Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 268/2022

Αριθμός απόφασης     268/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ  ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή  Σοφία Καλούδη, Εφέτη, την οποία όρισε η Διευθύνουσα το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών και τη Γραμματέα, Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις  ……………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των εκκαλούντων: 1) ……….και 2) …………..οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο, Γεώργιο Καλτσά (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ) και

Της εφεσίβλητης:  Ανώνυμης εταιρείας ……………. η οποία ενεργεί με την ιδιότητα της ως μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος, διαχειρίστρια και πληρεξούσια των απαιτήσεων των οποία δικαιούχος τυγχάνει η αλλοδαπή εταιρεία …………….. και η οποία κατέστη ειδικός διάδοχος της Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας ……………., η οποία κατέστη ειδική διάδοχος της τραπεζικής εταιρείας ………….. η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Οι εκκαλούντες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την ανακοπή τους, με Γ.Α.Κ……../2020 και με Ε.Α.Κ. ……../2020 κατά της εφεσίβλητης . Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δικάζοντας  αντιμολία των διαδίκων με την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, εξέδωσε την  με αριθμό 2715/2020 οριστική απόφασή του, που την απέρριψε. Την παραπάνω απόφαση προσέβαλαν αυτοί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου  με την  από 4-9-2020 , με Γ.Α.Κ.  …../2020 και με Ε.Α.Κ. ……/ 2020 κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά την 4-9- 2020, έφεση. Επικυρωμένο αντίγραφο της εφέσεως για προσδιορισμό δικασίμου κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 7.9.2020 με Γ.Α.Κ. …../2020 και Ε.Α.Κ. ……/ 2020, και δικάσιμος ορίστηκε για τη συζήτηση της έφεσης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η 9-12-2021. Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ  ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η ένδικη έφεση κατά της με αριθμό 2715/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία  των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614, 632 παρ.2 εδ.β΄, 937 παρ.3 ΚΠολΔ) με την παρουσία των διαδίκων, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την κατάθεση δικογράφου στην γραμματεία του δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση στις 4-9-2020, δηλαδή  εντός της από το άρθρο 518 παρ.2 του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας, καθόσον δεν προέκυψε ότι έγινε επίδοση αντίγραφου της εκκαλουμένης απόφασης,  ενώ κατατέθηκε  και το νόμιμο παράβολο, συνολικού ποσού 100 ευρώ, κατ΄άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ (βλ. το με αριθμό  …………../2020 e- παράβολο). Πρέπει, συνεπώς να γίνει τυπικά δεκτή και  να εξεταστεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ώστε να κριθεί το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 532, 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), ερήμην  της εφεσίβλητης, η οποία αν και κλήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως (βλ.την υπ’ αριθμ. …………/ 10-9-2020 Έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιώς, ……………..) για την σημερινή δικάσιμο δεν εμφανίστηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του οικείου πινακίου. Το Δικαστήριο, ωστόσο, θα προχωρήσει στη συζήτηση της υποθέσεως σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, δεδομένου ότι προσκομίστηκαν το εισαγωγικό δικόγραφο (η από 2-6-2020 ανακοπή), οι πρωτοδίκως κατατεθείσες προτάσεις της εφεσιβλήτου και τα πρακτικά συνεδριάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (άρθρο 524 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ).ΙΙ. Με την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης  ………../ 2020  ανακοπή  τους οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες ζητούσαν για τους ειδικότερα αναφερόμενους λόγους, την ακύρωση :α) της από 5-12-2019 επιταγής προς πληρωμή  παραπόδας αντιγράφου του πρώτου εκτελεστού απογράφου της με αριθμό ………/2010 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και β) της με αριθμό …../ 12-2-2020 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς …………. Επ’αυτής εκδόθηκε η εκκαλούμενη οριστική απόφασή του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που την απέρριψε ως ενεργητικά ανομιμοποίητη ως προς την δεύτερη ανακόπτουσα κατά το μέρος που έβαλε κατά της προσβαλλόμενης έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης, διότι η τελευταία δεν φέρεται κατά τα επικαλούμενα στο δικόγραφο να έχει κάποιο εμπράγματο δικαίωμα επι του κατασχεθέντος ακινήτου,  και ως ουσιαστικά αβάσιμη  κατά τα λοιπά ως προς αμφότερους τους ανακόπτοντες. Ήδη  οι τελευταίοι με την κρινόμενη έφεση τους παραπονούνται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και ζητούν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ώστε η ανακοπή  τους να γίνει δεκτή.

