Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 269/2022

Αριθμός απόφασης     269/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή  Σοφία Καλούδη, Εφέτη, την οποία όρισε η Διευθύνουσα το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών και τη Γραμματέα, Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις  ………… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της εκκαλούσας …………, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο,  Μερόπη Βασιλάκη,  και

Του εφεσίβλητου:  ………..που παραστάθηκε μετά της  πληρεξούσιας δικηγόρου,  Μαρίνας Σερεμετάκη.

Στη συζήτηση της από 22-5-2020 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου Εφετείου Πειραιώς ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2020 έφεσης, οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι αμφοτέρων των διαδίκων, αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

  Ι. Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 528 Κ.Πολ.Δ (η οποία δεν τροποποιήθηκε με το ν 4335/2015) «αν ασκηθεί έφεση από τον διάδικο που δικάσθηκε ερήμην, η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που, καθορίζονται από την έφεση και τους προσθετούς λόγους, ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως». Από τη διάταξη αυτή, προκύπτει ότι, αν ασκηθεί έφεση κατά ερήμην απόφασης, η οποία λειτουργεί ως υποκατάστατο αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας, εξαφανίζεται η εκκαλούμενη απόφαση μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, χωρίς έρευνα των λόγων της έφεσης (ΑΠ 280/2012 ΝΟΜΟΣ) και ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει με το δικόγραφο της εφέσεως και τις προτάσεις του όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προβάλει και πρωτοδίκως. Του παρέχεται, δηλαδή, η ευκαιρία, δεδομένου ότι δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, αλλά δικάστηκε ως εάν ήταν παρών, όπως, εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως, ακουστεί και προβάλει στο Εφετείο όσους ισχυρισμούς μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως επανορθώνοντας με την έφεση τις συνέπειες που η απουσία του ενδεχομένως επέφερε. Επομένως, για την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, εφόσον αυτή εκδόθηκε ερήμην του διαδίκου, δεν απαιτείται να ευδοκιμήσει προηγουμένως κάποιος λόγος της εφέσεως, αλλά αρκεί η τυπική παραδοχή της, καθόσον αυτή έχει τα αποτελέσματα της καταργηθείσας αναιτιολόγητης ανακοπής (ΑΠ 2150/2014, ΑΠ 907/2014). Μετά την εξαφάνιση της πρωτοδίκου αποφάσεως, αναδικάζεται η υπόθεση από το Εφετείο, το οποίο μετατρέπεται ουσιαστικά σε πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Στην προκειμένη περίπτωση η κρινόμενη  έφεση κατά της υπ΄αριθμ. 420/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση  (άρθ. 592 επ. του ΚΠολΔ),  έχει ασκηθεί νομότυπα και εντός της οριζόμενης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ1 ΚΠολΔ προθεσμίας, που ανεστάλη νομίμως για το χρονικό διάστημα από 13-3-2020 έως 31-5-2020, με τις με αριθμούς Δ1α/ΓΠ.οικ.17734/ 12-3-2020, 18176/15-3-2020, 21159/27-3-2020, 24403/10-4-2020, 26804/25-4-2020 και 30340/15-5-2020 υπουργικές αποφάσεις λόγω της πανδημίας covid -19, καθώς αντίγραφο της εκκαλουμένης επιδόθηκε στην εκκαλούσα στις 13-2-2020 ( βλ. τη με αριθμό …../ 13-2-2020 ‘έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών, …………….) και η έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά στις 22-5-2020. Συνεπώς, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή η έφεση και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση,  περαιτέρω δε, να κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο αυτό και να ερευνηθεί η  αγωγή κατά την ίδια ειδική  διαδικασία ως προς την βασιμότητα αυτής.

