοθεί, με την οποία θα επέλθει αναγνώριση ενός νομικού καθεστώτος μεταξύ των κυρίως διαδίκων, καθώς στερείται του δικαιώματος τριτανακοπής κατ’ αυτής, δεσμευόμενος κατά τρόπο που προσομοιάζει με την αρνητική λειτουργία του ουσιαστικού δεδικασμένου (Ν. Νίκα, Πολιτική Δικονομία, Ι, 2003, παρ. 32, IV, αριθ. 6, σ. 410 επομ, Στ. Πανταζόπουλο, Η προσεπίκληση κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, 1995, σ. 111, Ν. Κουτσούκο, Η προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή, 1999, σ. 32 – 33, Γ. Νικολόπουλο, Αι κατ’ άρθρον 92 του Κ.Πολ.Δ. δικονομικαί συνέπειαι της ανακοινώσεως, Δ. 1974, 679 – 690), τέτοια δε δέσμευση του τρίτου θα είναι χρήσιμη για τον ανακοινώσαντα σ’ αυτόν τη δίκη εναγόμενο μόνον αν εκδοθεί απόφαση επί της ουσίας, στην οποία με την ανακοίνωση προσανατολίζει το επιλαμβανόμενο δικαστήριο αλλά και τον αντίδικό του στην περίπτωση κατά την οποία του κοινοποιήσει το δικόγραφο της ανακοίνωσης πριν τη συζήτηση της κύριας αγωγής (Εφ.Πειρ. 61/2020, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

7. Η εναγόμενη, προ της συζήτησης της σε βάρος της ασκηθείσας αγωγής, επί της οποίας πρόβαλε με τις προτάσεις της ένσταση έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά προς εκδίκασή της, κατέθεσε ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου την ανωτέρω ανακοίνωση δίκης, με την οποία γνωστοποιούσε την εκκρεμή επί της αγωγής δίκη, το δικόγραφο της οποίας συμπεριέλαβε αυτούσιο στην ανακοίνωση, στα σ’ αυτήν αναφερόμενα δύο νομικά πρόσωπα, προσκαλώντας τα να παρέμβουν κυρίως στην εν λόγω δίκη, διότι, όπως ισχυρίσθηκε, αντιποιούνται το αντικείμενο αυτής, ως πραγματικοί δικαιούχοι του ποσού του τιμήματος της πώλησης των καυσίμων που η ενάγουσα ζήτησε να της καταβληθεί με την αγωγή, και μάλιστα κυρίως, και όχι επικουρικά, δηλαδή όχι μόνον για την περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει ότι στερείται διεθνούς δικαιοδοσίας να επιληφθεί της υπόθεσης, την οποία, αντίθετα, ουδόλως αμφισβήτησε στο δικόγραφο της ανακοίνωσης δίκης. Διά της άσκησης της ανωτέρω (μη επικουρικής) ανακοίνωσης το Δικαστήριο τούτο κρίνει ότι η εναγόμενη σιωπηρά αποδέχθηκε την κατά τόπον αρμοδιότητα, και, κατ’ επέκταση, τη διεθνή δικαιοδοσία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου προς εκδίκαση της αγωγής, η οποία παρουσιάζει στοιχεία αλλοδαπότητας, λόγω της έδρας στην αλλοδαπή των διαδίκων – νομικών προσώπων, εφόσον η κατά τόπον αρμοδιότητα και, συνακόλουθα, η διεθνής δικαιοδοσία του ιδίου δικαστηρίου να επιληφθεί της ανακοίνωσης δίκης στηρίζεται κατά νομική αναγκαιότητα στη διάταξη του άρθρου 31 του Κ.Πολ.Δ. (αποκλειστική δωσιδικία της συνάφειας), στην εφαρμογή της οποίας, εκ των πραγμάτων, ουσιαστικά παραπέμπει η άσκηση της ανακοίνωσης στο εν λόγω δικαστήριο, αν και χωρίς να γίνεται ρητή μνεία στο δικόγραφο αυτής, ως το δικαστήριο της κύριας δίκης, στο οποίο εκκρεμεί η αγωγή, με την οποία, εκ των πραγμάτων συναρτάται, ως παρεπόμενη, η δίκη επί της ανακοίνωσης. Ενόψει των προεκτεθέντων, σαφώς συνάγεται από τη συγκεκριμένη ενέργεια της εναγόμενης ότι η διεθνής δικαιοδοσία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου προς εκδίκαση της υπόθεσης στο σύνολό της ουσιαστικά δεν αμφισβητήθηκε αλλά αντίθετα, σιωπηρά συνομολογήθηκε από την ανωτέρω διάδικο, αφού η τελευταία, σ’ αυτήν στηριζόμενη, προσβλέποντας στην εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 31 του Κ.