Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 465/2022

Αριθμός     465/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 2ο

Αποτελούμενο από το Δικαστή Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα   Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

Α.  ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ :  Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας ……………ως ειδικής διαδόχου της τραπεζικής εταιρείας ……………., η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ : …………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του δικηγόρο, Ιωάννα Λαγουμίδου.

ΠΡΟΣ ΗΝ Η ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ : Τραπεζική εταιρεία ……………, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο, Ειρήνη Ανδρουλάκη (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).

Β. ΕΚΟΥΣΙΩΣ ΑΥΤΟΤΕΛΩΣ ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ:  Εταιρείας παροχής υπηρεσιών διαχείρισης απαιτήσεων κατά το Ν. 4354/2015, …………….., η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

ΚΑΘ΄ΟΥ Η ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: ……………….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του δικηγόρο, Ιωάννα Λαγουμίδου.

ΥΠΕΡ  ΗΣ Η ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας ………………. η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

ΠΡΟΣ ΗΝ Η ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ : Τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία ………………, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Γ. ΕΚΟΥΣΙΩΣ ΑΥΤΟΤΕΛΩΣ ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας …………………….. η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο, Μαρία Γιαννακογιώργου (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).

ΚΑΘ΄ ΟΥ Η ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ : …………………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του δικηγόρο, Ιωάννα Λαγουμίδου.

ΥΠΕΡ ΗΣ Η ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ :Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας …………., ως ειδικής διαδόχου της Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία «……………..», η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

ΠΡΟΣ ΗΝ Η ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ: Τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «……………..», με έδρα τη …..  , ως νομίμως εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο, Ειρήνη Ανδρουλάκη (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).

Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατέθεσαν          α) Ο ……… την από 22.7.2010 (ως εσφαλμένως αναγράφεται επ΄αυτής το έτος αντί του ορθού 2011) και με αριθμ. εκθ. καταθ.  ………./27-7-2011  ανακοπή,  καθώς και τους από  15.12.2014 (αριθμ. εκθ. καταθ. …………./10-11-2015)  πρόσθετους λόγους ανακοπής και β) η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «. ……….» την από 6.5.2014 (αριθμ. εκθ. καταθ.  ………../7-5-2014) αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, επί των οποίων εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 530/2018 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  δέχθηκε την ανακοπή και τους προσθέτους αυτής λόγους και  απέρριψε την αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου  η υπό στοιχ Α ήδη εκκαλούσα «Τράπεζα ………….» (αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα) με την από  12.4.2018  (ΓΑΚ/ΕΑΚ κατάθεσης στο Πρωτοδικείο ………./2018, ΓΑΚ/ΕΑΚ προσδιορισμού στο Εφετείο  ………./2018) έφεσή της,  της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η 21η.2.2019, μετά δε από διαδοχικές αναβολές οι δικάσιμοι των 21ης.11.2019, 19ης.11.2020 και 18.2.2021, οπότε η συζήτησή της ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων λόγω της πανδημίας κορωναϊού Covid-19 (από  11.2.2021 έως και 22.3.2021). Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 21 του ν 4786/2021 (ΓΕΚ Α΄43/23-3-2021)  περί αυτεπαγγέλτου  ορισμού δικασίμου προς συζήτηση αυτών των υποθέσεων, τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Κανονισμού Εσωτερικής  Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς και την υπ΄αριθμ. 94/2021 Πράξη  της ορισθείσας από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή, Ισιδώρας Πόγκα, Προέδρου Εφετών η προκειμένη υπόθεση επανεισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπό στοιχ Β και Γ ήδη εκουσίως αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα εταιρεία «……….»  κατέθεσε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου τις από  3.4.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2020) και από 21.7.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2021) δύο (2) εκούσιες αυτοτελείς πρόσθετες παρεμβάσεις της,  για την μεν πρώτη εκ των οποίων ορίσθηκε αρχικά δικάσιμος η  19η.11.2020, μετά δε από αναβολή η 18η.2.2021, οπότε  η συζήτησή της ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων λόγω της πανδημίας κορωναϊού Covid-19 (από  11.2.2021 έως και 22.3.2021). Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 21 του ν 4786/2021 (ΓΕΚ Α΄43/23-3-2021)  περί αυτεπαγγέλτου  ορισμού δικασίμου προς συζήτηση αυτών των υποθέσεων, τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Κανονισμού Εσωτερικής  Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς και την υπ΄αριθμ. 94/2021 Πράξη  της ορισθείσας από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή, Ισιδώρας Πόγκα, Προέδρου Εφετών η προκειμένη υπόθεση επανεισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, για την δε δεύτερη εξ αυτών δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιες δικηγόροι  Ειρήνη Ανδρουλάκη και  Μαρία Γιαννακογιώργου, οι οποίες παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν και η  πληρεξούσια δικηγόρος Ιωάννα Λαγουμίδου, αφού έλαβε τον λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Στο Δικαστήριο αυτό εκκρεμούν : α) από 12-4-2018 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ……/2018 έφεση  β) η από 3.4.2020 και  με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ……../2020 αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση και γ) η από 21.7.2021 και με αρ. καταθ………./2021 αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση. Οι άνω υποθέσεις πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικασθούν, καθώς έχουν μεταξύ τους σχέση κυρίου και παρεπομένου κι επιπλέον διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται και μείωση των εξόδων της (άρθρ.31 και 246 ΚΠολΔ.).

Η από 12-4-2018 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ……./2018 έφεση της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας ΤΡΑΠΕΖΑΣ ……… κατά της με αρ. 530/2018  οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νομότυπα κι εμπρόθεσμα,  (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ), ενώ, επίσης, έχει κατατεθεί  το νόμιμο παράβολο κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ (βλ. το με αρ. . ………. e παράβολο ποσού 100 €).  Στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο η άνω προσθέτως παρεμβαίνουσα είχε ασκήσει την από 6-5-2014 και  με αρ. καταθέσεως ……/7-5-2014 αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, επικαλούμενη ότι είχε καταστεί ειδική διάδοχος της αρχικής καθ’ ής η ανακοπή Τράπεζας ….., η οποία πρόσθετη παρέμβαση είχε  κριθεί παραδεκτή και νόμιμη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Κατόπιν αυτών  η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ). Εξάλλου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης η εκκαλούσα δεν παραστάθηκε, όπως δε προκύπτει  από τις με αρ. ……/24.9.2018 και …./29.7.2019 εκθέσεις επιδόσεως των δικαστικών επιμελητών ……….. και …………..,  η συζήτηση αυτής  για τις δικασίμους της 21-2-2019 και 21-11-2019 έγινε  με την επιμέλεια της  εκκαλούσας. Την 21.11.2019 η υπόθεση αναβλήθηκε με επισημείωση στο πινάκιο διαδοχικά για τις 20.11.2020 και 18.2.2021. Κατά την τελευταία δικάσιμο η υπόθεση ματαιώθηκε λόγω της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των πολιτικών δικαστηρίων, εξαιτίας του ιού COVID-19 και προσδιορίστηκε αυτεπαγγέλτως για την παρούσα συνεδρίαση, κατά την οποία, με βάση τη διάταξη του άρθρου 21 του ν. 4786/2021 η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο, που γίνεται από τον γραμματέα, ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων (ΤρΕφΠειρ 640/2020 http://www.efeteio-peir.gr/wordpress/?p=6291). Κατά συνέπεια η εκκαλούσα θα πρέπει να δικασθεί  σαν να ήταν παρούσα κατ’ άρθρο 524 παρ.3ΚΠολΔ, ωστόσο δεν θα  απορριφθεί η έφεσή της,  δεδομένου ότι εκκρεμούν στο ίδιο Δικαστήριο οι β) και γ) αυτοτελείς πρόσθετες παρεμβάσεις, ώστε πρέπει να ερευνηθεί αν ως αναγκαίος ομόδικος, θα εκπροσωπηθεί από  τους προσθέτως παρεμβάντες.