ΙΙΙ. Σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 4354/2015 σχετικά με τη διαχείριση μη εξυπηρετούμενων δανείων: «1. Η σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων και πιστώσεων, που έχουν χορηγηθεί από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα πλην της περίπτωσης δ` της παρ. 5 του άρθρου 2 του ν. 4261/2014, υπόκειται σε συστατικό έγγραφο τύπο και αντικείμενό της μπορεί να είναι μεμονωμένες απαιτήσεις ή ομάδες απαιτήσεων κατά οποιουδήποτε δανειολήπτη, μη εφαρμοζομένου στην περίπτωση αυτή του άρθρου 479 ΑΚ. Άλλα δικαιώματα, ακόμα κι αν δεν αποτελούν παρεπόμενα δικαιώματα κατά την έννοια του άρθρου 458 ΑΚ, εφόσον συνδέονται με τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις, μπορούν να μεταβιβάζονται μαζί με αυτές. Η πώληση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 513 επ. ΑΚ, η δε μεταβίβαση από τις διατάξεις των άρθρων 455 επ. ΑΚ, εφόσον οι διατάξεις αυτές δεν αντίκεινται στις διατάξεις του παρόντος άρθρου. 2. …… 3. Η σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων καταχωρίζεται στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 (Α` 220). ……Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης επέρχεται η μεταβίβαση των πωλούμενων απαιτήσεων του μεταβιβάζοντoς πιστωτικού ιδρύματος. …… 4. Αναγγελία της καταχώρισης γίνεται ατύπως προς τους οφειλέτες και τους εγγυητές με κάθε πρόσφορο μέσο, συμπεριλαμβανομένων και των μέσων ηλεκτρονικής επικοινωνίας. Πριν από την καταχώριση δεν αποκτώνται έναντι τρίτων δικαιώματα που απορρέουν από τη μεταβίβαση απαιτήσεων της παραγράφου 1…..». Κατά δε το άρθρο 1 παρ. 1γ και δ του ίδιου ν. 4354/2015 «γ. Η πώληση των παραπάνω απαιτήσεων είναι ισχυρή μόνο εφόσον έχει υπογραφεί συμφωνία ανάθεσης διαχείρισης μεταξύ εταιρίας απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και εταιρίας διαχείρισης απαιτήσεων που αδειοδοτείται και εποπτεύεται κατά τον παρόντα νόμο από την Τράπεζα της Ελλάδος. Η προϋπόθεση αυτή οφείλει να πληρούται και σε κάθε περαιτέρω μεταβίβαση. Τα δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου.  Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους. Οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρείες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις”. Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του άνω νόμου 4354/2015, “Οι Εταιρείες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν. 4307/2014 (Α΄246). Εφόσον οι Εταιρείες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου, το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και το δικαιούχο της απαίτησης.  Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ.1 και 2 του ν. 3156/2003, η τιτλοποίηση απαιτήσεων είναι η μεταβίβαση επιχειρηματικών απαιτήσεων λόγω πώλησης με σύμβαση που καταρτίζεται εγγράφως μεταξύ «μεταβιβάζοντος» και «αποκτώντος» σε συνδυασμό με την έκδοση και διάθεση, με ιδιωτική τοποθέτηση μόνον, ομολογιών οποιουδήποτε είδους ή μορφής, η εξόφληση των οποίων πραγματοποιείται με τους προβλεπόμενους στον ανωτέρω νόμο τρόπους. «Μεταβιβάζων» είναι μόνο έμπορος με κατοικία ή έδρα στην Ελλάδα ή στην αλλοδαπή, εφόσον έχει εγκατάσταση στην Ελλάδα (άρα και τραπεζικές ανώνυμες εταιρίες) και «αποκτών» είναι το νομικό πρόσωπο ή νομικά πρόσωπα, που έχουν ως αποκλειστικό σκοπό την απόκτηση επιχειρηματικών απαιτήσεων για την τιτλοποίησή τους σύμφωνα με το νόμο αυτόν («εταιρεία ειδικού σκοπού»), προς τα οποία μεταβιβάζονται λόγω πώλησης οι επιχειρηματικές απαιτήσεις, εκδότης δε των ομολογιών είναι ο ίδιος ο αποκτών. Οι απαιτήσεις που μεταβιβάζονται με σκοπό την τιτλοποίηση μπορεί να είναι απαιτήσεις κατά οποιουδήποτε τρίτου ακόμη και των καταναλωτών, υφιστάμενες ή μελλοντικές, εφόσον αυτές προσδιορίζονται ή είναι δυνατόν να προσδιοριστούν με οποιονδήποτε τρόπο (βλ. άρθρο 10 παρ. 6 του ως άνω νόμου). Περαιτέρω, η σύμβαση μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων επιχειρηματικών απαιτήσεων καταχωρίζεται σε δημόσια βιβλία σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 2844/2000 (βλ. άρθρο 10 παρ. 8 του ν. 3156/2003). Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης επέρχεται η μεταβίβαση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων, εκτός αν άλλως ορίζεται στους όρους της σύμβασης, η δε μεταβίβαση (εκχώρηση) αναγγέλλεται εγγράφως από τον μεταβιβάζοντα ή την Εταιρία Ειδικού Σκοπού στον οφειλέτη (βλ. άρθρο 10 παρ. 9 του ν. 3156/2003). Ως αναγγελία λογίζεται η καταχώριση της σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του αρ. 3 του ν. 2844/2000, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 8 του ιδίου άρθρου. Πριν από την αναγγελία δεν αποκτώνται έναντι τρίτων δικαιώματα που απορρέουν από τη μεταβίβαση (εκχώρηση) λόγω πώλησης της παραγράφου 1 (βλ. άρθρο 10 παρ. 10 του ν. 3156/2003). Η ανωτέρω καταχώριση γίνεται με δημοσίευση (κατάθεση εντύπου, η μορφή του οποίου καθορίστηκε με την 161/337/2003 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης-ΦΕΚ Β` 1688/2003 και ήδη με την ΥΑ 207/2020) στο ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντος, ως ενεχυροφυλακεία δε έως την ίδρυσή τους με π.