Πολ.Δ, προέβη στην άσκηση στο ίδιο δικαστήριο του ένδικου βοηθήματος της ανακοίνωσης δίκης, πράξη που ισοδυναμεί με σιωπηρή συμφωνία παρέκτασης της διεθνούς δικαιοδοσίας του, την οποία προϋποθέτει η άσκηση σ’ αυτό της ανακοίνωσης δίκης. Πολύ δε περισσότερο που στην ασκηθείσα πριν τη συζήτηση της αγωγής ανακοίνωση δίκης, όπως εκτιμάται το  εκτιθέμενο ανωτέρω περιεχόμενό της από το Δικαστήριο τούτο, η ανωτέρω διάδικος, προς θεμελίωση του εννόμου συμφέροντός της να γνωστοποιήσει την εκκρεμή δίκη στα νομικά πρόσωπα, προς τα οποία η ανακοίνωση απευθύνεται, ώστε να προσέλθουν και να συμμετάσχουν στη δίκη, ασκώντας κύρια παρέμβαση, ανέπτυξε, επιπροσθέτως, το πρώτον και αμυντικούς ισχυρισμούς επί της ουσίας της υπόθεσης προς απόκρουση της αγωγής, επιχειρηματολογώντας επί των λόγων για τους οποίους δεν έχει ακόμη καταβάλει το τίμημα της αγοράς των καυσίμων που αναλώθηκαν για τις ανάγκες του πλοίου του οποίου ισχυρίσθηκε ότι είναι πλοιοκτήτρια, και συνεπώς, οφειλέτρια του αιτουμένου από την  ενάγουσα για την πώληση της επίμαχης ποσότητας ποσού, συμπεριφορά, η οποία, επίσης αξιολογείται από το Δικαστήριο τούτο, ως σιωπηρή αποδοχή της διεθνούς δικαιοδοσίας του επιληφθέντος δικαστηρίου, εφόσον, με τον τρόπο αυτό διαπιστώνεται προσπάθεια άμυνάς της, που αποβλέπει σε απόρριψη της σε βάρος της ασκηθείσας αγωγής, για άλλο λόγο, πλην της έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας και προηγείται της με τις προτάσεις της επί της αγωγής προβληθείσας αμφισβήτησης της διεθνούς δικαιοδοσίας του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου προς εκδίκαση της υπόθεσης. Κατ’ ακολουθίαν όσων προαναφέρθηκαν, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του, απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη, λόγω έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας του προς εκδίκασή της, αυτεπαγγέλτως, αλλά και κατά παραδοχήν της σχετικής ένστασης της εναγόμενης, έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή των σχετικών διατάξεων των άρθρων 24 Κανονισμού ΕΕ 24/2001 και 91, 92 Κ.Πολ.Δ, καθώς θα έπρεπε να δεχθεί ότι διά της συμπεριφοράς της ανωτέρω διαδίκου που προηγήθηκε της προβολής της άνω ένστασης, η οποία έλαβε χώρα με τις προτάσεις της που κατατέθηκαν ενόψει της συζήτησης της αγωγής και δη με την άσκηση απ’ αυτήν της προαναφερθείσας (μη επικουρικής) ανακοίνωσης δίκης, στην οποία περιέλαβε και αμυντικούς επί της ουσίας της υπόθεσης ισχυρισμούς προς απόκρουση της αγωγής, συνάγεται σιωπηρή αποδοχή της διεθνούς δικαιοδοσίας του ανωτέρω δικαστηρίου να επιληφθεί της αγωγής ως προς όλες τις βάσεις της, όπως βάσιμα υποστηρίζει η ενάγουσα με το σχετικό πρώτο λόγο της κρινόμενης έφεσής της, ο οποίος και πρέπει να γίνει δεκτός, και, συνακόλουθα, και η έφεση αυτή κατ’ ουσία. Ενόψει των ανωτέρω, πρέπει να εξαφανισθεί η πρωτόδικη απόφαση κατά το κεφάλαιο που αφορά την αγωγή, χωρίς έρευνα των υπολοίπων λόγων της έφεσης, η εξέταση των οποίων πλέον παρέλκει. Ακολούθως, πρέπει να κρατηθεί από το Δικαστήριο τούτο της παραπομπής η υπόθεση, προκειμένου να εκδικαστεί η αγωγή κατά το μέτρο παραδοχής της αναίρεσης.