Από τη διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔ προκύπτει ότι τρίτος μπορεί να ασκήσει σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη πρόσθετη παρέμβαση για την υποστήριξη κάποιου διαδίκου, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, συνεπώς για πρώτη φορά και ενώπιον του Εφετείου, περιοριζόμενος σε μόνη την υποστήριξη ή αντίκρουση των λόγων της έφεσης, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 81 παρ. 1 και 215 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την αγωγή, δηλαδή με κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται, που είναι αναγκαίο στοιχείο της προδικασίας και ολοκληρώνεται, με την κοινοποίηση αυτής στους διαδίκους, η οποία, στην περίπτωση που ασκείται για πρώτη φορά στο Εφετείο, πρέπει, να γίνεται, σύμφωνα με το άρθρο 524 παρ. 1 σε συνδυασμό με το άρθρο 591 παρ. 1 εδ. β’ ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά το ν. 4335/2015, σε όλους τους μέχρι την άσκησή της διαδίκους, τουλάχιστον δέκα ημέρες πριν από τη συζήτηση. Έννομο συμφέρον για την άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης υφίσταται, όταν με την πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης, που είτε απειλείται από τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της απόφασης που θα εκδοθεί είτε υπάρχει κίνδυνος προσβολής του από τις αντανακλαστικές συνέπειές της, ως τρίτος δε, κατά την έννοια της ίδιας διάταξης του άρθρου 80 ΚΠολΔ, νοείται εκείνος ο οποίος δεν είχε προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου με οποιονδήποτε τρόπο στην αρχική δίκη ή σε στάδιο προηγούμενης δίκης επί της υποθέσεως (ΑΠ 368/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1260/2019 στην ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1329/2017 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1171/2012ΧρΙΔ 2013, σελ. 34). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 83 ΚΠολΔ, αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 έως 78. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αποφασιστικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας αυτής στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του. Το δικονομικό δικαίωμα της άσκησης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης παρέχεται όχι λόγω της πιθανής εκδήλωσης δυσμενών ενεργειών της απόφασης σε βάρος τρίτου, αλλά λόγω της δεσμευτικότητας αυτών, που θα κριθούν στην ήδη εκκρεμή δίκη, όσον αφορά στις σχέσεις του παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικό του, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άλλης διαδικασίας. Με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη μια νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας επισύρει την επέκταση της ισχύος της απόφασης. Η ασκούμενη κατά το άρθρο 83 ΚΠολΔ αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με το διάδικο υπέρ του οποίου η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνων θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου ως αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου (ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 1564/2017, ΑΠ 177/2017, ΑΠ 1485/2006 ΤΝΠ Νόμος). Η άσκηση αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης συνεπάγεται μεταξύ άλλων και την εκπροσώπηση του αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνοντος, κατά την απουσία του, από τον υπέρ ου η παρέμβαση και αντιστρόφως (ΕφΘεσ 78/2017, Αρμ. 2017, σελ. 1156, ΕφΠειρ 111/2016 στην ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 1250/2009 ΕλλΔ/νη 2012, σελ. 790). Ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, πρέπει να θεωρηθεί και εκείνη, την οποία ασκεί αυτός που έγινε διάδοχος του διαδίκου όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το πέρας αυτής (άρθρο 225 παρ. 2 ΚΠολΔ), αφού το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατ’ αυτού κατά το άρθρο 325 αριθ. 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 1564/2017 ό.π., ΑΠ 1731/2011, ΜΕφΘεσ 982/2021 στην ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 περ. γ` του ν. 4354/2015 «Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων κλπ»: Τα δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους. Οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις. Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 2 του άνω νόμου 4354/2015: Οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν. 4307/2014 (Α` 246). Εφόσον, οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη, με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου, το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης (ΑΠ 368/2019 ό.π, ΑΠ 877/2019, ΜΕφΘεσ 982/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκείμενη περίπτωση η εταιρία με την επωνυμία «………………» άσκησε το (β) δικόγραφο αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση,  επικαλούμενη ότι είναι  μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος και διαχειρίστρια των απαιτήσεων της εταιρίας με την επωνυμία  «……………».  Ωστόσο κατά την εκφώνηση της παρούσας υπόθεσης, στη σειρά του οικείου πινακίου η  πιο πάνω προσθέτως παρεμβαίνουσα (με την άνω ιδιότητά της) δεν εμφανίστηκε, η οποία όπως προκύπτει από το φάκελο της υπόθεσης της δικασίμου 20.11.2020 είχε εκπροσωπηθεί με δήλωση από την πληρεξούσια Δικηγόρο της Μαρία Γιαννακογιώργου.  Κατά την τελευταία δικάσιμο η υπόθεση αναβλήθηκε με επισημείωση στο πινάκιο αυτής γι΄αυτήν της 18.2.2021 κατά την οποία η υπόθεση ματαιώθηκε, λόγω της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των πολιτικών δικαστηρίων, εξαιτίας του ιού COVID-19. Προσδιορίστηκε αυτεπαγγέλτως για την παρούσα συνεδρίαση με την με αρ. 94/2021 πράξη της ορισθείσας από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Εφετείου Πειραιώς Πρόεδρο Εφετών Ισιδώρα Πόγκα,  ώστε  με βάση τη διάταξη του άρθρου 21 του ν. 4786/2021 η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο, που γίνεται από τον γραμματέα, ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων (ΤρΕφΠειρ 640/2020 http://www.efeteio-peir.gr/wordpress/?p=6291). Κατά συνέπεια  αφού η  άνω προσθέτως παρεμβαίνουσα δεν έλαβε μέρος κανονικά στη δίκη, η διαδικασία θα  πρέπει να συνεχισθεί σαν να μην ασκήθηκε η πρόσθετη παρέμβαση και να απορριφθεί αυτή.  Σε βάρος της άνω προσθέτως παρεμβαίνουσας θα πρέπει να ορισθούν τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου καθ΄ού η πρόσθετη παρέμβαση  (άρθρο 182 ΚΠολΔ) και να ορισθεί το παράβολο ανακοπής ερημοδικίας (άρθρο 505 ΚΠολΔ).

