Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 460/2022

Αριθμός  460/2022

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 4ο

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αικατερίνη Νομικού, Πρόεδρο Εφετών,  Παρασκευή Μπερσή, Εφέτη και Φωτεινή Μάμαλη, Εφέτη-Εισηγήτρια,   και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την ………..,  για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), που εδρεύει στην Αθήνα και τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Α΄ Πειραιά, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τη δικαστική πληρεξουσία του ΝΣΚ Ιωάννα Δρεσίου (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

  ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ:    ……………., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Γεώργιο Πατρινό (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Η εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  8.5.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2019) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ.  2386/2020 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου το δεύτερο εκ των εναγομένων και ήδη εκκαλούν με την από 12.11.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ……./2020) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου …………/2021) η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Η δικαστική πληρεξουσία ΝΣΚ του εκκαλούντος και ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από 12.11.2020 (αριθμ.καταθ. ………/2020) έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 2386/2020 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, ήτοι εντός προθεσμίας δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της απόφασης που περάτωσε τη δίκη (5.6.2020), αφού από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης (άρθρ. 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1Β, 516 παρ. 2, 517, 518 παρ. 2 ως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 ως εκ του χρόνου άσκησης της ένδικης έφεσης, 391 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ), αρμοδίως δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθ. 19 Κ.Πολ.Δ όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25.7.2011). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό αυτής δεν απαιτείται η καταβολή του νόμιμου παραβόλου που καθορίζεται από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ, αφού το εκκαλούν απαλλάσσεται από την καταβολή αυτού, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 28 παρ. 4 του Ν. 2759/1998.

Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη από 8.5.2009 (αριθ.καταθ. …………/2019) αγωγή της η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη, με την ιδιότητά της ως δικαστικής συμπαραστάτριας του τελούντος υπό πλήρη στερητική δικαστική συμπαράσταση υιού της, ……………., ιστορούσε ότι στις 7.12.2013 απεβίωσε στην Αθήνα, χωρίς να αφήσει διαθήκη, ο πατέρας της, ……………….., καταλείποντας κατά τον χρόνο του θανάτου του ως πλησιέστερους συγγενείς και εξ αδιαθέτου κληρονόμους του, την ενάγουσα και την αδελφή της (τέκνα του), αφού η σύζυγός του είχε προαποβιώσει. Ότι κατόπιν των νομότυπων και εμπρόθεσμων αποποιήσεων της κληρονομίας του άνω αποβιώσαντος στις 17.3.2014 από τις ανωτέρω εξ αδιαθέτου κληρονόμους του της πρώτης τάξης, στην κληρονομία αυτού κλήθηκε κατά τους κανόνες της εξ αδιαθέτου διαδοχής ως κληρονόμος της πρώτης τάξης ο ανήλικος τότε υιός της ενάγουσας και μοναδικός έγγονος του ως άνω αποβιώσαντα. Ακόμη η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι αυτή (ενάγουσα και ο πρώην σύζυγός της), λόγω άγνοιας του πραγματικού γεγονότος επαγωγής της κληρονομίας στο ανήλικο τέκνο τους, δεν προέβησαν εμπρόθεσμα στην αποποίηση της κληρονομίας του προαναφερόμενου θανόντος, με συνέπεια την ευθύνη του για τα χρέη αυτού και ότι γνώση της κλήσης του ανηλίκου τότε υιού της στην κληρονομία έλαβε την 20.11.2018, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα σε αυτή (αγωγή). Με βάση τα ανωτέρω αναφερόμενα περιστατικά η ενάγουσα, με την ως άνω ιδιότητα που παρίσταται, όπως η αγωγή της παραδεκτά συμπληρώθηκε με τις προτάσεις της που κατέθεσε στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατά τη διάταξη του άρθρου 224 Κ.Πολ.Δ, επικαλούμενη ότι η πλάνη είναι ουσιώδης και αφορά τις διατάξεις του νόμου περί αποποίησης της κληρονομίας και τις συνέπειες που θα επέρχονταν σε περίπτωση παραμέλησης της προθεσμίας προς αποποίηση καθώς και ότι το Ελληνικό Δημόσιο εκτός από δανειστής της κληρονομίας θα κληθεί σε αυτή (κληρονομία) ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος της έκτης (6ης) τάξης, ελλείψει συγγενών της τέταρτης (4ης) και πέμπτης (5ης) τάξης, ζητεί, α)να ακυρωθεί η πλασματική αποδοχή της κληρονομίας του ως άνω αποβιώσαντος από τον συμπαραστατούμενο υιό της, β)να της χορηγηθεί η τετράμηνη προθεσμία του άρθρου 1847 ΑΚ, προς αποδοχή ή αποποίηση της ανωτέρω κληρονομίας ,από την τελεσιδικία της εκδοθησομένης αποφάσεως επί της υπό κρίση αγωγής και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην πληρωμή των δικαστικών της εξόδων. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του, αφού έκρινε την υπό κρίση αγωγή, παραδεκτή, ορισμένη και νόμιμη, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 140, 141, 157, 1813, 1819, 1824, 1846, 1847, 1848, 1850, 1856 και 1857 ΑΚ, πλην του αιτήματος, περί χορήγησης τετράμηνης προθεσμίας (ΑΚ 1847) που κρίθηκε μη νόμιμο και απορριπτέο, δέχτηκε αυτή (αγωγή) εν μέρει, ακύρωσε την πλασματική αποδοχή της κληρονομίας του αποβιώσαντος την 7.12.2013 Χρήστου Περιστεράκη, η οποία (αποδοχή) έλαβε χώρα από το ανήλικο κατά το χρόνο της επαγωγής τέκνο της ενάγουσας, ……………., ο οποίος στο μεταξύ ενηλικιώθηκε και εκπροσωπείται νόμιμα από τη νόμιμη αντιπρόσωπό του – μητέρα του και συμψήφισε μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα.

Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήτο το δεύτερο εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο με τον λόγο της εφέσεώς του που ανάγεται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου.

Περαιτέρω κατά το άρθρο 126 παρ. 1 εδ.δ΄Κ.Πολ.Δ η επίδοση για το Δημόσιο γίνεται σε εκείνους που το εκπροσωπούν σύμφωνα με το νόμο, ενώ στη διάταξη του άρθρου 5 του Κώδικα των νόμων περί Δικών του Δημοσίου (Διάταγμα 26.6/10.7.1944) ορίζεται ότι μόνο οι κοινοποιήσεις προς τον Υπουργό Οικονομικών οποιουδήποτε δικογράφου επί δικών του Δημοσίου παράγουν νόμιμες συνέπειες και ότι η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και όταν το Δημόσιο εκπροσωπείται δικαστικώς από άλλον, εκτός του Υπουργού των Οικονομικών, είτε από τους διευθυντές των ταμείων ή Οικονομικούς εφόρους ή τελώνες ή άλλο οποιοδήποτε κρατικό όργανο, οπότε η επίδοση προς τον Υπουργό των Οικονομικών απαιτείται προσθέτως, με συνέπεια, στην περίπτωση παράλειψής του, την ακυρότητα, που ερευνάται αυτεπαγγέλτως. Εξάλλου, κατά το άρθρο 85 παρ. 1 του ΚΕΔΕ (ν.δ 356/1974) επί δικών του νομοθετήματος αυτού το Δημόσιο εκπροσωπεί ο Διευθυντής του Δημόσιου Ταμείου (ήδη Προϊστάμενος Δ.Ο.Υ), κατά του οποίου στρέφεται και κοινοποιείται κάθε δικόγραφο με ποινή απαραδέκτου. Σε κάθε, όμως περίπτωση, με την ίδια ως άνω κύρωση, απαιτείται κοινοποίηση του δικογράφου και στον Υπουργό των Οικονομικών. Ήδη, όμως, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 4369/2016 “Συνίσταται Ανεξάρτητη Διοικητική Αρχή χωρίς νομική προσωπικότητα με την επωνυμία Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε) (στο εξής η “Αρχή”), με σκοπό τον προσδιορισμό ,τη βεβαίωση επί την είσπραξη των φορολογικών, τελωνειακών και λοιπών δημοσίων εσόδων, που άπτονται του πεδίου των αρμοδιοτήτων της¨, ενώ κατά το άρθρο 36 παρ. 1 του ίδιου νόμου: “Η Αρχή εκπροσωπείται δικαστικώς και εξωδίκως από τον Διοικητή της και παρίσταται αυτοτελώς, εκπροσωπώντας το Δημόσιο, σε κάθε είδους δίκες που έχουν ως αντικείμενο πράξεις ή παραλείψεις της ή τις έννομες σχέσεις που την αφορούν. Οι επιδόσεις των δικογράφων στις δίκες αυτές γίνονται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις προς τον Διοικητή, αντί του Υπουργού των Οικονομικών. Ειδικώς για την εκπροσώπηση και την επίδοση των δικογράφων σε δίκες που αφορούν σε φορολογικές εν γένει διαφορές και σε διαφορές που αναφύονται