8.Mε την προαναφερθείσα με αριθ. 478/2021 μερικώς αναιρετική απόφαση του Αρείου Πάγου, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του κειμένου της, παρήχθη ενδοδιαδικαστική δέσμευση του ασχολούμενου με την ίδια υπόθεση Δικαστηρίου τούτου της παραπομπής (άρθρο 580 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ, Ολ.Α.Π. 12/2009, Α.Π. 962/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), ως προς τα εξής κρίσιμα για την ερευνώμενη υπόθεση νομικά ζητήματα που επιλύθηκαν: Α) Ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης και την εκδίκαση της έφεσης κατ’ ουσία, δεν υπερέβη το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης, διότι η εξαφάνιση δεν έγινε για αναρμοδιότητα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, δηλαδή για το ότι αυτό έκρινε ότι είναι αρμόδιο ενώ ήταν αναρμόδιο, αλλά για το ότι συνέτρεχε η διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης για την ύπαρξη διεθνούς δικαιοδοσίας του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο είχε απορρίψει την αγωγή για την έλλειψη αυτή (σ. 6 της αναιρετικής απόφασης). Β) Ότι η ενάγουσα, ενώ θεμελιώνει την αγωγή της στην κατάρτιση σύμβασης αναδοχής χρέους με την εναγόμενη με βάση την υπογραφή του σχετικού δελτίου παράδοσης καυσίμων από τον πλοίαρχο του πλοίου, η ευθύνη του οποίου καθορίζεται κατά το άρθρο 84 Κ.Ι.Ν.Δ, σύμφωνα με το οποίο «ο πλοιοκτήτης ενέχεται εκ των δικαιοπραξιών ας επιχείρησε ο πλοίαρχος κατά την εκτέλεση των ανατεθειμένων εις αυτόν καθηκόντων», με την προσθήκη των προτάσεών της στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο για πρώτη φορά κάνει αναφορά για υπογραφή του δελτίου παράδοσης καυσίμων από τον Α’ μηχανικό και για την ύπαρξη σιωπηρής ή φαινόμενης πληρεξουσιότητας αυτού να καταρτίζει για λογαριασμό της εναγόμενης συμβάσεις και να αναλαμβάνει για δικό της λογαριασμό υποχρεώσεις και ότι τούτο δεν αποτελεί απλώς διευκρίνιση ή συγκεκριμενοποίηση των αγωγικών ισχυρισμών που αποτελούσαν τη βάση αυτή, αλλά συνιστά ανεπίτρεπτη κατ’ άρθρο 224 Κ.Πολ.Δ. μεταβολή της βάσης αυτής, η οποία μάλιστα θεμελιώνεται και σε διαφορετικές διατάξεις, δηλαδή αυτές των άρθρων 211 επ, 281, 173, 200 Α.Κ. (σ.σ. 13 και 14 της αναιρετικής απόφασης). Γ) Ότι το απορριπτικό διατακτικό της με αριθ. 436/2018 απόφασης του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου ως προς το ζήτημα της μη κατάρτισης της επικαλούμενης σύμβασης αναδοχής χρέους με την υπογραφή στην απόδειξη παραλαβής καυσίμων από τον Α’ μηχανικό του πλοίου, στηρίζεται αυτοτελώς σε δύο επάλληλες αιτιολογίες, ήτοι: α) στο ότι η εταιρία ………, που ήταν εφοπλίστρια του πλοίου, δεν είχε χορηγήσει στον Α’ μηχανικό πληρεξουσιότητα από τον νόμο ή δυνάμει δικαιοπραξίας να δεσμεύει αυτήν επί οποιουδήποτε άλλου θέματος, πλην της παραλαβής των καυσίμων, κατά μείζονα δε λόγο δεν είχε τέτοια πληρεξουσιότητα να δεσμεύει την εναγόμενη, που είναι κυρία – και όχι πλοιοκτήτρια – του πλοίου και β) ακόμη και αν η εναγόμενη θεωρηθεί ότι είναι πλοιοκτήτρια – και όχι κυρία – του πλοίου, δεν αποδείχτηκε ότι είχε χορηγήσει στον Α’ μηχανικό πληρεξουσιότητα δυνάμει δικαιοπραξίας, προκειμένου αυτός να την εκπροσωπεί και να συμβάλλεται για λογαριασμό της, ως αντιπρόσωπός της, ώστε να δεσμεύεται αυτή από την υπογραφή στο δελτίο παράδοσης καυσίμων της ενάγουσας και να υποχρεούται στην πληρωμή του τιμήματος της πώλησης των παραδοθέντων στο πλοίο καυσίμων και ότι, ενόψει του ότι η δεύτερη άνω αιτιολογία της άνω απόφασης δεν πλήττεται με λόγο της αναίρεσης της ενάγουσας, ο τρίτος λόγος αναίρεσής της, με τον οποίο προβάλλονται αιτιάσεις για την αιτιολογία της απόφασης αυτής, ως προς την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 105 Κ.