Με το (γ)δικόγραφο αυτοτελούς  πρόσθετης παρέμβασης η εταιρία με την επωνυμία «……………….» ενεργώντας ως μη δικαιούχος ως μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος και ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία  «………….» με έδρα το ……………. Ιρλανδίας»,   επικαλείται ότι έχει έννομο συμφέρον να παρέμβει στην τελευταία δίκη, αφού η απόφαση, που θα εκδοθεί, δεσμεύει την ειδική διάδοχό της εκκαλούσα.  Η άνω αυτοτελής αυτή πρόσθετη παρέμβαση, η οποία ασκήθηκε παραδεκτά, το πρώτον, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 80 του Κ.Πολ.Δ.), με ιδιαίτερο δικόγραφο, στο πλαίσιο της κατ’ έφεση δίκης, κατά των εκκαλούντων και υπέρ της εκκαλούσας σ’ αυτήν, είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 68, 76, 83 και 225 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., 4354/2015. Aπό τα προσκομιζόμενα έγγραφα αποδείχθηκαν όσον αφορά την άνω πρόσθετη παρέμβαση τα εξής : Δυνάμει της από 12.9.2019 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, που διέπεται από το ελληνικό δίκαιο και  τα άρθρα 10 και 14 Ν. 3156/2003 και δημοσιεύθηκε νόμιμα σε περίληψη με αρ. πρωτ. …/16.9.2019 στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών στον Τόμο …. με αριθμό …. την 16.9.2019, η οποία επέχει θέση αναγγελίας κατ’ άρθρο 10 παρ. 10 του Ν. 3156/2003, μεταβιβάσθηκαν από την εφεσίβλητη «ΤΡΑΠΕΖΑ ..», στην εδρεύουσα στο ……………. Ιρλανδίας εταιρεία ειδικού σκοπού με  την επωνυμία «………..» νομίμως εκπροσωπούμενη, ως ειδική διαδόχου –  οι επιχειρηματικές απαιτήσεις της πρώτης και  η απαίτηση από την επίδικη με αρ.  ………./28-1-2004 σύμβασης πίστωσης δι’ ανοικτού (αλληλόχρεου) λογαριασμού, όπως φαίνεται στο παράρτημα της σύμβασης. Από την καταχώρηση δε της σχετικής σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του Ν. 2844/2000, επήλθε η μεταβίβαση των απαιτήσεων προς την προαναφερθείσα εταιρεία ειδικού σκοπού, η οποία τυγχάνει ειδική διάδοχος της εφεσίβλητης Τράπεζας στις μεταβιβασθείσες απαιτήσεις. Δυνάμει  της από 12.9.2019 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, που διέπεται από το ελληνικό δίκαιο και δημοσιεύθηκε σε περίληψη με αρ. πρωτ. …../16.9.2019 στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών στον Τόμο … με αριθμό …. την 16.9.2019, η ως άνω εταιρεία ειδικού σκοπού ανέθεσε κατ` άρθρο 10 παρ. 14 Ν. 3156/2003 την είσπραξη και διαχείριση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων αρχικά στην  ΤΡΑΠΕΖΑ …………..   Με την από 12.9.2019 σύμβαση διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων  ορίστηκε νέος διαχειριστής η εταιρία «…………….» (αρ. πρωτ. …./23.9.2019, τόμος … αρ. …. στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών). Στις  10.3.2021 η ΤΡΑΠΕΖΑ ……….» προέβη σε επαναγορά και επανεκχώρηση των επιχειρηματικών απαιτήσεων από την άνω εταιρία ειδικού σκοπού «…………» που αναφέρονται στο παράρτημα και μεταξύ αυτών και της επίδικης (αρ. πρωτ. ……/10.3.2021, τόμος … αριθμός ….. στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών).  Περαιτέρω με την με αρ. ………./17.3.2021 σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων,  η άνω Τραπεζική εταιρία  μεταβίβασε τις επιχειρηματικές της απαιτήσεις και μεταξύ αυτών την επίδικη απαίτηση (βλ. παράρτημα) στην εταιρία με την επωνυμία   «…………..» με έδρα το ……………. Ιρλανδίας (αρ. πρωτ. …../17.3.2021, τόμος ….αρ. ….. στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών), η οποία  με την με ίδια ημερομηνία σύμβαση διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων ανέθεσε την είσπραξή τους στην προσθέτως παρεμβαίνουσα «……….» και τον διακριτικό τίτλο «…………» (αρ. πρωτ. …./17.3.2021, τόμος ……. αρ. ………. στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών). Η συμφωνία αυτή λύθηκε στις 11.6.2021 και την ίδια ημέρα καταρτίσθηκε νεώτερη).   Συνεπώς με τη μεταβίβαση των εν λόγω απαιτήσεων μεταβιβάστηκε αυτοδικαίως κάθε παρεπόμενο, διαπλαστικό ή άλλο δικαίωμα που συνδέεται με την επίδικη απαίτηση στην εταιρία με την επωνυμία   «…………..», ώστε η προσθέτως παρεμβαίνουσα, ως διαχειρίστρια της άνω ειδικής διαδόχου  υπεισήλθε στα δικαιώματα της τελευταίας που αποτελούν  αντικείμενο της δίκης και έχει έννομο συμφέρον να παρέμβει (αυτοτελώς) προσθέτως υπέρ της αρχικής διαδίκου Τράπεζας (δικαιοπαρόχου αυτής ως προς την επίδικη έννομη σχέση), δεδομένου ότι  η ισχύς της απόφασης που θα εκδοθεί αποφάσεως καταλαμβάνει και την ως άνω ειδική διάδοχο εταιρεία ειδικού σκοπού (άρθρα 83, 225, 325 και 919 ΚΠολΔ). Ενόψει αυτών μεταξύ της κύριας διαδίκου εκκαλούσας  και της προσθέτως παρεμβαίνουσας δημιουργείται σχέση επιγενόμενης αναγκαστικής ομοδικίας, ώστε η εκκαλούσα που είναι απούσα αντιπροσωπεύεται στη δίκη από την προσθέτως παρεμβαίνουσα που παρίσταται κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, κατ’ άρθρο 76 παρ.1 τελ. εδ. ΚΠολΔ. Σημειώνεται ότι η εκκαλούσα είχε ασκήσει στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο την από 6-5-2014 και  με αρ. καταθέσεως ……/7-5-2014 αυτοτελή  πρόσθετη παρέμβαση, εκθέτοντας  ότι έχει ήδη καταστεί ειδική διάδοχος της Τράπεζας …., σε χρόνο μεταγενέστερο της γένεσης της εκκρεμοδικίας, ενόψει του ότι μεταβιβάσθηκαν σε αυτήν με σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού των εργασιών του Υποκαταστήματος στην Ελλάδα της Τράπεζας …… με εκχώρηση δικαιωμάτων και αναδοχή υποχρεώσεων, όπως συνομολόγησε η τελευταία. Επισημαίνεται ότι η έφεση  έχει κοινοποιηθεί προς την προαναφερόμενη Τράπεζα ….., που έχει την έννοια κλήτευσης αυτής, δεδομένου ότι η έφεση του αυτοτελώς προσθέτως παρεμβάντος πρέπει να στρέφεται μόνο κατά του αντιδίκου του, αλλά σε περίπτωση αναγκαίας ομοδικίας πρέπει να καλούνται όλοι οι ομόδικοι (Βαθρακοκοίλης η έφεση 2015 σ.186, Πανταζόπουλος σε Κονδύλη/Κεραμέα/Νίκα άρθρο 517 αρ.11).  Η τελευταία παρίσταται όμως στην παρούσα δευτεροβάθμια δίκη ως αρχική διάδικος καθ΄ής η ανακοπή και – αναγκαία ομόδικος με τις διαδόχους της (εκκαλούσα, αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα, άρθρο 225 ΚΠολΔ).

Ο ανακόπτων με το δικόγραφο της  από 22-7-2011 και με αρ. καταθέσεως ………/2011 ανακοπής και το δικόγραφο των από 15-12-2014 και με αριθμό καταθέσεως …………/2015 πρόσθετων λόγων αυτής, ζήτησε την ακύρωση της  με αρ. ……../2011 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς,  με την οποία υποχρεώθηκε να καταβάλει στην καθ’ ής η ανακοπή  το ποσό των 30.522,69 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την 18.1.2011.  Επί της ανακοπής αυτής εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, η οποία αφού συνεκδίκασε την ανακοπή με την από την 6-5-2014 και  με αρ. καταθέσεως …………../7-5-2014 αυτοτελή  πρόσθετη παρέμβαση, έκανε δεκτή την ανακοπή ως προς ένα λόγο αυτής και ακύρωσε τη διαταγή πληρωμής. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εκκαλούσα – αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο «…………..» για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία κι εφαρμογή του νόμου με σκοπό να γίνει δεκτή η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβασή της και να απορριφθεί η ανακοπή.