δ. ορίζονται τα κατά τόπους λειτουργούντα σήμερα υποθηκοφυλακεία ή κτηματολογικά γραφεία της έδρας των Πρωτοδικείων. Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων των ν. 4354/2015 και 3156/2003 προκύπτει ότι η μεταβίβαση απαιτήσεων κατά τους ορισμούς τους γίνεται με έγγραφο τύπο και συντελείται με την καταχώριση της σύμβασης πώλησης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000, από την οποία (καταχώριση) αποκτώνται τα δικαιώματα του αναδόχου έναντι του τρίτου οφειλέτη και πριν την αναγγελία της εκχώρησης στον τελευταίο, αφού ως τέτοια ισχύει πλασματικά εκ του νόμου η καταχώριση της σύμβασης στο βιβλίο αυτό κατά τους ορισμούς του άρθρου 10 παρ. 10 του ν. 3156/2003, εφόσον πρόκειται για τιτλοποίηση απαιτήσεων, η δε διαχείριση των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων ανατίθεται υποχρεωτικά σε εταιρία διαχείρισης απαιτήσεων που αδειοδοτείται και εποπτεύεται κατά το ν. 4354/2015 από την Τράπεζα της Ελλάδος.  Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 924 παρ. 1 ΚΠολΔ, η επιταγή ως πρώτη πράξη της αναγκαστικής εκτέλεσης και συνάμα της προδικασίας της πρέπει απαραίτητα να επιδίδεται στον καθού η εκτέλεση οφειλέτη, ενώ σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ σαφώς προκύπτει ότι ο καθολικός ή ειδικός διάδοχος του δικαιούχου (δανειστή), ο οποίος δεν αναφέρεται στον εκτελεστό τίτλο και δικαιούται κατ’ άρθρο 919 παρ. 1 ΚΠολΔ ή άλλη ειδική διάταξη να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση, υποχρεούται για το έγκυρο της αναγκαστικής εκτέλεσης που ενεργείται απ’ αυτόν, να κοινοποιήσει στον καθού η εκτέλεση νέα επιταγή, ακόμη και αν έχει κοινοποιηθεί προηγουμένως επιταγή από τον αναφερόμενο στον εκτελεστό τίτλο αρχικό δικαιούχο, καθώς και τα νομιμοποιητικά της διαδοχής του έγγραφα, είτε αυτά είναι δημόσια, είτε ιδιωτικά, τόσο για την έναρξη όσο και για τη συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης. Η υποχρέωση αυτή είναι ανεξάρτητη και πρέπει να γίνεται ακόμα και όταν ο καθού η εκτέλεση γνωρίζει για την επελθούσα διαδοχή. Απαιτείται δε η επίδοση ολοκλήρων των εγγράφων και όχι αποσπασμάτων. Αυτά πρέπει να κοινοποιούνται ως πρωτότυπα επίσημα έγγραφα, μη αρκούσης, της απλής μνείας τούτων στην επιταγή. Η παράβαση του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ συνεπάγεται ακυρότητα της εκτέλεσης ανεξαρτήτως βλάβης, δεδομένου ότι η φράση του νόμου «δεν δύναται να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση» είναι ισοδύναμη με την απειλή ακυρότητας. Τυχόν ακυρότητα της επιταγής που επέδωσε ο αρχικός δικαιούχος δεν επιδρά στο κύρος της νέας επιταγής, η οποία έχει αυτοτέλεια έναντι της προηγούμενης. Παρά τα ανωτέρω, στην περίπτωση της διαδοχής του δικαιούχου λόγω σύμβασης μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων τραπεζικών απαιτήσεων κατά τους ορισμούς των ν. 4354/2015 και 3156/2003, με δεδομένη τη συνθετότητα και την έκταση των επιμέρους πράξεων, από τις οποίες απαρτίζεται η μεταβίβαση των απαιτήσεων και εν συνεχεία η ανάθεση της διαχείρισης αυτών, άρα και των αντιστοίχων εγγράφων που την πιστοποιούν, η απαίτηση συγκοινοποίησης στον καθού η εκτέλεση οφειλέτη, στο πλαίσιο της ρύθμισης του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, ολόκληρων των σχετικών συμβάσεων μεταβίβασης και ανάθεσης της διαχείρισης, εκτός του ότι δεν συμπορεύεται με το πνεύμα της ρύθμισης του ανωτέρω άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, είναι ιδιαιτέρως πολυτελής, εξόχως δαπανηρή, στείρα τυπολατρική και παρεμβάλει σοβαρά εμπόδια στην εκτελεστική διαδικασία, παρεμποδίζοντας αδικαιολογήτως την πρόσβαση σε αυτήν των δανειστών. Η αναγκαστική εκτέλεση θέτει μεν συνήθως τον τύπο πριν από την ουσία, όχι, όμως, σε βαθμό που να εγγίζει τα όρια της κατάχρησης. Κατ’ ανάγκη λοιπόν, θα πρέπει να επιλεγούν εκείνα μόνο τα έγγραφα, που αποδεικνύουν την συντέλεση της μεταβίβασης και στοιχειοθετούν τη νομιμοποίηση του επισπεύδοντος (πρβλ. ΑΠ 345/2006 δημ. στη ΝΟΜΟΣ). Καθώς δε τα αποτελέσματα της μεταβίβασης επέρχονται αυτοδικαίως εκ του νόμου και χωρίς άλλη διατύπωση και έναντι τρίτων από την καταχώριση της κάθε σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του αρ. 3 του ν. 2844/2000, είναι προφανές ότι και η νομιμοποίηση της εταιρίας που αναλαμβάνει τη διαχείριση των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων αρχίζει ακριβώς από τότε. Άρα, τα έγγραφα, που πιστοποιούν τις ανωτέρω πράξεις και ολοκληρώνουν τη μεταβίβαση και την ανάθεση της διαχείρισης, είναι τα μόνα κρίσιμα και θα πρέπει να συγκοινοποιούνται στον οφειλέτη με την επιταγή. Όλα τα υπόλοιπα, οσηδήποτε σπουδαιότητα και σοβαρότητα αν παρουσιάζουν για τη διαδικασία της μεταβίβασης καθ’ εαυτήν, δεν παύουν να αποτελούν στοιχεία, που αφορούν στις εσωτερικές σχέσεις των εταιρειών. Τα έγγραφα που νομιμοποιούν, συνεπώς, την εταιρεία που ανέλαβε τη διαχείριση των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων, είναι η καταχώριση σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία των συμβάσεων μεταβίβασης και ανάθεσης της διαχείρισης, σύμφωνα με το αρ. 3 του ν. 2844/2000, ήτοι η δημοσίευση του εντύπου που καθορίστηκε με την υπ’ αριθμ. 