Ι.Ν.Δ. και ειδικότερα ως προς το μη εκτιθέμενο σ’ αυτήν στοιχείο της γνώσης περί του εφοπλισμού εκ μέρους της ενάγουσας, καθίσταται αλυσιτελής (σ. 30 και 31 της αναιρετικής απόφασης). Δ) Ότι η άνω με αριθ. 436/2018 απόφαση του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου έκρινε μεν, κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 66 του Β.Δ. 683/1960 «περί εγκρίσεως και θέσεως εις εφαρμογήν Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επί Ελληνικών επιβατηγών πλοίων ολικής χωρητικότητας κόρων πεντακοσίων και άνω» (η οποία δεν εφαρμόζεται εν προκειμένω, όπου εφαρμόζονται οι όμοιες διατάξεις του άρθρου 70 και 75 του Β.Δ. 806/1970 «περί εγκρίσεως και θέσεως εις εφαρμογήν Κανονισμού περί εργασίας επί των ελληνικών φορτηγών πλοίων ολικής χωρητικότητος 800 κόρων και άνω») ότι ο Α’ μηχανικός του πλοίου έχει την περιορισμένη αρμοδιότητα και πληρεξουσιότητα να ελέγξει και να πιστοποιήσει μόνο την ποιότητα και ποσότητα των παραληφθέντων καυσίμων και όχι να υπογράψει τους περιεχόμενους στην επίμαχη απόδειξη παραλαβής καυσίμων όρους και τις συνομολογηθείσες με αυτούς συμβάσεις, πλην όμως το σφάλμα αυτό δεν επιδρά στο διατακτικό της απόφασης και επομένως δεν υφίσταται έννομο συμφέρον για την αντικατάσταση της αιτιολογίας της άνω απόφασης. Επίσης, ότι, οι κρίσεις της ίδιας απόφασης καλύπτουν πλήρως το πραγματικό του εφαρμοζόμενου στην ένδικη υπόθεση ελληνικού δικαίου ως προς τα καθήκοντα και την ευθύνη του Α’ μηχανικού επί ελληνικών φορτηγών πλοίων ολικής χωρητικότητος 800 κόρων και άνω (σ. 31-33 της αναιρετικής απόφασης). Ε) Ότι από το περιεχόμενο της από 7-8-2015 ανακοίνωσης δίκης της εναγόμενης προς την υπό πτώχευση εταιρία «……………..» και την τραπεζική εταιρεία ……….. ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου δεν συνάγεται δικαστική ομολογία της εναγόμενης για την επικαλούμενη ιδιότητά της ως πλοιοκτήτριας του πλοίου (και όχι ως κυρίας αυτού, όπως ισχυρίστηκε κατά την αντίκρουση της αγωγής στον πρώτο βαθμό) και της ………… ως διαχειρίστριας του πλοίου (και όχι ως εφοπλίστριας αυτού, όπως ισχυρίστηκε κατά την αντίκρουση της αγωγής της ενάγουσας στον πρώτο βαθμό), καθόσον η παράθεση εκ μέρους της εναγόμενης στην άνω ανακοίνωση δίκης των όρων «πλοιοκτήτρια» και «διαχειρίστρια» δεν έγινε με την πρόθεση ομολογίας των σχετικών περιστατικών, λαμβανομένου υπόψη και του ότι η δήλωση αυτή έγινε προς τρίτες εταιρίες και όχι προς την ενάγουσα (σ.σ. 34, 35 της αναιρετικής απόφασης). ΣΤ) Ότι η άνω με αριθ. 436/2018 απόφαση, κρίνοντας ότι η βάση της αγωγής από το άρθρο 904 Α.Κ. είναι επιβοηθητικής φύσης και απορρίπτοντας αυτήν ως νόμω αβάσιμη με την αιτιολογία ότι στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά με εκείνα που στηρίζουν τις δύο άλλες βάσεις (κύρια και πρώτη επικουρική), δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 904 Α.