Από την § 3 του άρθρου 1 του Ν. 128/1975 συνάγεται ότι  δεν προβλέπεται ρητά ως συμβατικά δυνατή,  αλλά και δεν απαγορεύεται η συμβατική μετακύλιση της θεσπιζόμενης με τον άνω νόμο εισφοράς, που βαρύνει τα πάσης φύσεως πιστωτικά ιδρύματα, που λειτουργούν στην Ελλάδα.  Η ρυθμιστική ισχύς του νόμου αυτού εξαντλείται στον καθορισμό του υπόχρεου έναντι του Δημοσίου προσώπου στα πλαίσια της έννομης σχέσης που ιδρύεται με τη σχετική διάταξη και αφορά επομένως αποκλειστικά στην κάθετη σχέση μεταξύ κράτους και πιστωτικών ιδρυμάτων και όχι στην οριζόντια σχέση μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και δανειοληπτών. Η μετακύλιση της εισφοράς στους τελευταίους αυτούς επιτρέπεται με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και εφόσον δεν απαγορεύεται από άλλη διάταξη, ως τέτοιας νοούμενης της θεσπίσεως ανωτάτου ορίου επιτοκίου, το οποίο θα υπερέβαινε η εισφορά αυτή, και μόνο αν δεν υπήρχε αντίθετη ρύθμιση. Επομένως, η μετακύλιση της εισφοράς αυτής στους δανειολήπτες είναι νόμιμη, γιατί δεν αντίκειται στην προαναφερθείσα διάταξη, η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου κατ’ άρθρο 174 ΑΚ, αλλά ούτε και αντίκειται σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου, εντάσσεται δε στο πλαίσιο του ελευθέρου καθορισμού των επιτοκίων. Άλλωστε, η επίρριψη της σχετικής επιβαρύνσεως στο δανειολήπτη αποτέλεσε, υπό την ισχύ του Ν. 128/1975, συναλλακτική πρακτική των τραπεζών, στην παγίωση της οποίας συνετέλεσαν: α) Το γεγονός ότι μεταγενέστερα νομοθετήματα που τροποποίησαν τον ως άνω νόμο ανέφεραν γενικώς ότι η εισφορά βαρύνει τη συναλλαγή, β) το ότι το ύψος του συντελεστή καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από την καθιέρωση της εν λόγω εισφοράς κλιμακώθηκε ποσοστιαίως, με σκοπό την ελάφρυνση ή και απαλλαγή ορισμένων κατηγοριών δανειοληπτών και γ) η θέσπιση των εξαιρέσεων των άρθρων 8 του Ν. 2459/1997 και 19 παρ. 4β του Ν. 3152/2003, που αφορούν κατάργηση της εισφοράς αυτής επί δανειοδοτήσεων προς φυσικά και νομικά πρόσωπα που κατοικούν ή εδρεύουν σε νησιά με πληθυσμό κάτω των 3.100 κατοίκων και προς τις Ιερές Μονές του Αγίου Όρους και η οποία δεν θα δικαιολογείτο αν η εν προκειμένω εισφορά επιβάρυνε τα πιστωτικά ιδρύματα. Να σημειωθεί, επίσης, ότι η Τράπεζα της Ελλάδος, από της ενάρξεως εφαρμογής του Ν. 128/1975 ουδέποτε θεώρησε ότι η εν λόγω εισφορά επιβαρύνει τα πιστωτικά ιδρύματα, ώστε να έχει ληφθεί υπόψη κατά το χρονικό διάστημα που ίσχυε ο από μέρους της διοικητικός καθορισμός του περιθωρίου μεταξύ των επιτοκίων καταθέσεων χορηγήσεων, ενώ και υπό το καθεστώς της ελευθέρας διαμορφώσεως των επιτοκίων η Τράπεζα της Ελλάδος επέβαλε την υποχρέωση για κεχωρισμένη αναφορά της σχετικής επιβαρύνσεως με αποφάσεις της (ΠΔ/ΤΕ 1969/1991, 2501/2002). Η επιβολή δε της εισφοράς αυτής στον δανειολήπτη, εν όψει της ΠΔ/ΤΕ 2501/2002 (άρθρο 82), με την οποία επεκτείνεται η υποχρέωση ενημερώσεως του πελάτη από την τράπεζα και για την επιβολή ειδικών εισφορών, όπως είναι και η εισφορά του Ν 128/1975, μπορεί να ελεγχθεί μόνο από άποψη διαφάνειας, ιδίως όταν επιβάλλεται χωρίς προηγουμένη επαρκή ενημέρωση ή κατά τρόπο κεκαλυμμένο (Α.Π. 430/2005, ΕφΑθ 227/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ. 492/2010 ΕΕμπΔ 2011.81, ΕφΑθ 1558/2007 ΕλΔνη 2007.902). Τέλος, η εισφορά αυτή αποτελεί μέρος του ετήσιου πραγματικού επιτοκίου και, επομένως, νόμιμα ανατοκίζεται (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 999/2019, ΜΕφΘεσ 2256/2018, ΜΕφΘεσ  1224/2017,  ΜΕφΘεσ1635/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 4424/2012 ο.π.,ΕφΘεσ 16/2016, ΕλλΔνη 2016, 1415, ΕφΑθ 4424/2009, ΕλλΔνη 2011, 875, ΠΠρΘεσ 16258/2013, Αρμ. 2014,1171,  Σ. Ψυχομάνη άρθρο «Τα τραπεζικά επιτόκια», ΝοΒ. 1995.16-17 E). Στην προκείμενη περίπτωση, ο ανακόπτων ισχυρίζεται στον 5ο λόγο του δικογράφου των  πρόσθετων λόγων της ανακοπής του, (όπως συμπληρώνεται αυτός και με τους 1β και 4),  ότι ενώ  δυνάμει συμβατικού όρου της σύμβασης πίστωσης  είχε συμφωνηθεί να μετακυλισθεί σ΄αυτόν η εισφορά του  ν.  128/1975, η καθ’ ής η ανακοπή προέβη παρανόμως σε ανατοκισμό αυτής, με συνέπεια η απαίτησή της να καθίσταται ανεκκαθάριστη. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι με βάση τα όσα εκτέθηκαν, η εισφορά αυτή, εφόσον είχε συμφωνηθεί και ήταν επιτρεπτή η επιβολή της ενσωματώνεται στο επιτόκιο, χωρίς να είναι ξέχωρη και επιπρόσθετη  αυτού, οπότε εγκύρως ανατοκίζεται.  Σε κάθε περίπτωση ο ανακόπτων δεν προσδιορίζει το  ποσό που  επιβαρύνθηκε από τον παράνομο κατά τους ισχυρισμούς του ανατοκισμό της εισφοράς αυτής, καθώς δεν καθίσταται η απαίτηση της δανείστριας καθ΄ής η ανακοπή για το λόγο αυτό ανεκκαθάριστη στο σύνολό της (ΑΠ 999/2019 ο.π).  Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκανε  δεκτό τον άνω λόγο ανακοπής ως ουσιαστικά βάσιμο, δεχόμενο ότι μη νόμιμα ανατοκίσθηκε η άνω εισφορά, με συνέπεια το μη εκκαθαρισμένο  της απαίτησης της καθ΄ής η ανακοπή και  ακύρωσε την ανακόπτομενη διαταγή πληρωμής,  εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ανωτέρω διατάξεις.  Συνεπώς, πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση,  να διακρατηθεί η ανακοπή από το Δικαστήριο αυτό και να ερευνηθεί περαιτέρω και κατ΄ουσίαν ως προς τους λόγους ανακοπής που δεν είχαν εξετασθεί από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Σημειώνεται ότι ο πρώτος λόγος της ανακοπής είχε απορριφθεί ως αόριστος από αυτό, ώστε αυτός δεν μεταβιβάσθηκε με την έφεση στο παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο (άρθρο 522 ΚΠολΔ).