ΙΙ. Με την από 25-6-2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2015 αγωγή ο ενάγων, ζητεί τη λύση του γάμου του με την εναγομένη, λόγω διετούς διάστασης. Η αγωγή αυτή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1438, 1439 παρ. 3 του ΑΚ. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

ΙΙΙ. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1439 παρ. 3 του ΑΚ, εφόσον οι σύζυγοι βρίσκονται σε διάσταση συνεχώς από δύο  τουλάχιστον χρόνια, ο κλονισμός τεκμαίρεται αμάχητα και το διαζύγιο μπορεί να ζητηθεί έστω και αν ο λόγος του κλονισμού αφορά το πρόσωπο του ενάγοντος. Η συμπλήρωση του χρόνου διάστασης δεν εμποδίζεται από μικρές διακοπές, που έγιναν ως προσπάθεια αποκατάστασης των σχέσεων ανάμεσα στους συζύγους. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, καθένας από τους συζύγους, ανεξάρτητα από το αν προκάλεσε τη διάσταση ή όχι, έχει δικαίωμα να ζητήσει διαζύγιο, όταν η διάσταση διήρκεσε επί δύο συναπτά έτη, υπολογιζόμενη αναδρομικώς όχι από το χρόνο που είχε προσδιορισθεί αρχικά να συζητηθεί η αγωγή στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αλλά από το χρόνο της μετ` αναβολή πρώτης στο ακροατήριο κατ` ουσίαν συζήτησης της αγωγής, οπότε, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 68, 69, 224, 269 και 281 ΚΠολΔ κρίνεται το κεκτημένο του καταγόμενου στη δίκη δικαιώματος. Από τις ίδιες διατάξεις, που καθιερώνουν ως λόγο διαζυγίου τον αντικειμενικό κλονισμό της έγγαμης σχέσης των συζύγων, προκύπτει, ότι, εφόσον αποδειχθεί η διετής διάσταση τεκμαίρεται αμάχητα ο κλονισμός των σχέσεων τους και το δικαστήριο χωρεί, μετά και τη διαπίστωση της πρόθεσης για διάσταση, στη λύση του γάμου. Ως διάσταση, κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, νοείται η φυσική και ψυχική απομάκρυνση μεταξύ των συζύγων, με την πρόθεση τουλάχιστον του ενός από αυτούς να μην έχουν πλέον κοινωνία βίου. Τη συμπλήρωση του χρόνου δεν εμποδίζουν οι μικρές διακοπές της διάστασης, που γίνονται προς επίτευξη της αποκατάστασης των σχέσεων των συζύγων, παρά το ότι στην περίπτωση αυτή ελλείπει η πρόθεση διακοπής της συμβίωσης. Κατά μείζονα λόγο, δεν ελλείπει η διάσταση, όταν παρεμβάλλονται μικρές διακοπές από άλλους λόγους, όπως κοινωνικούς ή χάριν των τέκνων και για την επικοινωνία με αυτά, οι οποίοι δεν αναιρούν την σταθερή πρόθεση διάσπασης του συζυγικού δεσμού, όπως τυχόν επισκέψεις της οικογενειακής στέγης από τον απομακρυνθέντα από αυτή σύζυγο, προς εκδήλωση ενδιαφέροντος για προβλήματα, που απασχολούν τη σύζυγο και τα διαμένοντα με αυτή τέκνα. Εξάλλου, η διάσταση συνοδεύεται, συνήθως, και από τη διακοπή της συγκατοίκησης ή της διαμονής των συζύγων στην ίδια οικία. Ωστόσο, όμως, είναι νοητή αυτή (διάσταση), έστω και αν συνεχίζουν εκείνοι να κατοικούν ή να διαμένουν στην ίδια οικία, σε διαφορετικούς βέβαια χώρους της (συνοίκηση με ευρεία έννοια), οπότε φαινομενικά μεν προκύπτει έγγαμη συμβίωση, στην ουσία όμως έχει διακοπεί η συμβίωση αυτή (ΑΠ 1921 /2008, ΑΠ 1589/2005, ΑΠ 1504/2003 ΕλλΔνη 45,415, ΕφΠειρ694/ 2009, ΜΕφΔωδ173/ 2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, τα όποια διακοπτικά της ψυχικής και σωματικής απομάκρυνσης περιστατικά, που τυχόν επικαλείται ο εναγόμενος, στον εκ του άρθρου 1439 παρ. 3 ΑΚ λόγο διαζυγίου, τείνουν σε αποδυνάμωση της έννοιας της διάστασης, που αποτελεί στοιχείο της βάσης της αγωγής και συνιστούν άρνηση αυτής, αν δε, κατά το στάδιο της αποδεικτικής διαδικασίας προκύψουν τέτοια διακοπτικά περιστατικά, εκτιμώνται ανελέγκτως από το δικαστήριο της ουσίας, αν αναιρούν ή όχι το στοιχείο της διάστασης (Ολ. ΑΠ 20/1990, Δ/νη 1990/1604, ΑΠ 1057/2012 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 293/2011 δημ. ΝΟΜΟΣ).