Κ. (σ.σ. 35 και 36 της αναιρετικής απόφασης) Και Ζ) Ότι η από αδικοπραξία επικουρική βάση της αγωγής είναι ορισμένη και νόμιμη (σ. 42 αναιρετικής απόφασης) και ότι η με αριθ. 436/2018 απόφαση του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την άνω επικουρική βάση ως μη νόμιμη, με την αιτιολογία ότι θα έπρεπε, εφόσον πρόκειται περί οφειλής από αδικοπραξία, να ζητηθεί η καταβολή του ποσού της αποζημίωση σε ευρώ με βάση την επίσημη συναλλαγματική ισοτιμία δολ. Η.Π.Α. / ευρώ κατά το χρόνο της επαγωγής της ζημίας της ενάγουσας, όταν η τελευταία και απώλεσε το ποσό που διώκει να της επιδικαστεί, ενώ, αντί αυτής της ισοτιμίας, η ενάγουσα αιτείται στην αγωγή της το αντίστοιχο στο ευρώ ποσό με την τιμή ισοτιμίας δολ. Η.Π.Α./ ευρώ κατά τη ημέρα της πληρωμής, άλλως κατά την ημέρα της συζήτησης της αγωγής και σε κάθε περίπτωση κατά την ημέρα άσκησής της, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 291 Α.Κ, 6 παρ. 1 του ν. 5422/1932 και 1 του ν. 2842/2000, καθώς η παραπάνω απαίτηση (δηλ. να ζητείται η καταβολή του ποσού της αποζημίωσης σε ευρώ με βάση την επίσημη συναλλαγματική ισοτιμία δολ. Η.Π.Α. / ευρώ κατά τον χρόνο της επαγωγής της ζημίας της ενάγουσας) υφίσταται μόνον στην περίπτωση που έχει μεσολαβήσει αποκατάσταση της αιτούμενης θετικής ζημίας, προϋπόθεση, όμως, που δεν συντρέχει στην παρούσα περίπτωση, υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή και ως εκ τούτου ο υπολογισμός της ζημίας με βάση την αξία σε ευρώ του αλλοδαπού νομίσματος ορθά γίνεται στην αγωγή κατά τον χρόνο της (πρώτης) συζήτησης της αγωγής (σ. 41 και 42 της αναιρετικής απόφασης).

9. Στην υπό κρίση αγωγή η ενάγουσα επιχειρεί να θεμελιώσει την ερευνώμενη κατά παραπομπή από αδικοπραξία επικουρική βάση στον κάτωθι ισχυρισμό: «Σε κάθε, όμως, περίπτωση η πλοιοκτήτρια εταιρία, όπως προκύπτει από την περιεχόμενη στην απόδειξη παραλαβής της πωληθείσης ποσότητας καυσίμων δήλωση, γνώριζε ότι η κυριότητα αυτών παραμένει στην A. μέχρι πλήρους αποπληρωμής του συμφωνηθέντος τιμήματος των 1.771.854,70 δολαρίων Η.Π.Α. Εκτός τούτου, η πλοιοκτήτρια εταιρία γνώριζε από την ίδια απόδειξη ότι η γενόμενη παράδοση της πωληθείσης ποσότητας καυσίμων σ’ αυτήν ετέλει υπό τον όρον και την προϋπόθεση ότι θα ανελάμβανε η ίδια την αυτοτελή και ανεξάρτητο υποχρέωση να εξοφλήσει το τίμημα της παραληφθείσης από το πλοίο της Μ/Τ C. ποσότητας καυσίμων. Έτσι, στην απίθανη περίπτωση κατά την οποία ήθελε θεωρηθεί δι’ οιονδήποτε λόγο ή αιτία ότι δεν ευθύνεται για την καταβολή του ως άνω τιμήματος (για την οποία πάντως ευθύνεται), αναντίρρητον είναι ότι δεν απέκτησε σε κάθε περίπτωση την κυριότητα αλλά και ούτε την απλή κατοχή της ρηθείσης ποσότητας καυσίμων και επομένως δεν είχε την εξουσία όχι μόνον να αναμίξει ή να καταναλώσει αλλά και ούτε και να κατέχει την ποσότητα αυτή. Και τούτο αφενός γιατί η A. είχε διατηρήσει την κυριότητα της παραδοθείσης στο πλοίο Μ/Τ G. ποσότητας καυσίμων μέχρι πλήρους αποπληρωμής του τιμήματος και αφετέρου γιατί η παράδοση της εν λόγω ποσότητας καυσίμων στο πλοίο Μ/Τ G. της πλοιοκτήτριας εταιρίας ετέλει υπό τον ως άνω όρο και προϋπόθεση (της αναλήψεως, δηλαδή, αυτονόμου και αυτοτελούς υποχρεώσεως προς πληρωμή του τιμήματος) εκ μέρους της πλοιοκτήτριας εταιρίας και ο όρος αυτός, υπό την ως άνω αποκρουόμενη εκδοχή, δεν είχε πληρωθεί. Υπό την αποκρουόμενη, συνεπώς, εκδοχή η πλοιοκτήτρια εταιρία, με την ανάμιξη ή με την κατανάλωση της ποσότητας αυτής, την οποία παρανόμως κατείχε και της οποίας την κυριότητα ουδέποτε απέκτησε, διέπραξε αδικοπραξία (914, 934, 1059 και 1063 Α.