Με το άρθρο 1 ν. 1266/1982 καταργήθηκε η Νομισματική Επιτροπή, η οποία με βάση την εξουσιοδότηση που είχε παρασχεθεί από το άρθρο 2 παρ. 3 του ν.δ. 588/1948 “περί ελέγχου πίστεως”, καθόριζε με απόφασή της (ΝΕ) τα “τραπεζικά επιτόκια” και παράλληλα ορίσθηκε ότι οι αρμοδιότητές της μεταβιβάσθηκαν αυτοδικαίως στην Τράπεζα της Ελλάδος και ασκούνται με πράξεις του Διοικητή της. Έκτοτε με πράξεις του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος (ΠΔ/ΤΕ) καθορίζονταν τα “τραπεζικά επιτόκια”, τα επιτόκια, δηλαδή, που συνομολογούνται ή προέρχονται από τραπεζικές συμβάσεις ή συναλλαγές. Ο Διοικητής ειδικότερα καθόριζε το ελάχιστο και το ανώτατο όριο των τραπεζικών επιτοκίων και οι τράπεζες ήσαν υποχρεωμένες να προσδιορίζουν τα επιτόκια των διαφόρων μορφών χορηγήσεων ή καταθέσεων μέχρι του ύψους αυτού. Τα οριζόμενα με βάση τις παραπάνω διατάξεις τραπεζικά επιτόκια μπορεί να ήταν, και πολλές φορές συνέβαινε αυτό, ανώτερα των δικαιοπρακτικών (εξωτραπεζικών) επιτοκίων, δηλαδή των επιτοκίων των λοιπών, πλην των τραπεζικών συναλλαγών, αφού ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος μπορεί να λειτουργεί, σύμφωνα με την παραπάνω νομοθετική εξουσιοδότηση, και “κατά παρέκκλιση από πάσης γενικής ή ειδικής διατάξεως περί του ύψους του τόκου…”. Μέχρι τον Ιανουάριο 1987 τα τραπεζικά επιτόκια τόσο ως προς το ανώτατο όσο και ως προς το κατώτερο όριο υπάγονταν σε αυστηρό διοικητικό προσδιορισμό από το Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος και οι τράπεζες δεν είχαν το δικαίωμα να ορίζουν μικρότερα ή μεγαλύτερα επιτόκια, αλλά σύμφωνα με τη ρητή διάταξη του άρθρου 6 του ν.δ. 548/1948 τα οριζόμενα αυτά επιτόκια ήταν υποχρεωτικά και για τις τράπεζες και για τους δανειζόμενους. Με την υπ’ αριθ. 1087/1987 ΠΔ/ΤΕ, με στόχο την, λόγω του ανταγωνισμού μεταξύ των τραπεζών, συμπίεση των επιτοκίων προς τα κάτω, αλλά και προς εναρμονισμό με τα ισχύοντα αντίστοιχα στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρχισε η μερική απελευθέρωση του τρόπου καθορισμού των τραπεζικών επιτοκίων στις βραχυπρόθεσμες αρχικά χορηγήσεις και καθορίσθηκε για πρώτη φορά με την άνω πράξη μόνο το ελάχιστο όριο των επιτοκίων αυτών. Η πράξη αυτή τροποποιήθηκε με διάφορες άλλες, που καθόρισαν το ελάχιστο τραπεζικό επιτόκιο σε διάφορες μορφές χορηγήσεων. Ειδικότερα, με την υπ’ αριθμό 2286/28-1-1994 ΠΔ/ΤΕ σχετικά με την καταναλωτική πίστη, τη χορήγηση δανείων σε φυσικά πρόσωπα για την κάλυψη προσωπικών αναγκών καθώς και για τις αγορές μέσω πιστωτικών καρτών κ.τ.λ., πλην των άλλων, ως προς το ύψος των επιτοκίων ορίζονται τα εξής: “… Με την προϋπόθεση της τήρησης του ενώπιον συνολικού κατ’ άτομο ορίου των δρχ. οκτώ εκατομμυρίων και των ειδικότερων ορίων των παρ. β. και γ., το επιτόκιο, η διάρκεια και οι λοιποί όροι της χρηματοδότησης καθορίζονται από τη δανείστρια τράπεζα με την επιφύλαξη των διατάξεων περί ελαχίστων ορίων επιτοκίων χορηγήσεων που εκάστοτε ισχύουν”. Η εν λόγω πράξη του Διοικητή κάνει λόγο για επιφύλαξη “επιτοκίων χορηγήσεων”, πράγμα που παραπέμπει σαφώς στις τραπεζικές χορηγήσεις και όχι τις εξωτραπεζικές δικαιοπραξίες, αφού στις τελευταίες δεν τίθεται θέμα “χορηγήσεων” αλλά συμβάσεων, καθόσον η λέξη “χορηγήσεις” υποδηλώνει σαφώς τις κατ’ εξοχήν τραπεζικές συναλλαγές. Στόχος της απελευθέρωσης αυτής ήταν η, λόγω του ανταγωνισμού μεταξύ των τραπεζών, συμπίεση των επιτοκίων προς τα κάτω. Ο ανταγωνισμός λειτούργησε προς αυτή την κατεύθυνση και λόγω και των οικονομικών συνθηκών άρχισε από το έτος 1994 η μείωσή τους. Εξαίρεση αποτελούν τα επιτόκια που ισχύουν στις χορηγήσεις της καταναλωτικής πίστης (κάρτες, καταναλωτικά δάνεια, κτλ), τα οποία λόγω της ιδιαιτερότητας που παρουσιάζουν αυτά τα δάνεια (χορήγηση χωρίς πρόσθετες εξασφαλίσεις, μεγάλες επισφάλειες, απασχόληση μεγάλου αριθμού υπαλλήλων κλπ), διαμορφώθηκαν από όλες τις τράπεζες σε ύψος μεγαλύτερο από τα εξωτραπεζικά (δικαιοπρακτικά) επιτόκια. Κατά συνέπεια, με σειρά πράξεων του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος επήλθε ουσιαστικά απελευθέρωση των τραπεζικών επιτοκίων, οπότε η επέμβαση του νομοθέτη ως προς τον καθορισμό ανώτατου ορίου περιορίζεται στη ρύθμιση των δικαιοπρακτικών (εξωτραπεζικών) μόνο επιτοκίων, σύμφωνα με τα άρθρα 293 – 295 ΑΚ. Ο προσδιορισμός των επιτοκίων αυτών γινόταν αρχικά, κατά τη νομοθετική εξουσιοδότηση που είχε παρασχεθεί με το άρθρο 109 § 1 του ΕισΝΑΚ, με βασιλικό διάταγμα, εκδιδόμενο ύστερα από πρόταση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Οικονομικών και Εθνικής Οικονομίας, και στη συνέχεια, σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ. 5 του ν. 876/1979, με πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου (ΠΥΣ). Σε εφαρμογή των διατάξεων αυτών με το β.δ. 21/21.8.1946 το ανώτατο από δικαιοπραξία επιτόκιο ορίστηκε σε 10% ετησίως και το νόμιμο και από υπερημερία επιτόκιο ορίστηκε σε 12% ετησίως. Τα ποσοστά αυτά ίσχυσαν μέχρι το έτος 1979 και έκτοτε αναπροσαρμόζονται κάθε φορά, ανάλογα με τις οικονομικές συνθήκες, από τις εκδιδόμενες ΠΥΣ, σε πολλές από τις οποίες ορίζεται ότι η εφαρμογή τους εκτείνεται μόνο στα εξωτραπεζικά επιτόκια. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι τα δικαιοπρακτικά (εξωτραπεζικά) και τα τραπεζικά επιτόκια αποτελούσαν ανέκαθεν δύο διακριτά μεταξύ τους και μάλιστα μη συγκρίσιμα μεγέθη, που δεν επικαλύπτονται από άποψη πεδίου εφαρμογής, υποκείμενα σε απολύτως μη επικαλυπτόμενες ρυθμίσεις, αφού καθεμία κατηγορία ρυθμίζεται από διαφορετικά όργανα με διαφορετική νομοθετική εξουσιοδότηση, τα δε τραπεζικά επιτόκια διαμορφώνονται ελεύθερα, σύμφωνα με την αρχή της οικονομίας της ανοικτής αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό, τις διατάξεις της κοινοτικής νομοθεσίας, αλλά και τη στάθμιση των εκτιμώμενων κατά περίπτωση κινδύνων, των εκάστοτε συνθηκών των χρηματοπιστωτικών αγορών, καθώς και των εν γένει υποχρεώσεων των τραπεζών που απορρέουν από τις διατάξεις που διέπουν τη λειτουργία τους και χωρίς οι τράπεζες, κατά τον καθορισμό τους, να δεσμεύονται από το ύψος των δικαιοπρακτικών (εξωτραπεζικών) επιτοκίων. Ενόψει αυτών, συμφωνίες τραπεζικών επιτοκίων, που καταρτίσθηκαν μετά την απελευθέρωσή τους και με τις οποίες συνομολογείται επιτόκιο, που τυχόν, κατά περίπτωση, υπερβαίνει το εκάστοτε οριζόμενο για τα δικαιοπρακτικά (εξωτραπεζικά) επιτόκια ανώτατο όριο, δεν είναι από μόνο το λόγο αυτό αθέμιτες (ΑΠ 370/2012, ΑΠ 652/2010, ΑΠ 1219/2001). Συνακόλουθα, η συμφωνία μεταξύ πιστούχου και πιστωτικού ιδρύματος με την οποία, κατά περίπτωση και με βάση τις προαναφερόμενες συνθήκες και ιδίως των χρηματοπιστωτικών αγορών και των εν γένει υποχρεώσεων των τραπεζών που απορρέουν από τις διατάξεις που διέπουν τη λειτουργία τους, σαφώς καθορίζεται κυμαινόμενο επιτόκιο και περιγράφεται ο τρόπος υπολογισμού του με κριτήρια αντικειμενικά, δεν καθίσταται άκυρη, από το γεγονός και μόνο ότι κατά την κατάρτισή της το συμβατικά προβλεπόμενο ύψος του τραπεζικού επιτοκίου υπερέβαινε τα δικαιοπρακτικά (εξωτραπεζικά) κατά ορισμένες μονάδες, και κατά την καταγγελία ακόμη περισσότερες, και τούτο διότι η συμφωνία περί καθορισμού κυμαινόμενου τραπεζικού επιτοκίου στηρίζεται στις επικρατούσες, κατά το χρόνο συνομολόγησής της, προαναφερόμενες συνθήκες, οι οποίες μάλιστα σε περίπτωση μεταβολής τους θα μπορούσαν ενδεχομένως να δικαιολογήσουν όχι μόνο τη μείωση υπέρ του πιστούχου αλλά και την υπέρ του πιστωτικού ιδρύματος αύξησή του. Ενόψει των εκτεθέντων, με βάση την αρχή του απαραβιάστου των συμβάσεων (pacta sunt servanda), παραμένει για τα συμβαλλόμενα μέρη η άνω συμφωνία έγκυρη και δεσμευτική, κατά το υπερβάλλον ποσοστό του συμφωνηθέντος κυμαινόμενου τραπεζικού επιτοκίου, ελεγχόμενη, ενδεχομένως, εάν συντρέχουν οι νόμιμες προς τούτο προϋποθέσεις και γίνει σχετική επίκληση αυτών, στο πλαίσιο των γενικών ρητρών του ΑΚ (άρθ. 281, 388), καθώς και του άρθρου 2 του ν. 2251/1994 “προστασία καταναλωτή” και όχι διότι αυτό, δηλαδή το συμβατικά καθορισθέν κυμαινόμενο τραπεζικό επιτόκιο, υπερβαίνει απλώς και μόνο τα δικαιοπρακτικά (εξωτραπεζικά) επιτόκια (ΑΠ 196/2020, ΑΠ 994/2018,  ΑΠ 2037/2014,  ΑΠ 756/2015, ΑΠ  370/2012 TNΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση,  ο ανακόπτων στον τέταρτο   λόγο των προσθέτων λόγων της ανακοπής του ισχυρίζεται, ότι η καθ’ ης εφάρμοζε καθ’όλο το χρονικό διάστημα λειτουργίας της σύμβασης συμβατικό επιτόκιο 9,25%, ενώ τα εξωτραπεζικά επιτόκια την επίδικη περίοδο ήταν 8 % με βάση τους όρους της  σύμβασης πίστωσης. Ότι ο σχετικός όρος, που  ήταν προδιατυπωμένος, είναι άκυρος ως καταχρηστικός, καθώς παραβιάζει  την αρχή της διαφάνειας. Ο λόγος αυτός της ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος, καθώς   μετά την απελευθέρωση των επιτοκίων [ΠΔ/ΤΕ 1087/1987 κτλ] οι συμφωνίες τραπεζικών επιτοκίων, στις οποίες συνομολογείται επιτόκιο, που τυχόν υπερβαίνει το εκάστοτε οριζόμενο για τα εξωτραπεζικά επιτόκια ανώτατο όριο, δεν είναι αθέμιτες για το λόγο αυτό, ενώ ο ανακοπτων δεν επικαλείται  επιπροσθέτως τη συνδρομή των προϋποθέσεων της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ (αντίθεση αρχή διαφάνειας) χωρίς να αρκεί ότι ο σχετικός όρος ήταν προδιατυπωμενος (ΑΠ 196/2020).