161/337/2003 (ήδη ΥΑ 207/2020) απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης στο ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντος, με το σχετικό απόσπασμα των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων απ’ όπου θα φαίνεται η καταχώριση της μεταβίβασης της απαίτησης του καθ’ ου η εκτέλεση. Η κοινοποίηση των εγγράφων αυτών είναι αρκετή και ανταποκρίνεται πλήρως στη νομοτυπική μορφή των εγγράφων που αξιώνει το άρθρο 925 παρ. 1 ΚΠολΔ (βλ. ΜΕφ Θεσ177/ 2022, ΜΕφΠειρ 120/2021  ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Π. Γιαννόπουλο, Η Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις ως μη δικαιούχος διάδικος στη διαγνωστική δίκη και στο στάδιο της αναγκαστικής εκτέλεσης – Κριτική επισκόπηση των ρυθμίσεων του Ν. 4354/2015 και de lege ferenda προτάσεις, Αρμ 2019/233 επ., Ν.Κατηφόρης σχόλιο κάτωθι ΜΠρΝαξ 57/2020, ΕΠολΔ 2020 σελ. 432 επ, αντίθετα Κ. Παπαχρήστου-Δημητράς. Η νομιμοποίηση των διαδίκων στην πολιτική δίκη εκδ. 2021 σελ. 137-140 με παραπομπές σε σύγχρονη νομολογία Πρωτοβάθμιων Δικαστηρίων, Γ. Αποστολάκης, Ζητήματα από την κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση των εταιρειών -διαχειρίσεως απαιτήσεων από τραπεζικά δάνεια ΕπΑΚ 2021 σελ. 703-704).

IV. Στην προκειμένη περίπτωση, από την εκτίμηση των εγγράφων, που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται, και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα εξής: Με την με αριθμό …./2010 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε μετά από σχετική αίτηση της τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………», οι εκκαλούντες διατάσσονται  να της καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος,  το ποσό των 381.504,63 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, για υπόλοιπο  οφειλής  τους από την με Λατινικά Στοιχεία …. και με αριθμό …../15-4-2004 σύμβαση δανείου, εκ της οποίας αυτοί ενέχονται εις ολόκληρόν έναντι της αιτούσας δανείστριας Τράπεζας, και δη ο μεν  πρώτος εξ αυτών ως πρωτοφειλέτης και  η δεύτερη ως εγγυήτρια.  Επικυρωμένο αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της ως άνω διαταγής πληρωμής με επιταγή προς πληρωμή επιδόθηκε στους εκκαλούντες αρχικώς  στις 28-1-2010 (βλ. τις υπ’ αριθμ. …./28-1-2010 και …./28-1-2010 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών, ……….), και  εκ νέου   στις 28-7-2010 (βλ. τις υπ’ αρ. …../28-7-2010 και ……./28-7-2010 εκθέσεις επίδοσης της ίδιας ως άνω δικαστικής επιμελήτριας). Ακολούθως, δυνάμει της από 26-3-2013 σύμβασης πώλησης, που καταρτίστηκε  βάσει του υπ’ αριθμ. 96/26-3-2013 Διατάγματος της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, νομίμως δημοσιευθέντος  στο υπ’αριθ. 4640/26-3-2012 ΦΕΚ της Κυπριακής Δημοκρατίας και εγκριθέντος αυθημερόν με την υπ’αριθμ. 66/3/2013 απόφαση της ΕΠΑΘ της Τράπεζας της Ελλάδος, υπεισήλθε στη έννομη σχέση από την προαναφερόμενη σύμβαση στεγαστικού δανείου (καθώς και σε όλα τα παρεπόμενα δικαιώματα, εγγυήσεις, εξασφαλίσεις και καθυστερούμενους τόκους) και δη στη θέση της ως άνω δανείστριας Τράπεζας,  ως ειδικός διάδοχος αυτής, η τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «…………». Η τελευταία  στις 12-9-2019  κατήρτισε με την εταιρία ειδικού σκοπού με την επωνυμία (………..), έδρα το …….. Ιρλανδίας και αριθμό μητρώου …. σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων βάσει των προβλέψεων του ν. 3156/2003, της οποίας περίληψη δημοσιεύθηκε με αριθμό πρωτοκόλλου …../16.9.2019 στα τηρούμενα στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών βιβλία του ν. 2844/2000 (τόμος …. και αριθμός ….), συνοδευόμενη από παράρτημα μεταβιβαζόμενων επιχειρηματικών απαιτήσεων της εκ 12998 σελίδων, στο οποίο με αύξοντα αριθμό …….. αναφέρεται η απορρέουσα από την ως άνω  σύμβαση δανείου απαίτηση με τρέχον υπόλοιπο εκ  030 ευρώ και αναφερόμενους οφειλέτες τους εκκαλούντες. Ακολούθως, αυτή (αλλοδαπή εταιρία ειδικού σκοπού) με την από 12-9-2019 σύμβαση διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, περίληψη της οποίας καταχωρήθηκε στις 16-9-2019 στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου …./16-9-2019 (τόμος  …. και αριθμός ….), ανέθεσε τη διαχείριση του ως άνω χαρτοφυλακίου αρχικά στην Τράπεζα …………., και κατόπιν με την από 18-9-2019 αντίστοιχη σύμβαση διαχείρισης,  περίληψη της οποίας ομοίως καταχωρήθηκε στις 23-9-2019 στα δημόσια βιβλία του  Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου …./23-9-2019 (τόμος …. και αριθμός ….), ανέθεσε τη διαχείριση αυτού, κατά ρητή τροποποίηση της παραγράφου 1β του ως άνω προηγηθέντος με αριθμ. πρωτ. …../16-9-2019 εντύπου δημοσίευσης Σύμβασης Διαχείρισης Επιχειρηματικών Απαιτήσεων ως προς το πρόσωπο του διαχειριστή (βλ σχετικά 3° συμβατικό όρο αυτής), στην εφεσίβλητη, διαχειρίστρια εταιρεία με την τότε επωνυμία της «……….», με αριθμό ΓΕΜΗ ….. και ΑΦΜ ….. (το οποίο όμως εκ προφανούς παραδρομής αναγράφηκε εσφαλμένως ως …….), ακολούθως νομότυπα μετονομασθείσας σε «…………», που  συστάθηκε δυνάμει της υπ’ αριθμ. ……../16-9-2019 πράξης της συμβ/φου Πειραιά ………, η οποία αποτελεί εταιρεία παροχής υπηρεσιών διαχείρισης κατά τον ν. 4354/2015 σύμφωνα με την υπ’ αρ. 326/2/17-9-2019 απόφαση χορήγησης άδειας της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος (ΦΕΚ Β’ 3533/20-9-2019). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι στις 20-2-2020 η εφεσίβλητη, ενεργούσα υπό την ιδιότητα της ως αποκλειστική διαχειρίστρια εταιρία των δικαιωμάτων και απαιτήσεων της  προαναφερόμενης ειδικής διαδόχου της ένδικης απαίτησης, αλλοδαπής εταιρίας επέδωσε στους εκκαλούντες ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ’ αριθμ. ……/2010 διαταγής πληρωμής με την κάτωθι αυτής από 5-12-2019 επιταγή προς πληρωμή, με την οποία τους γνωστοποιεί όλα τα ανωτέρω (εκχωρήσεις – διαδοχές και αναθέσεις διαχείρισης απαιτήσεων) και τους επιτάσσει να καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος ,στην τελευταία,  αλλοδαπή εταιρεία το συνολικό ποσό των 915.282,93 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, εκ του οποίου: α) 381.504,63 ευρώ για επιδικασθέν κεφάλαιο, β) 522.825,50 ευρώ για τόκους υπερημερίας επί του επιδικασθέντος κεφαλαίου από την 1-8-2009 (επομένη της ημερομηνίας καταγγελίας του επίδικου δανείου) έως τις 28-6-2019, γ) 10.000 ευρώ για επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη, δ) 586 ευρώ για έξοδα της προκοινοποιηθείσας από 25-1-2010 επιταγής και ε) 366,80 ευρώ για έξοδα της επιταγής αυτής. Παράλληλα, με την εν λόγω επιταγή τους συγκοινοποιεί, κατ’ άρθρο 925 ΚΠολΔ, τα κάτωθι έγγραφα: ι) την με αριθμ. πρωτ. ……./16-9-2019 περίληψη της από 12-9-2019 σύμβασης εκχώρησης τιτλοποιημένων επιχειρηματικών απαιτήσεων, που δημοσιεύθηκε στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών (τ. …. α. …..), ιι) απόσπασμα του παραρτήματος της ως άνω περίληψης, όπου εμφαίνεται η με α/α εγγραφής … εκχώρηση – μεταβίβαση των απαιτήσεων από την επίδικη σύμβαση στεγαστικού δανείου (και τις πρόσθετες πράξεις αυτής), ιιι) την υπ’αριθμ. πρωτ. …./16-9-2019 δημοσίευση στο αυτό Ενεχυροφυλακείο (τ. … αρ. ….) περίληψης της από 12-9-2019 σύμβασης διαχείρισης τιτλοποιούμενων απαιτήσεων ιν) την με αριθμ. …./23-9-2019 περίληψη της τροποποίησης της από 12-9-2019 σύμβασης διαχείρισης ως προς το πρόσωπο του διαχειριστή, που δημοσιεύθηκε στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών (τ. … αρ. ….) δια της οποίας διαχειριστής ορίστηκε η «……….» με αναγραφόμενο στην επιταγή ΑΦΜ ….., ν) το ΦΕΚ Β’ 3533/20-9-2019, όπου δημοσιεύθηκε η υπ’αριθμ. …../17-9-2019 άδεια διαχείρισης απαιτήσεων προς την ως άνω εταιρεία , νι) την από 5-11-2019 με αριθμ. πρωτ. …. ανακοίνωση του Γενικού Εμπορικού Μητρώου, στην οποία αναφέρεται ότι με κωδικό καταχώρησης ……. την 1-1-2019 εγκρίθηκε με την υπ’ αριθμ 6331/19-01-11-2019 απόφαση του Αντιπεριφερειάρχη Κεντρικού Τομέα Αθηνών η μεταβολή της επωνυμίας της διαχειρίστριας εταιρείας σε «……….» και τον διακριτικό τίτλο «………. » σε συνδυασμό με το από 15-11-2019 Γενικό Πιστοποιητικό του Γενικού Εμπορικού Μητρώου με αναγραφόμενο αριθμό ΓΕΜΗ της εταιρείας αυτής ………, νιι) επικυρωμένο αντίγραφο της από 26-3-2013 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης, που καταρτίστηκε μεταξύ της Τράπεζας ….. και της Τράπεζας …., νιιι) επικυρωμένο αντίγραφο του υπ’αριθμ 4640/26-3-2013 φύλλου της Επίσημης Εφημερίδας της Κυπριακής Δημοκρατίας, όπου δημοσιεύεται το υπ’αριθμ. ……../26-3-2013 διάταγμα της Κεντρικής Τράπεζας …., ιx) επικυρωμένο αντίγραφο της υπ’αριθμ 66/3/26-3-2013 απόφασης της ΕΠΑΘ της Τράπεζας της Ελλάδος και x) την από 30-1-2014 βεβαίωση της Τράπεζας ….. Ακολούθως, στις 12-2-2020 προς ικανοποίηση μέρους της ως άνω επίδικης απαίτησης επιβλήθηκε με εντολή της εφεσίβλητης,  ενεργούσας  υπό την ιδιότητα της ως  διαχειρίστρια και πληρεξούσια των απαιτήσεων της  προαναφερόμενης αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού,  κατάσχεση μέχρι του ποσού των 450.000 ευρώ  σε ακίνητο  κυριότητας του πρώτου εκκαλούντος  με κωδικό αριθμό ……., επιφανείας 351,00 τμ, που βρίσκεται στη θέση «………» της περιφέρειας του Δήμου Νίκαιας, στο …….. Οικοδομικό Τετράγωνο, και ορίστηκε ηλεκτρονικός πλειστηριασμός αυτού για τις 23-9-2020, ημέρα Τετάρτη και ώρα 10:00 πμ – 14:00 μμ ενώπιον της πιστοποιημένης συμβ/φου Αθηνών ………..