IV. Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα, που εξετάστηκε με την επιμέλεια του ενάγοντος στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, η οποία περιλαμβάνεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του, και των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων, που εξετάστηκαν με επιμέλεια των διαδίκων ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, και περιλαμβάνονται στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού, καθώς και από όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Οι διάδικοι στις 5-3-1994 τέλεσαν μεταξύ τους νόμιμο γάμο στον Πειραιά κατά τον θρησκευτικό τύπο σύμφωνα με τους ιερούς και θείους κανόνες της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Από τον γάμο τους απέκτησαν δύο τέκνα, ήδη ενήλικα, την …., που γεννήθηκε στις 13-12-1995, και τον ….., που γεννήθηκε στις 16-11-1997. Η έγγαμη συμβίωση τους  διήρκησε έως τον Μάρτιο του έτους 2014, οπότε λόγω σημαντικών προβλημάτων, που ανέκυψαν στην έγγαμη σχέση τους,  αυτή διακόπηκε οριστικά  με την μετοίκηση  του ενάγοντος στη Σαλαμίνα, όπου και διαβιεί μέχρι σήμερα. Για τα ανωτέρω κατέθεσε σαφώς μετά λόγου γνώσεως και εξ ιδίας αντιλήψεως η μάρτυς του ενάγοντος, που εκτός από  άτομο του στενού συγγενικού του περιβάλλοντος (ανιψιά) είχε χειρισθεί αρχικώς  ως δικηγόρος την  σύνταξη και κατάθεση της ένδικης αγωγής, σύμφωνα με την οποία (μάρτυρα) τα προβλήματα στη σχέση των διαδίκων είχαν ξεκινήσει καιρό πριν την  ως άνω μετοίκηση του ενάγοντος, πλην, όμως, αυτοί προσπαθούσαν να τα ξεπεράσουν για χάρη των δύο τέκνων τους. Ωστόσο, παρά τις προσπάθειες τους η κατάσταση  επιδεινώθηκε με συνέπεια την οριστική αποχώρηση του ενάγοντος από την συζυγική οικία κατά τα προαναφερθέντα. Αντιθέτως, τα όσα κατέθεσε η μάρτυς της εναγόμενης και φίλη αυτής,  δεν κρίνονται αρκούντως πειστικά για να αναιρέσουν τις ως άνω ουσιαστικές παραδοχές, καθόσον αποτελούν κατά βάση προσωπικά της συμπεράσματα και εκτιμήσεις. Συγκεκριμένα, αυτή κατέθεσε, ότι όπως την πληροφόρησε η ίδια η εναγομένη, ο ενάγων αποχώρησε από την οικία τους μόλις τον Μάιο του έτους 2018, ότι πιο πριν η ίδια δεν είχε αντιληφθεί την απουσία του (χωρίς όμως να αναφέρεται σε συγκεκριμένες συναντήσεις τους στην οικία των διαδίκων),  ούτε της είχε αναφέρει κάτι σχετικά η εναγομένη, ενώ περαιτέρω κατέθεσε ότι οι διάδικοι γιόρτασαν μαζί στην συζυγική οικία την Πρωτοχρονιά του έτους 2016 με καλεσμένους φιλικό τους ζευγάρι, και συγκεκριμένα τον ………… (που εξετάστηκε πρωτοδίκως ως μάρτυς του ενάγοντος, επιβεβαιώνοντας την αποχώρηση αυτού από την οικογενειακή στέγη το έτος 2014) και την σύζυγο του. Ωστόσο, όπως αποδείχθηκε, η εν λόγω  συναναστροφή των διαδίκων, που παραδέχεται και ο ενάγων,  ήταν καθαρά τυπική και έγινε χωρίς πρόθεση επανασύνδεσης εκ μέρους του, αλλά αποκλειστικά και μόνον χάριν των τέκνων τους, τα οποία, εξάλλου, αυτός εξακολουθεί να επισκέπτεται στην συζυγική οικία και να τους παρέχει την συνδρομή του σε ό,τι χρειάζονται. Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα αποδείχθηκε  η ειλικρινής και σταθερή πρόθεση του ενάγοντος για διάσπαση του συζυγικού δεσμού του με την εναγόμενη, απορριπτομένων των όσων αβασίμως υποστηρίζει η τελευταία, ότι δηλαδή η διάσπαση στη σχέση τους επήλθε το πρώτον τον Μάιο  του έτους 2018, και ότι η κατάθεση της αγωγής στις  25-6-2015 έγινε αρχικώς για φορολογικούς και μόνον λόγους, που δεν διευκρινίζει, όπως εξάλλου την είχε διαβεβαιώσει και ο ενάγων, ο οποίος έκτοτε καταθέτει χωριστά φορολογική δήλωση. Ειδικότερα, το επικαλούμενο από αυτή γεγονός ότι η αγωγή τελικώς συζητήθηκε στις 15-11-2019, μετά από δύο αναβολές (στην αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο στις 15-4-2016 και στην μετ’ αναβολή δικάσιμο στις 11-11-2016), μία ματαίωση (στην δεύτερη μετ’ αναβολή δικάσιμο στις 26-1-2018) και μια αναβολή (κατά την εκ νέου ορισθείσα μετά από ματαίωση δικάσιμο στις 22-3-2019), ενώ επιδόθηκε στην εναγομένη μόλις στις 18-2-2019, δεν μαρτυρά την εξ αρχής πρόθεση του ενάγοντος να μην την συζητήσει, αλλά οφείλεται αφενός στην μακρόχρονη αποχή των δικηγόρων από τα καθήκοντα τους κατά το έτος 2016 και αφετέρου σε παράκληση της ίδιας της εναγόμενης, που επικαλούταν  οικονομικούς λόγους  για μην εκδικασθεί η υπόθεση. Μετά ταύτα, δεδομένου ότι  από την έναρξη της διάστασης (Μάρτιος έτους 2014) μέχρι τη συζήτηση της αγωγής ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (15-1-2019), συμπληρώθηκε διετία, τεκμαίρεται αμάχητα ότι η έγγαμη σχέση των διαδίκων έχει κλονιστεί τόσο ισχυρά, ώστε βάσιμα η εξακολούθησή της να είναι αφόρητη για τον ενάγοντα, και συνεπώς η αγωγή πρέπει να γίνει  δεκτή ως ουσιαστικά  βάσιμη και να λυθεί ο γάμος τους. Τέλος,  καθόσον ο νικήσας ενάγων-εφεσίβλητος δεν υποβάλει αίτημα για επιδίκαση των δικαστικών του εξόδων στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας σε βάρος της αντιδίκου του, αλλά ζητεί τον μεταξύ τους συμψηφισμό των  δικαστικών εξόδων τους σε αμφότερους  τους βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει τα δικαστικά  έξοδα των διαδίκων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας να συμψηφιστούν μεταξύ τους  (άρθρα 179 του ΚΠολΔ), και να επιστραφεί το με αριθμό ………../ 2020 παράβολο στην καταθέσασα αυτό  εναγομένη – εκκαλούσα (άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της απόφασης αυτής.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει με την παρουσία  των διαδίκων.

Δέχεται την έφεση τυπικά και κατ’ ουσίαν.

Διατάσσει να αποδοθεί το παράβολο της έφεσης στην καταθέσασα αυτό εκκαλούσα.

Εξαφανίζει την υπ’ αριθ. 420/2020  απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Διακρατεί την υπόθεση.

Δικάζει την υπ’ αριθμ. από 25-6-2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../2015 αγωγή

Δέχεται αυτή.

Απαγγέλλει τη λύση του γάμου που τελέστηκε μεταξύ των διαδίκων στον Πειραιά στις 5-3-1994  κατά τον θρησκευτικό τύπο σύμφωνα με τους ιερούς και θείους κανόνες της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων .

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις  10-5-2022.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