Ο ανακόπτων υποστηρίζει  στον 3ο και των 4ο λόγο του δικογράφου των προσθέτων λόγων της ανακοπής του ότι έχουν ενσωματωθεί στη σύμβαση πίστωσης καταχρηστικοί όροι που έρχονται σε αντίθεση με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 7  του 2251/1994 : «Η τράπεζα δικαιούται σε κάθε στιγμή μονομερώς και σύμφωνα με τις ανάγκες της λογιστικής της τάξης, να διαχωρίζει τον λογαριασμό σε περισσότερους τέτοιους ή να συνενώνει σε έναν περισσότερους λογαριασμούς που τηρούνται σε αυτή», στο άρθρο 8 της σύμβασης αναφέρεται ότι «Ο Πιστούχος δηλώνει ότι έχει πλήρη επίγνωση των κινδύνων που προέρχονται από τις συναλλαγματικές διαφορές και τις διακυμάνσεις των αξιών των διαφόρων νομισμάτων», «στο άρθρο 10 της σύμβασης: «Η Τράπεζα δικαιούται να μεταβάλλει οποτεδήποτε μέσα στα πλαίσια των νομισματικών και πιστωτικών κανόνων που ισχύουν κάθε φορά, των συνθηκών της αγοράς και της αξίας του χρήματος, κατά την κρίση της το βασικό επιτόκιο, τις προμήθειες, τις προσαυξήσεις και μειώσεις και η αλλαγή αυτή θα είναι δεσμευτική για τον πιστούχο και τον ή τους εγγυητές που θα λαμβάνουν γνώση με ανακοίνωση στον ημερήσιο τύπο ή ειδοποίηση του πιστούχου με τον προσφορότερο τρόπο κατά την κρίση της τράπεζας και θα ισχύει από την επιβολή», στο άρθρο 16 : «Η Τράπεζα δικαιούται μονομερώς και σύμφωνα με τις ανάγκες της λογιστικής της τάξης να τροποποιεί τις παραπάνω ημερομηνίες καταβολής τόκων και κλεισίματος του λογαριασμού…». Στο άρθρο 18 : «Η Τράπεζα δικαιούται κατά πάντα χρόνο και ελεύθερα, είτε συνολικά είτε μερικά, να ανακαλεί την πίστωση και να κλείνει οριστικά τον λογαριασμό και να περιορίζει και να μειώνει το ποσό της πίστωσης». : «Σε περίπτωση μη αποδοχής από τον πιστούχο οποιασδήποτε από τις πιο πάνω μεταβολές, δύναται μέσα σε πέντε (5) ημέρες από την ανακοίνωση ή την ειδοποίηση να ζητήσει τη λύση της σύμβασης αυτής…», στο άρθρο 21: «Ο πιστούχος αναγνωρίζει πλήρη αποδεικτική δύναμη σε αποσπάσματα, φωτοτυπίες ή φωτοαντίγραφα των βιβλίων της τράπεζας, των επιταγών που ακυρώνονται και τυχόν επιστρέφουν στον πιστούχο καθώς και των κατά μήνα αποστελλομένων σε αυτών μερίδων του καθολικού που εμφανίζουν την κίνηση του λογαριασμού … και δεν δικαιούται (ο πιστούχος) να αρνείται το πιο πάνω συνομολογούμενο τεκμήριο της πλήρους αποδείξεως», στο άρθρο 24 της σύμβασης αναφέρεται ότι «Τον Πιστούχο βαρύνουν αποκλειστικά κάθε φόρος και κάθε τέλος που επιβάλλονται ή θα επιβληθούν επί του κεφαλαίου, των τόκων, προμηθειών κλπ…», ενώ στο άρθρο 3.2 των πρόσθετων πράξεων ορίζεται ότι «Σε περίπτωση αύξησης του επιτοκίου η τράπεζα μπορεί μονομερώς να αυξάνει το ποσό της κάθε δόσης…» και στο άρθρο 3.3 των πρόσθετων πράξεων αναφέρεται ότι «σε κάθε περίπτωση ολικής ή μερικής καθυστέρησης πληρωμής από τον πιστούχο οποιουδήποτε ποσού κεφαλαίου, τόκων, επιβαρύνσεων κάθε φύσεως … η δε τράπεζα θα δικαιούται να επιδιώξει από τον πιστούχο και τον εγγυητή είτε την είσπραξη των καθυστερουμένων δόσεων, των τυχόν οφειλόμενων τόκων, των επιτρεπομένων βάσει της βασικής σύμβασης προμηθειών και εξόδων είτε πλέον αυτών και την εξόφληση του υπολοίπου κεφαλαίου του δανείου, κηρυσσομένου από αυτήν κατά την κρίση της, ολόκληρου ληξιπροθέσμου και απαιτητού μαζί με τους τόκους μέχρι την εξόφληση του δανείου …». Από την επισκόπηση των όρων όπως παρατίθενται   στο δικόγραφο του προ8σθέτου λόγου  δεν προκύπτει ότι θίγεται  η θεμελιώδης αρχή της προστασίας του καταναλωτή, που είναι η διαφάνεια, η οποία διέπει το δίκαιο των Γ.Ο.Σ. Εκτός όμως αυτών  δεν είναι δυνατή η αφηρημένη κήρυξη της ακυρότητας των όρων αυτών ή μερικών από αυτούς, χωρίς να γίνεται επίκληση ότι άσκησαν συγκεκριμένη επίδραση στην οφειλή του ανακόπτοντος, δηλαδή ότι εξαιτίας της ακυρότητας συγκεκριμένου όρου η οφειλή ανήλθε σε ορισμένο ποσό, ενώ χωρίς αυτόν  θα ήταν μικρότερη (βλ. ΑΠ 1090/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατόπιν αυτών ο άνω λόγος ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως αόριστος.