V. Οι εκκαλούντες με τον πρώτο λόγο της ανακοπής τους, όπως αυτός αναπτύσσεται κατά τα ειδικότερα αναφέρομενα κάτωθι σκέλη του, που νομίμως επαναφέρεται με τους λόγους της έφεσης, αρνούνται την ενεργητική νομιμοποίηση της εφεσίβλητης να επισπεύσει σε βάρος τους την επίδικη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης ,διότι, όπως ισχυρίζονται: α) αυτή, ως έχουσα ΑΦΜ ….., ήτοι διάφορο αυτού της νομίμως ορισθείσας διαχειρίστριας της επίδικης απαίτησης (δια της από 18-9-2019 τροποποιητικής ως προς το πρόσωπο του διαχειριστή σύμβασης, περίληψη της οποίας με αριθμό πρωτοκόλλου ……/2019 νόμιμα δημοσιεύθηκε στο Ενεχυροφυλάκειο Αθηνών) εταιρείας με την επωνυμία «……………» και AΦM ….., δεν ταυτίζεται με την τελευταία, β) το συγκοινοποιηθέν με την προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή παράρτημα της με αριθμό πρωτ. …./2019 δημοσιευθείσας περίληψης της από 12-9-2019 σύμβασης εκχώρησης – μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων μεταξύ της Τράπεζας ….. και της εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «……….», συνιστά απόσπασμα και όχι ολόκληρο το πρωτότυπο κείμενο του παραρτήματος της περίληψης ή επίσημο αντίγραφο του, κατά παράβαση του άρθρου 925 ΚΠολΔ, που επιτάσσει – σε περίπτωση καθολικής ή ειδικής διαδοχής του δικαιούχου- να συγκοινοποιούνται στον καθ’ού η εκτέλεση μαζί με την επιταγή και ολόκληρα τα έγγραφα που τον νομιμοποιούν,  γ) από την ως άνω περίληψη της τροποποίησης της από 12-9-2019  σύμβασης διαχείρισης απαιτήσεων ως προς το πρόσωπο του διαχειριστή, που δημοσιεύθηκε στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, δια της οποίας διαχειριστής ορίστηκε η «……………», δεν προκύπτει εγγράφως, όπως απαιτεί ο ν. 4354/2015, ότι μεταβιβάστηκε στην τελευταία και η διαχείριση της επίδικης σύμβασης δανείου, την  οποία είχε αναλάβει αρχικώς η Τράπεζα ….., αφού ουδεμία απολύτως αναφορά γίνεται στη σύμβαση αυτή, δ) κατά παράβαση της διάταξης του άρθρου 925 ΚΠολΔ, δεν συγκοινοποιήθηκε σε αυτούς με την προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμής και η υπ’ αριθμ. …./16-9-2019 πράξη της συμβ/φου Πειραιά ……………, με την οποία συστήθηκε η ως άνω διαχειρίστρια εταιρεία με την επωνυμία «………………»,  άλλως  το κωδικοποιημένο καταστατικό της ή η ανακοίνωση της αρχικής καταχώρισης των στοιχείων της εταιρείας στο ΓΕΜΗ, ήτοι το πρακτικό διορισμού του ΔΣ, από το οποίο προκύπτει η εκπροσώπηση της διαχειρίστριας εταιρείας, ε) από το συγκοινοποιηθέν απόσπασμα του παραρτήματος της προαναφερόμενης υπ’ αριθμ. πρωτ. ……./2019 περίληψης της από 12-9-2019 σύμβασης μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων,  προκύπτει ότι το ύψος της μεταβιβασθείσας επίδικης απαίτησης σε βάρος των εκκαλούντων ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 385.030 ευρώ (ήτοι 381.504,63 ευρώ για κεφάλαιο πλέον ποσού 3.525,37 ευρώ για τόκους υπερημερίας). Εντούτοις η εφεσίβλητη επιτάσσει αυτούς όλως καταχρηστικώς, να  καταβάλουν,  εις ολόκληρον έκαστος, και επιπλέον ποσό 519.300,13 ευρώ για τόκους υπερημερίας επί του επιδικασθέντος κεφαλαίου, προκαλώντας έτσι τον οικονομικό αφανισμό τους, στ)  παρότι, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 εδ. γ’ του ν. 4354/2015 η πώληση – εκχώρηση απαίτησης σε εταιρεία ειδικού σκοπού για να είναι έγκυρη και ισχυρή θα πρέπει να έχει προηγηθεί χρονικά η σύναψη και υπογραφή συμφωνίας ανάθεσης διαχείρισης μεταξύ της εταιρείας απόκτησης  απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και εταιρείας διαχείρισης των απαιτήσεων, στην προκειμένη περίπτωση η από 12-9-2019 σύμβαση πώλησης- εκχώρησης  απαιτήσεων καταρτίστηκε σε χρόνο προγενέστερο της ανάθεσης της διαχείρισης  τους σε εταιρεία του ν. 4354/2015, με συνέπεια την ακυρότητα αυτής.