κατά είσπραξη των δημοσίων εσόδων, εφαρμόζονται κατά περίπτωση, οι διατάξεις που αναφύονται κατά είσπραξη των δημοσίων εσόδων, εφαρμόζονται, κατά περίπτωση, οι διατάξεις του άρθρου 25 παρ. 1 περίπτωση α, σε συνδυασμό προς το άρθρο 49 (παράγραφοι 2 και 4) και 219 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν.2717/1999, Α΄ 97) και 85 παρ. 1, εδάφιο πρώτο του ν.δ 356/1974 (Α΄ 90). Η προβλεπόμενη στο άρθρο 85 παρ. 1 εδάφιο δεύτερο του ν.δ 356/1974 κοινοποίηση στον Υπουργό Οικονομικών γίνεται προς τον Διοικητή, στην Κεντρική Υπηρεσία του ΝΣΚ”, και τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 43: “Οι διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου ισχύουν από 1η Ιανουαρίου 2017”. Από τις διατάξεις αυτές του ν.4389/2016 συνάγεται ότι από 01-01-2017, για να είναι έγκυρη η επίδοση προς το Δημόσιο του σχετικού εγγράφου αγωγής που έχει ως  αντικείμενο πράξεις ή παραλείψεις ή τις έννομες σχέσεις που αφορούν την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, όπως αυτές προσδιορίζονται στο προαναφερθέν άρθρο 1 παρ. 1 του ν.4389/2016 και μόνο σε αυτές, πρέπει να γίνει με ποινή απαραδέκτου στις δίκες του ΚΕΔΕ, ακυρότητας δε στις λοιπές, τόσον στον Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε, όσο και στο αρμόδιο όργανο, και τούτο για μεγαλύτερη εξασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου, ενώ στις δίκες αυτές καταργήθηκε η υποχρέωση κοινοποίησης στον Υπουργό Οικονομικών, η οποία όμως παραμένει στις λοιπές υποθέσεις. Σε αντίθετη περίπτωση, δηλαδή αν δεν επιδοθεί το δικόγραφο και στον Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε ή και στον Υπουργό Οικονομικών, ανάλογα με την υπόθεση, κατά τις ανωτέρω διακρίσεις, η επίδοση δεν έχει ολοκληρωθεί και δεν παράγει έννομες συνέπειες, με αποτέλεσμα, ανεξαρτήτως βλάβης του Δημοσίου ή της παράστασής του ενώπιον του Δικαστηρίου, να επέρχεται απαράδεκτο ή ακυρότητα, η οποία εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (Ολ ΑΠ 34/1988, ΑΠ 1274/2014 Νόμος, ΑΠ 126/2012 ΝΟΜΟΣ). Οι διατάξεις αυτές δεν παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας και δεν αντίκεινται στα άρθρα 25 παρ. 1 του Συντάγματος, 6 παρ. 1, 8 παρ. 2, 9 παρ. 2 και 10 παρ. 2 της Ε.Σ.Δ.Α (βλ. Α.Ε.Δ 27/2004, ΑΠ 1270/2014 Νόμος, ΑΠ 1801/2012 Νόμος, ΑΠ 126/2001 ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πατρ. 48/2022, Εφ.Πειρ. 130/2022).