Aπό το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2,  216 παρ. 1 και 2, 217, 583, 585, 632 και 633 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι οι λόγοι ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, μπορούν δε να αφορούν είτε την τυπική ακυρότητα της διαταγής πληρωμής, με την έννοια ότι δεν τηρήθηκαν οι όροι και οι διατυπώσεις που απαιτούνται, σύμφωνα με τα άρθρα 623 επ. του ΚΠολΔ, για την έκδοση έγκυρης διαταγής πληρωμής, είτε την ουσιαστική ακυρότητα αυτής (διαταγής πληρωμής), με την έννοια ότι ο ανακόπτων αμφισβητεί την ύπαρξη της οφειλής του, προβάλλοντας ανατρεπτικές ή διακωλυτικές της γεννήσεως της απαιτήσεως του καθ΄ ου η ανακοπή ενστάσεις. Στην αντίθετη περίπτωση, οι λόγοι αυτοί απορρίπτονται ως αόριστοι (ΑΠ 2073/2007 ΕλλΔνη 49.424, ΑΠ 916/2002 ΕλλΔνη 2003.1297, ΑΠ 758/2002, ΑΠ 309/1999, ΕφΑθ 1587/2013 ΔΕΕ 2013.792, ΕφΑθ 1159/2012, ΕφΘεσ 2788/2009, ΕφΘεσ 317/2009, Στεφ. Πανταζόπουλου: Η ανακοπή κατά Διαταγής Πληρωμής, έκδοση 2001, σελ. 147 με τις εκεί παραπομπές). Η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, η οποία επιδικάζει κατάλοιπο ανοικτού λογαριασμού για να είναι ορισμένη και παραδεκτή, θα πρέπει να περιέχει ισχυρισμούς που ανάγονται στα κατ’ ιδίαν κονδύλια του λογαριασμού, χωρίς να αρκεί η γενική αμφισβήτηση της ορθότητάς του (ΑΠ 999/2019 ΤΝΠ ΔΣΑ) 1071/2017, ΑΠ 2210/2013, ΕΕμπΔ 2014.701. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΘεσ 166/2017 ΕφΑθ (Μον), 327/2018, ΕφΔωδ (Μον) 1/2016, ό.π). Ακόμα από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 623, 624, 626 παρ. 2 και 3, στοιχ. γ΄, 630 στοιχ. δ΄ και 631 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι η διαταγή πληρωμής, η οποία αποτελεί μόνον εκτελεστό τίτλο και δεν τυγχάνει δικαστική απόφαση, ώστε να έχει ανάγκη πλήρους αιτιολογικού, αρκεί, πλην άλλων στοιχείων, να εμπεριέχει απλώς την αιτία της πληρωμής. Επί διαταγής πληρωμής που εκδόθηκε βάσει οριστικού καταλοίπου από σύμβαση αλληλόχρεου ή ανοικτού λογαριασμού ή σύμβαση εκδόσεως πιστωτικού δελτίου ή δανειακή σύμβαση, που καταρτίσθηκε με Τράπεζα, αρκεί να αναφέρεται συνοπτικά ότι το διατασσόμενο χρηματικό ποσό τυγχάνει το χρεωστικό υπόλοιπο σε βάρος του οφειλέτη. Αντιστοίχως, στην αίτηση για την έκδοση της διαταγής πληρωμής αρκεί να αναφέρεται η σύμβαση μεταξύ των διαδίκων, η συμφωνία περί αναγωγής του αποσπάσματος των βιβλίων της Τράπεζας σε έγγραφο αποδείξεως της απαιτήσεως και του ύψους αυτής, το οριστικό κλείσιμο ή η καταγγελία της συμβάσεως, το ύψος του οριστικού καταλοίπου, καθώς και το απόσπασμα κινήσεως του λογαριασμού, δίχως να είναι ανάγκη να εμπεριέχονται στο περιεχόμενο της αίτησης τα επιμέρους κονδύλια χρεοπιστώσεων του λογαριασμού κινήσεως, εφόσον αυτά εκτίθενται στο συνημμένο στην αίτηση αντίγραφο ή απόσπασμα του λογαριασμού (ΑΠ 999/2019 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ1234/2012, ΑΠ 370/2012 ΧΡΙΔ 2012.609, ΑΠ 1850/2011, ΑΠ 35/2011, ΑΠ 1512/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Πολύ περισσότερο δεν απαιτείται να αναφέρεται στη διαταγή πληρωμής το επιτόκιο που εφαρμόσθηκε κατά καιρούς από την Τράπεζα για τον υπολογισμό των τόκων (ΕφΛαρ 452/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 5900/2006 ΔΕΕ 2007.327). Ο ανακόπτων ισχυρίζεται στον έκτο λόγο του δικογράφου των προσθέτων λόγων ότι στην ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής αναφέρονται μόνο οι αριθμοί του λογαριασμού που τήρησε η καθ΄ής, η ημερομηνία κατά την οποία προέκυψε το οφειλόμενο υπόλοιπο και το ποσό της απαίτησης, χωρίς όμως ανάλυση των επί μέρους ποσών που απαρτίστηκε η οφειλή και του είδους των χρεώσεων, ώστε να προκύπτει το κεφάλαιο, οι τόκοι και ποιο χρονικό διάστημα αφορούν, με συνέπεια να μην είναι σε θέση να ελέγξει την ορθότητα αυτού.  Από την επισκόπηση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής προκύπτει ότι αυτή περιέχει τα κατά νόμο απαραίτητα στοιχεία, καθώς αναφέρεται το ποσό που υποχρεώθηκε να καταβάλει ο ανακόπτων (30,522,69 €), πλέον νομίμων τόκων από 18.1.2010 με το εφαρμοστέο επιτόκιο υπερημερίας και η αιτία της πληρωμής (η επίδικη με αρ.  …………/28-1-2004  σύμβαση πίστωσης με αλληλόχρεο λογαριασμό). Στην δε αίτηση προς έκδοση αυτής παρατίθεται τα πλήρη αποσπάσματα της κίνησης του αλληλόχρεου λογαριασμού, από την αρχή της πίστωσης έως το κλείσιμό του, από την οποία προέκυψε το χρεωστικό υπόλοιπο σε βάρος του ανακόπτοντος. Κατόπιν αυτών ο άνω λόγος πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Ο ανακόπτων στον 7ο λόγο του δικογράφου των προσθέτων λόγων ισχυρίζεται ότι η  έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής από την  καθ΄ής η ανακοπή συνιστά πράξη που ασκείται κατά κατάχρηση δικαιώματος, καθώς εκδόθηκε την περίοδο της οικονομικής κρίσης και η δανείστρια Τράπεζα επιδιώκει την καταβολή των οφειλόμενων δόσεων τοκοχρεωλυτικών δανείων χωρίς να προσέλθει σε αναδιαπραγμάτευση του χρέους με προγραμματισμό ανεκτών δόσεων. Τα περιστατικά όμως που εκθέτει ο ανακόπτων, τα οποία αναφέρονται γενικά στη συμπεριφορά  της Τράπεζας χωρίς να έχουν σχέση με τον ίδιο, δεν συνιστούν κατάχρηση δικαιώματος, ώστε ο λόγος ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος.  Συνακόλουθα αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος ανακοπής προς έρευνα θα πρέπει να απορριφθεί η ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής και να επικυρωθεί η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής και να γίνει δεκτή η από την 6-5-2014 και  με αρ. καταθέσεως …../7-5-2014 αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση της εκκαλούσας …………..». Σε βάρος του  ανακόπτοντος θα πρέπει να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας, για τον παρόντα βαθμό  δικαιοδοσίας (άρθρα 182, 178,  191 παρ. 2 ΚΠολΔ) και της καθ΄ής η ανακοπή ………… για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας (άρθρα 183, 176 191 ΚΠολΔ). Τέλος   παράβολο ερημοδικίας πρέπει να οριστεί για την απούσα εκκαλούσα, έστω και αν αυτή θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται στη δίκη από την παρούσα ομόδικό της – προσθέτως παρεμβαίνουσα εταιρία, καθώς τόσο  έννομο συμφέρον  προς άσκηση ανακοπής ερημοδικίας καθώς, και τις προϋποθέσεις του παραδεκτού αυτής κρίνει μόνο το δικαστήριο που δικάζει αυτήν,  όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό (άρθρο 502, 505 παρ. 2 του ΚΠολΔ, βλ. ΑΠ 1596/2018, ΑΠ 965/2017, ΑΠ 367/2014, ΑΠ 658/2012, ΕφΛαρ 187/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ τις : α) από 12-4-2018 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ………./2018 έφεση,  β) από  3.4.2020 και  με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ………./2020 αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση και γ) η από 21.7.2021 και με αρ. καταθ. ………./2021 αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση.