Ο ως άνω λόγος ανακοπής τυγχάνει απορριπτέος καθ’όλα τα κατ’ ιδίαν σκέλη του. Ειδικότερα, με βάση τα προεκτεθεντα σαφώς προκύπτει, ότι στους εκκαλούντες  συγκοινοποιήθηκαν όλα τα αναγκαία έγγραφα κατ’ άρθρο 925 παρ.1 ΚΠολΔ, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη, που αποδεικνύουν πλήρως την ιδιότητα της εφεσίβλητης ως διαχειρίστριας της επίδικης απαίτησης, νομιμοποιούμενης ενεργητικά στην επίσπευση σε βάρος τους της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης προς είσπραξη της, ενώ, σε αντίθεση με όσα διατείνονται οι τελευταίοι δεν ήταν αναγκαία η συγκοινοποίηση  σε αυτούς ολόκληρου του κειμένου της από 12-9-2019 σύμβασης μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων μαζί με το  παράρτημα αυτής 12.998 σελίδων,  καθώς μία τέτοια ερμηνευτική προσέγγιση δεν συμπορεύεται με το πνεύμα της ρύθμισης του ανωτέρω άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, δεδομένου περαιτέρω, ότι το υπόλοιπο μέρος του παραρτήματος δεν αφορά στην επίδικη απαίτηση. Ομοίως, δεν ήταν αναγκαία η συγκοινοποίηση σε αυτούς της μνημονευόμενης (στην περίληψη της τροποποίησης της από 12-9-2019 σύμβασης διαχείρισης απαιτήσεων) συστατικής της εφεσίβλητης πράξης της συμβ/φου Πειραιά, ……….., του κωδικοποιημένου καταστατικού της (του οποίου σημειωτέον, τα βασικά στοιχεία μνημονεύονται στο συγκοινοποιηθέν πιστοποιητικό από το ΓΕΜΗ), καθώς και της ανακοίνωσης της αρχικής καταχώρησης της στο ΓΕΜΗ, διότι η καταχώρηση των στοιχείων αυτής στο εν λόγω Μητρώο μετά από σχετικό έλεγχο νομιμότητας από τις αρμόδιες διοικητικές αρχές προκύπτει από τα ως άνω συγκοινοποιηθέντα  έγγραφα, (βλ. ειδικότερα την από 5-11-2019 με αριθ. πρωτ. ……… ανακοίνωση και το από 15-11-­2019 Γενικό Πιστοποιητικό του Γενικού Εμπορικού Μητρώου),  με συνέπεια τα δικαιώματα των εκκαλούντων, καθών η εκτέλεση, να κατοχυρώνονται,  εν προκειμένω, πλήρως και από κάθε άποψη (ΑΠ 345/2006 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Επιπλέον, ουδεμία αμφιβολία καταλείπεται ούτε σύγχυση προκαλείται ως προς την ταυτότητα της εφεσίβλητης ως νομίμως ορισθείσας διαχειρίστριας των μεταβιβασθεισών τραπεζικών απαιτήσεων, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι εκκαλούντες,  λόγω της προδήλως εσφαλμένης αναγραφής του ΑΦΜ αυτής στην με αριθμ. πρωτ. …../23.9.2019 δημοσιευθείσα στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών περίληψη της από 18-9-2019 τροποποίησης της ανωτέρω από 12.9.2019 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων ως προς το πρόσωπο του διαχειριστή, δηλαδή του εσφαλμένου  ΑΦΜ …. αντί του ορθού ΑΦΜ ….., δεδομένου ότι σε κάθε περίπτωση στην ως άνω περίληψη αναφέρεται η πλήρης επωνυμία της διαχειρίστριας «………..», πριν την μετονομασία της σε «……………», όπως και ο αριθμός καταχώρισής της στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο, ο οποίος ασφαλώς και σαφώς προσδιορίζει και πλήρως ταυτοποιεί την εταιρεία αυτή από πλευράς δημοσιότητας έναντι παντός τρίτου, και είναι ο ίδιος που αναγράφεται σε κάθε έγγραφο εκ των λοιπών συγκοινοποιηθέντων και ήδη προσκομιζομένων, συμπεριλαμβανομένης και της προσβαλλόμενης επιταγής προς πληρωμή. Περαιτέρω, στην προαναφερθείσα περίληψη της από 18-9-2019 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων (τροποιητική της από 12-9-2019 σύμβασης διαχείρισης ως προς το πρόσωπο-και μόνον- του διαχειριστή), νομίμως δημοσιευθείσα στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών με αριθμό πρωτ. …../2019, γίνεται ρητή αναφορά και παραπομπή στην δημοσιευθείσα υπ’ αρ. πρωτ. …../16-9-2019 περίληψη της ως άνω από 12-9-2019 τροποποιούμενης σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, με την οποία, η Τράπεζα …… είχε ορισθεί αρχικά διαχειρίστρια από την ανωτέρω αλλοδαπή εταιρία, ειδικού σκοπού, του μεταβιβασθέντος σε αυτήν χαρτοφυλακίου απαιτήσεων (βλ. ειδικότερα 3 όρο της εν λόγω σύμβασης με ΤΙΤΛΟ «Μεταβολές στη Σύμβαση Διαχείρισης Επιχειρηματικών Απαιτήσεων»). Κατά συνέπεια, δεν ήταν απαραίτητο να αναφέρονται σε αυτήν ειδικότερα τα στοιχεία της επίδικης σύμβασης δανείου, όπως αβασίμως ισχυρίζονται οι εκκαλούντες, ως προς την