Κ.), από την οποία η A. υπέστη ζημία, ανερχόμενη τουλάχιστον στο ποσόν του συνομολογηθέντος τιμήματος των 1.771.854,70 δολαρίων Η.Π.Α που αντιπροσωπεύει την αξία της πωληθείσης ποσότητας καυσίμων που απώλεσε». Ήτοι, επιχειρεί να θεμελιώσει αδικοπραξία της εναγόμενης στο ότι η τελευταία, ως πλοιοκτήτρια του άνω πλοίου, εν γνώσει της, κατανάλωσε γι’ αυτό καύσιμα χωρίς να έχει καταστεί κυρία αυτών, καθότι τα καύσιμα ανήκαν ακόμη στην ενάγουσα, γεγονός που γνώριζε η εναγόμενη, ως εκ της υπογραφής του δελτίου παράδοσης καυσίμων από τον πλοίαρχο του πλοίου της, το οποίο περιείχε τον μονομερώς προδιατυπωμένο όρο παρακράτησης της κυριότητας των καυσίμων, τον οποίον (όρο) η εναγόμενη αποδέχθηκε μέσω αυτής της υπογραφής και τον οποίο στη συνέχεια καταστρατήγησε. Προϋπόθεση της βασιμότητας του άνω ισχυρισμού είναι, σε κάθε περίπτωση, να υπογράφτηκε το άνω δελτίο από τον πλοίαρχο του άνω πλοίου, πλοιοκτησίας της εναγόμενης, ώστε να υπάρχει δέσμευση της τελευταίας από τους όρους του για παρακράτηση από την ενάγουσα της κυριότητας των πωληθέντων καυσίμων.

10. Από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος της ενάγουσας …………………., που δόθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της αγωγής και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, την υπ’ αριθ. ……./5-11-2015 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρος ……………….. ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά …………………., που επικαλείται και προσκομίζει η εναγόμενη, με πρωτοβουλία της οποίας λήφθηκε μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση της ενάγουσας (βλ. την υπ’ αριθ. …../30-10-2015 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιά, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά, ……………..) και απ’ όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν νόμιμα και επικαλούνται είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, σε συνδυασμό και με όσα ανωτέρω επιλυθέντα νομικά ζητήματα παράγουν ενδοδιαδικαστική δέσμευση του Δικαστηρίου τούτου της παραπομπής μετά την άνω αναιρετική απόφαση (παρ. 8 της παρούσας), δεν αποδεικνύεται ότι ο πλοίαρχος του πλοίου υπέγραψε το άνω δελτίο παράδοσης καυσίμων. Ειδικότερα, με την προσθήκη που κατέθεσε πρωτόδικα, αλλά και με την κρινόμενη έφεση σε βάρος της πρωτόδικης απόφασης (σ. 17, παρ. 22), η ενάγουσα εγκατέλειψε τον άνω ισχυρισμό της αγωγής της και αντ’ αυτού ισχυρίστηκε ότι «ο υπογράψας την απόδειξη παραλαβής των επίμαχων καυσίμων Α’ μηχανικός του πλοίου είχε προδήλως, ως εκ της θέσης του, τη σιωπηρή ή φαινόμενη πληρεξουσιότητα να καταρτίζει επ’ ονόματι και για λογαριασμό της εναγόμενης εταιρίας συμβάσεις ή να αναλαμβάνει επ’ ονόματί και για λογαριασμό της, υποχρεώσεις που αφορούν ή σχετίζονται με την προμήθεια των καυσίμων αυτών, όπως π.