Α)  Επί της από  3.4.2020 και  με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …………./2020 αυτοτελούς  πρόσθετης παρέμβασης (β δικόγραφο).

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της προσθέτως παρεμβαίνουσας.

ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ανακοπής ερημοδικίας στο ποσό των  διακοσίων (200) €.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την πρόσθετη παρέμβαση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της προσθέτως παρεμβαίνουσας τα δικαστικά έξοδα του καθ΄ού η πρόσθετη παρέμβαση, τα οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250 €).

Β) ΔΙΚΑΖΕΙ  επί της από  από 12-4-2018 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ………../2018 έφεσης (α δικόγραφο) και από 21.7.2021 και με αρ. καταθ. …………/2021 αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης (γ δικόγραφο)ερήμην της εφεσίβλητης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ανακοπής ερημοδικίας στο ποσό των  διακοσίων (200) €.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και στην ουσία της την έφεση και την αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη, με αρ. 530/2018  απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου της έφεσης που αναφέρθηκε στην αρχή της παρούσας στην εκκαλούσα.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση.

ΔΙΚΑΖΕΙ  επί της  από 22-7-2011 και με αρ. καταθέσεως ……/2011 ανακοπής και επί του δικογράφου των από 15-12-2014 και με αριθμό καταθέσεως ………./2015 προσθέτων λόγων αυτής και την 6-5-2014 και  με αρ. καταθέσεως …./7-5-2014 αυτοτελή  πρόσθετη παρέμβαση.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ανακοπή,

ΔΕΧΕΤΑΙ την από την 6-5-2014 και  με αρ. καταθέσεως …../7-5-2014 αυτοτελή  πρόσθετη παρέμβαση.

ΕΠΙΚΥΡΩΝΕΙ την με αρ. …../2018 Διαταγή Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του ανακόπτοντος τα δικαστικά έξοδα της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των  διακοσίων πενήντα (250 €) και της καθ΄ής η ανακοπή,  για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε πεντακόσια (500) €.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, την  21η. Ιουλίου .2022.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