διαχείριση της οποίας ουδεμία άλλη αλλαγή επήλθε. Ακόμη, με την από 12-9-2019 σύμβαση πώλησης και εκχώρησης απαιτήσεων μεταβιβάστηκαν οι ειδικότερα αναφερόμενες απαιτήσεις της ……….., μεταξύ των οποίων και η επίδικη, κατά  κεφάλαιο, δεδουλευμένους τόκους και απαιτήσεις από έξοδα, μετά των παρεπομένων και διαπλαστικών δικαιωμάτων και των τυχόν εξασφαλίσεων αυτών, παρεπόμενων ενοχικών και εμπραγμάτων απαιτήσεων (βλ ειδικότερα 3° όρο της εν λόγω σύμβασης και την κάτωθι αυτού του όρου σημείωση) στην ως άνω αλλοδαπή εταιρεία  ειδικού σκοπού. Κατά συνέπεια, η τελευταία απέκτησε κατά αυτό τον τρόπο ολόκληρη την επίδικη απαίτηση της  εκχωρήσασας ……….. σε βάρος των εκκαλούντων οφειλετών της, που απορρέει από την ανωτέρω  σύμβαση στεγαστικού δανείου, στην οποία, όπως ήδη αναφέρθηκε, η  ……. υπεισήλθε με την από 26-3-2013 σύμβαση πώλησης, που κατάρτισε με την αρχική δικαιούχο και δανείστρια ………, το δε ποσό των 385.030 ευρώ, που μνημονεύεται στο απόσπασμα του παραρτήματος της περίληψης αυτής, δεν αποτελεί το ανώτατο όριο της μεταβιβασθείσας απαίτησης, όπως εσφαλμένα υποστηρίζουν οι εκκαλούντες, αλλά το «τρέχον υπόλοιπο», όπως άλλωστε τούτο ρητώς αναγράφεται στη σχετική στήλη του αποσπάσματος αυτού, δηλ. το λογιστικό υπόλοιπο  της απαίτησης κατά κεφάλαιο, χωρίς τους τόκους κατ’ άρθρο 150 του ν. 4261/2014 (βλ. ΜΕφΘεσ177/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, η εφεσίβλητη νόμιμα επιτάσσει τους εκκαλούντες με την προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή να της καταβάλουν – εις ολόκληρον έκαστος – και το επιπλέον ποσό των 522.825,50 ευρώ, που αφορά σε τόκους υπερημερίας. Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 εδ. γ’ του ν. 4354/2015, κατά την οποία ορίζεται ότι: «Η πώληση των παραπάνω απαιτήσεων είναι ισχυρή μόνο εφόσον έχει υπογράφει συμφωνία ανάθεσης διαχείρισης μεταξύ εταιρίας απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και εταιρίας διαχείρισης απαιτήσεων που αδειοδοτείται και εποπτεύεται κατά τον παρόντα νόμο από την Τράπεζα της Ελλάδος. Η προϋπόθεση αυτή οφείλει να πληρούται και σε κάθε περαιτέρω μεταβίβαση….» προκύπτει, ότι ο νομοθέτης θέτει ως προϋπόθεση του ισχυρού και έγκυρου της σύμβασης πώλησης επιχειρηματικών απαιτήσεων την υπογραφή σύμβασης ανάθεσης διαχείρισης των απαιτήσεων, η οποία εν προκειμένω πληρούται (αμφότερες οι εν λόγω συμβάσεις καταρτίστηκαν την ίδια ημέρα, 12-9-2019, και ομοίως δημοσιεύτηκαν σε περίληψη την ίδια ημέρα,16-9-2019), και συνεπώς η από 12.9.2019 σύμβαση πώλησης και εκχώρησης απαιτήσεων, με την οποία μεταβιβάστηκε μεταξύ άλλων και η επίδικη απαίτηση, από την εταιρία με την επωνυμία «………..» στην αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού  είναι καθόλα έγκυρη και ισχυρή, τα όσα δε οι εκκαλούντες διατείνονται περί ακυρότητας αυτής, επειδή δεν προηγήθηκε απολύτως χρονικά η κατάρτιση και δημοσίευση της σύμβασης διαχείρισης των απαιτήσεων, δεν στηρίζονται στην γραμματική  διατύπωση της εν λόγω διάταξης.

Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο,  που  έκρινε ομοίως και απέρριψε τον ως άνω λόγο ανακοπής δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου ούτε εκτίμησε εσφαλμένως τις αποδείξεις και οι λόγοι της έφεσης, με τους οποίους οι εκκαλούντες υποστηρίζουν  τα αντίθετα πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι. Μετά ταύτα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη η έφεση και  να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του  παραβόλου, ποσού 100,00 ευρώ, που οι εκκαλούντες προκατέβαλαν κατά την κατάθεση της εφέσεως,  και να ορισθεί παράβολο για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας εκ μέρους της εφεσίβλητης (άρθρα 501 και 505 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει ερήμην της εφεσίβλητης.

Ορίζει το παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει ουσιαστικά την έφεση.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο  του παραβόλου της έφεσης.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και του πληρεξούσιου δικηγόρου των εκκαλούντων, στις  10-5-2022.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