χ. ότι μέχρι της εξοφλήσεως παρακρατείται η κυριότητα από τον προμηθευτή ή ότι για την πληρωμή του τιμήματος ευθύνεται επιπροσθέτως και το πλοίο». Επιπλέον, ο μάρτυρας της εναγόμενης ……………………… (Aνώτερος Αντιπρόεδρος του εμπορικού τμήματος της εταιρίας «……….»), επικαλούμενος ιδία γνώση του λόγω του ότι από το εμπορικό τμήμα της άνω εταιρίας εκτελέστηκε η παραγγελία για την ένδικη πετρέλευση για λογαριασμό της εταιρίας «…….», που ανήκει στον ίδιο όμιλο και κατά τον κρίσιμο για την αγωγή χρόνο ήταν γυμνή ναυλώτρια του πλοίου, βεβαίωσε ότι, μετά την ολοκλήρωση της επίδικης πετρέλευσης, υπογράφηκε το από 20-10-2014 δελτίο παράδοσης καυσίμων της εταιρίας «…….» (στο οποίο αναφερόταν ότι η εταιρία αυτή ενεργούσε για λογαριασμό της ενάγουσας) από τον Α’ μηχανικό του πλοίου …………….., ο οποίος είχε συνάψει σύμβαση ναυτικής εργασίας με την εταιρία «…………» και όχι με την εναγόμενη, κάτι απόλυτα φυσιολογικό, δεδομένου ότι το άνω πλοίο είχε ναυλωθεί «γυμνό» στη «……….. (βλ. την από 1-8-2014 σύμβαση ναυτικής εργασίας του άνω Α’ μηχανικού, την οποία προσκομίζει και επικαλείται η εναγόμενη). Ακόμη, από την αντιπαραβολή των υπογραφών που έχουν τεθεί στην προαναφερόμενη σύμβαση ναυτικής εργασίας του άνω Α’ Μηχανικού με την υπογραφή που τέθηκε στο επίμαχο δελτίο παράδοσης καυσίμων, καταδεικνύεται ότι οι δύο υπογραφές προσομοιάζουν σε σημαντικό βαθμό και έχουν προφανώς τεθεί από το ίδιο φυσικό πρόσωπο και επομένως, ότι η υπογραφή που έχει τεθεί στο άνω δελτίο παράδοσης καυσίμων του πλοίου είναι του Α’ μηχανικού και όχι του πλοιάρχου. Το συμπέρασμα αυτό δεν είναι ικανή να μεταβάλλει η κατάθεση της μάρτυρος της ενάγουσας ………………… (υπαλλήλου στο τμήμα απαιτήσεων αυτής κατά πελατών της), η οποία είναι εντελώς ασαφής επί του προκειμένου ζητήματος. Εφόσον, όμως, αποδεικνύεται ότι το άνω δελτίο υπογράφηκε από τον Α’ μηχανικό και όχι από τον πλοίαρχο του πλοίου και ότι δεν συμβλήθηκε η ενάγουσα με την εναγόμενη εν σχέσει με τα καύσιμα που αναγράφονται στο άνω δελτίο παράδοσης, και ενόψει και των ανωτέρω υπό στοιχεία 8Β, 8Γ, 8Δ και 8Ε ενδοδιαδικαστικών δεσμεύσεων του Δικαστηρίου τούτου της παραπομπής, δεν υφίσταται δέσμευση της εναγόμενης από τον όρο της παρακράτησης της κυριότητας των καυσίμων που αναγράφονταν στο άνω δελτίο λόγω φαινόμενης πληρεξουσιότητας του πλοιάρχου του πλοίου να αντιπροσωπεύει την εναγόμενη στην κατάρτιση συμβάσεων με προμηθευτές του πλοίου. Τούτο μάλιστα ακόμη και εάν υποτεθεί ότι η εναγόμενη ήταν πράγματι η πλοιοκτήτρια του πλοίου και όχι απλή κυρία αυτού, η οποία είχε παραχωρήσει την εκμετάλλευσή του στη «γυμνή» ναυλώτρια αυτού εταιρία …….., όπως έχει κριθεί αμετάκλητα με την άνω (μη αναιρεθείσα κατά τούτο) με αριθ. 436/2018 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά, στα πλαίσια της εξέτασης της κύριας βάσης της αγωγής. Ελλείψει, όμως, δέσμευσης της εναγόμενης από τον άνω όρο παρακράτησης της κυριότητας των πωληθέντων καυσίμων, αβάσιμα γίνεται λόγος από την ενάγουσα για παράνομη προσβολή της κυριότητάς της επ’ αυτών και για πρόθεση της εναγόμενης περί επαγωγής ζημίας στην περιουσία της. Συνεπώς, η αγωγή, κατά το μόνο ερευνώμενο κατά παραπομπή μέρος της, ήτοι αυτό της από αδικοπραξία πρώτης επικουρικής βάσης της, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσία.