Με τον μοναδικό λόγο της έφεσης του, το εκκαλούν ισχυρίζεται ότι σύμφωνα με τις διατάξεις του προαναφερόμενου Ν. 4389/2016 από την 1.1.2017 για να είναι έγκυρη η επίδοση πρέπει να γίνει με ποινή ακυρότητας που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, στο Διοικητή Α.Α.Δ.Ε για πράξεις ή παραλείψεις ή έννομες σχέσεις που αφορούν την Α.Α.Δ.Ε και όχι στον Υπουργό Οικονομικών. Ότι στην κρινόμενη υπόθεση η ενάγουσα (με την ιδιότητά της της νομίμου αντιπροσώπου του υιού της Ιωάννη-Αντωνίου) επέδωσε την υπό κρίση αγωγή στον Υπουργό Οικονομικών και όχι στον Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε, όπως όφειλε βάσει των ανωτέρω διατάξεων να πράξει εφόσον το χρέος που βαρύνει την κληρονομία είναι φόρος εισοδήματος. Για τον λόγο αυτό το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένως, κατά λανθασμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου έκρινε ότι η αγωγή ασκήθηκε παραδεκτά, παρόλο που αυτή θεωρείται ως μη ασκηθείσα κατά τις διατάξεις των άρθρων 215 παρ. 2, 237 Κ.Πολ.Δ, λόγω της μη επιδόσεως της στον Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. Ο λόγος όμως αυτός της έφεσης είναι μη νόμιμος, καθόσον στην προκειμένη περίπτωση δεν απαιτείται επίδοση στον Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται το εκκαλούν, διότι η κρινόμενη υπόθεση δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητες της Αρχής αυτής, δηλαδή δεν αφορά φορολογική εν γένει διαφορά ή διαφορά που προκύπτει κατά την είσπραξη δημοσίων εσόδων, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα στην ανωτέρω  νομική σκέψη και για το λόγο αυτό πρέπει να απορριφθεί.

Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε την αγωγή ως παραδεκτά ασκηθείσα και έκανε αυτή μερικά δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ως άνω νομοθετικές διατάξεις. Τα δε αντιθέτως υποστηριζόμενα από το εκκαλούν με τον ως άνω μοναδικό λόγο της έφεσής του, πρέπει να απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμα, όπως και η κρινόμενη έφεση στο σύνολό της, μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα. Τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος λόγω της ήττας του τελευταίου (άρθρ. 176, 183, 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, μειωμένα όμως, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 22 του ν.3693/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 παρ. 18 του ΕισΝΚ.Πολ.Δ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 5 παρ. 12 του ν.1738/1987, 28 παρ. 5 του ν.2579/1998 και 2 της με αριθ. 134423/8.12.1992 απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β΄ 11/20.1.1993), όπως ειδικότερα στο διατακτικό (ΑΠ 589/2015, ΑΠ 40/2013).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά,

Απορρίπτει κατ’ ουσία την από 12.11.2020 (αριθ.καταθ. …………./2020) έφεση κατά της υπ’ αριθ. 2386/2020 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Καταδικάζει το εκκαλούν στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης υπό την ιδιότητά της ως δικαστικής συμπαραστάτριας του υιού της Ιωάννη-Αντωνίου Μηλιδάκη του Ιωάννη, τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 6η Ιουλίου 2022  και δημοσιεύθηκε στις   21 Ιουλίου 2022 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους, την δικαστική πληρεξουσία ΝΣΚ του εκκαλούντος και του πληρεξουσίου δικηγόρου της εφεσίβλητης.

    Η   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