11. Κατόπιν τούτων, πρέπει να γίνει δεκτή τυπικά και κατ’ ουσία η έφεση και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολό της, μαζί με τη διάταξή της περί δικαστικών εξόδων, ενόψει της αναγκαιότητας ενιαίου καθορισμού αυτών [Α.Π. 192/1998 Ελλ.Δ/νη 1998, 825, Α.Π. 748/1984, ΕλλΔνη 1985, 642, Μαργαρίτη, σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα Ερμηνεία Κ.Πολ.Δ, Τόμ. Ι, υπ’ άρθρα 535 αριθ. 1 και 522 αριθ. 13 και Β. Βαθρακοκοίλη, Κ.Πολ.Δ, Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση (κατ’ άρθρο), Τόμ. Γ’, υπ’ άρθρο 535, αριθ. 4]. Ακολούθως, αφού κρατηθεί η αγωγή και δικαστεί κατ’ ουσία ως προς την πρώτη επικουρική βάση της από αδικοπραξία (άρθρο 535 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), ως προς την οποία και μόνον η υπόθεση παραπέμφθηκε προς περαιτέρω εκδίκαση με την άνω αναιρετική απόφαση, πρέπει να απορριφθεί ως προς αυτήν ως αβάσιμη κατ’ ουσία. Τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων, διότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρα 179, 183 Κ.Πολ.Δ.). Τέλος, μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στην εκκαλούσα – ενάγουσα των παράβολων άσκησης έφεσης που κατέθεσε, χωρίς να ενδιαφέρει η επί της ουσίας κρίση του Δικαστηρίου τούτου επί της αγωγής (Α.Π. 532/2016, Εφ.Αθ. 275/2022, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσία την από 20-10-2016 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …/25-10-2016 έφεση.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη με αριθ. 1559/2016 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Κρατεί και δικάζει την από 4-12-2014 και με ΓΑΚ ….. και ΑΚ …./4-12-2014 αγωγή ως προς την από αδικοπραξία επικουρική βάση της.

Απορρίπτει την αγωγή κατά το ανωτέρω κεφάλαιο.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.            Διατάσσει την επιστροφή στην εκκαλούσα των καταβληθέντων παράβολων άσκησης έφεσης, με στοιχεία ………./2016 (ΔΗΜΟΣΙΟΥ), ποσού πενήντα (50,00) ευρώ, ………./2016 (ΔΗΜΟΣΙΟΥ), ποσού τριάντα (30,00) ευρώ, ………./2016 (ΤΑΧΔΙΚ), ποσού εξήντα (60,00) ευρώ και ………./2016 (ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.), ποσού εξήντα (60,00) ευρώ.          Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 5 Σεπτεμβρίου  2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

 Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΕΦΕΤΗΣ        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και αντ΄ αυτής λόγω προαγωγής και

αναχωρήσεως, η Πρόεδρος Εφετών,

Θεώνη Μπούρη

Δημοσιεύτηκε δε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, την 29 Νοεμβρίου 2022, με άλλη σύνθεση, λόγω προαγωγής και  αναχωρήσεως της Προεδρεύουσας Εφέτη Χαρίκλειας Σαραμαντή, αποτελούμενη από τους Δικαστές Θεώνη Μπούρη, Πρόεδρο Εφετών, Αναστάσιο Αναστασίου και Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτες και με Γραμματέα την Τ. Λ., χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων  δικηγόρων τους.

            Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΕΦΕΤΩΝ          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